×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 12. VIII. Διατριβή περί Σμερντιακόβ

12. VIII. Διατριβή περί Σμερντιακόβ

Και πρώτα πρώτα πού βρέθηκε η δυνατότητα μιας τέτοιας υποψίας; άρχισε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς μ' αυτή την ερώτηση. Ο πρώτος που φώναξε πως σκότωσε ο Σμερντιακόβ, ήταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος τη στιγμή της σύλληψής του, που όμως δε μας έφερε, απ' τη στιγμή της κραυγής του αυτής ως την τωρινή δίκη, ούτε μιαν απόδειξη για να υποστηρίξει την κατηγορία του —κι όχι μονάχα απόδειξη δεν έφερε μα ούτε καν έναν λογικό υπαινιγμό σε κάποιο γεγονός. Ύστερα επιβεβαιώνουν αυτή την κατηγορία μονάχα τρία πρόσωπα: οι δυο αδερφοί του κατηγορουμένου και η κυρία Σβετλόβα. Μα ο μεγαλύτερος απ' τους αδερφούς του κατηγορουμένου ανακοίνωσε την υποψία του σήμερα μονάχα, όντας άρρωστος, σε μια κρίση αναμφισβήτητης παραφροσύνης και πυρετού σ' όλους όμως τους δυο προηγούμενους μήνες, όπως μας είναι θετικά γνωστό, συμμεριζόταν εντελώς την πεποίθηση για την ενοχή του αδερφού του κι ούτε γύρευε επιχειρήματα για ν' αντικρούσει αυτή τη γνώμη. Μα μ' αυτό θ' ασχοληθούμε ιδιαίτερα κι αργότερα. Ύστερα ο νεότερος αδερφός του κατηγορουμένου μάς λέει πριν από λίγο πως αποδείξεις για την υποστήριξη της ιδέας του για την ενοχή του Σμερντιακόβ δεν έχει καθόλου, ούτε την παραμικρότερη, και βγάζει τα συμπεράσματά του μονάχα απ' τα λεγόμενά του ίδιου του κατηγορουμένου κι απ' την “έκφραση του προσώπου του” —κι αυτή την κολοσσιαία απόδειξη δυο φορές την ανέφερε πριν από λίγο- η δε κυρία Σβετλόβα εκφράστηκε ίσως με τρόπο ακόμα πιο κολοσσιαίο: “Ό,τι σας πει ο κατηγορούμενος αυτό και να πιστεύετε, δεν είναι από κείνους που λένε ψέματα”. Μα όλες οι αποδείξεις για την ενοχή του Σμερντιακόβ προέρχονται απ' αυτά τα τρία πρόσωπα που ενδιαφέρονται εξαιρετικά για την τύχη του κατηγορουμένου, κι όμως παρ' όλ' αυτά η κατηγορία ενάντια στο Σμερντιακόβ λεγότανε και πιστευόταν, και πιστεύεται —μπορεί να το πιστέψει κανείς, μπορεί να το φανταστεί;».

Εδώ ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς βρήκε αναγκαίο να σκιαγραφήσει σύντομα το χαρακτήρα του μακαρίτη Σμερντιακόβ, «που έθεσε τέρμα στη ζωή του σε μια κρίση παραφοράς και παραφροσύνης». Τον παρουσίασε σαν άνθρωπο με αδύνατο λογικό, με στοιχεία κάποιας συγκεχυμένης μόρφωσης που τον παραστρατήσανε, με φιλοσοφικές ιδέες που ξεπερνούσαν τις νοητικές του ικανότητες και που 'χε τρομοκρατηθεί από μερικές σύγχρονες δοξασίες περί καθήκοντος και υποχρεώσεων που του τις διδάξανε πρακτικά ο αφέντης κι ίσως πατέρας του, Φιόντορ Παύλοβιτς, με την ακόλαστη ζωή του, και θεωρητικά ο μεγαλύτερος γιος, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, με διάφορες παράξενες φιλοσοφικές συνομιλίες, που πρόθυμα επέτρεπε στον εαυτό του για διασκέδαση — κατά πάσαν πιθανότητα από πλήξη ή από ανάγκη χλευασμού που δεν έβρισκε καλύτερο αντικείμενο.

