×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 12. IV. Η τύχη χαμογελάει στο Μίτια

12. IV. Η τύχη χαμογελάει στο Μίτια

Αυτό έγινε χωρίς να το περιμένει κι ο ίδιος ο Αλιόσα. Τον καλέσανε να καταθέσει χωρίς όρκο και θυμάμαι πως κι οι δυο πλευρές τού φέρθηκαν απ' τα πρώτα του κιόλας λόγια εξαιρετικά καλά και με συμπάθεια. Φαινόταν πως τον εχτιμούσαν όλοι. Ο Αλιόσα φερνόταν σεμνά και συγκρατημένα μα στις καταθέσεις του πρόβαλλε καθαρά μια θερμή συμπάθεια για το δυστυχισμένο αδερφό. Απαντώντας σε μιαν ερώτηση, περιέγραψε το χαρακτήρα του αδερφού του σαν ανθρώπου βίαιου και παράφορου μα συγχρόνως ευγενικού, περήφανου και μεγαλόψυχου, έτοιμου και να θυσιαστεί ακόμα αν του το ζητούσαν. Παραδέχτηκε, είναι αλήθεια, πως τις τελευταίες μέρες ο αδερφός του λόγω του πάθους του για τη Γκρούσενκα και της αντιζηλίας του με τον πατέρα του, βρισκόταν σ' αφόρητη κατάσταση. Μα με αγανάκτηση αρνήθηκε και την υπόθεση ακόμα πως ο αδερφός του μπορούσε να σκοτώσει με σκοπό τη ληστεία, αν και παραδέχτηκε πως κείνες οι τρεις χιλιάδες είχαν μεταβληθεί στο μυαλό του Μίτια σε κάποια σχεδόν μανία, ότι θεωρούσε πως του τις όφειλαν απ' την κληρονομιά κι ότι τον γέλασε και δεν του τις είχε δώσει ο πατέρας του και πως, αν και ποτέ δεν ήταν φιλοχρήματος, ωστόσο δεν μπορούσε να μιλήσει γι' αυτές τις τρεις χιλιάδες χωρίς να φτάσει σε κατάσταση παραφοράς και μανίας. Όσο για την αντιζηλία των δύο «προσώπων», όπως εκφράστηκε ο εισαγγελέας, δηλαδή της Γκρούσενκας και της Κάτιας, απάντησε με υπεκφυγές και μάλιστα σε μια-δυο ερωτήσεις αρνήθηκε εντελώς ν' απαντήσει.

—Πέστε μας τουλάχιστο, σας είχε πει καμιά φορά ο αδερφός σας πως έχει σκοπό να σκοτώσει τον πατέρα του; ρώτησε ο εισαγγελέας. Μπορείτε να μην απαντήσετε, αν το βρείτε σκόπιμο, πρόσθεσε.

— Άμεσα δεν το είχε πει, απάντησε ο Αλιόσα.

—Πώς λοιπόν; Έμμεσα;

—Μου είπε μια φορά για το μίσος που νιώθει για τον πατέρα και πως φοβάται, πως... την τελευταία στιγμή... μια στιγμή απέχθειας... μπορεί και να τον σκότωνε.

—Και σεις, όταν τ' ακούσατε, το πιστέψατε;

—Φοβάμαι πως ναι. Μα ήμουν πάντα βέβαιος ότι κάποιο ανώτερο συναίσθημα πάντα θα τον σώσει στη μοιραία στιγμή, όπως και τον έσωσε πραγματικά, γιατί 8ε σκότωσε αυτός τον πατέρα μου, τέλειωσε σταθερά ο Αλιόσα με δυνατή φωνή που αντήχησε σ' όλη την αίθουσα.

Ο εισαγγελέας ανασκίρτησε σαν πολεμικό άλογο στο άκουσμα της σάλπιγγας.

—Να 'στε βέβαιος πως πιστεύω στην απόλυτη ειλικρίνεια της πεποίθησής σας, ανεξάρτητα απ' τα αισθήματα που τρέφετε για τον δυστυχισμένο σας αδερφό. Η ολότελα ιδιαίτερη άποψή σας σ' όλο το τραγικό επεισόδιο που συνέβη στην οικογένειά σας μας είναι γνωστή απ' την προανάκριση. Δε σας κρύβω πως είναι τρομερά ιδιότυπη κι αντιφάσκει μ' όλες τις άλλες μαρτυρίες που έχει στη διάθεσή της η εισαγγελία. Και γι' αυτό βρίσκω αναγκαίο να σας ρωτήσω ακόμα μια φορά μ' επιμονή: Ποια συγκεκριμένα στοιχεία καθοδήγησαν τη σκέψη σας και σας έφεραν στην τελειωτική πεποίθηση της αθωότητας του αδερφού σας και στην ενοχή ενός άλλου προσώπου, που το υποδείξατε άμεσα στην προανάκριση;

—Στην προανάκριση απαντούσα μονάχα στις ερωτήσεις και δεν κατηγόρησα από μόνος μου το Σμερντιακόβ, πρόφερε αργά και ήρεμα ο Αλιόσα.

—Κι όμως τον υποδείξατε.

—Τον υπέδειξα απ' τα λεγόμενά του αδερφού μου Ντιμήτρι. Μου διηγήθηκαν, πριν την ανάκρισή μου, τι έγινε όταν τον συλλάβανε και πως ο ίδιος υπέδειξε τότε το Σμερντιακόβ. Πιστεύω απόλυτα πως ο αδερφός μου είναι αθώος. Κι αφού δε σκότωσε αυτός, θα πει...

—Πως σκότωσε ο Σμερντιακόβ; Γιατί ειδικά ο Σμερντιακόβ; Και γιατί ακριβώς πειστήκατε τόσο τελειωτικά για την αθωότητα του αδερφού σας;

—Δεν μπορούσα να μην πιστέψω τον αδερφό μου. Ξέρω πως σε μένα δε θα πει ποτέ ψέματα. Το είδα απ' την έκφραση του προσώπου του πως δε μου λέει ψέματα.

—Μονάχα απ' την έκφραση; Αυτές είναι όλες σας οι αποδείξεις;

— Άλλες αποδείξεις δεν έχω.

—Και για την ενοχή του Σμερντιακόβ επίσης δε βασίζεστε στην παραμικρότερη απόδειξη, εκτός απ' τα λόγια του αδερφού σας και την έκφραση του προσώπου του;

—Ναι, δεν έχω άλλη απόδειξη.

Σ' αυτό ο εισαγγελέας σταμάτησε τις ερωτήσεις του. Οι απαντήσεις του Αλιόσα έκαναν στο ακροατήριο την πιο απογοητευτική εντύπωση. Για το Σμερντιακόβ μιλάγανε πια στην πολιτεία μας πριν απ' τη δίκη, όλοι κάτι είχανε ακουστά, λέγανε πως ο Αλιόσα είχε μαζέψει σοβαρότατες αποδείξεις προς όφελος του αδερφού του και για την ενοχή του λακέ και να τώρα τίποτα, καμιά απόδειξη, εκτός από κάτι πεποιθήσεις, τόσο φυσικές μια κι ήταν αδερφός του κατηγορουμένου.

Μα άρχισε να ρωτάει κι ο Φετιουκόβιτς. Στην ερώτηση για το πότε ακριβώς ο κατηγορούμενος τού μίλησε —του Αλιόσα— για το μίσος του προς τον πατέρα και για το ότι θα μπορούσε να τον σκοτώσει κι αν το άκουσε στην τελευταία τους συνάντηση πριν απ' την καταστροφή, ο Αλιόσα ξάφνου ανατρίχιασε, σα να θυμήθηκε κάτι μόλις τώρα και να το σκέφτηκε.

—Θυμάμαι τώρα ένα περιστατικό που και γω ο ίδιος το ξέχασα σχεδόν, μα τότε μου ήταν τόσο ασαφές, ενώ τώρα...

Κι ο Αλιόσα με θέρμη (φαινόταν πως μόλις τώρα συνέλαβε αυτή την ιδέα) θυμήθηκε πως την τελευταία φορά που συναντήθηκε με το Μίτια, το βράδυ, κοντά στο δέντρο, στο δρόμο για το μοναστήρι, ο Μίτια χτυπώντας το στήθος του, «το πάνω μέρος του στήθους», του επανέλαβε κάμποσες φορές πως είχε το μέσο ν' αποκαταστήσει την τιμή του, πως το μέσο αυτό είναι δω, να, εδώ πάνω στο στήθος του...

«Εγώ σκέφτηκα τότε πως αυτός, χτυπώντας το στήθος του μίλαγε για την καρδιά του», συνέχισε ο Αλιόσα, «για το ότι στην καρδιά του θα μπορούσε να βρει τις δυνάμεις για να ξεφύγει από 'να κάποιο τρομερό αίσχος, που τον απειλούσε και που ούτε σε μένα δεν τολμούσε να τ' ομολογήσει. Ομολογώ πως τότε νόμισα ότι μιλάει για τον πατέρα και πως ανατριχιάζει απ' τη σκέψη πως μπορεί να πάει και να του φερθεί βίαια, μα παρ' όλ' αυτά τότε σα να 'δειχνε ειδικά κάτι πάνω στο στήθος του, έτσι που, θυμάμαι, μου πέρασε και τότε η σκέψη πως η καρδιά δεν είναι καθόλου σε κείνο το μέρος του στήθους, μα χαμηλότερα, κι αυτός χτυπάει τον εαυτό του πολύ ψηλότερα, να, εδώ, λίγο πιο κάτω απ' το λαιμό, κι όλο δείχνει σ' αυτό το μέρος. Η σκέψη μου μού φάνηκε τότε ανόητη μα αυτός μπορεί να 'δειχνε τότε ίσα-ίσα αυτό το φυλαχτό, όπου είχε ράψει κείνα τα χίλια πεντακόσια ρούβλια!..»

