×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 12. VI. Η αγόρευση του εισαγγελέα - Χαρακτηρισμοί

12. VI. Η αγόρευση του εισαγγελέα - Χαρακτηρισμοί

Ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς άρχισε την αγόρευσή του τρέμοντας ολόκληρος από νευρική ταραχή. Το μέτωπο και οι κρόταφοί του, ήταν λουσμένοι σε κρύο κι αρρωστιάρικο ιδρώτα. Αισθανόταν διαδοχικά ρίγη και πυρετό σ' όλο του το κορμί. Έτσι τα διηγόταν ο ίδιος αργότερα. Θεωρούσε αυτή την αγόρευση για το chef d' oeuvre του, για το chef d' oeuvre όλης του της ζωής, για το κύκνειον άσμα του. Κι αλήθεια, εννιά μήνες αργότερα πέθανε από καλπάζουσα φυματίωση έτσι που πραγματικά, όπως αποδείχτηκε, είχε το δικαίωμα να συγκρίνει τον εαυτό του με κύκνο που τραγουδάει το τελευταίο του τραγούδι, αν προαισθανόταν το σύντομο τέλος του. Σ' αυτή την αγόρευση έβαλε όλη του την καρδιά κι όλο του το μυαλό, κι έδειξε αναπάντεχα πως μέσα του κρυβόταν και το αίσθημα του πολίτη και τα «καταραμένα» προβλήματα, όσα τουλάχιστον ο φτωχός μας Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς μπορούσε ν' αγκαλιάσει. Το κυριότερο, η αγόρευσή του έκανε εντύπωση κυρίως για την ειλικρίνειά της. Αυτός ειλικρινά πίστευε στην ενοχή του κατηγορουμένου. Δεν τον κατηγορούσε κατά παραγγελίαν ούτε από καθήκον και, ζητώντας «εκδίκηση», παλλόταν πραγματικά απ' την επιθυμία να «σώσει την κοινωνία». Ακόμα και οι κυρίες του ακροατηρίου, που στο κάτω-κάτω ήταν εχθρικά διατεθειμένες απέναντι στον Ιππόλυτο Κυρίλοβιτς, παραδέχτηκαν ωστόσο την εξαιρετική εντύπωση που τους έκανε η αγόρευσή του. Άρχισε με ραγισμένη κομματιαστή φωνή, μα πολύ γρήγορα η φωνή του δυνάμωσε κι αντήχησε σ' όλη την αίθουσα, και συνέχισε έτσι ως το τέλος της αγόρευσης. Μα μόλις τέλειωσε, λίγο έλειψε να λιποθυμήσει.

«Κύριοι ένορκοι», άρχισε ο κατήγορος, «η παρούσα υπόθεση έκανε πάταγο σ' όλη τη Ρωσία. Μα γιατί άραγε να μας εκπλήσσει και να μας τρομάζει τόσο; Εμάς, εμάς ειδικά, που είμαστε τόσο συνηθισμένοι σε κάτι τέτοια; Μα σ' αυτό ακριβώς έγκειται η φρίκη, πως κάτι τέτοιες ζοφερές υποθέσεις έπαψαν να μας φαίνονται φριχτές. Να γιατί πρέπει να φρίττουμε: γιατί τα συνηθίσαμε όλα, κι όχι για τη μεμονωμένη κακουργία του ενός ή του άλλου ατόμου. Πού. βρίσκονται λοιπόν οι αιτίες της αδιαφορίας μας, της χλιαρής μας στάσης σε τέτοιες υποθέσεις, σε τέτοια σημεία των καιρών που μας προλέγουν ένα μέλλον όχι ζηλευτό; Στον κυνισμό μας τάχα, στην πρόωρη εξάντληση του πνεύματος και της φαντασίας μας της τόσο νεαρής μας ακόμα κοινωνίας μα τόσο πρόωρα όμως γερασμένης; Ή, στις κλονισμένες εκ βάθρων ηθικές μας αρχές ή τέλος στο γεγονός ότι δεν έχουμε καθόλου τέτοιες ηθικές αρχές; Δεν απαντώ σ' αυτά τα ερωτήματα, όμως παρ' όλα αυτά, τα ερωτήματα αυτά είναι βασανιστικά. Κι ο κάθε πολίτης όχι μονάχα πρέπει, μα και οφείλει να βασανίζεται απ' αυτά. Ο αρχάριος και δειλός ακόμα Τύπος μας πρόσφερε ωστόσο στην κοινωνία μας μερικές υπηρεσίες γιατί ποτέ χωρίς αυτόν δε θα μαθαίναμε με κάποια πληρότητα κείνες τις φρίκες των αχαλίνωτων παθών και της ηθικής κατάπτωσης που μεταδίδει ακατάπαυστα στις σελίδες του σ' όλους, κι όχι μονάχα στους επισκέπτες των αιθουσών των νέων ορκωτών δικαστηρίων, που μας χαρίστηκαν στην παρούσα βασιλεία. Και τι διαβάζουμε λοιπόν σχεδόν καθημερινά; Ω, για τέτοια πράγματα που ωχριά μπροστά τους η σημερινή υπόθεση και φαίνεται σαν κάτι το συνηθισμένο. Μα το σπουδαιότερο απ' όλα είναι που η πλειονότητα των ρούσικων, των εθνικών μας ποινικών υποθέσεων, μαρτυρεί κάποια γενική, κάποια κοινή συμφορά, που έχει ζυμωθεί μαζί μας και που μ' αυτήν, σαν γενικό πια κακό, είναι δύσκολο να παλέψει κανείς. Να εκεί ένας λαμπρός νεαρός αξιωματικός της ανώτερης κοινωνίας που μόλις αρχίζει τη ζωή του και την καριέρα του, άτιμα και ύπουλα, χωρίς καμιά τύψη, σφάζει έναν κατώτερο υπάλληλο, κατά κάποιον τρόπο πρώην ευεργέτη του, και την υπηρέτριά του, για να υπεξαιρέσει ένα ομόλογό του και μαζί μ' αυτό και τα υπόλοιπα χρήματα του θύματος: “Θα μου χρειαστούνε για τις απολαύσεις μου στην υψηλή κοινωνία και για την καριέρα μου”. Αφού τους έσφαξε και τους δυο φεύγει βάζοντας κάτω απ' τα κεφάλια και των δυο νεκρών μαξιλάρια. Εκεί ένας νεαρός ήρωας που το στήθος του είναι γεμάτο σταυρούς ανδρείας, ληστεύει και φονεύει στη δημοσιά τη μητέρα του αρχηγού και ευεργέτη του και παρακινώντας τους φίλους του στο έγκλημα τους βεβαιώνει πως “αυτή τον αγαπάει σαν παιδί της και γι' αυτό θ' ακολουθήσει όλες τις συμβουλές του και δε θα πάρει προφυλάξεις". Αυτός βέβαια είναι τέρας, μα εγώ δεν τολμώ πια να πω πως είναι μια μεμονωμένη περίπτωση στην εποχή μας. Άλλος πάλι δε θα σφάξει μα θα σκεφτεί και θα αισθανθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, κι έτσι στην ψυχή του θα 'ναι το ίδιο άτιμος όπως και κείνος. Όταν βρίσκεται μονάχος με τη συνείδησή του, μπορεί ν' αναρωτιέται: “μα τι είναι τάχα η τιμή; Μήπως είναι πρόληψη το αίμα;” Μπορεί να φωνάξουν εναντίον μου και να πουν πως είμαι άνθρωπος νοσηρός, υστερικός, τερατώδης συκοφάντης, πως παραμιλάω, υπερβάλλω. Ας είναι, ας είναι, και, Θεέ μου, πόσο θα χαιρόμουνα πρώτος αν ήταν έτσι. Ω, μη με πιστεύετε, θεωρείστε με άρρωστο, μα ωστόσο θυμηθείτε τα λόγια μου: Και το δέκατο και το εικοστό ακόμα απ' τα λόγια μου να 'ναι αλήθεια —και τότε πάλι είναι φριχτό! Κοιτάχτε, κύριοι, κοιτάχτε πώς αυτοκτονούν οι νέοι μας: χωρίς τα παραμικρά αμλετικά ερωτήματα περί του: “Τι θα γίνει εκεί;" Χωρίς ίχνος αυτών των ερωτημάτων, λες και το πρόβλημα για το πνεύμα μας και για ό,τι μας περιμένει μετά θάνατον, από καιρό έχει εξαφανιστεί κι έχει ταφεί οριστικά γι' αυτούς. Κοιτάχτε τέλος τη διαφθορά μας, τους ακόλαστούς μας. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς, το δυστυχισμένο θύμα της παρούσης υποθέσεως, είναι μπροστά σε μερικούς απ' αυτούς αθώο παιδί. Κι όμως εμείς όλοι τον ξέραμε, “ζούσε εδώ ανάμεσά μας..." Ναι, με την ψυχολογία της ρωσικής εγκληματικότητας θα καταπιαστούν ίσως κάποτε τα πιο εξέχοντα πνεύματα, και δικά μας και ευρωπαϊκά, γιατί το θέμα το αξίζει. Μα αυτή μελέτη θα γίνει κάποτε, αργότερα, όταν θα υπάρχει καιρός κι όταν όλη η τραγική σύγχυση της παρούσας στιγμής θα 'χει αποσυρθεί στο δεύτερο πλάνο, έτσι που θα μπορεί κανείς να τη μελετήσει με μεγαλύτερη διαύγεια κι αμεροληψία απ' όσο μπορούν άνθρωποι σαν και μένα. Τώρα όμως εμείς ή φρίττουμε ή υποκρινόμαστε πως φρίττουμε, μα οι ίδιοι στην πραγματικότητα απολαμβάνουμε το θέαμα σαν εραστές δυνατών συγκινήσεων, εκκεντρικών, που αναμοχλεύουν την κυνικά οκνηρή μας απραξία ή τέλος σα μικρά παιδιά διώχνουμε με τα χέρια μας τα τρομερά οράματα και κρύβουμε το κεφάλι στο μαξιλάρι, ώσπου να περάσει το τρομερό όραμα, με το σκοπό να το ξεχάσουμε αμέσως στις χαρές και στα παιχνίδια. Μα θα πρέπει κάποτε και μεις ν' αρχίσουμε μια ζωή νηφάλια και στοχαστική, θα πρέπει και μεις να κοιτάξουμε τον εαυτό μας σαν κοινωνία, θα πρέπει και μεις κάτι τέλος πάντων να νιώσουμε απ' τα κοινωνικά μας πράγματα, ή τουλάχιστο ν' αρχίσουμε να νιώθουμε. Ένας μεγάλος συγγραφέας* (*Γκόγκολ: Νεκρές Ψυχές.) της προηγούμενης σχολής μας στο τέλος του μεγαλουργήματός του, παρομοιάζοντας τη Ρωσία με τρόικα που καλπάζει προς άγνωστο σκοπό, αναφωνεί: “Αχ, τρόικα, πουλί τρόικα, ποιος σε σοφίστηκε; " και με περήφανο ενθουσιασμό προσθέτει πως μπροστά στην τρόικα που τρέχει με ξέφρενο καλπασμό παραμερίζουν, με σεβασμό όλοι οι λαοί. Ας είναι κι έτσι, κύριοι, ας παραμερίζουν, με σεβασμό ή όχι, μα κατά την ταπεινή μου γνώμη ο μεγαλοφυής καλλιτέχνης τέλειωσε έτσι το έργο του ή σε μια κρίση παιδικά αθώας καλλιέπειας ή γιατί φοβόταν την τοτινή λογοκρισία. Γιατί αν στην τρόικά του ζέψει κανείς τους ίδιους τους ήρωές του, τους Σομπακιέβιτς, Ναζντριόβ και Τσίτσικοβ, τότε όποιον και να βάλεις αμαξά, ένας Θεός ξέρει πού θα φτάσεις με τέτοια άλογα! Κι αυτοί είναι άλογα κείνης της εποχής, που ούτε συγκρίνονται με τα δικά μας. Τα δικά μας τα ξεπερνάνε πολύ».

