×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 12. V. Η ξαφνική καταστροφή

12. V. Η ξαφνική καταστροφή

Θα παρατηρήσω πως τον είχαν καλέσει πριν απ' τον Αλιόσα. Μα ο δικαστικός κλητήρας ανέφερε τότε στον πρόεδρο πως από ξαφνική αδιαθεσία ή από κάποια κρίση ο μάρτυρας δεν μπορεί να εμφανιστεί τώρα, μα, μόλις γίνει καλά, θα δώσει την κατάθεσή του όποτε του ζητηθεί. Αυτό, είναι αλήθεια, κανένας δεν τ' άκουσε και το μάθανε αργότερα. Η εμφάνισή του στην αρχή δεν προσέχτηκε καθόλου σχεδόν: οι κυριότεροι μάρτυρες, ιδιαίτερα οι δυο αντίζηλες, είχαν κάνει κιόλας την κατάθεσή τους. Η περιέργεια είχε προς το παρόν ικανοποιηθεί. Το ακροατήριο είχε μάλιστα κουραστεί. Επρόκειτο ακόμα ν' ακουστούν μερικοί μάρτυρες που κατά πάσαν πιθανότητα δε θα μπορούσαν να προσθέσουν τίποτα νέο σ' αυτά που είχαν κιόλας κατατεθεί. Και στο μεταξύ η ώρα περνούσε. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πλησίασε κάπως καταπληχτικά αργά μην κοιτάζοντας κανέναν και χαμήλωσε μάλιστα το κεφάλι σα να σκεφτόταν κάτι βλοσυρός. Ήταν ντυμένος άψογα μα απ' το πρόσωπό του εμένα τουλάχιστο μου 'κανε την εντύπωση πως δεν ήταν καλά: Τούτο το πρόσωπο είχε κάτι το χωματένιο, κάτι που θύμιζε άνθρωπο που πεθαίνει. Τα μάτια του ήταν θολά. Τα σήκωσε και κοίταξε ένα γύρο αργά-αργά την αίθουσα. Ο Αλιόσα αναπήδησε ξαφνικά απ' την καρέκλα του κι αναστέναξε: αχ! Το θυμάμαι αυτό. Μα κι αυτό λίγοι το παρατηρήσανε.

Ο πρόεδρος άρχισε να του λέει πως είναι μάρτυρας χωρίς όρκο, πως μπορεί να μιλήσει ή να σωπάσει μα πως φυσικά όλα όσα θα πει πρέπει να 'ναι κατά συνείδηση κ.τ.λ, κ.τ.λ. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς τον άκουγε και τον κοίταζε με βλέμμα θολό. Μα ξάφνου το πρόσωπό του άρχισε αργά-αργά να πλαταίνει σ' ένα χαμόγελο, και μόλις ο πρόεδρος, που τον κοίταζε με απορία, τέλειωσε, αυτός ξάφνου έβαλε τα γέλια.

—Κι ύστερα άλλο τίποτα; ρώτησε δυνατά.

Όλοι ησυχάσανε στην αίθουσα σαν κάτι να αισθάνθηκαν. Ο πρόεδρος ανησύχησε.

—Μήπως... δεν αισθάνεσθε ακόμα εντελώς καλά; πρόφερε αυτός γυρεύοντας με το βλέμμα του τον κλητήρα.

—Μην ανησυχείτε, εξοχότατε, είμαι αρκετά υγιής και μπορώ να σας διηγηθώ μερικά πράγματα ενδιαφέροντα, απάντησε ξάφνου εντελώς ήρεμα και με σεβασμό ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

— Έχετε ν' ανακοινώσετε τίποτα το ιδιαίτερο; ρώτησε ο πρόεδρος με κάποια δυσπιστία ακόμα.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς χαμήλωσε το κεφάλι, αργοπόρησε μερικά δευτερόλεπτα και, ξανασηκώνοντας το κεφάλι, απάντησε σα να τραύλιζε:

— Όχι... δεν έχω. Δεν έχω τίποτα το εξαιρετικό.

Άρχισαν να του υποβάλουν ερωτήσεις. Απαντούσε σαν άθελά του, κάπως υπερβολικά σύντομα, με κάποια μάλιστα αηδία, που όλο και μεγάλωνε αν και, για να λέμε την αλήθεια, απαντούσε παρ' όλα αυτά λογικά. Σε πολλές ερωτήσεις έλεγε πως δεν ξέρει τίποτα. Για τους λογαριασμούς του πατέρα του με το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς δεν ήξερε τίποτα. «Κι ούτε ασχολήθηκα μ' αυτό», πρόφερε. Για τις απειλές να σκοτώσει τον πατέρα είχε ακούσει απ' τον κατηγορούμενο, για τα λεφτά στο φάκελο είχε ακούσει απ' το Σμερντιακόβ.

— Όλο τα ίδια και τα ίδια, διέκοψε ξάφνου με κουρασμένο ύφος: δεν μπορώ να πω τίποτα ιδιαίτερο στο δικαστήριο.

—Βλέπω πως είστε αδιάθετος και καταλαβαίνω τα συναισθήματά σας, άρχισε να λέει ο πρόεδρος.

Γύρισε κιόλας στον εισαγγελέα και στο συνήγορο καλώντας τους να υποβάλλουν ερωτήσεις αν το 'βρισκαν απαραίτητο, όταν ξάφνου ο Ιβάν Φιοντόροβιτς με τσακισμένη φωνή παρακάλεσε:

—Αφήστε με, εξοχότατε, αισθάνομαι τον εαυτό μου πολύ άσχημα.

Λέγοντας αυτά, χωρίς να περιμένει την άδεια, γύρισε ξάφνου κι άρχισε να προχωρεί για να βγει απ' την αίθουσα. Μα όταν έκανε κάπου τέσσερα βήματα, σταμάτησε σαν κάτι να σκέφτηκε κείνη ακριβώς τη στιγμή, χαμογέλασε και ξαναγύρισε αμέσως στη θέση του:

—Είμαι και γω, εξοχότατε, σαν εκείνη τη νεαρή χωρική... ξέρετε πώς το λένε: «Θέλω πάω, θέλω δεν πάω». Τρέχουνε πίσω της με το νυφικό της για να τη ντύσουν και να την πάνε στην εκκλησία κι αυτή λέει και ξαναλέει: «Θέλω πάω, θέλω δεν πάω». Αυτό γίνεται σε κάποια μας εθνότητα...

—Τι θέλετε να πείτε μ' αυτό; ρώτησε αυστηρά ο πρόεδρος.

—Να, έβγαλε ξάφνου ο Ιβάν Φιοντόροβιτς μια δέσμη χαρτονομίσματα- να τα λεφτά... κείνα τα ίδια που βρίσκονταν σε κείνο το φάκελο (έδειξε με το κεφάλι το τραπέζι με τα πειστήρια) που γι' αυτά σκότωσαν τον πατέρα. Πού να τα βάλω; Κύριε δικαστικέ κλητήρα, πάρτε τα.

Ο κλητήρας πήρε τη δέσμη και την έδωσε στον πρόεδρο.

—Πώς έγινε και βρεθήκανε αυτά τα χρήματα στα χέρια σας... αν είναι κείνα τα ίδια; πρόφερε κατάπληχτος ο πρόεδρος.

—Μου τα 'δωσε ο Σμερντιακόβ, ο δολοφόνος, χτες. Ήμουν σπίτι του λίγη ώρα πριν κρεμαστεί. Αυτός σκότωσε τον πατέρα κι όχι ο αδερφός μου. Αυτός σκότωσε και γω τον δίδαξα να σκοτώσει... Ποιος δεν επιθυμεί το θάνατο του πατέρα του;

—Είστε στα λογικά σας ή όχι; του ξέφυγε του προέδρου.

—Αυτό είπα ίσα-ίσα, ότι έχω τα λογικά μου, τ' άτιμα λογικά, τα λογικά που έχετε και σεις κι όλα αυτά τα μούτρ-ρ-ρα! γύρισε ξαφνικά πρός το ακροατήριο. Σκοτώσανε έναν πατέρα κι όλοι υποκρίνονται πως τρομάξανε, είπε τρίζοντας τα δόντια του με μανιασμένη περιφρόνηση. Υποκρίνονται ο ένας μπροστά στον άλλον. Ψεύτες! Όλοι επιθυμούν το θάνατο του πατέρα τους. Η μια οχιά τρώει την άλλη... Αν δεν υπήρχε εδώ πατροκτονία, όλοι αυτοί θα θυμώνανε και θα φεύγανε έξω φρενών... Θεάματα! «Άρτον και θεάματα!» Μα και γω καλός είμαι. Έχετε νερό ή όχι; Δώστε μου να πιω, για όνομα του Χριστού!

Άρπαξε ξαφνικά το κεφάλι του. Ο κλητήρας τον πλησίασε αμέσως. Ο Αλιόσα ξάφνου σηκώθηκε και φώναξε:

«Είναι άρρωστος, μην τον πιστεύετε, έχει παραλήρημα!»

Η Κατερίνα Ιβάνοβνα σηκώθηκε ορμητικά απ' την καρέκλα της και, ακίνητη απ' τη φρίκη, κοίταζε τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. Ο Μίτια σηκώθηκε και με κάποιο άγριο στραβό χαμόγελο κοίταζε κι άκουγε άπληστα τον αδερφό του.

—Ησυχάστε, δεν είμαι τρελός, είμαι μονάχα φονιάς! άρχισε πάλι ο Ιβάν. Από ένα φονιά δεν μπορείτε δα να ζητάτε καλλιέπεια... πρόσθεσε ξάφνου, άγνωστο γιατί, και γέλασε σπασμωδικά.