—Ακριβώς! φώναξε ξάφνου ο Μίτια απ' τη θέση του. Έτσι είναι, Αλιόσα, έτσι, στο φυλαχτό χτυπούσα τότε με τη γροθιά μου!

Ο Φετιουκόβιτς όρμησε προς το μέρος του βιαστικά, ικετεύοντάς τον να ησυχάσει και ταυτόχρονα σα να γαντζώθηκε απ' τον Αλιόσα. Ο Αλιόσα, παρασυρμένος κι ο ίδιος απ' τις αναμνήσεις του, εξέφρασε με θέρμη την υπόθεσή του, πως το αίσχος αυτό συνίστατο πιθανότατα στο ότι, έχοντας πάνω του κείνα τα χίλια πεντακόσια ρούβλια που μπορούσε να τα επιστρέψει στην Κατερίνα Ιβάνοβνα, σαν το μισό του χρέους του, αυτός αποφάσισε να μην το δώσει αυτό το μισό και να το χρησιμοποιήσει γι' άλλη δουλειά, δηλαδή για να φύγει με τη Γκρούσενκα, αν αυτή δεχόταν. ..

— Έτσι είναι, έτσι είναι ακριβώς, αναφωνούσε με έξαψη ο Αλιόσα- ο αδερφός μου φώναζε τότε πως το μισό, το μισό του αίσχους (κάμποσες φορές μου πρόφερε: το μισό) μπορούσε και τώρ' ακόμα να το βγάλει από πάνω του, μα πως είναι τόσο πολύ δυστυχισμένος απ' την αδυναμία του χαρακτήρα του, που δε θα το κάνει αυτό... το ξέρει από πριν πως αυτό δεν μπορεί και δεν έχει τη δύναμη να το κάνει!

—Και σεις το θυμάστε καθαρά πως χτυπούσε το στήθος του σ' αυτό ακριβώς το μέρος; ρωτούσε άπληστα ο Φετιουκόβιτς.

—Πολύ καθαρά, γιατί ίσα-ίσα σκέφτηκα τότε: γιατί χτυπάει τόσο ψηλά, ενώ η καρδιά είναι χαμηλότερα, κι η σκέψη μου μού φάνηκε την ίδια στιγμή ανόητη... το θυμάμαι κι αυτό πως μου φάνηκε ανόητη... κι αυτό μου πέρασε απ' το νου. Να γιατί το θυμήθηκα τώρα. Και πώς μπόρεσα και το ξέχασα ως τα τώρα! Έδειχνε αυτό ίσα-ίσα το φυλαχτό όταν έλεγε πως έχει τα μέσα, μα πως δε θα τα επιστρέφει αυτά τα χίλια πεντακόσια ρούβλια! Κι όταν τον συλλάβανε στο Μόκρογιε, φώναζε —το ξέρω, μου το διηγήθηκαν— πως θεωρεί την πιο αισχρή πράξη της ζωής του το ότι, έχοντας τα μέσα να επιστρέφει τα μισά (ακριβώς τα μισά) του χρέους της Κατερίνας Ιβάνοβνας και να μην είναι κλέφτης απέναντί της, αυτός παρ' όλ' αυτά δε βρήκε τη δύναμη να τα δώσει και προτίμησε να μείνει κλέφτης στα μάτια της παρά ν' αποχωριστεί τα λεφτά! Και πώς τον βασάνιζε, πώς τον βασάνιζε αυτό το χρέος! τέλειωσε αναφωνώντας ο Αλιόσα.

Εννοείται πως επενέβη κι ο εισαγγελέας. Παρακάλεσε τον Αλιόσα να περιγράφει ακόμα μια φορά πώς γίνανε όλ' αυτά κι επέμενε αρκετές φορές ρωτώντας: όταν ο κατηγορούμενος χτυπούσε το στήθος του έκανε σαν να 'δειχνε κάτι; Ή, μήπως χτυπούσε απλώς το στήθος του με τη γροθιά;

—Μα κι ούτε με τη γροθιά! αναφώνησε ο Αλιόσα- μα έδειχνε ακριβώς με το δάχτυλο, κι έδειχνε δω, πολύ ψηλά... Και πώς μπόρεσα να το ξεχάσω εντελώς ως τα τώρα!

Ο πρόεδρος ρώτησε το Μίτια τι έχει να πει αναφορικά μ' αυτή την κατάθεση. Ο Μίτια επιβεβαίωσε πως όλα γίνανε έτσι ακριβώς, πως έδειχνε ίσα-ίσα τα χίλια πεντακόσια ρούβλια, που τα 'χε πριν στο στήθος του, αμέσως πιο κάτω απ' το λαιμό, και πως φυσικά αυτό ήταν αίσχος, —«αίσχος που δεν τ' αρνιέμαι, η πιο αισχρή πράξη της ζωής μου!» φώναξε ο Μίτια. «Μπορούσα να τα επιστρέψω και δεν τα επέστρεψα. Προτίμησα να μείνω στα μάτια της κλέφτης μα δεν τα επέστρεψα, και το κυριότερο αίσχος ήταν τ' ότι το 'ξερα κι από πριν πως δε θα τα επιστρέψω! Είχε δίκιο ο Αλιόσα! Ευχαριστώ, Αλιόσα!».

Μ' αυτό τέλειωσε η κατάθεση του Αλιόσα. Το σπουδαίο και το χαρακτηριστικό ήταν πως βρέθηκε έστω κι ένα γεγονός, έστω κι η παραμικρότερη απόδειξη, σχεδόν μονάχα μια υπόνοια απόδειξης, μα που, έστω και ελάχιστα, μαρτυρούσε ότι πραγματικά υπήρχε αυτό το φυλαχτό, πως είχε μέσα χίλια πεντακόσια ρούβλια και πως ο κατηγορούμενος δεν είπε ψέματα στην προανάκριση όταν είπε στο Μόκρογιε πως αυτά τα χίλια πεντακόσια ρούβλια «ήταν δικά μου». Ο Αλιόσα ήταν χαρούμενος. Κατακοκκίνισε και πήγε στη θέση που του υποδείξανε. Για πολύ ακόμα όλο έλεγε και ξανάλεγε:

«Πώς έτσι το ξέχασα; Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω αυτό; Και πώς έτσι ξαφνικά, μόλις τώρα, το θυμήθηκα;»

Άρχισε η κατάθεση της Κατερίνας Ιβάνοβνας. Μόλις εκείνη παρουσιάστηκε, την αίθουσα τη διέτρεξε κάτι ασυνήθιστο. Οι κυρίες αρπάξανε τα φασαμέν και τα κιάλια τους, οι άντρες ανακινήθηκαν, μερικοί μάλιστα σηκώθηκαν απ' τη θέση τους για να δουν καλύτερα. Όλοι βεβαιώνανε αργότερα πως ο Μίτια χλόμιασε, «πάνιασε» μόλις μπήκε αυτή. Ντυμένη στα μαύρα πλησίασε σεμνά και σχεδόν δειλά στη θέση που της υποδείξανε. Απ' το πρόσωπό της δεν μπορούσε κανείς να μαντέψει πως ήταν ταραγμένη μα η αποφασιστικότητα έλαμπε στο σκοτεινό και μουχρό της βλέμμα. Πρέπει να παρατηρήσουμε —αυτό το βεβαιώσανε αργότερα πολλοί— πως κείνη τη στιγμή ήταν πολύ όμορφη. Άρχισε να μιλάει σιγά μα καθαρά, έτσι που ακουγότανε σ' όλη την αίθουσα. Εκφραζόταν εξαιρετικά ήρεμα ή τουλάχιστο προσπαθούσε να 'ναι ήρεμη. Ο πρόεδρος άρχισε τις ερωτήσεις του προσεχτικά, μ' εξαιρετικό σεβασμό, σα να φοβότανε ν' αγγίξει «ορισμένες χορδές» και σεβόμενος τη μεγάλη της δυστυχία. Μα η Κατερίνα Ιβάνοβνα, η ίδια, απ' τα πρώτα κιόλας λόγια, δήλωσε σταθερά, απαντώντας σε μιαν ερώτηση, πως ήταν αρραβωνιασμένη με τον κατηγορούμενο «ώσπου μ' εγκατέλειψε ο ίδιος»... πρόσθεσε σιγανά. Όταν τη ρώτησαν για τις τρεις χιλιάδες που τις εμπιστεύθηκε στο Μίτια για να τις στείλει με το ταχυδρομείο στους συγγενείς της, αυτή πρόφερε σταθερά:

«Δεν του τα 'δωσα για να τα στείλει αμέσως. Προαισθανόμουνα τότε πως είχε μεγάλη ανάγκη από χρήματα... κείνη τη στιγμή... Του 'δωσα κείνες τις τρεις χιλιάδες με τη συμφωνία να τις στείλει αν θέλει, στο διάστημα ενός μηνός. Άδικα βασανιζόταν τόσο ύστερα γι' αυτό το χρέος...»

Δεν αναφέρω όλες τις ερωτήσεις με ακρίβεια κι όλες τις απαντήσεις της, μεταδίδω μονάχα την ουσία της κατάθεσής της.

