×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 12. III. Η ιατρική πραγματογνωμοσύνη...

12. III. Η ιατρική πραγματογνωμοσύνη...

III. Η ιατρική πραγματογνωμοσύνη κι ένα φούντι φουντούκια

Και η ιατρική πραγματογνωμοσύνη δεν ωφέλησε πολύ τον κατηγορούμενο. Μα κι ο ίδιος ο Φετιουκόβιτς φαίνεται δε βασιζόταν και πολύ σ' αυτήν, πράγμα που αποδείχτηκε εκ των υστέρων. Ουσιαστικά έγινε μόνο και μόνο ύστερ' απ' την επιμονή της Κατερίνας Ιβάνοβνας που 'χε καλέσει επίτηδες ένα διάσημο γιατρό απ' τη Μόσχα. Η υπεράσπιση φυσικά δεν είχε να χάσει τίποτα απ' αυτήν και, στην πιο ευνοϊκή περίπτωση, κάτι θα μπορούσε κιόλας να κερδίσει. Εδώ που τα λέμε, έγινε κάτι κάπως κωμικό κιόλας επειδή οι γιατροί διαφωνήσανε. Σαν εμπειρογνώμονες παρουσιάστηκαν ο περίφημος γιατρός της Μόσχας, ύστερα ο δικός μας γιατρός Χερτσενστούμπε και τέλος ο νεαρός γιατρός Βαρβίνσκη. Οι δυο τελευταίοι παρουσιάστηκαν και σαν απλοί μάρτυρες που τους κάλεσε ο εισαγγελέας. Πρώτον καλέσανε σαν εμπειρογνώμονα το γιατρό Χερτσενστούμπε. Ήταν ένας γέρος εβδομήντα χρονώ, ασπρομάλλης και φαλακρός, με μέτριο ανάστημα, γεροδεμένος. Όλοι στην πολιτεία μας τον εκτιμούσαν πολύ και τον σέβονταν. Ήταν ευσυνείδητος γιατρός, θαυμάσιος άνθρωπος κι ευλαβέστατος: Ανήκε στην αίρεση των Χερνχούτερ ή στους Μοράβους αδελφούς, δεν ξέρω ακριβώς. Έμενε στην πολιτεία μας από χρόνια τώρα, και φερνόταν μ' εξαιρετική αξιοπρέπεια. Ήταν αγαθός και φιλάνθρωπος, θεράπευε τους φτωχούς και τους χωρικούς δωρεάν, πήγαινε μονάχος του στις τρώγλες τους και στις ίζμπες τους και τους άφηνε λεφτά για τα φάρμακα, μα κοντά σ' αυτά ήταν και πεισματάρης σα μουλάρι. Ήταν αδύνατο να τον κάνει κανείς ν' αλλάξει γνώμη όταν μια ιδέα τού καρφωνόταν στο κεφάλι. Μια και το 'φερε η κουβέντα, πρέπει να πω πως ο διάσημος γιατρός της Μόσχας στις δυο-τρεις μέρες που ' μείνε στην πολιτεία μας επέτρεψε στον εαυτό του μερικές εξαιρετικά προσβλητικές κρίσεις αναφορικά με τις ικανότητες του δόκτορα Χερτσενστούμπε. Και να πώς έγινε: Μ' όλο που ο ξένος γιατρός δεν έπαιρνε λιγότερα από εικοσπέντε ρούβλια τη βίζιτα, όμως πολλοί απ' την πολιτεία μας επωφελήθηκαν απ' την ευκαιρία, δε λυπήθηκαν τα λεφτά και τρέξανε να τον συμβουλευτούν. Όλους αυτούς τους θεράπευε φυσικά πριν απ' αυτόν ο γιατρός Χερτσενστούμπε κι ο διάσημος γιατρός κριτικάρισε μ' εξαιρετική σφοδρότητα παντού τη θεραπεία του. Τέλος μάλιστα, όταν πήγαινε στον άρρωστο τον ρωτούσε αμέσως:

«Λοιπόν ποιος σας μπούκωνε με φάρμακα εδώ; Ο Χερτσενστούμπε; Χε-χε!»

