×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 12. II. Επικίνδυνοι μάρτυρες

12. II. Επικίνδυνοι μάρτυρες

Δεν ξέρω αν ο πρόεδρος χώρισε κατά κάποιον τρόπο σε ομάδες τους μάρτυρες της κατηγορίας και της υπεράσπισης και με ποια ακριβώς σειρά είχαν σκοπό να τους καλούν. Κατά πάσαν πιθανότητα κάτι τέτοιο θα 'χε γίνει. Ξέρω μονάχα πως πρώτους άρχισαν να καλούν τους μάρτυρες κατηγορίας. Το ξαναλέω πως δεν έχω σκοπό να περιγράφω όλες τις ερωτήσεις και απαντήσεις λέξη προς λέξη. Εξάλλου η περιγραφή μου θα 'ταν και κάπως περιττή, γιατί στις αγορεύσεις του εισαγγελέα και του συνηγόρου όλες οι καταθέσεις συγκεντρώθηκαν σ' ένα σημείο και φωτίστηκαν ζωηρά, κι αυτές τις δυο αγορεύσεις τις σημείωσα σε μερικά μέρη ακέραιες και θα τις μεταδώσω στην ώρα τους όπως επίσης κι ένα αναπάντεχο επεισόδιο που έγινε απρόσμενα πριν απ' τις αγορεύσεις και που αναντίρρητα επέδρασε στην τρομερή και μοιραία λύση. Θα παρατηρήσω μονάχα πως απ' τις πρώτες κιόλας στιγμές της δίκης φανερώθηκε κάποιο χαρακτηριστικό αυτής της υπόθεσης που το παρατήρησαν όλοι και που ήταν η ασυνήθιστη δύναμη της κατηγορίας συγκριτικά με τα μέσα που διέθετε η υπεράσπιση. Αυτό το κατάλαβαν όλοι απ' την πρώτη στιγμή όταν σ' αυτή την επιβλητική αίθουσα άρχισαν να συγκεντρώνονται και ν' αποκρυσταλλώνονται τα γεγονότα κι άρχισε σιγά- σιγά να προβάλλει μπροστά μας όλη η αιματηρή φρίκη του εγκλήματος. Ίσως όλοι να το κατάλαβαν απ' την αρχή κιόλας πως εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν υπόθεση που δε χωράει συζήτηση, πως εδώ δε χωράνε αμφιβολίες, πως ουσιαστικά δε χρειάζονταν ούτε οι αγορεύσεις, πως οι αγορεύσεις θα γίνουν μονάχα για τον τύπο, και πως ο εγκληματίας είναι ένοχος, ένοχος ολοφάνερα, ένοχος αναμφισβήτητα. Νομίζω μάλιστα πως κι όλες οι κυρίες, όλες ως την τελευταία, που με τόση ανυπομονησία περίμεναν την αθώωση του τόσο ενδιαφέροντος κατηγορουμένου, ήταν ταυτόχρονα βέβαιες για την πλήρη ενοχή του. Όχι μονάχα αυτό, μα νομίζω πως θα πικραίνονταν κιόλας αν δεν αποδειχνόταν ολοφάνερη η ενοχή του γιατί τότε η λύση δε θα 'χε τόσο εφέ όταν θ' αθωώνανε τον εγκληματία. Όσο για το πως θα τον αθωώνανε —γι' αυτό, παράξενο, όλες οι κυρίες ήταν ακλόνητα βέβαιες σχεδόν ως την τελευταία στιγμή. «Είναι ένοχος μα θα τον αθωώσουν από ουμανισμό, από νέες ιδέες, από νέα αισθήματα που γίνανε τώρα της μόδας» κ.τ.λ. Γι' αυτό και είχαν μαζευτεί δω πέρα με τέτοια ανυπομονησία. Οι άντρες ενδιαφέρονταν περισσότερο για την πάλη του εισαγγελέα και του διάσημου Φετιουκόβιτς. Όλοι απορούσαν κι αναρωτιόνταν: Τι μπορεί να κάνει σε μια τέτοια χαμένη υπόθεση ακόμα κι ένα ταλέντο σαν του Φετιουκόβιτς; Και γι' αυτό παρακολουθούσαν με τεταμένη προσοχή κάθε του διαξιφισμό. Μα ο Φετιουκόβιτς, ως το τέλος, ως την ώρα της αγόρευσής του, έμεινε για όλους αίνιγμα. Όσοι απ' τους ακροατές είχαν κάποια πείρα προαισθάνονταν πως έχει ένα σύστημα, πως έχει κιόλας κάποιο σχέδιο, πως έχει το σκοπό του, μα ποιος ήταν αυτός ο σκοπός ήταν σχεδόν αδύνατο να μαντέψουν. Η βεβαιότητα κι η αυτοπεποίθησή του ωστόσο ήταν ολοφάνερες. Εκτός απ' αυτό, όλοι παρατήρησαν αμέσως μ' ευχαρίστηση πως αυτός, στις τόσο λίγες μέρες που ' μείνε στην πολιτεία μας, τρεις μέρες πάνω κάτω όλες κι όλες, κατάφερε να εμβαθύνει καταπληχτικά στην υπόθεση και «να τη μελετήσει σ' όλες της τις λεπτομέρειες». Με απόλαυση διηγόνταν λόγου χάρη αργότερα πώς κατάφερε να «τη σκάσει» σ' όλους τους μάρτυρες κατηγορίας, να τους κάνει να τα χάσουν και, το σπουδαιότερο, να κηλιδώσει την ηθική τους υπόσταση και συνεπώς να κλονίσει το αξιόπιστο των καταθέσεών τους. Υποθέτανε, εδώ που τα λέμε, πως αυτό το κάνει το πολύ-πολύ για παιχνίδι, για —πώς να το πούμε;— δικηγορικό εφέ, για να μην ξεχάσει τίποτα απ' τα συνηθισμένα δικηγορικά κόλπα. Γιατί όλοι ήταν πεπεισμένοι πως κανένα μεγάλο και αποφασιστικό όφελος δε θα μπορούσε να 'χει απ' αυτές τις «κηλιδώσεις» και