«Αυτός ο ίδιος μου διηγότανε για την ψυχική του κατάσταση τις τελευταίες μέρες που έμεινε στο σπίτι του αφεντικού του», εξήγησε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, «μα μαρτυρούν περί τούτου και άλλοι: ο ίδιος ο κατηγορούμενος, ο αδερφός του κι ο υπηρέτης Γρηγόρης ακόμα, δηλαδή όλοι κείνοι που έπρεπε να τον ξέρουν από πολύ κοντά. Εκτός απ' αυτό, βασανιζόμενος απ' την επιληψία, ο Σμερντιακόβ ήταν “δειλός σαν κότα”. “Έπεφτε στα πόδια μου και τα φιλούσε", μας είπε ο ίδιος ο κατηγορούμενος σε μια στιγμή που δεν καταλάβαινε πως μια τέτοια κατάθεση δεν τον συμφέρει και πολύ, “είναι μια κότα επιληπτική”, εκφράστηκε γι' αυτόν με τη χαρακτηριστική του γλώσσα. Και να που αυτόν τον ίδιο ο κατηγορούμενος (κι αυτό το ομολογεί κι ο ίδιος) διαλέγει για έμπιστό του και τον τρομοκρατεί τόσο που εκείνος δέχεται στο τέλος να του κάνει τον κατάσκοπο και τον καταδότη. Σ' αυτό το ρόλο του σπιτικού κατασκόπου, αυτός απιστεί στον αφέντη του, ανακοινώνει στον κατηγορούμενο και την ύπαρξη του φακέλου με τα λεφτά και τα συνθήματα, που μ' αυτά μπορεί κανείς να εισχωρήσει στο σπίτι του αφεντικού —μα και πώς μπορούσε να μην τ' ανακοινώσει; “Θα με σκότωνε, το 'βλεπα καθαρά πως θα με σκότωνε”, έλεγε στην ανάκριση τρέμοντας απ' το φόβο του και μπροστά μας ακόμα, παρ' όλο που ο βασανιστής του που τον κατατρόμαζε είχε συλληφθεί πια και δεν μπορούσε να 'ρθει να τον τιμωρήσει. “Με υποπτευότανε την κάθε στιγμή, και γω, φοβισμένος και τρέμοντας, βιαζόμουνα να του ανακοινώσω το κάθε μυστικό μόνο και μόνο για να του καταπραΰνω το θυμό· και για να βεβαιωθεί πως εγώ δε φταίω σε τίποτα, και να με λυπηθεί να μη με σκοτώσει”. Να τα ίδια του τα λόγια, εγώ τα 'γραψα και τα θυμάμαι: “Μόλις μου βάζει καμιά φορά τις φωνές, εγώ πέφτω στα γόνατα μπροστά του”. Όντας από φυσικού του τιμιότατος νέος, και όντας γι' αυτό έμπιστος του κυρίου του, που αντελήφθη αυτή την τιμιότητά του όταν εκείνος του επέστρεψε κάτι λεφτά που 'χε χάσει, ο δυστυχισμένος Σμερντιακόβ, σκεφτόμαστε πως θα βασανιζόταν τρομερά και θα μετανοούσε για την απιστία του στον κύριό του, που τον αγαπούσε σαν ευεργέτη του. Όσοι υποφέρουν πολύ απ' την επιληψία, σύμφωνα με τη γνώμη ψυχιάτρων, είναι πάντα επιρρεπείς σε αδιάκοπη και, φυσικά, νοσηρή αυτοκατηγορία. Βασανίζονται απ' την “ενοχή” τους για κάτι και μπροστά σε κάποιον, βασανίζονται από τύψεις συνείδησης, συχνά μάλιστα χωρίς κανένα λόγο υπερβάλλουν και μάλιστα δημιουργούν οι ίδιοι διάφορες ενοχές και καταλογίζουν στον εαυτό τους διάφορα εγκλήματα. Και να λοιπόν που ένα τέτοιο υποκείμενο γίνεται πραγματικά ένοχος κι εγκληματίας απ' το φόβο και την τρομοκρατία. Εκτός απ' αυτό προαισθανόταν έντονα πως απ' τα περιστατικά που αποκρυσταλλώνονται γύρω του μπορεί να προκύψει κάτι κακό. Όταν ο μεγαλύτερος γιος του Φιόντορ Παύλοβιτς, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, έφευγε ακριβώς πριν απ' την καταστροφή για τη Μόσχα, ο Σμερντιακόβ τον -ικέτευε να μείνει, μην τολμώντας ωστόσο, έτσι δειλός όπως ήταν, να του εκφράσει τους φόβους του καθαρά και κατηγορηματικά. Αρκούνταν μονάχα σε υπαινιγμούς, μα οι υπαινιγμοί του δεν έγιναν κατανοητοί. Πρέπει να παρατηρήσουμε πως τον Ιβάν Φιοντόροβιτς τον έβλεπε σαν υπερασπιστή του, σαν εγγύηση για το ότι, όσο αυτός είναι στο σπίτι, δε θα συμβεί τίποτα κακό. Θυμηθείτε την έκφραση στο “μεθυσμένο” γράμμα του Ντιμήτρι Καραμάζοβ: “θα σκοτώσω το γέρο αρκεί να 'χει φύγει ο Ιβάν”. Θα πει λοιπόν πως η παρουσία του Ιβάν Φιοντόροβιτς φαινόταν σ' όλους σα μια εγγύηση ησυχίας και τάξης στο σπίτι. Και να που φεύγει κι ο Σμερντιακόβ αμέσως, σχεδόν μιαν ώρα αργότερα απ' την αναχώρηση του νεαρού αφέντη, παθαίνει κρίση επιληψίας. Μα αυτό είναι εντελώς ευνόητο. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε πως ο Σμερντιακόβ, τσακισμένος απ' τους φόβους και την απόγνωσή του, τις τελευταίες μέρες προαισθανόταν την προσέγγιση των κρίσεων της επιληψίας που και πρώτα τον έπιαναν πάντα σε στιγμές ηθικής υπερέντασης και ταραχής. Την ημέρα και την ώρα αυτών των κρίσεων δεν μπορεί βέβαια να τις μαντέψει κανείς, μα την προδιάθεση για κρίση μπορεί να την προαισθανθεί ο κάθε επιληπτικός. Αυτό λέει η ιατρική. Και να που, μόλις φεύγει ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, ο Σμερντιακόβ κάτω απ' την εντύπωση της, ας την πούμε έτσι, ορφάνιας του και της έλλειψης προστασίας πάει για δουλειά του σπιτιού στο υπόγειο, κατεβαίνει στη σκάλα και σκέφτεται: “θα με πιάσει ή δε θα με πιάσει η κρίση; Και τι θα γίνει αν με πιάσει αυτή τη στιγμή;" Και να που απ' αυτήν ακριβώς τη διάθεση, απ' αυτή την αμφιβολία, απ' αυτές τις ερωτήσεις τον πιάνουν σπασμοί στο λαιμό, που πάντα προηγούνται της κρίσης, και πέφτει αναίσθητος στο υπόγειο. Και να που σ' αυτή την πιο φυσική σύμπτωση καταφέρνουν να βλέπουν κάποιαν υποψία, κάποιαν ένδειξη, κάποιον υπαινιγμό πως επίτηδες υποκρίθηκε τον άρρωστο! Μα αν το 'κανε επίτηδες, τότε προκύπτει αμέσως το ερώτημα: Γιατί λοιπόν; Από ποιον υπολογισμό, για ποιο σκοπό; Δε λέω πια για την ιατρική. Η επιστήμη, λένε, λέει ψέματα, κάνει λάθος- οι γιατροί δεν μπορέσανε να ξεχωρίσουν την αλήθεια απ' την υποκρισία —ας είναι, ας είναι έτσι. Απαντείστε μου όμως στην ερώτηση: Για ποιο λόγο να υποκριθεί; Μήπως για να κάνει να τον προσέξει όλο το σπίτι τη στιγμή που 'χε προμελετήσει το έγκλημα; Βλέπετε, κύριοι ένορκοι, στο σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς τη νύχτα του εγκλήματος υπήρχαν και πέρασαν από κει πέντε άνθρωποι: πρώτα-'πρώτα, ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς, μα δε σκότωσε βέβαια ο ίδιος τον εαυτό του, αυτό είναι φανερό. Δεύτερο, ο υπηρέτης Γρηγόρης, μα αυτόν τον ίδιο παραλίγο να τον σκοτώσουν. Τρίτο η γυναίκα του Γρηγόρη, η υπηρέτρια Μάρθα Ιγνάτιεβνα, μα να τη φανταστεί κανείς δολοφόνο του κυρίου της είναι ντροπή. Μένουν δηλαδή δυο άνθρωποι: ο κατηγορούμενος κι ο Σμερντιακόβ. Μα μια κι ο κατηγορούμενος βεβαιώνει πως δε σκότωσε αυτός, θα πει πως πρέπει να σκότωσε ο Σμερντιακόβ, άλλη λύση δεν υπάρχει γιατί δεν μπορεί να βρει κανείς κανέναν άλλον, δεν μπορεί ν' ανακαλύψει κανέναν άλλο δολοφόνο. Να, να λοιπόν από πού προήλθε αυτή η “πονηρή” και μεγαλοφυής κατηγορία ενάντια στο δύστυχο ηλίθιο που αυτοκτόνησε χτες! Μόνο και μόνο γιατί κανέναν άλλον δεν μπορούσαν να βρουν! Αν υπήρχε έστω και σκιά, έστω και υποψία για κάποιον άλλον, για κάποιο έκτο πρόσωπο, τότε είμαι βέβαιος πως κι ο ίδιος ο κατηγορούμενος θα ντρεπόταν να υποδείξει το Σμερντιακόβ και θα υπόδειχνε αυτό το έκτο πρόσωπο γιατί το να κατηγορήσει κανείς το Σμερντιακόβ γι' αυτό το φόνο είναι καθαρός παραλογισμός. Κύριοι, ας αφήσουμε την ψυχολογία, ας αφήσουμε την ιατρική, ας αφήσουμε και τη λογική ακόμα, κι ας κοιτάξουμε μονάχα τα γεγονότα, μονάχα τα γεγονότα, κι ας δούμε τι θα μας πουν αυτά. Σκότωσε ο Σμερντιακόβ, μα πώς; Μονάχος του ή μαζί με τον κατηγορούμενο; Ας εξετάσουμε πρώτα την πρώτη περίπτωση, πως δηλαδή ο Σμερντιακόβ σκότωσε μόνος του. Βέβαια, αν σκότωσε, αυτό θα το 'κανε για κάποιο λόγο, για να 'χει κάποιο όφελος. Μα μην έχοντας κανένα λόγο για το φόνο σαν εκείνους που 'χε ο κατηγορούμενος, δηλαδή μίσος, ζήλεια κ.τ.λ, κ.τ.λ., ο Σμερντιακόβ χωρίς αμφιβολία θα μπορούσε να σκοτώσει μονάχα για τα λεφτά, για να οικειοποιηθεί ίσα-ίσα αυτές τις τρεις χιλιάδες που τις είχε δει ο ίδιος να τις βάζει ο κύριός του στο φάκελο. Και να που, έχοντας προμελετήσει το έγκλημα, ανακοινώνει απ' τα πριν σε άλλο πρόσωπο —και μάλιστα σ' ένα πρόσωπο που ενδιαφερότανε σε ανώτατο σημείο, στον κατηγορούμενο,— όλες τις συνθήκες για τα λεφτά και τα συνθήματα: πού βρίσκεται ο φάκελος, τι είναι γραμμένο πάνω του, με τι είναι τυλιγμένος και, το σπουδαιότερο, το σπουδαιότερο, του λέει αυτά τα “συνθήματα" που μ' αυτά μπορεί να εισχωρήσει κανείς στο σπίτι του κυρίου του. Πώς λοιπόν; Για να προδώσει τον εαυτό του τα κάνει όλ' αυτά; Ή, για να βρει ανταγωνιστή, που ίσως να θελήσει κι ο ίδιος να μπει και να πάρει το φάκελο; Ναι, θα μου πουν, μα αυτός το ανακοίνωσε απ' το φόβο του. Μα πώς αυτό; Ένας άνθρωπος που δε δίστασε να σκεφτεί μια τέτοια ατρόμητη και θηριώδη πράξη κι ύστερα να την εκτελέσει —ανακοινώνει τέτοιες πληροφορίες, που ξέρει αυτός μονάχα σ' όλο τον κόσμο και που αν μονάχα τις αποσιωπούσε, κανένας ποτέ δε θα τις φανταζόταν. Όχι, όσο δειλός και να 'ταν ο άνθρωπος, τη στιγμή που σκέφτηκε μια τέτοια δουλειά, με κανένα τρόπο δε θα 'λεγε σε κανέναν, τουλάχιστο για το φάκελο και τα συνθήματα, γιατί αυτό θα σήμαινε πως προδίνει τον ίδιο τον εαυτό του. Κάτι θα επινοούσε, κάποιο ψέμα θα 'λεγε, αν του ζητούσαν οπωσδήποτε πληροφορίες, μα αυτό δε θα το 'λεγε. Απεναντίας, το ξαναλέω αυτό, αν σώπαινε μονάχα για τα λεφτά, κι ύστερα σκότωνε κι έπαιρνε τούτα τα χρήματα, τότε κανένας σ' όλο τον κόσμο δε θα μπορούσε να τον κατηγορήσει για φόνο μετά ληστείας γιατί αυτά τα λεφτά κανένας εκτός απ' αυτόν δεν τα είδε, κανένας δεν το 'ξερε πως υπάρχουν στο σπίτι. Κι αν ακόμα τον κατηγορούσανε, τότε το δίχως άλλο θα 'βγαζαν το συμπέρασμα πως σκότωσε για κάποιον άλλο λόγο. Μα μια και τέτοια ελατήρια κανένας δεν είχε υποψιαστεί από πρώτα κι όλοι βλέπανε απεναντίας πως ο κύριός του τον αγαπάει, τον εμπιστεύεται, τότε φυσικά θα τον υποπτεύονταν τελευταίον μα θα υποπτεύονταν πριν απ' όλα εκείνον που είχε τέτοιους λόγους να σκοτώσει, εκείνον που δεν τους έκρυβε, που τους διαλαλούσε σ' όλους, με δυο λόγια θα υποπτεύονταν το γιο του σκοτωμένου, τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Ο Σμερντιακόβ θα σκότωνε και θα λήστευε και θα κατηγορούσαν το γιο —αυτό δε θα συνέφερε τάχα το Σμερντιακόβ, το δολοφόνο; Ε, λοιπόν σ' αυτόν τον ίδιο το γιο, τον Ντιμήτρι, ο Σμερντιακόβ, αφού προμελέτησε το έγκλημα, ανακοινώνει απ' τα πριν για τα λεφτά, για το φάκελο και τα συνθήματα, —πόσο λογικό είν' αυτό, πόσο ξεκάθαρο!

»Έρχεται η μέρα του προμελετημένου απ' τον Σμερντιακόβ φόνου και να που κατρακυλάει απ' τη σκάλα, υποκρινόμενος κρίση επιληψίας και γιατί; Βέβαια για ν' αναβάλει πρώτα-πρώτα ο Γρηγόρης τη θεραπεία που 'χε σκοπό να κάνει, βλέποντας πως το σπίτι δεν έχει φύλακα και να κάτσει να το φυλάει. Δεύτερο για να διπλασιάσει ο κύριός του τη δυσπιστία και την επιφυλαχτικότητά του βλέποντας πως κανένας δεν τον φυλάει και φοβούμενος τον ερχομό του γιου του —πράμα που δεν έκρυβε ούτε ο ίδιος. Τέλος, το σπουδαιότερο, για να τον μεταφέρουν τσακισμένο απ' την κρίση απ' την κουζίνα, όπου κοιμότανε πάντα κι όπου είχε ιδιαίτερη έξοδο, κι είσοδο, στην άλλη άκρης της πτέρυγας, στο δωματιάκι του Γρηγόρη, δίπλα τους, να τους χωρίζει μονάχα ένα χώρισμα, τρία βήματα μακριά απ' το κρεβάτι τους, όπως γινόταν πάντα, από ανέκαθεν, μόλις τον έπιανε η επιληψία, σύμφωνα με τη διαταγή του κυρίου και της πονόψυχης Μάρθας Ιγνάτιεβνας. Εκεί, πίσω απ' το χώρισμα, το πιο πιθανό είναι πως θ' αρχίσει να βογγάει για να παραστήσει καλύτερα τον άρρωστο, δηλαδή να τους ξυπνάει όλη τη νύχτα, (όπως κι έγινε σύμφωνα με την κατάθεση του Γρηγόρη και της γυναίκας του) κι όλ' αυτά, όλ' αυτά για να του είναι πιο βολικό να σηκωθεί ξαφνικά και να πάει να σκοτώσει τον κύριό του!