Ο γιατρός Χερτσενστούμπε τα 'μαθε φυσικά όλ' αυτά. Και να που οι τρεις γιατροί παρουσιάστηκαν ο ένας μετά τον άλλο για να δώσουν την κατάθεσή τους. Ο γιατρός Χερτσενστούμπε είπε καθαρά πως η ανωμαλία των νοητικών λειτουργιών του κατηγορουμένου είναι προφανής. Ύστερα, αφού ανέπτυξε τους συλλογισμούς του, που παραλείπω δω πέρα, πρόστεσε πως η ανωμαλία αυτή φανερώνεται όχι μονάχα απ' την προηγούμενη διαγωγή του κατηγορουμένου, μα και τώρα, από τις εκδηλώσεις του της στιγμής αυτής. Κι όταν τον παρακαλέσανε να εξηγήσει από τι αποδείχνεται τώρα, τη στιγμή αυτή, ο γερο-γιατρός με την ευθύτητα της αφέλειάς του, υπέδειξε το ότι ο κατηγορούμενος, μπαίνοντας στην αίθουσα, «είχε ένα ασυνήθιστο και ξένο προς τις περιστάσεις ύφος, βάδιζε σα στρατιώτης και κοίταζε ολόισια μπροστά του, τη στιγμή που θα 'ταν φυσικότερο γι' αυτόν να κοιτάει αριστερά όπου κάθονται οι κυρίες γιατί αγαπούσε τρομερά το ωραίο φύλο κι έπρεπε να συλλογίζεται πολύ τι θα πουν τώρα γι' αυτόν οι κυρίες», συμπέρανε ο γεροντάκος με την ιδιόρρυθμη γλώσσα του. Πρέπει να προστέσω δω πέρα πως μίλαγε ρούσικα, πολύ και πρόθυμα, μα η κάθε του φράση αποχτούσε κάπως γερμανικό ύφος, πράγμα που, εδώ που τα λέμε, δεν τον στεναχωρούσε καθόλου γιατί σ' όλη του τη ζωή είχε την αδυναμία να θεωρεί τα ρωσικά του σαν τα πιο σωστά, «καλύτερα κι από κείνα που μιλούν οι ίδιοι οι Ρώσοι» και μάλιστα του άρεσε πολύ να προστρέχει στις ρούσικες παροιμίες, βεβαιώνοντας κάθε φορά πως οι ρούσικες παροιμίες είναι καλύτερες κι εκφραστικότερες απ' όλες τις παροιμίες του κόσμου. Θα παρατηρήσω ακόμα πως αυτός στην κουβέντα του, από κάποια, λες, αφηρημάδα, ξέχναγε συχνά τις πιο συνηθισμένες λέξεις, που τις ήξερε περίφημα, μα που, ξάφνου, άγνωστο γιατί, του διέφευγαν εντελώς. Το ίδιο, εδώ που τα λέμε, συνέβαινε κι όταν μίλαγε γερμανικά και σ' αυτές τις περιπτώσεις πάντα κούναγε το χέρι του μπροστά απ' το πρόσωπό του, σα να προσπαθούσε ν' αρπάξει τη χαμένη λεξούλα και κανένας δε θα μπορούσε να τον αναγκάσει να συνεχίσει την αρχινισμένη ομιλία προτού βρει τη χαμένη λέξη. Η παρατήρησή του πως ο κατηγορούμενος θα 'πρεπε, όταν έμπαινε, να κοιτάξει τις κυρίες προκάλεσε έναν ευτράπελο ψίθυρο στο κοινό. Το γεροντάκο μας τον αγαπούσαν πολύ όλες οι κυρίες μας, ξέραν επίσης πως αυτός ο εργένης, ευλαβής και αγνός, κοίταζε τις γυναίκες σαν ανώτερα και ιδανικά πλάσματα. Και γι' αυτό η απρόοπτη παρατήρησή του φάνηκε σ' όλους τρομερά παράξενη.

Ο γιατρός της Μόσχας, όταν τον ρώτησαν με τη σειρά του, απότομα κι επίμονα επιβεβαίωσε πως θεωρεί τη διανοητική κατάσταση του κατηγορουμένου για μη φυσιολογική και «στον υπέρτατο βαθμό μάλιστα». Μίλησε πολύ κι έξυπνα για την «πλήρη σύγχυση» και τη «μανία» κι έβγαλε το συμπέρασμα πως ο κατηγορούμενος, όπως πιστοποιείται απ' όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, βρισκόταν αρκετές ακόμα μέρες πριν απ' τη σύλληψή του σε αναμφισβήτητη, νοσηρή, πλήρη σύγχυση κι αν διέπραξε το έγκλημα, αυτό μπορεί να 'γινε και συνειδητά μα σχεδόν αθέλητα, μην έχοντας καμιά δύναμη ν' αντισταθεί στη νοσηρή ψυχική του ροπή που τον είχε κυριέψει. Μα εκτός απ' την πλήρη σύγχυση ο γιατρός διέβλεπε ακόμα και μανία που κατά την γνώμη του τον οδηγούσε κατευθείαν σε πλήρη παραφροσύνη. (Σημειώστε πως τ' αφηγούμαι με δικά μου λόγια- ο γιατρός χρησιμοποιούσε την ειδική επιστημονική ορολογία) .

«Όλες του οι ενέργειες έρχονται σ' αντίθεση με τον υγιή νου και τη λογική», συνέχισε. «Δε μιλάω για πράγματα που δεν είδα, δηλαδή για το έγκλημα κι όλην αυτή την καταστροφή, μα ακόμα και προχτές, την ώρα που μιλούσαμε μαζί, είχε ένα ανεξήγητα ακίνητο βλέμμα. Απρόσμενο γέλιο, όταν δεν χρειαζόταν καθόλου. Ανεξήγητος συνεχής ερεθισμός, παράξενα λόγια. “Μπερνάρ”, “Αξιολογία” κι άλλα που δε χρειάζονται».

Μα ειδικά διέβλεπε ο γιατρός τη μανία στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να μιλήσει πια για τις τρεις χιλιάδες, που εξαιτίας τους θεωρεί τον εαυτό του εξαπατημένο, χωρίς κάποιον ασυνήθιστο ερεθισμό, τη στιγμή που μιλάει και θυμάται όλες τις άλλες αποτυχίες και προσβολές που του έγιναν με μεγάλη ευκολία. Τέλος από πληροφορίες φαίνεται πως και προηγουμένως, κάθε φορά που γινόταν λόγος για τις τρεις χιλιάδες ρούβλια, ο κατηγορούμενος έφτανε μέχρι μανίας, ενώ όλα δείχνουν πως ήταν άνθρωπος αφιλοκερδής και καθόλου φιλοχρήματος.