Ο εισαγγελέας με φανερή σύγχυση έσκυψε στον πρόεδρο. Οι δικαστές ψιθυρίζανε κάτι ανήσυχοι ο ένας στον άλλον. Ο Φετιουκόβιτς έστησε τ' αυτί του. Η αίθουσα νεκρώθηκε απ' την αναμονή. Ο πρόεδρος σα να συνήλθε ξάφνου.

—Μάρτυς, τα λόγια σας είναι ακατανόητα κι απαράδεκτα. Ησυχάστε, αν μπορείτε, και διηγηθείτε μας... αν πραγματικά έχετε τίποτα να μας διηγηθείτε. Με τι μπορείτε να υποστηρίξετε μια τέτοια ομολογία... αν μονάχα δεν παραμιλάτε;

—Αυτό είναι ίσα-ίσα, που δεν έχω μάρτυρες. Ο σκύλος ο Σμερντιακόβ δε θα σας στείλει την κατάθεσή του απ' τον άλλο κόσμο μέσα σε... φάκελο. Εσείς όλο φακέλους θέλετε- φτάνει ο ένας που 'χετε. Δεν έχω μάρτυρες... Εκτός από έναν ίσως, χαμογέλασε σκεφτικός.

—Ποιος είναι ο μάρτυράς σας;

—Είναι με ουρίτσα, εξοχότατε, δεν είναι σύμφωνος με τους τύπους. Le diable n' existe point: (Ο διάβολος δεν υπάρχει!) Μην του δίνετε σημασία, ψωριάρης είναι, ασήμαντος διαβολάκος, πρόσθεσε παύοντας ξάφνου να γελάει και σάμπως εμπιστευτικά: ίσως να 'ναι κάπου εδώ, να εδώ κάτω απ' το τραπέζι με τα πειστήρια, πού αλλού θα μπορούσε να κάτσει αν όχι εκεί; Ακούστε με: Εγώ του είπα: δε θέλω να σωπάσω και κείνος μίλαγε για τη γεωλογική ανατροπή —ανοησίες! Ελευθερώστε λοιπόν το έκτρωμα —αυτός άρχισε να τραγουδάει έναν ύμνο, είναι γιατί αισθάνεται ελαφριά τη συνείδησή του! Το ίδιο όπως κι ένας μεθυσμένος κανάγιας θα ξεφώνιζε το «πήγε ο Βάνκα μου στην Πετρούπολη» ενώ εγώ για δυο δευτερόλεπτα χαράς θα 'δινα ένα τετράκις εκατομμύριο τετράκις εκατομμύρια. Δε με ξέρετε σεις εμένα! Ω, πόσο είναι όλα ανόητα εδώ σε σας! Λοιπόν πάρτε μένα αντί γι' αυτόν! Δεν μπορεί να ήρθα χωρίς λόγο... Γιατί, γιατί όλα να

'ναι τόσο ανόητα;

Κι έφερε το βλέμμα γύρω, αργά-αργά, σ' όλη την αίθουσα, σα να σκεφτότανε. Μα τώρα πια όλοι αναταράχτηκαν. Ο Αλιόσα έκανε να ορμήσει προς το μέρος του μα ο κλητήρας τον άρπαξε κιόλας τον Ιβάν Φιοντόροβιτς απ' το χέρι.

—Τι θα πει πάλι αυτό; ξεφώνισε αυτός εξετάζοντας προσεχτικά τον κλητήρα και ξαφνικά αρπάζοντας τον απ' τους ώμους, τον πέταξε με μανία χάμω.

Μα η φρουρά είχε πια καταφτάσει, τον σήκωσαν στα χέρια και τότε αυτός άρχισε να ουρλιάζει σπαραχτικά. Κι όλη την ώρα που τον βγάζανε έξω, ούρλιαζε και φώναζε κάτι ασυνάρτητο.

Έγινε φασαρία. Δεν τα θυμάμαι όλα με τη σειρά τους, ήμουν και γω ταραγμένος και δεν πρόφτασα να τα παρακολουθήσω όλα. Ξέρω μονάχα πως ύστερα, όταν όλα πια ησυχάσανε κι όλοι καταλάβανε περί τίνος πρόκειται, ο κλητήρας βρήκε τον μπελά του παρ' όλο που εξήγησε στους προϊσταμένους του πως ο μάρτυρας ήταν όλο τον καιρό υγιής, πως τον κοίταξε ο γιατρός όταν εδώ και μια ώρα τού ήρθε μια ελαφριά ζάλη, μα πως πριν μπει στην αίθουσα μιλούσε λογικά, έτσι που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τίποτα. Απεναντίας ο ίδιος επέμενε και ήθελε με κάθε τρόπο να δώσει κατάθεση. Μα πριν ησυχάσουν όλοι κι έρθουν στον εαυτό τους ακολούθησε και δεύτερη σκηνή: Η Κατερίνα Ιβάνοβνα έπαθε υστερική κρίση. Κραύγαζε δυνατά, έβαλε τα κλάματα, μα δεν ήθελε να φύγει, παρακαλούσε να μην τη βγάλουν έξω και ξάφνου φώναξε στον πρόεδρο:

—Πρέπει να κάνω ακόμα μια κατάθεση, τώρ' αμέσως... αμέσως... πάρτε το, διαβάστε το γρήγορα, γρήγορα! Είναι το γράμμα αυτού του τέρατος, αυτουνού, αυτουνού! έλεγε δείχνοντας τον Μίτια. Αυτός σκότωσε τον πατέρα του, θα το δείτε αμέσως, μου γράφει πως θα σκοτώσει τον πατέρα του! Ενώ εκείνος είναι άρρωστος, άρρωστος, έχει παραλήρημα! Είναι τρεις μέρες τώρα που το βλέπω πως έχει πυρετό!

Έτσι φώναζε έξω φρενών. Ο κλητήρας πήρε το χαρτί που αυτή πρότεινε στον πρόεδρο και κείνη πέφτοντας στο κάθισμά της και κρύβοντας το πρόσωπό της με τα χέρια, άρχισε να κλαίει σπασμωδικά και με λυγμούς, και καταπνίγοντας και τον παραμικρό στεναγμό από φόβο μην τη βγάλουν απ' την αίθουσα. Το χαρτί που 'δωσε ήταν κείνο το ίδιο το γράμμα του Μίτια που το 'χε στείλει απ' την ταβέρνα Πρωτεύουσα, που ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ονόμαζε «μαθηματικής σπουδαιότητας» ντοκουμέντο. Αλίμονο, το δικαστήριο παραδέχτηκε αυτή τη μαθηματικότητά του κι αν δεν υπήρχε αυτό το γράμμα ίσως και να μην καταστρεφόταν ο Μίτια, ή τουλάχιστο η καταστροφή του δε θα 'ταν τόσο φριχτή! Το ξαναλέω, ήταν δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς όλες τις λεπτομέρειες, και τώρ' ακόμα όλα μου παρουσιάζονται εντελώς συγκεχυμένα. Ο πρόεδρος βέβαια θ' ανακοίνωσε αμέσως το καινούργιο ντοκουμέντο στους δικαστές, στον εισαγγελέα, στο συνήγορο, στους ενόρκους. Θυμάμαι μονάχα πως άρχισαν να ρωτάνε τη μάρτυρα: Στην ερώτηση: ησύχασε τάχα αυτή; που της απηύθυνε ήρεμα ο πρόεδρος, η Κατερίνα Ιβάνοβνα αναφώνησε ορμητικά:

—Είμαι έτοιμη, έτοιμη! Είμαι εντελώς σε κατάσταση να σας απαντήσω, πρόσθεσε φανερά ακόμα φοβισμένη πως αυτοί, για κάποιο λόγο, δε θα θελήσουν να την ακούσουν.

Την παρακάλεσαν να δώσει λεπτομερέστερες εξηγήσεις: Τι γράμμα είν' αυτό και κάτω από ποιες συνθήκες το έλαβε; —Το έλαβα την παραμονή του εγκλήματος, μα το 'χε γράψει μια μέρα πιο πριν στην ταβέρνα, θα πει λοιπόν πως το 'γραψε δυο μέρες πριν απ' το έγκλημά του — κοιτάξτε, είναι γραμμένο σε κάποιο λογαριασμό! φώναξε αυτή λαχανιάζοντας. Αυτός τότε με μισούσε γιατί μόνος του φέρθηκε παλιανθρωπίστικα και πήγε μ' αυτό το γύναιο... Και γιατί ακόμα μου χρωστούσε κείνες τις τρεις χιλιάδες... Ω, ντρεπότανε κι ο ίδιος για τις τρεις χιλιάδες, για την ίδια την ποταπότητα του! Αυτές οι τρεις χιλιάδες, να πώς έγιναν —σας παρακαλώ, σας ικετεύω να μ' ακούσετε: Τρεις βδομάδες προτού σκοτώσει τον πατέρα του ήρθε ένα πρωί σπίτι μου.

Εγώ ήξερα πως του χρειάζονταν χρήματα και ήξερα γιατί —ναι, ναι, ακριβώς για να δελεάσει αυτό το γύναιο και να την πάρει να φύγουν. Το 'ξερα τότε πως με είχε πια απατήσει και θέλει να με παρατήσει, και γω, εγώ η ίδια του 'δωσα τότε αυτά τα χρήματα, εγώ η ίδια του τα πρότεινα τάχα για να τα στείλει στην αδερφή μου στη Μόσχα, κι όταν του τα 'δινα τον κοίταζα στα μάτια και του 'πα πως μπορεί να τα στείλει όποτε θέλει «ακόμα κι ύστερα από 'να μήνα». Πώς λοιπόν, πώς λοιπόν να μην κατάλαβε πως του 'λεγα καταπρόσωπο: «σου χρειάζονται λεφτά για να μ' απατήσεις με την πρόστυχή σου, να λοιπόν τα λεφτά, εγώ η ίδια σου τα δίνω, πάρ' τα, αν είσαι τόσο άτιμος ώστε να τα πάρεις!»... Ήθελα να τον ξεμασκαρέψω μπροστά στα ίδια του τα μάτια. Αυτός τα πήρε, τα πήρε κι έφυγε, και τα ξόδεψε μ' αυτή την πρόστυχη σε μια νύχτα. Μα το κατάλαβε, το κατάλαβε πως όλα τα ξέρω, σας βεβαιώνω πως το κατάλαβε τότε και τούτο: πως εγώ, δίνοντάς του τα λεφτά, τον δοκιμάζω μονάχα: θα 'ναι τάχα τόσο άτιμος ώστε να τα πάρει από μένα ή όχι; Τον κοίταζα στα μάτια κι αυτός το ίδιο με κοίταζε στα μάτια, όλα τα καταλάβαινε και τα πήρε, τα πήρε κι έφυγε με τα λεφτά μου!