Εδώ η αγόρευση του Ιππόλυτου Κυρίλοβιτς διακόπηκε από χειροκροτήματα. Η λιμπεραλιστική απόδοση της εικόνας της τρόικας άρεσε πολύ. Η αλήθεια είναι πως ακούστηκαν μόλις δυο τρία χειροκροτήματα έτσι που ο πρόεδρος ούτε και το βρήκε αναγκαίο ν' απειλήσει πως θα «εκκενώσει την αίθουσα» μα κοίταξε μονάχα αυστηρά προς το μέρος εκείνων που χειροκροτούσαν. Μα ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς πήρε θάρρος: Ποτέ ως τώρα δεν τον είχαν χειροκροτήσει! Τόσα χρόνια δε θέλανε να τον ακούσουν και να που ξάφνου του παρουσιάζεται η δυνατότητα να γίνει ακουστός σ' όλη τη Ρωσία!

«Πραγματικά», συνέχισε αυτός, «τι είναι αυτή η οικογένεια Καραμάζοβ που απόχτησε ξάφνου μια τέτοια θλιβερή φήμη, σ' ολόκληρη τη Ρωσία μάλιστα; Μπορεί να υπερβάλλω πολύ, μα μου φαίνεται πως στην εικόνα αυτής της οικογένειας σαν να φανερώνονται μερικά βασικά κοινά στοιχεία της σύγχρονης μορφωμένης μας κοινωνίας —ω, όχι όλα τα στοιχεία μα κείνα που φανερώνονται σε μικροσκοπικό σχήμα “σαν τον ήλιο σε μια σταγόνα νερό", μα, όσο να 'ναι, κάτι καθρεφτίστηκε, κάτι φάνηκε. Κοιτάξτε αυτόν τον δυστυχισμένο, αχαλίνωτο κι ακόλαστο γέρο, αυτόν τον “πάτερ φαμίλια” που τέλειωσε τόσο θλιβερά τη ζωή του. Ευγενής από καταγωγή, που άρχισε το στάδιό του σα φτωχό παράσιτο που ύστερ' απ' αναπάντεχο κι απρόβλεπτο γάμο γίνεται κάτοχος ενός μικρού κεφαλαίου. Στην αρχή μικροκατεργάρης και δουλοπρεπής παλιάτσος, με κάποια εξυπνάδα ωστόσο και πριν απ' όλα τοκογλύφος. Με τα χρόνια, δηλαδή όσο μεγαλώνει το κεφάλαιό του, παίρνει θάρρος. Η ταπεινότητα κι η δουλοφροσύνη εξαφανίζονται και μένει μονάχα ο είρων και μοχθηρός κυνικός, κι ο ακόλαστος. Κάθε πνευματικότητα έχει ταφεί κι ένα μονάχα απομένει, μια υπέρμετρη δίψα ζωής. Και καταλήγει να μη βλέπει στη ζωή άλλο από αισθησιακές απολαύσεις κι αυτό διδάσκει και στα παιδιά του. Από πατρικές ηθικές υποχρεώσεις —τίποτα. Τις κοροϊδεύει, ανατρέφει τα παιδιά του στην πίσω αυλή και χαίρεται που του τα παίρνουν από μπροστά του. Τα ξεχνάει μάλιστα ολότελα. Όλες οι ηθικές αρχές του γέρου είναι: après moi le déluge. Όλα όσα είναι αντίθετα στην έννοια του πολίτη, μια πλήρης, και μάλιστα εχθρική απομόνωση απ' την κοινωνία: “Ας πάει να καεί όλος ο κόσμος, φτάνει να 'μαι γω καλά”. Και είναι καλά, είναι απόλυτα ευχαριστημένος, διψάει να ζήσει έτσι άλλα είκοσι, τριάντα χρόνια ακόμα. Ξεγελάει στους λογαριασμούς τον ίδιο του το γιο, και με τα ίδια τα λεφτά του, με την κληρονομιά της μητέρας του, που δε θέλει να του τη δώσει, πάει να πάρει απ' αυτόν, απ' το γιο του, την ερωμένη του. Όχι, δε θέλω να παραχωρήσω την υπεράσπιση του κατηγορουμένου στον διακεκριμένο εκ Πετρουπόλεως συνήγορο. Θα πω κι ο ίδιος την αλήθεια, καταλαβαίνω και γω κείνο τον όγκο της αγανάχτησης που συσσώρευσε στην καρδιά του γιου του. Μα φτάνει, φτάνει γι' αυτόν τον δυστυχισμένο γέρο, αυτός πήρε την ανταμοιβή του. Ας θυμηθούμε μονάχα πως ήταν πατέρας, ένας απ' τους σύγχρονους πατέρες. Θα προσβάλω τάχα την κοινωνία αν πω πως είναι μάλιστα ένας απ' τους πολλούς σύγχρονους πατέρες; Αλίμονο, είναι τόσοι σύγχρονοι πατέρες που δεν εκφράζονται μονάχα τόσο κυνικά, όπως αυτός, γιατί έχουν καλύτερη ανατροφή. Είναι πιο μορφωμένοι μα —κατά βάθος— έχουν την ίδια σχεδόν μ' αυτόν φιλοσοφία. Μα ας είμαι πεσιμιστής, έστω, τα 'χουμε συμφωνήσει πια πως μου το συγχωρείτε. Ας τα συμφωνήσουμε απ' τα πριν: Μη με πιστεύετε, μη με πιστεύετε, εγώ θα μιλάω, μα εσείς μη με πιστεύετε. Αφήστε με ωστόσο να εκφραστώ, θυμηθείτε ωστόσο κάτι απ' τα λόγια μου. Μα να τα παιδιά αυτού του γέρου, αυτού του πάτερ φαμίλια: ο ένας είναι μπροστά μας στο εδώλιο του κατηγορουμένου, θα επανέλθουμε σ' αυτόν. Για τους άλλους θα πω λίγα μονάχα. Απ' αυτούς ο μεγαλύτερος είναι ένας απ' τους σύγχρονους νέους, με περίφημη μόρφωση, με μυαλό αρκετά δυνατό, που όμως δεν πιστεύει πια σε τίποτα, που απέκρουσε και διέγραψε πια πάρα πολλά στη ζωή, όπως ακριβώς κι ο πατέρας του. Όλοι μας τον έχουμε ακούσει, η κοινωνία μας τον δέχτηκε φιλικά. Τις πεποιθήσεις του δεν τις έκρυβε- κάθε άλλο μάλιστα, πράγμα που μου δίνει κιόλας το θάρρος να μιλήσω γι' αυτόν κάπως απερίφραστα, όχι βέβαια σαν άτομο μα σα μέλος της οικογένειας των Καραμάζοβ. Πέθανε εδώ χτες, αυτοκτόνησε, στην άκρη της πολιτείας, ένας αρρωστιάρης ηλίθιος, που έχει μεγάλη σχέση με την παρούσα υπόθεση, πρώην υπηρέτης κι ίσως φυσικό τέκνο του Φιόντορ Παύλοβιτς, ο Σμερντιακόβ. Αυτός με υστερικά δάκρυα μου διηγόταν στην προανάκριση πως αυτός ο νεαρός Καραμάζοβ, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, του προκαλούσε φρίκη με την πνευματική του ασέλγεια: “Όλα, μου 'λεγε, επιτρέπονται ό,τι υπάρχει στον κόσμο, και τίποτα δεν πρέπει ν' απαγορεύεται από δω και πέρα —να τι με δίδασκε όλη την ώρα”. Καθώς φαίνεται, αυτός ό ηλίθιος πάνω σ' αυτήν ακριβώς την ιδέα που του διδάξανε, τρελάθηκε τελειωτικά αν και φυσικά επέδρασε στην πνευματική του διαταραχή κι η επιληψία, κι όλη αυτή η τρομερή καταστροφή που ενέσκηψε στο σπίτι τους. Μα αυτός ο ηλίθιος έκανε μια πολύ-πολύ περίεργη παρατήρηση, που θα 'κανε τιμή και σ' έναν πιο έξυπνο απ' αυτόν παρατηρητή, και να γιατί άρχισα να μιλάω γι' αυτό: “Αν υπάρχει, μου είπε, κάποιος απ' τους γιους του Φιόντορ Παύλοβιτς που του μοιάζει περισσότερο στο χαρακτήρα, αυτός είναι ο. Ιβάν Φιοντόροβιτς”. Μ' αυτή την παρατήρηση διακόπτω το χαρακτηρισμό που άρχισα μη θεωρώντας ευπρεπές να συνεχίσω. Ω, δε θέλω να βγάλω άλλα συμπεράσματα και σαν κοράκι να προφητεύω μονάχα καταστροφές στο νεαρό. Είδαμε ακόμα και σήμερα, σ' αυτή την αίθουσα, πως η άμεση δύναμη της αλήθειας ζει ακόμα στη νεαρή του καρδιά, πως ακόμα τα αισθήματα των οικογενειακών δεσμών δεν έχουν σιγήσει μέσα του απ' την ασέβεια και τον ηθικό κυνισμό που τον απόχτησε μάλλον από κληρονομικότητα παρά από πραγματική πνευματική βάσανο. Ύστερα ο άλλος γιος, —ω, αυτός είναι έφηβος ακόμα, ευσεβής και ταπεινόφρων σε αντίθεση με τη ζοφερή διαβρωτική κοσμοθεώρηση του αδερφού του, γυρεύει να προσκολληθεί, ούτως ειπείν, στις “λαϊκές ρίζες” ή σ' αυτό που εννοούν μ' αυτή τη σοφή φρασούλα μερικοί θεωρητικίζοντες κύκλοι των διανοουμένων μας. Αυτός, βλέπετε, προσκολλήθηκε στο μοναστήρι. Λίγο ακόμα και θα 'παιρνε το μοναχικό σχήμα. Σ' αυτόν, μου φαίνεται, σαν ασυνείδητα, εκφράστηκε κείνη η δειλή απελπισία που μ' αυτήν τόσοι πολλοί τώρα στη φτωχή μας κοινωνία, απ' το φόβο του κυνισμού και της διαφθοράς και λαθεμένα αποδίδοντας όλο το κακό στην επίδραση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ρίχνονται, όπως λένε οι ίδιοι, προς το “γενέθλιο χώμα”, σαν να πούμε στη μητρική αγκάλη της πατρίδας, σαν παιδιά τρομαγμένα απ' τα οράματα, και στα στερεμένα στήθια της αδυνατισμένης μητέρας διψάνε να τους πάρει τουλάχιστο ήσυχα ο ύπνος και μάλιστα να κοιμηθούν εκεί σ' όλη τους τη ζωή, αρκεί να μη βλέπουν τις φρίκες που τους τρομάζουν. Από μέρος μου εύχομαι στον καλό και προικισμένο έφηβο κάθε αγαθό, εύχομαι η εφηβική του έφεση προς τις λαϊκές ρίζες να μη μεταβληθεί στο τέλος, όπως τόσο συχνά συμβαίνει, από ηθικής πλευράς, σ' ένα ζοφερό μυστικισμό κι από πολιτικής σε κοντόφθαλμο σοβινισμό —δυο πράγματα που ίσως ν' απειλούν το έθνος με μεγαλύτερο κακό απ' όσο η πρόωρη αποσύνθεση που προέρχεται απ' τον κακώς εννοημένο και αβασάνιστα αποχτημένο ευρωπαϊκό πολιτισμό, που απ' αυτόν υποφέρει ο μεγαλύτερος αδερφός του».