«Όσο για τη γνώμη του σοφού μου συναδέλφου, πρόστεσε ειρωνικά ο γιατρός της Μόσχας τελειώνοντας, πως ο κατηγορούμενος μπαίνοντας στην αίθουσα έπρεπε να κοιτάζει τις κυρίες κι όχι ίσα μπροστά του, θα πω μονάχα πως εκτός του ότι αυτή η παρατήρηση είναι ευτράπελη, είναι και κατά βάσιν λανθασμένη. Γιατί, αν και συμφωνώ απόλυτα πως ο κατηγορούμενος μπαίνοντας στην αίθουσα του δικαστηρίου, όπου αποφασίζεται η τύχη του, δε θα 'πρεπε να κοιτάει έτσι ακίνητα μπροστά του και πως αυτό πραγματικά θα μπορούσε να το θεωρήσει κανείς σαν ένδειξη της μη φυσιολογικής ψυχικής του κατάστασης κείνη τη στιγμή, ταυτόχρονα βεβαιώνω πως δε θα 'πρεπε να κοιτάζει αριστερά τις κυρίες μα απεναντίας δεξιά, ψάχνοντας με τα μάτια το συνήγορό του, στη βοήθεια του οποίου στηρίζεται όλη η ελπίδα του κι απ' την υπεράσπιση του οποίου εξαρτάται τώρα όλη η τύχη του».

Τη γνώμη του ο γιατρός την εξέφρασε κατηγορηματικά κι επίμονα. Μα την ιδιαίτερη κωμικότητα στη διαφωνία των δυο σοφών εμπειρογνωμόνων την έδωσε το αναπάντεχο συμπέρασμα που 'βγαλε ο γιατρός Βαρβίνσκη, που τον ρωτήσανε τελευταίο. Κατά τη γνώμη του, ο κατηγορούμενος, όπως και πρώτα έτσι και τώρα, βρίσκεται σ' εντελώς φυσιολογική διανοητική κατάσταση αν και φυσικά πριν απ' τη σύλληψη θα βρισκόταν σίγουρα σ' εξαιρετική νευρική διέγερση, πράγμα που μπορεί να προήλθε από πολλές και προφανείς αιτίες: τη ζήλεια, το θυμό, τη συνεχή μέθη κ.τ.λ. Όμως αυτή η νευρική κατάσταση δεν μπορούσε να περιέχει καμιάν ιδιαίτερη πλήρη σύγχυση που γι' αυτήν έγινε λόγος. Όσο για το αν έπρεπε να κοιτάει αριστερά ή δεξιά ο κατηγορούμενος μπαίνοντας στην αίθουσα, κατά την ταπεινή του γνώμη, ο κατηγορούμενος έπρεπε ίσα-ίσα, μπαίνοντας στην αίθουσα, να κοιτάει ολόισια μπροστά του, όπως και κοίταζε, γιατί ίσα μπροστά του κάθονταν ο πρόεδρος και τα μέλη του δικαστηρίου που απ' αυτούς εξαρτάται τώρα όλη η τύχη του, έτσι που κοιτάζοντας ίσα μπροστά του απόδειξε την εντελώς φυσιολογική διανοητική του κατάσταση στην παρούσα στιγμή· τέλειωσε με κάποια θέρμη ο νεαρός γιατρός την «ταπεινή» του κατάθεση.

—Μπράβο, γιατρέ! φώναξε ο Μίτια απ' τη θέση του. Σωστά τα λες!

Ο πρόεδρος και πάλι φυσικά παρατήρησε το Μίτια, μα η γνώμη του νεαρού γιατρού είχε την πιο αποφασιστική επίδραση και στους δικαστές και στο ακροατήριο γιατί, όπως αποδείχτηκε αργότερα, όλοι την παραδεχτήκανε. Ο γιατρός Χερτσενστούμπε, όταν τον ρωτήσανε σα μάρτυρα πια, αποδείχτηκε εντελώς αναπάντεχα ωφέλιμος στο Μίτια. Σαν παλιός κάτοικος της πολιτείας μας και γνωρίζοντας από παλιά την οικογένεια Καραμάζοβ, έδωσε μερικές πληροφορίες πολύ ενδιαφέρουσες για την «κατηγορία» και ξάφνου, σαν κάτι να σκέφτηκε, πρόστεσε:

—Κι όμως ο πτωχός νεαρός θα μπορούσε να λάβει ασύγκριτα καλυτέραν μοίρα, διότι από της παιδικής και μεταπαιδικής ηλικίας με καλή καρδιά ήταν. Μα μια ρωσική παροιμία λέει: «Αν έχει κανείς ένα μυαλό είναι καλό, κι αν έρθει ακόμα ένας μυαλωμένος άνθρωπος να του κάνει επίσκεψη, τότε θα 'ναι ακόμα καλύτερα, γιατί τότε θα υπάρχουν δυο μυαλά, κι όχι μονάχα ένα»...

—Ένα μυαλό καλό, δυο καλύτερα, τον υποβοήθησε ανυπόμονα ο εισαγγελέας που από καιρό πια ήξερε τη συνήθεια του γεροντάκου να μιλάει αργά, φλύαρα, μη δίνοντας σημασία στην εντύπωση που κάνει, αναγκάζοντας έτσι τους άλλους να τον περιμένουν, μα απεναντίας εκτιμώντας το δυσκολόβγαλτο και πάντα αυτοευχαριστημένο γερμανικό του χιούμορ.

—Ω, ν-ναι, αυτό λέω και γω, είπε αυτός πεισματάρικα: Ένα μυαλό καλό, και δυο πάρα πολύ καλύτερα ακόμα. Μα σ' αυτόν δεν ήρθε άλλος με μυαλό, κι αυτός αμόλησε και το δικό του... πού το αμόλησε; Αυτή τη λέξη —πού το αμόλησε— την ξέχασα, συνέχιζε αυτός στριφογυρίζοντας το χέρι του μπροστά στα μάτια του αχ, ναι, σπατσίρεν.

—Περίπατο;

—Μα ναι, περίπατο, αυτό λέω και γω. Να λοιπόν που το μυαλό του πήγε να κόβει βόλτες κι έφτασε σε μια λακκούβα τόσο βαθιά που βούλιαξε. Εν τω μεταξύ όμως ήταν ένας ευγνώμων κι ευαίσθητος νέος, ω, τον θυμάμαι πολύ καλά από τότε που ήταν τόσος δα μικρούλης, που τον πέταξε ο πατέρας του στην πίσω αυλή, όταν έτρεχε χωρίς παπούτσια και με το παντελονάκι του που κούμπωνε μ' ένα κουμπί.