—Αλήθεια Κάτια! ούρλιαξε ξάφνου ο Μίτια- σε κοίταζα στα μάτια και καταλάβαινα πως μ' ατιμάζεις κι όμως πάρ' όλα αυτά τα πήρα τα λεφτά σου! Περιφρονείστε τον παλιάνθρωπο, περιφρονείστε τον όλοι, τ' αξίζω!

—Κατηγορούμενε, μια λέξη ακόμα να πείτε και θα σας βγάλω έξω, φώναξε ο πρόεδρος.

—Αυτά τα λεφτά τον βασανίζανε, συνέχισε η Κάτια με σπασμωδική βιασύνη. Ήθελε να μου τα δώσει, το 'θελε, αυτό είναι αλήθεια, μα του χρειάζονταν λεφτά και γι' αυτή την πρόστυχη. Να λοιπόν που σκοτώνει τον πατέρα του μα τα λεφτά δεν μου τα επιστρέφει μα φεύγει μαζί της σε κείνο το χωριό όπου τον πιάσανε. Εκεί πάλι τα γλέντησε αυτά τα λεφτά που έκλεψε απ' τον πατέρα του που σκότωσε. Και μια μέρα πριν απ' το φόνο μού 'γραψε αυτό το γράμμα, το 'γραψε μεθυσμένος, αυτό το κατάλαβα αμέσως τότε, το 'γραψε από μίσος και ξέροντας, όντας βέβαιος, πως εγώ σε κανέναν δε θα δείξω αυτό το γράμμα, ακόμα κι αν σκότωνε. Αλλιώς δε θα το 'γραφε. Ήξερε πως δε θα 'θελα να τον εκδικηθώ και να τον καταστρέψω! Μα διαβάστε, διαβάστε το προσεχτικά, προσεχτικότερα παρακαλώ, και θα δείτε πως στο γράμμα όλα τα περιέγραψε, όλα από πριν: πώς θα σκοτώσει τον πατέρα του και πού βρίσκονται τα λεφτά: Κοιτάχτε, παρακαλώ, προσέξτε μη σας διαφύγει αυτή η φράση: «θα σκοτώσω, αρκεί να 'χει φύγει ο Ιβάν», θα πει λοιπόν πως από πρώτα το μελέτησε με ποιο τρόπο θα σκοτώσει, είπε με κακεντρέχεια στο δικαστήριο η Κατερίνα Ιβάνοβνα.

Ω, ήταν φανερό πως είχε διαβάσει και είχε μελετήσει ως την τελευταία λεπτομέρεια αυτό το μοιραίο γράμμα και ήξερε την κάθε του φρασούλα. «Αν δεν ήταν μεθυσμένος δε θα μου 'γραφε, μα κοιτάξτε, εκεί είναι όλα γραμμένα από πρώτα, όλα ακριβέστατα όπως εξετέλεσε αργότερα το φόνο, όλο το πρόγραμμα!»

Έτσι αναφωνούσε έξω φρενών και φυσικά περιφρονώντας όλες τις συνέπειες για τον εαυτό της, αν και βέβαια τις πρόβλεπε ίσως από δω κι ένα μήνα, γιατί και τότε ίσως ανατριχιάζοντας από μίσος σκεφτότανε: «να το διαβάσω τάχα αυτό στο δικαστήριο;» Τώρα όμως σαν να την είχε πάρει ο κατήφορος. Θυμάμαι πως κείνην ακριβώς τη στιγμή το γράμμα διαβάστηκε δυνατά απ' το γραμματέα και προκάλεσε συντριπτική εντύπωση. Ρωτήσανε το Μίτια: το παραδέχεται αυτό το γράμμα για δικό του;

—Δικό μου, δικό μου είναι! αναφώνησε ο Μίτια. Αν δεν ήμουν μεθυσμένος, δε θα το 'γραφα!... Για πολλά πράματα μισούσαμε ο ένας τον άλλον, Κάτια, μα, τ' ορκίζουμαι, τ' ορκίζουμαι πως εγώ και μισώντας σε σ' αγαπούσα, ενώ εσύ —όχι!

Σωριάστηκε στο εδώλιο συσπώντας τα χέρια του απ' την απελπισία. Ο εισαγγελέας κι ο συνήγορος άρχισαν να της υποβάλλουν διασταυρούμενες ερωτήσεις που είχαν κυρίως αυτό το νόημα:

«Τι σας έκανε ν' αποκρύψετε πριν από λίγο ένα τέτοιο ντοκουμέντο και να καταθέσετε μ' εντελώς άλλο πνεύμα και τόνο;»

—Ναι, ναι, πριν από λίγο είπα ψέματα, όλο ψέματα είπα, ενάντια στην τιμή και στη συνείδησή μου, μα ήθελα τότε να τον σώσω, γιατί με μισούσε και με περιφρονούσε τόσο, σαν αλλόφρονη αναφώνησε η Κάτια. Ω, με περιφρονούσε φριχτά, με περιφρονούσε πάντα και, ξέρετε, ξέρετε, με περιφρονούσε από κείνη κιόλας τη στιγμή, όταν έπεσα κείνη τη φορά στα πόδια του για κείνα τα λεφτά. Αυτό το είδα... Εγώ τότε το αισθάνθηκα αμέσως αυτό, μα για πολύν καιρό δεν πίστευα στον εαυτό μου. Πόσες φορές δε διάβασα στα μάτια του: «Ό,τι και να πεις, μόνη σου ήρθες τότε σπίτι μου». Ω, δεν κατάλαβε, δεν κατάλαβε καθόλου γιατί έτρεξα τότε σ' αυτόν, είναι ικανός να υποπτεύεται μονάχα την προστυχιά! Έκρινε εξ ιδίων, νόμιζε πως όλοι είναι σαν κι αυτόν, έτριξε τα δόντια της θυμωμένα η Κάτια, με πλήρη πια παραφορά. Και θέλησε να με παντρευτεί μόνο και μόνο γιατί πήρα την κληρονομιά, γι' αυτό, γι' αυτό! Πάντα το υποπτευόμουν πως γι' αυτό ήταν! Ω, είναι τέρας! Ήταν πάντα βέβαιος πως θα τρέμω μπροστά του σ' όλη μου τη ζωή από ντροπή γιατί τότε πήγα σπίτι του, και πως μπορεί αιώνια να με περιφρονεί και γι' αυτό να 'χει τα πρωτεία, —να γιατί ήθελε να με παντρευτεί! Έτσι είναι, όλα έτσι είναι! Προσπάθησα να τον νικήσω με την αγάπη μου, την ατέλειωτη αγάπη μου, ακόμα και την απιστία του ήθελα να υπομείνω, μα αυτός δεν κατάλαβε τίποτα, τίποτα! Μα μήπως μπορεί να καταλάβει τίποτα; Είναι τέρας! Αυτό το γράμμα το πήρα μόλις την άλλη μέρα το βράδυ, μου το στείλανε απ' την ταβέρνα, και το πρωί ακόμα, το πρωί ακόμα, κείνη τη μέρα, ήθελα να του τα συγχωρέσω όλα, όλα, ακόμα και την απιστία του!

Εννοείται πως ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας την καθησύχαζαν. Είμαι βέβαιος πως ίσως μάλιστα και να ντρέπονταν όλοι τους να επωφελούνται απ' την παραφορά της και ν' ακούν τέτοιες εξομολογήσεις. Θυμάμαι πως άκουσα να της λένε:

«Καταλαβαίνουμε πόσο σας είναι οδυνηρό, πιστέψτε μας, είμαστε ικανοί να το αισθανθούμε», κ.τ.λ, κ.τ.λ.

Μα παρ' όλα αυτά απέσπασαν κατάθεση από μια γυναίκα σε μια στιγμή νευρικής κρίσης που 'χε χάσει τα λογικά της. Τέλος περιέγραψε μ' εξαιρετική καθαρότητα, που τόσο συχνά, αν και στιγμιαία, λάμπει ακόμα και σε στιγμές μιας τόσο τεταμένης κατάστασης, πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς σχεδόν έχανε τα λογικά του όλους αυτούς τους δυο μήνες ψάχνοντας να βρει τρόπο να σώσει «το τέρας, αυτόν το φονιά», τον αδερφό του. —Βασάνιζε τον εαυτό του, αναφωνούσε αυτή· όλο ήθελε να ελαττώσει την ενοχή του, ομολογώντας μου πως κι ο ίδιος δεν αγαπούσε τον πατέρα του και ίσως κι ο ίδιος να ποθούσε το θάνατό του. Ω, είναι μια βαθιά, πολύ βαθιά συνείδηση! Καταβασάνισε τον εαυτό του με τη συνείδηση! Όλα μου τα ομολογούσε, ερχόταν κάθε μέρα και μίλαγε μαζί μου σα με το μοναδικό του φίλο. Έχω την τιμή να 'μαι ο μοναδικός του φίλος! αναφώνησε ξάφνου αυτή, σα με κάποια πρόκληση, και τα μάτια της λάμψανε. Είχε πάει στον Σμερντιακόβ δυο φορές.

