×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 12. VII. Ιστορική επισκόπηση

12. VII. Ιστορική επισκόπηση

Η ιατρική πραγματογνωμοσύνη προσπάθησε να μας αποδείξει πως ο κατηγορούμενος δεν είναι στα καλά του και πως είναι μανιακός. Εγώ όμως βεβαιώνω πως έχει τα μυαλά του και πως αυτό ίσα-ίσα είναι το χειρότερο: Αν δεν είχε τα μυαλά που έχει, θα 'ταν ίσως πιο πολύ μυαλωμένος. Όσο για το ότι είναι μανιακός, μ' αυτό θα συμφωνούσα κιόλας μα μονάχα σ' ένα σημείο —στο ίδιο εκείνο που κι η πραγματογνωμοσύνη υπέδειξε, δηλαδή στην άποψή του για τις τρεις χιλιάδες που τάχα του όφειλε ο πατέρας του. Παρ' όλα αυτά ίσως μπορεί να βρει κανείς καταλληλότερη άποψη για να εξηγήσει αυτή την παντοτινή παραφορά του κατηγορουμένου γι' αυτά τα χρήματα παρά την τάση του προς την παραφροσύνη. Από μέρος μου είμαι εντελώς σύμφωνος με τη γνώμη του νεαρού γιατρού που βρίσκει πως ο κατηγορούμενος είχε και έχει πλήρεις και φυσιολογικές νοητικές ικανότητες μα ήταν μονάχα εξερεθισμένος κι εξαγριωμένος. Και να περί τίνος πρόκειται. Δεν είναι οι τρεις χιλιάδες, δεν είναι το ποσόν που προκαλούσε τη μανία του κατηγορουμένου, μα το ότι υπήρχε εδώ μια ιδιαίτερη αιτία. Η αιτία αυτή είναι η ζήλεια!»

Εδώ ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς εξέθεσε με λεπτομέρειες όλη την εικόνα του μοιραίου πάθους του κατηγορουμένου για τη Γκρούσενκα. Άρχισε απ' τη στιγμή που ο κατηγορούμενος πήγε στη “νεαρή γυναίκα” για να τη “σπάσει στο ξύλο”, —εκφράζομαι με τις ίδιες του τις λέξεις,— εξήγησε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς.

«Μα αντί να τη σπάσει στο ξύλο, έπεσε στα πόδια της —να η αρχή αυτής της αγάπης. Τον ίδιο κείνο καιρό ρίχνει τα βλέμματά του στην ίδια γυναίκα κι ο γέρος, ο πατέρας του κατηγορουμένου, —σύμπτωση καταπληχτική και μοιραία γιατί κι οι δυο καρδιές φλογίστηκαν μονομιάς, την ίδια στιγμή, αν και προηγούμενα την ξέρανε κι οι δυο αυτή τη γυναίκα και τη συναντούσανε, —και φλογίστηκαν αυτές οι καρδιές με το πιο ασυγκράτητο, το πιο καραμαζοβικό πάθος. Εδώ έχουμε την ομολογία της ίδιας: “Εγώ, λέει αυτή, κορόιδευα και τον έναν και τον άλλον”. Ναι, της ήρθε ξάφνου το κέφι να κοροϊδέψει και τον έναν και τον άλλον. Προηγούμενα δεν το 'θελε μα εδώ της πέρασε ξάφνου αυτή η σκέψη απ' το κεφάλι —και τ' αποτέλεσμα ήταν να πέσουν και οι δυο τους νικημένοι μπροστά της. Ο γέρος, που προσκυνούσε το χρήμα σαν Θεό, αμέσως ετοίμασε τρεις χιλιάδες ρούβλια μόνο και μόνο για να την καταφέρει να πάει σπίτι του και γρήγορα έφτασε στο σημείο να θεωρεί ευτυχισμένο τον εαυτό του αν μπορούσε να κατέθετε στα πόδια της τ' όνομά του και την περιουσία του φτάνει να συμφωνούσε κείνη να γίνει νόμιμη σύζυγός του. Γι' αυτό έχουμε μαρτυρίες θετικές. Όσο για τον κατηγορούμενο, η τραγωδία του είναι προφανής, βρίσκεται ενώπιόν μας. Μα τέτοιο ήταν το “παιχνίδι” της νέας γυναίκας. Στο δυστυχισμένο νέο η ξελογιάστρα δεν έδινε ούτε καν ελπίδες, γιατί η ελπίδα, η πραγματική ελπίδα, του δόθηκε μονάχα την τελευταία στιγμή, όταν αυτός, γονατιστός μπροστά στη βασανίστριά του, της έτεινε τα βουτηγμένα στο αίμα του πατέρα κι αντεραστή του χέρια: Σ' αυτήν ακριβώς τη στάση συνελήφθη. “Να με στείλετε μαζί του στο κάτεργο, εγώ τον έφερα ως εκεί, εγώ είμαι ένοχη περισσότερο απ' όλους!” αναφωνούσε αυτή η γυναίκα μονάχη της, σε ειλικρινή πια μεταμέλεια, τη στιγμή της σύλληψής του. Ο ταλαντούχος νέος που ανέλαβε να περιγράψει την παρούσα υπόθεση, —ο ίδιος κείνος κύριος Ρακίτιν που γι' αυτόν έκανα πριν από λίγο λόγο— σε μερικές πυκνές και χαρακτηριστικές φράσεις καθορίζει τον χαρακτήρα αυτής της ηρωίδας: “Πρώιμη απογοήτευση, πρώιμο ξεγέλασμα και πτώση, η απιστία του ξελογιαστή αρραβωνιαστικού που την παράτησε, ύστερα η φτώχεια, η κατάρα της τίμιας οικογένειας και τέλος η κηδεμονία ενός πλούσιου γέρου, που εδώ που τα λέμε τον θεωρεί και τώρα ακόμα ευεργέτη της. Στη νεαρή καρδιά που περιέκλεινε ίσως πολλά καλά στοιχεία, φώλιασε η οργή από πολύ νωρίς. Δημιουργήθηκε ένας χαρακτήρας υπολογιστικός και άπληστος στο χρήμα. Δημιουργήθηκε χλευασμός και μνησικακία για την κοινωνία”. Ύστερ' απ' αυτόν το χαρακτηρισμό είναι κατανοητό πως μπορούσε να κοροϊδεύει και τον ένα και τον άλλον μονάχα για να παίξει, —για ένα μοχθηρό παιχνίδι. Και να που σ' αυτόν τον μήνα απελπισμένου έρωτα, ηθικής κατάπτωσης, απιστίας στην αρραβωνιαστικιά του, οικειοποίησης ξένων χρημάτων, που τα εμπιστεύτηκαν στην τιμιότητά του, —ο κατηγορούμενος φτάνει σχεδόν στην παραφορά, στη λύσσα απ' την αδιάκοπη ζήλεια, και για ποιον; Για τον ίδιο τον πατέρα του! Και το κυριότερο, ο άφρων γέρος προσπαθεί να δελεάσει και να τραβήξει κοντά του το αντικείμενο του πάθους του —με τις ίδιες εκείνες τρεις χιλιάδες που ο γιος του τις θεωρεί κληρονομιά της μητέρας του, που γι' αυτές βρίζει τον πατέρα του. Ναι, είμαι σύμφωνος, αυτό ήταν δύσκολο να το υπομείνει! Εδώ μπορούσε να εμφανιστεί και μανία ακόμα. Δεν ήταν τα χρήματα το σπουδαίο, μα το πως μ' αυτά τα ίδια χρήματα, με τέτοιον αποκρουστικό κυνισμό, συνέτριβαν την ευτυχία του!»