Κάποια συγκινημένη κι αισθηματική νότα ακούστηκε ξάφνου στη φωνή του τίμιου γεροντάκου. Ο Φετιουκόβιτς ανασκίρτησε σαν κάτι να προαισθανόταν κι αμέσως έστησε τ' αυτί του.

—Ω, ναι, εγώ τότε, ο ίδιος ήμουν ένας νεαρός άνθρωπος... είχα... ναι, είχα σαράντα πέντε χρόνια τότε και μόλις είχα έρθει σ' αυτή την πολιτεία. Και λυπήθηκα τότε τ' αγόρι και ρώτησα τον εαυτό μου: γιατί δεν μπορώ να του αγοράσω ένα φούντι... ένα φούντι τι; Ξέχασα πώς το λένε αυτό... ένα φούντι από κείνα που τα παιδιά αγαπάνε πολύ, πώς το λένε, πώς το λένε λοιπόν; άρχισε πάλι ο γιατρός να κουνάει το χέρι του. Στα δέντρα μεγαλώνει και το μαζεύουν και το χαρίζουν σ' όλους...

—Μήλα;

—Ω, ο-ο-όχι! Φούντι, φούντι ήταν, τα μήλα τα πουλάνε με τη δεκάδα, κι όχι με το φούντι... όχι, είναι πολλά κι όλο μικρά και τα βάζουν στο στόμα και κρ-ρ-ρακ!...

—Φουντούκια;

—Μα ναι, φουντούκια, αυτό λέω και γω, επιβεβαίωσε με τον πιο ατάραχο τρόπο, σα να μην είχε ξεχάσει καθόλου τη λέξη, ο γιατρός- και του πήγα ένα φούντι φουντούκια, γιατί στο μικρό κανένας ως τότε δεν είχε πάει ένα φούντι φουντούκια, και σήκωσα το δάχτυλό μου και του είπα: Αγοράκι! Gott der Vater (Θεός Πατήρ). Αυτός γέλασε κι επανέλαβε: Gott der Vater. Gott der Sohn (Θεός Υιός). Εγώ ξαναγέλασα και ξαναεπανέλαβα: Gott der Sohn. Gott der heilige Geist (Θεός Άγιον Πνεύμα). Τότε αυτός γέλασε και πάλι και πρόφερε όσο μπορούσε: Gott der heilige Geist. Και γω έφυγα. Ύστερ' από μια μέρα, περνάω από μπροστά του κι αυτός μου φωνάζει: Μπαρμπούλη, «Gott der Vater, Gott der Sohn» και μονάχα ξέχασε το Gott der heilige Geist μα εγώ του το θύμισα, και πάλι. Τον λυπήθηκα πολύ. Μα τον πήρανε και δεν τον ξανάδα πια. Και να που περάσανε είκοσι τρία χρόνια, κάθομαι ένα πρωί στο γραφείο μου, με άσπρο κιόλας το κεφάλι, και ξάφνου μπαίνει ένας ανθηρός νέος άνθρωπος που με κανένα τρόπο δεν μπορώ να θυμηθώ, μα αυτός σήκωσε το δάχτυλό του και λέει γελώντας: «Gott der Vater, Gottο der Sohn und Gott der heilige Geist» Μόλις τώρα έφτασα στην πολιτεία μας κι ήρθα να σας ευχαριστήσω για το φούντι τα φουντούκια. Γιατί κανένας δε μ' αγόραζε τότε ένα φούντι φουντούκια και μονάχα σεις μ' αγοράσατε ένα φούντι φουντούκια». Και τότε γω θυμήθηκα την ευτυχισμένη μου νιότη και το φτωχό αγοράκι που 'τρεχε στην αυλή χωρίς παπουτσάκια κι η καρδιά μου αναποδογύρισε κι είπα: Είσαι ευγνώμων νέος γιατί σ' όλη σου τη ζωή θυμόσουν κείνο το φούντι τα φουντούκια που σου 'δωσα όταν ήσουν παιδί. Και τον αγκάλιασα και τον ευλόγησα. Κι έκλαψα. Αυτός γέλαγε μα κι έκλαιγε μαζί... γιατί ο Ρώσος πολύ συχνά γελάει εκεί που πρέπει να κλαίει. Μα αυτός έκλαιγε κιόλας, τον είδα. Και τώρα, αλίμονο!...

—Και τώρα κλαίω, Γερμανέ, και τώρα κλαίω, άνθρωπε του Θεού! φώναξε ξάφνου ο Μίτια απ' τη θέση του.

Όπως και να 'ναι, αυτό το μικρό ανέκδοτο έκανε στο ακροατήριο ευνοϊκή εντύπωση. Μα την κυριότερη εντύπωση σε όφελος του Μίτια έκανε η κατάθεση της Κατερίνας Ιβάνοβνας που γι' αυτήν θα μιλήσω τώρ' αμέσως. Μα και γενικά, όταν άρχισαν να προσέρχονται οι μάρτυρες à décharge, δηλαδή κείνοι που κάλεσε ο συνήγορος, τότε η τύχη ξάφνου σα να χαμογέλασε, σοβαρά μάλιστα, στο Μίτια και —πράγμα απ' όλα πιο αξιοσημείωτο— αναπάντεχα μάλιστα και για την ίδια την υπεράσπιση. Μα πριν απ' την Κατερίνα Ιβάνοβνα καλέσανε τον Αλιόσα που θυμήθηκε ξαφνικά ένα γεγονός που φάνηκε ν' ανατρέπει ένα απ' τα πιο σοβαρά σημεία της κατηγορίας.