Μια φορά ήρθε σπίτι μου και μου λέει: Αν σκότωσε ο Σμερντιακόβ κι όχι ο αδερφός μου (γιατί αυτόν το μύθο, πως σκότωσε ο Σμερντιακόβ, τον λέγανε όλοι στην πολιτεία μας), τότε ίσως να φταίω και γω γιατί ο Σμερντιακόβ ήξερε πως δεν αγαπούσα τον πατέρα και ίσως νόμιζε πως θέλω το θάνατο του πατέρα. Τότε εγώ έβγαλα αυτό το γράμμα και του το 'δειξα, κι αυτός πείστηκε εντελώς πως σκότωσε ο αδερφός του κι αυτό πια τον τσάκισε ολότελα. Δεν μπορούσε να το υποφέρει πως ο αδερφός του είναι πατροκτόνος! Ακόμα, εδώ και μια εβδομάδα, είδα πως έχει αρρωστήσει απ' αυτό. Είδα πως άρχιζε να χάνει τα λογικά του. Τις τελευταίες μέρες τον έβλεπα να παραληρεί στο σπίτι μου, έβλεπα πως σάλευαν τα λογικά του. Τον είδανε και στους δρόμους έτσι. Περπάταγε και παραμιλούσε. Ο γιατρός που ήρθε απ' τη Μόσχα ύστερα από παράκλησή μου τον εξέτασε προχθές και μου είπε πως βρίσκεται στα πρόθυρα του εγκεφαλικού πυρετού. Κι όλα εξαιτίας εκείνου, εξαιτίας αυτού του τέρατος. Και χτες έμαθε πως ο Σμερντιακόβ πέθανε, —αυτό του 'κανε τόση εντύπωση που τρελάθηκε... κι όλα εξαιτίας αυτού του τέρατος, επειδή ήθελε να σώσει αυτό το τέρας.

Ω, εννοείται πως το να μιλάει κανείς έτσι και να προβαίνει σε τέτοιες ομολογίες, αυτό δεν μπορεί να το κάνει παρά μια φορά στη ζωή του —όταν πρόκειται να πεθάνει, λόγου χάρη ανεβαίνοντας στο ικρίωμα. Μα η Κάτια βρισκόταν ακριβώς μέσα στο χαρακτήρα της και στη στιγμή της. Αυτή ήταν, η ίδια, κείνη η ορμητική Κάτια που έτρεξε τότε στον ακόλαστο νεαρό για να σώσει τον πατέρα της η ίδια Κάτια που πριν από λίγο, μπροστά σ' όλο αυτό το ακροατήριο, περήφανη και πάναγνη, πρόσφερε τον εαυτό της και την κοριτσίστικη ντροπή της θυσία, με το να διηγηθεί το «ευγενικό φέρσιμο του Μίτια», για να ελαφρύνει κάπως την τύχη που τον περίμενε. Και να που τώρα πρόσφερε με τον ίδιο τρόπο θυσία τον εαυτό της, μα για άλλον πια, και ίσως μονάχα τώρα, μονάχα αυτή τη στιγμή, κατανοώντας για πρώτη φορά πόσο πολύτιμος της ήταν αυτός ο άλλος! Θυσίασε τον εαυτό της απ' το φόβο της γι' αυτόν, νομίζοντας ξαφνικά πως κατάστρεψε τον εαυτό του καταθέτοντας πως αυτός σκότωσε κι όχι ο αδερφός του, πως θυσιάστηκε για να τον σώσει, να σώσει τη φήμη του και την υπόληψή του! Παρ' όλα αυτά όμως κάτι το τρομερό ανέκυψε απ' αυτό· έλεγε ψέματα για τον Μίτια περιγράφοντας τις αλλοτινές σχέσεις της μ' αυτόν; Να το ερώτημα· όχι, όχι, δε συκοφαντούσε με πρόθεση όταν φώναζε πως ο Μίτια την περιφρονούσε για την εδαφιαία της υπόκλιση! Το πίστευε κι η ίδια αυτό, ήταν βαθιά πεπεισμένη, απ' τη στιγμή ίσως κείνης της υπόκλισης, πως ο απλόκαρδος Μίτια, που τη λάτρευε ακόμα τότε, την κοροϊδεύει και την περιφρονεί. Και μονάχα από περηφάνια δέθηκε τότε μαζί του με αγάπη υστερική και σπαραχτική, από προσβλημένη περηφάνια, κι αυτή η αγάπη έμοιαζε περισσότερο με εκδίκηση παρά με αγάπη· ω, ίσως αυτή η ραγισμένη αγάπη να μετουσιωνόταν σε πραγματικό έρωτα, ίσως η Κάτια να μην ποθούσε παρά μονάχα αυτό, μα ο Μίτια την πρόσβαλε με την απιστία του ως τα κατάβαθα της ψυχής της κι η ψυχή δε συγχώρεσε. Κι η στιγμή της εκδίκησης παρουσιάστηκε αναπάντεχα, κι όλα όσα μαζεύονταν τόσον καιρό στο στήθος της προσβλημένης γυναίκας μεμιάς και πάλι αναπάντεχα ξεπετάχτηκαν έξω. Πρόδωσε το Μίτια μα πρόδωσε και τον εαυτό της! Και, εννοείται, μόλις πρόφτασε να εκφραστεί, η υπερένταση έσπασε και η ντροπή τη συνέτριψε. Την έπιασε πάλι υστερία, έπεσε κλαίγοντας μ' αναφιλητά και φωνάζοντας. Την έβγαλαν έξω στα χέρια. Τη στιγμή που τη βγάζανε, η Γκρούσενκα έβγαλε μια κραυγή κι όρμησε στο Μίτια έτσι που δεν πρόφτασαν να τη συγκρατήσουν.

—Μίτια! ούρλιαξε- σε χαντάκωσε η οχιά σου! Τώρα μας έδειξε τι είναι! φώναξε αυτή τρέμοντας απ' το κακό της στους δικαστές. Ο πρόεδρος έκανε νόημα και πήγαν να τη βγάλουν απ' την αίθουσα. Αυτή αντιστεκόταν, χτυπιότανε και προσπαθούσε να ξαναγυρίσει στο Μίτια. Ο Μίτια ούρλιαξε κι όρμησε κι αυτός προς το μέρος της. Τους συγκράτησαν.

Ναι, υποθέτω πως οι φιλοθεάμονες κυρίες μας θα 'μειναν ευχαριστημένες: το θέαμα ήταν πλούσιο. Ύστερα απ' αυτό θυμάμαι πως ήρθε ο γιατρός απ' τη Μόσχα. Νομίζω πως και πριν απ' αυτό ο πρόεδρος είχε στείλει τον κλητήρα για να φροντίσουν τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. Ο γιατρός είπε στο δικαστήριο πως ο άρρωστος βρίσκεται σε πολύ επικίνδυνη κρίση πυρετού και πως θα 'πρεπε να τον απομακρύνουν αμέσως. Σ' ερωτήσεις του εισαγγελέα και της υπεράσπισης, επιβεβαίωσε πως ο ασθενής είχε έρθει να τον δει μόνος του προχτές και πως αυτός του 'χε προείπει πως θα 'χε σύντομα κρίση πυρετού, μα πως δε θέλησε να υποβληθεί σε θεραπεία. «Ήταν σε ανώμαλη ψυχική κατάσταση. Μου ομολογούσε ο ίδιος πως βλέπει ξύπνιος οράματα, πως συναντά στο δρόμο διάφορα πρόσωπα που έχουν ήδη πεθάνει, και πως κάθε βράδυ τον επισκέπτεται ο Σατανάς», κατέληξε ο διάσημος γιατρός κι αφού τέλειωσε την κατάθεσή του, αποσύρθηκε.

Το γράμμα που παρουσίασε η Κατερίνα Ιβάνοβνα συμπεριλήφθηκε στα πειστήρια. Ύστερα από σύσκεψη, το δικαστήριο αποφάσισε: να συνεχιστεί η εξέταση των μαρτύρων και οι δυο απρόσμενες καταθέσεις (της Κατερίνας Ιβάνοβνας και του Ιβάν Φιοντόροβιτς) να καταχωρηθούν στα πρακτικά.

Μα δε θα περιγράφω πια τη συνέχεια της δίκης. Άλλωστε και οι καταθέσεις των άλλων μαρτύρων ήταν μονάχα επαναλήψεις κι επιβεβαιώσεις των προηγούμενων αν κι όλες με τις χαρακτηριστικές τους ιδιομορφίες. Μα, το ξαναλέω, όλα θα συγκεντρωθούν σ' ένα σημείο, στην αγόρευση του εισαγγελέα που θα την αναφέρω τώρα. Όλοι ήταν ταραγμένοι, όλοι είχαν ηλεκτριστεί με την τελευταία καταστροφή και με καυτερή ανυπομονησία περιμένανε το γρηγορότερο τη λύση, τις αγορεύσεις του εισαγγελέα και της υπεράσπισης και την ετυμηγορία. Ο Φετιουκόβιτς ήταν φανερά ταραγμένος με την κατάθεση της Κατερίνας Ιβάνοβνας. Αντίθετα ο εισαγγελέας θριάμβευε. Όταν τέλειωσε η ακροαματική διαδικασία έγινε διακοπή της συνεδρίασης, που βάσταξε σχεδόν μια ώρα. Τέλος ο πρόεδρος έδωσε το λόγο στον εισαγγελέα. Νομίζω πως η ώρα ήταν οχτώ το βράδυ όταν ο εισαγγελέας μας, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, άρχισε την αγόρευσή του.