»Μα, θα μου πουν, ίσως να υποκρίθηκε ίσα-ίσα για να μην τον υποπτευθούν μια κι ήταν άρρωστος, και στον κατηγορούμενο είπε για τα λεφτά και τα συνθήματα μόνο και μόνο για να τον κάνει να δελεαστεί και να 'ρθει να σκοτώσει, κι όταν, βλέπετε, εκείνος θα σκότωνε και θα 'φευγε παίρνοντας τα λεφτά, και ταυτόχρονα ίσως και να 'κανε θόρυβο και να ξυπνούσαν οι μάρτυρες, τότε, βλέπετε, θα σηκωνόταν ο Σμερντιακόβ και θα πήγαινε —να κάνει τι; Μα βέβαια θα πήγαινε να σκοτώσει άλλη μια φορά τον κύριό του και να κλέψει τα λεφτά που τα 'χανε κλέψει κιόλας. Γελάτε, κύριοι; Και γω ο ίδιος ντρέπομαι να κάνω τέτοιες υποθέσεις, κι όμως, φανταστείτε, αυτό ίσα-ίσα βεβαιώνει ο κατηγορούμενος: Ύστερ' από μένα, λέει, όταν εγώ βγήκα πια απ' το σπίτι χτυπώντας τον Γρηγόρη και κάνοντας θόρυβο, αυτός σηκώθηκε, σκότωσε και λήστεψε. Δε λέω πως θα 'ταν αδύνατο ο Σμερντιακόβ να τα υπολογίσει όλ' αυτά από πρώτα και να τα προβλέψει όλα λες και τα μέτραγε στα δάχτυλά του, δηλαδή το πως ο ερεθισμένος και μανιασμένος γιος θα 'ρθει μόνο και μόνο για να κοιτάξει με σεβασμό απ' το παράθυρο και, ξέροντας τα συνθήματα, ν' αποχωρήσει, αφήνοντας σ' αυτόν, το Σμερντιακόβ, όλη τη λεία! Κύριοι: θέτω σοβαρά το ερώτημα: Πού είναι κείνη η στιγμή που ο Σμερντιακόβ διέπραξε το έγκλημά του; Δείξτε μας αυτή τη στιγμή, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί να κατηγορεί κανείς.

»Μα ίσως η επιληψία να ήταν πραγματική. Ο άρρωστος ξάφνου ξύπνησε, άκουσε μια κραυγή, βγήκε —και λοιπόν; Κοίταξε και είπε: “ας πάω να σκοτώσω τ' αφεντικό". Και πώς έμαθε τι έγινε, τι γινότανε, μήπως ως τα τώρα δεν κειτόταν αναίσθητος; Όμως, μα την αλήθεια, κύριοι, κι η φαντασία ακόμα έχει τα όριά της.

»Σωστά, θα πουν οι λεπτολόγοι, μα αν κι οι δυο τους τα είχαν συμφωνήσει, αν σκοτώσανε κι οι δυο τους και μοιράστηκαν τα λεφτά, τότε τι;

»Ναι, πραγματικά, η υποψία είναι σπουδαία και πρώτα- πρώτα, υπάρχουν κολοσσιαίες ενδείξεις που την επιβεβαιώνουν: ο ένας σκοτώνει και παίρνει όλο το βάρος απάνω του κι ο άλλος συνένοχος πλαγιάζει μ' όλη του την άνεση, υποκρινόμενος πως τον έπιασε επιληψία —μόνο και μόνο για να ξυπνήσει σ' όλους υποψίες, να βάλει σε ανησυχία τον κύριο και το Γρηγόρη. Περίεργο, για ποιους λόγους οι δυο συνένοχοι θα μπορούσαν να σοφιστούν ένα τόσο εξωφρενικό σχέδιο; Μα ίσως να μην ήταν καθόλου ενεργητική η συνενοχή του Σμερντιακόβ μα, ας πούμε, παθητική και κάτω από πίεση: Μπορεί ο τρομοκρατημένος Σμερντιακόβ να συγκατατέθηκε μονάχα να μην εναντιωθεί στο φόνο, και, προαισθανόμενος πως θα τον κατηγορήσουν, άφησε να σκοτώσουν τον κύριό του, δε φώναξε, δεν αντιστάθηκε, πήρε από πριν την άδεια απ' τον Ντιμήτρι Καραμάζοβ να μείνει ξαπλωμένος όλη τούτη την ώρα τάχα σε κρίση “και συ σκότωσε και κάνε ό,τι θέλεις, εγώ νίπτω τας χείρας μου”. Μα κι έτσι να 'ναι ακόμα, ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ ποτέ δε θα συμφωνούσε ξέροντας πως με την κρίση αυτή θα γινόταν φασαρία στο σπίτι. Μα υποχωρώ, ας παραδεχτώ ότι συγκατατέθηκε. Μα και πάλι το συμπέρασμα θα 'ταν πως ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ είναι ο δολοφόνος, ο πραγματικός δολοφόνος, κι ο Σμερντιακόβ μονάχα παθητικός συνένοχος, μα κι ούτε συνένοχος μα μονάχα αυτός που επέτρεψε να γίνει ο φόνος από φόβο και ενάντια στη θέλησή του, αυτό δε το δικαστήριο οπωσδήποτε θα το ξεχώριζε, κι όμως τι βλέπουμε; Μόλις συλλάβανε τον κατηγορούμενο, αυτός αμέσως τα ρίχνει όλα στο Σμερντιακόβ και μονάχα αυτόν κατηγορεί. Δεν τον κατηγορεί για συνενοχή μα ως αυτουργό: “αυτός μόνος του, λέει, το 'κανε, αυτός σκότωσε και λήστεψε, αυτό είναι έργο των χειρών του"! Τί συνένοχοι είναι λοιπόν αυτοί που αμέσως αρχίζουν να κατηγορούν ο ένας τον άλλον —κάτι τέτοιο δε συμβαίνει ποτέ. Και προσέξτε τι κίνδυνος για τον Καραμάζοβ: αυτός είναι ο κυριότερος δολοφόνος κι ο άλλος δεν παίζει κανένα ρόλο, αυτός μονάχα που δεν τον εμπόδισε κι έμεινε ξαπλωμένος πίσω απ' το χώρισμα, και να που αυτός τα ρίχνει όλα στον ξαπλωμένο. Μα εκείνος, ο ξαπλωμένος, θα μπορούσε να θυμώσει και μονάχα για την αυτοάμυνά του να πει την αλήθεια στη δικαιοσύνη: Κι οι δυο μας, θα 'λεγε, πήραμε μέρος, μονάχα που εγώ δε σκότωσα, μα τον άφησα να σκοτώσει, του το επέτρεψα από φόβο. Γιατί αυτός, ο Σμερντιακόβ, θα μπορούσε να καταλάβει πως το δικαστήριο θα ξεχώριζε αμέσως το βαθμό της ενοχής του, που θα πει ότι μπορούσε να υπολογίσει πως κι αν ακόμα τον τιμωρήσουν, θα τον τιμωρήσουν πολύ ελαφρότερα απ' τον κύριο ένοχο που πάει να τα ρίξει, όλ' απάνω του. Μα τότε πια φυσικά θα ομολογούσε. Αυτό όμως δεν τ' ακούσαμε, ο Σμερντιακόβ δεν έκανε ούτε υπαινιγμό για συνενοχή, παρ' όλο που ο φονιάς τον κατηγορούσε σταθερά όλη την ώρα σα μοναδικό δολοφόνο. Μα δεν είναι αυτό μονάχα: ο ίδιος ο Σμερντιακόβ αποκάλυψε στην ανάκριση πως για το πακέτο με τα χρήματα και για τα συνθήματα ανακοίνωσε αυτός ο ίδιος στον κατηγορούμενο, και πως, χωρίς αυτόν, εκείνος ποτέ δε θα μάθαινε τίποτα. Αν ήταν πραγματικά συνένοχος και ένοχος, θα το 'λεγε τόσο εύκολα στην ανάκριση, δηλαδή το πως ο ίδιος τ' ανακοίνωσε όλ' αυτά στον κατηγορούμενο; Απεναντίας θα προσπαθούσε να τ' αποκρύψει και σίγουρα θα διαστρέβλωνε τα γεγονότα και θα τα παράσταινε πιο ασήμαντα. Μα αυτός δεν τα διαστρέβλωσε και δεν τα παρουσίασε διαφορετικά-έτσι μπορεί να κάνει μονάχα ένας αθώος, που δε φοβάται πως θα τον κατηγορήσουν για συνενοχή. Και να που αυτός σε μια κρίση νοσηρής μελαγχολίας απ' την επιληψία του κι απ' όλη αυτή την καταστροφή που ξέσπασε, κρεμάστηκε χτες. Πριν κρεμαστεί άφησε ένα σημείωμα γραμμένο με την ιδιόρρυθμη γλώσσα του: “καταστρέφω τη ζωή μου θεληματικά και χωρίς καμιά πίεση για να μην κατηγορήσετε κανέναν”. Τί του κόστιζε λοιπόν να προσθέσει στο σημείωμα: ο δολοφόνος είμαι γω κι όχι ο Καραμάζοβ; Μα αυτό δεν το πρόσθεσε. Για το 'να έφτασε η συνείδηση και για τ' άλλο όχι;