12. III. Η ιατρική πραγματογνωμοσύνη... 12. III. The medical expertise...

III. Η ιατρική πραγματογνωμοσύνη κι ένα φούντι φουντούκια

Και η ιατρική πραγματογνωμοσύνη δεν ωφέλησε πολύ τον κατηγορούμενο. Μα κι ο ίδιος ο Φετιουκόβιτς φαίνεται δε βασιζόταν και πολύ σ' αυτήν, πράγμα που αποδείχτηκε εκ των υστέρων. Ουσιαστικά έγινε μόνο και μόνο ύστερ' απ' την επιμονή της Κατερίνας Ιβάνοβνας που 'χε καλέσει επίτηδες ένα διάσημο γιατρό απ' τη Μόσχα. Η υπεράσπιση φυσικά δεν είχε να χάσει τίποτα απ' αυτήν και, στην πιο ευνοϊκή περίπτωση, κάτι θα μπορούσε κιόλας να κερδίσει. Εδώ που τα λέμε, έγινε κάτι κάπως κωμικό κιόλας επειδή οι γιατροί διαφωνήσανε. Σαν εμπειρογνώμονες παρουσιάστηκαν ο περίφημος γιατρός της Μόσχας, ύστερα ο δικός μας γιατρός Χερτσενστούμπε και τέλος ο νεαρός γιατρός Βαρβίνσκη. Οι δυο τελευταίοι παρουσιάστηκαν και σαν απλοί μάρτυρες που τους κάλεσε ο εισαγγελέας. Πρώτον καλέσανε σαν εμπειρογνώμονα το γιατρό Χερτσενστούμπε. Ήταν ένας γέρος εβδομήντα χρονώ, ασπρομάλλης και φαλακρός, με μέτριο ανάστημα, γεροδεμένος. Όλοι στην πολιτεία μας τον εκτιμούσαν πολύ και τον σέβονταν. Ήταν ευσυνείδητος γιατρός, θαυμάσιος άνθρωπος κι ευλαβέστατος: Ανήκε στην αίρεση των Χερνχούτερ ή στους Μοράβους αδελφούς, δεν ξέρω ακριβώς. Έμενε στην πολιτεία μας από χρόνια τώρα, και φερνόταν μ' εξαιρετική αξιοπρέπεια. Ήταν αγαθός και φιλάνθρωπος, θεράπευε τους φτωχούς και τους χωρικούς δωρεάν, πήγαινε μονάχος του στις τρώγλες τους και στις ίζμπες τους και τους άφηνε λεφτά για τα φάρμακα, μα κοντά σ' αυτά ήταν και πεισματάρης σα μουλάρι. Ήταν αδύνατο να τον κάνει κανείς ν' αλλάξει γνώμη όταν μια ιδέα τού καρφωνόταν στο κεφάλι. Μια και το 'φερε η κουβέντα, πρέπει να πω πως ο διάσημος γιατρός της Μόσχας στις δυο-τρεις μέρες που ' μείνε στην πολιτεία μας επέτρεψε στον εαυτό του μερικές εξαιρετικά προσβλητικές κρίσεις αναφορικά με τις ικανότητες του δόκτορα Χερτσενστούμπε. Και να πώς έγινε: Μ' όλο που ο ξένος γιατρός δεν έπαιρνε λιγότερα από εικοσπέντε ρούβλια τη βίζιτα, όμως πολλοί απ' την πολιτεία μας επωφελήθηκαν απ' την ευκαιρία, δε λυπήθηκαν τα λεφτά και τρέξανε να τον συμβουλευτούν. Όλους αυτούς τους θεράπευε φυσικά πριν απ' αυτόν ο γιατρός Χερτσενστούμπε κι ο διάσημος γιατρός κριτικάρισε μ' εξαιρετική σφοδρότητα παντού τη θεραπεία του. Τέλος μάλιστα, όταν πήγαινε στον άρρωστο τον ρωτούσε αμέσως:

«Λοιπόν ποιος σας μπούκωνε με φάρμακα εδώ; Ο Χερτσενστούμπε; Χε-χε!»

