×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 12. IX. Η ψυχολογία στο φόρτε της...

12. IX. Η ψυχολογία στο φόρτε της...

IX. Η ψυχολογία στο φόρτε της. Η τρόικα που καλπάζει. Το τέλος της αγόρευσης του εισαγγελέα.

Φτάνοντας σ' αυτό το σημείο της αγόρευσής του, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς που διάλεξε φανερά την αυστηρά ιστορική μέθοδο της ανάπτυξης του θέματος, που σ' αυτήν αγαπούν πολύ να προστρέχουν όλοι οι νευρικοί ρήτορες που επιζητούν σταθερά πλαίσια για να συγκρατούν την προσωπική τους ανυπόμονη παραφορά, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς επεκτάθηκε ιδιαίτερα για τον «προηγούμενο» και «αναμφισβήτητο» και διατύπωσε σ' αυτό το θέμα μερικές σκέψεις ενδιαφέρουσες στο είδος τους.

«Ο Καραμάζοβ, που τους ζήλευε όλους μέχρι λύσσας, ξάφνου και μονομιάς σα να πέφτει και να εξαφανίζεται μπροστά στον “προηγούμενο” και “αναμφισβήτητο”. Κι αυτό είναι τόσο πιο παράδοξο όσο πρώτα ούτε πρόσεχε αυτόν τον καινούργιο γι' αυτόν κίνδυνο, που τον πλησίαζε στο πρόσωπο του απροσδόκητου αντίζηλου. Μα όλο φανταζόταν πως αυτό είναι πολύ μακριά κι ο Καραμάζοβ πάντα ζει με την παρούσα στιγμή. Πιθανό να τον θεωρούσε σαν πλάσμα της φαντασίας. Μα όταν κατάλαβε στη στιγμή με την αρρωστημένη καρδιά του πως ίσως γι' αυτό ακριβώς αυτή η γυναίκα τον έκρυβε αυτόν το νέο αντίζηλο, γι' αυτό και τον ξεγελούσε προηγούμενα, επειδή αυτός ο καινουργιοφερμένος αντίζηλος δεν ήταν καθόλου πλάσμα της φαντασίας της, μα το παν γι' αυτήν, όλα, η μόνη της απαντοχή στη ζωή, —μόλις το κατάλαβε αυτό, υποτάχθηκε. Τι τα θέλετε, κύριοι ένορκοι, δεν μπορώ ν' αντιπαρέλθω αυτό το απροσδόκητο χαρακτηριστικό στην ψυχή του κατηγορουμένου, που θα νόμιζε κανείς πως δεν ήταν με κανέναν τρόπο ικανός να εκδηλώσει τέτοια αισθήματα. Παρουσιάστηκε ξάφνου η άτεγκτη ανάγκη της αλήθειας, του σεβασμού προς τη γυναίκα, η παραδοχή των δικαιωμάτων της καρδιάς της, και πότε; Τη στιγμή που έβαψε γι' αυτήν τα χέρια του στο αίμα του πατέρα του! Είναι αλήθεια κιόλας πως και το χυμένο αίμα άρχισε πια να φωνάζει κείνη τη στιγμή για εκδίκηση, γιατί αυτός, καταστρέφοντας την ψυχή του κι όλη την επίγεια μοίρα του, θα 'πρεπε να συναισθανθεί και ν' αναρωτηθεί κείνη τη στιγμή: “Τι σημασία έχει αυτός και τι σημασία μπορεί να 'χει τώρα γι' αυτήν, γι' αυτό το πλάσμα που το αγαπούσε περισσότερο κι απ' την ψυχή του, σε σύγκριση με τον “προηγούμενο” κι “αναμφισβήτητο” που μετάνιωσε και γύρισε σ' αυτή τη γυναίκα που κάποτε είχε καταστρέψει, με καινούργια αγάπη, με τίμιες, προτάσεις και με την υπόσχεση μιας αναγεννημένης κι ευτυχισμένης πια ζωής; Κι αυτός ο δυστυχισμένος, τι θα της δώσει τώρα, τι θα της προτείνει;” Ο Καραμάζοβ τα κατάλαβε όλ' αυτά, κατάλαβε πως το έγκλημά του τού 'φραξε όλους τους δρόμους και πως είναι απλώς καταδικασμένος εγκληματίας κι όχι άνθρωπος που πρόκειται να ζήσει! Αυτή η σκέψη τον τσάκισε και τον αφάνισε. Και να που αποφασίζει αμέσως ένα παράφορο σχέδιο που με το χαρακτήρα του Καραμάζοβ δεν μπορούσε να μην του φανεί σα μοναδική και μοιραία διέξοδος απ' την τρομερή του κατάσταση. Αυτή η διέξοδος ήταν η αυτοκτονία. Τρέχει να πάρει τα πιστόλια που υποθήκευσε στον Περχότιν και ταυτόχρονα, την ώρα που τρέχει, βγάζει απ' την τσέπη όλα τα λεφτά που γι' αυτά μόλις τώρα έβαψε τα χέρια του με το πατρικό αίμα. Ω, τα λεφτά τού χρειάζονται τώρα περισσότερο απ' το καθετί. Ο Καραμάζοβ πεθαίνει. Ο Καραμάζοβ αυτοκτονεί. Κι αυτό θα το θυμούνται όλοι. Δεν είμαστε άδικα ποιητές, δεν κάναμε άδικα παρανάλωμα τη ζωή μας. “Σ' αυτήν, σ' αυτήν —και κει, ω! εκεί θα κάνω γλέντι τρικούβερτο, ένα γλέντι που δεν έχει ξαναγίνει, για να το θυμούνται και να μιλάνε γι' αυτό πολύν καιρό. Ανάμεσα στις άγριες φωνές, τα τρελά τραγούδια και τους χορούς των τσιγγάνων, θα σηκώσουμε το ποτήρι και θα ευχηθούμε στη λατρευτή μας για την καινούργια της ευτυχία, κι ύστερα, εκεί μπροστά στα πόδια της, θα τινάξουμε τα μυαλά μας στον αέρα! Για να τιμωρήσουμε τη ζωή μας! Θα θυμηθεί κάποτε το Μίτια Καραμάζοβ, θα δει πώς την αγαπούσε ο Μίτια, θα λυπηθεί τον Μίτια!” Πολλή γραφικότητα, ρομαντική παραφορά, καραμαζοβική φρενίτιδα κι αισθηματικότητα, —μα και κάτι άλλο, κύριοι ένορκοι, κάτι που φωνάζει μέσα στην καρδιά, χτυπάει μέσα στο μυαλό ακατάπαυστα· και δηλητηριάζει την ψυχή του μέχρι θανάτου,— αυτό το κάτι είναι η συνείδηση, κύριοι ένορκοι, είναι η κρίση της, οι τρομερές της τύψεις! Μα το πιστόλι όλα θα τα συμφιλιώσει, το πιστόλι είναι η μοναδική διέξοδος κι άλλη δεν υπάρχει, και κει —δεν ξέρω, να σκέφτηκε τάχα κείνη τη στιγμή ο Καραμάζοβ “τί θα γίνει εκεί” και μπορεί τάχα ο Καραμάζοβ να σκέφτεται σαν τον Άμλετ τι θα γίνει εκεί; Όχι, κύριοι ένορκοι, εκείνοι έχουν Αμλέτους και μεις προς το παρόν μονάχα Καραμάζοβ!» Εδώ ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς περιέγραψε λεπτομερέστατα την εικόνα, τις ετοιμασίες του Μίτια, τη σκηνή στου Περχότιν, στο μπακάλικο, με τους αμαξάδες. Ανάφερε πλήθος από φράσεις, κουβέντες, χειρονομίες, όλα επιβεβαιωμένα από μάρτυρες —κι η εικόνα επέδρασε τρομερά στην πεποίθηση των ακροατών. Το κυριότερο επέδρασε το σύνολο των γεγονότων. Η ενοχή αυτού του ανθρώπου που σφάδαζε μη λογαριάζοντας καθόλου πια τον εαυτό του, πρόβαλε αδιαφιλονίκητη.