πιθανό να το καταλάβαινε κι ο ίδιος καλύτερα απ' όλους έχοντας κάποια ιδέα δίκιά του για ρεζέρβα, κάποιο όπλο υπεράσπισης που το 'κρυβε ακόμα και που θα το φανέρωνε ξαφνικά, όταν θα 'ρχόταν η ώρα. Μα προς το παρόν, έχοντας συνείδηση της δύναμής του, σα να 'παιζε και να διασκέδαζε. Έτσι λόγου χάρη όταν ρωτούσανε το Γρηγόρη Βασίλιεβιτς, τον πρώην υπηρέτη του Φιόντορ Παύλοβιτς, που έκανε την κυριότερη κατάθεση για την «ανοιχτή πόρτα προς τον κήπο», ο συνήγορος τον άδραξε γερά όταν ήρθε η σειρά του να του υποβάλει ερωτήσεις. Πρέπει να παρατηρήσουμε πως ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς μπήκε στην αίθουσα χωρίς να τα χάσει ούτε απ' το μεγαλείο του δικαστηρίου ούτε απ' το πλήθος των ανθρώπων που τον άκουγαν, με ύφος ήρεμο και σχεδόν επιβλητικό. Έκανε τις καταθέσεις του με τόση βεβαιότητα σα να κουβέντιαζε με τη Μάρθα του Ιγνάτιεβνα, μονάχα που μίλαγε με κάπως μεγαλύτερο σεβασμό. Ήταν αδύνατο να τον κάνουν να τα χάσει. Στην αρχή τον ρωτούσε πολλήν ώρα ο εισαγγελέας για όλες τις λεπτομέρειες της οικογένειας Καραμάζοβ. Η οικογενειακή εικόνα φανερώθηκε ξάστερη. Το 'βλεπε και τ' άκουγε κανείς πως ο μάρτυρας ήταν αφελής κι αμερόληπτος. Παρ' όλο το βαθύτατο σεβασμό του για το μακαρίτη τον κύριό του δήλωσε λόγου χάρη πως φέρθηκε άδικα στο Μίτια, και «δεν ανάθρεψε κατά πώς έπρεπε τα παιδιά. Αυτόν, όταν ήταν μικρό παιδί, θα τον τρώγανε οι ψείρες αν δεν ήμουνα γω», πρόστεσε όταν διηγότανε για τα παιδικά χρόνια του Μίτια. «Ό,τι και να πεις, δε θα 'πρεπε να τον αδικήσει στο ζήτημα του κτήματος της μητέρας του». Όταν ο εισαγγελέας ρώτησε τι δεδομένα είχε για να βεβαιώνει πως ο Φιόντορ Παύλοβιτς αδίκησε το γιο του στους λογαριασμούς, ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς, προς απορία όλων, δεν παρουσίασε καμιά θετική απόδειξη, μα επέμενε παρ' όλ' αυτά πως οι λογαριασμοί με το γιο «δεν ήταν σωστοί» και πως «του χρωστούσε ακόμα μερικές χιλιάδες». Θα παρατηρήσω, μια και το 'φερε η κουβέντα, πως αυτή την ερώτηση, αν πραγματικά δηλαδή ο Φιόντορ Παύλοβιτς χρωστούσε ακόμα τίποτα στο Μίτια, ο εισαγγελέας την έκανε με ιδιαίτερη επιμονή σ' όλους εκείνους τους μάρτυρες που μπορούσε μην εξαιρώντας ούτε τον Αλιόσα, ούτε τον Ιβάν Φιοντόροβιτς μα από κανένα μάρτυρα δεν πήρε καμιά θετική πληροφορία. Όλοι επιβεβαιώνανε το γεγονός, μα κανένας δεν μπορούσε να φέρει έστω και μια κάποια απόδειξη. Αφού ο Γρηγόρης περιέγραψε τη σκηνή στο τραπέζι όταν όρμησε μέσα ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς και χτύπησε τον πατέρα του, απειλώντας να ξανάρθει και να τον σκοτώσει —μια ζοφερή αίσθηση διέτρεξε όλη την αίθουσα, πολύ περισσότερο γιατί ο γερο-υπηρέτης τα διηγόταν ήρεμα, χωρίς περιττά λόγια, με ιδιόρρυθμο, λεξιλόγιο, έτσι που φάνταζαν πολύ εύγλωττα. Για την προσβολή που του 'κανε τότε ο Μίτια, που τον χτύπησε στο πρόσωπο και τον έριξε χάμω, παρατήρησε πως δεν είναι πια θυμωμένος και τον συγχώρεσε προ πολλού. Για τον μακαρίτη τον Σμερντιακόβ είπε κάνοντας το σταυρό του πως το παλικάρι αυτό είχε ικανότητες μα ήταν ανόητος και τσακισμένος απ' την αρρώστια και το σπουδαιότερο άθεος και πως την αθεΐα τού τη διδάσκανε ο Φιόντορ Παύλοβιτς κι ο μεγαλύτερος γιος. Μα την τιμιότητα του Σμερντιακόβ την επιβεβαίωσε σχεδόν με θέρμη κι ανακοίνωσε ταυτόχρονα πως μια φορά ο Σμερντιακόβ βρήκε κάτι λεφτά που 'χαν πέσει του αφεντικού του και δεν τα πήρε μα τα παράδωσε στ' αφεντικό και κείνος του «χάρισε γι' αυτό ένα χρυσό» κι από τότε άρχισε να του τα εμπιστεύεται όλα. Το πως η πόρτα στον κήπο ήταν ανοιχτή, το επιβεβαίωσε με επίμονο πείσμα. Για να λέμε την αλήθεια, τον ρωτήσανε τόσα πολλά που δεν μπορώ να τα θυμηθώ όλα. Τέλος ήρθε η σειρά του συνηγόρου να υποβάλει ερωτήσεις και κείνος άρχισε πριν απ' όλα να ζητάει πληροφορίες για το φάκελο όπου «τάχα» ο Φιόντορ Παύλοβιτς είχε κρύψει τις τρεις χιλιάδες ρούβλια για το «γνωστό πρόσωπο» .