12. V. Η ξαφνική καταστροφή 12. V. The sudden disaster

Θα παρατηρήσω πως τον είχαν καλέσει πριν απ' τον Αλιόσα. Μα ο δικαστικός κλητήρας ανέφερε τότε στον πρόεδρο πως από ξαφνική αδιαθεσία ή από κάποια κρίση ο μάρτυρας δεν μπορεί να εμφανιστεί τώρα, μα, μόλις γίνει καλά, θα δώσει την κατάθεσή του όποτε του ζητηθεί. Αυτό, είναι αλήθεια, κανένας δεν τ' άκουσε και το μάθανε αργότερα. Η εμφάνισή του στην αρχή δεν προσέχτηκε καθόλου σχεδόν: οι κυριότεροι μάρτυρες, ιδιαίτερα οι δυο αντίζηλες, είχαν κάνει κιόλας την κατάθεσή τους. Η περιέργεια είχε προς το παρόν ικανοποιηθεί. Το ακροατήριο είχε μάλιστα κουραστεί. Επρόκειτο ακόμα ν' ακουστούν μερικοί μάρτυρες που κατά πάσαν πιθανότητα δε θα μπορούσαν να προσθέσουν τίποτα νέο σ' αυτά που είχαν κιόλας κατατεθεί. Και στο μεταξύ η ώρα περνούσε. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πλησίασε κάπως καταπληχτικά αργά μην κοιτάζοντας κανέναν και χαμήλωσε μάλιστα το κεφάλι σα να σκεφτόταν κάτι βλοσυρός. Ήταν ντυμένος άψογα μα απ' το πρόσωπό του εμένα τουλάχιστο μου 'κανε την εντύπωση πως δεν ήταν καλά: Τούτο το πρόσωπο είχε κάτι το χωματένιο, κάτι που θύμιζε άνθρωπο που πεθαίνει. Τα μάτια του ήταν θολά. Τα σήκωσε και κοίταξε ένα γύρο αργά-αργά την αίθουσα. Ο Αλιόσα αναπήδησε ξαφνικά απ' την καρέκλα του κι αναστέναξε: αχ! Το θυμάμαι αυτό. Μα κι αυτό λίγοι το παρατηρήσανε.

Ο πρόεδρος άρχισε να του λέει πως είναι μάρτυρας χωρίς όρκο, πως μπορεί να μιλήσει ή να σωπάσει μα πως φυσικά όλα όσα θα πει πρέπει να 'ναι κατά συνείδηση κ.τ.λ, κ.τ.λ. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς τον άκουγε και τον κοίταζε με βλέμμα θολό. Μα ξάφνου το πρόσωπό του άρχισε αργά-αργά να πλαταίνει σ' ένα χαμόγελο, και μόλις ο πρόεδρος, που τον κοίταζε με απορία, τέλειωσε, αυτός ξάφνου έβαλε τα γέλια.

—Κι ύστερα άλλο τίποτα; ρώτησε δυνατά.

Όλοι ησυχάσανε στην αίθουσα σαν κάτι να αισθάνθηκαν. Ο πρόεδρος ανησύχησε.

—Μήπως... δεν αισθάνεσθε ακόμα εντελώς καλά; πρόφερε αυτός γυρεύοντας με το βλέμμα του τον κλητήρα.

—Μην ανησυχείτε, εξοχότατε, είμαι αρκετά υγιής και μπορώ να σας διηγηθώ μερικά πράγματα ενδιαφέροντα, απάντησε ξάφνου εντελώς ήρεμα και με σεβασμό ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

— Έχετε ν' ανακοινώσετε τίποτα το ιδιαίτερο; ρώτησε ο πρόεδρος με κάποια δυσπιστία ακόμα.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς χαμήλωσε το κεφάλι, αργοπόρησε μερικά δευτερόλεπτα και, ξανασηκώνοντας το κεφάλι, απάντησε σα να τραύλιζε:

— Όχι... δεν έχω. Δεν έχω τίποτα το εξαιρετικό.

Άρχισαν να του υποβάλουν ερωτήσεις. Απαντούσε σαν άθελά του, κάπως υπερβολικά σύντομα, με κάποια μάλιστα αηδία, που όλο και μεγάλωνε αν και, για να λέμε την αλήθεια, απαντούσε παρ' όλα αυτά λογικά. Σε πολλές ερωτήσεις έλεγε πως δεν ξέρει τίποτα. Για τους λογαριασμούς του πατέρα του με το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς δεν ήξερε τίποτα. «Κι ούτε ασχολήθηκα μ' αυτό», πρόφερε. Για τις απειλές να σκοτώσει τον πατέρα είχε ακούσει απ' τον κατηγορούμενο, για τα λεφτά στο φάκελο είχε ακούσει απ' το Σμερντιακόβ.

— Όλο τα ίδια και τα ίδια, διέκοψε ξάφνου με κουρασμένο ύφος: δεν μπορώ να πω τίποτα ιδιαίτερο στο δικαστήριο.

—Βλέπω πως είστε αδιάθετος και καταλαβαίνω τα συναισθήματά σας, άρχισε να λέει ο πρόεδρος.

Γύρισε κιόλας στον εισαγγελέα και στο συνήγορο καλώντας τους να υποβάλλουν ερωτήσεις αν το 'βρισκαν απαραίτητο, όταν ξάφνου ο Ιβάν Φιοντόροβιτς με τσακισμένη φωνή παρακάλεσε:

—Αφήστε με, εξοχότατε, αισθάνομαι τον εαυτό μου πολύ άσχημα.

Λέγοντας αυτά, χωρίς να περιμένει την άδεια, γύρισε ξάφνου κι άρχισε να προχωρεί για να βγει απ' την αίθουσα. Μα όταν έκανε κάπου τέσσερα βήματα, σταμάτησε σαν κάτι να σκέφτηκε κείνη ακριβώς τη στιγμή, χαμογέλασε και ξαναγύρισε αμέσως στη θέση του:

—Είμαι και γω, εξοχότατε, σαν εκείνη τη νεαρή χωρική... ξέρετε πώς το λένε: «Θέλω πάω, θέλω δεν πάω». Τρέχουνε πίσω της με το νυφικό της για να τη ντύσουν και να την πάνε στην εκκλησία κι αυτή λέει και ξαναλέει: «Θέλω πάω, θέλω δεν πάω». Αυτό γίνεται σε κάποια μας εθνότητα...

—Τι θέλετε να πείτε μ' αυτό; ρώτησε αυστηρά ο πρόεδρος.

—Να, έβγαλε ξάφνου ο Ιβάν Φιοντόροβιτς μια δέσμη χαρτονομίσματα- να τα λεφτά... κείνα τα ίδια που βρίσκονταν σε κείνο το φάκελο (έδειξε με το κεφάλι το τραπέζι με τα πειστήρια) που γι' αυτά σκότωσαν τον πατέρα. Πού να τα βάλω; Κύριε δικαστικέ κλητήρα, πάρτε τα.

Ο κλητήρας πήρε τη δέσμη και την έδωσε στον πρόεδρο.

—Πώς έγινε και βρεθήκανε αυτά τα χρήματα στα χέρια σας... αν είναι κείνα τα ίδια; πρόφερε κατάπληχτος ο πρόεδρος.

—Μου τα 'δωσε ο Σμερντιακόβ, ο δολοφόνος, χτες. Ήμουν σπίτι του λίγη ώρα πριν κρεμαστεί. Αυτός σκότωσε τον πατέρα κι όχι ο αδερφός μου. Αυτός σκότωσε και γω τον δίδαξα να σκοτώσει... Ποιος δεν επιθυμεί το θάνατο του πατέρα του;

—Είστε στα λογικά σας ή όχι; του ξέφυγε του προέδρου.

—Αυτό είπα ίσα-ίσα, ότι έχω τα λογικά μου, τ' άτιμα λογικά, τα λογικά που έχετε και σεις κι όλα αυτά τα μούτρ-ρ-ρα! γύρισε ξαφνικά πρός το ακροατήριο. Σκοτώσανε έναν πατέρα κι όλοι υποκρίνονται πως τρομάξανε, είπε τρίζοντας τα δόντια του με μανιασμένη περιφρόνηση. Υποκρίνονται ο ένας μπροστά στον άλλον. Ψεύτες! Όλοι επιθυμούν το θάνατο του πατέρα τους. Η μια οχιά τρώει την άλλη... Αν δεν υπήρχε εδώ πατροκτονία, όλοι αυτοί θα θυμώνανε και θα φεύγανε έξω φρενών... Θεάματα! «Άρτον και θεάματα!» Μα και γω καλός είμαι. Έχετε νερό ή όχι; Δώστε μου να πιω, για όνομα του Χριστού!

Άρπαξε ξαφνικά το κεφάλι του. Ο κλητήρας τον πλησίασε αμέσως. Ο Αλιόσα ξάφνου σηκώθηκε και φώναξε:

«Είναι άρρωστος, μην τον πιστεύετε, έχει παραλήρημα!»

Η Κατερίνα Ιβάνοβνα σηκώθηκε ορμητικά απ' την καρέκλα της και, ακίνητη απ' τη φρίκη, κοίταζε τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. Ο Μίτια σηκώθηκε και με κάποιο άγριο στραβό χαμόγελο κοίταζε κι άκουγε άπληστα τον αδερφό του.

—Ησυχάστε, δεν είμαι τρελός, είμαι μονάχα φονιάς! άρχισε πάλι ο Ιβάν. Από ένα φονιά δεν μπορείτε δα να ζητάτε καλλιέπεια... πρόσθεσε ξάφνου, άγνωστο γιατί, και γέλασε σπασμωδικά.