«Δεν υπήρχε πια λόγος να φυλάει τον εαυτό του», συνέχισε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, «δυο τρεις φορές παραλίγο να ομολογήσει εντελώς, σχεδόν έκανε υπαινιγμούς, μονάχα που δεν τους τέλειωνε (εδώ αναφέρθηκε στις καταθέσεις των μαρτύρων). Ακόμα και στον αμαξά, στο δρόμο, φώναξε: “Το ξέρεις τάχα πως έχεις ένα φονιά στο αμάξι σου;” Μα να τα πει όλα καθαρά δεν μπορούσε: Έπρεπε πρώτα να φτάσει στο Μόκρογιε και κει να τελειώσει το ποίημα. Μα τι περιμένει ωστόσο εκεί το δυστυχισμένο; Το γεγονός είναι ότι απ' τις πρώτες κιόλας στιγμές στο Μόκρογιε βλέπει και τέλος καταλαβαίνει εντελώς πως ο “αναμφισβήτητος” αντίζηλός του ίσως να μην είναι καθόλου τόσο “αναμφισβήτητος” και πως δε θέλουν απ' αυτόν ούτε δέχονται την ευχή για την καινούργια ευτυχία. Μα τα γεγονότα, κύριοι ένορκοι, σας είναι γνωστά απ' τη δικαστική ανάκριση. Ο θρίαμβος του Καραμάζοβ πάνω στον ανταγωνιστή του ήταν πλήρης και τότε, ω, τότε άρχισε πια μια εντελώς νέα φάση στην ψυχή του, και μάλιστα η πιο τρομερή φάση απ' όλες που έζησε και θα ζήσει ποτέ αυτή η ψυχή! Μπορούμε να παραδεχτούμε θετικά, κύριοι ένορκοι», αναφώνησε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, «πως η υβρισμένη φύση κι η εγκληματική καρδιά είναι χειρότεροι εκδικητές από κάθε επίγεια δικαιοσύνη. Κι όχι μονάχα αυτό: Η δικαιοσύνη κι η επίγεια τιμωρία καταπραΰνουν μάλιστα την τιμωρία της φύσης, είναι μάλιστα απαραίτητες για την ψυχή του εγκληματία σ' αυτές τις στιγμές σα σωτηρία της απ' την απόγνωση, γιατί ούτε να φανταστώ δεν μπορώ κείνη τη φρίκη και τα ηθικά μαρτύρια του Καραμάζοβ όταν έμαθε πως αυτή τον αγαπάει, πως γι' αυτόν αποδιώχνει τον “προηγούμενό” της και “αναμφισβήτητο”, πως αυτόν, αυτόν, το Μίτια, τον καλεί μαζί της για μια καινούργια ζωή, του υπόσχεται την ευτυχία, κι αυτό πότε; Όταν όλα γι' αυτόν είχαν τελειώσει κι όταν τίποτα πια δεν μπορεί να κάνει! Μ' αυτή την ευκαιρία θα κάνω εν παρόδω μια πολύ σπουδαία για μας παρατήρηση που θα μας διαφωτίσει για την πραγματική κατάσταση που βρέθηκε τότε ο κατηγορούμενος: αυτή η γυναίκα, αυτή η αγάπη, ως την τελευταία τούτη στιγμή, ως τη στιγμή μάλιστα της σύλληψης, ήταν γι' αυτόν ένα πλάσμα απρόσιτο, που το ποθούσε με πάθος και που δεν μπορούσε να το φτάσει. Μα γιατί, γιατί δεν αυτοκτόνησε την ίδια κείνη στιγμή, γιατί εγκατέλειψε την παρμένη απόφαση και μάλιστα ξέχασε πού βρίσκονται τα πιστόλια του; Μα ίσα-ίσα αυτή η παθιασμένη δίψα για έρωτα κι η ελπίδα την ίδια στιγμή να την κορέσει τον συγκράτησαν. Στην παραζάλη του γλεντιού γαντζώθηκε απ' την αγαπημένη του, που γλένταγε κι αυτή μαζί του, πανέμορφη κι ελκυστική γι' αυτόν περισσότερο από κάθε άλλη φορά —δε φεύγει από κοντά της, την καμαρώνει, εκμηδενίζεται μπροστά της. Αυτή η γεμάτη πάθος δίψα του μπόρεσε για μια στιγμή να καταπνίξει όχι μονάχα το φόβο της σύλληψης μα κι αυτές τις τύψεις. Για μια στιγμή, ω! μονάχα για μια στιγμή. Φαντάζομαι την τοτινή κατάσταση της ψυχής του εγκληματία που ήταν δουλικά υποταγμένη σε τρία στοιχεία που την εδέσποζαν απόλυτα: πρώτα-πρώτα το μεθύσι, η παραζάλη κι ο θόρυβος, τα ποδοκροτήματα των χορών, τα τσιρίγματα του τραγουδιού κι εκείνη, εκείνη, ξαναμμένη απ' το κρασί, να τραγουδάει και να χορεύει και να του χαμογελάει μεθυσμένη! Δεύτερο η απόμακρη ενθαρρυντική ελπίδα πως η μοιραία λύση είναι ακόμα μακριά, ή τουλάχιστο πως δεν είναι πολύ κοντά, —μονάχα την άλλη μέρα, μονάχα το πρωί θα 'ρθουν να τον συλλάβουν. Θα πει λοιπόν πως έχει αρκετές ώρες, αυτό είναι πολύ, τρομερά πολύ! Σε μερικές ώρες μπορεί πολλά να σκεφτεί κανείς. Φαντάζομαι πως του συνέβαινε κάτι παρόμοιο με την ώρα που πάνε τον εγκληματία για να τον εκτελέσουν στην κρεμάλα: Πρέπει ακόμα να περάσουν ένα μακρύ, πολύ μακρύ δρόμο, και μάλιστα με βήμα κανονικό, ανάμεσ' από πλήθος κόσμου, ύστερα θα στρίψουν σ' άλλο δρόμο, και στο τέλος μονάχα αυτού του δρόμου είναι η τρομερή πλατεία! Νομίζω πως στην αρχή της πορείας ο κατάδικος, καθισμένος στο κάρο της καταισχύνης, πρέπει να αισθάνεται πως έχει ακόμα μπροστά του ατέλειωτη ζωή. Μα να που φεύγουν τα σπίτια, το κάρο όλο και προχωράει, —ω, αυτό δεν είναι τίποτα,— ως τη στροφή, στον άλλο δρόμο, είναι τόσο μακριά ακόμα, και να που κοιτάει ακόμα θαρραλέα δεξιά κι αριστερά, αυτές τις χιλιάδες των ανθρώπων που τον κοιτάνε περίεργα, χωρίς συμμετοχή, καρφώνοντας πάνω του τα βλέμματα, κι έχει ακόμα την εντύπωση πως είναι κι αυτός σαν εκείνους, άνθρωπος. Μα να κι η στροφή στον άλλο δρόμο, κι αυτό δεν είναι τίποτα, είναι ακόμα ένας ολόκληρος δρόμος. Κι όσα σπίτια κι αν περνάνε, όλο θα σκέφτεται: “Μένουν ακόμα πολλά σπίτια”, κι έτσι ως το τέλος, ως την πλατεία. Αυτό συνέβαινε, φαντάζομαι, και τότε με τον Καραμάζοβ. “Ακόμα δεν προφτάσανε κει πέρα, σκέφτεται, ακόμα μπορώ να βρω κάτι, ω, θα 'χω ακόμα τον καιρό να φτιάξω το σχέδιο της υπεράσπισης, να σκεφτώ μιαν απολογία, μα τώρα, τώρα —τώρα αυτή είναι τόσο θεσπέσια!” Όλα θολά και τρομερά είναι στην ψυχή του, μα προφταίνει ωστόσο να ξεχωρίσει τα μισά απ' τα χρήματά του και να τα κρύψει κάπου, —αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω πού μπορούσε να εξαφανιστεί ολόκληρο το μισό κείνων των τριών χιλιάδων που μόλις τις είχε πάρει απ' τον πατέρα του, κάτω απ' το μαξιλάρι. Στο Μόκρογιε δεν πήγαινε για πρώτη φορά, είχε γλεντήσει κει πέρα δυο μερόνυχτα. Αυτό το παλιό, μεγάλο ξύλινο σπίτι τού είναι γνωστό μ' όλους τους αχυρώνες του, μ' όλες τις γαλαρίες του. Υποθέτω ακριβώς πως μέρος των χρημάτων κρύφτηκε τότε ακριβώς σ' αυτό το σπίτι, λίγο πριν απ' τη σύλληψη, σε καμιά χαραμάδα, ή κάτω από καμιά σανίδα του πατώματος, ή σε καμιά γωνιά, κάτω απ' τη στέγη —γιατί; Μα πώς γιατί; Η καταστροφή μπορεί να γίνει από στιγμή σε στιγμή- βέβαια δε σκεφτήκαμε ακόμα πώς να την αντιμετωπίσουμε, μα κι ούτε έχουμε καιρό, και τα μελίγγια μας χτυπάνε, και κείνη μας τραβάει, τα λεφτά όμως —τα λεφτά σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητα.

»Ένας άνθρωπος με λεφτά είναι παντού άνθρωπος. Μπορεί μια τέτοια υπολογιστικότητα σε μια τέτοια στιγμή να σας φανεί αφύσικη; Μα κι ο ίδιος μας βεβαιώνει πως ένα μήνα πριν, σε μιαν επίσης ταραχώδη και μοιραία στιγμή, ξεχώρισε απ' τις τρεις χιλιάδες τα μισά και τα 'ραψε στο φυλαχτό, κι αν βέβαια αυτό δεν είναι αλήθεια, πράγμα που και θ' αποδείξουμε τώρα, ωστόσο αυτή η ιδέα είναι γνωστή στον Καραμάζοβ, την έχει ξανασκεφτεί. Κι όχι μονάχα αυτό: Όταν αργότερα βεβαίωνε τον ανακριτή πως έβαλε κατά μέρος χίλια πεντακόσια ρούβλια στο φυλαχτό (που ποτέ δεν υπήρξε) ίσως κιόλας να σκαρφίστηκε αυτό το φυλαχτό, την ίδια κείνη στιγμή, ίσα-ίσα επειδή δυο ώρες πριν είχε βάλει κατά μέρος τα μισά απ' τα χρήματά του και τα 'χε κρύψει κάπου κει στο Μόκρογιε, για κάθε ενδεχόμενο, ως το πρωί, μονάχα για να μην τα 'χει απάνω του, από μια ξαφνική έμπνευση. Δύο αβύσσους, κύριοι ένορκοι, θυμηθείτε πως ένας Καραμάζοβ μπορεί ν' ατενίζει δυο αβύσσους και τις δυο ταυτόχρονα! Ψάξαμε σε κείνο το σπίτι μα δε βρήκαμε τίποτα. Ίσως τα λεφτά να 'ναι ακόμα κει, μα ίσως να εξαφανίστηκαν την άλλη κιόλας μέρα και τώρα να τα 'χει ο κατηγορούμενος. Όπως και να 'ναι, τον συλλάβαμε γονατιστό μπροστά της, αυτή ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, αυτή του έτεινε τα χέρια κι εκείνος τόσο πολύ τα 'χε ξεχάσει όλα κείνη τη στιγμή που ούτε κι άκουσε τους αστυνομικούς που πλησιάζανε. Δεν πρόφτασε να προετοιμαστεί καθόλου.