Για το σοβινισμό και το μυστικισμό ακούστηκαν πάλι δυο τρία χειροκροτήματα. Και φυσικά ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς συνεπάρθηκε αν κι όλ' αυτά λίγη σχέση είχανε με την παρούσα υπόθεση κι επιπλέον δεν ήταν κι αρκετά σαφή, μα θέλησε πολύ αυτός ο άρρωστος και χολωμένος άνθρωπος να εκφραστεί, έστω και μια φορά στη ζωή του. Λέγανε αργότερα στην πολιτεία μας πως στο χαρακτηρισμό του Ιβάν Φιοντόροβιτς καθοδηγείτο από αισθήματα κάθε άλλο παρά ντελικάτα, γιατί εκείνος τον είχε αποστομώσει μια δυο φορές σε συζητήσεις δημόσια, κι ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς το θυμόταν αυτό και τώρα, θέλησε να εκδικηθεί. Μα δεν ξέρω αν μπορούσε κανείς να βγάλει ένα τέτοιο συμπέρασμα. Όπως και να 'ναι, όλ' αυτά ήταν μονάχα εισαγωγή, ύστερα η αγόρευση συνεχίστηκε πιο ομαλά και πιο κοντά στο θέμα.

«Μα να κι ο τρίτος γιος της της σύγχρονης οικογένειας, —συνέχισε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς,— βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ενώπιόν μας. Και ενώπιόν σας έχετε και τα κατορθώματά του, τη ζωή και τα έργα του: Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κι όλα βγήκαν στο φως κι όλα αποκαλύφθηκαν. Σ' αντίθεση με τον “ευρωπαϊσμό" και τις “λαϊκές ρίζες" των αδερφών του, αυτός σαν να εκπροσωπεί τη στοιχειακή Ρωσία όπως είναι —ω, όχι ακριβώς, όχι όλη, ο Θεός να μας φυλάει αν ήταν έτσι! Κι όμως εδώ είναι η Ρωσιούλα μας, μυρίζει, ακούγεται η μητερούλα. Ω, εμείς είμαστε στοιχειακοί, είμαστε το καλό και το κακό σ' ένα καταπληχτικό ανακάτωμα, είμαστε εραστές του πολιτισμού και του Σίλερ και την ίδια ώρα καυγαδίζουμε στις ταβέρνες και ξεριζώνουμε τα γένεια των μπεκρήδων της παρέας μας. Ω, και μεις είμαστε στιγμές-στιγμές καλοί και υπέροχοι, μα μονάχα τότε, όταν νιώθουμε κι οι ίδιοι καλά κι υπέροχα. Απεναντίας συνταραζόμαστε, κυριολεκτικά συνταραζόμαστε απ' τα ευγενέστερα ιδανικά μα με τη συμφωνία να πραγματοποιούνται από μόνα τους, να μας πέφτουν στο τραπέζι απ' τον ουρανό και, το κυριότερο, αυτό να γίνεται δωρεάν., δωρεάν, έτσι που να μην πληρώσουμε τίποτα. Να πληρώνουμε δε μας αρέσει καθόλου, μα να παίρνουμε, αυτό μας καλαρέσει, και σε όλα. Ω, δώστε, δώστε μας όλα τ' αγαθά της ζωής· (ακριβώς όλα, δε συμβιβαζόμαστε με λιγότερα) και ιδιαίτερα μη βάζετε εμπόδια στις παρορμήσεις μας και τότε θ' αποδείξουμε πως μπορούμε να 'μαστε καλοί και υπέροχοι. Δεν είμαστε άπληστοι, όχι, μα ωστόσο δώστε μας λεφτά, περισσότερα, όσο γίνεται περισσότερα, όσο γίνεται πιο πολλά λεφτά και θα δείτε πόσο μεγαλόψυχα, με πόση περιφρόνηση στο αξιοκαταφρόνητο μέταλλο θα τα σκορπίσουμε όλα σε μια νύχτα σε ακράτητο γλέντι. Αν όμως δε μας δώσουν λεφτά, τότε θα δείξουμε πως ξέρουμε να τα βρίσκουμε όταν το θελήσουμε. Μα γι' αυτό αργότερα, θα τα παρακολουθήσουμε με τη σειρά. Πρώτα απ' όλα είναι μπροστά μας ένα φτωχό παραπεταμένο αγοράκι “στην πίσω αυλή, χωρίς παπουτσάκια”, όπως εκφράστηκε πριν από λίγο ο ευυπόληπτος και σεβαστός, μα, αλίμονο, ξένης καταγωγής συμπολίτης! Το ξαναλέω άλλη μια φορά —σε κανέναν δε θα παραχωρήσω την υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Εγώ είμαι ο κατήγορος, εγώ κι ο συνήγορος. Ναι, και μεις άνθρωποι είμαστε, και μεις μπορούμε να σταθμίσουμε πώς μπορούν να επιδράσουν στο χαρακτήρα οι πρώτες εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας και της πατρικής εστίας. Μα να, το αγόρι είναι έφηβος πια, είναι νέος, αξιωματικός. Για αταξίες και για πρόκληση σε μονομαχία τον εξορίζουν σε μια παραμεθόριο πολιτεία της ευλογημένης Ρωσίας μας. Εκεί υπηρετεί, εκεί και γλεντάει και, φυσικά, μεγάλο καράβι, μεγάλες φουρτούνες. Χρειαζόμαστε μέσα, μέσα πριν απ' όλα, και να, ύστερα από παρατεταμένους καυγάδες., συμφωνεί να πάρει απ' τον πατέρα του τις τελευταίες έξι χιλιάδες ρούβλια και κείνος του τα στέλνει. Προσέξτε, έδωσε απόδειξη, και υπάρχει ένα γράμμα του όπου λέει πως μ' αυτές τις έξι χιλιάδες παραιτείται σχεδόν από κάθε άλλη του αξίωση στην κληρονομιά. Εδώ γίνεται η συνάντησή του με μια νέα ευγενικού χαρακτήρα και μεγάλης πνευματικής καλλιέργειας. Ω, δεν τολμώ να επαναλάβω τις λεπτομέρειες, μόλις τις ακούσατε: Εδώ η τιμή, η αυτοθυσία- και γω σωπαίνω. Η εικόνα του νέου, του ελαφρόμυαλου και ακόλαστου που υποκλίθηκε ωστόσο μπροστά στην πραγματική ευγένεια, μπροστά στην υψηλότερη ιδέα, φάνηκε μπροστά μας εξαιρετικά συμπαθητική. Αλλ' αμέσως ύστερα απ' αυτά, στην ίδια αυτή αίθουσα, είδαμε εντελώς αναπάντεχα και την άλλη όψη του νομίσματος. Και πάλι δεν τολμώ να κάνω υποθέσεις και θ' αποφύγω ν' αναλύσω γιατί έγινε έτσι. Μα ωστόσο υπήρχαν αιτίες γι' αυτή τη μεταβολή. Αυτή η ίδια γυναίκα, χύνοντας δάκρυα αγανάχτησης που τόσον καιρό την έκρυβε, μας ανακοινώνει πως αυτός ο ίδιος, ο ίδιος πρώτος την περιφρονούσε για την απρόσεχτη, ασυγκράτητη ίσως παρόρμησή της, μα που ήταν ωστόσο ευγενική και μεγαλόψυχη. Σ' αυτόν δε, στον αρραβωνιαστικό αυτής της κοπέλας, σ' αυτόν πρώτον φάνηκε κείνο το χλευαστικό χαμόγελο που αυτή μονάχα απ' αυτόν δεν μπορούσε να το υποφέρει. Ξέροντας πως την έχει κιόλας απατήσει (την απάτησε με την πεποίθηση πως αυτή από δω και μπρος έπρεπε όλα να τα υποφέρει, ακόμα και την απιστία του), ξέροντας το αυτό, αυτή επίτηδες του προτείνει τρεις χιλιάδες ρούβλια και φανερά, πολύ φανερά, του δίνει να καταλάβει πως του προτείνει τα λεφτά για ν' απατήσει αυτή την ίδια: “Τι θα γίνει; Θα τα πάρεις ή όχι; Θα 'σαι τόσο κυνικός;" του λέει αυτή σιωπηλά με το αυστηρό και ερευνητικό της βλέμμα. Αυτός την κοιτάει, καταλαβαίνει εντελώς τις σκέψεις της (μονάχος του τ' ομολόγησε εδώ μπροστά μας πως όλα τα κατάλαβε) κι όμως οικειοποιείται αυτές τις τρεις χιλιάδες και τις σπαταλάει σε δυο μέρες με την καινούργια του αγαπημένη! Σε τι να πιστέψουμε λοιπόν; Στην πρώτη άραγε εκδοχή —στην παρόρμηση της μεγαλοψυχίας που τον κάνει να δώσει τα τελευταία του χρήματα και να υποκλιθεί μπροστά στην αρετή ή στην άλλη όψη του νομίσματος, την τόσο αποκρουστική; Συνήθως στη ζωή συμβαίνει έτσι που, ανάμεσα σε δυο αντιθέσεις, την αλήθεια, πρέπει να τη ζητάει