Ο εισαγγελέας με φανερή σύγχυση έσκυψε στον πρόεδρο. Οι δικαστές ψιθυρίζανε κάτι ανήσυχοι ο ένας στον άλλον. Ο Φετιουκόβιτς έστησε τ' αυτί του. Η αίθουσα νεκρώθηκε απ' την αναμονή. Ο πρόεδρος σα να συνήλθε ξάφνου.

—Μάρτυς, τα λόγια σας είναι ακατανόητα κι απαράδεκτα. Ησυχάστε, αν μπορείτε, και διηγηθείτε μας... αν πραγματικά έχετε τίποτα να μας διηγηθείτε. Με τι μπορείτε να υποστηρίξετε μια τέτοια ομολογία... αν μονάχα δεν παραμιλάτε;

—Αυτό είναι ίσα-ίσα, που δεν έχω μάρτυρες. Ο σκύλος ο Σμερντιακόβ δε θα σας στείλει την κατάθεσή του απ' τον άλλο κόσμο μέσα σε... φάκελο. Εσείς όλο φακέλους θέλετε- φτάνει ο ένας που 'χετε. Δεν έχω μάρτυρες... Εκτός από έναν ίσως, χαμογέλασε σκεφτικός.

—Ποιος είναι ο μάρτυράς σας;

—Είναι με ουρίτσα, εξοχότατε, δεν είναι σύμφωνος με τους τύπους. Le diable n' existe point: (Ο διάβολος δεν υπάρχει!) Μην του δίνετε σημασία, ψωριάρης είναι, ασήμαντος διαβολάκος, πρόσθεσε παύοντας ξάφνου να γελάει και σάμπως εμπιστευτικά: ίσως να 'ναι κάπου εδώ, να εδώ κάτω απ' το τραπέζι με τα πειστήρια, πού αλλού θα μπορούσε να κάτσει αν όχι εκεί; Ακούστε με: Εγώ του είπα: δε θέλω να σωπάσω και κείνος μίλαγε για τη γεωλογική ανατροπή —ανοησίες! Ελευθερώστε λοιπόν το έκτρωμα —αυτός άρχισε να τραγουδάει έναν ύμνο, είναι γιατί αισθάνεται ελαφριά τη συνείδησή του! Το ίδιο όπως κι ένας μεθυσμένος κανάγιας θα ξεφώνιζε το «πήγε ο Βάνκα μου στην Πετρούπολη» ενώ εγώ για δυο δευτερόλεπτα χαράς θα 'δινα ένα τετράκις εκατομμύριο τετράκις εκατομμύρια. Δε με ξέρετε σεις εμένα! Ω, πόσο είναι όλα ανόητα εδώ σε σας! Λοιπόν πάρτε μένα αντί γι' αυτόν! Δεν μπορεί να ήρθα χωρίς λόγο... Γιατί, γιατί όλα να

'ναι τόσο ανόητα;

Κι έφερε το βλέμμα γύρω, αργά-αργά, σ' όλη την αίθουσα, σα να σκεφτότανε. Μα τώρα πια όλοι αναταράχτηκαν. Ο Αλιόσα έκανε να ορμήσει προς το μέρος του μα ο κλητήρας τον άρπαξε κιόλας τον Ιβάν Φιοντόροβιτς απ' το χέρι.

—Τι θα πει πάλι αυτό; ξεφώνισε αυτός εξετάζοντας προσεχτικά τον κλητήρα και ξαφνικά αρπάζοντας τον απ' τους ώμους, τον πέταξε με μανία χάμω.

Μα η φρουρά είχε πια καταφτάσει, τον σήκωσαν στα χέρια και τότε αυτός άρχισε να ουρλιάζει σπαραχτικά. Κι όλη την ώρα που τον βγάζανε έξω, ούρλιαζε και φώναζε κάτι ασυνάρτητο.

Έγινε φασαρία. Δεν τα θυμάμαι όλα με τη σειρά τους, ήμουν και γω ταραγμένος και δεν πρόφτασα να τα παρακολουθήσω όλα. Ξέρω μονάχα πως ύστερα, όταν όλα πια ησυχάσανε κι όλοι καταλάβανε περί τίνος πρόκειται, ο κλητήρας βρήκε τον μπελά του παρ' όλο που εξήγησε στους προϊσταμένους του πως ο μάρτυρας ήταν όλο τον καιρό υγιής, πως τον κοίταξε ο γιατρός όταν εδώ και μια ώρα τού ήρθε μια ελαφριά ζάλη, μα πως πριν μπει στην αίθουσα μιλούσε λογικά, έτσι που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τίποτα. Απεναντίας ο ίδιος επέμενε και ήθελε με κάθε τρόπο να δώσει κατάθεση. Μα πριν ησυχάσουν όλοι κι έρθουν στον εαυτό τους ακολούθησε και δεύτερη σκηνή: Η Κατερίνα Ιβάνοβνα έπαθε υστερική κρίση. Κραύγαζε δυνατά, έβαλε τα κλάματα, μα δεν ήθελε να φύγει, παρακαλούσε να μην τη βγάλουν έξω και ξάφνου φώναξε στον πρόεδρο:

—Πρέπει να κάνω ακόμα μια κατάθεση, τώρ' αμέσως... αμέσως... πάρτε το, διαβάστε το γρήγορα, γρήγορα! Είναι το γράμμα αυτού του τέρατος, αυτουνού, αυτουνού! έλεγε δείχνοντας τον Μίτια. Αυτός σκότωσε τον πατέρα του, θα το δείτε αμέσως, μου γράφει πως θα σκοτώσει τον πατέρα του! Ενώ εκείνος είναι άρρωστος, άρρωστος, έχει παραλήρημα! Είναι τρεις μέρες τώρα που το βλέπω πως έχει πυρετό!

Έτσι φώναζε έξω φρενών. Ο κλητήρας πήρε το χαρτί που αυτή πρότεινε στον πρόεδρο και κείνη πέφτοντας στο κάθισμά της και κρύβοντας το πρόσωπό της με τα χέρια, άρχισε να κλαίει σπασμωδικά και με λυγμούς, και καταπνίγοντας και τον παραμικρό στεναγμό από φόβο μην τη βγάλουν απ' την αίθουσα. Το χαρτί που 'δωσε ήταν κείνο το ίδιο το γράμμα του Μίτια που το 'χε στείλει απ' την ταβέρνα Πρωτεύουσα, που ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ονόμαζε «μαθηματικής σπουδαιότητας» ντοκουμέντο. Αλίμονο, το δικαστήριο παραδέχτηκε αυτή τη μαθηματικότητά του κι αν δεν υπήρχε αυτό το γράμμα ίσως και να μην καταστρεφόταν ο Μίτια, ή τουλάχιστο η καταστροφή του δε θα 'ταν τόσο φριχτή! Το ξαναλέω, ήταν δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς όλες τις λεπτομέρειες, και τώρ' ακόμα όλα μου παρουσιάζονται εντελώς συγκεχυμένα. Ο πρόεδρος βέβαια θ' ανακοίνωσε αμέσως το καινούργιο ντοκουμέντο στους δικαστές, στον εισαγγελέα, στο συνήγορο, στους ενόρκους. Θυμάμαι μονάχα πως άρχισαν να ρωτάνε τη μάρτυρα: Στην ερώτηση: ησύχασε τάχα αυτή; που της απηύθυνε ήρεμα ο πρόεδρος, η Κατερίνα Ιβάνοβνα αναφώνησε ορμητικά:

—Είμαι έτοιμη, έτοιμη! Είμαι εντελώς σε κατάσταση να σας απαντήσω, πρόσθεσε φανερά ακόμα φοβισμένη πως αυτοί, για κάποιο λόγο, δε θα θελήσουν να την ακούσουν.

Την παρακάλεσαν να δώσει λεπτομερέστερες εξηγήσεις: Τι γράμμα είν' αυτό και κάτω από ποιες συνθήκες το έλαβε; —Το έλαβα την παραμονή του εγκλήματος, μα το 'χε γράψει μια μέρα πιο πριν στην ταβέρνα, θα πει λοιπόν πως το 'γραψε δυο μέρες πριν απ' το έγκλημά του — κοιτάξτε, είναι γραμμένο σε κάποιο λογαριασμό! φώναξε αυτή λαχανιάζοντας. Αυτός τότε με μισούσε γιατί μόνος του φέρθηκε παλιανθρωπίστικα και πήγε μ' αυτό το γύναιο... Και γιατί ακόμα μου χρωστούσε κείνες τις τρεις χιλιάδες... Ω, ντρεπότανε κι ο ίδιος για τις τρεις χιλιάδες, για την ίδια την ποταπότητα του! Αυτές οι τρεις χιλιάδες, να πώς έγιναν —σας παρακαλώ, σας ικετεύω να μ' ακούσετε: Τρεις βδομάδες προτού σκοτώσει τον πατέρα του ήρθε ένα πρωί σπίτι μου.

Εγώ ήξερα πως του χρειάζονταν χρήματα και ήξερα γιατί —ναι, ναι, ακριβώς για να δελεάσει αυτό το γύναιο και να την πάρει να φύγουν. Το 'ξερα τότε πως με είχε πια απατήσει και θέλει να με παρατήσει, και γω, εγώ η ίδια του 'δωσα τότε αυτά τα χρήματα, εγώ η ίδια του τα πρότεινα τάχα για να τα στείλει στην αδερφή μου στη Μόσχα, κι όταν του τα 'δινα τον κοίταζα στα μάτια και του 'πα πως μπορεί να τα στείλει όποτε θέλει «ακόμα κι ύστερα από 'να μήνα». Πώς λοιπόν, πώς λοιπόν να μην κατάλαβε πως του 'λεγα καταπρόσωπο: «σου χρειάζονται λεφτά για να μ' απατήσεις με την πρόστυχή σου, να λοιπόν τα λεφτά, εγώ η ίδια σου τα δίνω, πάρ' τα, αν είσαι τόσο άτιμος ώστε να τα πάρεις!»... Ήθελα να τον ξεμασκαρέψω μπροστά στα ίδια του τα μάτια. Αυτός τα πήρε, τα πήρε κι έφυγε, και τα ξόδεψε μ' αυτή την πρόστυχη σε μια νύχτα. Μα το κατάλαβε, το κατάλαβε πως όλα τα ξέρω, σας βεβαιώνω πως το κατάλαβε τότε και τούτο: πως εγώ, δίνοντάς του τα λεφτά, τον δοκιμάζω μονάχα: θα 'ναι τάχα τόσο άτιμος ώστε να τα πάρει από μένα ή όχι; Τον κοίταζα στα μάτια κι αυτός το ίδιο με κοίταζε στα μάτια, όλα τα καταλάβαινε και τα πήρε, τα πήρε κι έφυγε με τα λεφτά μου!

