×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 12. X. Η αγόρευση του συνηγόρου. Το δίκοπο μαχαίρι

12. X. Η αγόρευση του συνηγόρου. Το δίκοπο μαχαίρι

Άκρα σιγή απλώθηκε στην αίθουσα μόλις αντήχησαν οι πρώτες λέξεις του περίφημου ρήτορα. Όλοι κάρφωσαν πάνω του τα μάτια τους. Μπήκε κατευθείαν στο θέμα. Μιλούσε απλά και με πεποίθηση, μα χωρίς την παραμικρή έπαρση, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια για καλλιέπεια, για παθητικές νότες, για λόγια που αντηχούν αισθηματικά. Ήταν σαν άνθρωπος που μιλάει σε φιλικό κύκλο, σ' ανθρώπους που τον επιδοκιμάζουν. Η φωνή του ήταν υπέροχη, δυνατή και συμπαθητική, και μάλιστα στη φωνή αυτή σα ν' ακούστηκε κιόλας κάτι ειλικρινές κι ανοιχτόκαρδο. Μα όλοι μονομιάς καταλάβανε πως ο ρήτορας μπορεί να υψωθεί ως το γνήσιο πάθος —και να «συγκλονίσει τις καρδιές με πρωτόφαντη δύναμη». Ίσως να εκφραζόταν λιγότερο άψογα απ' τον Ιππόλυτο Κυρίλοβιτς, μα χωρίς μακρές φράσεις και με μεγαλύτερη ακρίβεια. Ένα μονάχα δεν άρεσε στην αρχή στις κυρίες: Όλο σα να 'σκυβε λίγο, ιδιαίτερα στην αρχή της αγόρευσής του, όχι πως υποκλινότανε, μα σα να 'θελε να ορμήσει προς το ακροατήριο, και γι' αυτό σα να 'σκυβε ακριβώς με τη μισή του μακριά πλάτη, λες και στη μέση αυτής της μακριάς και λεπτής πλάτης να υπήρχε κανένας μεντεσές έτσι που μπορούσε να λυγίζει σχεδόν σ' ορθή γωνία. Στην αρχή της αγόρευσής του μίλαγε κάπως σκόρπια, χωρίς σύστημα, λες, πιάνοντας τα γεγονότα από δω κι από κει, μα στο τέλος παρουσιάστηκε κάτι το ολοκληρωμένο. Την αγόρευσή του θα μπορούσε κανείς να τη χωρίσει σε δυο μέρη: το πρώτο ήταν η κριτική, η ανασκευή της κατηγορίας, μερικές φορές δηκτική και σαρκαστική. Μα στο δεύτερο μέρος της αγόρευσής του σα ν' άλλαξε και τον τόνο και τον τρόπο ακόμα τη ομιλίας του και υψώθηκε μονομιάς ως το πάθος, ενώ η αίθουσα, σα να το περίμενε αυτό, ανατρίχιασε όλη από ενθουσιασμό. Μπήκε αμέσως στο θέμα κι άρχισε απ' το ότι αν και η έδρα του βρίσκεται στην Πετρούπολη, δεν είναι ωστόσο η πρώτη φορά που επισκέπτεται τις άλλες πόλεις της Ρωσίας για να υπερασπίσει κατηγορούμενους, με τον όρο όμως να 'ναι σχεδόν βέβαιος για την αθωότητά τους ή να την προαισθάνεται.

«Το ίδιο μου συνέβη και σ' αυτήν εδώ την περίπτωση», εξήγησε. «Ακόμα κι απ' τις πρώτες ανταποκρίσεις των εφημερίδων είδα κάτι που με εξέπληξε τρομερά και ήταν σ' όφελος του κατηγορουμένου. Με δυο λόγια, μ' έκανε ν' ενδιαφερθώ κάποιο νομικό γεγονός που αν κι επαναλαμβάνεται συχνά στη δικαστική πρακτική, ποτέ ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, δεν έλαβε χώραν πλήρες και με τέτοιες χαρακτηριστικές ιδιομορφίες όπως στην παρούσα υπόθεση. Το γεγονός αυτό θα 'πρεπε να το διατυπώσω στο τέλος μονάχα της αγόρευσής μου, στον επίλογο, μα ωστόσο θα εκφράσω τη σκέψη μου απ' την αρχή-αρχή, γιατί έχω την αδυναμία να μπαίνω αμέσως στο θέμα χωρίς να προετοιμάζω εφέ και χωρίς να επιλέγω τις εντυπώσεις. Ίσως αυτό να μην είναι τόσο φρόνιμο αλλά είναι ειλικρινές. Η σκέψη μου, η διατύπωσή της, είναι η ακόλουθη: η αλληλουχία των γεγονότων είναι συντριπτική για τον κατηγορούμενο και ταυτόχρονα δεν υπάρχει ούτε ένα γεγονός που ν' αντέχει σε κριτική, αν το εξετάσει κανείς μεμονωμένα!