— Ήμουν απόλυτα βέβαιη πως πάντα θα 'χε τον καιρό να στείλει αυτά τα χρήματα μόλις τα πάρει απ' τον πατέρα του, συνέχισε απαντώντας στις ερωτήσεις. Πάντα ήμουν βέβαιη για την αφιλοκέρδεια και την τιμιότητά του... την απόλυτη τιμιότητά του... στα χρηματικά ζητήματα. Αυτός ήταν σταθερά βέβαιος πως θα πάρει απ' τον πατέρα του τρεις χιλιάδες ρούβλια και μου μίλησε αρκετές φορές γι' αυτό, ήξερα πως έχει διαφωνίες με τον πατέρα του, και πάντα ήμουν κι ως τώρα ακόμα είμαι βέβαιη πως ο πατέρας του τον αδίκησε. Δε θυμάμαι καμιά απειλή για τον πατέρα του από μέρος του. Μπροστά μου τουλάχιστον ποτέ δεν είπε καμιά φοβέρα. Αν είχε έρθει τότε σε μένα, θα τον ησύχαζα αμέσως γι' αυτές τις άθλιες τρεις χιλιάδες, μα δεν ερχόταν πια στο σπίτι μου... και γω η ίδια... εγώ βρισκόμουν σε τέτοια θέση... που δεν μπορούσα να τον καλέσω... Μα ούτε κι είχα κανένα δικαίωμα να είμαι απαιτητική γι' αυτό το χρέος, πρόσθεσε ξαφνικά και κάτι αποφασιστικό ακούστηκε στη φωνή της. Και γω η ίδια πήρα κάποτε απ' αυτόν μια χρηματική διευκόλυνση ακόμα μεγαλύτερη από τρεις χιλιάδες, και τη δέχτηκα παρ' όλο που τότε ούτε να προβλέψω δεν μπορούσα πως θα έχω ποτέ τη δυνατότητα να του ξεπληρώσω το χρέος μου...

Στον τόνο της φωνής της σα να 'γινε αισθητή κάποια πρόκληση. Ακριβώς κείνη τη στιγμή ήρθε η σειρά του Φετιουκόβιτς να ρωτήσει:

—Αυτό δεν συνέβη εδώ, μα στην αρχή της γνωριμίας σας; άρχισε να πλησιάζει προσεχτικά ο Φετιουκόβιτς προβλέποντας κάτι ευνοϊκό (θα παρατηρήσω σε παρένθεση πως αυτός παρ' όλο που 'χε κληθεί απ' την Πετρούπολη εν μέρει κι απ' την ίδια την Κατερίνα Ιβάνοβνα και πάλι δεν ήξερε τίποτα για το επεισόδιο με τις πέντε χιλιάδες που της είχε δώσει ο Μίτια και για την «εδαφιαία υπόκλιση». Αυτό δεν του το 'χε πει, του το 'χε κρύψει. Πολύ περίεργο αυτό. Μπορεί κανείς να υποθέσει με βεβαιότητα πως κι αυτή η ίδια, ως την τελευταία στιγμή, δεν ήξερε αν θα το διηγηθεί αυτό το επεισόδιο στη δίκη ή όχι, και περίμενε κάποια έμπνευση).

— Όχι, ποτέ δεν μπορώ να ξεχάσω κείνες τις στιγμές! άρχισε να διηγιέται.

Τα διηγήθηκε όλα, όλο κείνο το επεισόδιο που ιστόρησε ο Μίτια στον Αλιόσα, και την «εδαφιαία υπόκλιση» και τις αιτίες και για τον πατέρα της και το πως πήγε στο Μίτια, κι ούτε λέξη ούτε υπαινιγμό δεν έκανε πως ο Μίτια είχε προτείνει ο ίδιος μέσω της αδερφής της «να του στείλουν την Κατερίνα Ιβάνοβνα για τα λεφτά». Αυτό το 'κρυψε μεγαλόψυχα και δε δίστασε να ομολογήσει πως αυτή, αυτή η ίδια έτρεξε τότε στο νεαρό αξιωματικό, με την προσωπική της παρόρμηση ελπίζοντας κάτι... για να του ζητήσει χρήματα. Ήταν κάτι συνταραχτικό. Εγώ πάγωσα κι έτρεμα ακούγοντάς την, η αίθουσα νεκρώθηκε έτσι καθώς ρουφούσε την κάθε της λέξη. Εδώ συνέβαινε κάτι ανήκουστο. Κανείς δε θα μπορούσε να περιμένει από μια τόσο αυτοκυρίαρχη και περιφρονητικά περήφανη κοπέλα, όπως αυτή, μια τέτοια ειλικρίνεια, μια τέτοια θυσία, μια τέτοια αυτοεκμηδένιση, και γιατί; Για ποιον; Για να σώσει τον άπιστο που την πρόσβαλε, για να συντελέσει με κάτι, έστω και μικρό, στη σωτηρία του, να προκαλέσει γι' αυτόν μιαν ευνοϊκή εντύπωση. Και πραγματικά: Η εικόνα του αξιωματικού που δίνει τις τελευταίες του πέντε χιλιάδες ρούβλια —όλα όσα του μένανε στη ζωή— και υποκλίνεται με σεβασμό μπροστά στην αθώα κοπέλα, φανερώθηκε πολύ συμπαθητική και γοητευτική μα... εμένα η καρδιά μου σφίχτηκε οδυνηρά! Αισθάνθηκα πως θα προέκυπτε αργότερα (και προέκυψε, προέκυψε) μια συκοφαντία! Μ' ένα μοχθηρό γελάκι λέγανε αργότερα σ' όλη την πολιτεία πως η διήγηση ίσως και να μην ήταν εντελώς ακριβής σε κείνο ιδιαίτερα το σημείο όπου ο αξιωματικός άφησε να φύγει η κοπέλα τάχα μονάχα με «μιαν υπόκλιση σεβασμού». Υπαινίσσονταν πως εδώ κάτι είχε «παραλειφθεί». Μα κι αν δεν παραλείφθηκε τίποτα, κι αν ακόμα όλα ήταν αλήθεια, —λέγανε κι οι πιο αξιοσέβαστες ακόμα κυρίες μας,— και σ' αυτήν ακόμα την περίπτωση δεν ξέρουμε: «ήταν ή δεν ήταν ευγενικό να φερθεί έτσι μια κοπέλα, έστω και για να σώσει τον πατέρα της;» Και είναι δυνατό η Κατερίνα Ιβάνοβνα με την εξυπνάδα της και με τη νοσηρή της διορατικότητα να μην είχε προβλέψει αυτές τις φλυαρίες; Σίγουρα θα τις είχε προβλέψει, να όμως που αποφάσισε να τα πει όλα. Εννοείται πως όλες αυτές οι βρομερές υποψίες για την αλήθεια της διήγησης άρχισαν αργότερα, μα τις πρώτες στιγμές όλοι είχαν συγκινηθεί. Όσο για τους δικαστές, αυτοί ακούσανε την Κατερίνα Ιβάνοβνα με γεμάτη ευλάβεια και, —πώς να το πούμε;— με ντροπαλή μάλιστα σιωπή. Ο εισαγγελέας δεν επέτρεψε στον εαυτό του ούτε μια παραπέρα ερώτηση πάνω σ' αυτό το θέμα. Ο Φετιουκόβιτς τής υποκλίθηκε βαθιά. Ω, αυτός σχεδόν θριάμβευε! Πολλά είχε κερδίσει: Ένας άνθρωπος να δίνει από μιαν ευγενική παρόρμηση τις τελευταίες του πέντε χιλιάδες κι ύστερα ο ίδιος άνθρωπος να σκοτώνει νύχτα τον πατέρα του με σκοπό να ληστέψει τρεις χιλιάδες —αυτά δε συμβιβάζονται. Τουλάχιστο τη ληστεία θα μπορούσε τώρα να την παραμερίσει ο Φετιουκόβιτς. «Η υπόθεση» φωτίστηκε ξάφνου με καινούργιο φως. Ένας άνεμος συμπάθειας για το Μίτια έπνευσε στην αίθουσα. Όσο γι' αυτόν... γι' αυτόν λέγανε πως, όσο κρατούσε η κατάθεση της Κατερίνας Ιβάνοβνας, έκανε να πηδήξει απ' τη θέση του, ύστερα έπεσε πάλι στο σκαμνί και σκέπασε το πρόσωπο με τις παλάμες του. Μα όταν αυτή τελείωσε, αυτός ξάφνου με αναφιλητά αναφώνησε απλώνοντας προς το μέρος της τα χέρια του:

—Κάτια γιατί με κατάστρεψες;

Και ξέσπασε σε κλάματα που ακούστηκαν σ' όλη την αίθουσα. Είναι αλήθεια πως στη στιγμή συγκρατήθηκε και πάλι φώναξε:

—Τώρα είμαι καταδικασμένος!

Ύστερα σα να μαρμάρωσε στη θέση του σφίγγοντας τα δόντια του και σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα έμεινε στην αίθουσα και κάθισε στην καρέκλα που της υποδείξανε κατάχλομη και με χαμηλωμένα μάτια. Διηγόνταν όσοι κάθονταν κοντά της πως για πολλήν ώρα έτρεμε σαν να 'χε ρίγος πυρετού. Ύστερα καλέσανε τη Γκρούσενκα.