Και τι έγινε λοιπόν; Πριν από λίγο μας φέρανε δω στο δικαστήριο κάτι χρήματα: τρεις χιλιάδες ρούβλια, “κείνες οι ίδιες, λέει, που βρίσκονταν σε κείνο κει το φάκελο, που είναι στο τραπέζι με τα πειστήρια, χτες τις πήρα, λέει, απ' το Σμερντιακόβ”. Μα εσείς, κύριοι ένορκοι, θυμάστε καλά την πρόσφατη θλιβερή σκηνή. Δε θα επαναλάβω τις λεπτομέρειες, θα επιτρέψω ωστόσο στον εαυτό μου να κάνει κάνα δυο συλλογισμούς, διαλέγοντας τους να 'ναι απ' τους πιο ασήμαντους —ακριβώς γιατί είναι ασήμαντοι και συνεπώς δε θα τους σκεφτεί ο καθένας και θα ξεχαστούν. Έχουμε λοιπόν πρώτα-πρώτα: Από τύψεις συνείδησης ο Σμερντιακόβ έδωσε τα χρήματα κι ο ίδιος κρεμάστηκε. (Γιατί χωρίς τύψεις δε θα 'δινε τα χρήματα.) Και φυσικά μονάχα χτες το βράδυ ομολόγησε στον Ιβάν Καραμάζοβ το έγκλημά του, όπως το ανακοίνωσε κι ο ίδιος, αλλιώς γιατί να σώπαινε ως τα τώρα ο Ιβάν Καραμάζοβ; Έτσι λοιπόν ομολόγησε1 μα γιατί, το ξαναλέω, στο σημείωμα που μας άφησε δε μας έγραψε όλη την αλήθεια, ξέροντας πως αύριο κιόλας ο αθώος κατηγορούμενος θα περάσει από τρομερή δίκη; Μονάχα τα χρήματα δεν είναι βέβαια απόδειξη. Εγώ τουλάχιστο κι ακόμα δυο πρόσωπα σ' αυτή την αίθουσα μάθαμε εντελώς τυχαία πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ έστειλε στην πρωτεύουσα του Νομού να εξαργυρώσει δυο ομολογίες των 5 % από πέντε χιλιάδες η καθεμιά, όλα μαζί λοιπόν δέκα χιλιάδες. Το λέω μονάχα για να δείξω πως ο καθένας μπορεί να βρει χρήματα την ώρα που τα χρειάζεται, και πως, φέρνοντας τρεις χιλιάδες, δεν μπορεί κανείς ν' αποδείξει πως είναι κείνες οι ίδιες χιλιάδες που βρίσκονταν στο τάδε συρτάρι ή φάκελο. Τέλος, ο Ιβάν Καραμάζοβ μαθαίνοντας χτες απ' τον πραγματικό δολοφόνο μια τόσο σπουδαία είδηση, παραμένει αδρανής. Μα γιατί να μην το ανακοινώσει αμέσως; Γιατί τ' ανέβαλε όλα ως το πρωί; Υποθέτω πως έχω το δικαίωμα να μαντεύω το γιατί: Όντας μια βδομάδα με σακατεμένη τη υγεία του, ομολογώντας κι ο ίδιος στο γιατρό και στους δικούς του πως βλέπει οράματα, πως συναντάει πεθαμένους, πως είναι στα πρόθυρα του εγκεφαλικού πυρετού που σήμερα ίσα-ίσα τον χτύπησε, αυτός, μαθαίνοντας αναπάντεχα το θάνατο του Σμερντιακόβ, κάνει τον ακόλουθο συλλογισμό: “Ο άνθρωπος πέθανε, μπορώ να καταθέσω εναντίον του, μα τον αδερφό μου θα τον σώσω. Λεφτά έχω: θα πάρω ένα μάτσο και θα πω πως μου τα 'δωσε ο Σμερντιακόβ πριν απ' το θάνατό του”. Θα πείτε πως είναι άτιμο; Πως δεν είναι τίμιο να κατηγορείς έστω κι ένα νεκρό, ακόμα και για να σώσεις τον αδερφό σου; Έτσι είναι, μα αν είπε ψέματα μην έχοντας συνείδηση του τι κάνει; Αν το φαντάστηκε πως έτσι έγινε πραγματικά, γιατί έχασε τα λογικά του απ' τον αναπάντεχο θάνατο του υπηρέτη; Είδατε βέβαια την πρόσφατη σκηνή, είδατε σε τι κατάσταση βρισκόταν ο άνθρωπος. Στεκόταν και μιλούσε μα πού ήταν το μυαλό του; Την κατάθεση του αρρώστου επακολούθησε το ντοκουμέντο, ένα γράμμα του κατηγορουμένου στην κυρία Βερχόβτσεβα, που της το 'γραψε δυο μέρες πριν απ' την εκτέλεση του εγκλήματος με το λεπτομερειακό πρόγραμμα του εγκλήματος. Μα τι ψάχνουμε λοιπόν το πρόγραμμα και τους συντάκτες του; Ακριβώς μ' αυτό το πρόγραμμα εξετελέσθη το έγκλημα και δεν εξετελέσθη από κανέναν άλλο παρά απ' τον συντάκτη του. Μάλιστα, κύριοι ένορκοι, “εξετελέσθη κατά γράμμα!” Και καθόλου, καθόλου δεν το σκάσαμε ευσεβάστως και φοβισμένοι απ' το παράθυρο του πατέρα κι έχοντας μάλιστα τη σταθερή βεβαιότητα πως εκεί μέσα είναι η αγαπημένη μας.

Όχι, αυτό είναι ανόητο κι απίθανο. Αυτός μπήκε και τελείωσε τη δουλειά. Πιθανό να σκότωσε εν βρασμώ ψυχής, φλογισμένος απ' το θυμό, μόλις αντίκρισε τον άνθρωπο που μισούσε και αντίζηλό του, μα όταν τον σκότωσε, πράμα που έκανε ίσως μεμιάς, με μια μονάχα κίνηση του χεριού, του οπλισμένου με το μπακιρένιο γουδοχέρι, κι αφού βεβαιώθηκε ύστερ' από λεπτομερειακή έρευνα πως αυτή δεν είναι δω, δεν ξέχασε ωστόσο να χώσει το χέρι του κάτω απ' το μαξιλάρι και να πάρει το φάκελο με τα λεφτά, που βρίσκεται τώρα σκισμένος εδώ στο τραπέζι με τα πειστήρια. Τα λέω αυτά για να προσέξετε ένα περιστατικό κατά τη γνώμη μου εξαιρετικά χαρακτηριστικό. Αν ήταν ένας έμπειρος δολοφόνος και μάλιστα δολοφόνος που 'χε σκοπό του μονάχα τη ληστεία —αυτός θ' άφηνε το φάκελο στο πάτωμα έτσι όπως τον βρήκαμε δίπλα στο πτώμα; Αν ήταν, ας πούμε, ο Σμερντιακόβ που θα σκότωνε για να ληστέψει —αυτός θα 'παιρνε απλούστατα όλο το φάκελο χωρίς να κάνει καθόλου τον κόπο να τον ξεσφραγίσει πάνω απ' το πτώμα του θύματός του. Αφού ήξερε θετικά πως στο φάκελο είναι τα λεφτά —μπροστά του τα βάλανε μέσα και τα σφραγίσανε— όμως αν έπαιρνε το φάκελο, τότε θα 'μενε άγνωστο αν έγινε η ληστεία. Σας ρωτάω, κύριοι ένορκοι, θα φερνόταν ποτέ έτσι ο Σμερντιακόβ, θ' άφηνε το φάκελο στο πάτωμα; Όχι, έτσι ακριβώς έπρεπε να φερθεί ένας δολοφόνος εν βρασμώ ψυχής, που δε σκέφτεται πια λογικά, ένας δολοφόνος όχι κλέφτης, που ποτέ ως τα τότε δεν είχε κλέψει μα και τώρα παίρνοντας κάτω απ' το μαξιλάρι τα λεφτά όχι σαν κλέφτης μα σαν άνθρωπος που παίρνει πίσω τα λεφτά που του κλέψανε —γιατί τέτοιες ακριβώς ήταν οι ιδέες του Ντιμήτρι Καραμάζοβ γι' αυτές τις τρεις χιλιάδες, που φτάσανε ως τη μανία. Και να που άρπαξε το φάκελο που δεν τον είχε δει ποτέ του ως τότε, τον σκίζει για να βεβαιωθεί πως είναι μέσα τα λεφτά, ύστερα φεύγει τρέχοντας με τα λεφτά στην τσέπη, ξεχνώντας μάλιστα και να σκεφτεί πως με το σκισμένο φάκελο αφήνει στο πάτωμα ένα τρομερό γι' αυτόν επιβαρυντικό. Όλ' αυτά, γιατί είναι Καραμάζοβ κι όχι Σμερντιακόβ, δεν τα σκέφτηκε, δε φαντάστηκε, μα και πού να 'χε το νου του! Φεύγει τρέχοντας, ακούει την κραυγή του υπηρέτη που τον κυνηγάει, ο υπηρέτης τον αρπάζει, τον σταματάει και πέφτει χτυπημένος απ' το μπακιρένιο γουδοχέρι. Ο κατηγορούμενος πηδάει κάτω απ' το φράχτη και τον πλησιάζει από οίκτο. Φανταστείτε, μας βεβαιώνει πως πήδηξε κάτω από οίκτο, από συμπόνια, για να δει μήπως μπορεί να τον βοηθήσει σε τίποτα. Μα είναι στιγμή αυτή για να εκδηλώσει μια παρόμοια συμπόνια; Όχι, πήδηξε κάτω μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί: ζούσε τάχα ο μοναδικός μάρτυρας του κακουργήματος του; Κάθε άλλο συναίσθημα, κάθε άλλος λόγος θα 'ταν αφύσικος! Παρατηρείστε, χασομεράει πάνω απ' το Γρηγόρη, του σκουπίζει με το μαντίλι το κεφάλι κι όταν βεβαιώθηκε πως είναι νεκρός, σαν τρελός, γεμάτος αίματα τρέχει πάλι εκεί, στο σπίτι της αγαπημένης του —πώς λοιπόν δεν το σκέφτηκε πως είναι γεμάτος αίματα και πως θα τον υποψιαστούν αμέσως; Μα ο κατηγορούμενος μας βεβαίωνε ο ίδιος πως ούτε καν πρόσεξε ότι είναι γεμάτος αίματα. Αυτό μπορούμε να το παραδεχτούμε, είναι δυνατό να γίνει, αυτό πάντα συμβαίνει σε τέτοιες στιγμές με τους εγκληματίες. Απ' τη μια μεριά καταχθόνιος υπολογισμός κι απ' την άλλη έλλειψη και της παραμικρότερης αντίληψης. Μα αυτός ένα μονάχα σκεφτόταν κείνη τη στιγμή: Πού είναι εκείνη. Του χρειαζόταν το γρηγορότερο να μάθει πού είναι κείνη, και να που φτάνει τρέχοντας στο σπίτι της και μαθαίνει μιαν αναπάντεχη και κολοσσιαία γι' αυτόν είδηση. Έφυγε για το Μόκρογιε με τον “προηγούμενο” και “αναμφισβήτητο” της!».