Ύστερα ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς πέρασε στο πώς σιγά- σιγά γεννιότανε στον κατηγορούμενο η σκέψη της πατροκτονίας και την εξέτασε απ' τα γεγονότα.

«Στην αρχή φωνάζαμε μονάχα στις ταβέρνες —όλον αυτό το μήνα φωνάζαμε. Ω, εμείς αγαπάμε να ζούμε μες στον κόσμο και να τ' ανακοινώνουμε αμέσως όλα στους ανθρώπους. Ακόμα και τις πιο καταχθόνιες κι επικίνδυνες σκέψεις μας, μας αρέσει να τις μοιραζόμαστε με τους άλλους και, είναι άγνωστο γιατί, αμέσως, εκεί, απαιτούμε να μας απαντούν αυτοί οι άνθρωποι με πλήρη συμπάθεια, να μπαίνουν σ' όλες τις φροντίδες μας και τις ανησυχίες, να μας λένε πάντα ναι και να μη φέρνουν εμπόδιο στις όποιες παρορμήσεις μας. Αλλιώς θα εξαγριωθούμε και θα τα κάνουμε γυαλιά καρφιά στην ταβέρνα. (Ακολουθούσε το ανέκδοτο για τον λοχαγό Σνεγκιριόβ). Όσοι είδαν κι άκουσαν τον κατηγορούμενο αυτόν το μήνα αισθάνθηκαν τέλος πως εδώ μπορεί να μην είναι μονάχα φωνές και φοβέρες στον πατέρα μα πως σε μια τέτοια παραφορά οι απειλές θα περάσουν και στα έργα. (Εδώ ο εισαγγελέας περιέγραψε την οικογενειακή συνάντηση στο μοναστήρι, τις κουβέντες με τον Αλιόσα και την αποκρουστική σκηνή της χειροδικίας στο σπίτι του πατέρα, όταν ο κατηγορούμενος όρμησε μέσα μετά το γεύμα). Δεν έχω σκοπό να βεβαιώσω με πείσμα, —εξακολούθησε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς— πως ως εκείνη τη σκηνή ο κατηγορούμενος είχε αποφασίσει πια ύστερ' από σκέψη και προμελετημένα να ξεμπερδεύει με τον πατέρα του σκοτώνοντάς τον. Ωστόσο η ιδέα αυτή του είχε έρθει στο μυαλό αρκετές φορές πια, και αυτός τη σκεφτόταν —γι' αυτό έχουμε γεγονότα, μάρτυρες και την ίδια του την ομολογία. Παραδέχομαι, κύριοι ένορκοι, —πρόσθεσε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς,— πως ως τα σήμερα ακόμη αμφέβαλλα αν έπρεπε να καταλογίσω στον κατηγορούμενο μια πλήρη και συνειδητή προμελέτη του εγκλήματος που τον πολιορκούσε. Ήμουν σταθερά πεπεισμένος πως η ψυχή του πολλές φορές πια διέβλεπε τη μοιραία στιγμή, μα μονάχα τη διέβλεπε, τη φανταζόταν μονάχα σαν ένα ενδεχόμενο, μα ακόμα δεν καθόριζε ούτε τα χρονικά όρια εκτέλεσης ούτε τις συνθήκες. Μα αμφέβαλλα ως τα σήμερα μονάχα ώσπου είδα αυτό το μοιραίο ντοκουμέντο που παρουσίασε σήμερα στο δικαστήριο η κυρία Βερχόβτσεβα. Ακούσατε κι οι ίδιοι, κύριοι, τις αναφωνήσεις της: “Είναι το σχέδιο, είναι το πρόγραμμα του φόνου!” Να πώς καθόρισε αυτή το δυστυχισμένο “μεθυσμένο” γράμμα του δυστυχισμένου κατηγορουμένου. Και πραγματικά αυτό το γράμμα έχει όλη