Πλησιάζω σε κείνη την καταστροφή που ξέσπασε αναπάντεχα και που ίσως και στ' αλήθεια να κατάστρεψε το Μίτια. Γιατί είμαι βέβαιος, μα και όλοι οι άλλοι το ίδιο, όλοι οι νομικοί το λέγανε αργότερα, πως αν δε γινόταν αυτό το επεισόδιο, θα καταλόγιζαν στον κατηγορούμενο ελαφρυντικά. Μα γι' αυτό σε λίγο. Δυο λόγια πρώτα για τη Γκρούσενκα.

Μπήκε στην αίθουσα κι αυτή ντυμένη στα μαύρα, με το υπέροχο μαύρο σάλι της στους ώμους. Κυματιστή, με το αθόρυβο βάδισμά της, μ' ένα ελαφρό λίκνισμα, όπως περπατάνε καμιά φορά οι γεμάτες γυναίκες, πλησίασε στη θέση των μαρτύρων, κοιτάζοντας επίμονα τον πρόεδρο κι ούτε μια φορά δεν έριξε το βλέμμα της ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Κατά τη γνώμη μου ήταν πολύ όμορφη κείνη τη στιγμή και καθόλου χλομή, όπως βεβαιώνανε αργότερα οι κυρίες. Βεβαιώνανε επίσης πως είχε ένα κάπως συγκεντρωμένο και μοχθηρό πρόσωπο. Νομίζω πως ήταν μονάχα εκνευρισμένη κι αισθανόταν βαριά πάνω της τα περιφρονητικά περίεργα βλέμματα του κοινού μας που διψούσε για σκάνδαλο. Αυτή ήταν ένας περήφανος χαρακτήρας που δεν ανεχόταν την περιφρόνηση, από κείνους που μόλις υποπτευθούν πως κάποιος τους περιφρονεί, αμέσως φλογίζονται από θυμό και δίψα αντεπίθεσης. Μαζί μ' αυτό υπήρχε φυσικά κι η δειλία κι η εσωτερική ντροπή γι' αυτή τη δειλία, έτσι που δεν είναι παράξενο πως η κουβέντα της ήταν άνιση —άλλοτε θυμωμένη και περιφρονητική κι άλλοτε τρομερά άξεστη· άλλοτε ξάφνου ηχούσε μια συγκινημένη, ειλικρινής νότα αυτοκριτικής και αυτοκατηγορίας - άλλοτε πάλι μίλαγε έτσι σα να 'πεφτε σε κάποιαν άβυσσο: «Το ίδιο μου κάνει ό,τι κι αν γίνει, εγώ θα τα πω»...

Για τη γνωριμία της με το Φιόντορ Παύλοβιτς, παρατήρησε απότομα: «Όλα είναι ανοησίες, μήπως φταίω γω τάχα που μου 'γινε φόρτωμα;» Κι ύστερα από λίγο πρόσθεσε: «Εγώ φταίω για όλα, τους κορόιδευα και τον έναν και τον άλλον, —και το γέρο κι αυτόν— και να πού τους έφερα και τους δυο. Εξαιτίας μου γίνανε όλα». Κι όταν έγινε λόγος για το Σαμσόνοβ: «Τι τους νοιάζει τους άλλους», αντεπιτέθηκε με κάποια αναιδή πρόκληση, «ήταν ευεργέτης μου, με πήρε ξυπόλητη, όταν οι γονείς μου με πετάξανε απ' την ίζμπα».

Ο πρόεδρος, πολύ ευγενικά είν' αλήθεια, της υπενθύμισε πως έπρεπε ν' απαντάει άμεσα στις ερωτήσεις, χωρίς να εισέρχεται σε περιττές λεπτομέρειες. Η Γκρούσενκα κοκκίνισε και τα μάτια της αστράψανε.

Το πακέτο με τα χρήματα δεν το 'χε δει μα άκουσε μονάχα απ' τον «κακούργο» πως έχει ο Φιόντορ Παύλοβιτς κάποιο πακέτο με τρεις χιλιάδες.

«Μονάχα που όλ' αυτά ήταν ανοησίες, εγώ γελούσα, και με κανέναν τρόπο δε θα πήγαινα εκεί...»

—Για ποιον είπατε τώρα «κακούργο»; ρώτησε ο εισαγγελέας.

—Μα για το λακέ, το Σμερντιακόβ, που σκότωσε τ' αφεντικό του και χτες κρεμάστηκε.

Φυσικά τη ρωτήσανε αμέσως: πού βασίζεται λοιπόν για μια τέτοια απερίφραστη κατηγορία, μα αποδείχτηκε πως κι αυτή δεν είχε καμιάν απόδειξη.

— Έτσι μου 'λεγε ο ίδιος ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς κι αυτόν να πιστεύετε. Η αντροχωρίστρα τον κατάστρεψε, να τι λέω, για όλα αυτή είναι η αιτία, να τι λέω, πρόσθεσε η Γκρούσενκα σα ν' ανατρίχιαζε από μίσος και στη φωνή της αντήχησε μια μοχθηρή νότα.

Ρωτήσανε ποιον υπονοεί πάλι.

—Μα τη δεσποινίδα, αυτήν, την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Με κάλεσε τότε σπίτι της, μου πρόσφερε σοκολάτα, θέλησε να με καλοπιάσει. Πολύ λίγη πραγματική ντροπή έχει μέσα της, να τι λέω...

Εδώ ο πρόεδρος τη σταμάτησε αυστηρά, παρακαλώντας τη να μετριάσει τις εκφράσεις της. Μα η καρδιά της ζηλιάρας γυναίκας είχε πια ανάψει, ήταν έτοιμη να ριχτεί και στην άβυσσο ακόμα...

— Όταν τον συλλάβαμε στο Μόκρογιε, ρώτησε αναθυμούμενος ο εισαγγελέας, όλοι είδανε κι ακούσανε, πως εσείς, βγαίνοντας απ' το άλλο δωμάτιο, φωνάξατε: «Εγώ φταίω για όλα, θα πάμε μαζί στο κάτεργο!» Θα πει λοιπόν πως και σεις είχατε κείνη τη στιγμή τη βεβαιότητα πως αυτός ήταν πατροκτόνος;

— Δε θυμάμαι τι ένιωθα τότε, απάντησε η Γκρούσενκα· όλοι τότε φωνάζανε πως αυτός σκότωσε τον πατέρα του και πως τον σκότωσε για μένα. Μα μόλις είπε πως είναι αθώος, εγώ τον πίστεψα αμέσως, και τώρα τον πιστεύω, και πάντα θα τον πιστεύω. Δεν είναι από κείνους που λένε ψέματα.

Οι ερωτήσεις περάσανε στο Φετιουκόβιτς. Ανάμεσα στ' άλλα θυμάμαι πως ρώτησε και για το Ρακίτιν και για τα είκοσι πέντε ρούβλια και «για το ότι της έφερε τον Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ».

— Και τι το εκπληχτικό που πήρε τα λεφτά; χασκογέλασε με περιφρόνηση και κακία η Γκρούσενκα. Όλο κι ερχόταν να μου τραβάει λεφτά, ήταν μήνες που μου 'παίρνε και τριάντα ρούβλια, κι αυτό για να γλεντήσει γιατί για να φάει και να πιει του φτάνανε τα δικά του.

— Μα για ποιο λόγο είσαστε τόσο γενναιόδωρη στον κύριο Ρακίτιν; βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει ο Φετιουκόβιτς παρ' όλο που ο πρόεδρος ανασάλευε στην έδρα του.

— Μα είναι ξάδερφός μου. Η μητέρα μου κι η μητέρα του ήταν αδερφές. Μονάχα που με ικέτευε συνεχώς να μην το λέω δω σε κανέναν, ντρεπότανε για μένα πάρα πολύ.

Αυτό το νέο γεγονός ήταν εντελώς αναπάντεχο για όλους: κανένας ως τα τώρα δεν ήξερε τίποτα γι' αυτό, σ' όλη την πολιτεία, ακόμα και στο μοναστήρι, ούτε κι ο Μίτια δεν το 'ξερε. Διηγόνταν πως ο Ρακίτιν κατακοκκίνισε απ' την ντροπή στην καρέκλα του. Η Γκρούσενκα, πριν μπει ακόμα στην αίθουσα, έμαθε με κάποιον τρόπο πως αυτός είχε καταθέσει ενάντια στο Μίτια και γι' αυτό είχε θυμώσει. Όλη η προηγούμενη κατάθεση του κυρίου Ρακίτιν, όλη η ευγένειά του, όλες οι ρητορείες του για τη δουλοπαροικία, για την πολιτική αταξία της Ρωσίας —όλ' αυτά είχαν καταστραφεί τελειωτικά στη συνείδηση του ακροατηρίου. Ο Φετιουκόβιτς ήταν ικανοποιημένος. Πάλι ο Θεός έβαλε το χέρι του. Η κατάθεση της Γκρούσενκας δεν κράτησε πολλήν ώρα μα και δεν μπορούσε βέβαια να καταθέσει τίποτα το ιδιαίτερα νέο. Άφησε στο ακροατήριο πολύ δυσάρεστη εντύπωση. Εκατοντάδες περιφρονητικά βλέμματα καρφώθηκαν πάνω της όταν αυτή κάθισε στη θέση της αρκετά μακριά απ' την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Όλη την ώρα που τη ρωτούσαν, ο Μίτια σώπαινε κι έμενε σαν απολιθωμένος με τα μάτια χαμηλωμένα.

Παρουσιάστηκε ο μάρτυρας Ιβάν Φιοντόροβιτς.