12. VIII. Διατριβή περί Σμερντιακόβ

Και πρώτα πρώτα πού βρέθηκε η δυνατότητα μιας τέτοιας υποψίας; άρχισε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς μ' αυτή την ερώτηση. Ο πρώτος που φώναξε πως σκότωσε ο Σμερντιακόβ, ήταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος τη στιγμή της σύλληψής του, που όμως δε μας έφερε, απ' τη στιγμή της κραυγής του αυτής ως την τωρινή δίκη, ούτε μιαν απόδειξη για να υποστηρίξει την κατηγορία του —κι όχι μονάχα απόδειξη δεν έφερε μα ούτε καν έναν λογικό υπαινιγμό σε κάποιο γεγονός. Ύστερα επιβεβαιώνουν αυτή την κατηγορία μονάχα τρία πρόσωπα: οι δυο αδερφοί του κατηγορουμένου και η κυρία Σβετλόβα. Μα ο μεγαλύτερος απ' τους αδερφούς του κατηγορουμένου ανακοίνωσε την υποψία του σήμερα μονάχα, όντας άρρωστος, σε μια κρίση αναμφισβήτητης παραφροσύνης και πυρετού σ' όλους όμως τους δυο προηγούμενους μήνες, όπως μας είναι θετικά γνωστό, συμμεριζόταν εντελώς την πεποίθηση για την ενοχή του αδερφού του κι ούτε γύρευε επιχειρήματα για ν' αντικρούσει αυτή τη γνώμη. Μα μ' αυτό θ' ασχοληθούμε ιδιαίτερα κι αργότερα. Ύστερα ο νεότερος αδερφός του κατηγορουμένου μάς λέει πριν από λίγο πως αποδείξεις για την υποστήριξη της ιδέας του για την ενοχή του Σμερντιακόβ δεν έχει καθόλου, ούτε την παραμικρότερη, και βγάζει τα συμπεράσματά του μονάχα απ' τα λεγόμενά του ίδιου του κατηγορουμένου κι απ' την “έκφραση του προσώπου του” —κι αυτή την κολοσσιαία απόδειξη δυο φορές την ανέφερε πριν από λίγο- η δε κυρία Σβετλόβα εκφράστηκε ίσως με τρόπο ακόμα πιο κολοσσιαίο: “Ό,τι σας πει ο κατηγορούμενος αυτό και να πιστεύετε, δεν είναι από κείνους που λένε ψέματα”. Μα όλες οι αποδείξεις για την ενοχή του Σμερντιακόβ προέρχονται απ' αυτά τα τρία πρόσωπα που ενδιαφέρονται εξαιρετικά για την τύχη του κατηγορουμένου, κι όμως παρ' όλ' αυτά η κατηγορία ενάντια στο Σμερντιακόβ λεγότανε και πιστευόταν, και πιστεύεται —μπορεί να το πιστέψει κανείς, μπορεί να το φανταστεί;».

Εδώ ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς βρήκε αναγκαίο να σκιαγραφήσει σύντομα το χαρακτήρα του μακαρίτη Σμερντιακόβ, «που έθεσε τέρμα στη ζωή του σε μια κρίση παραφοράς και παραφροσύνης». Τον παρουσίασε σαν άνθρωπο με αδύνατο λογικό, με στοιχεία κάποιας συγκεχυμένης μόρφωσης που τον παραστρατήσανε, με φιλοσοφικές ιδέες που ξεπερνούσαν τις νοητικές του ικανότητες και που 'χε τρομοκρατηθεί από μερικές σύγχρονες δοξασίες περί καθήκοντος και υποχρεώσεων που του τις διδάξανε πρακτικά ο αφέντης κι ίσως πατέρας του, Φιόντορ Παύλοβιτς, με την ακόλαστη ζωή του, και θεωρητικά ο μεγαλύτερος γιος, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, με διάφορες παράξενες φιλοσοφικές συνομιλίες, που πρόθυμα επέτρεπε στον εαυτό του για διασκέδαση — κατά πάσαν πιθανότητα από πλήξη ή από ανάγκη χλευασμού που δεν έβρισκε καλύτερο αντικείμενο.