κανείς στη μέση. Στην προκειμένη όμως περίπτωση δε συμβαίνει αυτό. Το πιθανότερο στην πρώτη περίπτωση να ήταν ειλικρινά ευγενής και στη δεύτερη το ίδιο ειλικρινά χαμερπής. Γιατί; Μα γιατί ίσα-ίσα είμαστε φύσεις πλατιές, καραμαζοβικές —σ' αυτό δα θέλω να καταλήξω— ικανές να συμπεριέχουμε τις κάθε είδους αντιθέσεις και ν' αντικρίζουμε ταυτόχρονα και τις δυο αβύσσους, την άβυσσο από πάνω μας, την άβυσσο των ανωτέρων ιδανικών, και την άβυσσο κάτω από μας, την άβυσσο της πιο χαμηλής και βρομερής πτώσης. Θυμηθείτε τη λαμπρή σκέψη που εξέφρασε πριν από λίγο ο νεαρός παρατηρητής που παρακολούθησε από κοντά όλη την οικογένεια Καραμάζοβ, ο κύριος Ρακίτιν. “Η συναίσθηση του βάθους της κατάπτωσης είναι το ίδιο απαραίτητη γι' αυτές τις αχαλίνωτες, ασυγκράτητες φύσεις όπως και η συναίσθηση της ανώτερης ευγένειας” —κι αυτό είν' αλήθεια: ακριβώς αυτό το αφύσικο μίγμα τούς χρειάζεται συνεχώς κι ακατάπαυστα: Δυο άβυσσοι, δυο άβυσσοι, κύριοι, την ίδια στιγμή· χωρίς αυτό είμαστε δυστυχείς κι ανικανοποίητοι, η ύπαρξή μας δεν είναι πλήρης. Έχουμε πλατιά ψυχή εμείς, πολύ πλατιά, σαν όλη τη μητερούλα μας, τη Ρωσία, εμείς όλα θα τα χωρέσουμε και μ' όλα θα συμβιβαστούμε. Επί τη ευκαιρία, κύριοι ένορκοι, μια κι αναφέραμε τώρα αυτές τις τρεις χιλιάδες, θα επιτρέψω στον εαυτό μου να προτρέξω κάπως. Φανταστείτε μονάχα πως αυτός, αυτός ο χαρακτήρας, παίρνοντας τότε κείνα τα λεφτά, και μάλιστα με τέτοιον τρόπο, με τέτοια ντροπή, με τέτοια καταισχύνη, με την έσχατη αυτή ταπείνωση, —φανταστείτε μονάχα πως αυτός την ίδια κείνη μέρα μπόρεσε τάχα να ξεχωρίσει απ' αυτά τα μισά, να τα ράψει σ' ένα φυλαχτό κι ολόκληρο μήνα ύστερα να 'χει τη σταθερότητα να το 'χει πάνω του, στο λαιμό του, παρ' όλους τους πειρασμούς και τις εξαιρετικές ανάγκες όπου βρέθηκε. Ούτε στα μεθυσμένα γλέντια στις ταβέρνες, ούτε τότε όταν αναγκάστηκε να φύγει απ' την πολιτεία για να ζητήσει ένας Θεός ξέρει από ποιον τα λεφτά που του ήταν απαραίτητα για να φυγαδέψει την αγαπημένη του απ' τους πειρασμούς του αντίζηλου, του πατέρα του, —δεν αποφασίζει ν' αγγίξει αυτό το φυλαχτό. Μα μονάχα για να μην αφήσει την αγαπημένη του στους πειρασμούς του αντιζήλου του, που τόσο τον ζήλευε, θα 'πρεπε ν' ανοίξει το φυλαχτό του και να μείνει στο σπίτι άγρυπνος φρουρός της αγαπημένης του, περιμένοντας κείνη τη στιγμή που θα του πει επιτέλους: “είμαι δική σου”, για να βιαστεί να φύγει μαζί της κάπου μακριά απ' το μοιραίο περιβάλλον του. Μα όχι, αυτός δεν αγγίζει το φυλαχτό του και με ποια δικαιολογία; Η πρώτη δικαιολογία, το είπαμε, ήταν ακριβώς το ότι όταν του πει “είμαι δική σου, πάρε με και πήγαινέ με όπου θέλεις" —τότε θα 'χε με τι να την πάει. Μα αυτή η πρώτη δικαιολογία, καθώς λέει κι ο ίδιος ο κατηγορούμενος, ωχρίασε μπροστά σε μια δεύτερη. Όσο έχω πάνω μου, είπε, αυτά τα λεφτά “είμαι παλιάνθρωπος μα όχι κλέφτης, γιατί, πάντα μπορεί να πάω στην προσβλημένη από μένα αρραβωνιαστικιά και βγάζοντας τα μισά του ποσού που της πήρα με δόλο, πάντα μπορώ να της πω: “βλέπεις, γλέντησα τα μισά σου λεφτά κι απόδειξα έτσι πως είμαι αδύναμος κι ανήθικος άνθρωπος και, αν θέλεις, παλιάνθρωπος, (εκφράζομαι με τη γλώσσα του ίδιου του κατηγορουμένου) —μα κι αν είμαι παλιάνθρωπος, κλέφτης δεν είμαι, γιατί αν ήμουνα κλέφτης, τότε δε θα σου 'φερνα αυτό το μισό των χρημάτων που μου μείνανε, μα θα τα οικειοποιόμουνα κι αυτά σαν το πρώτο μισό". Καταπληχτική εξήγηση του γεγονότος! Αυτός ο ίδιος ξέφρενος μα αδύναμος άνθρωπος, που δεν μπόρεσε να μην υποκύψει στον πειρασμό να πάρει τις τρεις χιλιάδες ρούβλια με τέτοια καταισχύνη, αυτός ο ίδιος άνθρωπος νιώθει ξάφνου μέσα του μια τόσο στωική σταθερότητα και κουβαλάει στο λαιμό του χιλιάδες ρούβλια μην τολμώντας να τις αγγίξει! Συμβιβάζεται αυτό, έστω και λίγο, με το χαρακτήρα που εξετάζουμε; Όχι, και θα επιτρέψω στον εαυτό μου να σας εκθέσω πώς θα φερνόταν σ' αυτή την περίπτωση ο αληθινός Ντιμήτρι Καραμάζοβ, και στην περίπτωση ακόμα που πραγματικά θα τ' αποφάσιζε να ράψει τα λεφτά του στο φυλαχτό. Με τον πρώτο πειρασμό, έστω και μονάχα για να διασκεδάσει με κάτι την καινούργια του αγαπημένη, που μ' αυτήν σπατάλησε κιόλας το πρώτο μισό των ίδιων χρημάτων, θα ξήλωνε το φυλαχτό του και θα ξεχώριζε από κει —ας υποθέσουμε για την πρώτη περίπτωση μονάχα εκατό ρούβλια,— γιατί ποιος δα ο λόγος να επιστρέψει το δίχως άλλο τα μισά, δηλαδή χίλια πεντακόσια ρούβλια; Φτάνουν και τα χίλια τετρακόσια. Κατά βάθος είναι ένα και το αυτό: “είμαι, θα πει, παλιάνθρωπος, μα όχι κλέφτης γιατί έφερα πίσω έστω και μονάχα χίλια τετρακόσια ρούβλια, μα ο κλέφτης θα τα 'παιρνε όλα και δε θα 'φερνε τίποτα". Ύστερ' από λίγον καιρό πάλι θα ξήλωνε το φυλαχτό και θα 'παιρνε πάλι ένα δεύτερο κατοστάρικο, ύστερα και τρίτο, ύστερα τέταρτο, κι όχι αργότερα απ' το τέλος του μηνός θα 'βγαζε και το προτελευταίο κατοστάρικο: Κι ένα κατοστάρικο να πάω πίσω, πάλι το ίδιο θα 'ναι: “παλιάνθρωπος είμαι μα κλέφτης όχι. Είκοσι εννιά κατοστάρικα τα γλέντησα, μα παρ' όλα αυτά το ένα το επέστρεψα· ένας κλέφτης κι αυτά ακόμα δε θα το επέστρεφε". Και τελικά πια, όταν θα γλεντούσε και το προτελευταίο κατοστάρικο, θα κοίταζε το τελευταίο και θα 'λεγε στον εαυτό του: “Μα ναι, στ' αλήθεια δεν αξίζει να της επιστρέψω ένα κατοστάρικο, ας το γλεντήσω κι αυτό!” Να πώς θα φερνόταν ο πραγματικός Ντιμήτρι Καραμάζοβ όπως τον ξέρουμε! Όσο για το παραμύθι για το φυλαχτό —έρχεται σε τέτοια αντίθεση με την πραγματικότητα που μεγαλύτερη ούτε και να φανταστεί δεν μπορεί κανείς. Όλα μπορεί να τα υποθέσει κανείς μα όχι αυτό! Μα θα επανέλθουμε».

Αφού εξέθεσε με τη σειρά τους όλα όσα ήταν γνωστά στην ανάκριση για τις περιουσιακές διαφωνίες και τις οικογενειακές σχέσεις του πατέρα με το γιο "κι ακόμα μια φορά βγάζοντας το συμπέρασμα πως με τα υπάρχοντα στοιχεία κανένας δεν μπορεί να καθορίσει ποιος γέλασε τον άλλον στη διανομή της κληρονομιάς, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς υπενθύμισε την ιατρική πραγματογνωμοσύνη σχετικά με τις τρεις χιλιάδες που καρφώθηκαν στο μυαλό του Μίτια σαν έμμονη ιδέα.