Ο γιατρός Χερτσενστούμπε τα 'μαθε φυσικά όλ' αυτά. Και να που οι τρεις γιατροί παρουσιάστηκαν ο ένας μετά τον άλλο για να δώσουν την κατάθεσή τους. Ο γιατρός Χερτσενστούμπε είπε καθαρά πως η ανωμαλία των νοητικών λειτουργιών του κατηγορουμένου είναι προφανής. Ύστερα, αφού ανέπτυξε τους συλλογισμούς του, που παραλείπω δω πέρα, πρόστεσε πως η ανωμαλία αυτή φανερώνεται όχι μονάχα απ' την προηγούμενη διαγωγή του κατηγορουμένου, μα και τώρα, από τις εκδηλώσεις του της στιγμής αυτής. Κι όταν τον παρακαλέσανε να εξηγήσει από τι αποδείχνεται τώρα, τη στιγμή αυτή, ο γερο-γιατρός με την ευθύτητα της αφέλειάς του, υπέδειξε το ότι ο κατηγορούμενος, μπαίνοντας στην αίθουσα, «είχε ένα ασυνήθιστο και ξένο προς τις περιστάσεις ύφος, βάδιζε σα στρατιώτης και κοίταζε ολόισια μπροστά του, τη στιγμή που θα 'ταν φυσικότερο γι' αυτόν να κοιτάει αριστερά όπου κάθονται οι κυρίες γιατί αγαπούσε τρομερά το ωραίο φύλο κι έπρεπε να συλλογίζεται πολύ τι θα πουν τώρα γι' αυτόν οι κυρίες», συμπέρανε ο γεροντάκος με την ιδιόρρυθμη γλώσσα του. Πρέπει να προστέσω δω πέρα πως μίλαγε ρούσικα, πολύ και πρόθυμα, μα η κάθε του φράση αποχτούσε κάπως γερμανικό ύφος, πράγμα που, εδώ που τα λέμε, δεν τον στεναχωρούσε καθόλου γιατί σ' όλη του τη ζωή είχε την αδυναμία να θεωρεί τα ρωσικά του σαν τα πιο σωστά, «καλύτερα κι από κείνα που μιλούν οι ίδιοι οι Ρώσοι» και μάλιστα του άρεσε πολύ να προστρέχει στις ρούσικες παροιμίες, βεβαιώνοντας κάθε φορά πως οι ρούσικες παροιμίες είναι καλύτερες κι εκφραστικότερες απ' όλες τις παροιμίες του κόσμου. Θα παρατηρήσω ακόμα πως αυτός στην κουβέντα του, από κάποια, λες, αφηρημάδα, ξέχναγε συχνά τις πιο συνηθισμένες λέξεις, που τις ήξερε περίφημα, μα που, ξάφνου, άγνωστο γιατί, του διέφευγαν εντελώς. Το ίδιο, εδώ που τα λέμε, συνέβαινε κι όταν μίλαγε γερμανικά και σ' αυτές τις περιπτώσεις πάντα κούναγε το χέρι του μπροστά απ' το πρόσωπό του, σα να προσπαθούσε ν' αρπάξει τη χαμένη λεξούλα και κανένας δε θα μπορούσε να τον αναγκάσει να συνεχίσει την αρχινισμένη ομιλία προτού βρει τη χαμένη λέξη. Η παρατήρησή του πως ο κατηγορούμενος θα 'πρεπε, όταν έμπαινε, να κοιτάξει τις κυρίες προκάλεσε έναν ευτράπελο ψίθυρο στο κοινό. Το γεροντάκο μας τον αγαπούσαν πολύ όλες οι κυρίες μας, ξέραν επίσης πως αυτός ο εργένης, ευλαβής και αγνός, κοίταζε τις γυναίκες σαν ανώτερα και ιδανικά πλάσματα. Και γι' αυτό η απρόοπτη παρατήρησή του φάνηκε σ' όλους τρομερά παράξενη.

Ο γιατρός της Μόσχας, όταν τον ρώτησαν με τη σειρά του, απότομα κι επίμονα επιβεβαίωσε πως θεωρεί τη διανοητική κατάσταση του κατηγορουμένου για μη φυσιολογική και «στον υπέρτατο βαθμό μάλιστα». Μίλησε πολύ κι έξυπνα για την «πλήρη σύγχυση» και τη «μανία» κι έβγαλε το συμπέρασμα πως ο κατηγορούμενος, όπως πιστοποιείται απ' όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, βρισκόταν αρκετές ακόμα μέρες πριν απ' τη σύλληψή του σε αναμφισβήτητη, νοσηρή, πλήρη σύγχυση κι αν διέπραξε το έγκλημα, αυτό μπορεί να 'γινε και συνειδητά μα σχεδόν αθέλητα, μην έχοντας καμιά δύναμη ν' αντισταθεί στη νοσηρή ψυχική του ροπή που τον είχε κυριέψει. Μα εκτός απ' την πλήρη σύγχυση ο γιατρός διέβλεπε ακόμα και μανία που κατά την γνώμη του τον οδηγούσε κατευθείαν σε πλήρη παραφροσύνη. (Σημειώστε πως τ' αφηγούμαι με δικά μου λόγια- ο γιατρός χρησιμοποιούσε την ειδική επιστημονική ορολογία) .

«Όλες του οι ενέργειες έρχονται σ' αντίθεση με τον υγιή νου και τη λογική», συνέχισε. «Δε μιλάω για πράγματα που δεν είδα, δηλαδή για το έγκλημα κι όλην αυτή την καταστροφή, μα ακόμα και προχτές, την ώρα που μιλούσαμε μαζί, είχε ένα ανεξήγητα ακίνητο βλέμμα. Απρόσμενο γέλιο, όταν δεν χρειαζόταν καθόλου. Ανεξήγητος συνεχής ερεθισμός, παράξενα λόγια. “Μπερνάρ”, “Αξιολογία” κι άλλα που δε χρειάζονται».

Μα ειδικά διέβλεπε ο γιατρός τη μανία στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να μιλήσει πια για τις τρεις χιλιάδες, που εξαιτίας τους θεωρεί τον εαυτό του εξαπατημένο, χωρίς κάποιον ασυνήθιστο ερεθισμό, τη στιγμή που μιλάει και θυμάται όλες τις άλλες αποτυχίες και προσβολές που του έγιναν με μεγάλη ευκολία. Τέλος από πληροφορίες φαίνεται πως και προηγουμένως, κάθε φορά που γινόταν λόγος για τις τρεις χιλιάδες ρούβλια, ο κατηγορούμενος έφτανε μέχρι μανίας, ενώ όλα δείχνουν πως ήταν άνθρωπος αφιλοκερδής και καθόλου φιλοχρήματος.

«Όσο για τη γνώμη του σοφού μου συναδέλφου, πρόστεσε ειρωνικά ο γιατρός της Μόσχας τελειώνοντας, πως ο κατηγορούμενος μπαίνοντας στην αίθουσα έπρεπε να κοιτάζει τις κυρίες κι όχι ίσα μπροστά του, θα πω μονάχα πως εκτός του ότι αυτή η παρατήρηση είναι ευτράπελη, είναι και κατά βάσιν λανθασμένη. Γιατί, αν και συμφωνώ απόλυτα πως ο κατηγορούμενος μπαίνοντας στην αίθουσα του δικαστηρίου, όπου αποφασίζεται η τύχη του, δε θα 'πρεπε να κοιτάει έτσι ακίνητα μπροστά του και πως αυτό πραγματικά θα μπορούσε να το θεωρήσει κανείς σαν ένδειξη της μη φυσιολογικής ψυχικής του κατάστασης κείνη τη στιγμή, ταυτόχρονα βεβαιώνω πως δε θα 'πρεπε να κοιτάζει αριστερά τις κυρίες μα απεναντίας δεξιά, ψάχνοντας με τα μάτια το συνήγορό του, στη βοήθεια του οποίου στηρίζεται όλη η ελπίδα του κι απ' την υπεράσπιση του οποίου εξαρτάται τώρα όλη η τύχη του».