12. IV. Η τύχη χαμογελάει στο Μίτια

Αυτό έγινε χωρίς να το περιμένει κι ο ίδιος ο Αλιόσα. Τον καλέσανε να καταθέσει χωρίς όρκο και θυμάμαι πως κι οι δυο πλευρές τού φέρθηκαν απ' τα πρώτα του κιόλας λόγια εξαιρετικά καλά και με συμπάθεια. Φαινόταν πως τον εχτιμούσαν όλοι. Ο Αλιόσα φερνόταν σεμνά και συγκρατημένα μα στις καταθέσεις του πρόβαλλε καθαρά μια θερμή συμπάθεια για το δυστυχισμένο αδερφό. Απαντώντας σε μιαν ερώτηση, περιέγραψε το χαρακτήρα του αδερφού του σαν ανθρώπου βίαιου και παράφορου μα συγχρόνως ευγενικού, περήφανου και μεγαλόψυχου, έτοιμου και να θυσιαστεί ακόμα αν του το ζητούσαν. Παραδέχτηκε, είναι αλήθεια, πως τις τελευταίες μέρες ο αδερφός του λόγω του πάθους του για τη Γκρούσενκα και της αντιζηλίας του με τον πατέρα του, βρισκόταν σ' αφόρητη κατάσταση. Μα με αγανάκτηση αρνήθηκε και την υπόθεση ακόμα πως ο αδερφός του μπορούσε να σκοτώσει με σκοπό τη ληστεία, αν και παραδέχτηκε πως κείνες οι τρεις χιλιάδες είχαν μεταβληθεί στο μυαλό του Μίτια σε κάποια σχεδόν μανία, ότι θεωρούσε πως του τις όφειλαν απ' την κληρονομιά κι ότι τον γέλασε και δεν του τις είχε δώσει ο πατέρας του και πως, αν και ποτέ δεν ήταν φιλοχρήματος, ωστόσο δεν μπορούσε να μιλήσει γι' αυτές τις τρεις χιλιάδες χωρίς να φτάσει σε κατάσταση παραφοράς και μανίας. Όσο για την αντιζηλία των δύο «προσώπων», όπως εκφράστηκε ο εισαγγελέας, δηλαδή της Γκρούσενκας και της Κάτιας, απάντησε με υπεκφυγές και μάλιστα σε μια-δυο ερωτήσεις αρνήθηκε εντελώς ν' απαντήσει.

—Πέστε μας τουλάχιστο, σας είχε πει καμιά φορά ο αδερφός σας πως έχει σκοπό να σκοτώσει τον πατέρα του; ρώτησε ο εισαγγελέας. Μπορείτε να μην απαντήσετε, αν το βρείτε σκόπιμο, πρόσθεσε.

— Άμεσα δεν το είχε πει, απάντησε ο Αλιόσα.

—Πώς λοιπόν; Έμμεσα;

—Μου είπε μια φορά για το μίσος που νιώθει για τον πατέρα και πως φοβάται, πως... την τελευταία στιγμή... μια στιγμή απέχθειας... μπορεί και να τον σκότωνε.

—Και σεις, όταν τ' ακούσατε, το πιστέψατε;

—Φοβάμαι πως ναι. Μα ήμουν πάντα βέβαιος ότι κάποιο ανώτερο συναίσθημα πάντα θα τον σώσει στη μοιραία στιγμή, όπως και τον έσωσε πραγματικά, γιατί 8ε σκότωσε αυτός τον πατέρα μου, τέλειωσε σταθερά ο Αλιόσα με δυνατή φωνή που αντήχησε σ' όλη την αίθουσα.

Ο εισαγγελέας ανασκίρτησε σαν πολεμικό άλογο στο άκουσμα της σάλπιγγας.

—Να 'στε βέβαιος πως πιστεύω στην απόλυτη ειλικρίνεια της πεποίθησής σας, ανεξάρτητα απ' τα αισθήματα που τρέφετε για τον δυστυχισμένο σας αδερφό. Η ολότελα ιδιαίτερη άποψή σας σ' όλο το τραγικό επεισόδιο που συνέβη στην οικογένειά σας μας είναι γνωστή απ' την προανάκριση. Δε σας κρύβω πως είναι τρομερά ιδιότυπη κι αντιφάσκει μ' όλες τις άλλες μαρτυρίες που έχει στη διάθεσή της η εισαγγελία. Και γι' αυτό βρίσκω αναγκαίο να σας ρωτήσω ακόμα μια φορά μ' επιμονή: Ποια συγκεκριμένα στοιχεία καθοδήγησαν τη σκέψη σας και σας έφεραν στην τελειωτική πεποίθηση της αθωότητας του αδερφού σας και στην ενοχή ενός άλλου προσώπου, που το υποδείξατε άμεσα στην προανάκριση;

—Στην προανάκριση απαντούσα μονάχα στις ερωτήσεις και δεν κατηγόρησα από μόνος μου το Σμερντιακόβ, πρόφερε αργά και ήρεμα ο Αλιόσα.

—Κι όμως τον υποδείξατε.

—Τον υπέδειξα απ' τα λεγόμενά του αδερφού μου Ντιμήτρι. Μου διηγήθηκαν, πριν την ανάκρισή μου, τι έγινε όταν τον συλλάβανε και πως ο ίδιος υπέδειξε τότε το Σμερντιακόβ. Πιστεύω απόλυτα πως ο αδερφός μου είναι αθώος. Κι αφού δε σκότωσε αυτός, θα πει...

—Πως σκότωσε ο Σμερντιακόβ; Γιατί ειδικά ο Σμερντιακόβ; Και γιατί ακριβώς πειστήκατε τόσο τελειωτικά για την αθωότητα του αδερφού σας;

—Δεν μπορούσα να μην πιστέψω τον αδερφό μου. Ξέρω πως σε μένα δε θα πει ποτέ ψέματα. Το είδα απ' την έκφραση του προσώπου του πως δε μου λέει ψέματα.

—Μονάχα απ' την έκφραση; Αυτές είναι όλες σας οι αποδείξεις;

— Άλλες αποδείξεις δεν έχω.

—Και για την ενοχή του Σμερντιακόβ επίσης δε βασίζεστε στην παραμικρότερη απόδειξη, εκτός απ' τα λόγια του αδερφού σας και την έκφραση του προσώπου του;

—Ναι, δεν έχω άλλη απόδειξη.

Σ' αυτό ο εισαγγελέας σταμάτησε τις ερωτήσεις του. Οι απαντήσεις του Αλιόσα έκαναν στο ακροατήριο την πιο απογοητευτική εντύπωση. Για το Σμερντιακόβ μιλάγανε πια στην πολιτεία μας πριν απ' τη δίκη, όλοι κάτι είχανε ακουστά, λέγανε πως ο Αλιόσα είχε μαζέψει σοβαρότατες αποδείξεις προς όφελος του αδερφού του και για την ενοχή του λακέ και να τώρα τίποτα, καμιά απόδειξη, εκτός από κάτι πεποιθήσεις, τόσο φυσικές μια κι ήταν αδερφός του κατηγορουμένου.

Μα άρχισε να ρωτάει κι ο Φετιουκόβιτς. Στην ερώτηση για το πότε ακριβώς ο κατηγορούμενος τού μίλησε —του Αλιόσα— για το μίσος του προς τον πατέρα και για το ότι θα μπορούσε να τον σκοτώσει κι αν το άκουσε στην τελευταία τους συνάντηση πριν απ' την καταστροφή, ο Αλιόσα ξάφνου ανατρίχιασε, σα να θυμήθηκε κάτι μόλις τώρα και να το σκέφτηκε.

—Θυμάμαι τώρα ένα περιστατικό που και γω ο ίδιος το ξέχασα σχεδόν, μα τότε μου ήταν τόσο ασαφές, ενώ τώρα...

Κι ο Αλιόσα με θέρμη (φαινόταν πως μόλις τώρα συνέλαβε αυτή την ιδέα) θυμήθηκε πως την τελευταία φορά που συναντήθηκε με το Μίτια, το βράδυ, κοντά στο δέντρο, στο δρόμο για το μοναστήρι, ο Μίτια χτυπώντας το στήθος του, «το πάνω μέρος του στήθους», του επανέλαβε κάμποσες φορές πως είχε το μέσο ν' αποκαταστήσει την τιμή του, πως το μέσο αυτό είναι δω, να, εδώ πάνω στο στήθος του...

«Εγώ σκέφτηκα τότε πως αυτός, χτυπώντας το στήθος του μίλαγε για την καρδιά του», συνέχισε ο Αλιόσα, «για το ότι στην καρδιά του θα μπορούσε να βρει τις δυνάμεις για να ξεφύγει από 'να κάποιο τρομερό αίσχος, που τον απειλούσε και που ούτε σε μένα δεν τολμούσε να τ' ομολογήσει. Ομολογώ πως τότε νόμισα ότι μιλάει για τον πατέρα και πως ανατριχιάζει απ' τη σκέψη πως μπορεί να πάει και να του φερθεί βίαια, μα παρ' όλ' αυτά τότε σα να 'δειχνε ειδικά κάτι πάνω στο στήθος του, έτσι που, θυμάμαι, μου πέρασε και τότε η σκέψη πως η καρδιά δεν είναι καθόλου σε κείνο το μέρος του στήθους, μα χαμηλότερα, κι αυτός χτυπάει τον εαυτό του πολύ ψηλότερα, να, εδώ, λίγο πιο κάτω απ' το λαιμό, κι όλο δείχνει σ' αυτό το μέρος. Η σκέψη μου μού φάνηκε τότε ανόητη μα αυτός μπορεί να 'δειχνε τότε ίσα-ίσα αυτό το φυλαχτό, όπου είχε ράψει κείνα τα χίλια πεντακόσια ρούβλια!..»