»Και να τος μπροστά στους δικαστές του, μπροστά στους κριτές της τύχης του. Κύριοι ένορκοι, υπάρχουν στιγμές που, εκτελώντας το καθήκον μας, τρομάζουμε σχεδόν κι οι ίδιοι μπροστά στον άνθρωπο, τρομάζουμε για τον άνθρωπο. Αυτές είναι οι στιγμές που ατενίζουμε κείνη τη κτηνώδη φρίκη, όταν ο κακούργος βλέπει πια πως όλα είναι χαμένα, μα όλο και παλεύει ακόμα, όλο έχει ακόμα την πρόθεση να παλέψει μαζί σας. Είναι στιγμές που όλα τα ένστικτα της αυτοσυντήρησης ξυπνάνε μέσα του μονομιάς, κι αυτός, πασκίζοντας να σώσει τον εαυτό του, σας κοιτάει μ' ένα βλέμμα διαπεραστικό, ερωτηματικό και πονεμένο, καιροφυλαχτεί κι εξετάζει το πρόσωπό σας, τις σκέψεις σας, περιμένει από ποια πλευρά θα χτυπήσετε, και φτιάχνει στη στιγμή, μέσα στο ταραγμένο μυαλό του, χιλιάδες σχέδια, μα παρ' όλ' αυτά φοβάται να μιλήσει, φοβάται μήπως προδοθεί! Αυτές οι ταπεινωτικές στιγμές της ανθρώπινης ψυχής, αυτή η πορεία της μέσα στα βασανιστήρια, αυτή η ζωώδης προσπάθεια αυτοσωτηρίας —είναι φριχτές και προκαλούν καμιά φορά ρίγη και συμπόνια για τον κατηγορούμενο, και στον ανακριτή ακόμα! Και να που σ' όλ' αυτά ήμαστε τότε μάρτυρες. Στην αρχή ήταν σα χαμένος, και πάνω στη φρίκη του τού ξέφυγαν μερικές λέξεις που τον επιβαρύνουν πολύ: “Αίμα! Το αξίζω!" Μα γρήγορα συγκρατήθηκε. Τι να πει, τι ν' απαντήσει σ' όλ' αυτά, δεν τα 'χει έτοιμα ακόμα, μα είναι έτοιμη μονάχα μια σκέτη άρνηση. “Για το θάνατο του πατέρα μου δεν είμαι ένοχος!" Να προς το παρόν ο φράχτης μας και κει, πίσω απ' το φράχτη, ίσως ακόμα και να φτιάξουμε τίποτα, κανένα οδόφραγμα. Τις επιβαρυντικές του αναφωνήσεις βιάζεται να τις εξηγήσει, προλαμβάνοντας τις ερωτήσεις μας, λέγοντας πως θεωρεί τον εαυτό του ένοχο μονάχα για το θάνατο του υπηρέτη Γρηγόρη. “Γι' αυτό το αίμα είναι ένοχος, μα ποιος λοιπόν σκότωσε τον πατέρα μου, κύριοι, ποιος τον σκότωσε; Ποιος λοιπόν μπορούσε να σκοτώσει τον πατέρα αν όχι εγώ;” Τ' ακούτε αυτό; μας ρωτάει ο ίδιος εμάς, εμάς που ήρθαμε σ' αυτόν με την ίδια αυτή ερώτηση! Ακούτε αυτή την προτρέχουσα φρασούλα: “αν όχι εγώ", αυτή τη ζωώδη πονηριά, αυτή την αφέλεια, κι αυτή την καραμαζοβική ανυπομονησία; Δε σκότωσα εγώ, κι ούτε να το σκέφτεστε πως εγώ σκότωσα: “Ήθελα να σκοτώσω, κύριοι, ήθελα να σκοτώσω", ομολογεί γρήγορα-γρήγορα (βιάζεται, ω, βιάζεται τρομερά!) “όμως είμαι αθώος, δε σκότωσα εγώ!” Μας παραχωρεί το πως ήθελε να σκοτώσει: Το βλέπετε κι οι ίδιοι, σα να λέει, πόσο είμαι ειλικρινής, ε, λοιπόν πιστέψτε με το γρηγορότερο πως δε σκότωσα εγώ. Ω, σ' αυτές τις περιπτώσεις ο εγκληματίας γίνεται καμιά φορά απίστευτα επιπόλαιος κι εύπιστος. Και τότε, σαν εντελώς κατά λάθος, η ανάκριση του υποβάλλει την πιο αφελή ερώτηση: “Μα μήπως σκότωσε ο Σμερντιακόβ;” Έγινε αυτό ακριβώς που περιμέναμε: Θύμωσε τρομερά που τον προλάβανε και τον πιάσανε απροετοίμαστο όταν δεν είχε ακόμα προφτάσει να προετοιμάσει, να εκλέξει και ν' αρπάξει κείνη την ευκαιρία, όταν η κατηγορία εναντίον του Σμερντιακόβ θα 'ταν πιο αληθοφανής. Ο χαρακτήρας του τον παράσυρε αμέσως στα άκρα κι άρχισε ο ίδιος να μας βεβαιώνει μ' όλη του τη δύναμη πως ο Σμερντιακόβ δεν μπορούσε να σκοτώσει, δεν είναι ικανός να σκοτώσει. Μα μην τον πιστεύετε, αυτό ήταν απλώς μια πονηριά του: Αυτός καθόλου, καθόλου δεν παραιτείται ακόμα απ' το Σμερντιακόβ. Απεναντίας θα τον προβάλλει ακόμα. Γιατί ποιον άλλον να προβάλει αν όχι αυτόν; Μα αυτό θα το κάνει σε μιαν άλλη στιγμή, γιατί τώρα η δουλειά χάλασε. Θα τον προβάλει μονάχα αύριο, ίσως μάλιστα κι ύστερ' από μερικές μέρες βρίσκοντας τη στιγμή που θα μας φωνάξει ο ίδιος: “Βλέπετε, και γω ο ίδιος αρνιόμουνα την ενοχή του Σμερντιακόβ, περισσότερο κι από σας, αυτό το θυμάστε, μα τώρα και γω πείστηκα: Αυτός σκότωσε. Και βέβαια αυτός!” Προς το παρόν όμως πέφτει στην πιο σκυθρωπή κι ευερέθιστη άρνηση, η ανυπομονησία κι ο θυμός ωστόσο του υποβάλλουν την πιο ανόητη κι αναληθοφανή εξήγηση για το πώς κοίταζε στο παράθυρο του πατέρα του και πώς έφυγε με σεβασμό από κει. Το κυριότερο, δεν ξέρει ακόμα τα γεγονότα, δεν ξέρει τις καταθέσεις του Γρηγόρη που συνήλθε. Ερχόμαστε στην εξέταση και στη σωματική έρευνα. Η έρευνα τον θυμώνει μα και του δίνει κουράγιο: Δε βρήκανε όλες τις τρεις χιλιάδες, βρήκανε μονάχα χίλια πεντακόσια ρούβλια. Και φυσικά, μονάχα σ' αυτή τη στιγμή της θυμωμένης σιωπής και άρνησης του 'ρχεται στο νου για πρώτη φορά στη ζωή του η ιδέα για το φυλαχτό. Χωρίς αμφιβολία, αισθάνεται κι ο ίδιος όλο το απίθανο της επινόησης και βασανίζεται, βασανίζεται τρομερά, πώς να την κάνει πιο πιθανή, να τη φτιάξει έτσι που να γίνει ένα ολόκληρο αληθοφανές μυθιστόρημα. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, η πρώτη πρώτη δουλειά, το πρώτο πρόβλημα για την ανάκριση, είναι να μην του δώσει τον καιρό να προετοιμαστεί, να τον χτυπήσει αναπάντεχα, για να εκφράσει ο εγκληματίας τις ιδέες του σ' όλη τους την αφέλεια, αναληθοφάνεια κι αντιφατικότητα που τον προδίνουν. Δεν μπορεί κανείς ν' αναγκάσει έναν εγκληματία να μιλήσει παρά μονάχα ανακοινώνοντάς του αναπάντεχα και σάμπως τυχαία κάποιο νέο γεγονός, κάποιο περιστατικό κολοσσιαίας σημασίας μα που αυτός με κανένα τρόπο δε φανταζότανε ως τα τώρα, και με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να το προβλέψει. Αυτό το γεγονός το είχαμε έτοιμο, ω! από ώρα πια έτοιμο: Είναι η κατάθεση του υπηρέτη Γρηγόρη, όταν συνήλθε, για την ανοιχτή πόρτα, απ' όπου το 'σκασε ο κατηγορούμενος. Αυτή την πόρτα την είχε εντελώς ξεχάσει και δεν υπέθετε πως μπορούσε να τη δει ο Γρηγόρης. Το αποτέλεσμα ήταν κολοσσιαίο. Σηκώθηκε και ξάφνου μας φώναξε: “ο Σμερντιακόβ σκότωσε, ο Σμερντιακόβ!” και να που πρόδωσε τη μυστική, τη βασική του σκέψη, με την πιο αναληθοφανή της μορφή, μια κι ο Σμερντιακόβ θα μπορούσε να σκοτώσει μονάχα ύστερ' από τότε που αυτός τραυμάτισε το Γρηγόρη κι έφυγε τρέχοντας. Κι όταν του ανακοινώσαμε πως ο Γρηγόρης είδε την πόρτα ανοιχτή πριν απ' τον τραυματισμό του και βγαίνοντας απ' την κρεβατοκάμαρά του άκουσε το Σμερντιακόβ να βογγάει πίσω απ' το χώρισμα —ο Καραμάζοβ ήταν στ' αλήθεια συντριμμένος. Ο συνεργάτης μου, ο σεβαστός μας και διορατικότατος Νικολάι Παρφιόνοβιτς, μου 'λεγε αργότερα πως κείνη τη στιγμή τον λυπήθηκε μέχρι δακρύων. Και κείνη ακριβώς τη στιγμή, για να διορθώσει την κατάσταση, βιάζεται να μας ανακοινώσει γι' αυτό το περίφημο φυλαχτό: Ας είναι, σα να λέει, ακούστε κι αυτή την ιστορία. Κύριοι ένορκοι, σας εξέθεσα πια για ποιους λόγους θεωρώ όλη αυτή την εφεύρεση των χρημάτων που είχαν ραφτεί ένα μήνα πριν μέσα στο φυλαχτό όχι μονάχα ανοησία μα και σαν το πιο αναληθοφανές επινόημα που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί σ' αυτή την περίπτωση. Κι αν ακόμα στοιχηματίζαμε τι μπορεί να πει κανείς και να φανταστεί πιο αναληθοφανές, και τότε ακόμα δε θα μπορούσαμε να σκεφτούμε τίποτα χειρότερο. Εδώ μπορεί κανείς ν' αποστομώσει και να συντρίψει τον θριαμβεύοντα μυθοπλάστη με τις λεπτομέρειες, με τις ίδιες κείνες λεπτομέρειες που απ' αυτές τόσο είναι πλούσια η πραγματικότητα και που πάντα, σαν κάτι εντελώς ασήμαντο κι άχρηστο, περιφρονούν αυτοί οι δυστυχισμένοι ακούσιοι μυθιστοριογράφοι και μάλιστα ούτε καν τις σκέφτονται. Ω, κείνη τη στιγμή δεν έχουν καιρό να τα σκεφτούν αυτά, το μυαλό τους δημιουργεί μονάχα το μεγαλεπίβολο σύνολο —και να που τολμάνε να τους ανακατεύουν με τέτοια μικροπράματα! Μα σ' αυτά ακριβώς τους πιάνουνε! Ρωτάνε τον κατηγορούμενο: “Καλά, κι από πού πήρατε το ύφασμα για το φυλαχτό σας, ποιος σας το έραψε;” “Μονάχος μου το 'ραψα”. “Και το ύφασμα από πού το πήρατε;” Ο κατηγορούμενος πια εξοργίζεται, θεωρεί σχεδόν προσβλητική γι' αυτόν μια τέτοια ασημαντότητα και —το πιστεύετε τάχα;— ειλικρινά, ειλικρινά! Μα τέτοιοι είναι όλοι τους. “Έσκισα ένα κομμάτι απ' το πουκάμισό μου" —θαυμάσια. Συνεπώς αύριο κιόλας θα μπορέσουμε να βρούμε στα ρούχα σας αυτό το σκισμένο πουκάμισο. Και σκεφτείτε, κύριοι ένορκοι, αν μονάχα βρίσκαμε πραγματικά αυτό το πουκάμισο (και πώς να μην το βρίσκαμε αυτό το πουκάμισο στη βαλίτσα ή στη ντουλάπα του αν υπήρχε πραγματικά;) —τότε αυτό θα ήταν ένα γεγονός, γεγονός απτό προς όφελος του κατηγορουμένου! Μα αυτό δεν μπορεί να το καταλάβει. “Δε θυμάμαι, ίσως να μην ήταν απ' το πουκάμισο, το 'ραψα στο σκουφάκι της νοικοκυράς”. “Τι σκουφάκι ήταν αυτό;" “Της το πήρα, το 'χε κει παραπεταμένο, ένα παλιοκούρελο κει πέρα". “Αυτό το θυμάστε καλά;" “Όχι, δεν το θυμάμαι..." Και θυμώνει, θυμώνει και παρ' όλ' αυτά —φανταστείτε!— πώς να μην το θυμηθεί κανείς αυτό; Και στις πιο τρομερές στιγμές του ανθρώπου, ακόμα κι όταν τον πάνε για εκτέλεση, κάτι τέτοιες λεπτομέρειες έρχονται στη μνήμη. Μπορεί όλα να τα ξεχάσει μα κάποια πράσινη στέγη, που έπεσε πάνω της το μάτι του στο δρόμο ή μια κουρούνα στο σταυρό της εκκλησίας —αυτά θα τα θυμηθεί. Αυτός ράβοντας το φυλαχτό του θα κρυβόταν απ' τους ανθρώπους του σπιτιού, έπρεπε να θυμάται πόσο ταπεινωτικά υπόφερε από φόβο μήπως μπούνε μέσα και τον δούνε με τη βελόνα στο χέρι. Πως σε κάθε χτύπο πηδούσε κι έτρεχε να κρυφτεί πίσω απ' το χώρισμα (στο σπίτι του έχει ένα τέτοιο χώρισμα)... Μα, κύριοι ένορκοι, γιατί σας τα λέω όλ' αυτά, όλες αυτές τις λεπτομέρειες, τα μικροπράματα, αναφώνησε ξάφνου ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς. Μα ακριβώς γιατί ο κατηγορούμενος επιμένει σ' όλην αυτήν την ανοησία ως ετούτη τη στιγμή! Σ' όλους αυτούς τους δυο μήνες από κείνη την ίδια τη μοιραία γι' αυτόν στιγμή, τίποτα δεν εξήγησε, δεν πρόσθεσε κανένα πραγματικό γεγονός στις προηγούμενες φανταστικές του καταθέσεις: Όλ' αυτά, σα να λέει, είναι μικροπράματα, και σεις να πιστεύετε στο λόγο της τιμής μου. Ω, θα είμαστε ευτυχείς να τον πιστέψουμε, λαχταράμε να πιστέψουμε στο λόγο της τιμής του. Μήπως είμαστε τσακάλια που διψάμε γι' ανθρώπινο αίμα; Δώστε μας, δείξτε μας έστω κι ένα γεγονός σ' όφελος του κατηγορουμένου και θα χαρούμε —μα γεγονός πειστικό, πραγματικό κι όχι σαν τα συμπεράσματα του αδερφού του που τα στηρίζει στην έκφραση του προσώπου του κατηγορουμένου ή σαν εκείνη την ένδειξη για το ότι αυτός, χτυπώντας το στήθος του, έπρεπε να δείχνει το φυλαχτό του και μάλιστα μέσα στο σκοτάδι. Θα χαρούμε για το νέο γεγονός, θα παραιτηθούμε πρώτοι απ' την κατηγορία μας, θα βιαστούμε να παραιτηθούμε. Τώρα όμως η δικαιοσύνη απαιτεί ν' ακουστεί η φωνή της και μεις επιμένουμε, επιμένουμε στην κατηγορία και δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από τίποτα».

Ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς πέρασε δω στον επίλογο. Λες κι είχε πυρετό, φώναζε για το χυμένο αίμα, για το αίμα του πατέρα που τον σκότωσε ο γιος «με τον ταπεινό σκοπό της ληστείας». Έδειχνε σταθερά την τραγική και κραυγάζουσα συρροή των γεγονότων.

«Κι ό,τι κι αν ακούσετε απ' τον περίφημο για το ταλέντο του συνήγορο του κατηγορουμένου (δεν κρατήθηκε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς), όσα λόγια ευφραδή και συγκινητικά κι αν ακουστούν εδώ που θα κάνουν έκκληση στα ευγενικά σας αισθήματα —εσείς θυμηθείτε πως τούτη τη στιγμή βρίσκεστε στο ιερό της Δικαιοσύνης. Θυμηθείτε πως είστε υπερασπιστές της αλήθειας μας, υπερασπιστές της αγίας Ρωσίας μας, των αρχών της, της οικογενείας της, του κάθε ιερού της! Ναι, σεις εδώ αντιπροσωπεύετε τη Ρωσία τούτη τη στιγμή κι όχι μονάχα σ' αυτή την αίθουσα θ' ακουστεί η ετυμηγορία σας, μα σ' όλη τη Ρωσία, κι όλη η Ρωσία θα σας ακούσει σαν υπερασπιστές και δικαστές της και θα πάρει θάρρος ή θ' αποθαρρυνθεί απ' την ετυμηγορία σας. Μη βασανίζετε λοιπόν τη Ρωσία και την προσδοκία της, η μοιραία μας τρόικα τρέχει καλπάζοντας κι ίσως να τραβάει στο χαμό. Κι από καιρό πια σ' ολόκληρη τη Ρωσία απλώνουν τα χέρια και προσπαθούν να σταματήσουν αυτό το λυσσασμένο, ασυλλόγιστο καλπασμό. Κι αν παραμερίζουν προς το παρόν οι άλλοι λαοί μπροστά στην αφηνιασμένη τρόικα, αυτό ίσως να μη γίνεται καθόλου από σεβασμό, όπως το θέλησε ο ποιητής, μα απλώς από φρίκη — σημειώστε το αυτό. Από φρίκη μα ίσως κι από αηδία και πάλι καλά που παραμερίζουν μα ίσως να πάψουν κιόλας να παραμερίζουν και να σταθούν σταθερό τείχος μπροστά στο ορμητικό όραμα και να σταματήσουν οι ίδιοι τον τρελό καλπασμό της αποχαλίνωσής μας, με σκοπό να σώσουν τον εαυτό τους, τη μόρφωση και τον πολιτισμό! Αυτές τις κραυγές κινδύνου απ' την Ευρώπη τις έχουμε ακούσει κιόλας. Αρχίζουν πια ν' αντηχούν. Μην τους βάζετε σε πειρασμό λοιπόν, μην υποδαυλίζετε το ολοένα αυξανόμενο μίσος τους με μιαν ετυμηγορία που θα δικαιώνει το φόνο του πατέρα απ' τον ίδιο του το γιο!...»

Με δυο λόγια, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς μ' όλο που παρασύρθηκε, τέλειωσε ωστόσο παθητικά και πραγματικά η εντύπωση που έκανε ήταν εξαιρετική. Αυτός ο ίδιος, αφού τέλειωσε την αγόρευσή του, βγήκε βιαστικά και, το ξαναλέω, έπεσε σχεδόν λιπόθυμος στο πλαϊνό δωμάτιο. Η αίθουσα δε χειροκρότησε μα οι σοβαροί άνθρωποι έμειναν ικανοποιημένοι. Μονάχα οι κυρίες δεν έμειναν και τόσο ικανοποιημένες μα και σ' αυτές άρεσε η καλλιέπεια της αγόρευσης, αφού μάλιστα για τ' αποτέλεσμα δε φοβόνταν καθόλου και τα περιμένανε όλα απ' τον Φετιουκόβιτς —«επιτέλους θα μιλήσει και θα τους σαρώσει όλους!» Τα μάτια όλων είναι στραμμένα στο Μίτια. Σ' όλη την αγόρευση του εισαγγελέα είχε μείνει σιωπηλός, με σφιγμένα τα χέρια και τα δόντια και τα μάτια χαμηλωμένα. Πού και πού μονάχα σήκωνε το κεφάλι του κι αφουγκραζόταν. Ιδιαίτερα όταν μίλησαν για τη Γκρούσενκα. Όταν ο εισαγγελέας ανέφερε τη γνώμη του Ρακίτιν γι' αυτήν, στο πρόσωπό του φάνηκε ένα περιφρονητικό και μοχθηρό χαμόγελο και πρόφερε έτσι που ακούστηκε αρκετά: «Μπερνάρηδες!» Κι όταν ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς ανακοίνωσε για το πώς τον ανέκρινε και τον βασάνιζε στο Μόκρογιε, ο Μίτια ανασήκωσε το κεφάλι του κι άκουγε με τρομερή περιέργεια. Σ' ένα μέρος μάλιστα σα να θέλησε να ορμήσει απάνω και κάτι να φωνάξει, μα συγκρατήθηκε, κι ανασήκωσε μονάχα περιφρονητικά τους ώμους. Γι' αυτό το τέλος της αγόρευσης, ειδικά για τα κατορθώματα του εισαγγελέα στο Μόκρογιε κατά την ανάκριση του εγκληματία, μιλούσαν ύστερα στην κοινωνία μας κοροϊδευτικά για τον Ιππόλυτο Κυρίλοβιτς:

«Δε βάσταξε, βλέπεις, ο άνθρωπος να μην καυχηθεί για τις ικανότητές του».

Η συνεδρίαση διακόπηκε, μα για πολύ λίγο, για ένα τέταρτο, το πολύ είκοσι λεπτά. Στο πλήθος ακούγονταν κουβέντες και ξεφωνητά. Μερικές τις θυμάμαι.

—Σπουδαία αγόρευση! παρατήρησε ένας κύριος σοβαρά- σοβαρά σε κάποια παρέα.

—Το παραξήλωσε όμως με την ψυχολογία, ακούστηκε άλλη φωνή.

—Μα όλα είν' αλήθεια, αναντίρρητη αλήθεια.

—Σε κάτι τέτοια είναι μάστορας.

— Έβγαλε τη σούμα.

—Και μας και μας μάς έβγαλε τη σούμα, προστέθηκε και τρίτη φωνή. Στην αρχή της αγόρευσης, θυμάστε, είπε πως όλοι είμαστε ίδιοι σαν τον Φιόντορ Παύλοβιτς!

—Και στο τέλος το ίδιο. Όμως σ' αυτό είπε ψέματα.

—Μα υπήρχαν κι ασάφειες.

—Παρασύρθηκε λιγάκι.

—Δεν έκανε καλά, δεν έκανε καλά.

—Ε, όχι, όσο να πεις, ήταν καπάτσος. Πολύν καιρό περίμενε ο άνθρωπος την ευκαιρία και τώρα τα 'πε χύμα, χε-χε!

—Τι θα πει ο συνήγορος άραγε;

Σ' άλλη ομάδα:

—Το δικηγόρο της Πετρούπολης δεν έκανε καλά να τον θίξει: θυμάστε κείνο το «θα κάνουν έκκληση στα ευγενικά σας αισθήματα»;

—Ναι, έκανε γκάφα.

—Βιάστηκε.

—Νευρικός άνθρωπος, βλέπεις.

—Εμείς εδώ γελάμε μα για σκέψου τον κατηγορούμενο.

—Ναι, ο Μίτιενκα τι να αισθάνεται;

—Μα τι θα πει τάχα ο συνήγορος;

Σε τρίτη ομάδα:

—Ποια είν' αυτή η κυρία με τα φασαμέν, η χοντρή, που κάθεται στην άκρη;

—Είναι μια στρατηγίνα, χωρισμένη, την ξέρω.

—Γι' αυτό έχει φασαμέν;

—Σκιάχτρο.

—Ε, όχι πικάντικη.

—Κοντά της, δυο θέσεις παρακάτω, κάθεται μια ξανθούλα, κείνη είναι καλύτερη.

—Φίνα δεν τον στριμώξανε τότε στο Μόκρογιε, ε;

—Φίνα, δε λέω. Τα ξανάπε. Τα 'χε διηγηθεί τόσες και τόσες φορές στα σπίτια δω πέρα.

—Και τώρα δε βαστήχτηκε. Φιλότιμο, βλέπεις.

—Παραγνωρισμένος άνθρωπος, χε-χε!

—Και προσβάλλεται εύκολα. Μα και ρητορεία είχε πολλή, φράσεις μακριές.

—Μα και φοβερίζει, το προσέξατε, όλο φοβερίζει. Την τρόικα τη θυμάστε; «Εκεί έχουν Αμλέτους, μα εμείς προς το παρόν μονάχα Καραμάζοβ!» Αυτό το 'πε πετυχημένα.

—Ερωτοτροπούσε με το λιμπεραλισμό. Φοβάται!

—Μα και το δικηγόρο τον φοβάται.

—Ναι, τι θα πει τάχα ο κύριος Φετιουκόβιτς;

— Ό,τι και να πει, δε θα γυρίσει τα κεφάλια των μουζίκων μας.

—Νομίζετε;

Σε τέταρτη ομάδα:

— Όμως για την τρόικα καλά τα 'πε, κει που μίλησε για τους λαούς.

—Και σωστά, θυμάσαι κει που είπε πως οι λαοί δε θα.

κάτσουν να περιμένουν;

—Πώς αυτό;

—Μα στην αγγλική βουλή ένα μέλος σηκώθηκε την περασμένη βδομάδα για το ζήτημα των μηδενιστών και επερώτησε την κυβέρνηση: δεν είναι τάχα καιρός ν' ανακατευτούν στο βάρβαρο έθνος για να μας εκπολιτίσουν; Ο Ιππόλυτος γι' αυτόν έλεγε, το ξέρω πως αυτόν εννοούσε. Το 'λεγε αυτό την περασμένη βδομάδα.

—Θέλουνε πολλά καρβέλια ακόμα.

—Τι καρβέλια; Γιατί;

—Θα κλείσουμε την Κρονστάνδη και δε θα τους δώσουμε στάρι. Από πού θα το πάρουν;

—Κι η Αμερική; Τώρα είναι η Αμερική.

—Σαχλαμάρες.

Μα χτύπησε το κουδούνι κι όλοι τρέξανε στις θέσεις τους.

Ο Φετιουκόβιτς ανέβηκε στο βήμα.