τη σημασία του προγράμματος και της προμελέτης. Είναι γραμμένο δυο εικοστετράωρα πριν το έγκλημα, —κι έτσι ξέρουμε πια σταθερά πως δυο εικοστετράωρα πριν απ' την πραγματοποίηση του τρομερού του σχεδίου, ο κατηγορούμενος ανακοίνωσε με όρκο πως αν δεν βρει αύριο τα λεφτά, τότε θα σκοτώσει τον πατέρα με σκοπό να του πάρει τα λεφτά κάτω απ' το μαξιλάρι “που είναι στο φάκελο με την κόκκινη κορδέλα, αρκεί να 'χει φύγει ο Ιβάν”. Ακούτε; “Αρκεί να 'χει φύγει ο Ιβάν”, —θα πει λοιπόν πως εδώ όλα είναι προσχεδιασμένα, οι συνθήκες έχουν ζυγιστεί — και τι; Όλα ύστερα εκτελέστηκαν σύμφωνα με τα γραμμένα! Η προμελέτη και η σκέψη είναι αναμφισβήτητες, το έγκλημα επρόκειτο να γίνει με σκοπό τη ληστεία, αυτό έχει διακηρυχθεί καθαρά, έχει γραφεί και υπογραφεί. Ο κατηγορούμενος δεν αρνιέται την υπογραφή του. Θα μου πούνε: Αυτά τα 'γραψε ένας μεθυσμένος. Μα αυτό δε μειώνει τίποτα· όντας μεθυσμένος έγραψε κείνο που σκέφτηκε νηφάλιος. Αν δεν το είχε σκεφτεί νηφάλιος δε θα το 'γραφε μεθυσμένος. Ίσως να μου πουν: για ποιο λόγο λοιπόν το φώναζε στις ταβέρνες; Όποιος αποφασίζει μια τέτοια δουλειά προμελετημένη αυτός σωπαίνει και το κρατάει μυστικό. Αυτό είν' αλήθεια, μα αυτός φώναζε τότε όταν δεν υπήρχαν ακόμα σχέδια και προμελέτες, μα μονάχα μια επιθυμία, όταν ωρίμαζε μια ροπή. Ύστερα πια φωνάζει λιγότερο γι' αυτό. Κείνο το βράδυ, όταν γράφτηκε αυτό το γράμμα, αφού ήπιε στην Πρωτεύουσα, αυτός, παρά τις συνήθειές του, ήταν σιωπηλός, δεν έπαιζε μπιλιάρδο, καθόταν στην άκρη, δε μίλαγε με κανέναν κι έδιωξε μονάχα απ' τη θέση του έναν εμποροϋπάλληλο, μα αυτό πια σχεδόν ασυναίσθητα, από συνήθεια για καυγά, που μια και μπήκε στην ταβέρνα δεν μπορούσε ν' αποφύγει. Κι αλήθεια, μαζί με την τελειωτική απόφαση ο κατηγορούμενος θα 'πρεπε να σκεφτεί τον κίνδυνο πως είχε φωνάξει πάρα πολύ στην πολιτεία προηγούμενα και πως αυτό μπορούσε να τον επιβαρύνει σημαντικά και να τον προδώσει όταν θα εκτελέσει αυτό που 'χε σκεφτεί. Όμως τι να γίνει; Ό,τι έγινε, έγινε, δεν ξεγίνεται πια και στο κάτω-κάτω τη γλιτώσαμε ως τα τώρα, θα τη γλιτώσουμε και πάλι. Ελπίζαμε στο άστρο μας, κύριοι! Πρέπει ακόμα να παραδεχτώ πως έκανε πολλά για ν' αποφύγει τη μοιραία στιγμή, πως κατέβαλε πάρα πολλές προσπάθειες για ν' αποφύγει την αιματηρή έκβαση. 'Αύριο θα ζητήσω λεφτά απ' όλους τους ανθρώπους”, όπως γράφει με την ιδιόρρυθμη γλώσσα του, “κι αν δε μου δώσουν τότε θα χυθεί αίμα”. Και πάλι μεθυσμένος το 'γραψε και πάλι όμως με νηφαλιότητα το εξετέλεσε όπως το 'γραψε!»