«Τον είδατε τάχα σεις ο ίδιος —σεις που τόσα χρόνια ήσαστε ο έμπιστος υπηρέτης του κυρίου σας;»

Ο Γρηγόρης απάντησε πως δεν τα είδε μα κι ούτε είχε ακούσει γι' αυτά τα λεφτά από κανέναν, «ως τη στιγμή που τώρα άρχισαν όλοι να μιλάνε γι' αυτά. Αυτή την ερώτηση για το φάκελο ο Φετιουκόβιτς την έκανε σ' όλους τους μάρτυρες που μπορούσε να ρωτήσει, με την ίδια επιμονή που έκανε κι ο εισαγγελέας την ερώτηση για τη διανομή του κτήματος κι απ' όλους έπαιρνε την ίδια απάντηση, πως κανένας δεν τον είχε δει το φάκελο, αν και πάρα πολλοί είχαν ακούσει να μιλάνε γι' αυτόν. Αυτή την επιμονή του συνήγορου σ' αυτή την ερώτηση όλοι την πρόσεξαν από μιας αρχής.

—Τώρα θα μπορούσα τάχα να σας ρωτήσω κάτι, αν φυσικά μου το επιτρέπετε, ξάφνου κι εντελώς αναπάντεχα ρώτησε ο Φετιουκόβιτς. Από τι συνίστατο κείνο το βάλσαμο ή, ούτως ειπείν, το εκχύλισμα με το οποίο σεις κείνο το βράδυ προτού πέσετε για ύπνο, όπως είναι γνωστό απ' την προανάκριση, κάνατε εντριβή στην πάσχουσα μέση σας ελπίζοντας μ' αυτό να θεραπευθείτε;

Ο Γρηγόρης τον κοίταξε μ' ανόητο βλέμμα κι αφού σώπασε για λίγο τραύλισε: «είχε μέσα φασκόμηλο».

—Μονάχα φασκόμηλο; Δε θυμάστε να 'χε και τίποτ' άλλο;

—Είχε κι αρνόγλωσσο.

—Και πιπέρι μήπως; είχε την περιέργεια ο Φιετιουκόβιτς.

—Και πιπέρι είχε.

—Κ.τ.λ. Κι όλ' αυτά με βοτκίτσα;

—Με καθαρό οινόπνευμα.

Ένα ελαφρό γελάκι διέτρεξε την αίθουσα.

—Τα βλέπετε λοιπόν, σπίρτο καθαρό, ε; Όταν κάνατε την εντριβή, το υπόλοιπο του περιεχομένου της φιάλης, κάνοντας και μιαν ευλαβική προσευχή γνωστή μονάχα στη σύζυγό σας, είχατε την καλοσύνη να το πιείτε, έτσι;

—Το ήπια.