—Ακριβώς! φώναξε ξάφνου ο Μίτια απ' τη θέση του. Έτσι είναι, Αλιόσα, έτσι, στο φυλαχτό χτυπούσα τότε με τη γροθιά μου!

Ο Φετιουκόβιτς όρμησε προς το μέρος του βιαστικά, ικετεύοντάς τον να ησυχάσει και ταυτόχρονα σα να γαντζώθηκε απ' τον Αλιόσα. Ο Αλιόσα, παρασυρμένος κι ο ίδιος απ' τις αναμνήσεις του, εξέφρασε με θέρμη την υπόθεσή του, πως το αίσχος αυτό συνίστατο πιθανότατα στο ότι, έχοντας πάνω του κείνα τα χίλια πεντακόσια ρούβλια που μπορούσε να τα επιστρέψει στην Κατερίνα Ιβάνοβνα, σαν το μισό του χρέους του, αυτός αποφάσισε να μην το δώσει αυτό το μισό και να το χρησιμοποιήσει γι' άλλη δουλειά, δηλαδή για να φύγει με τη Γκρούσενκα, αν αυτή δεχόταν. ..

— Έτσι είναι, έτσι είναι ακριβώς, αναφωνούσε με έξαψη ο Αλιόσα- ο αδερφός μου φώναζε τότε πως το μισό, το μισό του αίσχους (κάμποσες φορές μου πρόφερε: το μισό) μπορούσε και τώρ' ακόμα να το βγάλει από πάνω του, μα πως είναι τόσο πολύ δυστυχισμένος απ' την αδυναμία του χαρακτήρα του, που δε θα το κάνει αυτό... το ξέρει από πριν πως αυτό δεν μπορεί και δεν έχει τη δύναμη να το κάνει!

—Και σεις το θυμάστε καθαρά πως χτυπούσε το στήθος του σ' αυτό ακριβώς το μέρος; ρωτούσε άπληστα ο Φετιουκόβιτς.

—Πολύ καθαρά, γιατί ίσα-ίσα σκέφτηκα τότε: γιατί χτυπάει τόσο ψηλά, ενώ η καρδιά είναι χαμηλότερα, κι η σκέψη μου μού φάνηκε την ίδια στιγμή ανόητη... το θυμάμαι κι αυτό πως μου φάνηκε ανόητη... κι αυτό μου πέρασε απ' το νου. Να γιατί το θυμήθηκα τώρα. Και πώς μπόρεσα και το ξέχασα ως τα τώρα! Έδειχνε αυτό ίσα-ίσα το φυλαχτό όταν έλεγε πως έχει τα μέσα, μα πως δε θα τα επιστρέφει αυτά τα χίλια πεντακόσια ρούβλια! Κι όταν τον συλλάβανε στο Μόκρογιε, φώναζε —το ξέρω, μου το διηγήθηκαν— πως θεωρεί την πιο αισχρή πράξη της ζωής του το ότι, έχοντας τα μέσα να επιστρέφει τα μισά (ακριβώς τα μισά) του χρέους της Κατερίνας Ιβάνοβνας και να μην είναι κλέφτης απέναντί της, αυτός παρ' όλ' αυτά δε βρήκε τη δύναμη να τα δώσει και προτίμησε να μείνει κλέφτης στα μάτια της παρά ν' αποχωριστεί τα λεφτά! Και πώς τον βασάνιζε, πώς τον βασάνιζε αυτό το χρέος! τέλειωσε αναφωνώντας ο Αλιόσα.

Εννοείται πως επενέβη κι ο εισαγγελέας. Παρακάλεσε τον Αλιόσα να περιγράφει ακόμα μια φορά πώς γίνανε όλ' αυτά κι επέμενε αρκετές φορές ρωτώντας: όταν ο κατηγορούμενος χτυπούσε το στήθος του έκανε σαν να 'δειχνε κάτι; Ή, μήπως χτυπούσε απλώς το στήθος του με τη γροθιά;

—Μα κι ούτε με τη γροθιά! αναφώνησε ο Αλιόσα- μα έδειχνε ακριβώς με το δάχτυλο, κι έδειχνε δω, πολύ ψηλά... Και πώς μπόρεσα να το ξεχάσω εντελώς ως τα τώρα!

Ο πρόεδρος ρώτησε το Μίτια τι έχει να πει αναφορικά μ' αυτή την κατάθεση. Ο Μίτια επιβεβαίωσε πως όλα γίνανε έτσι ακριβώς, πως έδειχνε ίσα-ίσα τα χίλια πεντακόσια ρούβλια, που τα 'χε πριν στο στήθος του, αμέσως πιο κάτω απ' το λαιμό, και πως φυσικά αυτό ήταν αίσχος, —«αίσχος που δεν τ' αρνιέμαι, η πιο αισχρή πράξη της ζωής μου!» φώναξε ο Μίτια. «Μπορούσα να τα επιστρέψω και δεν τα επέστρεψα. Προτίμησα να μείνω στα μάτια της κλέφτης μα δεν τα επέστρεψα, και το κυριότερο αίσχος ήταν τ' ότι το 'ξερα κι από πριν πως δε θα τα επιστρέψω! Είχε δίκιο ο Αλιόσα! Ευχαριστώ, Αλιόσα!».

Μ' αυτό τέλειωσε η κατάθεση του Αλιόσα. Το σπουδαίο και το χαρακτηριστικό ήταν πως βρέθηκε έστω κι ένα γεγονός, έστω κι η παραμικρότερη απόδειξη, σχεδόν μονάχα μια υπόνοια απόδειξης, μα που, έστω και ελάχιστα, μαρτυρούσε ότι πραγματικά υπήρχε αυτό το φυλαχτό, πως είχε μέσα χίλια πεντακόσια ρούβλια και πως ο κατηγορούμενος δεν είπε ψέματα στην προανάκριση όταν είπε στο Μόκρογιε πως αυτά τα χίλια πεντακόσια ρούβλια «ήταν δικά μου». Ο Αλιόσα ήταν χαρούμενος. Κατακοκκίνισε και πήγε στη θέση που του υποδείξανε. Για πολύ ακόμα όλο έλεγε και ξανάλεγε:

«Πώς έτσι το ξέχασα; Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω αυτό; Και πώς έτσι ξαφνικά, μόλις τώρα, το θυμήθηκα;»

Άρχισε η κατάθεση της Κατερίνας Ιβάνοβνας. Μόλις εκείνη παρουσιάστηκε, την αίθουσα τη διέτρεξε κάτι ασυνήθιστο. Οι κυρίες αρπάξανε τα φασαμέν και τα κιάλια τους, οι άντρες ανακινήθηκαν, μερικοί μάλιστα σηκώθηκαν απ' τη θέση τους για να δουν καλύτερα. Όλοι βεβαιώνανε αργότερα πως ο Μίτια χλόμιασε, «πάνιασε» μόλις μπήκε αυτή. Ντυμένη στα μαύρα πλησίασε σεμνά και σχεδόν δειλά στη θέση που της υποδείξανε. Απ' το πρόσωπό της δεν μπορούσε κανείς να μαντέψει πως ήταν ταραγμένη μα η αποφασιστικότητα έλαμπε στο σκοτεινό και μουχρό της βλέμμα. Πρέπει να παρατηρήσουμε —αυτό το βεβαιώσανε αργότερα πολλοί— πως κείνη τη στιγμή ήταν πολύ όμορφη. Άρχισε να μιλάει σιγά μα καθαρά, έτσι που ακουγότανε σ' όλη την αίθουσα. Εκφραζόταν εξαιρετικά ήρεμα ή τουλάχιστο προσπαθούσε να 'ναι ήρεμη. Ο πρόεδρος άρχισε τις ερωτήσεις του προσεχτικά, μ' εξαιρετικό σεβασμό, σα να φοβότανε ν' αγγίξει «ορισμένες χορδές» και σεβόμενος τη μεγάλη της δυστυχία. Μα η Κατερίνα Ιβάνοβνα, η ίδια, απ' τα πρώτα κιόλας λόγια, δήλωσε σταθερά, απαντώντας σε μιαν ερώτηση, πως ήταν αρραβωνιασμένη με τον κατηγορούμενο «ώσπου μ' εγκατέλειψε ο ίδιος»... πρόσθεσε σιγανά. Όταν τη ρώτησαν για τις τρεις χιλιάδες που τις εμπιστεύθηκε στο Μίτια για να τις στείλει με το ταχυδρομείο στους συγγενείς της, αυτή πρόφερε σταθερά:

«Δεν του τα 'δωσα για να τα στείλει αμέσως. Προαισθανόμουνα τότε πως είχε μεγάλη ανάγκη από χρήματα... κείνη τη στιγμή... Του 'δωσα κείνες τις τρεις χιλιάδες με τη συμφωνία να τις στείλει αν θέλει, στο διάστημα ενός μηνός. Άδικα βασανιζόταν τόσο ύστερα γι' αυτό το χρέος...»

Δεν αναφέρω όλες τις ερωτήσεις με ακρίβεια κι όλες τις απαντήσεις της, μεταδίδω μονάχα την ουσία της κατάθεσής της.