12. IX. Η ψυχολογία στο φόρτε της...

IX. Η ψυχολογία στο φόρτε της. Η τρόικα που καλπάζει. Το τέλος της αγόρευσης του εισαγγελέα.

Φτάνοντας σ' αυτό το σημείο της αγόρευσής του, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς που διάλεξε φανερά την αυστηρά ιστορική μέθοδο της ανάπτυξης του θέματος, που σ' αυτήν αγαπούν πολύ να προστρέχουν όλοι οι νευρικοί ρήτορες που επιζητούν σταθερά πλαίσια για να συγκρατούν την προσωπική τους ανυπόμονη παραφορά, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς επεκτάθηκε ιδιαίτερα για τον «προηγούμενο» και «αναμφισβήτητο» και διατύπωσε σ' αυτό το θέμα μερικές σκέψεις ενδιαφέρουσες στο είδος τους.

«Ο Καραμάζοβ, που τους ζήλευε όλους μέχρι λύσσας, ξάφνου και μονομιάς σα να πέφτει και να εξαφανίζεται μπροστά στον “προηγούμενο” και “αναμφισβήτητο”. Κι αυτό είναι τόσο πιο παράδοξο όσο πρώτα ούτε πρόσεχε αυτόν τον καινούργιο γι' αυτόν κίνδυνο, που τον πλησίαζε στο πρόσωπο του απροσδόκητου αντίζηλου. Μα όλο φανταζόταν πως αυτό είναι πολύ μακριά κι ο Καραμάζοβ πάντα ζει με την παρούσα στιγμή. Πιθανό να τον θεωρούσε σαν πλάσμα της φαντασίας. Μα όταν κατάλαβε στη στιγμή με την αρρωστημένη καρδιά του πως ίσως γι' αυτό ακριβώς αυτή η γυναίκα τον έκρυβε αυτόν το νέο αντίζηλο, γι' αυτό και τον ξεγελούσε προηγούμενα, επειδή αυτός ο καινουργιοφερμένος αντίζηλος δεν ήταν καθόλου πλάσμα της φαντασίας της, μα το παν γι' αυτήν, όλα, η μόνη της απαντοχή στη ζωή, —μόλις το κατάλαβε αυτό, υποτάχθηκε. Τι τα θέλετε, κύριοι ένορκοι, δεν μπορώ ν' αντιπαρέλθω αυτό το απροσδόκητο χαρακτηριστικό στην ψυχή του κατηγορουμένου, που θα νόμιζε κανείς πως δεν ήταν με κανέναν τρόπο ικανός να εκδηλώσει τέτοια αισθήματα. Παρουσιάστηκε ξάφνου η άτεγκτη ανάγκη της αλήθειας, του σεβασμού προς τη γυναίκα, η παραδοχή των δικαιωμάτων της καρδιάς της, και πότε; Τη στιγμή που έβαψε γι' αυτήν τα χέρια του στο αίμα του πατέρα του! Είναι αλήθεια κιόλας πως και το χυμένο αίμα άρχισε πια να φωνάζει κείνη τη στιγμή για εκδίκηση, γιατί αυτός, καταστρέφοντας την ψυχή του κι όλη την επίγεια μοίρα του, θα 'πρεπε να συναισθανθεί και ν' αναρωτηθεί κείνη τη στιγμή: “Τι σημασία έχει αυτός και τι σημασία μπορεί να 'χει τώρα γι' αυτήν, γι' αυτό το πλάσμα που το αγαπούσε περισσότερο κι απ' την ψυχή του, σε σύγκριση με τον “προηγούμενο” κι “αναμφισβήτητο” που μετάνιωσε και γύρισε σ' αυτή τη γυναίκα που κάποτε είχε καταστρέψει, με καινούργια αγάπη, με τίμιες, προτάσεις και με την υπόσχεση μιας αναγεννημένης κι ευτυχισμένης πια ζωής; Κι αυτός ο δυστυχισμένος, τι θα της δώσει τώρα, τι θα της προτείνει;” Ο Καραμάζοβ τα κατάλαβε όλ' αυτά, κατάλαβε πως το έγκλημά του τού 'φραξε όλους τους δρόμους και πως είναι απλώς καταδικασμένος εγκληματίας κι όχι άνθρωπος που πρόκειται να ζήσει! Αυτή η σκέψη τον τσάκισε και τον αφάνισε. Και να που αποφασίζει αμέσως ένα παράφορο σχέδιο που με το χαρακτήρα του Καραμάζοβ δεν μπορούσε να μην του φανεί σα μοναδική και μοιραία διέξοδος απ' την τρομερή του κατάσταση. Αυτή η διέξοδος ήταν η αυτοκτονία. Τρέχει να πάρει τα πιστόλια που υποθήκευσε στον Περχότιν και ταυτόχρονα, την ώρα που τρέχει, βγάζει απ' την τσέπη όλα τα λεφτά που γι' αυτά μόλις τώρα έβαψε τα χέρια του με το πατρικό αίμα. Ω, τα λεφτά τού χρειάζονται τώρα περισσότερο απ' το καθετί. Ο Καραμάζοβ πεθαίνει. Ο Καραμάζοβ αυτοκτονεί. Κι αυτό θα το θυμούνται όλοι. Δεν είμαστε άδικα ποιητές, δεν κάναμε άδικα παρανάλωμα τη ζωή μας. “Σ' αυτήν, σ' αυτήν —και κει, ω! εκεί θα κάνω γλέντι τρικούβερτο, ένα γλέντι που δεν έχει ξαναγίνει, για να το θυμούνται και να μιλάνε γι' αυτό πολύν καιρό. Ανάμεσα στις άγριες φωνές, τα τρελά τραγούδια και τους χορούς των τσιγγάνων, θα σηκώσουμε το ποτήρι και θα ευχηθούμε στη λατρευτή μας για την καινούργια της ευτυχία, κι ύστερα, εκεί μπροστά στα πόδια της, θα τινάξουμε τα μυαλά μας στον αέρα! Για να τιμωρήσουμε τη ζωή μας! Θα θυμηθεί κάποτε το Μίτια Καραμάζοβ, θα δει πώς την αγαπούσε ο Μίτια, θα λυπηθεί τον Μίτια!” Πολλή γραφικότητα, ρομαντική παραφορά, καραμαζοβική φρενίτιδα κι αισθηματικότητα, —μα και κάτι άλλο, κύριοι ένορκοι, κάτι που φωνάζει μέσα στην καρδιά, χτυπάει μέσα στο μυαλό ακατάπαυστα· και δηλητηριάζει την ψυχή του μέχρι θανάτου,— αυτό το κάτι είναι η συνείδηση, κύριοι ένορκοι, είναι η κρίση της, οι τρομερές της τύψεις! Μα το πιστόλι όλα θα τα συμφιλιώσει, το πιστόλι είναι η μοναδική διέξοδος κι άλλη δεν υπάρχει, και κει —δεν ξέρω, να σκέφτηκε τάχα κείνη τη στιγμή ο Καραμάζοβ “τί θα γίνει εκεί” και μπορεί τάχα ο Καραμάζοβ να σκέφτεται σαν τον Άμλετ τι θα γίνει εκεί; Όχι, κύριοι ένορκοι, εκείνοι έχουν Αμλέτους και μεις προς το παρόν μονάχα Καραμάζοβ!» Εδώ ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς περιέγραψε λεπτομερέστατα την εικόνα, τις ετοιμασίες του Μίτια, τη σκηνή στου Περχότιν, στο μπακάλικο, με τους αμαξάδες. Ανάφερε πλήθος από φράσεις, κουβέντες, χειρονομίες, όλα επιβεβαιωμένα από μάρτυρες —κι η εικόνα επέδρασε τρομερά στην πεποίθηση των ακροατών. Το κυριότερο επέδρασε το σύνολο των γεγονότων. Η ενοχή αυτού του ανθρώπου που σφάδαζε μη λογαριάζοντας καθόλου πια τον εαυτό του, πρόβαλε αδιαφιλονίκητη.