»Παρακολουθώντας ύστερα τις φήμες και τις εφημερίδες, όλο και περισσότερο εδραιωνόταν αυτή μου η πεποίθηση, και ξάφνου πήρα απ' τους συγγενείς του κατηγορουμένου την πρόσκληση να τον υπερασπίσω. Έσπευσα αμέσως να 'ρθω, κι εδώ πια βεβαιώθηκα τελειωτικά. Για να συντρίψω αυτή την τρομερή αλληλουχία των γεγονότων και ν' αποδείξω το αβάσιμο και τη φαντασιοπληξία κάθε επιβαρυντικού γεγονότος —να γιατί ανέλαβα την υπεράσπιση αυτής της υπόθεσης».

Έτσι άρχισε ο συνήγορος και ξαφνικά αναφώνησε:

«Κύριοι ένορκοι, είμαι καινουργιοφερμένος στην πολιτεία σας και γι' αυτό οι εντυπώσεις μου είναι ολότελα απροκατάληπτες. Ο κατηγορούμενος, άνθρωπός βίαιου χαρακτήρα και ασυγκράτητος, δε μ' έχει προσβάλει προσωπικά προηγούμενα όπως εκατοντάδες ίσως σ' αυτή την πολιτεία, πράγμα που 'κανε πολλούς να έχουν κάποια προκατάληψη εναντίον του. Φυσικά και γω το παραδέχομαι πως το ηθικό αίσθημα της εδώ κοινωνίας έχει δικαίως αγανακτήσει: ο κατηγορούμενος είναι βίαιος και παράφορος, ωστόσο στην εδώ κοινωνία 'τον δέχονταν παντού, ακόμα και στην οικογένεια του εξαιρετικά προικισμένου κατηγόρου γινόταν ευμενέστατα δεκτός».

Nota bene: Σ' αυτά τα λόγια ακούστηκαν απ' το ακροατήριο δυο-τρία γελάκια, αν και καταπνίγηκαν γρήγορα, μα που ωστόσο όλοι τα παρατήρησαν. Όλοι το ξέραμε πως ο εισαγγελέας δεχόταν σπίτι του το Μίτια παρά τη θέλησή του, μόνο και μόνο γιατί τον έβρισκε για κάποιο λόγο ενδιαφέροντα η γυναίκα του —μια κυρία στον ανώτατο βαθμό αξιοσέβαστη κι ενάρετη μα φαντασιόπληχτη κι ιδιότροπη που αγαπούσε σε μερικές περιπτώσεις, ειδικά στις μικρολεπτομέρειες, ν' αντιτίθεται στον άντρα της. Ο Μίτια, για να λέμε την αλήθεια, επισκεφτόταν το σπίτι τους αρκετά σπάνια.