—Αλήθεια Κάτια! ούρλιαξε ξάφνου ο Μίτια- σε κοίταζα στα μάτια και καταλάβαινα πως μ' ατιμάζεις κι όμως πάρ' όλα αυτά τα πήρα τα λεφτά σου! Περιφρονείστε τον παλιάνθρωπο, περιφρονείστε τον όλοι, τ' αξίζω!

—Κατηγορούμενε, μια λέξη ακόμα να πείτε και θα σας βγάλω έξω, φώναξε ο πρόεδρος.

—Αυτά τα λεφτά τον βασανίζανε, συνέχισε η Κάτια με σπασμωδική βιασύνη. Ήθελε να μου τα δώσει, το 'θελε, αυτό είναι αλήθεια, μα του χρειάζονταν λεφτά και γι' αυτή την πρόστυχη. Να λοιπόν που σκοτώνει τον πατέρα του μα τα λεφτά δεν μου τα επιστρέφει μα φεύγει μαζί της σε κείνο το χωριό όπου τον πιάσανε. Εκεί πάλι τα γλέντησε αυτά τα λεφτά που έκλεψε απ' τον πατέρα του που σκότωσε. Και μια μέρα πριν απ' το φόνο μού 'γραψε αυτό το γράμμα, το 'γραψε μεθυσμένος, αυτό το κατάλαβα αμέσως τότε, το 'γραψε από μίσος και ξέροντας, όντας βέβαιος, πως εγώ σε κανέναν δε θα δείξω αυτό το γράμμα, ακόμα κι αν σκότωνε. Αλλιώς δε θα το 'γραφε. Ήξερε πως δε θα 'θελα να τον εκδικηθώ και να τον καταστρέψω! Μα διαβάστε, διαβάστε το προσεχτικά, προσεχτικότερα παρακαλώ, και θα δείτε πως στο γράμμα όλα τα περιέγραψε, όλα από πριν: πώς θα σκοτώσει τον πατέρα του και πού βρίσκονται τα λεφτά: Κοιτάχτε, παρακαλώ, προσέξτε μη σας διαφύγει αυτή η φράση: «θα σκοτώσω, αρκεί να 'χει φύγει ο Ιβάν», θα πει λοιπόν πως από πρώτα το μελέτησε με ποιο τρόπο θα σκοτώσει, είπε με κακεντρέχεια στο δικαστήριο η Κατερίνα Ιβάνοβνα.

Ω, ήταν φανερό πως είχε διαβάσει και είχε μελετήσει ως την τελευταία λεπτομέρεια αυτό το μοιραίο γράμμα και ήξερε την κάθε του φρασούλα. «Αν δεν ήταν μεθυσμένος δε θα μου 'γραφε, μα κοιτάξτε, εκεί είναι όλα γραμμένα από πρώτα, όλα ακριβέστατα όπως εξετέλεσε αργότερα το φόνο, όλο το πρόγραμμα!»

Έτσι αναφωνούσε έξω φρενών και φυσικά περιφρονώντας όλες τις συνέπειες για τον εαυτό της, αν και βέβαια τις πρόβλεπε ίσως από δω κι ένα μήνα, γιατί και τότε ίσως ανατριχιάζοντας από μίσος σκεφτότανε: «να το διαβάσω τάχα αυτό στο δικαστήριο;» Τώρα όμως σαν να την είχε πάρει ο κατήφορος. Θυμάμαι πως κείνην ακριβώς τη στιγμή το γράμμα διαβάστηκε δυνατά απ' το γραμματέα και προκάλεσε συντριπτική εντύπωση. Ρωτήσανε το Μίτια: το παραδέχεται αυτό το γράμμα για δικό του;

—Δικό μου, δικό μου είναι! αναφώνησε ο Μίτια. Αν δεν ήμουν μεθυσμένος, δε θα το 'γραφα!... Για πολλά πράματα μισούσαμε ο ένας τον άλλον, Κάτια, μα, τ' ορκίζουμαι, τ' ορκίζουμαι πως εγώ και μισώντας σε σ' αγαπούσα, ενώ εσύ —όχι!

Σωριάστηκε στο εδώλιο συσπώντας τα χέρια του απ' την απελπισία. Ο εισαγγελέας κι ο συνήγορος άρχισαν να της υποβάλλουν διασταυρούμενες ερωτήσεις που είχαν κυρίως αυτό το νόημα:

«Τι σας έκανε ν' αποκρύψετε πριν από λίγο ένα τέτοιο ντοκουμέντο και να καταθέσετε μ' εντελώς άλλο πνεύμα και τόνο;»

—Ναι, ναι, πριν από λίγο είπα ψέματα, όλο ψέματα είπα, ενάντια στην τιμή και στη συνείδησή μου, μα ήθελα τότε να τον σώσω, γιατί με μισούσε και με περιφρονούσε τόσο, σαν αλλόφρονη αναφώνησε η Κάτια. Ω, με περιφρονούσε φριχτά, με περιφρονούσε πάντα και, ξέρετε, ξέρετε, με περιφρονούσε από κείνη κιόλας τη στιγμή, όταν έπεσα κείνη τη φορά στα πόδια του για κείνα τα λεφτά. Αυτό το είδα... Εγώ τότε το αισθάνθηκα αμέσως αυτό, μα για πολύν καιρό δεν πίστευα στον εαυτό μου. Πόσες φορές δε διάβασα στα μάτια του: «Ό,τι και να πεις, μόνη σου ήρθες τότε σπίτι μου». Ω, δεν κατάλαβε, δεν κατάλαβε καθόλου γιατί έτρεξα τότε σ' αυτόν, είναι ικανός να υποπτεύεται μονάχα την προστυχιά! Έκρινε εξ ιδίων, νόμιζε πως όλοι είναι σαν κι αυτόν, έτριξε τα δόντια της θυμωμένα η Κάτια, με πλήρη πια παραφορά. Και θέλησε να με παντρευτεί μόνο και μόνο γιατί πήρα την κληρονομιά, γι' αυτό, γι' αυτό! Πάντα το υποπτευόμουν πως γι' αυτό ήταν! Ω, είναι τέρας! Ήταν πάντα βέβαιος πως θα τρέμω μπροστά του σ' όλη μου τη ζωή από ντροπή γιατί τότε πήγα σπίτι του, και πως μπορεί αιώνια να με περιφρονεί και γι' αυτό να 'χει τα πρωτεία, —να γιατί ήθελε να με παντρευτεί! Έτσι είναι, όλα έτσι είναι! Προσπάθησα να τον νικήσω με την αγάπη μου, την ατέλειωτη αγάπη μου, ακόμα και την απιστία του ήθελα να υπομείνω, μα αυτός δεν κατάλαβε τίποτα, τίποτα! Μα μήπως μπορεί να καταλάβει τίποτα; Είναι τέρας! Αυτό το γράμμα το πήρα μόλις την άλλη μέρα το βράδυ, μου το στείλανε απ' την ταβέρνα, και το πρωί ακόμα, το πρωί ακόμα, κείνη τη μέρα, ήθελα να του τα συγχωρέσω όλα, όλα, ακόμα και την απιστία του!

Εννοείται πως ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας την καθησύχαζαν. Είμαι βέβαιος πως ίσως μάλιστα και να ντρέπονταν όλοι τους να επωφελούνται απ' την παραφορά της και ν' ακούν τέτοιες εξομολογήσεις. Θυμάμαι πως άκουσα να της λένε:

«Καταλαβαίνουμε πόσο σας είναι οδυνηρό, πιστέψτε μας, είμαστε ικανοί να το αισθανθούμε», κ.τ.λ, κ.τ.λ.

Μα παρ' όλα αυτά απέσπασαν κατάθεση από μια γυναίκα σε μια στιγμή νευρικής κρίσης που 'χε χάσει τα λογικά της. Τέλος περιέγραψε μ' εξαιρετική καθαρότητα, που τόσο συχνά, αν και στιγμιαία, λάμπει ακόμα και σε στιγμές μιας τόσο τεταμένης κατάστασης, πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς σχεδόν έχανε τα λογικά του όλους αυτούς τους δυο μήνες ψάχνοντας να βρει τρόπο να σώσει «το τέρας, αυτόν το φονιά», τον αδερφό του. —Βασάνιζε τον εαυτό του, αναφωνούσε αυτή· όλο ήθελε να ελαττώσει την ενοχή του, ομολογώντας μου πως κι ο ίδιος δεν αγαπούσε τον πατέρα του και ίσως κι ο ίδιος να ποθούσε το θάνατό του. Ω, είναι μια βαθιά, πολύ βαθιά συνείδηση! Καταβασάνισε τον εαυτό του με τη συνείδηση! Όλα μου τα ομολογούσε, ερχόταν κάθε μέρα και μίλαγε μαζί μου σα με το μοναδικό του φίλο. Έχω την τιμή να 'μαι ο μοναδικός του φίλος! αναφώνησε ξάφνου αυτή, σα με κάποια πρόκληση, και τα μάτια της λάμψανε. Είχε πάει στον Σμερντιακόβ δυο φορές.