12. VI. Η αγόρευση του εισαγγελέα - Χαρακτηρισμοί

Ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς άρχισε την αγόρευσή του τρέμοντας ολόκληρος από νευρική ταραχή. Το μέτωπο και οι κρόταφοί του, ήταν λουσμένοι σε κρύο κι αρρωστιάρικο ιδρώτα. Αισθανόταν διαδοχικά ρίγη και πυρετό σ' όλο του το κορμί. Έτσι τα διηγόταν ο ίδιος αργότερα. Θεωρούσε αυτή την αγόρευση για το chef d' oeuvre του, για το chef d' oeuvre όλης του της ζωής, για το κύκνειον άσμα του. Κι αλήθεια, εννιά μήνες αργότερα πέθανε από καλπάζουσα φυματίωση έτσι που πραγματικά, όπως αποδείχτηκε, είχε το δικαίωμα να συγκρίνει τον εαυτό του με κύκνο που τραγουδάει το τελευταίο του τραγούδι, αν προαισθανόταν το σύντομο τέλος του. Σ' αυτή την αγόρευση έβαλε όλη του την καρδιά κι όλο του το μυαλό, κι έδειξε αναπάντεχα πως μέσα του κρυβόταν και το αίσθημα του πολίτη και τα «καταραμένα» προβλήματα, όσα τουλάχιστον ο φτωχός μας Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς μπορούσε ν' αγκαλιάσει. Το κυριότερο, η αγόρευσή του έκανε εντύπωση κυρίως για την ειλικρίνειά της. Αυτός ειλικρινά πίστευε στην ενοχή του κατηγορουμένου. Δεν τον κατηγορούσε κατά παραγγελίαν ούτε από καθήκον και, ζητώντας «εκδίκηση», παλλόταν πραγματικά απ' την επιθυμία να «σώσει την κοινωνία». Ακόμα και οι κυρίες του ακροατηρίου, που στο κάτω-κάτω ήταν εχθρικά διατεθειμένες απέναντι στον Ιππόλυτο Κυρίλοβιτς, παραδέχτηκαν ωστόσο την εξαιρετική εντύπωση που τους έκανε η αγόρευσή του. Άρχισε με ραγισμένη κομματιαστή φωνή, μα πολύ γρήγορα η φωνή του δυνάμωσε κι αντήχησε σ' όλη την αίθουσα, και συνέχισε έτσι ως το τέλος της αγόρευσης. Μα μόλις τέλειωσε, λίγο έλειψε να λιποθυμήσει.

«Κύριοι ένορκοι», άρχισε ο κατήγορος, «η παρούσα υπόθεση έκανε πάταγο σ' όλη τη Ρωσία. Μα γιατί άραγε να μας εκπλήσσει και να μας τρομάζει τόσο; Εμάς, εμάς ειδικά, που είμαστε τόσο συνηθισμένοι σε κάτι τέτοια; Μα σ' αυτό ακριβώς έγκειται η φρίκη, πως κάτι τέτοιες ζοφερές υποθέσεις έπαψαν να μας φαίνονται φριχτές. Να γιατί πρέπει να φρίττουμε: γιατί τα συνηθίσαμε όλα, κι όχι για τη μεμονωμένη κακουργία του ενός ή του άλλου ατόμου. Πού. βρίσκονται λοιπόν οι αιτίες της αδιαφορίας μας, της χλιαρής μας στάσης σε τέτοιες υποθέσεις, σε τέτοια σημεία των καιρών που μας προλέγουν ένα μέλλον όχι ζηλευτό; Στον κυνισμό μας τάχα, στην πρόωρη εξάντληση του πνεύματος και της φαντασίας μας της τόσο νεαρής μας ακόμα κοινωνίας μα τόσο πρόωρα όμως γερασμένης; Ή, στις κλονισμένες εκ βάθρων ηθικές μας αρχές ή τέλος στο γεγονός ότι δεν έχουμε καθόλου τέτοιες ηθικές αρχές; Δεν απαντώ σ' αυτά τα ερωτήματα, όμως παρ' όλα αυτά, τα ερωτήματα αυτά είναι βασανιστικά. Κι ο κάθε πολίτης όχι μονάχα πρέπει, μα και οφείλει να βασανίζεται απ' αυτά. Ο αρχάριος και δειλός ακόμα Τύπος μας πρόσφερε ωστόσο στην κοινωνία μας μερικές υπηρεσίες γιατί ποτέ χωρίς αυτόν δε θα μαθαίναμε με κάποια πληρότητα κείνες τις φρίκες των αχαλίνωτων παθών και της ηθικής κατάπτωσης που μεταδίδει ακατάπαυστα στις σελίδες του σ' όλους, κι όχι μονάχα στους επισκέπτες των αιθουσών των νέων ορκωτών δικαστηρίων, που μας χαρίστηκαν στην παρούσα βασιλεία. Και τι διαβάζουμε λοιπόν σχεδόν καθημερινά; Ω, για τέτοια πράγματα που ωχριά μπροστά τους η σημερινή υπόθεση και φαίνεται σαν κάτι το συνηθισμένο. Μα το σπουδαιότερο απ' όλα είναι που η πλειονότητα των ρούσικων, των εθνικών μας ποινικών υποθέσεων, μαρτυρεί κάποια γενική, κάποια κοινή συμφορά, που έχει ζυμωθεί μαζί μας και που μ' αυτήν, σαν γενικό πια κακό, είναι δύσκολο να παλέψει κανείς. Να εκεί ένας λαμπρός νεαρός αξιωματικός της ανώτερης κοινωνίας που μόλις αρχίζει τη ζωή του και την καριέρα του, άτιμα και ύπουλα, χωρίς καμιά τύψη, σφάζει έναν κατώτερο υπάλληλο, κατά κάποιον τρόπο πρώην ευεργέτη του, και την υπηρέτριά του, για να υπεξαιρέσει ένα ομόλογό του και μαζί μ' αυτό και τα υπόλοιπα χρήματα του θύματος: “Θα μου χρειαστούνε για τις απολαύσεις μου στην υψηλή κοινωνία και για την καριέρα μου”. Αφού τους έσφαξε και τους δυο φεύγει βάζοντας κάτω απ' τα κεφάλια και των δυο νεκρών μαξιλάρια. Εκεί ένας νεαρός ήρωας που το στήθος του είναι γεμάτο σταυρούς ανδρείας, ληστεύει και φονεύει στη δημοσιά τη μητέρα του αρχηγού και ευεργέτη του και παρακινώντας τους φίλους του στο έγκλημα τους βεβαιώνει πως “αυτή τον αγαπάει σαν παιδί της και γι' αυτό θ' ακολουθήσει όλες τις συμβουλές του και δε θα πάρει προφυλάξεις". Αυτός βέβαια είναι τέρας, μα εγώ δεν τολμώ πια να πω πως είναι μια μεμονωμένη περίπτωση στην εποχή μας. Άλλος πάλι δε θα σφάξει μα θα σκεφτεί και θα αισθανθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, κι έτσι στην ψυχή του θα 'ναι το ίδιο άτιμος όπως και κείνος. Όταν βρίσκεται μονάχος με τη συνείδησή του, μπορεί ν' αναρωτιέται: “μα τι είναι τάχα η τιμή; Μήπως είναι πρόληψη το αίμα;” Μπορεί να φωνάξουν εναντίον μου και να πουν πως είμαι άνθρωπος νοσηρός, υστερικός, τερατώδης συκοφάντης, πως παραμιλάω, υπερβάλλω. Ας είναι, ας είναι, και, Θεέ μου, πόσο θα χαιρόμουνα πρώτος αν ήταν έτσι. Ω, μη με πιστεύετε, θεωρείστε με άρρωστο, μα ωστόσο θυμηθείτε τα λόγια μου: Και το δέκατο και το εικοστό ακόμα απ' τα λόγια μου να 'ναι αλήθεια —και τότε πάλι είναι φριχτό! Κοιτάχτε, κύριοι, κοιτάχτε πώς αυτοκτονούν οι νέοι μας: χωρίς τα παραμικρά αμλετικά ερωτήματα περί του: “Τι θα γίνει εκεί;" Χωρίς ίχνος αυτών των ερωτημάτων, λες και το πρόβλημα για το πνεύμα μας και για ό,τι μας περιμένει μετά θάνατον, από καιρό έχει εξαφανιστεί κι έχει ταφεί οριστικά γι' αυτούς. Κοιτάχτε τέλος τη διαφθορά μας, τους ακόλαστούς μας. Ο Φιόντορ Παύλοβιτς, το δυστυχισμένο θύμα της παρούσης υποθέσεως, είναι μπροστά σε μερικούς απ' αυτούς αθώο παιδί. Κι όμως εμείς όλοι τον ξέραμε, “ζούσε εδώ ανάμεσά μας..." Ναι, με την ψυχολογία της ρωσικής εγκληματικότητας θα καταπιαστούν ίσως κάποτε τα πιο εξέχοντα πνεύματα, και δικά μας και ευρωπαϊκά, γιατί το θέμα το αξίζει. Μα αυτή μελέτη θα γίνει κάποτε, αργότερα, όταν θα υπάρχει καιρός κι όταν όλη η τραγική σύγχυση της παρούσας στιγμής θα 'χει αποσυρθεί στο δεύτερο πλάνο, έτσι που θα μπορεί κανείς να τη μελετήσει με μεγαλύτερη διαύγεια κι αμεροληψία απ' όσο μπορούν άνθρωποι σαν και μένα. Τώρα όμως εμείς ή φρίττουμε ή υποκρινόμαστε πως φρίττουμε, μα οι ίδιοι στην πραγματικότητα απολαμβάνουμε το θέαμα σαν εραστές δυνατών συγκινήσεων, εκκεντρικών, που αναμοχλεύουν την κυνικά οκνηρή μας απραξία ή τέλος σα μικρά παιδιά διώχνουμε με τα χέρια μας τα τρομερά οράματα και κρύβουμε το κεφάλι στο μαξιλάρι, ώσπου να περάσει το τρομερό όραμα, με το σκοπό να το ξεχάσουμε αμέσως στις χαρές και στα παιχνίδια. Μα θα πρέπει κάποτε και μεις ν' αρχίσουμε μια ζωή νηφάλια και στοχαστική, θα πρέπει και μεις να κοιτάξουμε τον εαυτό μας σαν κοινωνία, θα πρέπει και μεις κάτι τέλος πάντων να νιώσουμε απ' τα κοινωνικά μας πράγματα, ή τουλάχιστο ν' αρχίσουμε να νιώθουμε. Ένας μεγάλος συγγραφέας* (*Γκόγκολ: Νεκρές Ψυχές.) της προηγούμενης σχολής μας στο τέλος του μεγαλουργήματός του, παρομοιάζοντας τη Ρωσία με τρόικα που καλπάζει προς άγνωστο σκοπό, αναφωνεί: “Αχ, τρόικα, πουλί τρόικα, ποιος σε σοφίστηκε; " και με περήφανο ενθουσιασμό προσθέτει πως μπροστά στην τρόικα που τρέχει με ξέφρενο καλπασμό παραμερίζουν, με σεβασμό όλοι οι λαοί. Ας είναι κι έτσι, κύριοι, ας παραμερίζουν, με σεβασμό ή όχι, μα κατά την ταπεινή μου γνώμη ο μεγαλοφυής καλλιτέχνης τέλειωσε έτσι το έργο του ή σε μια κρίση παιδικά αθώας καλλιέπειας ή γιατί φοβόταν την τοτινή λογοκρισία. Γιατί αν στην τρόικά του ζέψει κανείς τους ίδιους τους ήρωές του, τους Σομπακιέβιτς, Ναζντριόβ και Τσίτσικοβ, τότε όποιον και να βάλεις αμαξά, ένας Θεός ξέρει πού θα φτάσεις με τέτοια άλογα! Κι αυτοί είναι άλογα κείνης της εποχής, που ούτε συγκρίνονται με τα δικά μας. Τα δικά μας τα ξεπερνάνε πολύ».