«Εντούτοις θα τολμήσω να υποθέσω», εξακολούθησε ο συνήγορος, «πως κι ο αντίπαλός μου, παρ' όλο το ανεπηρέαστο πνεύμα του και τον δίκαιο χαρακτήρα του, θα μπορούσε να σχηματίσει ενάντια στον δυστυχισμένο πελάτη μου κάποια λαθεμένη προκατάληψη. Ω, αυτό είναι τόσο φυσικό: Ο δύστυχος το αξίζει και το παραξίζει να του φέρνονται και με προκατάληψη ακόμα. Το προσβλημένο ηθικό κι ακόμα περισσότερο αισθητικό συναίσθημα είναι καμιά φορά αδυσώπητο. Βέβαια στην εύγλωττη αγόρευση του κατηγόρου ακούσαμε μιαν αυστηρή ανάλυση του χαρακτήρα και των πράξεων του κατηγορουμένου, αυστηρή κριτική αντιμετώπιση της υπόθεσης και, το σπουδαιότερο, μας έχουν προβληθεί τόσο βαθιές ψυχολογικές απόψεις για την ουσία της υπόθεσης που η διείσδυση σε τέτοια βάθη ψυχολογίας δε θα ήταν δυνατή με την ύπαρξη έστω και της παραμικρότερης εσκεμμένης και μοχθηρής προκατάληψης προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου. Μα υπάρχουν και πράματα πολύ χειρότερα ακόμα, πιο καταστρεπτικά σε παρόμοιες περιπτώσεις, απ' την πιο κακή και προκατειλημμένη συμπεριφορά: συγκεκριμένα όταν λόγου χάρη μάς κυριέψει κάποια, ας την πούμε, καλλιτεχνική παιδιά, μια ανάγκη καλλιτεχνικής δημιουργίας, ας το πούμε, δημιουργίας μυθιστορήματος, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν τόσα ψυχολογικά χαρίσματα που μας επιδαψίλεψε ο Θεός. Απ' την Πετρούπολη ακόμα, όταν ετοιμαζόμουνα να 'ρθω εδώ, είχα προειδοποιηθεί, μα κι ο ίδιος άλλωστε το ήξερα, πως θα συναντήσω εδώ για αντίπαλο ένα βαθύ και λεπτότατο ψυχολόγο, που από καιρό πια έχει κερδίσει κάποια ιδιαίτερη φήμη γι' αυτή του την ικανότητα στο νεαρό ακόμα δικαστικό μας κόσμο. Μα η ψυχολογία, κύριοι, αν κι είναι κάτι βαθύ, ωστόσο μοιάζει με δίκοπο μαχαίρι (γελάκια στο ακροατήριο). Ω, θα μου συγχωρέσετε βέβαια την κοινότοπη αυτή παρομοίωση. Η υπερβολική καλλιέπεια δεν είναι το φόρτε μου. Μα να ωστόσο ένα παράδειγμα —παίρνω στην τύχη ένα απ' την αγόρευση της κατηγορίας. Ο κατηγορούμενος τη νύχτα στον κήπο καβαλικεύει το φράχτη και τραυματίζει με το μπακιρένιο γουδοχέρι τον υπηρέτη που τον άρπαξε απ' το πόδι. Ύστερ' αμέσως πηδάει πίσω στον κήπο και πέντε ολόκληρα λεπτά χάνει τον καιρό του με τον τραυματία προσπαθώντας να εξακριβώσει: τον σκότωσε ή όχι; Και να που ο κατήγορος με κανέναν τρόπο δε θέλει να πιστέψει στην αλήθεια της κατάθεσης του κατηγορουμένου, πως ξαναπήδησε στον κήπο από συμπόνια για το Γρηγόρη. Όχι, μας λέει, είναι τάχα δυνατό να υπάρχει μια τέτοια συναισθηματικότητα σε μια τέτοια στιγμή; Αυτό, λέει, δεν είναι φυσικό, μα πήδησε μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί: ζει ή σκοτώθηκε ο μοναδικός μάρτυρας του κακουργήματος του, και συνεπώς μ' αυτό ίσα ίσα απέδειξε ότι αυτός έκανε τούτο το κακούργημα, μια και δεν μπορούσε να πηδήσει στον κήπο για κανέναν άλλο λόγο, ροπή ή συναίσθημα. Αυτή είναι η ψυχολογία. Μα ας πάρουμε την ίδια αυτή ψυχολογία κι ας την εφαρμόσουμε σ' αυτή την περίπτωση, όμως απ' την άλλη πλευρά, και θα βγει όχι λιγότερο αληθοφανής. Ο δολοφόνος πηδάει κάτω από προφύλαξη, για να βεβαιωθεί αν ζει ή όχι ο μάρτυρας, και παρ' όλ' αυτά μόλις άφησε στο γραφείο του πατέρα του που σκότωσε σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του κατηγόρου, ένα κολοσσιαίο πειστήριο εναντίον του, το σκισμένο φάκελο που έγραφε