Τη γνώμη του ο γιατρός την εξέφρασε κατηγορηματικά κι επίμονα. Μα την ιδιαίτερη κωμικότητα στη διαφωνία των δυο σοφών εμπειρογνωμόνων την έδωσε το αναπάντεχο συμπέρασμα που 'βγαλε ο γιατρός Βαρβίνσκη, που τον ρωτήσανε τελευταίο. Κατά τη γνώμη του, ο κατηγορούμενος, όπως και πρώτα έτσι και τώρα, βρίσκεται σ' εντελώς φυσιολογική διανοητική κατάσταση αν και φυσικά πριν απ' τη σύλληψη θα βρισκόταν σίγουρα σ' εξαιρετική νευρική διέγερση, πράγμα που μπορεί να προήλθε από πολλές και προφανείς αιτίες: τη ζήλεια, το θυμό, τη συνεχή μέθη κ.τ.λ. Όμως αυτή η νευρική κατάσταση δεν μπορούσε να περιέχει καμιάν ιδιαίτερη πλήρη σύγχυση που γι' αυτήν έγινε λόγος. Όσο για το αν έπρεπε να κοιτάει αριστερά ή δεξιά ο κατηγορούμενος μπαίνοντας στην αίθουσα, κατά την ταπεινή του γνώμη, ο κατηγορούμενος έπρεπε ίσα-ίσα, μπαίνοντας στην αίθουσα, να κοιτάει ολόισια μπροστά του, όπως και κοίταζε, γιατί ίσα μπροστά του κάθονταν ο πρόεδρος και τα μέλη του δικαστηρίου που απ' αυτούς εξαρτάται τώρα όλη η τύχη του, έτσι που κοιτάζοντας ίσα μπροστά του απόδειξε την εντελώς φυσιολογική διανοητική του κατάσταση στην παρούσα στιγμή· τέλειωσε με κάποια θέρμη ο νεαρός γιατρός την «ταπεινή» του κατάθεση.

—Μπράβο, γιατρέ! φώναξε ο Μίτια απ' τη θέση του. Σωστά τα λες!

Ο πρόεδρος και πάλι φυσικά παρατήρησε το Μίτια, μα η γνώμη του νεαρού γιατρού είχε την πιο αποφασιστική επίδραση και στους δικαστές και στο ακροατήριο γιατί, όπως αποδείχτηκε αργότερα, όλοι την παραδεχτήκανε. Ο γιατρός Χερτσενστούμπε, όταν τον ρωτήσανε σα μάρτυρα πια, αποδείχτηκε εντελώς αναπάντεχα ωφέλιμος στο Μίτια. Σαν παλιός κάτοικος της πολιτείας μας και γνωρίζοντας από παλιά την οικογένεια Καραμάζοβ, έδωσε μερικές πληροφορίες πολύ ενδιαφέρουσες για την «κατηγορία» και ξάφνου, σαν κάτι να σκέφτηκε, πρόστεσε:

—Κι όμως ο πτωχός νεαρός θα μπορούσε να λάβει ασύγκριτα καλυτέραν μοίρα, διότι από της παιδικής και μεταπαιδικής ηλικίας με καλή καρδιά ήταν. Μα μια ρωσική παροιμία λέει: «Αν έχει κανείς ένα μυαλό είναι καλό, κι αν έρθει ακόμα ένας μυαλωμένος άνθρωπος να του κάνει επίσκεψη, τότε θα 'ναι ακόμα καλύτερα, γιατί τότε θα υπάρχουν δυο μυαλά, κι όχι μονάχα ένα»...

—Ένα μυαλό καλό, δυο καλύτερα, τον υποβοήθησε ανυπόμονα ο εισαγγελέας που από καιρό πια ήξερε τη συνήθεια του γεροντάκου να μιλάει αργά, φλύαρα, μη δίνοντας σημασία στην εντύπωση που κάνει, αναγκάζοντας έτσι τους άλλους να τον περιμένουν, μα απεναντίας εκτιμώντας το δυσκολόβγαλτο και πάντα αυτοευχαριστημένο γερμανικό του χιούμορ.

—Ω, ν-ναι, αυτό λέω και γω, είπε αυτός πεισματάρικα: Ένα μυαλό καλό, και δυο πάρα πολύ καλύτερα ακόμα. Μα σ' αυτόν δεν ήρθε άλλος με μυαλό, κι αυτός αμόλησε και το δικό του... πού το αμόλησε; Αυτή τη λέξη —πού το αμόλησε— την ξέχασα, συνέχιζε αυτός στριφογυρίζοντας το χέρι του μπροστά στα μάτια του αχ, ναι, σπατσίρεν.

—Περίπατο;

—Μα ναι, περίπατο, αυτό λέω και γω. Να λοιπόν που το μυαλό του πήγε να κόβει βόλτες κι έφτασε σε μια λακκούβα τόσο βαθιά που βούλιαξε. Εν τω μεταξύ όμως ήταν ένας ευγνώμων κι ευαίσθητος νέος, ω, τον θυμάμαι πολύ καλά από τότε που ήταν τόσος δα μικρούλης, που τον πέταξε ο πατέρας του στην πίσω αυλή, όταν έτρεχε χωρίς παπούτσια και με το παντελονάκι του που κούμπωνε μ' ένα κουμπί.