«Αυτός ο ίδιος μου διηγότανε για την ψυχική του κατάσταση τις τελευταίες μέρες που έμεινε στο σπίτι του αφεντικού του», εξήγησε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, «μα μαρτυρούν περί τούτου και άλλοι: ο ίδιος ο κατηγορούμενος, ο αδερφός του κι ο υπηρέτης Γρηγόρης ακόμα, δηλαδή όλοι κείνοι που έπρεπε να τον ξέρουν από πολύ κοντά. Εκτός απ' αυτό, βασανιζόμενος απ' την επιληψία, ο Σμερντιακόβ ήταν “δειλός σαν κότα”. “Έπεφτε στα πόδια μου και τα φιλούσε", μας είπε ο ίδιος ο κατηγορούμενος σε μια στιγμή που δεν καταλάβαινε πως μια τέτοια κατάθεση δεν τον συμφέρει και πολύ, “είναι μια κότα επιληπτική”, εκφράστηκε γι' αυτόν με τη χαρακτηριστική του γλώσσα. Και να που αυτόν τον ίδιο ο κατηγορούμενος (κι αυτό το ομολογεί κι ο ίδιος) διαλέγει για έμπιστό του και τον τρομοκρατεί τόσο που εκείνος δέχεται στο τέλος να του κάνει τον κατάσκοπο και τον καταδότη. Σ' αυτό το ρόλο του σπιτικού κατασκόπου, αυτός απιστεί στον αφέντη του, ανακοινώνει στον κατηγορούμενο και την ύπαρξη του φακέλου με τα λεφτά και τα συνθήματα, που μ' αυτά μπορεί κανείς να εισχωρήσει στο σπίτι του αφεντικού —μα και πώς μπορούσε να μην τ' ανακοινώσει; “Θα με σκότωνε, το 'βλεπα καθαρά πως θα με σκότωνε”, έλεγε στην ανάκριση τρέμοντας απ' το φόβο του και μπροστά μας ακόμα, παρ' όλο που ο βασανιστής του που τον κατατρόμαζε είχε συλληφθεί πια και δεν μπορούσε να 'ρθει να τον τιμωρήσει. “Με υποπτευότανε την κάθε στιγμή, και γω, φοβισμένος και τρέμοντας, βιαζόμουνα να του ανακοινώσω το κάθε μυστικό μόνο και μόνο για να του καταπραΰνω το θυμό· και για να βεβαιωθεί πως εγώ δε φταίω σε τίποτα, και να με λυπηθεί να μη με σκοτώσει”. Να τα ίδια του τα λόγια, εγώ τα 'γραψα και τα θυμάμαι: “Μόλις μου βάζει καμιά φορά τις φωνές, εγώ πέφτω στα γόνατα μπροστά του”. Όντας από φυσικού του τιμιότατος νέος, και όντας γι' αυτό έμπιστος του κυρίου του, που αντελήφθη αυτή την τιμιότητά του όταν εκείνος του επέστρεψε κάτι λεφτά που 'χε χάσει, ο δυστυχισμένος Σμερντιακόβ, σκεφτόμαστε πως θα βασανιζόταν τρομερά και θα μετανοούσε για την απιστία του στον κύριό του, που τον αγαπούσε σαν ευεργέτη του. Όσοι υποφέρουν πολύ απ' την επιληψία, σύμφωνα με τη γνώμη ψυχιάτρων, είναι πάντα επιρρεπείς σε αδιάκοπη και, φυσικά, νοσηρή αυτοκατηγορία. Βασανίζονται απ' την “ενοχή” τους για κάτι και μπροστά σε κάποιον, βασανίζονται από τύψεις συνείδησης, συχνά μάλιστα χωρίς κανένα λόγο υπερβάλλουν και μάλιστα δημιουργούν οι ίδιοι διάφορες ενοχές και καταλογίζουν στον εαυτό τους διάφορα εγκλήματα. Και να λοιπόν που ένα τέτοιο υποκείμενο γίνεται πραγματικά ένοχος κι εγκληματίας απ' το φόβο και την τρομοκρατία. Εκτός απ' αυτό προαισθανόταν έντονα πως απ' τα περιστατικά που αποκρυσταλλώνονται γύρω του μπορεί να προκύψει κάτι κακό. Όταν ο μεγαλύτερος γιος του Φιόντορ Παύλοβιτς, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, έφευγε ακριβώς πριν απ' την καταστροφή για τη Μόσχα, ο Σμερντιακόβ τον -ικέτευε να μείνει, μην τολμώντας ωστόσο, έτσι δειλός όπως ήταν, να του εκφράσει τους φόβους του καθαρά και κατηγορηματικά. Αρκούνταν μονάχα σε υπαινιγμούς, μα οι υπαινιγμοί του δεν έγιναν κατανοητοί. Πρέπει να παρατηρήσουμε πως τον Ιβάν Φιοντόροβιτς τον έβλεπε σαν υπερασπιστή του, σαν εγγύηση για το ότι, όσο αυτός είναι στο σπίτι, δε θα συμβεί τίποτα κακό. Θυμηθείτε την έκφραση στο “μεθυσμένο” γράμμα του Ντιμήτρι Καραμάζοβ: “θα σκοτώσω το γέρο αρκεί να 'χει φύγει ο Ιβάν”. Θα πει λοιπόν πως η παρουσία του Ιβάν Φιοντόροβιτς φαινόταν σ' όλους σα μια εγγύηση ησυχίας και τάξης στο σπίτι. Και να που φεύγει κι ο Σμερντιακόβ αμέσως, σχεδόν μιαν ώρα αργότερα απ' την αναχώρηση του νεαρού αφέντη, παθαίνει κρίση επιληψίας. Μα αυτό είναι εντελώς ευνόητο. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε πως ο Σμερντιακόβ, τσακισμένος απ' τους φόβους και την απόγνωσή του, τις τελευταίες μέρες προαισθανόταν την προσέγγιση των κρίσεων της επιληψίας που και πρώτα τον έπιαναν πάντα σε στιγμές ηθικής υπερέντασης και ταραχής. Την ημέρα και την ώρα αυτών των κρίσεων δεν μπορεί βέβαια να τις μαντέψει κανείς, μα την προδιάθεση για κρίση μπορεί να την προαισθανθεί ο κάθε επιληπτικός. Αυτό λέει η ιατρική. Και να που, μόλις φεύγει ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, ο Σμερντιακόβ κάτω απ' την εντύπωση της, ας την πούμε έτσι, ορφάνιας του και της έλλειψης προστασίας πάει για δουλειά του σπιτιού στο υπόγειο, κατεβαίνει στη σκάλα και σκέφτεται: “θα με πιάσει ή δε θα με πιάσει η κρίση; Και τι θα γίνει αν με πιάσει αυτή τη στιγμή;" Και να που απ' αυτήν ακριβώς τη διάθεση, απ' αυτή την αμφιβολία, απ' αυτές τις ερωτήσεις τον πιάνουν σπασμοί στο λαιμό, που πάντα προηγούνται της κρίσης, και πέφτει αναίσθητος στο υπόγειο. Και να που σ' αυτή την πιο φυσική σύμπτωση καταφέρνουν να βλέπουν κάποιαν υποψία, κάποιαν ένδειξη, κάποιον υπαινιγμό πως επίτηδες υποκρίθηκε τον άρρωστο! Μα αν το 'κανε επίτηδες, τότε προκύπτει αμέσως το ερώτημα: Γιατί λοιπόν; Από ποιον υπολογισμό, για ποιο σκοπό; Δε λέω πια για την ιατρική. Η επιστήμη, λένε, λέει ψέματα, κάνει λάθος- οι γιατροί δεν μπορέσανε να ξεχωρίσουν την αλήθεια απ' την υποκρισία —ας είναι, ας είναι έτσι. Απαντείστε μου όμως στην ερώτηση: Για ποιο λόγο να υποκριθεί; Μήπως για να κάνει να τον προσέξει όλο το σπίτι τη στιγμή που 'χε προμελετήσει το έγκλημα; Βλέπετε, κύριοι ένορκοι, στο σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς τη νύχτα του εγκλήματος υπήρχαν και πέρασαν από κει πέντε άνθρωποι: πρώτα-'πρώτα, ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς, μα δε σκότωσε βέβαια ο ίδιος τον εαυτό του, αυτό είναι φανερό. Δεύτερο, ο υπηρέτης Γρηγόρης, μα αυτόν τον ίδιο παραλίγο να τον σκοτώσουν. Τρίτο η γυναίκα του Γρηγόρη, η υπηρέτρια Μάρθα Ιγνάτιεβνα, μα να τη φανταστεί κανείς δολοφόνο του κυρίου της είναι ντροπή. Μένουν δηλαδή δυο άνθρωποι: ο κατηγορούμενος κι ο Σμερντιακόβ. Μα μια κι ο κατηγορούμενος βεβαιώνει πως δε σκότωσε αυτός, θα πει πως πρέπει να σκότωσε ο Σμερντιακόβ, άλλη λύση δεν υπάρχει γιατί δεν μπορεί να βρει κανείς κανέναν άλλον, δεν μπορεί ν' ανακαλύψει κανέναν άλλο δολοφόνο. Να, να λοιπόν από πού προήλθε αυτή η “πονηρή” και μεγαλοφυής κατηγορία ενάντια στο δύστυχο ηλίθιο που αυτοκτόνησε χτες! Μόνο και μόνο γιατί κανέναν άλλον δεν μπορούσαν να βρουν! Αν υπήρχε έστω και σκιά, έστω και υποψία για κάποιον άλλον, για κάποιο έκτο πρόσωπο, τότε είμαι βέβαιος πως κι ο ίδιος ο κατηγορούμενος θα ντρεπόταν να υποδείξει το Σμερντιακόβ και θα υπόδειχνε αυτό το έκτο πρόσωπο γιατί το να κατηγορήσει κανείς το Σμερντιακόβ γι' αυτό το φόνο είναι καθαρός παραλογισμός. Κύριοι, ας αφήσουμε την ψυχολογία, ας αφήσουμε την ιατρική, ας αφήσουμε και τη λογική ακόμα, κι ας κοιτάξουμε μονάχα τα γεγονότα, μονάχα τα γεγονότα, κι ας δούμε τι θα μας πουν αυτά. Σκότωσε ο Σμερντιακόβ, μα πώς; Μονάχος του ή μαζί με τον κατηγορούμενο; Ας εξετάσουμε πρώτα την πρώτη περίπτωση, πως δηλαδή ο Σμερντιακόβ σκότωσε μόνος του. Βέβαια, αν σκότωσε, αυτό θα το 'κανε για κάποιο λόγο, για να 'χει κάποιο όφελος. Μα μην έχοντας κανένα λόγο για το φόνο σαν εκείνους που 'χε ο κατηγορούμενος, δηλαδή μίσος, ζήλεια κ.τ.λ, κ.τ.λ., ο Σμερντιακόβ χωρίς αμφιβολία θα μπορούσε να σκοτώσει μονάχα για τα λεφτά, για να οικειοποιηθεί ίσα-ίσα αυτές τις τρεις χιλιάδες που τις είχε δει ο ίδιος να τις βάζει ο κύριός του στο φάκελο. Και να που, έχοντας προμελετήσει το έγκλημα, ανακοινώνει απ' τα πριν σε άλλο πρόσωπο —και μάλιστα σ' ένα πρόσωπο που ενδιαφερότανε σε ανώτατο σημείο, στον κατηγορούμενο,— όλες τις συνθήκες για τα λεφτά και τα συνθήματα: πού βρίσκεται ο φάκελος, τι είναι γραμμένο πάνω του, με τι είναι τυλιγμένος και, το σπουδαιότερο, το σπουδαιότερο, του λέει αυτά τα “συνθήματα" που μ' αυτά μπορεί να εισχωρήσει κανείς στο σπίτι του κυρίου του. Πώς λοιπόν; Για να προδώσει τον εαυτό του τα κάνει όλ' αυτά; Ή, για να βρει ανταγωνιστή, που ίσως να θελήσει κι ο ίδιος να μπει και να πάρει το φάκελο; Ναι, θα μου πουν, μα αυτός το ανακοίνωσε απ' το φόβο του. Μα πώς αυτό; Ένας άνθρωπος που δε δίστασε να σκεφτεί μια τέτοια ατρόμητη και θηριώδη πράξη κι ύστερα να την εκτελέσει —ανακοινώνει τέτοιες πληροφορίες, που ξέρει αυτός μονάχα σ' όλο τον κόσμο και που αν μονάχα τις αποσιωπούσε, κανένας ποτέ δε θα τις φανταζόταν. Όχι, όσο δειλός και να 'ταν ο άνθρωπος, τη στιγμή που σκέφτηκε μια τέτοια δουλειά, με κανένα τρόπο δε θα 'λεγε σε κανέναν, τουλάχιστο για το φάκελο και τα συνθήματα, γιατί αυτό θα σήμαινε πως προδίνει τον ίδιο τον εαυτό του. Κάτι θα επινοούσε, κάποιο ψέμα θα 'λεγε, αν του ζητούσαν οπωσδήποτε πληροφορίες, μα αυτό δε θα το 'λεγε. Απεναντίας, το ξαναλέω αυτό, αν σώπαινε μονάχα για τα λεφτά, κι ύστερα σκότωνε κι έπαιρνε τούτα τα χρήματα, τότε κανένας σ' όλο τον κόσμο δε θα μπορούσε να τον κατηγορήσει για φόνο μετά ληστείας γιατί αυτά τα λεφτά κανένας εκτός απ' αυτόν δεν τα είδε, κανένας δεν το 'ξερε πως υπάρχουν στο σπίτι. Κι αν ακόμα τον κατηγορούσανε, τότε το δίχως άλλο θα 'βγαζαν το συμπέρασμα πως σκότωσε για κάποιον άλλο λόγο. Μα μια και τέτοια ελατήρια κανένας δεν είχε υποψιαστεί από πρώτα κι όλοι βλέπανε απεναντίας πως ο κύριός του τον αγαπάει, τον εμπιστεύεται, τότε φυσικά θα τον υποπτεύονταν τελευταίον μα θα υποπτεύονταν πριν απ' όλα εκείνον που είχε τέτοιους λόγους να σκοτώσει, εκείνον που δεν τους έκρυβε, που τους διαλαλούσε σ' όλους, με δυο λόγια θα υποπτεύονταν το γιο του σκοτωμένου, τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Ο Σμερντιακόβ θα σκότωνε και θα λήστευε και θα κατηγορούσαν το γιο —αυτό δε θα συνέφερε τάχα το Σμερντιακόβ, το δολοφόνο; Ε, λοιπόν σ' αυτόν τον ίδιο το γιο, τον Ντιμήτρι, ο Σμερντιακόβ, αφού προμελέτησε το έγκλημα, ανακοινώνει απ' τα πριν για τα λεφτά, για το φάκελο και τα συνθήματα, —πόσο λογικό είν' αυτό, πόσο ξεκάθαρο!

»Έρχεται η μέρα του προμελετημένου απ' τον Σμερντιακόβ φόνου και να που κατρακυλάει απ' τη σκάλα, υποκρινόμενος κρίση επιληψίας και γιατί; Βέβαια για ν' αναβάλει πρώτα-πρώτα ο Γρηγόρης τη θεραπεία που 'χε σκοπό να κάνει, βλέποντας πως το σπίτι δεν έχει φύλακα και να κάτσει να το φυλάει. Δεύτερο για να διπλασιάσει ο κύριός του τη δυσπιστία και την επιφυλαχτικότητά του βλέποντας πως κανένας δεν τον φυλάει και φοβούμενος τον ερχομό του γιου του —πράμα που δεν έκρυβε ούτε ο ίδιος. Τέλος, το σπουδαιότερο, για να τον μεταφέρουν τσακισμένο απ' την κρίση απ' την κουζίνα, όπου κοιμότανε πάντα κι όπου είχε ιδιαίτερη έξοδο, κι είσοδο, στην άλλη άκρης της πτέρυγας, στο δωματιάκι του Γρηγόρη, δίπλα τους, να τους χωρίζει μονάχα ένα χώρισμα, τρία βήματα μακριά απ' το κρεβάτι τους, όπως γινόταν πάντα, από ανέκαθεν, μόλις τον έπιανε η επιληψία, σύμφωνα με τη διαταγή του κυρίου και της πονόψυχης Μάρθας Ιγνάτιεβνας. Εκεί, πίσω απ' το χώρισμα, το πιο πιθανό είναι πως θ' αρχίσει να βογγάει για να παραστήσει καλύτερα τον άρρωστο, δηλαδή να τους ξυπνάει όλη τη νύχτα, (όπως κι έγινε σύμφωνα με την κατάθεση του Γρηγόρη και της γυναίκας του) κι όλ' αυτά, όλ' αυτά για να του είναι πιο βολικό να σηκωθεί ξαφνικά και να πάει να σκοτώσει τον κύριό του!