ότι περιείχε τρεις χιλιάδες. “Αν έπαιρνε μαζί του το φάκελο, τότε κανένας δε θα 'ξερε σ' όλο τον κόσμο πως υπήρχε φάκελος και μέσα σ' αυτόν τα λεφτά και πως κατά συνέπεια είχε διαπραχτεί ληστεία απ' τον κατηγορούμενο”. Αυτά είναι λόγια του ίδιου του κατηγόρου. Λοιπόν για το ένα, βλέπετε, δεν τον έφτασε η προνοητικότητα, τα 'χασε ο άνθρωπος, τρόμαξε και το 'σκασε αφήνοντας στο πάτωμα ένα τόσο σοβαρό πειστήριο, και μόλις ύστερ' από δυο λεπτά χτύπησε και σκότωσε άλλον άνθρωπο, και να αμέσως στη διάθεσή μας η πιο άκαρδη και υπολογιστική προνοητικότητα. Μα ας είναι, ας έγινε έτσι: Σ' αυτό ακριβώς έγκειται κι η λεπτότητα της ψυχολογίας, πως στις ίδιες συνθήκες εγώ είμαι αιμοβόρος κι ανοιχτομάτης σαν αετός και την άλλη στιγμή τυφλός και δειλός σαν τυφλοπόντικας. Μα αν είμαι τόσο αιμοβόρος και άσπλαχνα υπολογιστικός που, αφού σκότωσα, πήδησα κάτω μονάχα για να δω αν ζει ένας μάρτυρας του εγκλήματος μου ή όχι, τότε για ποιο λόγο, θα 'λεγε κανείς, να χασομεράω μ' αυτό το καινούργιο μου θύμα ολόκληρα πέντε λεπτά, με τον κίνδυνο ν' αποκτήσω κι άλλους μάρτυρες; Για ποιο λόγο να βρέχω το μαντίλι σκουπίζοντας το αίμα απ' το κεφάλι του πεσμένου με το σκοπό να γίνει αυτό το ίδιο μαντίλι αργότερα απόδειξη εναντίον μου; Όχι, αν είμαστε πια τόσο υπολογιστικοί κι άσπλαχνοι, δε θα 'ταν καλύτερα να δώσουμε στον πεσμένο υπηρέτη με το ίδιο κείνο μπακιρένιο γουδοχέρι ακόμα κι άλλη κι άλλη, μια στο κεφάλι για να τον αποτελειώσουμε και, εξοντώνοντας το μάρτυρα ν' απαλλαγούμε από κάθε σκοτούρα; Και τέλος πηδάω κάτω για να δω αν ζει ή όχι ο μοναδικός μάρτυρας και κει στο δρομάκο αφήνω άλλον μάρτυρα, αυτό το ίδιο το γουδοχέρι ακριβώς που τ' άρπαξα απ' τις δυο γυναίκες που κάθε στιγμή θα μπορούσαν να το αναγνωρίσουν για δικό τους και να μαρτυρήσουν πως τ' άρπαξα απ' αυτές. Κι όχι πως το ξέχασα στο δρομάκο, πως μου 'πεσε στη βιασύνη μου και στη σαστισμάρα μου: όχι, εμείς το πετάξαμε το όπλο μας γιατί βρέθηκε κάπου δεκαπέντε βήματα μακριά απ' το μέρος όπου έπεσε ο Γρηγόρης. Ερωτάτε, γιατί το κάναμε λοιπόν αυτό; Μα γι' αυτό ίσα-ίσα το κάναμε, -γιατί πικραθήκαμε που σκοτώσαμε έναν άνθρωπο, το γέρο-υπηρέτη, και γι' αυτό στην απελπισία μας με κατάρα πετάξαμε το γουδοχέρι, σαν όργανο φόνου, αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει, γιατί να το ρίχναμε αλλιώς με τόση δύναμη; Αφού όμως μπορούσαμε να νιώσουμε πόνο και λύπη που σκοτώσαμε έναν άνθρωπο, αυτό βέβαια έγινε γιατί δε σκοτώσαμε τον πατέρα: Αν σκοτώναμε τον πατέρα δε θα γυρίζαμε κοντά στον άλλο χτυπημένο από λύπη, τότε πια θα 'ταν άλλο συναίσθημα, τότε δε θα 'χαμε καιρό για συμπόνια, μα θα φροντίζαμε μονάχα για τη σωτηρία μας. Απεναντίας, το ξαναλέω, θα του σπάγαμε το κρανίο τελειωτικά, και δε θα χασομεράγαμε μαζί του πέντε ολόκληρα λεπτά. Βρέθηκε θέση για συμπόνια και αγαθό συναίσθημα ακριβώς γιατί ως τα τότε η συνείδησή μας ήταν καθαρή. Να λοιπόν άλλο είδος ψυχολογίας. Επίτηδες, κύριοι ένορκοι, προσέτρεξα τώρα στην ψυχολογία για να δείξω παραστατικά πως μ' αυτήν μπορεί να συμπεράνει κανείς ό,τι θέλει. Η ουσία είναι σε ποιανού χέρια βρίσκεται. Η ψυχολογία παρασέρνει σε μυθιστορήματα και τους πιο σοβαρούς ανθρώπους κι αυτό χωρίς καθόλου να το θέλουν. Μιλάω για την υπερβολική ψυχολογία, κύριοι ένορκοι, για την κατάχρηση της μεθόδου αυτής».