Εδώ ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς άρχισε να περιγράφει λεπτομερειακά όλες τις προσπάθειες που κατέβαλε ο Μίτια να βρει τα λεφτά για ν' αποφύγει το έγκλημα. Περιέγραψε το πώς πήγε στο Σαμσόνοβ, το ταξίδι του στο Λιαγκάβη —όλα ντοκουμενταρισμένα. «Βασανισμένος, χλευασμένος, πεινασμένος, έχοντας πουλήσει το ρολόι του γι' αυτό το ταξίδι (έχοντας όμως πάνω του χίλια πεντακόσια ρούβλια —και μακάρι, μακάρι να τα 'χε!) τυραννισμένος απ' τη ζήλεια για το αντικείμενο της αγάπης του που είχε αφήσει στην πολιτεία, υποπτευόμενος πως αυτή χωρίς αυτόν θα πάει στο Φιόντορ Παύλοβιτς, επιστρέφει επιτέλους στην πολιτεία. Δόξα τω Θεώ! Αυτή δεν ήταν στου Φιόντορ Παύλοβιτς. Αυτός ο ίδιος τη συνοδεύει στον προστάτη της, τον Σαμσόνοβ. (Παράξενο, το Σαμσόνοβ εμείς δεν τον ζηλεύουμε, κι αυτή είναι μια εξαιρετικά χαρακτηριστική ψυχολογική ιδιομορφία σ' αυτή την υπόθεση!) Ύστερα βιάζεται να πάει στη σκοπιά του, “στα περιβόλια” και κει, και κει μαθαίνει πως ο Σμερντιακόβ έχει κρίση επιληψίας, πως ο άλλος υπηρέτης είναι άρρωστος —ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα “συνθήματα" στα χέρια του— τι πειρασμός! Παρ' όλα αυτά αυτός ανθίσταται. Πηγαίνει στη σεβαστή κυρία Χοχλάκοβα που ζει προσωρινά στην πολιτεία μας. Από καιρό πια τον συμπονούσε αυτή η κυρία και του προτείνει την πιο λογική συμβουλή. Να παρατήσει όλ' αυτά τα γλέντια, αυτή την επαίσχυντη αγάπη, αυτά τα ξημεροβραδιάσματα στις ταβέρνες, την άκαρπη σπατάλη των νεανικών του δυνάμεων και να πάει στη Σιβηρία, στα χρυσωρυχεία: “αυτή είναι διέξοδος για τις κοχλάζουσες δυνάμεις σας, για το ρομαντικό χαρακτήρα σας που διψάει για περιπέτειες"». Αφού περιέγραψε τ' αποτέλεσμα της συνομιλίας και κείνη τη στιγμή, όταν ξάφνου ο κατηγορούμενος έμαθε πως η Γκρούσενκα δεν ήταν καθόλου στου Σαμσόνοβ, αφού περιέγραψε τη στιγμιαία παραφορά του δυστυχισμένου με τα ξεχαρβαλωμένα απ' τη ζήλεια νεύρα του στη σκέψη πως αυτή τον ξεγέλασε και τώρα είναι σ' αυτόν, το Φιόντορ Παύλοβιτς, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς συμπέρανε τονίζοντας τη μοιραία σημασία της σύμπτωσης: «Αν η υπηρέτρια πρόφταινε να του πει πως η αγαπημένη του ήταν στο Μόκρογιε με τον “προηγούμενο" και “αναμφισβήτητο” —τίποτα δε θα γινότανε. Μα αυτή τα 'χασε απ' το φόβο της, άρχιζε να σταυροκοπιέται και να ορκίζεται- κι αν ο κατηγορούμενος δεν την σκότωσε επί τόπου, αυτό έγινε μόνο και μόνο γιατί έτρεξε να βρει την άπιστη. Μα σημειώστε τούτο: Όσο και να 'ταν εκτός εαυτού, άρπαξε μολαταύτα το μπακιρένιο γουδοχέρι. Γιατί το γουδοχέρι; Γιατί όχι κανένα άλλο όπλο; Μα αν εμείς έναν ολόκληρο μήνα είχαμε μπροστά μας αυτή την εικόνα και προετοιμαζόμασταν γι' αυτό, τότε μόλις είδαμε κάτι που μοιάζει με όπλο, το αρπάζουμε και μεις σαν όπλο. Όσο για το ότι ένα τέτοιο αντικείμενο μπορεί να χρησιμέψει σαν όπλο, αυτό το σκεφτόμαστε εδώ κι ένα μήνα. Γι' αυτό κι έτσι στιγμιαία κι αδίσταχτα το αναγνωρίσαμε σαν όπλο. Και γι' αυτό δεν είναι ασυναίσθητα, δεν είναι αθέλητα που άρπαξε αυτός αυτό το μοιραίο γουδοχέρι. Και να τον στον κήπο του πατέρα του, ο δρόμος είναι ανοιχτός, μάρτυρες δεν υπάρχουν, βαθιά μεσάνυχτα, σκοτάδι και ζήλεια. Η υποψία πως εκείνη είναι δω, μαζί με κείνον, με τον αντίζηλό του, στην αγκαλιά του, κι ίσως τον κοροϊδεύει αυτή τη στιγμή —του κόβει την ανάσα. Μα κι όχι η υποψία μονάχα —τι υποψίες τώρα, η απιστία είναι φανερή, οφθαλμοφανής: εκείνη είναι δω, να, σ' αυτό το δωμάτιο με το φωτισμένο παράθυρο, είναι κει πίσω απ' το παραβάν— και να ο δυστυχισμένος προχωρεί στη νύχτα προς το παράθυρο, ρίχνει μια ματιά μέσα με σεβασμό, υποτάσσεται ενάρετα στη μοίρα του και σωφρονέστατα απομακρύνεται για να μη συμβεί τίποτα το επικίνδυνο και το ανήθικο— και θέλουν να μας πείσουν πως έτσι έγινε, εμάς που ξέρουμε το χαρακτήρα του κατηγορουμένου, που καταλαβαίνουμε σε ποια ψυχική κατάσταση βρισκότανε, μια κατάσταση που την ξέρουμε απ' τα γεγονότα, και, το κυριότερο, αφού γνώριζε τα συνθήματα που μ' αυτά αμέσως θα μπορούσε ν' ανοίξει το σπίτι και να μπει!»

Εδώ εξ αφορμής των «συνθημάτων» ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς άφησε για λίγο την κατηγορία του και βρήκε απαραίτητο να πει περισσότερα για το Σμερντιακόβ με σκοπό να εξαντλήσει μια για πάντα αυτό το σημείο σχετικά με το Σμερντιακόβ σα δράστη του εγκλήματος και να βάλει τελεία και παύλα σ' αυτή την υπόθεση. Μίλησε πολύ διεξοδικά κι όλοι καταλάβανε πως παρ' όλη την περιφρόνηση που έδειξε γι' αυτή την υπόθεση, τη θεωρούσε μολαταύτα εξαιρετικά σπουδαία.