Εδώ η αγόρευση του Ιππόλυτου Κυρίλοβιτς διακόπηκε από χειροκροτήματα. Η λιμπεραλιστική απόδοση της εικόνας της τρόικας άρεσε πολύ. Η αλήθεια είναι πως ακούστηκαν μόλις δυο τρία χειροκροτήματα έτσι που ο πρόεδρος ούτε και το βρήκε αναγκαίο ν' απειλήσει πως θα «εκκενώσει την αίθουσα» μα κοίταξε μονάχα αυστηρά προς το μέρος εκείνων που χειροκροτούσαν. Μα ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς πήρε θάρρος: Ποτέ ως τώρα δεν τον είχαν χειροκροτήσει! Τόσα χρόνια δε θέλανε να τον ακούσουν και να που ξάφνου του παρουσιάζεται η δυνατότητα να γίνει ακουστός σ' όλη τη Ρωσία!

«Πραγματικά», συνέχισε αυτός, «τι είναι αυτή η οικογένεια Καραμάζοβ που απόχτησε ξάφνου μια τέτοια θλιβερή φήμη, σ' ολόκληρη τη Ρωσία μάλιστα; Μπορεί να υπερβάλλω πολύ, μα μου φαίνεται πως στην εικόνα αυτής της οικογένειας σαν να φανερώνονται μερικά βασικά κοινά στοιχεία της σύγχρονης μορφωμένης μας κοινωνίας —ω, όχι όλα τα στοιχεία μα κείνα που φανερώνονται σε μικροσκοπικό σχήμα “σαν τον ήλιο σε μια σταγόνα νερό", μα, όσο να 'ναι, κάτι καθρεφτίστηκε, κάτι φάνηκε. Κοιτάξτε αυτόν τον δυστυχισμένο, αχαλίνωτο κι ακόλαστο γέρο, αυτόν τον “πάτερ φαμίλια” που τέλειωσε τόσο θλιβερά τη ζωή του. Ευγενής από καταγωγή, που άρχισε το στάδιό του σα φτωχό παράσιτο που ύστερ' απ' αναπάντεχο κι απρόβλεπτο γάμο γίνεται κάτοχος ενός μικρού κεφαλαίου. Στην αρχή μικροκατεργάρης και δουλοπρεπής παλιάτσος, με κάποια εξυπνάδα ωστόσο και πριν απ' όλα τοκογλύφος. Με τα χρόνια, δηλαδή όσο μεγαλώνει το κεφάλαιό του, παίρνει θάρρος. Η ταπεινότητα κι η δουλοφροσύνη εξαφανίζονται και μένει μονάχα ο είρων και μοχθηρός κυνικός, κι ο ακόλαστος. Κάθε πνευματικότητα έχει ταφεί κι ένα μονάχα απομένει, μια υπέρμετρη δίψα ζωής. Και καταλήγει να μη βλέπει στη ζωή άλλο από αισθησιακές απολαύσεις κι αυτό διδάσκει και στα παιδιά του. Από πατρικές ηθικές υποχρεώσεις —τίποτα. Τις κοροϊδεύει, ανατρέφει τα παιδιά του στην πίσω αυλή και χαίρεται που του τα παίρνουν από μπροστά του. Τα ξεχνάει μάλιστα ολότελα. Όλες οι ηθικές αρχές του γέρου είναι: après moi le déluge. Όλα όσα είναι αντίθετα στην έννοια του πολίτη, μια πλήρης, και μάλιστα εχθρική απομόνωση απ' την κοινωνία: “Ας πάει να καεί όλος ο κόσμος, φτάνει να 'μαι γω καλά”. Και είναι καλά, είναι απόλυτα ευχαριστημένος, διψάει να ζήσει έτσι άλλα είκοσι, τριάντα χρόνια ακόμα. Ξεγελάει στους λογαριασμούς τον ίδιο του το γιο, και με τα ίδια τα λεφτά του, με την κληρονομιά της μητέρας του, που δε θέλει να του τη δώσει, πάει να πάρει απ' αυτόν, απ' το γιο του, την ερωμένη του. Όχι, δε θέλω να παραχωρήσω την υπεράσπιση του κατηγορουμένου στον διακεκριμένο εκ Πετρουπόλεως συνήγορο. Θα πω κι ο ίδιος την αλήθεια, καταλαβαίνω και γω κείνο τον όγκο της αγανάχτησης που συσσώρευσε στην καρδιά του γιου του. Μα φτάνει, φτάνει γι' αυτόν τον δυστυχισμένο γέρο, αυτός πήρε την ανταμοιβή του. Ας θυμηθούμε μονάχα πως ήταν πατέρας, ένας απ' τους σύγχρονους πατέρες. Θα προσβάλω τάχα την κοινωνία αν πω πως είναι μάλιστα ένας απ' τους πολλούς σύγχρονους πατέρες; Αλίμονο, είναι τόσοι σύγχρονοι πατέρες που δεν εκφράζονται μονάχα τόσο κυνικά, όπως αυτός, γιατί έχουν καλύτερη ανατροφή. Είναι πιο μορφωμένοι μα —κατά βάθος— έχουν την ίδια σχεδόν μ' αυτόν φιλοσοφία. Μα ας είμαι πεσιμιστής, έστω, τα 'χουμε συμφωνήσει πια πως μου το συγχωρείτε. Ας τα συμφωνήσουμε απ' τα πριν: Μη με πιστεύετε, μη με πιστεύετε, εγώ θα μιλάω, μα εσείς μη με πιστεύετε. Αφήστε με ωστόσο να εκφραστώ, θυμηθείτε ωστόσο κάτι απ' τα λόγια μου. Μα να τα παιδιά αυτού του γέρου, αυτού του πάτερ φαμίλια: ο ένας είναι μπροστά μας στο εδώλιο του κατηγορουμένου, θα επανέλθουμε σ' αυτόν. Για τους άλλους θα πω λίγα μονάχα. Απ' αυτούς ο μεγαλύτερος είναι ένας απ' τους σύγχρονους νέους, με περίφημη μόρφωση, με μυαλό αρκετά δυνατό, που όμως δεν πιστεύει πια σε τίποτα, που απέκρουσε και διέγραψε πια πάρα πολλά στη ζωή, όπως ακριβώς κι ο πατέρας του. Όλοι μας τον έχουμε ακούσει, η κοινωνία μας τον δέχτηκε φιλικά. Τις πεποιθήσεις του δεν τις έκρυβε- κάθε άλλο μάλιστα, πράγμα που μου δίνει κιόλας το θάρρος να μιλήσω γι' αυτόν κάπως απερίφραστα, όχι βέβαια σαν άτομο μα σα μέλος της οικογένειας των Καραμάζοβ. Πέθανε εδώ χτες, αυτοκτόνησε, στην άκρη της πολιτείας, ένας αρρωστιάρης ηλίθιος, που έχει μεγάλη σχέση με την παρούσα υπόθεση, πρώην υπηρέτης κι ίσως φυσικό τέκνο του Φιόντορ Παύλοβιτς, ο Σμερντιακόβ. Αυτός με υστερικά δάκρυα μου διηγόταν στην προανάκριση πως αυτός ο νεαρός Καραμάζοβ, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, του προκαλούσε φρίκη με την πνευματική του ασέλγεια: “Όλα, μου 'λεγε, επιτρέπονται ό,τι υπάρχει στον κόσμο, και τίποτα δεν πρέπει ν' απαγορεύεται από δω και πέρα —να τι με δίδασκε όλη την ώρα”. Καθώς φαίνεται, αυτός ό ηλίθιος πάνω σ' αυτήν ακριβώς την ιδέα που του διδάξανε, τρελάθηκε τελειωτικά αν και φυσικά επέδρασε στην πνευματική του διαταραχή κι η επιληψία, κι όλη αυτή η τρομερή καταστροφή που ενέσκηψε στο σπίτι τους. Μα αυτός ο ηλίθιος έκανε μια πολύ-πολύ περίεργη παρατήρηση, που θα 'κανε τιμή και σ' έναν πιο έξυπνο απ' αυτόν παρατηρητή, και να γιατί άρχισα να μιλάω γι' αυτό: “Αν υπάρχει, μου είπε, κάποιος απ' τους γιους του Φιόντορ Παύλοβιτς που του μοιάζει περισσότερο στο χαρακτήρα, αυτός είναι ο. Ιβάν Φιοντόροβιτς”. Μ' αυτή την παρατήρηση διακόπτω το χαρακτηρισμό που άρχισα μη θεωρώντας ευπρεπές να συνεχίσω. Ω, δε θέλω να βγάλω άλλα συμπεράσματα και σαν κοράκι να προφητεύω μονάχα καταστροφές στο νεαρό. Είδαμε ακόμα και σήμερα, σ' αυτή την αίθουσα, πως η άμεση δύναμη της αλήθειας ζει ακόμα στη νεαρή του καρδιά, πως ακόμα τα αισθήματα των οικογενειακών δεσμών δεν έχουν σιγήσει μέσα του απ' την ασέβεια και τον ηθικό κυνισμό που τον απόχτησε μάλλον από κληρονομικότητα παρά από πραγματική πνευματική βάσανο. Ύστερα ο άλλος γιος, —ω, αυτός είναι έφηβος ακόμα, ευσεβής και ταπεινόφρων σε αντίθεση με τη ζοφερή διαβρωτική κοσμοθεώρηση του αδερφού του, γυρεύει να προσκολληθεί, ούτως ειπείν, στις “λαϊκές ρίζες” ή σ' αυτό που εννοούν μ' αυτή τη σοφή φρασούλα μερικοί θεωρητικίζοντες κύκλοι των διανοουμένων μας. Αυτός, βλέπετε, προσκολλήθηκε στο μοναστήρι. Λίγο ακόμα και θα 'παιρνε το μοναχικό σχήμα. Σ' αυτόν, μου φαίνεται, σαν ασυνείδητα, εκφράστηκε κείνη η δειλή απελπισία που μ' αυτήν τόσοι πολλοί τώρα στη φτωχή μας κοινωνία, απ' το φόβο του κυνισμού και της διαφθοράς και λαθεμένα αποδίδοντας όλο το κακό στην επίδραση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ρίχνονται, όπως λένε οι ίδιοι, προς το “γενέθλιο χώμα”, σαν να πούμε στη μητρική αγκάλη της πατρίδας, σαν παιδιά τρομαγμένα απ' τα οράματα, και στα στερεμένα στήθια της αδυνατισμένης μητέρας διψάνε να τους πάρει τουλάχιστο ήσυχα ο ύπνος και μάλιστα να κοιμηθούν εκεί σ' όλη τους τη ζωή, αρκεί να μη βλέπουν τις φρίκες που τους τρομάζουν. Από μέρος μου εύχομαι στον καλό και προικισμένο έφηβο κάθε αγαθό, εύχομαι η εφηβική του έφεση προς τις λαϊκές ρίζες να μη μεταβληθεί στο τέλος, όπως τόσο συχνά συμβαίνει, από ηθικής πλευράς, σ' ένα ζοφερό μυστικισμό κι από πολιτικής σε κοντόφθαλμο σοβινισμό —δυο πράγματα που ίσως ν' απειλούν το έθνος με μεγαλύτερο κακό απ' όσο η πρόωρη αποσύνθεση που προέρχεται απ' τον κακώς εννοημένο και αβασάνιστα αποχτημένο ευρωπαϊκό πολιτισμό, που απ' αυτόν υποφέρει ο μεγαλύτερος αδερφός του».