»Μα, θα μου πουν, ίσως να υποκρίθηκε ίσα-ίσα για να μην τον υποπτευθούν μια κι ήταν άρρωστος, και στον κατηγορούμενο είπε για τα λεφτά και τα συνθήματα μόνο και μόνο για να τον κάνει να δελεαστεί και να 'ρθει να σκοτώσει, κι όταν, βλέπετε, εκείνος θα σκότωνε και θα 'φευγε παίρνοντας τα λεφτά, και ταυτόχρονα ίσως και να 'κανε θόρυβο και να ξυπνούσαν οι μάρτυρες, τότε, βλέπετε, θα σηκωνόταν ο Σμερντιακόβ και θα πήγαινε —να κάνει τι; Μα βέβαια θα πήγαινε να σκοτώσει άλλη μια φορά τον κύριό του και να κλέψει τα λεφτά που τα 'χανε κλέψει κιόλας. Γελάτε, κύριοι; Και γω ο ίδιος ντρέπομαι να κάνω τέτοιες υποθέσεις, κι όμως, φανταστείτε, αυτό ίσα-ίσα βεβαιώνει ο κατηγορούμενος: Ύστερ' από μένα, λέει, όταν εγώ βγήκα πια απ' το σπίτι χτυπώντας τον Γρηγόρη και κάνοντας θόρυβο, αυτός σηκώθηκε, σκότωσε και λήστεψε. Δε λέω πως θα 'ταν αδύνατο ο Σμερντιακόβ να τα υπολογίσει όλ' αυτά από πρώτα και να τα προβλέψει όλα λες και τα μέτραγε στα δάχτυλά του, δηλαδή το πως ο ερεθισμένος και μανιασμένος γιος θα 'ρθει μόνο και μόνο για να κοιτάξει με σεβασμό απ' το παράθυρο και, ξέροντας τα συνθήματα, ν' αποχωρήσει, αφήνοντας σ' αυτόν, το Σμερντιακόβ, όλη τη λεία! Κύριοι: θέτω σοβαρά το ερώτημα: Πού είναι κείνη η στιγμή που ο Σμερντιακόβ διέπραξε το έγκλημά του; Δείξτε μας αυτή τη στιγμή, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί να κατηγορεί κανείς.

»Μα ίσως η επιληψία να ήταν πραγματική. Ο άρρωστος ξάφνου ξύπνησε, άκουσε μια κραυγή, βγήκε —και λοιπόν; Κοίταξε και είπε: “ας πάω να σκοτώσω τ' αφεντικό". Και πώς έμαθε τι έγινε, τι γινότανε, μήπως ως τα τώρα δεν κειτόταν αναίσθητος; Όμως, μα την αλήθεια, κύριοι, κι η φαντασία ακόμα έχει τα όριά της.

»Σωστά, θα πουν οι λεπτολόγοι, μα αν κι οι δυο τους τα είχαν συμφωνήσει, αν σκοτώσανε κι οι δυο τους και μοιράστηκαν τα λεφτά, τότε τι;

»Ναι, πραγματικά, η υποψία είναι σπουδαία και πρώτα- πρώτα, υπάρχουν κολοσσιαίες ενδείξεις που την επιβεβαιώνουν: ο ένας σκοτώνει και παίρνει όλο το βάρος απάνω του κι ο άλλος συνένοχος πλαγιάζει μ' όλη του την άνεση, υποκρινόμενος πως τον έπιασε επιληψία —μόνο και μόνο για να ξυπνήσει σ' όλους υποψίες, να βάλει σε ανησυχία τον κύριο και το Γρηγόρη. Περίεργο, για ποιους λόγους οι δυο συνένοχοι θα μπορούσαν να σοφιστούν ένα τόσο εξωφρενικό σχέδιο; Μα ίσως να μην ήταν καθόλου ενεργητική η συνενοχή του Σμερντιακόβ μα, ας πούμε, παθητική και κάτω από πίεση: Μπορεί ο τρομοκρατημένος Σμερντιακόβ να συγκατατέθηκε μονάχα να μην εναντιωθεί στο φόνο, και, προαισθανόμενος πως θα τον κατηγορήσουν, άφησε να σκοτώσουν τον κύριό του, δε φώναξε, δεν αντιστάθηκε, πήρε από πριν την άδεια απ' τον Ντιμήτρι Καραμάζοβ να μείνει ξαπλωμένος όλη τούτη την ώρα τάχα σε κρίση “και συ σκότωσε και κάνε ό,τι θέλεις, εγώ νίπτω τας χείρας μου”. Μα κι έτσι να 'ναι ακόμα, ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ ποτέ δε θα συμφωνούσε ξέροντας πως με την κρίση αυτή θα γινόταν φασαρία στο σπίτι. Μα υποχωρώ, ας παραδεχτώ ότι συγκατατέθηκε. Μα και πάλι το συμπέρασμα θα 'ταν πως ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ είναι ο δολοφόνος, ο πραγματικός δολοφόνος, κι ο Σμερντιακόβ μονάχα παθητικός συνένοχος, μα κι ούτε συνένοχος μα μονάχα αυτός που επέτρεψε να γίνει ο φόνος από φόβο και ενάντια στη θέλησή του, αυτό δε το δικαστήριο οπωσδήποτε θα το ξεχώριζε, κι όμως τι βλέπουμε; Μόλις συλλάβανε τον κατηγορούμενο, αυτός αμέσως τα ρίχνει όλα στο Σμερντιακόβ και μονάχα αυτόν κατηγορεί. Δεν τον κατηγορεί για συνενοχή μα ως αυτουργό: “αυτός μόνος του, λέει, το 'κανε, αυτός σκότωσε και λήστεψε, αυτό είναι έργο των χειρών του"! Τί συνένοχοι είναι λοιπόν αυτοί που αμέσως αρχίζουν να κατηγορούν ο ένας τον άλλον —κάτι τέτοιο δε συμβαίνει ποτέ. Και προσέξτε τι κίνδυνος για τον Καραμάζοβ: αυτός είναι ο κυριότερος δολοφόνος κι ο άλλος δεν παίζει κανένα ρόλο, αυτός μονάχα που δεν τον εμπόδισε κι έμεινε ξαπλωμένος πίσω απ' το χώρισμα, και να που αυτός τα ρίχνει όλα στον ξαπλωμένο. Μα εκείνος, ο ξαπλωμένος, θα μπορούσε να θυμώσει και μονάχα για την αυτοάμυνά του να πει την αλήθεια στη δικαιοσύνη: Κι οι δυο μας, θα 'λεγε, πήραμε μέρος, μονάχα που εγώ δε σκότωσα, μα τον άφησα να σκοτώσει, του το επέτρεψα από φόβο. Γιατί αυτός, ο Σμερντιακόβ, θα μπορούσε να καταλάβει πως το δικαστήριο θα ξεχώριζε αμέσως το βαθμό της ενοχής του, που θα πει ότι μπορούσε να υπολογίσει πως κι αν ακόμα τον τιμωρήσουν, θα τον τιμωρήσουν πολύ ελαφρότερα απ' τον κύριο ένοχο που πάει να τα ρίξει, όλ' απάνω του. Μα τότε πια φυσικά θα ομολογούσε. Αυτό όμως δεν τ' ακούσαμε, ο Σμερντιακόβ δεν έκανε ούτε υπαινιγμό για συνενοχή, παρ' όλο που ο φονιάς τον κατηγορούσε σταθερά όλη την ώρα σα μοναδικό δολοφόνο. Μα δεν είναι αυτό μονάχα: ο ίδιος ο Σμερντιακόβ αποκάλυψε στην ανάκριση πως για το πακέτο με τα χρήματα και για τα συνθήματα ανακοίνωσε αυτός ο ίδιος στον κατηγορούμενο, και πως, χωρίς αυτόν, εκείνος ποτέ δε θα μάθαινε τίποτα. Αν ήταν πραγματικά συνένοχος και ένοχος, θα το 'λεγε τόσο εύκολα στην ανάκριση, δηλαδή το πως ο ίδιος τ' ανακοίνωσε όλ' αυτά στον κατηγορούμενο; Απεναντίας θα προσπαθούσε να τ' αποκρύψει και σίγουρα θα διαστρέβλωνε τα γεγονότα και θα τα παράσταινε πιο ασήμαντα. Μα αυτός δεν τα διαστρέβλωσε και δεν τα παρουσίασε διαφορετικά-έτσι μπορεί να κάνει μονάχα ένας αθώος, που δε φοβάται πως θα τον κατηγορήσουν για συνενοχή. Και να που αυτός σε μια κρίση νοσηρής μελαγχολίας απ' την επιληψία του κι απ' όλη αυτή την καταστροφή που ξέσπασε, κρεμάστηκε χτες. Πριν κρεμαστεί άφησε ένα σημείωμα γραμμένο με την ιδιόρρυθμη γλώσσα του: “καταστρέφω τη ζωή μου θεληματικά και χωρίς καμιά πίεση για να μην κατηγορήσετε κανέναν”. Τί του κόστιζε λοιπόν να προσθέσει στο σημείωμα: ο δολοφόνος είμαι γω κι όχι ο Καραμάζοβ; Μα αυτό δεν το πρόσθεσε. Για το 'να έφτασε η συνείδηση και για τ' άλλο όχι;