12. VII. Ιστορική επισκόπηση

Η ιατρική πραγματογνωμοσύνη προσπάθησε να μας αποδείξει πως ο κατηγορούμενος δεν είναι στα καλά του και πως είναι μανιακός. Εγώ όμως βεβαιώνω πως έχει τα μυαλά του και πως αυτό ίσα-ίσα είναι το χειρότερο: Αν δεν είχε τα μυαλά που έχει, θα 'ταν ίσως πιο πολύ μυαλωμένος. Όσο για το ότι είναι μανιακός, μ' αυτό θα συμφωνούσα κιόλας μα μονάχα σ' ένα σημείο —στο ίδιο εκείνο που κι η πραγματογνωμοσύνη υπέδειξε, δηλαδή στην άποψή του για τις τρεις χιλιάδες που τάχα του όφειλε ο πατέρας του. Παρ' όλα αυτά ίσως μπορεί να βρει κανείς καταλληλότερη άποψη για να εξηγήσει αυτή την παντοτινή παραφορά του κατηγορουμένου γι' αυτά τα χρήματα παρά την τάση του προς την παραφροσύνη. Από μέρος μου είμαι εντελώς σύμφωνος με τη γνώμη του νεαρού γιατρού που βρίσκει πως ο κατηγορούμενος είχε και έχει πλήρεις και φυσιολογικές νοητικές ικανότητες μα ήταν μονάχα εξερεθισμένος κι εξαγριωμένος. Και να περί τίνος πρόκειται. Δεν είναι οι τρεις χιλιάδες, δεν είναι το ποσόν που προκαλούσε τη μανία του κατηγορουμένου, μα το ότι υπήρχε εδώ μια ιδιαίτερη αιτία. Η αιτία αυτή είναι η ζήλεια!»

Εδώ ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς εξέθεσε με λεπτομέρειες όλη την εικόνα του μοιραίου πάθους του κατηγορουμένου για τη Γκρούσενκα. Άρχισε απ' τη στιγμή που ο κατηγορούμενος πήγε στη “νεαρή γυναίκα” για να τη “σπάσει στο ξύλο”, —εκφράζομαι με τις ίδιες του τις λέξεις,— εξήγησε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς.

«Μα αντί να τη σπάσει στο ξύλο, έπεσε στα πόδια της —να η αρχή αυτής της αγάπης. Τον ίδιο κείνο καιρό ρίχνει τα βλέμματά του στην ίδια γυναίκα κι ο γέρος, ο πατέρας του κατηγορουμένου, —σύμπτωση καταπληχτική και μοιραία γιατί κι οι δυο καρδιές φλογίστηκαν μονομιάς, την ίδια στιγμή, αν και προηγούμενα την ξέρανε κι οι δυο αυτή τη γυναίκα και τη συναντούσανε, —και φλογίστηκαν αυτές οι καρδιές με το πιο ασυγκράτητο, το πιο καραμαζοβικό πάθος. Εδώ έχουμε την ομολογία της ίδιας: “Εγώ, λέει αυτή, κορόιδευα και τον έναν και τον άλλον”. Ναι, της ήρθε ξάφνου το κέφι να κοροϊδέψει και τον έναν και τον άλλον. Προηγούμενα δεν το 'θελε μα εδώ της πέρασε ξάφνου αυτή η σκέψη απ' το κεφάλι —και τ' αποτέλεσμα ήταν να πέσουν και οι δυο τους νικημένοι μπροστά της. Ο γέρος, που προσκυνούσε το χρήμα σαν Θεό, αμέσως ετοίμασε τρεις χιλιάδες ρούβλια μόνο και μόνο για να την καταφέρει να πάει σπίτι του και γρήγορα έφτασε στο σημείο να θεωρεί ευτυχισμένο τον εαυτό του αν μπορούσε να κατέθετε στα πόδια της τ' όνομά του και την περιουσία του φτάνει να συμφωνούσε κείνη να γίνει νόμιμη σύζυγός του. Γι' αυτό έχουμε μαρτυρίες θετικές. Όσο για τον κατηγορούμενο, η τραγωδία του είναι προφανής, βρίσκεται ενώπιόν μας. Μα τέτοιο ήταν το “παιχνίδι” της νέας γυναίκας. Στο δυστυχισμένο νέο η ξελογιάστρα δεν έδινε ούτε καν ελπίδες, γιατί η ελπίδα, η πραγματική ελπίδα, του δόθηκε μονάχα την τελευταία στιγμή, όταν αυτός, γονατιστός μπροστά στη βασανίστριά του, της έτεινε τα βουτηγμένα στο αίμα του πατέρα κι αντεραστή του χέρια: Σ' αυτήν ακριβώς τη στάση συνελήφθη. “Να με στείλετε μαζί του στο κάτεργο, εγώ τον έφερα ως εκεί, εγώ είμαι ένοχη περισσότερο απ' όλους!” αναφωνούσε αυτή η γυναίκα μονάχη της, σε ειλικρινή πια μεταμέλεια, τη στιγμή της σύλληψής του. Ο ταλαντούχος νέος που ανέλαβε να περιγράψει την παρούσα υπόθεση, —ο ίδιος κείνος κύριος Ρακίτιν που γι' αυτόν έκανα πριν από λίγο λόγο— σε μερικές πυκνές και χαρακτηριστικές φράσεις καθορίζει τον χαρακτήρα αυτής της ηρωίδας: “Πρώιμη απογοήτευση, πρώιμο ξεγέλασμα και πτώση, η απιστία του ξελογιαστή αρραβωνιαστικού που την παράτησε, ύστερα η φτώχεια, η κατάρα της τίμιας οικογένειας και τέλος η κηδεμονία ενός πλούσιου γέρου, που εδώ που τα λέμε τον θεωρεί και τώρα ακόμα ευεργέτη της. Στη νεαρή καρδιά που περιέκλεινε ίσως πολλά καλά στοιχεία, φώλιασε η οργή από πολύ νωρίς. Δημιουργήθηκε ένας χαρακτήρας υπολογιστικός και άπληστος στο χρήμα. Δημιουργήθηκε χλευασμός και μνησικακία για την κοινωνία”. Ύστερ' απ' αυτόν το χαρακτηρισμό είναι κατανοητό πως μπορούσε να κοροϊδεύει και τον ένα και τον άλλον μονάχα για να παίξει, —για ένα μοχθηρό παιχνίδι. Και να που σ' αυτόν τον μήνα απελπισμένου έρωτα, ηθικής κατάπτωσης, απιστίας στην αρραβωνιαστικιά του, οικειοποίησης ξένων χρημάτων, που τα εμπιστεύτηκαν στην τιμιότητά του, —ο κατηγορούμενος φτάνει σχεδόν στην παραφορά, στη λύσσα απ' την αδιάκοπη ζήλεια, και για ποιον; Για τον ίδιο τον πατέρα του! Και το κυριότερο, ο άφρων γέρος προσπαθεί να δελεάσει και να τραβήξει κοντά του το αντικείμενο του πάθους του —με τις ίδιες εκείνες τρεις χιλιάδες που ο γιος του τις θεωρεί κληρονομιά της μητέρας του, που γι' αυτές βρίζει τον πατέρα του. Ναι, είμαι σύμφωνος, αυτό ήταν δύσκολο να το υπομείνει! Εδώ μπορούσε να εμφανιστεί και μανία ακόμα. Δεν ήταν τα χρήματα το σπουδαίο, μα το πως μ' αυτά τα ίδια χρήματα, με τέτοιον αποκρουστικό κυνισμό, συνέτριβαν την ευτυχία του!»