— Ήπιατε πολύ; Πόσο πάνω κάτω; Κάνα δυο ποτηράκια;

— Ένα ποτήρι του νερού πάνω-κάτω.

— Ένα ποτήρι του νερού κιόλας. Ίσως κι ενάμισι ποτήρι; Ο Γρηγόρης σώπασε. Σαν κάτι να κατάλαβε.

—Ενάμισι ποτήρι καθαρότατο σπίρτο —δεν είναι άσκημα, πώς νομίζετε; Μπορεί κανείς να δει και «τις πύλες του Παραδείσου ανεωγμένες», όχι μονάχα την πόρτα του κήπου. Έτσι δεν είναι;

Ο Γρηγόρης όλο σώπαινε. Πάλι ακούστηκαν γέλια στην αίθουσα. Ο πρόεδρος ανακινήθηκε.

—Μήπως ξέρετε θετικά, εξακολουθούσε να μην αφήνει το θύμα του ο Φετιουκόβιτς, αν κοιμόσαστε ή όχι τη στιγμή που είδατε την πόρτα του κήπου ανοιχτή;

— Ήμουν όρθιος.

—Αυτό δεν είναι ακόμα απόδειξη ότι δεν κοιμόσαστε (κι άλλα γελάκια στην αίθουσα). Θα μπορούσατε ν' απαντήσετε κείνη την ώρα αν σας ρωτούσε κανείς για κάτι, λόγου χάρη για το τι έτος διανύομεν τώρα;

—Αυτό δεν το ξέρω.

—Και τώρα θα μπορούσατε να μας πείτε τι χρονολογία μετά

Χριστόν έχουμε;

Ο Γρηγόρης στεκόταν σα χαμένος, κοιτάζοντας επίμονα το βασανιστή του. Και, παράξενο, φαινόταν σα να μην ξέρει στ' αλήθεια τι χρονολογία έχουμε.

— Ίσως να ξέρετε τουλάχιστο πόσα δάχτυλα έχει το κάθε σας χέρι.

—Είμαι μαθημένος να σκύβω το κεφάλι, είπε ξαφνικά δυνατά και καθαρά ο Γρηγόρης, κι αν οι ανώτεροι θέλουν να με Κοροϊδεύουν, εγώ πρέπει να το υποφέρω.

Ο Φετιουκόβιτς σα να ντράπηκε λιγάκι μα επενέβη κι ο πρόεδρος και υπενθύμισε στο συνήγορο πως πρέπει να κάνει ερωτήσεις που να 'χουν περισσότερη σχέση με την υπόθεση. Ο Φετιουκόβιτς τον άκουσε, υποκλίθηκε μ' αξιοπρέπεια και δήλωσε πως τέλειωσε τις ερωτήσεις του. Φυσικά, και στο κοινό και στους ενόρκους μπορεί να έμεινε ένα μικρό σκουληκάκι αμφιβολίας για την κατάθεση ενός ανθρώπου που είχε τη δυνατότητα να «δει τις πύλες του Παραδείσου ανεωγμένες» μια και βρισκόταν σε μιαν ορισμένη κατάσταση θεραπείας και που δεν ξέρει ούτε και ποιο έτος απ' τη γέννηση του Χριστού έχουμε. Κι έτσι ο συνήγορος πέτυχε όσο να 'ναι το σκοπό του. Μα προτού αποσυρθεί ο Γρηγόρης έγινε κι άλλο επεισόδιο. Ο πρόεδρος γύρισε στον κατηγορούμενο και τον ρώτησε: μήπως έχει τίποτα να παρατηρήσει αναφορικά με τις καταθέσεις που έγιναν.

—Εκτός απ' την πόρτα όλα τ' άλλα που είπε είναι αλήθεια, φώναξε δυνατά ο Μίτια. Για το ξεψείριασμα τον ευχαριστώ- για τ' ότι με συγχώρεσε που τον χτύπησα τον ευχαριστώ. Ο γέρος ήταν τίμιος σ' όλη του τη ζωή και πιστός στον πατέρα μου σαν εφτακόσα μαντρόσκυλα.

—Κατηγορούμενε, προσέχετε τις εκφράσεις σας, πρόφερε αυστηρά ο πρόεδρος.

—Δεν είμαι μαντρόσκυλο, γκρίνιαξε ο Γρηγόρης.

—Τότε λοιπόν εγώ είμαι μαντρόσκυλο, εγώ! φώναξε ο Μίτια. Αφού είναι προσβλητικό το παίρνω απάνω μου και του ζητάω συγνώμη: ήμουνα θεριό κι άγριος μαζί του! Με τον Αίσωπο επίσης ήμουν άγριος.

—Με ποιον Αίσωπο; είπε πάλι αυστηρά ο πρόεδρος.

—Μα με τον πιερότο... με τον πατέρα, τον Φιόντορ Παύλοβιτς.

Ο πρόεδρος ξανάπε και πάλι αυστηρά στο Μίτια να προσέχει τις εκφράσεις του.