Και τι έγινε λοιπόν; Πριν από λίγο μας φέρανε δω στο δικαστήριο κάτι χρήματα: τρεις χιλιάδες ρούβλια, “κείνες οι ίδιες, λέει, που βρίσκονταν σε κείνο κει το φάκελο, που είναι στο τραπέζι με τα πειστήρια, χτες τις πήρα, λέει, απ' το Σμερντιακόβ”. Μα εσείς, κύριοι ένορκοι, θυμάστε καλά την πρόσφατη θλιβερή σκηνή. Δε θα επαναλάβω τις λεπτομέρειες, θα επιτρέψω ωστόσο στον εαυτό μου να κάνει κάνα δυο συλλογισμούς, διαλέγοντας τους να 'ναι απ' τους πιο ασήμαντους —ακριβώς γιατί είναι ασήμαντοι και συνεπώς δε θα τους σκεφτεί ο καθένας και θα ξεχαστούν. Έχουμε λοιπόν πρώτα-πρώτα: Από τύψεις συνείδησης ο Σμερντιακόβ έδωσε τα χρήματα κι ο ίδιος κρεμάστηκε. (Γιατί χωρίς τύψεις δε θα 'δινε τα χρήματα.) Και φυσικά μονάχα χτες το βράδυ ομολόγησε στον Ιβάν Καραμάζοβ το έγκλημά του, όπως το ανακοίνωσε κι ο ίδιος, αλλιώς γιατί να σώπαινε ως τα τώρα ο Ιβάν Καραμάζοβ; Έτσι λοιπόν ομολόγησε1 μα γιατί, το ξαναλέω, στο σημείωμα που μας άφησε δε μας έγραψε όλη την αλήθεια, ξέροντας πως αύριο κιόλας ο αθώος κατηγορούμενος θα περάσει από τρομερή δίκη; Μονάχα τα χρήματα δεν είναι βέβαια απόδειξη. Εγώ τουλάχιστο κι ακόμα δυο πρόσωπα σ' αυτή την αίθουσα μάθαμε εντελώς τυχαία πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ έστειλε στην πρωτεύουσα του Νομού να εξαργυρώσει δυο ομολογίες των 5 % από πέντε χιλιάδες η καθεμιά, όλα μαζί λοιπόν δέκα χιλιάδες. Το λέω μονάχα για να δείξω πως ο καθένας μπορεί να βρει χρήματα την ώρα που τα χρειάζεται, και πως, φέρνοντας τρεις χιλιάδες, δεν μπορεί κανείς ν' αποδείξει πως είναι κείνες οι ίδιες χιλιάδες που βρίσκονταν στο τάδε συρτάρι ή φάκελο. Τέλος, ο Ιβάν Καραμάζοβ μαθαίνοντας χτες απ' τον πραγματικό δολοφόνο μια τόσο σπουδαία είδηση, παραμένει αδρανής. Μα γιατί να μην το ανακοινώσει αμέσως; Γιατί τ' ανέβαλε όλα ως το πρωί; Υποθέτω πως έχω το δικαίωμα να μαντεύω το γιατί: Όντας μια βδομάδα με σακατεμένη τη υγεία του, ομολογώντας κι ο ίδιος στο γιατρό και στους δικούς του πως βλέπει οράματα, πως συναντάει πεθαμένους, πως είναι στα πρόθυρα του εγκεφαλικού πυρετού που σήμερα ίσα-ίσα τον χτύπησε, αυτός, μαθαίνοντας αναπάντεχα το θάνατο του Σμερντιακόβ, κάνει τον ακόλουθο συλλογισμό: “Ο άνθρωπος πέθανε, μπορώ να καταθέσω εναντίον του, μα τον αδερφό μου θα τον σώσω. Λεφτά έχω: θα πάρω ένα μάτσο και θα πω πως μου τα 'δωσε ο Σμερντιακόβ πριν απ' το θάνατό του”. Θα πείτε πως είναι άτιμο; Πως δεν είναι τίμιο να κατηγορείς έστω κι ένα νεκρό, ακόμα και για να σώσεις τον αδερφό σου; Έτσι είναι, μα αν είπε ψέματα μην έχοντας συνείδηση του τι κάνει; Αν το φαντάστηκε πως έτσι έγινε πραγματικά, γιατί έχασε τα λογικά του απ' τον αναπάντεχο θάνατο του υπηρέτη; Είδατε βέβαια την πρόσφατη σκηνή, είδατε σε τι κατάσταση βρισκόταν ο άνθρωπος. Στεκόταν και μιλούσε μα πού ήταν το μυαλό του; Την κατάθεση του αρρώστου επακολούθησε το ντοκουμέντο, ένα γράμμα του κατηγορουμένου στην κυρία Βερχόβτσεβα, που της το 'γραψε δυο μέρες πριν απ' την εκτέλεση του εγκλήματος με το λεπτομερειακό πρόγραμμα του εγκλήματος. Μα τι ψάχνουμε λοιπόν το πρόγραμμα και τους συντάκτες του; Ακριβώς μ' αυτό το πρόγραμμα εξετελέσθη το έγκλημα και δεν εξετελέσθη από κανέναν άλλο παρά απ' τον συντάκτη του. Μάλιστα, κύριοι ένορκοι, “εξετελέσθη κατά γράμμα!” Και καθόλου, καθόλου δεν το σκάσαμε ευσεβάστως και φοβισμένοι απ' το παράθυρο του πατέρα κι έχοντας μάλιστα τη σταθερή βεβαιότητα πως εκεί μέσα είναι η αγαπημένη μας.

Όχι, αυτό είναι ανόητο κι απίθανο. Αυτός μπήκε και τελείωσε τη δουλειά. Πιθανό να σκότωσε εν βρασμώ ψυχής, φλογισμένος απ' το θυμό, μόλις αντίκρισε τον άνθρωπο που μισούσε και αντίζηλό του, μα όταν τον σκότωσε, πράμα που έκανε ίσως μεμιάς, με μια μονάχα κίνηση του χεριού, του οπλισμένου με το μπακιρένιο γουδοχέρι, κι αφού βεβαιώθηκε ύστερ' από λεπτομερειακή έρευνα πως αυτή δεν είναι δω, δεν ξέχασε ωστόσο να χώσει το χέρι του κάτω απ' το μαξιλάρι και να πάρει το φάκελο με τα λεφτά, που βρίσκεται τώρα σκισμένος εδώ στο τραπέζι με τα πειστήρια. Τα λέω αυτά για να προσέξετε ένα περιστατικό κατά τη γνώμη μου εξαιρετικά χαρακτηριστικό. Αν ήταν ένας έμπειρος δολοφόνος και μάλιστα δολοφόνος που 'χε σκοπό του μονάχα τη ληστεία —αυτός θ' άφηνε το φάκελο στο πάτωμα έτσι όπως τον βρήκαμε δίπλα στο πτώμα; Αν ήταν, ας πούμε, ο Σμερντιακόβ που θα σκότωνε για να ληστέψει —αυτός θα 'παιρνε απλούστατα όλο το φάκελο χωρίς να κάνει καθόλου τον κόπο να τον ξεσφραγίσει πάνω απ' το πτώμα του θύματός του. Αφού ήξερε θετικά πως στο φάκελο είναι τα λεφτά —μπροστά του τα βάλανε μέσα και τα σφραγίσανε— όμως αν έπαιρνε το φάκελο, τότε θα 'μενε άγνωστο αν έγινε η ληστεία. Σας ρωτάω, κύριοι ένορκοι, θα φερνόταν ποτέ έτσι ο Σμερντιακόβ, θ' άφηνε το φάκελο στο πάτωμα; Όχι, έτσι ακριβώς έπρεπε να φερθεί ένας δολοφόνος εν βρασμώ ψυχής, που δε σκέφτεται πια λογικά, ένας δολοφόνος όχι κλέφτης, που ποτέ ως τα τότε δεν είχε κλέψει μα και τώρα παίρνοντας κάτω απ' το μαξιλάρι τα λεφτά όχι σαν κλέφτης μα σαν άνθρωπος που παίρνει πίσω τα λεφτά που του κλέψανε —γιατί τέτοιες ακριβώς ήταν οι ιδέες του Ντιμήτρι Καραμάζοβ γι' αυτές τις τρεις χιλιάδες, που φτάσανε ως τη μανία. Και να που άρπαξε το φάκελο που δεν τον είχε δει ποτέ του ως τότε, τον σκίζει για να βεβαιωθεί πως είναι μέσα τα λεφτά, ύστερα φεύγει τρέχοντας με τα λεφτά στην τσέπη, ξεχνώντας μάλιστα και να σκεφτεί πως με το σκισμένο φάκελο αφήνει στο πάτωμα ένα τρομερό γι' αυτόν επιβαρυντικό. Όλ' αυτά, γιατί είναι Καραμάζοβ κι όχι Σμερντιακόβ, δεν τα σκέφτηκε, δε φαντάστηκε, μα και πού να 'χε το νου του! Φεύγει τρέχοντας, ακούει την κραυγή του υπηρέτη που τον κυνηγάει, ο υπηρέτης τον αρπάζει, τον σταματάει και πέφτει χτυπημένος απ' το μπακιρένιο γουδοχέρι. Ο κατηγορούμενος πηδάει κάτω απ' το φράχτη και τον πλησιάζει από οίκτο. Φανταστείτε, μας βεβαιώνει πως πήδηξε κάτω από οίκτο, από συμπόνια, για να δει μήπως μπορεί να τον βοηθήσει σε τίποτα. Μα είναι στιγμή αυτή για να εκδηλώσει μια παρόμοια συμπόνια; Όχι, πήδηξε κάτω μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί: ζούσε τάχα ο μοναδικός μάρτυρας του κακουργήματος του; Κάθε άλλο συναίσθημα, κάθε άλλος λόγος θα 'ταν αφύσικος! Παρατηρείστε, χασομεράει πάνω απ' το Γρηγόρη, του σκουπίζει με το μαντίλι το κεφάλι κι όταν βεβαιώθηκε πως είναι νεκρός, σαν τρελός, γεμάτος αίματα τρέχει πάλι εκεί, στο σπίτι της αγαπημένης του —πώς λοιπόν δεν το σκέφτηκε πως είναι γεμάτος αίματα και πως θα τον υποψιαστούν αμέσως; Μα ο κατηγορούμενος μας βεβαίωνε ο ίδιος πως ούτε καν πρόσεξε ότι είναι γεμάτος αίματα. Αυτό μπορούμε να το παραδεχτούμε, είναι δυνατό να γίνει, αυτό πάντα συμβαίνει σε τέτοιες στιγμές με τους εγκληματίες. Απ' τη μια μεριά καταχθόνιος υπολογισμός κι απ' την άλλη έλλειψη και της παραμικρότερης αντίληψης. Μα αυτός ένα μονάχα σκεφτόταν κείνη τη στιγμή: Πού είναι εκείνη. Του χρειαζόταν το γρηγορότερο να μάθει πού είναι κείνη, και να που φτάνει τρέχοντας στο σπίτι της και μαθαίνει μιαν αναπάντεχη και κολοσσιαία γι' αυτόν είδηση. Έφυγε για το Μόκρογιε με τον “προηγούμενο” και “αναμφισβήτητο” της!».