Ύστερα ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς πέρασε στο πώς σιγά- σιγά γεννιότανε στον κατηγορούμενο η σκέψη της πατροκτονίας και την εξέτασε απ' τα γεγονότα.

«Στην αρχή φωνάζαμε μονάχα στις ταβέρνες —όλον αυτό το μήνα φωνάζαμε. Ω, εμείς αγαπάμε να ζούμε μες στον κόσμο και να τ' ανακοινώνουμε αμέσως όλα στους ανθρώπους. Ακόμα και τις πιο καταχθόνιες κι επικίνδυνες σκέψεις μας, μας αρέσει να τις μοιραζόμαστε με τους άλλους και, είναι άγνωστο γιατί, αμέσως, εκεί, απαιτούμε να μας απαντούν αυτοί οι άνθρωποι με πλήρη συμπάθεια, να μπαίνουν σ' όλες τις φροντίδες μας και τις ανησυχίες, να μας λένε πάντα ναι και να μη φέρνουν εμπόδιο στις όποιες παρορμήσεις μας. Αλλιώς θα εξαγριωθούμε και θα τα κάνουμε γυαλιά καρφιά στην ταβέρνα. (Ακολουθούσε το ανέκδοτο για τον λοχαγό Σνεγκιριόβ). Όσοι είδαν κι άκουσαν τον κατηγορούμενο αυτόν το μήνα αισθάνθηκαν τέλος πως εδώ μπορεί να μην είναι μονάχα φωνές και φοβέρες στον πατέρα μα πως σε μια τέτοια παραφορά οι απειλές θα περάσουν και στα έργα. (Εδώ ο εισαγγελέας περιέγραψε την οικογενειακή συνάντηση στο μοναστήρι, τις κουβέντες με τον Αλιόσα και την αποκρουστική σκηνή της χειροδικίας στο σπίτι του πατέρα, όταν ο κατηγορούμενος όρμησε μέσα μετά το γεύμα). Δεν έχω σκοπό να βεβαιώσω με πείσμα, —εξακολούθησε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς— πως ως εκείνη τη σκηνή ο κατηγορούμενος είχε αποφασίσει πια ύστερ' από σκέψη και προμελετημένα να ξεμπερδεύει με τον πατέρα του σκοτώνοντάς τον. Ωστόσο η ιδέα αυτή του είχε έρθει στο μυαλό αρκετές φορές πια, και αυτός τη σκεφτόταν —γι' αυτό έχουμε γεγονότα, μάρτυρες και την ίδια του την ομολογία. Παραδέχομαι, κύριοι ένορκοι, —πρόσθεσε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς,— πως ως τα σήμερα ακόμη αμφέβαλλα αν έπρεπε να καταλογίσω στον κατηγορούμενο μια πλήρη και συνειδητή προμελέτη του εγκλήματος που τον πολιορκούσε. Ήμουν σταθερά πεπεισμένος πως η ψυχή του πολλές φορές πια διέβλεπε τη μοιραία στιγμή, μα μονάχα τη διέβλεπε, τη φανταζόταν μονάχα σαν ένα ενδεχόμενο, μα ακόμα δεν καθόριζε ούτε τα χρονικά όρια εκτέλεσης ούτε τις συνθήκες. Μα αμφέβαλλα ως τα σήμερα μονάχα ώσπου είδα αυτό το μοιραίο ντοκουμέντο που παρουσίασε σήμερα στο δικαστήριο η κυρία Βερχόβτσεβα. Ακούσατε κι οι ίδιοι, κύριοι, τις αναφωνήσεις της: “Είναι το σχέδιο, είναι το πρόγραμμα του φόνου!” Να πώς καθόρισε αυτή το δυστυχισμένο “μεθυσμένο” γράμμα του δυστυχισμένου κατηγορουμένου. Και πραγματικά αυτό το γράμμα έχει όλη