—Κάνετε κακό στον εαυτό σας. Οι δικαστές σας σχηματίζουν κακή γνώμη.

Με την ίδια καπατσοσύνη τα κατάφερε ο συνήγορος και με το μάρτυρα Ρακίτιν. Θα παρατηρήσω εδώ πως ο Ρακίτιν ήταν απ' τους σπουδαίους μάρτυρες και πως χωρίς αμφιβολία, ο εισαγγελέας απόδινε εξαιρετική σημασία στην κατάθεσή του. Αποδείχτηκε πως τα 'ξερε όλα, ήξερε εκπληχτικά πολλά, σ' όλους είχε πάει, όλα τα 'χε δει, μ' όλους είχε μιλήσει, ήξερε με πολλές λεπτομέρειες τη βιογραφία του Φιόντορ Παύλοβιτς κι όλων των Καραμάζοβ. Είναι αλήθεια πως για το φάκελο με τις τρεις χιλιάδες ρούβλια είχε ακούσει μονάχα απ' τον ίδιο το Μίτια. Μα περιέγραψε λεπτομερειακά τα κατορθώματα του Μίτια στην ταβέρνα Πρωτεύουσα, όλα τα λόγια και τις χειρονομίες που τον εξέθεταν περισσότερο και διηγήθηκε την ιστορία για το «ξέφτι», δηλαδή το λοχαγό Σνεγκιριόβ. Όσο για το ζήτημα αν χρωστούσε τίποτα ο Φιόντορ Παύλοβιτς στο Μίτια μετά την εκκαθάριση των λογαριασμών τους για τα κτήματα, ούτε κι ο Ρακίτιν δεν μπόρεσε να πει τίποτα το συγκεκριμένο μα περιορίστηκε σε γενικούς περιφρονητικούς χαρακτηρισμούς: «ποιος, είπε, θα μπορούσε να πει ποιος φταίει και να λογαριάσει ποιος χρωστάει με την ακαταστασία των Καραμάζοβ, όπου κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε να συμμαζέψει τον εαυτό του;» Όλη την τραγωδία του κατηγορουμένου εγκληματία την παρουσίασε σαν προϊόν παλαιών εθίμων της δουλοπαροικίας και της βυθισμένης στην αποδιοργάνωση Ρωσίας που υποφέρει από έλλειψη καταλλήλων θεσμών. Με δυο λόγια, του δόθηκε η ευκαιρία να πει το λογάκι του. Σ' αυτή τη δίκη εκδηλώθηκε και προσείλκυσε την προσοχή για πρώτη φορά ο κύριος Ρακίτιν. Ο εισαγγελέας ήξερε πως ο μάρτυρας ετοιμάζει ένα άρθρο σχετικά με το έγκλημα για ένα περιοδικό κι αργότερα στην αγόρευσή του (όπως θα δούμε παρακάτω) ανάφερε μερικές σκέψεις απ' αυτό το άρθρο, που θα πει λοιπόν πως το 'ξερε κιόλας. Η εικόνα που παρουσίασε ο μάρτυρας βγήκε ζοφερή κι απαίσια κι ενίσχυσε σημαντικά την «κατηγορία». Γενικά η κατάθεση του Ρακίτιν γοήτευσε το ακροατήριο με την ανεξαρτησία της σκέψης και την ασυνήθιστη ευγένεια της έξαρσής της. Ακούστηκαν μάλιστα δυο-τρία αναπάντεχα χειροκροτήματα, ειδικά σε κείνα τα μέρη όπου μιλούσε για το θεσμό της δουλοπαροικίας και για τη Ρωσία που υπόφερε από αποδιοργάνωση. Μα ο Ρακίτιν, παρ' όλ' αυτά, σα νέος που ήταν αστόχησε κι ο συνήγορος επωφελήθηκε αμέσως απ' την ευκαιρία. Απαντώντας στις ερωτήσεις για την Γκρούσενκα, παρασυρμένος απ' την επιτυχία του, που φυσικά την ένιωθε πια κι ο ίδιος, επέτρεψε στον εαυτό του να εκφραστεί για την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα κάπως περιφρονητικά λέγοντας πως είναι «σπιτωμένη απ' τον έμπορα Σαμσόνοβ». Θα 'δινε πολλά αργότερα αν μπορούσε να μην είχε. πει αυτή τη λεξούλα, γιατί εκεί ακριβώς τον έπιασε αμέσως ο Φετιουκόβιτς. Κι όλ' αυτά γιατί ο Ρακίτιν δεν υπολόγιζε πως αυτός σε τόσο λίγο διάστημα θα μπορούσε να μάθει και τις παραμικρότερες λεπτομέρειες της υπόθεσης.

—Επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω, άρχισε ο συνήγορος με το πιο ευγενικό και μάλιστα γεμάτο σεβασμό χαμόγελο, όταν ήρθε η σειρά του να κάνει ερωτήσεις· εσείς είστε βέβαια κείνος ο ίδιος ο κύριος Ρακίτιν του οποίου τη μπροσούρα Βίος του εις Κύριον αποδημήσαντος στάρετς Ζωσιμά, που εξέδωσε η Επισκοπή, γεμάτη βαθιές και θρησκευτικές σκέψεις, με υπέροχη κι ευλαβή αφιέρωση στον πανιερότατο, διάβασα πριν από λίγο με τόση ευχαρίστηση;

—Την έγραψα όχι για να τυπωθεί. Αργότερα την τυπώσανε, τραύλισε ο Ρακίτιν σα χαμένος και σχεδόν ντροπιασμένος.

—Ω, αυτό είναι υπέροχο! Ένας στοχαστής σαν εσάς μπορεί, και μάλιστα πρέπει, ν' αντιμετωπίζει με ευρύτητα κάθε κοινωνικό φαινόμενο. Με την προστασία του πανιεροτάτου η μπροσούρα σας κυκλοφόρησε πλατιά κι ασφαλώς απέδωσε κάποιο όφελος... Μα εγώ να τι θα επιθυμούσα να πληροφορηθώ, αν φυσικά μου επιτρέπετε: Μόλις τώρα δηλώσατε πως είσαστε πολύ στενά γνωστός με την κυρία Σβετλόβα; (Nota bene. Το επίθετο της Γκρούσενκας αποδείχτηκε πως ήταν «Σβετλόβα». Αυτό το πρωτόμαθα μονάχα κείνη τη μέρα κατά τη διάρκεια της δίκης).

—Δεν μπορώ να έχω ευθύνη για όλες τις γνωριμίες μου... είμαι νέος... και ποιος μπορεί να 'ναι υπόλογος για όλους κείνους που συναντάει; κόρωσε ολόκληρος ο Ρακίτιν.

—Εννοώ, σας εννοώ πολύ καλά! αναφώνησε ο Φετιουκόβιτς σα να ντράπηκε ο ίδιος και σα να βιαζότανε να ζητήσει συγνώμη. Όπως κάθε άλλος, έτσι και σεις μπορούσατε με τη σειρά σας να ενδιαφερθείτε για τη γνωριμία μιας νέας κι όμορφης γυναίκας που με προθυμία δεχόταν στο σπίτι της το άνθος της εδώ νεολαίας, μα... ήθελα μονάχα να πληροφορηθώ: Ξέρουμε πως η Σβετλόβα εδώ και δυο μήνες ήθελε πάρα πολύ να γνωριστεί με το νεότερο Καραμάζοβ, τον Αλεξέι Φιοντόροβιτς, και μονάχα για να τον οδηγήσετε σ' αυτήν, ειδικά με το τοτινό του μοναστηριακό ένδυμα, σας υποσχέθηκε να σας δώσει εικοσπέντε ρούβλια μόλις θα της τον φέρνατε. Αυτό, όπως είναι γνωστό, έγινε το βράδυ ακριβώς της μέρας εκείνης που τέλειωσε με την τραγική καταστροφή, που έγινε αιτία για την παρούσα δίκη. Εσείς πήγατε τον Αλεξέι Φιοντόροβιτς στην κυρία Σβετλόβα και πήρατε τότε την αμοιβή των εικοσπέντε ρουβλίων απ' την κυρία Σβετλόβα. Έτσι δεν έγινε; Αυτό θα 'θελα ν' ακούσω από σας.

—Αυτό ήταν ένα αστείο... Δε βλέπω γιατί μπορεί αυτό να σας ενδιαφέρει. Τα πήρα γι' αστείο... για να τα επιστρέψω αργότερα.

—Θα πει λοιπόν πως τα πήρατε. Μα δεν τα επιστρέψατε ακόμα, ή τα επιστρέψατε;

—Αυτό δεν έχει σημασία... μουρμούρισε ο Ρακίτιν δεν μπορώ ν' απαντήσω σε τέτοιες ερωτήσεις... Και βέβαια θα τα επιστρέψω.

Παρενέβη ο πρόεδρος μα ο συνήγορος δήλωσε πως τέλειωσε τις ερωτήσεις του στον κύριο Ρακίτιν. Ο κύριος Ρακίτιν έφυγε κάπως μειωμένος. Η εντύπωση της ανώτερης ευγένειας της κατάθεσής του είχε καταστραφεί: Κι ο Φετιουκόβιτς, ξεπροβοδώνοντάς τον μ' ένα βλέμμα, φαινόταν σα να 'λεγε δείχνοντάς τον στο ακροατήριο: «να τι είδους είναι οι ευγενικοί σας κατήγοροι!» Θυμάμαι πως κι αυτό εδώ δεν πέρασε χωρίς επεισόδιο από μέρους του Μίτια: Μανιασμένος απ' τον τόνο του Ρακίτιν για τη Γκρούσενκα, φώναξε ξαφνικά απ' τη θέση του:

«Μπερνάρ!»