Για το σοβινισμό και το μυστικισμό ακούστηκαν πάλι δυο τρία χειροκροτήματα. Και φυσικά ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς συνεπάρθηκε αν κι όλ' αυτά λίγη σχέση είχανε με την παρούσα υπόθεση κι επιπλέον δεν ήταν κι αρκετά σαφή, μα θέλησε πολύ αυτός ο άρρωστος και χολωμένος άνθρωπος να εκφραστεί, έστω και μια φορά στη ζωή του. Λέγανε αργότερα στην πολιτεία μας πως στο χαρακτηρισμό του Ιβάν Φιοντόροβιτς καθοδηγείτο από αισθήματα κάθε άλλο παρά ντελικάτα, γιατί εκείνος τον είχε αποστομώσει μια δυο φορές σε συζητήσεις δημόσια, κι ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς το θυμόταν αυτό και τώρα, θέλησε να εκδικηθεί. Μα δεν ξέρω αν μπορούσε κανείς να βγάλει ένα τέτοιο συμπέρασμα. Όπως και να 'ναι, όλ' αυτά ήταν μονάχα εισαγωγή, ύστερα η αγόρευση συνεχίστηκε πιο ομαλά και πιο κοντά στο θέμα.

«Μα να κι ο τρίτος γιος της της σύγχρονης οικογένειας, —συνέχισε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς,— βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ενώπιόν μας. Και ενώπιόν σας έχετε και τα κατορθώματά του, τη ζωή και τα έργα του: Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κι όλα βγήκαν στο φως κι όλα αποκαλύφθηκαν. Σ' αντίθεση με τον “ευρωπαϊσμό" και τις “λαϊκές ρίζες" των αδερφών του, αυτός σαν να εκπροσωπεί τη στοιχειακή Ρωσία όπως είναι —ω, όχι ακριβώς, όχι όλη, ο Θεός να μας φυλάει αν ήταν έτσι! Κι όμως εδώ είναι η Ρωσιούλα μας, μυρίζει, ακούγεται η μητερούλα. Ω, εμείς είμαστε στοιχειακοί, είμαστε το καλό και το κακό σ' ένα καταπληχτικό ανακάτωμα, είμαστε εραστές του πολιτισμού και του Σίλερ και την ίδια ώρα καυγαδίζουμε στις ταβέρνες και ξεριζώνουμε τα γένεια των μπεκρήδων της παρέας μας. Ω, και μεις είμαστε στιγμές-στιγμές καλοί και υπέροχοι, μα μονάχα τότε, όταν νιώθουμε κι οι ίδιοι καλά κι υπέροχα. Απεναντίας συνταραζόμαστε, κυριολεκτικά συνταραζόμαστε απ' τα ευγενέστερα ιδανικά μα με τη συμφωνία να πραγματοποιούνται από μόνα τους, να μας πέφτουν στο τραπέζι απ' τον ουρανό και, το κυριότερο, αυτό να γίνεται δωρεάν., δωρεάν, έτσι που να μην πληρώσουμε τίποτα. Να πληρώνουμε δε μας αρέσει καθόλου, μα να παίρνουμε, αυτό μας καλαρέσει, και σε όλα. Ω, δώστε, δώστε μας όλα τ' αγαθά της ζωής· (ακριβώς όλα, δε συμβιβαζόμαστε με λιγότερα) και ιδιαίτερα μη βάζετε εμπόδια στις παρορμήσεις μας και τότε θ' αποδείξουμε πως μπορούμε να 'μαστε καλοί και υπέροχοι. Δεν είμαστε άπληστοι, όχι, μα ωστόσο δώστε μας λεφτά, περισσότερα, όσο γίνεται περισσότερα, όσο γίνεται πιο πολλά λεφτά και θα δείτε πόσο μεγαλόψυχα, με πόση περιφρόνηση στο αξιοκαταφρόνητο μέταλλο θα τα σκορπίσουμε όλα σε μια νύχτα σε ακράτητο γλέντι. Αν όμως δε μας δώσουν λεφτά, τότε θα δείξουμε πως ξέρουμε να τα βρίσκουμε όταν το θελήσουμε. Μα γι' αυτό αργότερα, θα τα παρακολουθήσουμε με τη σειρά. Πρώτα απ' όλα είναι μπροστά μας ένα φτωχό παραπεταμένο αγοράκι “στην πίσω αυλή, χωρίς παπουτσάκια”, όπως εκφράστηκε πριν από λίγο ο ευυπόληπτος και σεβαστός, μα, αλίμονο, ξένης καταγωγής συμπολίτης! Το ξαναλέω άλλη μια φορά —σε κανέναν δε θα παραχωρήσω την υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Εγώ είμαι ο κατήγορος, εγώ κι ο συνήγορος. Ναι, και μεις άνθρωποι είμαστε, και μεις μπορούμε να σταθμίσουμε πώς μπορούν να επιδράσουν στο χαρακτήρα οι πρώτες εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας και της πατρικής εστίας. Μα να, το αγόρι είναι έφηβος πια, είναι νέος, αξιωματικός. Για αταξίες και για πρόκληση σε μονομαχία τον εξορίζουν σε μια παραμεθόριο πολιτεία της ευλογημένης Ρωσίας μας. Εκεί υπηρετεί, εκεί και γλεντάει και, φυσικά, μεγάλο καράβι, μεγάλες φουρτούνες. Χρειαζόμαστε μέσα, μέσα πριν απ' όλα, και να, ύστερα από παρατεταμένους καυγάδες., συμφωνεί να πάρει απ' τον πατέρα του τις τελευταίες έξι χιλιάδες ρούβλια και κείνος του τα στέλνει. Προσέξτε, έδωσε απόδειξη, και υπάρχει ένα γράμμα του όπου λέει πως μ' αυτές τις έξι χιλιάδες παραιτείται σχεδόν από κάθε άλλη του αξίωση στην κληρονομιά. Εδώ γίνεται η συνάντησή του με μια νέα ευγενικού χαρακτήρα και μεγάλης πνευματικής καλλιέργειας. Ω, δεν τολμώ να επαναλάβω τις λεπτομέρειες, μόλις τις ακούσατε: Εδώ η τιμή, η αυτοθυσία- και γω σωπαίνω. Η εικόνα του νέου, του ελαφρόμυαλου και ακόλαστου που υποκλίθηκε ωστόσο μπροστά στην πραγματική ευγένεια, μπροστά στην υψηλότερη ιδέα, φάνηκε μπροστά μας εξαιρετικά συμπαθητική. Αλλ' αμέσως ύστερα απ' αυτά, στην ίδια αυτή αίθουσα, είδαμε εντελώς αναπάντεχα και την άλλη όψη του νομίσματος. Και πάλι δεν τολμώ να κάνω υποθέσεις και θ' αποφύγω ν' αναλύσω γιατί έγινε έτσι. Μα ωστόσο υπήρχαν αιτίες γι' αυτή τη μεταβολή. Αυτή η ίδια γυναίκα, χύνοντας δάκρυα αγανάχτησης που τόσον καιρό την έκρυβε, μας ανακοινώνει πως αυτός ο ίδιος, ο ίδιος πρώτος την περιφρονούσε για την απρόσεχτη, ασυγκράτητη ίσως παρόρμησή της, μα που ήταν ωστόσο ευγενική και μεγαλόψυχη. Σ' αυτόν δε, στον αρραβωνιαστικό αυτής της κοπέλας, σ' αυτόν πρώτον φάνηκε κείνο το χλευαστικό χαμόγελο που αυτή μονάχα απ' αυτόν δεν μπορούσε να το υποφέρει. Ξέροντας πως την έχει κιόλας απατήσει (την απάτησε με την πεποίθηση πως αυτή από δω και μπρος έπρεπε όλα να τα υποφέρει, ακόμα και την απιστία του), ξέροντας το αυτό, αυτή επίτηδες του προτείνει τρεις χιλιάδες ρούβλια και φανερά, πολύ φανερά, του δίνει να καταλάβει πως του προτείνει τα λεφτά για ν' απατήσει αυτή την ίδια: “Τι θα γίνει; Θα τα πάρεις ή όχι; Θα 'σαι τόσο κυνικός;" του λέει αυτή σιωπηλά με το αυστηρό και ερευνητικό της βλέμμα. Αυτός την κοιτάει, καταλαβαίνει εντελώς τις σκέψεις της (μονάχος του τ' ομολόγησε εδώ μπροστά μας πως όλα τα κατάλαβε) κι όμως οικειοποιείται αυτές τις τρεις χιλιάδες και τις σπαταλάει σε δυο μέρες με την καινούργια του αγαπημένη! Σε τι να πιστέψουμε λοιπόν; Στην πρώτη άραγε εκδοχή —στην παρόρμηση της μεγαλοψυχίας που τον κάνει να δώσει τα τελευταία του χρήματα και να υποκλιθεί μπροστά στην αρετή ή στην άλλη όψη του νομίσματος, την τόσο αποκρουστική; Συνήθως στη ζωή συμβαίνει έτσι που, ανάμεσα σε δυο αντιθέσεις, την αλήθεια, πρέπει να τη