Εδώ πάλι ακούστηκαν μερικά επιδοκιμαστικά γελάκια κι όλα ενάντια στον εισαγγελέα. Δε θα παραθέσω όλη την αγόρευση του συνηγόρου λεπτομερειακά· θα πάρω μονάχα μερικά κύρια σημεία της.


12. X. Η αγόρευση του συνηγόρου. Το δίκοπο μαχαίρι

Άκρα σιγή απλώθηκε στην αίθουσα μόλις αντήχησαν οι πρώτες λέξεις του περίφημου ρήτορα. Όλοι κάρφωσαν πάνω του τα μάτια τους. Μπήκε κατευθείαν στο θέμα. Μιλούσε απλά και με πεποίθηση, μα χωρίς την παραμικρή έπαρση, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια για καλλιέπεια, για παθητικές νότες, για λόγια που αντηχούν αισθηματικά. Ήταν σαν άνθρωπος που μιλάει σε φιλικό κύκλο, σ' ανθρώπους που τον επιδοκιμάζουν. Η φωνή του ήταν υπέροχη, δυνατή και συμπαθητική, και μάλιστα στη φωνή αυτή σα ν' ακούστηκε κιόλας κάτι ειλικρινές κι ανοιχτόκαρδο. Μα όλοι μονομιάς καταλάβανε πως ο ρήτορας μπορεί να υψωθεί ως το γνήσιο πάθος —και να «συγκλονίσει τις καρδιές με πρωτόφαντη δύναμη». Ίσως να εκφραζόταν λιγότερο άψογα απ' τον Ιππόλυτο Κυρίλοβιτς, μα χωρίς μακρές φράσεις και με μεγαλύτερη ακρίβεια. Ένα μονάχα δεν άρεσε στην αρχή στις κυρίες: Όλο σα να 'σκυβε λίγο, ιδιαίτερα στην αρχή της αγόρευσής του, όχι πως υποκλινότανε, μα σα να 'θελε να ορμήσει προς το ακροατήριο, και γι' αυτό σα να 'σκυβε ακριβώς με τη μισή του μακριά πλάτη, λες και στη μέση αυτής της μακριάς και λεπτής πλάτης να υπήρχε κανένας μεντεσές έτσι που μπορούσε να λυγίζει σχεδόν σ' ορθή γωνία. Στην αρχή της αγόρευσής του μίλαγε κάπως σκόρπια, χωρίς σύστημα, λες, πιάνοντας τα γεγονότα από δω κι από κει, μα στο τέλος παρουσιάστηκε κάτι το ολοκληρωμένο. Την αγόρευσή του θα μπορούσε κανείς να τη χωρίσει σε δυο μέρη: το πρώτο ήταν η κριτική, η ανασκευή της κατηγορίας, μερικές φορές δηκτική και σαρκαστική. Μα στο δεύτερο μέρος της αγόρευσής του σα ν' άλλαξε και τον τόνο και τον τρόπο ακόμα τη ομιλίας του και υψώθηκε μονομιάς ως το πάθος, ενώ η αίθουσα, σα να το περίμενε αυτό, ανατρίχιασε όλη από ενθουσιασμό. Μπήκε αμέσως στο θέμα κι άρχισε απ' το ότι αν και η έδρα του βρίσκεται στην Πετρούπολη, δεν είναι ωστόσο η πρώτη φορά που επισκέπτεται τις άλλες πόλεις της Ρωσίας για να υπερασπίσει κατηγορούμενους, με τον όρο όμως να 'ναι σχεδόν βέβαιος για την αθωότητά τους ή να την προαισθάνεται.

«Το ίδιο μου συνέβη και σ' αυτήν εδώ την περίπτωση», εξήγησε. «Ακόμα κι απ' τις πρώτες ανταποκρίσεις των εφημερίδων είδα κάτι που με εξέπληξε τρομερά και ήταν σ' όφελος του κατηγορουμένου. Με δυο λόγια, μ' έκανε ν' ενδιαφερθώ κάποιο νομικό γεγονός που αν κι επαναλαμβάνεται συχνά στη δικαστική πρακτική, ποτέ ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, δεν έλαβε χώραν πλήρες και με τέτοιες χαρακτηριστικές ιδιομορφίες όπως στην παρούσα υπόθεση. Το γεγονός αυτό θα 'πρεπε να το διατυπώσω στο τέλος μονάχα της αγόρευσής μου, στον επίλογο, μα ωστόσο θα εκφράσω τη σκέψη μου απ' την αρχή-αρχή, γιατί έχω την αδυναμία να μπαίνω αμέσως στο θέμα χωρίς να προετοιμάζω εφέ και χωρίς να επιλέγω τις εντυπώσεις. Ίσως αυτό να μην είναι τόσο φρόνιμο αλλά είναι ειλικρινές. Η σκέψη μου, η διατύπωσή της, είναι η ακόλουθη: η αλληλουχία των γεγονότων είναι συντριπτική για τον κατηγορούμενο και ταυτόχρονα δεν υπάρχει ούτε ένα γεγονός που ν' αντέχει σε κριτική, αν το εξετάσει κανείς μεμονωμένα!