«Δεν υπήρχε πια λόγος να φυλάει τον εαυτό του», συνέχισε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, «δυο τρεις φορές παραλίγο να ομολογήσει εντελώς, σχεδόν έκανε υπαινιγμούς, μονάχα που δεν τους τέλειωνε (εδώ αναφέρθηκε στις καταθέσεις των μαρτύρων). Ακόμα και στον αμαξά, στο δρόμο, φώναξε: “Το ξέρεις τάχα πως έχεις ένα φονιά στο αμάξι σου;” Μα να τα πει όλα καθαρά δεν μπορούσε: Έπρεπε πρώτα να φτάσει στο Μόκρογιε και κει να τελειώσει το ποίημα. Μα τι περιμένει ωστόσο εκεί το δυστυχισμένο; Το γεγονός είναι ότι απ' τις πρώτες κιόλας στιγμές στο Μόκρογιε βλέπει και τέλος καταλαβαίνει εντελώς πως ο “αναμφισβήτητος” αντίζηλός του ίσως να μην είναι καθόλου τόσο “αναμφισβήτητος” και πως δε θέλουν απ' αυτόν ούτε δέχονται την ευχή για την καινούργια ευτυχία. Μα τα γεγονότα, κύριοι ένορκοι, σας είναι γνωστά απ' τη δικαστική ανάκριση. Ο θρίαμβος του Καραμάζοβ πάνω στον ανταγωνιστή του ήταν πλήρης και τότε, ω, τότε άρχισε πια μια εντελώς νέα φάση στην ψυχή του, και μάλιστα η πιο τρομερή φάση απ' όλες που έζησε και θα ζήσει ποτέ αυτή η ψυχή! Μπορούμε να παραδεχτούμε θετικά, κύριοι ένορκοι», αναφώνησε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, «πως η υβρισμένη φύση κι η εγκληματική καρδιά είναι χειρότεροι εκδικητές από κάθε επίγεια δικαιοσύνη. Κι όχι μονάχα αυτό: Η δικαιοσύνη κι η επίγεια τιμωρία καταπραΰνουν μάλιστα την τιμωρία της φύσης, είναι μάλιστα απαραίτητες για την ψυχή του εγκληματία σ' αυτές τις στιγμές σα σωτηρία της απ' την απόγνωση, γιατί ούτε να φανταστώ δεν μπορώ κείνη τη φρίκη και τα ηθικά μαρτύρια του Καραμάζοβ όταν έμαθε πως αυτή τον αγαπάει, πως γι' αυτόν αποδιώχνει τον “προηγούμενό” της και “αναμφισβήτητο”, πως αυτόν, αυτόν, το Μίτια, τον καλεί μαζί της για μια καινούργια ζωή, του υπόσχεται την ευτυχία, κι αυτό πότε; Όταν όλα γι' αυτόν είχαν τελειώσει κι όταν τίποτα πια δεν μπορεί να κάνει! Μ' αυτή την ευκαιρία θα κάνω εν παρόδω μια πολύ σπουδαία για μας παρατήρηση που θα μας διαφωτίσει για την πραγματική κατάσταση που βρέθηκε τότε ο κατηγορούμενος: αυτή η γυναίκα, αυτή η αγάπη, ως την τελευταία τούτη στιγμή, ως τη στιγμή μάλιστα της σύλληψης, ήταν γι' αυτόν ένα πλάσμα απρόσιτο, που το ποθούσε με πάθος και που δεν μπορούσε να το φτάσει. Μα γιατί, γιατί δεν αυτοκτόνησε την ίδια κείνη στιγμή, γιατί εγκατέλειψε την παρμένη απόφαση και μάλιστα ξέχασε πού βρίσκονται τα πιστόλια του; Μα ίσα-ίσα αυτή η παθιασμένη δίψα για έρωτα κι η ελπίδα την ίδια στιγμή να την κορέσει τον συγκράτησαν. Στην παραζάλη του γλεντιού γαντζώθηκε απ' την αγαπημένη του, που γλένταγε κι αυτή μαζί του, πανέμορφη κι ελκυστική γι' αυτόν περισσότερο από κάθε άλλη φορά —δε φεύγει από κοντά της, την καμαρώνει, εκμηδενίζεται μπροστά της. Αυτή η γεμάτη πάθος δίψα του μπόρεσε για μια στιγμή να καταπνίξει όχι μονάχα το φόβο της σύλληψης μα κι αυτές τις τύψεις. Για μια στιγμή, ω! μονάχα για μια στιγμή. Φαντάζομαι την τοτινή κατάσταση της ψυχής του εγκληματία που ήταν δουλικά υποταγμένη σε τρία στοιχεία που την εδέσποζαν απόλυτα: πρώτα-πρώτα το μεθύσι, η παραζάλη κι ο θόρυβος, τα ποδοκροτήματα των χορών, τα τσιρίγματα του τραγουδιού κι εκείνη, εκείνη, ξαναμμένη απ' το κρασί, να τραγουδάει και να χορεύει και να του χαμογελάει μεθυσμένη! Δεύτερο η απόμακρη ενθαρρυντική ελπίδα πως η μοιραία λύση είναι ακόμα μακριά, ή τουλάχιστο πως δεν είναι πολύ κοντά, —μονάχα την άλλη μέρα, μονάχα το πρωί θα 'ρθουν να τον συλλάβουν. Θα πει λοιπόν πως έχει αρκετές ώρες, αυτό είναι πολύ, τρομερά πολύ! Σε μερικές ώρες μπορεί πολλά να σκεφτεί κανείς. Φαντάζομαι πως του συνέβαινε κάτι παρόμοιο με την ώρα που πάνε τον εγκληματία για να τον εκτελέσουν στην κρεμάλα: Πρέπει ακόμα να περάσουν ένα μακρύ, πολύ μακρύ δρόμο, και μάλιστα με βήμα κανονικό, ανάμεσ' από πλήθος κόσμου, ύστερα θα στρίψουν σ' άλλο δρόμο, και στο τέλος μονάχα αυτού του δρόμου είναι η τρομερή πλατεία! Νομίζω πως στην αρχή της πορείας ο κατάδικος, καθισμένος στο κάρο της καταισχύνης, πρέπει να αισθάνεται πως έχει ακόμα μπροστά του ατέλειωτη ζωή. Μα να που φεύγουν τα σπίτια, το κάρο όλο και προχωράει, —ω, αυτό δεν είναι τίποτα,— ως τη στροφή, στον άλλο δρόμο, είναι τόσο μακριά ακόμα, και να που κοιτάει ακόμα θαρραλέα δεξιά κι αριστερά, αυτές τις χιλιάδες των ανθρώπων που τον κοιτάνε περίεργα, χωρίς συμμετοχή, καρφώνοντας πάνω του τα βλέμματα, κι έχει ακόμα την εντύπωση πως είναι κι αυτός σαν εκείνους, άνθρωπος. Μα να κι η στροφή στον άλλο δρόμο, κι αυτό δεν είναι τίποτα, είναι ακόμα ένας ολόκληρος δρόμος. Κι όσα σπίτια κι αν περνάνε, όλο θα σκέφτεται: “Μένουν ακόμα πολλά σπίτια”, κι έτσι ως το τέλος, ως την πλατεία. Αυτό συνέβαινε, φαντάζομαι, και τότε με τον Καραμάζοβ. “Ακόμα δεν προφτάσανε κει πέρα, σκέφτεται, ακόμα μπορώ να βρω κάτι, ω, θα 'χω ακόμα τον καιρό να φτιάξω το σχέδιο της υπεράσπισης, να σκεφτώ μιαν απολογία, μα τώρα, τώρα —τώρα αυτή είναι τόσο θεσπέσια!” Όλα θολά και τρομερά είναι στην ψυχή του, μα προφταίνει ωστόσο να ξεχωρίσει τα μισά απ' τα χρήματά του και να τα κρύψει κάπου, —αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω πού μπορούσε να εξαφανιστεί ολόκληρο το μισό κείνων των τριών χιλιάδων που μόλις τις είχε πάρει απ' τον πατέρα του, κάτω απ' το μαξιλάρι. Στο Μόκρογιε δεν πήγαινε για πρώτη φορά, είχε γλεντήσει κει πέρα δυο μερόνυχτα. Αυτό το παλιό, μεγάλο ξύλινο σπίτι τού είναι γνωστό μ' όλους τους αχυρώνες του, μ' όλες τις γαλαρίες του. Υποθέτω ακριβώς πως μέρος των χρημάτων κρύφτηκε τότε ακριβώς σ' αυτό το σπίτι, λίγο πριν απ' τη σύλληψη, σε καμιά χαραμάδα, ή κάτω από καμιά σανίδα του πατώματος, ή σε καμιά γωνιά, κάτω απ' τη στέγη —γιατί; Μα πώς γιατί; Η καταστροφή μπορεί να γίνει από στιγμή σε στιγμή- βέβαια δε σκεφτήκαμε ακόμα πώς να την αντιμετωπίσουμε, μα κι ούτε έχουμε καιρό, και τα μελίγγια μας χτυπάνε, και κείνη μας τραβάει, τα λεφτά όμως —τα λεφτά σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητα.

»Ένας άνθρωπος με λεφτά είναι παντού άνθρωπος. Μπορεί μια τέτοια υπολογιστικότητα σε μια τέτοια στιγμή να σας φανεί αφύσικη; Μα κι ο ίδιος μας βεβαιώνει πως ένα μήνα πριν, σε μιαν επίσης ταραχώδη και μοιραία στιγμή, ξεχώρισε απ' τις τρεις χιλιάδες τα μισά και τα 'ραψε στο φυλαχτό, κι αν βέβαια αυτό δεν είναι αλήθεια, πράγμα που και θ' αποδείξουμε τώρα, ωστόσο αυτή η ιδέα είναι γνωστή στον Καραμάζοβ, την έχει ξανασκεφτεί. Κι όχι μονάχα αυτό: Όταν αργότερα βεβαίωνε τον ανακριτή πως έβαλε κατά μέρος χίλια πεντακόσια ρούβλια στο φυλαχτό (που ποτέ δεν υπήρξε) ίσως κιόλας να σκαρφίστηκε αυτό το φυλαχτό, την ίδια κείνη στιγμή, ίσα-ίσα επειδή δυο ώρες πριν είχε βάλει κατά μέρος τα μισά απ' τα χρήματά του και τα 'χε κρύψει κάπου κει στο Μόκρογιε, για κάθε ενδεχόμενο, ως το πρωί, μονάχα για να μην τα 'χει απάνω του, από μια ξαφνική έμπνευση. Δύο αβύσσους, κύριοι ένορκοι, θυμηθείτε πως ένας Καραμάζοβ μπορεί ν' ατενίζει δυο αβύσσους και τις δυο ταυτόχρονα! Ψάξαμε σε κείνο το σπίτι μα δε βρήκαμε τίποτα. Ίσως τα λεφτά να 'ναι ακόμα κει, μα ίσως να εξαφανίστηκαν την άλλη κιόλας μέρα και τώρα να τα 'χει ο κατηγορούμενος. Όπως και να 'ναι, τον συλλάβαμε γονατιστό μπροστά της, αυτή ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, αυτή του έτεινε τα χέρια κι εκείνος τόσο πολύ τα 'χε ξεχάσει όλα κείνη τη στιγμή που ούτε κι άκουσε τους αστυνομικούς που πλησιάζανε. Δεν πρόφτασε να προετοιμαστεί καθόλου.