τη σημασία του προγράμματος και της προμελέτης. Είναι γραμμένο δυο εικοστετράωρα πριν το έγκλημα, —κι έτσι ξέρουμε πια σταθερά πως δυο εικοστετράωρα πριν απ' την πραγματοποίηση του τρομερού του σχεδίου, ο κατηγορούμενος ανακοίνωσε με όρκο πως αν δεν βρει αύριο τα λεφτά, τότε θα σκοτώσει τον πατέρα με σκοπό να του πάρει τα λεφτά κάτω απ' το μαξιλάρι “που είναι στο φάκελο με την κόκκινη κορδέλα, αρκεί να 'χει φύγει ο Ιβάν”. Ακούτε; “Αρκεί να 'χει φύγει ο Ιβάν”, —θα πει λοιπόν πως εδώ όλα είναι προσχεδιασμένα, οι συνθήκες έχουν ζυγιστεί — και τι; Όλα ύστερα εκτελέστηκαν σύμφωνα με τα γραμμένα! Η προμελέτη και η σκέψη είναι αναμφισβήτητες, το έγκλημα επρόκειτο να γίνει με σκοπό τη ληστεία, αυτό έχει διακηρυχθεί καθαρά, έχει γραφεί και υπογραφεί. Ο κατηγορούμενος δεν αρνιέται την υπογραφή του. Θα μου πούνε: Αυτά τα 'γραψε ένας μεθυσμένος. Μα αυτό δε μειώνει τίποτα· όντας μεθυσμένος έγραψε κείνο που σκέφτηκε νηφάλιος. Αν δεν το είχε σκεφτεί νηφάλιος δε θα το 'γραφε μεθυσμένος. Ίσως να μου πουν: για ποιο λόγο λοιπόν το φώναζε στις ταβέρνες; Όποιος αποφασίζει μια τέτοια δουλειά προμελετημένη αυτός σωπαίνει και το κρατάει μυστικό. Αυτό είν' αλήθεια, μα αυτός φώναζε τότε όταν δεν υπήρχαν ακόμα σχέδια και προμελέτες, μα μονάχα μια επιθυμία, όταν ωρίμαζε μια ροπή. Ύστερα πια φωνάζει λιγότερο γι' αυτό. Κείνο το βράδυ, όταν γράφτηκε αυτό το γράμμα, αφού ήπιε στην Πρωτεύουσα, αυτός, παρά τις συνήθειές του, ήταν σιωπηλός, δεν έπαιζε μπιλιάρδο, καθόταν στην άκρη, δε μίλαγε με κανέναν κι έδιωξε μονάχα απ' τη θέση του έναν εμποροϋπάλληλο, μα αυτό πια σχεδόν ασυναίσθητα, από συνήθεια για καυγά, που μια και μπήκε στην ταβέρνα δεν μπορούσε ν' αποφύγει. Κι αλήθεια, μαζί με την τελειωτική απόφαση ο κατηγορούμενος θα 'πρεπε να σκεφτεί τον κίνδυνο πως είχε φωνάξει πάρα πολύ στην πολιτεία προηγούμενα και πως αυτό μπορούσε να τον επιβαρύνει σημαντικά και να τον προδώσει όταν θα εκτελέσει αυτό που 'χε σκεφτεί. Όμως τι να γίνει; Ό,τι έγινε, έγινε, δεν ξεγίνεται πια και στο κάτω-κάτω τη γλιτώσαμε ως τα τώρα, θα τη γλιτώσουμε και πάλι. Ελπίζαμε στο άστρο μας, κύριοι! Πρέπει ακόμα να παραδεχτώ πως έκανε πολλά για ν' αποφύγει τη μοιραία στιγμή, πως κατέβαλε πάρα πολλές προσπάθειες για ν' αποφύγει την αιματηρή έκβαση. 'Αύριο θα ζητήσω λεφτά απ' όλους τους ανθρώπους”, όπως γράφει με την ιδιόρρυθμη γλώσσα του, “κι αν δε μου δώσουν τότε θα χυθεί αίμα”. Και πάλι μεθυσμένος το 'γραψε και πάλι όμως με νηφαλιότητα το εξετέλεσε όπως το 'γραψε!»