»Παρακολουθώντας ύστερα τις φήμες και τις εφημερίδες, όλο και περισσότερο εδραιωνόταν αυτή μου η πεποίθηση, και ξάφνου πήρα απ' τους συγγενείς του κατηγορουμένου την πρόσκληση να τον υπερασπίσω. Έσπευσα αμέσως να 'ρθω, κι εδώ πια βεβαιώθηκα τελειωτικά. Για να συντρίψω αυτή την τρομερή αλληλουχία των γεγονότων και ν' αποδείξω το αβάσιμο και τη φαντασιοπληξία κάθε επιβαρυντικού γεγονότος —να γιατί ανέλαβα την υπεράσπιση αυτής της υπόθεσης».

Έτσι άρχισε ο συνήγορος και ξαφνικά αναφώνησε:

«Κύριοι ένορκοι, είμαι καινουργιοφερμένος στην πολιτεία σας και γι' αυτό οι εντυπώσεις μου είναι ολότελα απροκατάληπτες. Ο κατηγορούμενος, άνθρωπός βίαιου χαρακτήρα και ασυγκράτητος, δε μ' έχει προσβάλει προσωπικά προηγούμενα όπως εκατοντάδες ίσως σ' αυτή την πολιτεία, πράγμα που 'κανε πολλούς να έχουν κάποια προκατάληψη εναντίον του. Φυσικά και γω το παραδέχομαι πως το ηθικό αίσθημα της εδώ κοινωνίας έχει δικαίως αγανακτήσει: ο κατηγορούμενος είναι βίαιος και παράφορος, ωστόσο στην εδώ κοινωνία 'τον δέχονταν παντού, ακόμα και στην οικογένεια του εξαιρετικά προικισμένου κατηγόρου γινόταν ευμενέστατα δεκτός».

Nota bene: Σ' αυτά τα λόγια ακούστηκαν απ' το ακροατήριο δυο-τρία γελάκια, αν και καταπνίγηκαν γρήγορα, μα που ωστόσο όλοι τα παρατήρησαν. Όλοι το ξέραμε πως ο εισαγγελέας δεχόταν σπίτι του το Μίτια παρά τη θέλησή του, μόνο και μόνο γιατί τον έβρισκε για κάποιο λόγο ενδιαφέροντα η γυναίκα του —μια κυρία στον ανώτατο βαθμό αξιοσέβαστη κι ενάρετη μα φαντασιόπληχτη κι ιδιότροπη που αγαπούσε σε μερικές περιπτώσεις, ειδικά στις μικρολεπτομέρειες, ν' αντιτίθεται στον άντρα της. Ο Μίτια, για να λέμε την αλήθεια, επισκεφτόταν το σπίτι τους αρκετά σπάνια.