— Ήμουν απόλυτα βέβαιη πως πάντα θα 'χε τον καιρό να στείλει αυτά τα χρήματα μόλις τα πάρει απ' τον πατέρα του, συνέχισε απαντώντας στις ερωτήσεις. Πάντα ήμουν βέβαιη για την αφιλοκέρδεια και την τιμιότητά του... την απόλυτη τιμιότητά του... στα χρηματικά ζητήματα. Αυτός ήταν σταθερά βέβαιος πως θα πάρει απ' τον πατέρα του τρεις χιλιάδες ρούβλια και μου μίλησε αρκετές φορές γι' αυτό, ήξερα πως έχει διαφωνίες με τον πατέρα του, και πάντα ήμουν κι ως τώρα ακόμα είμαι βέβαιη πως ο πατέρας του τον αδίκησε. Δε θυμάμαι καμιά απειλή για τον πατέρα του από μέρος του. Μπροστά μου τουλάχιστον ποτέ δεν είπε καμιά φοβέρα. Αν είχε έρθει τότε σε μένα, θα τον ησύχαζα αμέσως γι' αυτές τις άθλιες τρεις χιλιάδες, μα δεν ερχόταν πια στο σπίτι μου... και γω η ίδια... εγώ βρισκόμουν σε τέτοια θέση... που δεν μπορούσα να τον καλέσω... Μα ούτε κι είχα κανένα δικαίωμα να είμαι απαιτητική γι' αυτό το χρέος, πρόσθεσε ξαφνικά και κάτι αποφασιστικό ακούστηκε στη φωνή της. Και γω η ίδια πήρα κάποτε απ' αυτόν μια χρηματική διευκόλυνση ακόμα μεγαλύτερη από τρεις χιλιάδες, και τη δέχτηκα παρ' όλο που τότε ούτε να προβλέψω δεν μπορούσα πως θα έχω ποτέ τη δυνατότητα να του ξεπληρώσω το χρέος μου...

Στον τόνο της φωνής της σα να 'γινε αισθητή κάποια πρόκληση. Ακριβώς κείνη τη στιγμή ήρθε η σειρά του Φετιουκόβιτς να ρωτήσει:

—Αυτό δεν συνέβη εδώ, μα στην αρχή της γνωριμίας σας; άρχισε να πλησιάζει προσεχτικά ο Φετιουκόβιτς προβλέποντας κάτι ευνοϊκό (θα παρατηρήσω σε παρένθεση πως αυτός παρ' όλο που 'χε κληθεί απ' την Πετρούπολη εν μέρει κι απ' την ίδια την Κατερίνα Ιβάνοβνα και πάλι δεν ήξερε τίποτα για το επεισόδιο με τις πέντε χιλιάδες που της είχε δώσει ο Μίτια και για την «εδαφιαία υπόκλιση». Αυτό δεν του το 'χε πει, του το 'χε κρύψει. Πολύ περίεργο αυτό. Μπορεί κανείς να υποθέσει με βεβαιότητα πως κι αυτή η ίδια, ως την τελευταία στιγμή, δεν ήξερε αν θα το διηγηθεί αυτό το επεισόδιο στη δίκη ή όχι, και περίμενε κάποια έμπνευση).

— Όχι, ποτέ δεν μπορώ να ξεχάσω κείνες τις στιγμές! άρχισε να διηγιέται.

Τα διηγήθηκε όλα, όλο κείνο το επεισόδιο που ιστόρησε ο Μίτια στον Αλιόσα, και την «εδαφιαία υπόκλιση» και τις αιτίες και για τον πατέρα της και το πως πήγε στο Μίτια, κι ούτε λέξη ούτε υπαινιγμό δεν έκανε πως ο Μίτια είχε προτείνει ο ίδιος μέσω της αδερφής της «να του στείλουν την Κατερίνα Ιβάνοβνα για τα λεφτά». Αυτό το 'κρυψε μεγαλόψυχα και δε δίστασε να ομολογήσει πως αυτή, αυτή η ίδια έτρεξε τότε στο νεαρό αξιωματικό, με την προσωπική της παρόρμηση ελπίζοντας κάτι... για να του ζητήσει χρήματα. Ήταν κάτι συνταραχτικό. Εγώ πάγωσα κι έτρεμα ακούγοντάς την, η αίθουσα νεκρώθηκε έτσι καθώς ρουφούσε την κάθε της λέξη. Εδώ συνέβαινε κάτι ανήκουστο. Κανείς δε θα μπορούσε να περιμένει από μια τόσο αυτοκυρίαρχη και περιφρονητικά περήφανη κοπέλα, όπως αυτή, μια τέτοια ειλικρίνεια, μια τέτοια θυσία, μια τέτοια αυτοεκμηδένιση, και γιατί; Για ποιον; Για να σώσει τον άπιστο που την πρόσβαλε, για να συντελέσει με κάτι, έστω και μικρό, στη σωτηρία του, να προκαλέσει γι' αυτόν μιαν ευνοϊκή εντύπωση. Και πραγματικά: Η εικόνα του αξιωματικού που δίνει τις τελευταίες του πέντε χιλιάδες ρούβλια —όλα όσα του μένανε στη ζωή— και υποκλίνεται με σεβασμό μπροστά στην αθώα κοπέλα, φανερώθηκε πολύ συμπαθητική και γοητευτική μα... εμένα η καρδιά μου σφίχτηκε οδυνηρά! Αισθάνθηκα πως θα προέκυπτε αργότερα (και προέκυψε, προέκυψε) μια συκοφαντία! Μ' ένα μοχθηρό γελάκι λέγανε αργότερα σ' όλη την πολιτεία πως η διήγηση ίσως και να μην ήταν εντελώς ακριβής σε κείνο ιδιαίτερα το σημείο όπου ο αξιωματικός άφησε να φύγει η κοπέλα τάχα μονάχα με «μιαν υπόκλιση σεβασμού». Υπαινίσσονταν πως εδώ κάτι είχε «παραλειφθεί». Μα κι αν δεν παραλείφθηκε τίποτα, κι αν ακόμα όλα ήταν αλήθεια, —λέγανε κι οι πιο αξιοσέβαστες ακόμα κυρίες μας,— και σ' αυτήν ακόμα την περίπτωση δεν ξέρουμε: «ήταν ή δεν ήταν ευγενικό να φερθεί έτσι μια κοπέλα, έστω και για να σώσει τον πατέρα της;» Και είναι δυνατό η Κατερίνα Ιβάνοβνα με την εξυπνάδα της και με τη νοσηρή της διορατικότητα να μην είχε προβλέψει αυτές τις φλυαρίες; Σίγουρα θα τις είχε προβλέψει, να όμως που αποφάσισε να τα πει όλα. Εννοείται πως όλες αυτές οι βρομερές υποψίες για την αλήθεια της διήγησης άρχισαν αργότερα, μα τις πρώτες στιγμές όλοι είχαν συγκινηθεί. Όσο για τους δικαστές, αυτοί ακούσανε την Κατερίνα Ιβάνοβνα με γεμάτη ευλάβεια και, —πώς να το πούμε;— με ντροπαλή μάλιστα σιωπή. Ο εισαγγελέας δεν επέτρεψε στον εαυτό του ούτε μια παραπέρα ερώτηση πάνω σ' αυτό το θέμα. Ο Φετιουκόβιτς τής υποκλίθηκε βαθιά. Ω, αυτός σχεδόν θριάμβευε! Πολλά είχε κερδίσει: Ένας άνθρωπος να δίνει από μιαν ευγενική παρόρμηση τις τελευταίες του πέντε χιλιάδες κι ύστερα ο ίδιος άνθρωπος να σκοτώνει νύχτα τον πατέρα του με σκοπό να ληστέψει τρεις χιλιάδες —αυτά δε συμβιβάζονται. Τουλάχιστο τη ληστεία θα μπορούσε τώρα να την παραμερίσει ο Φετιουκόβιτς. «Η υπόθεση» φωτίστηκε ξάφνου με καινούργιο φως. Ένας άνεμος συμπάθειας για το Μίτια έπνευσε στην αίθουσα. Όσο γι' αυτόν... γι' αυτόν λέγανε πως, όσο κρατούσε η κατάθεση της Κατερίνας Ιβάνοβνας, έκανε να πηδήξει απ' τη θέση του, ύστερα έπεσε πάλι στο σκαμνί και σκέπασε το πρόσωπο με τις παλάμες του. Μα όταν αυτή τελείωσε, αυτός ξάφνου με αναφιλητά αναφώνησε απλώνοντας προς το μέρος της τα χέρια του:

—Κάτια γιατί με κατάστρεψες;

Και ξέσπασε σε κλάματα που ακούστηκαν σ' όλη την αίθουσα. Είναι αλήθεια πως στη στιγμή συγκρατήθηκε και πάλι φώναξε:

—Τώρα είμαι καταδικασμένος!

Ύστερα σα να μαρμάρωσε στη θέση του σφίγγοντας τα δόντια του και σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα έμεινε στην αίθουσα και κάθισε στην καρέκλα που της υποδείξανε κατάχλομη και με χαμηλωμένα μάτια. Διηγόνταν όσοι κάθονταν κοντά της πως για πολλήν ώρα έτρεμε σαν να 'χε ρίγος πυρετού. Ύστερα καλέσανε τη Γκρούσενκα.