Κι όταν ο πρόεδρος στο τέλος της ανάκρισης του Ρακίτιν γύρισε στον κατηγορούμενο; «Μήπως θέλει να παρατηρήσει τίποτα», ο Μίτια φώναξε με στεντόρεια φωνή:

—Ακόμα κι όταν ήμουν υπόδικος μου 'παιρνε δανεικά! Τιποτένιος Μπερνάρ κι αριβίστας, ούτε σε Θεό δεν πιστεύει, εξαπάτησε και τον πανιερότατο!

Του Μίτια φυσικά του κάνανε πάλι παρατήρηση για την ανάρμοστη έκφρασή του μα ο κύριος Ρακίτιν είχε δεχτεί πια τη χαριστική βολή. Δεν είχε καλύτερη τύχη κι η μαρτυρία του λοχαγού Σνεγκιριόβ μα από άλλη εντελώς αιτία. Ήρθε κατακουρελιασμένος, με βρόμικα ρούχα, με λασπωμένες μπότες, και παρ' όλες τις προφυλάξεις και την προκαταρκτική «πραγματογνωμοσύνη», αποδείχτηκε ξαφνικά εντελώς μεθυσμένος. Στις ερωτήσεις για την προσβολή που του 'κανε ο Μίτια, αρνήθηκε ξαφνικά ν' απαντήσει!

—Ο Θεός μαζί του. Ο Ηλιούσκα δε μου το επιτρέπει. Ο Θεός θα μ' ανταμείψει.

—Ποιος δε σας επιτρέπει; Ποιον εννοείτε;

—Ο Ηλιούσετσκα, ο γιόκας μου: «Μπαμπάκα, μπαμπάκα, πώς σε ταπείνωσε!» Κοντά στην πέτρα μού το 'πε. Τώρα πεθαίνει...

Ο λοχαγός έβαλε ξαφνικά τα κλάματα κι έπεσε με φόρα στα πόδια του προέδρου. Τον έβγαλαν γρήγορα-γρήγορα έξω ανάμεσα στα γέλια του ακροατηρίου. Η εντύπωση που προετοίμαζε ο εισαγγελέας κατέρρευσε. Ο συνήγορος εξακολουθούσε να επωφελείται από κάθε περίπτωση κι όλο και περισσότερο έκανε εντύπωση με τη γνώση και των πιο μικρών λεπτομερειών της υπόθεσης. Έτσι λόγου χάρη η κατάθεση του Τρύφωνα Μπορίσοβιτς έκανε στην αρχή μεγάλη εντύπωση και φυσικά δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή για το Μίτια.

Αυτός ήταν που, σύμφωνα με τους θετικούς υπολογισμούς του, ανέφερε πως ο Μίτια στον πρώτο του ερχομό στο Μόκρογιε, ένα μήνα σχεδόν πριν απ' την καταστροφή, δεν μπορεί παρά να ξόδεψε τρεις χιλιάδες ή «ελάχιστα λιγότερα».

«Μονάχα για τις τσιγγάνες πόσα πέταξε! Στους δικούς μας, στους δικούς μας τους ψειριάρηδες μουζίκους όχι μονάχα πενηνταράκια έδινε μα ολάκερα εικοσπεντάρικα, λιγότερα δεν τους έδινε. Και πόσα του κλέψανε τότε! Γιατί όποιος έκλεψε, έφυγε και πάει και πού να τον πιάσεις αφού ο ίδιος τα σκορπούσε δεξιά κι αριστερά! Ο λαός μας είναι ληστής, δε λογαριάζει την ψυχή του. Και στις κοπέλες μας, στις κοπέλες του χωριού μας πόσα πήγανε! Πλουτίνανε όλοι στο χωριό μας από τότε, πρώτα είχαμε φτώχειες».

Με δυο λόγια θυμήθηκε το κάθε έξοδο κι έκανε ακριβείς υπολογισμούς. Μ' αυτό τον τρόπο η υπόθεση πως είχαν ξοδευτεί μονάχα χίλια πεντακόσα ρούβλια και τ' άλλα κρύφτηκαν στο φυλαχτό φαινόταν αδύνατη.

«Με τα μάτια μου τα είδα τα λεφτά που κράταγε στα χέρια του, τρεις χιλιάδες ήταν, το 'βλεπα καθαρά όπως θα 'βλεπα ένα καπίκι, εμείς δα ξέρουμε από λεφτά», αναφώνησε ο Τρύφων Μπορίσοβιτς θέλοντας μ' όλη του τη δύναμη να φανεί ευάρεστος στις «Αρχές».

Μα όταν ήρθε η σειρά του συνήγορου να υποβάλει τις ερωτήσεις του, αυτός, μην προσπαθώντας σχεδόν καθόλου ν' αμφισβητήσει την κατάθεση, άρχισε ξάφνου να λέει πως ο αμαξάς Τιμοφέι κι ένας άλλος μουζίκος, ο Ακίμ, βρήκανε στο Μόκρογιε σε κείνο το πρώτο γλέντι, ένα μήνα πριν απ' τη σύλληψη, εκατό ρούβλια στο πάτωμα του διαδρόμου που τα 'χε χάσει ο Μίτια καθώς ήταν μεθυσμένος και τα παραδώσανε στον Τρύφωνα Μπορίσοβιτς και κείνος τους έδωσε γι' αυτό από 'να ρούβλι.