ζητάει κανείς στη μέση. Στην προκειμένη όμως περίπτωση δε συμβαίνει αυτό. Το πιθανότερο στην πρώτη περίπτωση να ήταν ειλικρινά ευγενής και στη δεύτερη το ίδιο ειλικρινά χαμερπής. Γιατί; Μα γιατί ίσα-ίσα είμαστε φύσεις πλατιές, καραμαζοβικές —σ' αυτό δα θέλω να καταλήξω— ικανές να συμπεριέχουμε τις κάθε είδους αντιθέσεις και ν' αντικρίζουμε ταυτόχρονα και τις δυο αβύσσους, την άβυσσο από πάνω μας, την άβυσσο των ανωτέρων ιδανικών, και την άβυσσο κάτω από μας, την άβυσσο της πιο χαμηλής και βρομερής πτώσης. Θυμηθείτε τη λαμπρή σκέψη που εξέφρασε πριν από λίγο ο νεαρός παρατηρητής που παρακολούθησε από κοντά όλη την οικογένεια Καραμάζοβ, ο κύριος Ρακίτιν. “Η συναίσθηση του βάθους της κατάπτωσης είναι το ίδιο απαραίτητη γι' αυτές τις αχαλίνωτες, ασυγκράτητες φύσεις όπως και η συναίσθηση της ανώτερης ευγένειας” —κι αυτό είν' αλήθεια: ακριβώς αυτό το αφύσικο μίγμα τούς χρειάζεται συνεχώς κι ακατάπαυστα: Δυο άβυσσοι, δυο άβυσσοι, κύριοι, την ίδια στιγμή· χωρίς αυτό είμαστε δυστυχείς κι ανικανοποίητοι, η ύπαρξή μας δεν είναι πλήρης. Έχουμε πλατιά ψυχή εμείς, πολύ πλατιά, σαν όλη τη μητερούλα μας, τη Ρωσία, εμείς όλα θα τα χωρέσουμε και μ' όλα θα συμβιβαστούμε. Επί τη ευκαιρία, κύριοι ένορκοι, μια κι αναφέραμε τώρα αυτές τις τρεις χιλιάδες, θα επιτρέψω στον εαυτό μου να προτρέξω κάπως. Φανταστείτε μονάχα πως αυτός, αυτός ο χαρακτήρας, παίρνοντας τότε κείνα τα λεφτά, και μάλιστα με τέτοιον τρόπο, με τέτοια ντροπή, με τέτοια καταισχύνη, με την έσχατη αυτή ταπείνωση, —φανταστείτε μονάχα πως αυτός την ίδια κείνη μέρα μπόρεσε τάχα να ξεχωρίσει απ' αυτά τα μισά, να τα ράψει σ' ένα φυλαχτό κι ολόκληρο μήνα ύστερα να 'χει τη σταθερότητα να το 'χει πάνω του, στο λαιμό του, παρ' όλους τους πειρασμούς και τις εξαιρετικές ανάγκες όπου βρέθηκε. Ούτε στα μεθυσμένα γλέντια στις ταβέρνες, ούτε τότε όταν αναγκάστηκε να φύγει απ' την πολιτεία για να ζητήσει ένας Θεός ξέρει από ποιον τα λεφτά που του ήταν απαραίτητα για να φυγαδέψει την αγαπημένη του απ' τους πειρασμούς του αντίζηλου, του πατέρα του, —δεν αποφασίζει ν' αγγίξει αυτό το φυλαχτό. Μα μονάχα για να μην αφήσει την αγαπημένη του στους πειρασμούς του αντιζήλου του, που τόσο τον ζήλευε, θα 'πρεπε ν' ανοίξει το φυλαχτό του και να μείνει στο σπίτι άγρυπνος φρουρός της αγαπημένης του, περιμένοντας κείνη τη στιγμή που θα του πει επιτέλους: “είμαι δική σου”, για να βιαστεί να φύγει μαζί της κάπου μακριά απ' το μοιραίο περιβάλλον του. Μα όχι, αυτός δεν αγγίζει το φυλαχτό του και με ποια δικαιολογία; Η πρώτη δικαιολογία, το είπαμε, ήταν ακριβώς το ότι όταν του πει “είμαι δική σου, πάρε με και πήγαινέ με όπου θέλεις" —τότε θα 'χε με τι να την πάει. Μα αυτή η πρώτη δικαιολογία, καθώς λέει κι ο ίδιος ο κατηγορούμενος, ωχρίασε μπροστά σε μια δεύτερη. Όσο έχω πάνω μου, είπε, αυτά τα λεφτά “είμαι παλιάνθρωπος μα όχι κλέφτης, γιατί, πάντα μπορεί να πάω στην προσβλημένη από μένα αρραβωνιαστικιά και βγάζοντας τα μισά του ποσού που της πήρα με δόλο, πάντα μπορώ να της πω: “βλέπεις, γλέντησα τα μισά σου λεφτά κι απόδειξα έτσι πως είμαι αδύναμος κι ανήθικος άνθρωπος και, αν θέλεις, παλιάνθρωπος, (εκφράζομαι με τη γλώσσα του ίδιου του κατηγορουμένου) —μα κι αν είμαι παλιάνθρωπος, κλέφτης δεν είμαι, γιατί αν ήμουνα κλέφτης, τότε δε θα σου 'φερνα αυτό το μισό των χρημάτων που μου μείνανε, μα θα τα οικειοποιόμουνα κι αυτά σαν το πρώτο μισό". Καταπληχτική εξήγηση του γεγονότος! Αυτός ο ίδιος ξέφρενος μα αδύναμος άνθρωπος, που δεν μπόρεσε να μην υποκύψει στον πειρασμό να πάρει τις τρεις χιλιάδες ρούβλια με τέτοια καταισχύνη, αυτός ο ίδιος άνθρωπος νιώθει ξάφνου μέσα του μια τόσο στωική σταθερότητα και κουβαλάει στο λαιμό του χιλιάδες ρούβλια μην τολμώντας να τις αγγίξει! Συμβιβάζεται αυτό, έστω και λίγο, με το χαρακτήρα που εξετάζουμε; Όχι, και θα επιτρέψω στον εαυτό μου να σας εκθέσω πώς θα φερνόταν σ' αυτή την περίπτωση ο αληθινός Ντιμήτρι Καραμάζοβ, και στην περίπτωση ακόμα που πραγματικά θα τ' αποφάσιζε να ράψει τα λεφτά του στο φυλαχτό. Με τον πρώτο πειρασμό, έστω και μονάχα για να διασκεδάσει με κάτι την καινούργια του αγαπημένη, που μ' αυτήν σπατάλησε κιόλας το πρώτο μισό των ίδιων χρημάτων, θα ξήλωνε το φυλαχτό του και θα ξεχώριζε από κει —ας υποθέσουμε για την πρώτη περίπτωση μονάχα εκατό ρούβλια,— γιατί ποιος δα ο λόγος να επιστρέψει το δίχως άλλο τα μισά, δηλαδή χίλια πεντακόσια ρούβλια; Φτάνουν και τα χίλια τετρακόσια. Κατά βάθος είναι ένα και το αυτό: “είμαι, θα πει, παλιάνθρωπος, μα όχι κλέφτης γιατί έφερα πίσω έστω και μονάχα χίλια τετρακόσια ρούβλια, μα ο κλέφτης θα τα 'παιρνε όλα και δε θα 'φερνε τίποτα". Ύστερ' από λίγον καιρό πάλι θα ξήλωνε το φυλαχτό και θα 'παιρνε πάλι ένα δεύτερο κατοστάρικο, ύστερα και τρίτο, ύστερα τέταρτο, κι όχι αργότερα απ' το τέλος του μηνός θα 'βγαζε και το προτελευταίο κατοστάρικο: Κι ένα κατοστάρικο να πάω πίσω, πάλι το ίδιο θα 'ναι: “παλιάνθρωπος είμαι μα κλέφτης όχι. Είκοσι εννιά κατοστάρικα τα γλέντησα, μα παρ' όλα αυτά το ένα το επέστρεψα· ένας κλέφτης κι αυτά ακόμα δε θα το επέστρεφε". Και τελικά πια, όταν θα γλεντούσε και το προτελευταίο κατοστάρικο, θα κοίταζε το τελευταίο και θα 'λεγε στον εαυτό του: “Μα ναι, στ' αλήθεια δεν αξίζει να της επιστρέψω ένα κατοστάρικο, ας το γλεντήσω κι αυτό!” Να πώς θα φερνόταν ο πραγματικός Ντιμήτρι Καραμάζοβ όπως τον ξέρουμε! Όσο για το παραμύθι για το φυλαχτό —έρχεται σε τέτοια αντίθεση με την πραγματικότητα που μεγαλύτερη ούτε και να φανταστεί δεν μπορεί κανείς. Όλα μπορεί να τα υποθέσει κανείς μα όχι αυτό! Μα θα επανέλθουμε».

Αφού εξέθεσε με τη σειρά τους όλα όσα ήταν γνωστά στην ανάκριση για τις περιουσιακές διαφωνίες και τις οικογενειακές σχέσεις του πατέρα με το γιο "κι ακόμα μια φορά βγάζοντας το συμπέρασμα πως με τα υπάρχοντα στοιχεία κανένας δεν μπορεί να καθορίσει ποιος γέλασε τον άλλον στη διανομή της κληρονομιάς, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς υπενθύμισε την ιατρική πραγματογνωμοσύνη σχετικά με τις τρεις χιλιάδες που καρφώθηκαν στο μυαλό του Μίτια σαν έμμονη ιδέα.