Εδώ ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς άρχισε να περιγράφει λεπτομερειακά όλες τις προσπάθειες που κατέβαλε ο Μίτια να βρει τα λεφτά για ν' αποφύγει το έγκλημα. Περιέγραψε το πώς πήγε στο Σαμσόνοβ, το ταξίδι του στο Λιαγκάβη —όλα ντοκουμενταρισμένα. «Βασανισμένος, χλευασμένος, πεινασμένος, έχοντας πουλήσει το ρολόι του γι' αυτό το ταξίδι (έχοντας όμως πάνω του χίλια πεντακόσια ρούβλια —και μακάρι, μακάρι να τα 'χε!) τυραννισμένος απ' τη ζήλεια για το αντικείμενο της αγάπης του που είχε αφήσει στην πολιτεία, υποπτευόμενος πως αυτή χωρίς αυτόν θα πάει στο Φιόντορ Παύλοβιτς, επιστρέφει επιτέλους στην πολιτεία. Δόξα τω Θεώ! Αυτή δεν ήταν στου Φιόντορ Παύλοβιτς. Αυτός ο ίδιος τη συνοδεύει στον προστάτη της, τον Σαμσόνοβ. (Παράξενο, το Σαμσόνοβ εμείς δεν τον ζηλεύουμε, κι αυτή είναι μια εξαιρετικά χαρακτηριστική ψυχολογική ιδιομορφία σ' αυτή την υπόθεση!) Ύστερα βιάζεται να πάει στη σκοπιά του, “στα περιβόλια” και κει, και κει μαθαίνει πως ο Σμερντιακόβ έχει κρίση επιληψίας, πως ο άλλος υπηρέτης είναι άρρωστος —ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα “συνθήματα" στα χέρια του— τι πειρασμός! Παρ' όλα αυτά αυτός ανθίσταται. Πηγαίνει στη σεβαστή κυρία Χοχλάκοβα που ζει προσωρινά στην πολιτεία μας. Από καιρό πια τον συμπονούσε αυτή η κυρία και του προτείνει την πιο λογική συμβουλή. Να παρατήσει όλ' αυτά τα γλέντια, αυτή την επαίσχυντη αγάπη, αυτά τα ξημεροβραδιάσματα στις ταβέρνες, την άκαρπη σπατάλη των νεανικών του δυνάμεων και να πάει στη Σιβηρία, στα χρυσωρυχεία: “αυτή είναι διέξοδος για τις κοχλάζουσες δυνάμεις σας, για το ρομαντικό χαρακτήρα σας που διψάει για περιπέτειες"». Αφού περιέγραψε τ' αποτέλεσμα της συνομιλίας και κείνη τη στιγμή, όταν ξάφνου ο κατηγορούμενος έμαθε πως η Γκρούσενκα δεν ήταν καθόλου στου Σαμσόνοβ, αφού περιέγραψε τη στιγμιαία παραφορά του δυστυχισμένου με τα ξεχαρβαλωμένα απ' τη ζήλεια νεύρα του στη σκέψη πως αυτή τον ξεγέλασε και τώρα είναι σ' αυτόν, το Φιόντορ Παύλοβιτς, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς συμπέρανε τονίζοντας τη μοιραία σημασία της σύμπτωσης: «Αν η υπηρέτρια πρόφταινε να του πει πως η αγαπημένη του ήταν στο Μόκρογιε με τον “προηγούμενο" και “αναμφισβήτητο” —τίποτα δε θα γινότανε. Μα αυτή τα 'χασε απ' το φόβο της, άρχιζε να σταυροκοπιέται και να ορκίζεται- κι αν ο κατηγορούμενος δεν την σκότωσε επί τόπου, αυτό έγινε μόνο και μόνο γιατί έτρεξε να βρει την άπιστη. Μα σημειώστε τούτο: Όσο και να 'ταν εκτός εαυτού, άρπαξε μολαταύτα το μπακιρένιο γουδοχέρι. Γιατί το γουδοχέρι; Γιατί όχι κανένα άλλο όπλο; Μα αν εμείς έναν ολόκληρο μήνα είχαμε μπροστά μας αυτή την εικόνα και προετοιμαζόμασταν γι' αυτό, τότε μόλις είδαμε κάτι που μοιάζει με όπλο, το αρπάζουμε και μεις σαν όπλο. Όσο για το ότι ένα τέτοιο αντικείμενο μπορεί να χρησιμέψει σαν όπλο, αυτό το σκεφτόμαστε εδώ κι ένα μήνα. Γι' αυτό κι έτσι στιγμιαία κι αδίσταχτα το αναγνωρίσαμε σαν όπλο. Και γι' αυτό δεν είναι ασυναίσθητα, δεν είναι αθέλητα που άρπαξε αυτός αυτό το μοιραίο γουδοχέρι. Και να τον στον κήπο του πατέρα του, ο δρόμος είναι ανοιχτός, μάρτυρες δεν υπάρχουν, βαθιά μεσάνυχτα, σκοτάδι και ζήλεια. Η υποψία πως εκείνη είναι δω, μαζί με κείνον, με τον αντίζηλό του, στην αγκαλιά του, κι ίσως τον κοροϊδεύει αυτή τη στιγμή —του κόβει την ανάσα. Μα κι όχι η υποψία μονάχα —τι υποψίες τώρα, η απιστία είναι φανερή, οφθαλμοφανής: εκείνη είναι δω, να, σ' αυτό το δωμάτιο με το φωτισμένο παράθυρο, είναι κει πίσω απ' το παραβάν— και να ο δυστυχισμένος προχωρεί στη νύχτα προς το παράθυρο, ρίχνει μια ματιά μέσα με σεβασμό, υποτάσσεται ενάρετα στη μοίρα του και σωφρονέστατα απομακρύνεται για να μη συμβεί τίποτα το επικίνδυνο και το ανήθικο— και θέλουν να μας πείσουν πως έτσι έγινε, εμάς που ξέρουμε το χαρακτήρα του κατηγορουμένου, που καταλαβαίνουμε σε ποια ψυχική κατάσταση βρισκότανε, μια κατάσταση που την ξέρουμε απ' τα γεγονότα, και, το κυριότερο, αφού γνώριζε τα συνθήματα που μ' αυτά αμέσως θα μπορούσε ν' ανοίξει το σπίτι και να μπει!»

Εδώ εξ αφορμής των «συνθημάτων» ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς άφησε για λίγο την κατηγορία του και βρήκε απαραίτητο να πει περισσότερα για το Σμερντιακόβ με σκοπό να εξαντλήσει μια για πάντα αυτό το σημείο σχετικά με το Σμερντιακόβ σα δράστη του εγκλήματος και να βάλει τελεία και παύλα σ' αυτή την υπόθεση. Μίλησε πολύ διεξοδικά κι όλοι καταλάβανε πως παρ' όλη την περιφρόνηση που έδειξε γι' αυτή την υπόθεση, τη θεωρούσε μολαταύτα εξαιρετικά σπουδαία.