«Εντούτοις θα τολμήσω να υποθέσω», εξακολούθησε ο συνήγορος, «πως κι ο αντίπαλός μου, παρ' όλο το ανεπηρέαστο πνεύμα του και τον δίκαιο χαρακτήρα του, θα μπορούσε να σχηματίσει ενάντια στον δυστυχισμένο πελάτη μου κάποια λαθεμένη προκατάληψη. Ω, αυτό είναι τόσο φυσικό: Ο δύστυχος το αξίζει και το παραξίζει να του φέρνονται και με προκατάληψη ακόμα. Το προσβλημένο ηθικό κι ακόμα περισσότερο αισθητικό συναίσθημα είναι καμιά φορά αδυσώπητο. Βέβαια στην εύγλωττη αγόρευση του κατηγόρου ακούσαμε μιαν αυστηρή ανάλυση του χαρακτήρα και των πράξεων του κατηγορουμένου, αυστηρή κριτική αντιμετώπιση της υπόθεσης και, το σπουδαιότερο, μας έχουν προβληθεί τόσο βαθιές ψυχολογικές απόψεις για την ουσία της υπόθεσης που η διείσδυση σε τέτοια βάθη ψυχολογίας δε θα ήταν δυνατή με την ύπαρξη έστω και της παραμικρότερης εσκεμμένης και μοχθηρής προκατάληψης προς το πρόσωπο του κατηγορουμένου. Μα υπάρχουν και πράματα πολύ χειρότερα ακόμα, πιο καταστρεπτικά σε παρόμοιες περιπτώσεις, απ' την πιο κακή και προκατειλημμένη συμπεριφορά: συγκεκριμένα όταν λόγου χάρη μάς κυριέψει κάποια, ας την πούμε, καλλιτεχνική παιδιά, μια ανάγκη καλλιτεχνικής δημιουργίας, ας το πούμε, δημιουργίας μυθιστορήματος, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν τόσα ψυχολογικά χαρίσματα που μας επιδαψίλεψε ο Θεός. Απ' την Πετρούπολη ακόμα, όταν ετοιμαζόμουνα να 'ρθω εδώ, είχα προειδοποιηθεί, μα κι ο ίδιος άλλωστε το ήξερα, πως θα συναντήσω εδώ για αντίπαλο ένα βαθύ και λεπτότατο ψυχολόγο, που από καιρό πια έχει κερδίσει κάποια ιδιαίτερη φήμη γι' αυτή του την ικανότητα στο νεαρό ακόμα δικαστικό μας κόσμο. Μα η ψυχολογία, κύριοι, αν κι είναι κάτι βαθύ, ωστόσο μοιάζει με δίκοπο μαχαίρι (γελάκια στο ακροατήριο). Ω, θα μου συγχωρέσετε βέβαια την κοινότοπη αυτή παρομοίωση. Η υπερβολική καλλιέπεια δεν είναι το φόρτε μου. Μα να ωστόσο ένα παράδειγμα —παίρνω στην τύχη ένα απ' την αγόρευση της κατηγορίας. Ο κατηγορούμενος τη νύχτα στον κήπο καβαλικεύει το φράχτη και τραυματίζει με το μπακιρένιο γουδοχέρι τον υπηρέτη που τον άρπαξε απ' το πόδι. Ύστερ' αμέσως πηδάει πίσω στον κήπο και πέντε ολόκληρα λεπτά χάνει τον καιρό του με τον τραυματία προσπαθώντας να εξακριβώσει: τον σκότωσε ή όχι; Και να που ο κατήγορος με κανέναν τρόπο δε θέλει να πιστέψει στην αλήθεια της κατάθεσης του κατηγορουμένου, πως ξαναπήδησε στον κήπο από συμπόνια για το Γρηγόρη. Όχι, μας λέει, είναι τάχα δυνατό να υπάρχει μια τέτοια συναισθηματικότητα σε μια τέτοια στιγμή; Αυτό, λέει, δεν είναι φυσικό, μα πήδησε μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί: ζει ή σκοτώθηκε ο μοναδικός μάρτυρας του κακουργήματος του, και συνεπώς μ' αυτό ίσα ίσα απέδειξε ότι αυτός έκανε τούτο το κακούργημα, μια και δεν μπορούσε να πηδήσει στον κήπο για κανέναν άλλο λόγο, ροπή ή συναίσθημα. Αυτή είναι η ψυχολογία. Μα ας πάρουμε την ίδια αυτή ψυχολογία κι ας την εφαρμόσουμε σ' αυτή την περίπτωση, όμως απ' την άλλη πλευρά, και θα βγει όχι λιγότερο αληθοφανής. Ο δολοφόνος πηδάει κάτω από προφύλαξη, για να βεβαιωθεί αν ζει ή όχι ο μάρτυρας, και παρ' όλ' αυτά μόλις άφησε στο γραφείο του πατέρα του που σκότωσε σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του κατηγόρου, ένα κολοσσιαίο πειστήριο εναντίον του, το σκισμένο φάκελο που έγραφε ότι περιείχε τρεις χιλιάδες. “Αν έπαιρνε μαζί του το φάκελο, τότε κανένας δε θα 'ξερε