Πλησιάζω σε κείνη την καταστροφή που ξέσπασε αναπάντεχα και που ίσως και στ' αλήθεια να κατάστρεψε το Μίτια. Γιατί είμαι βέβαιος, μα και όλοι οι άλλοι το ίδιο, όλοι οι νομικοί το λέγανε αργότερα, πως αν δε γινόταν αυτό το επεισόδιο, θα καταλόγιζαν στον κατηγορούμενο ελαφρυντικά. Μα γι' αυτό σε λίγο. Δυο λόγια πρώτα για τη Γκρούσενκα.

Μπήκε στην αίθουσα κι αυτή ντυμένη στα μαύρα, με το υπέροχο μαύρο σάλι της στους ώμους. Κυματιστή, με το αθόρυβο βάδισμά της, μ' ένα ελαφρό λίκνισμα, όπως περπατάνε καμιά φορά οι γεμάτες γυναίκες, πλησίασε στη θέση των μαρτύρων, κοιτάζοντας επίμονα τον πρόεδρο κι ούτε μια φορά δεν έριξε το βλέμμα της ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Κατά τη γνώμη μου ήταν πολύ όμορφη κείνη τη στιγμή και καθόλου χλομή, όπως βεβαιώνανε αργότερα οι κυρίες. Βεβαιώνανε επίσης πως είχε ένα κάπως συγκεντρωμένο και μοχθηρό πρόσωπο. Νομίζω πως ήταν μονάχα εκνευρισμένη κι αισθανόταν βαριά πάνω της τα περιφρονητικά περίεργα βλέμματα του κοινού μας που διψούσε για σκάνδαλο. Αυτή ήταν ένας περήφανος χαρακτήρας που δεν ανεχόταν την περιφρόνηση, από κείνους που μόλις υποπτευθούν πως κάποιος τους περιφρονεί, αμέσως φλογίζονται από θυμό και δίψα αντεπίθεσης. Μαζί μ' αυτό υπήρχε φυσικά κι η δειλία κι η εσωτερική ντροπή γι' αυτή τη δειλία, έτσι που δεν είναι παράξενο πως η κουβέντα της ήταν άνιση —άλλοτε θυμωμένη και περιφρονητική κι άλλοτε τρομερά άξεστη· άλλοτε ξάφνου ηχούσε μια συγκινημένη, ειλικρινής νότα αυτοκριτικής και αυτοκατηγορίας - άλλοτε πάλι μίλαγε έτσι σα να 'πεφτε σε κάποιαν άβυσσο: «Το ίδιο μου κάνει ό,τι κι αν γίνει, εγώ θα τα πω»...

Για τη γνωριμία της με το Φιόντορ Παύλοβιτς, παρατήρησε απότομα: «Όλα είναι ανοησίες, μήπως φταίω γω τάχα που μου 'γινε φόρτωμα;» Κι ύστερα από λίγο πρόσθεσε: «Εγώ φταίω για όλα, τους κορόιδευα και τον έναν και τον άλλον, —και το γέρο κι αυτόν— και να πού τους έφερα και τους δυο. Εξαιτίας μου γίνανε όλα». Κι όταν έγινε λόγος για το Σαμσόνοβ: «Τι τους νοιάζει τους άλλους», αντεπιτέθηκε με κάποια αναιδή πρόκληση, «ήταν ευεργέτης μου, με πήρε ξυπόλητη, όταν οι γονείς μου με πετάξανε απ' την ίζμπα».

Ο πρόεδρος, πολύ ευγενικά είν' αλήθεια, της υπενθύμισε πως έπρεπε ν' απαντάει άμεσα στις ερωτήσεις, χωρίς να εισέρχεται σε περιττές λεπτομέρειες. Η Γκρούσενκα κοκκίνισε και τα μάτια της αστράψανε.

Το πακέτο με τα χρήματα δεν το 'χε δει μα άκουσε μονάχα απ' τον «κακούργο» πως έχει ο Φιόντορ Παύλοβιτς κάποιο πακέτο με τρεις χιλιάδες.

«Μονάχα που όλ' αυτά ήταν ανοησίες, εγώ γελούσα, και με κανέναν τρόπο δε θα πήγαινα εκεί...»

—Για ποιον είπατε τώρα «κακούργο»; ρώτησε ο εισαγγελέας.

—Μα για το λακέ, το Σμερντιακόβ, που σκότωσε τ' αφεντικό του και χτες κρεμάστηκε.

Φυσικά τη ρωτήσανε αμέσως: πού βασίζεται λοιπόν για μια τέτοια απερίφραστη κατηγορία, μα αποδείχτηκε πως κι αυτή δεν είχε καμιάν απόδειξη.

— Έτσι μου 'λεγε ο ίδιος ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς κι αυτόν να πιστεύετε. Η αντροχωρίστρα τον κατάστρεψε, να τι λέω, για όλα αυτή είναι η αιτία, να τι λέω, πρόσθεσε η Γκρούσενκα σα ν' ανατρίχιαζε από μίσος και στη φωνή της αντήχησε μια μοχθηρή νότα.

Ρωτήσανε ποιον υπονοεί πάλι.

—Μα τη δεσποινίδα, αυτήν, την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Με κάλεσε τότε σπίτι της, μου πρόσφερε σοκολάτα, θέλησε να με καλοπιάσει. Πολύ λίγη πραγματική ντροπή έχει μέσα της, να τι λέω...

Εδώ ο πρόεδρος τη σταμάτησε αυστηρά, παρακαλώντας τη να μετριάσει τις εκφράσεις της. Μα η καρδιά της ζηλιάρας γυναίκας είχε πια ανάψει, ήταν έτοιμη να ριχτεί και στην άβυσσο ακόμα...

— Όταν τον συλλάβαμε στο Μόκρογιε, ρώτησε αναθυμούμενος ο εισαγγελέας, όλοι είδανε κι ακούσανε, πως εσείς, βγαίνοντας απ' το άλλο δωμάτιο, φωνάξατε: «Εγώ φταίω για όλα, θα πάμε μαζί στο κάτεργο!» Θα πει λοιπόν πως και σεις είχατε κείνη τη στιγμή τη βεβαιότητα πως αυτός ήταν πατροκτόνος;

— Δε θυμάμαι τι ένιωθα τότε, απάντησε η Γκρούσενκα· όλοι τότε φωνάζανε πως αυτός σκότωσε τον πατέρα του και πως τον σκότωσε για μένα. Μα μόλις είπε πως είναι αθώος, εγώ τον πίστεψα αμέσως, και τώρα τον πιστεύω, και πάντα θα τον πιστεύω. Δεν είναι από κείνους που λένε ψέματα.

Οι ερωτήσεις περάσανε στο Φετιουκόβιτς. Ανάμεσα στ' άλλα θυμάμαι πως ρώτησε και για το Ρακίτιν και για τα είκοσι πέντε ρούβλια και «για το ότι της έφερε τον Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ».

— Και τι το εκπληχτικό που πήρε τα λεφτά; χασκογέλασε με περιφρόνηση και κακία η Γκρούσενκα. Όλο κι ερχόταν να μου τραβάει λεφτά, ήταν μήνες που μου 'παίρνε και τριάντα ρούβλια, κι αυτό για να γλεντήσει γιατί για να φάει και να πιει του φτάνανε τα δικά του.

— Μα για ποιο λόγο είσαστε τόσο γενναιόδωρη στον κύριο Ρακίτιν; βρήκε την ευκαιρία να ρωτήσει ο Φετιουκόβιτς παρ' όλο που ο πρόεδρος ανασάλευε στην έδρα του.

— Μα είναι ξάδερφός μου. Η μητέρα μου κι η μητέρα του ήταν αδερφές. Μονάχα που με ικέτευε συνεχώς να μην το λέω δω σε κανέναν, ντρεπότανε για μένα πάρα πολύ.

Αυτό το νέο γεγονός ήταν εντελώς αναπάντεχο για όλους: κανένας ως τα τώρα δεν ήξερε τίποτα γι' αυτό, σ' όλη την πολιτεία, ακόμα και στο μοναστήρι, ούτε κι ο Μίτια δεν το 'ξερε. Διηγόνταν πως ο Ρακίτιν κατακοκκίνισε απ' την ντροπή στην καρέκλα του. Η Γκρούσενκα, πριν μπει ακόμα στην αίθουσα, έμαθε με κάποιον τρόπο πως αυτός είχε καταθέσει ενάντια στο Μίτια και γι' αυτό είχε θυμώσει. Όλη η προηγούμενη κατάθεση του κυρίου Ρακίτιν, όλη η ευγένειά του, όλες οι ρητορείες του για τη δουλοπαροικία, για την πολιτική αταξία της Ρωσίας —όλ' αυτά είχαν καταστραφεί τελειωτικά στη συνείδηση του ακροατηρίου. Ο Φετιουκόβιτς ήταν ικανοποιημένος. Πάλι ο Θεός έβαλε το χέρι του. Η κατάθεση της Γκρούσενκας δεν κράτησε πολλήν ώρα μα και δεν μπορούσε βέβαια να καταθέσει τίποτα το ιδιαίτερα νέο. Άφησε στο ακροατήριο πολύ δυσάρεστη εντύπωση. Εκατοντάδες περιφρονητικά βλέμματα καρφώθηκαν πάνω της όταν αυτή κάθισε στη θέση της αρκετά μακριά απ' την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Όλη την ώρα που τη ρωτούσαν, ο Μίτια σώπαινε κι έμενε σαν απολιθωμένος με τα μάτια χαμηλωμένα.

Παρουσιάστηκε ο μάρτυρας Ιβάν Φιοντόροβιτς.