Μια φορά ήρθε σπίτι μου και μου λέει: Αν σκότωσε ο Σμερντιακόβ κι όχι ο αδερφός μου (γιατί αυτόν το μύθο, πως σκότωσε ο Σμερντιακόβ, τον λέγανε όλοι στην πολιτεία μας), τότε ίσως να φταίω και γω γιατί ο Σμερντιακόβ ήξερε πως δεν αγαπούσα τον πατέρα και ίσως νόμιζε πως θέλω το θάνατο του πατέρα. Τότε εγώ έβγαλα αυτό το γράμμα και του το 'δειξα, κι αυτός πείστηκε εντελώς πως σκότωσε ο αδερφός του κι αυτό πια τον τσάκισε ολότελα. Δεν μπορούσε να το υποφέρει πως ο αδερφός του είναι πατροκτόνος! Ακόμα, εδώ και μια εβδομάδα, είδα πως έχει αρρωστήσει απ' αυτό. Είδα πως άρχιζε να χάνει τα λογικά του. Τις τελευταίες μέρες τον έβλεπα να παραληρεί στο σπίτι μου, έβλεπα πως σάλευαν τα λογικά του. Τον είδανε και στους δρόμους έτσι. Περπάταγε και παραμιλούσε. Ο γιατρός που ήρθε απ' τη Μόσχα ύστερα από παράκλησή μου τον εξέτασε προχθές και μου είπε πως βρίσκεται στα πρόθυρα του εγκεφαλικού πυρετού. Κι όλα εξαιτίας εκείνου, εξαιτίας αυτού του τέρατος. Και χτες έμαθε πως ο Σμερντιακόβ πέθανε, —αυτό του 'κανε τόση εντύπωση που τρελάθηκε... κι όλα εξαιτίας αυτού του τέρατος, επειδή ήθελε να σώσει αυτό το τέρας.

Ω, εννοείται πως το να μιλάει κανείς έτσι και να προβαίνει σε τέτοιες ομολογίες, αυτό δεν μπορεί να το κάνει παρά μια φορά στη ζωή του —όταν πρόκειται να πεθάνει, λόγου χάρη ανεβαίνοντας στο ικρίωμα. Μα η Κάτια βρισκόταν ακριβώς μέσα στο χαρακτήρα της και στη στιγμή της. Αυτή ήταν, η ίδια, κείνη η ορμητική Κάτια που έτρεξε τότε στον ακόλαστο νεαρό για να σώσει τον πατέρα της η ίδια Κάτια που πριν από λίγο, μπροστά σ' όλο αυτό το ακροατήριο, περήφανη και πάναγνη, πρόσφερε τον εαυτό της και την κοριτσίστικη ντροπή της θυσία, με το να διηγηθεί το «ευγενικό φέρσιμο του Μίτια», για να ελαφρύνει κάπως την τύχη που τον περίμενε. Και να που τώρα πρόσφερε με τον ίδιο τρόπο θυσία τον εαυτό της, μα για άλλον πια, και ίσως μονάχα τώρα, μονάχα αυτή τη στιγμή, κατανοώντας για πρώτη φορά πόσο πολύτιμος της ήταν αυτός ο άλλος! Θυσίασε τον εαυτό της απ' το φόβο της γι' αυτόν, νομίζοντας ξαφνικά πως κατάστρεψε τον εαυτό του καταθέτοντας πως αυτός σκότωσε κι όχι ο αδερφός του, πως θυσιάστηκε για να τον σώσει, να σώσει τη φήμη του και την υπόληψή του! Παρ' όλα αυτά όμως κάτι το τρομερό ανέκυψε απ' αυτό· έλεγε ψέματα για τον Μίτια περιγράφοντας τις αλλοτινές σχέσεις της μ' αυτόν; Να το ερώτημα· όχι, όχι, δε συκοφαντούσε με πρόθεση όταν φώναζε πως ο Μίτια την περιφρονούσε για την εδαφιαία της υπόκλιση! Το πίστευε κι η ίδια αυτό, ήταν βαθιά πεπεισμένη, απ' τη στιγμή ίσως κείνης της υπόκλισης, πως ο απλόκαρδος Μίτια, που τη λάτρευε ακόμα τότε, την κοροϊδεύει και την περιφρονεί. Και μονάχα από περηφάνια δέθηκε τότε μαζί του με αγάπη υστερική και σπαραχτική, από προσβλημένη περηφάνια, κι αυτή η αγάπη έμοιαζε περισσότερο με εκδίκηση παρά με αγάπη· ω, ίσως αυτή η ραγισμένη αγάπη να μετουσιωνόταν σε πραγματικό έρωτα, ίσως η Κάτια να μην ποθούσε παρά μονάχα αυτό, μα ο Μίτια την πρόσβαλε με την απιστία του ως τα κατάβαθα της ψυχής της κι η ψυχή δε συγχώρεσε. Κι η στιγμή της εκδίκησης παρουσιάστηκε αναπάντεχα, κι όλα όσα μαζεύονταν τόσον καιρό στο στήθος της προσβλημένης γυναίκας μεμιάς και πάλι αναπάντεχα ξεπετάχτηκαν έξω. Πρόδωσε το Μίτια μα πρόδωσε και τον εαυτό της! Και, εννοείται, μόλις πρόφτασε να εκφραστεί, η υπερένταση έσπασε και η ντροπή τη συνέτριψε. Την έπιασε πάλι υστερία, έπεσε κλαίγοντας μ' αναφιλητά και φωνάζοντας. Την έβγαλαν έξω στα χέρια. Τη στιγμή που τη βγάζανε, η Γκρούσενκα έβγαλε μια κραυγή κι όρμησε στο Μίτια έτσι που δεν πρόφτασαν να τη συγκρατήσουν.

—Μίτια! ούρλιαξε- σε χαντάκωσε η οχιά σου! Τώρα μας έδειξε τι είναι! φώναξε αυτή τρέμοντας απ' το κακό της στους δικαστές. Ο πρόεδρος έκανε νόημα και πήγαν να τη βγάλουν απ' την αίθουσα. Αυτή αντιστεκόταν, χτυπιότανε και προσπαθούσε να ξαναγυρίσει στο Μίτια. Ο Μίτια ούρλιαξε κι όρμησε κι αυτός προς το μέρος της. Τους συγκράτησαν.

Ναι, υποθέτω πως οι φιλοθεάμονες κυρίες μας θα 'μειναν ευχαριστημένες: το θέαμα ήταν πλούσιο. Ύστερα απ' αυτό θυμάμαι πως ήρθε ο γιατρός απ' τη Μόσχα. Νομίζω πως και πριν απ' αυτό ο πρόεδρος είχε στείλει τον κλητήρα για να φροντίσουν τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. Ο γιατρός είπε στο δικαστήριο πως ο άρρωστος βρίσκεται σε πολύ επικίνδυνη κρίση πυρετού και πως θα 'πρεπε να τον απομακρύνουν αμέσως. Σ' ερωτήσεις του εισαγγελέα και της υπεράσπισης, επιβεβαίωσε πως ο ασθενής είχε έρθει να τον δει μόνος του προχτές και πως αυτός του 'χε προείπει πως θα 'χε σύντομα κρίση πυρετού, μα πως δε θέλησε να υποβληθεί σε θεραπεία. «Ήταν σε ανώμαλη ψυχική κατάσταση. Μου ομολογούσε ο ίδιος πως βλέπει ξύπνιος οράματα, πως συναντά στο δρόμο διάφορα πρόσωπα που έχουν ήδη πεθάνει, και πως κάθε βράδυ τον επισκέπτεται ο Σατανάς», κατέληξε ο διάσημος γιατρός κι αφού τέλειωσε την κατάθεσή του, αποσύρθηκε.

Το γράμμα που παρουσίασε η Κατερίνα Ιβάνοβνα συμπεριλήφθηκε στα πειστήρια. Ύστερα από σύσκεψη, το δικαστήριο αποφάσισε: να συνεχιστεί η εξέταση των μαρτύρων και οι δυο απρόσμενες καταθέσεις (της Κατερίνας Ιβάνοβνας και του Ιβάν Φιοντόροβιτς) να καταχωρηθούν στα πρακτικά.

Μα δε θα περιγράφω πια τη συνέχεια της δίκης. Άλλωστε και οι καταθέσεις των άλλων μαρτύρων ήταν μονάχα επαναλήψεις κι επιβεβαιώσεις των προηγούμενων αν κι όλες με τις χαρακτηριστικές τους ιδιομορφίες. Μα, το ξαναλέω, όλα θα συγκεντρωθούν σ' ένα σημείο, στην αγόρευση του εισαγγελέα που θα την αναφέρω τώρα. Όλοι ήταν ταραγμένοι, όλοι είχαν ηλεκτριστεί με την τελευταία καταστροφή και με καυτερή ανυπομονησία περιμένανε το γρηγορότερο τη λύση, τις αγορεύσεις του εισαγγελέα και της υπεράσπισης και την ετυμηγορία. Ο Φετιουκόβιτς ήταν φανερά ταραγμένος με την κατάθεση της Κατερίνας Ιβάνοβνας. Αντίθετα ο εισαγγελέας θριάμβευε. Όταν τέλειωσε η ακροαματική διαδικασία έγινε διακοπή της συνεδρίασης, που βάσταξε σχεδόν μια ώρα. Τέλος ο πρόεδρος έδωσε το λόγο στον εισαγγελέα. Νομίζω πως η ώρα ήταν οχτώ το βράδυ όταν ο εισαγγελέας μας, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, άρχισε την αγόρευσή του.