σ' όλο τον κόσμο πως υπήρχε φάκελος και μέσα σ' αυτόν τα λεφτά και πως κατά συνέπεια είχε διαπραχτεί ληστεία απ' τον κατηγορούμενο”. Αυτά είναι λόγια του ίδιου του κατηγόρου. Λοιπόν για το ένα, βλέπετε, δεν τον έφτασε η προνοητικότητα, τα 'χασε ο άνθρωπος, τρόμαξε και το 'σκασε αφήνοντας στο πάτωμα ένα τόσο σοβαρό πειστήριο, και μόλις ύστερ' από δυο λεπτά χτύπησε και σκότωσε άλλον άνθρωπο, και να αμέσως στη διάθεσή μας η πιο άκαρδη και υπολογιστική προνοητικότητα. Μα ας είναι, ας έγινε έτσι: Σ' αυτό ακριβώς έγκειται κι η λεπτότητα της ψυχολογίας, πως στις ίδιες συνθήκες εγώ είμαι αιμοβόρος κι ανοιχτομάτης σαν αετός και την άλλη στιγμή τυφλός και δειλός σαν τυφλοπόντικας. Μα αν είμαι τόσο αιμοβόρος και άσπλαχνα υπολογιστικός που, αφού σκότωσα, πήδησα κάτω μονάχα για να δω αν ζει ένας μάρτυρας του εγκλήματος μου ή όχι, τότε για ποιο λόγο, θα 'λεγε κανείς, να χασομεράω μ' αυτό το καινούργιο μου θύμα ολόκληρα πέντε λεπτά, με τον κίνδυνο ν' αποκτήσω κι άλλους μάρτυρες; Για ποιο λόγο να βρέχω το μαντίλι σκουπίζοντας το αίμα απ' το κεφάλι του πεσμένου με το σκοπό να γίνει αυτό το ίδιο μαντίλι αργότερα απόδειξη εναντίον μου; Όχι, αν είμαστε πια τόσο υπολογιστικοί κι άσπλαχνοι, δε θα 'ταν καλύτερα να δώσουμε στον πεσμένο υπηρέτη με το ίδιο κείνο μπακιρένιο γουδοχέρι ακόμα κι άλλη κι άλλη, μια στο κεφάλι για να τον αποτελειώσουμε και, εξοντώνοντας το μάρτυρα ν' απαλλαγούμε από κάθε σκοτούρα; Και τέλος πηδάω κάτω για να δω αν ζει ή όχι ο μοναδικός μάρτυρας και κει στο δρομάκο αφήνω άλλον μάρτυρα, αυτό το ίδιο το γουδοχέρι ακριβώς που τ' άρπαξα απ' τις δυο γυναίκες που κάθε στιγμή θα μπορούσαν να το αναγνωρίσουν για δικό τους και να μαρτυρήσουν πως τ' άρπαξα απ' αυτές. Κι όχι πως το ξέχασα στο δρομάκο, πως μου 'πεσε στη βιασύνη μου και στη σαστισμάρα μου: όχι, εμείς το πετάξαμε το όπλο μας γιατί βρέθηκε κάπου δεκαπέντε βήματα μακριά απ' το μέρος όπου έπεσε ο Γρηγόρης. Ερωτάτε, γιατί το κάναμε λοιπόν αυτό; Μα γι' αυτό ίσα-ίσα το κάναμε, -γιατί πικραθήκαμε που σκοτώσαμε έναν άνθρωπο, το γέρο-υπηρέτη, και γι' αυτό στην απελπισία μας με κατάρα πετάξαμε το γουδοχέρι, σαν όργανο φόνου, αλλιώς δεν μπορούσε να γίνει, γιατί να το ρίχναμε αλλιώς με τόση δύναμη; Αφού όμως μπορούσαμε να νιώσουμε πόνο και λύπη που σκοτώσαμε έναν άνθρωπο, αυτό βέβαια έγινε γιατί δε σκοτώσαμε τον πατέρα: Αν σκοτώναμε τον πατέρα δε θα γυρίζαμε κοντά στον άλλο χτυπημένο από λύπη, τότε πια θα 'ταν άλλο συναίσθημα, τότε δε θα 'χαμε καιρό για συμπόνια, μα θα φροντίζαμε μονάχα για τη σωτηρία μας. Απεναντίας, το ξαναλέω, θα του σπάγαμε το κρανίο τελειωτικά, και δε θα χασομεράγαμε μαζί του πέντε ολόκληρα λεπτά. Βρέθηκε θέση για συμπόνια και αγαθό συναίσθημα ακριβώς γιατί ως τα τότε η συνείδησή μας ήταν καθαρή. Να λοιπόν άλλο είδος ψυχολογίας. Επίτηδες, κύριοι ένορκοι, προσέτρεξα τώρα στην ψυχολογία για να δείξω παραστατικά πως μ' αυτήν μπορεί να συμπεράνει κανείς ό,τι θέλει. Η ουσία είναι σε ποιανού χέρια βρίσκεται. Η ψυχολογία παρασέρνει σε μυθιστορήματα και τους πιο σοβαρούς ανθρώπους κι αυτό χωρίς καθόλου να το θέλουν. Μιλάω για την υπερβολική ψυχολογία, κύριοι ένορκοι, για την κατάχρηση της μεθόδου αυτής».

Εδώ πάλι ακούστηκαν μερικά επιδοκιμαστικά γελάκια κι όλα ενάντια στον εισαγγελέα. Δε θα παραθέσω όλη την αγόρευση του συνηγόρου λεπτομερειακά· θα πάρω μονάχα μερικά κύρια σημεία της.