Κάποια συγκινημένη κι αισθηματική νότα ακούστηκε ξάφνου στη φωνή του τίμιου γεροντάκου. Ο Φετιουκόβιτς ανασκίρτησε σαν κάτι να προαισθανόταν κι αμέσως έστησε τ' αυτί του.

—Ω, ναι, εγώ τότε, ο ίδιος ήμουν ένας νεαρός άνθρωπος... είχα... ναι, είχα σαράντα πέντε χρόνια τότε και μόλις είχα έρθει σ' αυτή την πολιτεία. Και λυπήθηκα τότε τ' αγόρι και ρώτησα τον εαυτό μου: γιατί δεν μπορώ να του αγοράσω ένα φούντι... ένα φούντι τι; Ξέχασα πώς το λένε αυτό... ένα φούντι από κείνα που τα παιδιά αγαπάνε πολύ, πώς το λένε, πώς το λένε λοιπόν; άρχισε πάλι ο γιατρός να κουνάει το χέρι του. Στα δέντρα μεγαλώνει και το μαζεύουν και το χαρίζουν σ' όλους...

—Μήλα;

—Ω, ο-ο-όχι! Φούντι, φούντι ήταν, τα μήλα τα πουλάνε με τη δεκάδα, κι όχι με το φούντι... όχι, είναι πολλά κι όλο μικρά και τα βάζουν στο στόμα και κρ-ρ-ρακ!...

—Φουντούκια;

—Μα ναι, φουντούκια, αυτό λέω και γω, επιβεβαίωσε με τον πιο ατάραχο τρόπο, σα να μην είχε ξεχάσει καθόλου τη λέξη, ο γιατρός- και του πήγα ένα φούντι φουντούκια, γιατί στο μικρό κανένας ως τότε δεν είχε πάει ένα φούντι φουντούκια, και σήκωσα το δάχτυλό μου και του είπα: Αγοράκι! Gott der Vater (Θεός Πατήρ). Αυτός γέλασε κι επανέλαβε: Gott der Vater. Gott der Sohn (Θεός Υιός). Εγώ ξαναγέλασα και ξαναεπανέλαβα: Gott der Sohn. Gott der heilige Geist (Θεός Άγιον Πνεύμα). Τότε αυτός γέλασε και πάλι και πρόφερε όσο μπορούσε: Gott der heilige Geist. Και γω έφυγα. Ύστερ' από μια μέρα, περνάω από μπροστά του κι αυτός μου φωνάζει: Μπαρμπούλη, «Gott der Vater, Gott der Sohn» και μονάχα ξέχασε το Gott der heilige Geist μα εγώ του το θύμισα, και πάλι. Τον λυπήθηκα πολύ. Μα τον πήρανε και δεν τον ξανάδα πια. Και να που περάσανε είκοσι τρία χρόνια, κάθομαι ένα πρωί στο γραφείο μου, με άσπρο κιόλας το κεφάλι, και ξάφνου μπαίνει ένας ανθηρός νέος άνθρωπος που με κανένα τρόπο δεν μπορώ να θυμηθώ, μα αυτός σήκωσε το δάχτυλό του και λέει γελώντας: «Gott der Vater, Gottο der Sohn und Gott der heilige Geist» Μόλις τώρα έφτασα στην πολιτεία μας κι ήρθα να σας ευχαριστήσω για το φούντι τα φουντούκια. Γιατί κανένας δε μ' αγόραζε τότε ένα φούντι φουντούκια και μονάχα σεις μ' αγοράσατε ένα φούντι φουντούκια». Και τότε γω θυμήθηκα την ευτυχισμένη μου νιότη και το φτωχό αγοράκι που 'τρεχε στην αυλή χωρίς παπουτσάκια κι η καρδιά μου αναποδογύρισε κι είπα: Είσαι ευγνώμων νέος γιατί σ' όλη σου τη ζωή θυμόσουν κείνο το φούντι τα φουντούκια που σου 'δωσα όταν ήσουν παιδί. Και τον αγκάλιασα και τον ευλόγησα. Κι έκλαψα. Αυτός γέλαγε μα κι έκλαιγε μαζί... γιατί ο Ρώσος πολύ συχνά γελάει εκεί που πρέπει να κλαίει. Μα αυτός έκλαιγε κιόλας, τον είδα. Και τώρα, αλίμονο!...

—Και τώρα κλαίω, Γερμανέ, και τώρα κλαίω, άνθρωπε του Θεού! φώναξε ξάφνου ο Μίτια απ' τη θέση του.

Όπως και να 'ναι, αυτό το μικρό ανέκδοτο έκανε στο ακροατήριο ευνοϊκή εντύπωση. Μα την κυριότερη εντύπωση σε όφελος του Μίτια έκανε η κατάθεση της Κατερίνας Ιβάνοβνας που γι' αυτήν θα μιλήσω τώρ' αμέσως. Μα και γενικά, όταν άρχισαν να προσέρχονται οι μάρτυρες à décharge, δηλαδή κείνοι που κάλεσε ο συνήγορος, τότε η τύχη ξάφνου σα να χαμογέλασε, σοβαρά μάλιστα, στο Μίτια και —πράγμα απ' όλα πιο αξιοσημείωτο— αναπάντεχα μάλιστα και για την ίδια την υπεράσπιση. Μα πριν απ' την Κατερίνα Ιβάνοβνα καλέσανε τον Αλιόσα που θυμήθηκε ξαφνικά ένα γεγονός που φάνηκε ν' ανατρέπει ένα απ' τα πιο σοβαρά σημεία της κατηγορίας.