»Και να τος μπροστά στους δικαστές του, μπροστά στους κριτές της τύχης του. Κύριοι ένορκοι, υπάρχουν στιγμές που, εκτελώντας το καθήκον μας, τρομάζουμε σχεδόν κι οι ίδιοι μπροστά στον άνθρωπο, τρομάζουμε για τον άνθρωπο. Αυτές είναι οι στιγμές που ατενίζουμε κείνη τη κτηνώδη φρίκη, όταν ο κακούργος βλέπει πια πως όλα είναι χαμένα, μα όλο και παλεύει ακόμα, όλο έχει ακόμα την πρόθεση να παλέψει μαζί σας. Είναι στιγμές που όλα τα ένστικτα της αυτοσυντήρησης ξυπνάνε μέσα του μονομιάς, κι αυτός, πασκίζοντας να σώσει τον εαυτό του, σας κοιτάει μ' ένα βλέμμα διαπεραστικό, ερωτηματικό και πονεμένο, καιροφυλαχτεί κι εξετάζει το πρόσωπό σας, τις σκέψεις σας, περιμένει από ποια πλευρά θα χτυπήσετε, και φτιάχνει στη στιγμή, μέσα στο ταραγμένο μυαλό του, χιλιάδες σχέδια, μα παρ' όλ' αυτά φοβάται να μιλήσει, φοβάται μήπως προδοθεί! Αυτές οι ταπεινωτικές στιγμές της ανθρώπινης ψυχής, αυτή η πορεία της μέσα στα βασανιστήρια, αυτή η ζωώδης προσπάθεια αυτοσωτηρίας —είναι φριχτές και προκαλούν καμιά φορά ρίγη και συμπόνια για τον κατηγορούμενο, και στον ανακριτή ακόμα! Και να που σ' όλ' αυτά ήμαστε τότε μάρτυρες. Στην αρχή ήταν σα χαμένος, και πάνω στη φρίκη του τού ξέφυγαν μερικές λέξεις που τον επιβαρύνουν πολύ: “Αίμα! Το αξίζω!" Μα γρήγορα συγκρατήθηκε. Τι να πει, τι ν' απαντήσει σ' όλ' αυτά, δεν τα 'χει έτοιμα ακόμα, μα είναι έτοιμη μονάχα μια σκέτη άρνηση. “Για το θάνατο του πατέρα μου δεν είμαι ένοχος!" Να προς το παρόν ο φράχτης μας και κει, πίσω απ' το φράχτη, ίσως ακόμα και να φτιάξουμε τίποτα, κανένα οδόφραγμα. Τις επιβαρυντικές του αναφωνήσεις βιάζεται να τις εξηγήσει, προλαμβάνοντας τις ερωτήσεις μας, λέγοντας πως θεωρεί τον εαυτό του ένοχο μονάχα για το θάνατο του υπηρέτη Γρηγόρη. “Γι' αυτό το αίμα είναι ένοχος, μα ποιος λοιπόν σκότωσε τον πατέρα μου, κύριοι, ποιος τον σκότωσε; Ποιος λοιπόν μπορούσε να σκοτώσει τον πατέρα αν όχι εγώ;” Τ' ακούτε αυτό; μας ρωτάει ο ίδιος εμάς, εμάς που ήρθαμε σ' αυτόν με την ίδια αυτή ερώτηση! Ακούτε αυτή την προτρέχουσα φρασούλα: “αν όχι εγώ", αυτή τη ζωώδη πονηριά, αυτή την αφέλεια, κι αυτή την καραμαζοβική ανυπομονησία; Δε σκότωσα εγώ, κι ούτε να το σκέφτεστε πως εγώ σκότωσα: “Ήθελα να σκοτώσω, κύριοι, ήθελα να σκοτώσω", ομολογεί γρήγορα-γρήγορα (βιάζεται, ω, βιάζεται τρομερά!) “όμως είμαι αθώος, δε σκότωσα εγώ!” Μας παραχωρεί το πως ήθελε να σκοτώσει: Το βλέπετε κι οι ίδιοι, σα να λέει, πόσο είμαι ειλικρινής, ε, λοιπόν πιστέψτε με το γρηγορότερο πως δε σκότωσα εγώ. Ω, σ' αυτές τις περιπτώσεις ο εγκληματίας γίνεται καμιά φορά απίστευτα επιπόλαιος κι εύπιστος. Και τότε, σαν εντελώς κατά λάθος, η ανάκριση του υποβάλλει την πιο αφελή ερώτηση: “Μα μήπως σκότωσε ο Σμερντιακόβ;” Έγινε αυτό ακριβώς που περιμέναμε: Θύμωσε τρομερά που τον προλάβανε και τον πιάσανε απροετοίμαστο όταν δεν είχε ακόμα προφτάσει να προετοιμάσει, να εκλέξει και ν' αρπάξει κείνη την ευκαιρία, όταν η κατηγορία εναντίον του Σμερντιακόβ θα 'ταν πιο αληθοφανής. Ο χαρακτήρας του τον παράσυρε αμέσως στα άκρα κι άρχισε ο ίδιος να μας βεβαιώνει μ' όλη του τη δύναμη πως ο Σμερντιακόβ δεν μπορούσε να σκοτώσει, δεν είναι ικανός να σκοτώσει. Μα μην τον πιστεύετε, αυτό ήταν απλώς μια πονηριά του: Αυτός καθόλου, καθόλου δεν παραιτείται ακόμα απ' το Σμερντιακόβ. Απεναντίας θα τον προβάλλει ακόμα. Γιατί ποιον άλλον να προβάλει αν όχι αυτόν; Μα αυτό θα το κάνει σε μιαν άλλη στιγμή, γιατί τώρα η δουλειά χάλασε. Θα τον προβάλει μονάχα αύριο, ίσως μάλιστα κι ύστερ' από μερικές μέρες βρίσκοντας τη στιγμή που θα μας φωνάξει ο ίδιος: “Βλέπετε, και γω ο ίδιος αρνιόμουνα την ενοχή του Σμερντιακόβ, περισσότερο κι από σας, αυτό το θυμάστε, μα τώρα και γω πείστηκα: Αυτός σκότωσε. Και βέβαια αυτός!” Προς το παρόν όμως πέφτει στην πιο σκυθρωπή κι ευερέθιστη άρνηση, η ανυπομονησία κι ο θυμός ωστόσο του υποβάλλουν την πιο ανόητη κι αναληθοφανή εξήγηση για το πώς κοίταζε στο παράθυρο του πατέρα του και πώς έφυγε με σεβασμό από κει. Το κυριότερο, δεν ξέρει ακόμα τα γεγονότα, δεν ξέρει τις καταθέσεις του Γρηγόρη που συνήλθε. Ερχόμαστε στην εξέταση και στη σωματική έρευνα. Η έρευνα τον θυμώνει μα και του δίνει κουράγιο: Δε βρήκανε όλες τις τρεις χιλιάδες, βρήκανε μονάχα χίλια πεντακόσια ρούβλια. Και φυσικά, μονάχα σ' αυτή τη στιγμή της θυμωμένης σιωπής και άρνησης του 'ρχεται στο νου για πρώτη φορά στη ζωή του η ιδέα για το φυλαχτό. Χωρίς αμφιβολία, αισθάνεται κι ο ίδιος όλο το απίθανο της επινόησης και βασανίζεται, βασανίζεται τρομερά, πώς να την κάνει πιο πιθανή, να τη φτιάξει έτσι που να γίνει ένα ολόκληρο αληθοφανές μυθιστόρημα. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, η πρώτη πρώτη δουλειά, το πρώτο πρόβλημα για την ανάκριση, είναι να μην του δώσει τον καιρό να προετοιμαστεί, να τον χτυπήσει αναπάντεχα, για να εκφράσει ο εγκληματίας τις ιδέες του σ' όλη τους την αφέλεια, αναληθοφάνεια κι αντιφατικότητα που τον προδίνουν. Δεν μπορεί κανείς ν' αναγκάσει έναν εγκληματία να μιλήσει παρά μονάχα ανακοινώνοντάς του αναπάντεχα και σάμπως τυχαία κάποιο νέο γεγονός, κάποιο περιστατικό κολοσσιαίας σημασίας μα που αυτός με κανένα τρόπο δε φανταζότανε ως τα τώρα, και με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να το προβλέψει. Αυτό το γεγονός το είχαμε έτοιμο, ω! από ώρα πια έτοιμο: Είναι η κατάθεση του υπηρέτη Γρηγόρη, όταν συνήλθε, για την ανοιχτή πόρτα, απ' όπου το 'σκασε ο κατηγορούμενος. Αυτή την πόρτα την είχε εντελώς ξεχάσει και δεν υπέθετε πως μπορούσε να τη δει ο Γρηγόρης. Το αποτέλεσμα ήταν κολοσσιαίο. Σηκώθηκε και ξάφνου μας φώναξε: “ο Σμερντιακόβ σκότωσε, ο Σμερντιακόβ!” και να που πρόδωσε τη μυστική, τη βασική του σκέψη, με την πιο αναληθοφανή της μορφή, μια κι ο Σμερντιακόβ θα μπορούσε να σκοτώσει μονάχα ύστερ' από τότε που αυτός τραυμάτισε το Γρηγόρη κι έφυγε τρέχοντας. Κι όταν του ανακοινώσαμε πως ο Γρηγόρης είδε την πόρτα ανοιχτή πριν απ' τον τραυματισμό του και βγαίνοντας απ' την κρεβατοκάμαρά του άκουσε το Σμερντιακόβ να βογγάει πίσω απ' το χώρισμα —ο Καραμάζοβ ήταν στ' αλήθεια συντριμμένος. Ο συνεργάτης μου, ο σεβαστός μας και διορατικότατος Νικολάι Παρφιόνοβιτς, μου 'λεγε αργότερα πως κείνη τη στιγμή τον λυπήθηκε μέχρι δακρύων. Και κείνη ακριβώς τη στιγμή, για να διορθώσει την κατάσταση, βιάζεται να μας ανακοινώσει γι' αυτό το περίφημο φυλαχτό: Ας είναι, σα να λέει, ακούστε κι αυτή την ιστορία. Κύριοι ένορκοι, σας εξέθεσα πια για ποιους λόγους θεωρώ όλη αυτή την εφεύρεση των χρημάτων που είχαν ραφτεί ένα μήνα πριν μέσα στο φυλαχτό όχι μονάχα ανοησία μα και σαν το πιο αναληθοφανές επινόημα που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί σ' αυτή την περίπτωση. Κι αν ακόμα στοιχηματίζαμε τι μπορεί να πει κανείς και να φανταστεί πιο αναληθοφανές, και τότε ακόμα δε θα μπορούσαμε να σκεφτούμε τίποτα χειρότερο. Εδώ μπορεί κανείς ν' αποστομώσει και να συντρίψει τον θριαμβεύοντα μυθοπλάστη με τις λεπτομέρειες, με τις ίδιες κείνες λεπτομέρειες που απ' αυτές τόσο είναι πλούσια η πραγματικότητα και που πάντα, σαν κάτι εντελώς ασήμαντο κι άχρηστο, περιφρονούν αυτοί οι δυστυχισμένοι ακούσιοι μυθιστοριογράφοι και μάλιστα ούτε καν τις σκέφτονται. Ω, κείνη τη στιγμή δεν έχουν καιρό να τα σκεφτούν αυτά, το μυαλό τους δημιουργεί μονάχα το μεγαλεπίβολο σύνολο —και να που τολμάνε να τους ανακατεύουν με τέτοια μικροπράματα! Μα σ' αυτά ακριβώς τους πιάνουνε! Ρωτάνε τον κατηγορούμενο: “Καλά, κι από πού πήρατε το ύφασμα για το φυλαχτό σας, ποιος σας το έραψε;” “Μονάχος μου το 'ραψα”. “Και το ύφασμα από πού το πήρατε;” Ο κατηγορούμενος πια εξοργίζεται, θεωρεί σχεδόν προσβλητική γι' αυτόν μια τέτοια ασημαντότητα και —το πιστεύετε τάχα;— ειλικρινά, ειλικρινά! Μα τέτοιοι είναι όλοι τους. “Έσκισα ένα κομμάτι απ' το πουκάμισό μου" —θαυμάσια. Συνεπώς αύριο κιόλας θα μπορέσουμε να βρούμε στα ρούχα σας αυτό το σκισμένο πουκάμισο. Και σκεφτείτε, κύριοι ένορκοι, αν μονάχα βρίσκαμε πραγματικά αυτό το πουκάμισο (και πώς να μην το βρίσκαμε αυτό το πουκάμισο στη βαλίτσα ή στη ντουλάπα του αν υπήρχε πραγματικά;) —τότε αυτό θα ήταν ένα γεγονός, γεγονός απτό προς όφελος του κατηγορουμένου! Μα αυτό δεν μπορεί να το καταλάβει. “Δε θυμάμαι, ίσως να μην ήταν απ' το πουκάμισο, το 'ραψα στο σκουφάκι της νοικοκυράς”. “Τι σκουφάκι ήταν αυτό;" “Της το πήρα, το 'χε κει παραπεταμένο, ένα παλιοκούρελο κει πέρα". “Αυτό το θυμάστε καλά;" “Όχι, δεν το θυμάμαι..." Και θυμώνει, θυμώνει και παρ' όλ' αυτά —φανταστείτε!— πώς να μην το θυμηθεί κανείς αυτό; Και στις πιο τρομερές στιγμές του ανθρώπου, ακόμα κι όταν τον πάνε για εκτέλεση, κάτι τέτοιες λεπτομέρειες έρχονται στη μνήμη. Μπορεί όλα να τα ξεχάσει μα κάποια πράσινη στέγη, που έπεσε πάνω της το μάτι του στο δρόμο ή μια κουρούνα στο σταυρό της εκκλησίας —αυτά θα τα θυμηθεί. Αυτός ράβοντας το φυλαχτό του θα κρυβόταν απ' τους ανθρώπους του σπιτιού, έπρεπε να θυμάται πόσο ταπεινωτικά υπόφερε από φόβο μήπως μπούνε μέσα και τον δούνε με τη βελόνα στο χέρι. Πως σε κάθε χτύπο πηδούσε κι έτρεχε να κρυφτεί πίσω απ' το χώρισμα (στο σπίτι του έχει ένα τέτοιο χώρισμα)... Μα, κύριοι ένορκοι, γιατί σας τα λέω όλ' αυτά, όλες αυτές τις λεπτομέρειες, τα μικροπράματα, αναφώνησε ξάφνου ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς. Μα ακριβώς γιατί ο κατηγορούμενος επιμένει σ' όλην αυτήν την ανοησία ως ετούτη τη στιγμή! Σ' όλους αυτούς τους δυο μήνες από κείνη την ίδια τη μοιραία γι' αυτόν στιγμή, τίποτα δεν εξήγησε, δεν πρόσθεσε κανένα πραγματικό γεγονός στις προηγούμενες φανταστικές του καταθέσεις: Όλ' αυτά, σα να λέει, είναι μικροπράματα, και σεις να πιστεύετε στο λόγο της τιμής μου. Ω, θα είμαστε ευτυχείς να τον πιστέψουμε, λαχταράμε να πιστέψουμε στο λόγο της τιμής του. Μήπως είμαστε τσακάλια που διψάμε γι' ανθρώπινο αίμα; Δώστε μας, δείξτε μας έστω κι ένα γεγονός σ' όφελος του κατηγορουμένου και θα χαρούμε —μα γεγονός πειστικό, πραγματικό κι όχι σαν τα συμπεράσματα του αδερφού του που τα στηρίζει στην έκφραση του προσώπου του κατηγορουμένου ή σαν εκείνη την ένδειξη για το ότι αυτός, χτυπώντας το στήθος του, έπρεπε να δείχνει το φυλαχτό του και μάλιστα μέσα στο σκοτάδι. Θα χαρούμε για το νέο γεγονός, θα παραιτηθούμε πρώτοι απ' την κατηγορία μας, θα βιαστούμε να παραιτηθούμε. Τώρα όμως η δικαιοσύνη απαιτεί ν' ακουστεί η φωνή της και μεις επιμένουμε, επιμένουμε στην κατηγορία και δεν μπορούμε να παραιτηθούμε από τίποτα».

Ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς πέρασε δω στον επίλογο. Λες κι είχε πυρετό, φώναζε για το χυμένο αίμα, για το αίμα του πατέρα που τον σκότωσε ο γιος «με τον ταπεινό σκοπό της ληστείας». Έδειχνε σταθερά την τραγική και κραυγάζουσα συρροή των γεγονότων.

«Κι ό,τι κι αν ακούσετε απ' τον περίφημο για το ταλέντο του συνήγορο του κατηγορουμένου (δεν κρατήθηκε ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς), όσα λόγια ευφραδή και συγκινητικά κι αν ακουστούν εδώ που θα κάνουν έκκληση στα ευγενικά σας αισθήματα —εσείς θυμηθείτε πως τούτη τη στιγμή βρίσκεστε στο ιερό της Δικαιοσύνης. Θυμηθείτε πως είστε υπερασπιστές της αλήθειας μας, υπερασπιστές της αγίας Ρωσίας μας, των αρχών της, της οικογενείας της, του κάθε ιερού της! Ναι, σεις εδώ αντιπροσωπεύετε τη Ρωσία τούτη τη στιγμή κι όχι μονάχα σ' αυτή την αίθουσα θ' ακουστεί η ετυμηγορία σας, μα σ' όλη τη Ρωσία, κι όλη η Ρωσία θα σας ακούσει σαν υπερασπιστές και δικαστές της και θα πάρει θάρρος ή θ' αποθαρρυνθεί απ' την ετυμηγορία σας. Μη βασανίζετε λοιπόν τη Ρωσία και την προσδοκία της, η μοιραία μας τρόικα τρέχει καλπάζοντας κι ίσως να τραβάει στο χαμό. Κι από καιρό πια σ' ολόκληρη τη Ρωσία απλώνουν τα χέρια και προσπαθούν να σταματήσουν αυτό το λυσσασμένο, ασυλλόγιστο καλπασμό. Κι αν παραμερίζουν προς το παρόν οι άλλοι λαοί μπροστά στην αφηνιασμένη τρόικα, αυτό ίσως να μη γίνεται καθόλου από σεβασμό, όπως το θέλησε ο ποιητής, μα απλώς από φρίκη — σημειώστε το αυτό. Από φρίκη μα ίσως κι από αηδία και πάλι καλά που παραμερίζουν μα ίσως να πάψουν κιόλας να παραμερίζουν και να σταθούν σταθερό τείχος μπροστά στο ορμητικό όραμα και να σταματήσουν οι ίδιοι τον τρελό καλπασμό της αποχαλίνωσής μας, με σκοπό να σώσουν τον εαυτό τους, τη μόρφωση και τον πολιτισμό! Αυτές τις κραυγές κινδύνου απ' την Ευρώπη τις έχουμε ακούσει κιόλας. Αρχίζουν πια ν' αντηχούν. Μην τους βάζετε σε πειρασμό λοιπόν, μην υποδαυλίζετε το ολοένα αυξανόμενο μίσος τους με μιαν ετυμηγορία που θα δικαιώνει το φόνο του πατέρα απ' τον ίδιο του το γιο!...»

Με δυο λόγια, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς μ' όλο που παρασύρθηκε, τέλειωσε ωστόσο παθητικά και πραγματικά η εντύπωση που έκανε ήταν εξαιρετική. Αυτός ο ίδιος, αφού τέλειωσε την αγόρευσή του, βγήκε βιαστικά και, το ξαναλέω, έπεσε σχεδόν λιπόθυμος στο πλαϊνό δωμάτιο. Η αίθουσα δε χειροκρότησε μα οι σοβαροί άνθρωποι έμειναν ικανοποιημένοι. Μονάχα οι κυρίες δεν έμειναν και τόσο ικανοποιημένες μα και σ' αυτές άρεσε η καλλιέπεια της αγόρευσης, αφού μάλιστα για τ' αποτέλεσμα δε φοβόνταν καθόλου και τα περιμένανε όλα απ' τον Φετιουκόβιτς —«επιτέλους θα μιλήσει και θα τους σαρώσει όλους!» Τα μάτια όλων είναι στραμμένα στο Μίτια. Σ' όλη την αγόρευση του εισαγγελέα είχε μείνει σιωπηλός, με σφιγμένα τα χέρια και τα δόντια και τα μάτια χαμηλωμένα. Πού και πού μονάχα σήκωνε το κεφάλι του κι αφουγκραζόταν. Ιδιαίτερα όταν μίλησαν για τη Γκρούσενκα. Όταν ο εισαγγελέας ανέφερε τη γνώμη του Ρακίτιν γι' αυτήν, στο πρόσωπό του φάνηκε ένα περιφρονητικό και μοχθηρό χαμόγελο και πρόφερε έτσι που ακούστηκε αρκετά: «Μπερνάρηδες!» Κι όταν ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς ανακοίνωσε για το πώς τον ανέκρινε και τον βασάνιζε στο Μόκρογιε, ο Μίτια ανασήκωσε το κεφάλι του κι άκουγε με τρομερή περιέργεια. Σ' ένα μέρος μάλιστα σα να θέλησε να ορμήσει απάνω και κάτι να φωνάξει, μα συγκρατήθηκε, κι ανασήκωσε μονάχα περιφρονητικά τους ώμους. Γι' αυτό το τέλος της αγόρευσης, ειδικά για τα κατορθώματα του εισαγγελέα στο Μόκρογιε κατά την ανάκριση του εγκληματία, μιλούσαν ύστερα στην κοινωνία μας κοροϊδευτικά για τον Ιππόλυτο Κυρίλοβιτς:

«Δε βάσταξε, βλέπεις, ο άνθρωπος να μην καυχηθεί για τις ικανότητές του».

Η συνεδρίαση διακόπηκε, μα για πολύ λίγο, για ένα τέταρτο, το πολύ είκοσι λεπτά. Στο πλήθος ακούγονταν κουβέντες και ξεφωνητά. Μερικές τις θυμάμαι.

—Σπουδαία αγόρευση! παρατήρησε ένας κύριος σοβαρά- σοβαρά σε κάποια παρέα.

—Το παραξήλωσε όμως με την ψυχολογία, ακούστηκε άλλη φωνή.

—Μα όλα είν' αλήθεια, αναντίρρητη αλήθεια.

—Σε κάτι τέτοια είναι μάστορας.

— Έβγαλε τη σούμα.

—Και μας και μας μάς έβγαλε τη σούμα, προστέθηκε και τρίτη φωνή. Στην αρχή της αγόρευσης, θυμάστε, είπε πως όλοι είμαστε ίδιοι σαν τον Φιόντορ Παύλοβιτς!

—Και στο τέλος το ίδιο. Όμως σ' αυτό είπε ψέματα.

—Μα υπήρχαν κι ασάφειες.

—Παρασύρθηκε λιγάκι.

—Δεν έκανε καλά, δεν έκανε καλά.

—Ε, όχι, όσο να πεις, ήταν καπάτσος. Πολύν καιρό περίμενε ο άνθρωπος την ευκαιρία και τώρα τα 'πε χύμα, χε-χε!

—Τι θα πει ο συνήγορος άραγε;

Σ' άλλη ομάδα:

—Το δικηγόρο της Πετρούπολης δεν έκανε καλά να τον θίξει: θυμάστε κείνο το «θα κάνουν έκκληση στα ευγενικά σας αισθήματα»;

—Ναι, έκανε γκάφα.

—Βιάστηκε.

—Νευρικός άνθρωπος, βλέπεις.

—Εμείς εδώ γελάμε μα για σκέψου τον κατηγορούμενο.

—Ναι, ο Μίτιενκα τι να αισθάνεται;

—Μα τι θα πει τάχα ο συνήγορος;

Σε τρίτη ομάδα:

—Ποια είν' αυτή η κυρία με τα φασαμέν, η χοντρή, που κάθεται στην άκρη;

—Είναι μια στρατηγίνα, χωρισμένη, την ξέρω.

—Γι' αυτό έχει φασαμέν;

—Σκιάχτρο.

—Ε, όχι πικάντικη.

—Κοντά της, δυο θέσεις παρακάτω, κάθεται μια ξανθούλα, κείνη είναι καλύτερη.

—Φίνα δεν τον στριμώξανε τότε στο Μόκρογιε, ε;

—Φίνα, δε λέω. Τα ξανάπε. Τα 'χε διηγηθεί τόσες και τόσες φορές στα σπίτια δω πέρα.

—Και τώρα δε βαστήχτηκε. Φιλότιμο, βλέπεις.

—Παραγνωρισμένος άνθρωπος, χε-χε!

—Και προσβάλλεται εύκολα. Μα και ρητορεία είχε πολλή, φράσεις μακριές.

—Μα και φοβερίζει, το προσέξατε, όλο φοβερίζει. Την τρόικα τη θυμάστε; «Εκεί έχουν Αμλέτους, μα εμείς προς το παρόν μονάχα Καραμάζοβ!» Αυτό το 'πε πετυχημένα.

—Ερωτοτροπούσε με το λιμπεραλισμό. Φοβάται!

—Μα και το δικηγόρο τον φοβάται.

—Ναι, τι θα πει τάχα ο κύριος Φετιουκόβιτς;

— Ό,τι και να πει, δε θα γυρίσει τα κεφάλια των μουζίκων μας.

—Νομίζετε;

Σε τέταρτη ομάδα:

— Όμως για την τρόικα καλά τα 'πε, κει που μίλησε για τους λαούς.

—Και σωστά, θυμάσαι κει που είπε πως οι λαοί δε θα.

κάτσουν να περιμένουν;

—Πώς αυτό;

—Μα στην αγγλική βουλή ένα μέλος σηκώθηκε την περασμένη βδομάδα για το ζήτημα των μηδενιστών και επερώτησε την κυβέρνηση: δεν είναι τάχα καιρός ν' ανακατευτούν στο βάρβαρο έθνος για να μας εκπολιτίσουν; Ο Ιππόλυτος γι' αυτόν έλεγε, το ξέρω πως αυτόν εννοούσε. Το 'λεγε αυτό την περασμένη βδομάδα.

—Θέλουνε πολλά καρβέλια ακόμα.

—Τι καρβέλια; Γιατί;

—Θα κλείσουμε την Κρονστάνδη και δε θα τους δώσουμε στάρι. Από πού θα το πάρουν;

—Κι η Αμερική; Τώρα είναι η Αμερική.

—Σαχλαμάρες.

Μα χτύπησε το κουδούνι κι όλοι τρέξανε στις θέσεις τους.

Ο Φετιουκόβιτς ανέβηκε στο βήμα.