«Ε, λοιπόν, τα επιστρέψατε στον κύριο Καραμάζοβ κείνα τα χρήματα ή όχι;»

Όσο και να προσπάθησε να ξεφύγει ο Τρύφων Μπορίσοβιτς, μετά την ανάκριση των μουζίκων, παραδέχτηκε πως πήρε τα εκατό ρούβλια, πρόστεσε μονάχα πως τα 'δωσε αμέσως στο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς «μ' όλη την τιμιότητα και μονάχα πως, όντας αυτός κείνη τη στιγμή εντελώς μεθυσμένος, είναι αμφίβολο αν θα το θυμηθεί». Μα επειδή πριν απ' το κάλεσμα των μουζίκων μαρτύρων αρνιότανε πως βρήκε τα εκατό ρούβλια κι η κατάθεσή του για την επιστροφή τους στο μεθυσμένο Μίτια ήταν φυσικό να προκαλέσει πολλές αμφιβολίες. Μ' αυτό τον τρόπο ένας απ' τους πιο επικίνδυνους μάρτυρες που παρουσίασε η κατηγορούσα Αρχή, φάνηκε ύποπτος κι έφυγε κι αυτός μ' έντονα κηλιδωμένη την υπόληψή του. Το ίδιο έγινε και με τους Πολωνούς. Αυτοί παρουσιάστηκαν με ύφος περήφανο κι ανεξάρτητο. Καταθέσανε δυνατά πως πρώτα-πρώτα «υπηρετήσανε κι οι δυο τους το Στέμμα» και πως ο «παν Μίτια» τους πρότεινε τρεις χιλιάδες για να εξαγοράσει την τιμή τους και πως αυτοί οι ίδιοι είδανε πολλά λεφτά στα χέρια του. Ο παν Μουσιαλόβιτς έβαζε πάρα πολλές πολωνικές λέξεις στην κουβέντα του και, βλέποντας πως αυτό τον ανυψώνει στα μάτια του προέδρου και του εισαγγελέα, άρχισε να μιλάει εντελώς πολωνικά. Μα ο Φετιουκόβιτς τους έπιασε κι αυτούς στα δίχτυα του. Όσο και να 'θελε να ξεφύγει ο Τρύφων Μπορίσοβιτς, που τον ξανακαλέσανε, αναγκάστηκε να ομολογήσει πως τα τραπουλόχαρτά του τ' άλλαξε ο παν Βρουμπλέβσκυ και πως ο παν Μουσιαλόβιτς, καθώς ανακάτευε τα χαρτιά, τα ταίριαζε κατά πώς ήθελε. Αυτό το επιβεβαίωσε ο Καλγκάνοβ, δίνοντας με τη σειρά του την κατάθεσή του —κι οι δυο παν φύγανε αρκετά ντροπιασμένοι κάτω απ' τα γέλια μάλιστα του ακροατηρίου.

Ύστερα σχεδόν το ίδιο έγινε και μ' όλους τους άλλους, τους πιο επικίνδυνους μάρτυρες. Ο Φετιουκόβιτς τα κατάφερε να τους κηλιδώσει όλους ηθικά και να τους αφήσει να φύγουν με κατεβασμένη τη μύτη. Οι ερασιτέχνες κι οι νομικοί τον θαυμάζανε μα δεν μπορούσαν κιόλας να καταλάβουν σε τι μεγάλο κι αποφασιστικό θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν όλ' αυτά γιατί, το επαναλαμβάνω, όλοι νιώθανε το αδιάσειστο της κατηγορίας που όλο και πιο τραγικά μεγάλωνε. Μα απ' την αυτοπεποίθηση του «μεγάλου μάγου» βλέπανε πως αυτός δεν ανησυχεί καθόλου και περιμένανε: δεν ήρθε δα έτσι τζάμπα απ' την Πετρούπολη «ένας τέτοιος άνθρωπος», δεν είναι από κείνους που θα γύριζε πίσω άπραχτος.


12. II. Επικίνδυνοι μάρτυρες

Δεν ξέρω αν ο πρόεδρος χώρισε κατά κάποιον τρόπο σε ομάδες τους μάρτυρες της κατηγορίας και της υπεράσπισης και με ποια ακριβώς σειρά είχαν σκοπό να τους καλούν. Κατά πάσαν πιθανότητα κάτι τέτοιο θα 'χε γίνει. Ξέρω μονάχα πως πρώτους άρχισαν να καλούν τους μάρτυρες κατηγορίας. Το ξαναλέω πως δεν έχω σκοπό να περιγράφω όλες τις ερωτήσεις και απαντήσεις λέξη προς λέξη. Εξάλλου η περιγραφή μου θα 'ταν και κάπως περιττή, γιατί στις αγορεύσεις του εισαγγελέα και του συνηγόρου όλες οι καταθέσεις συγκεντρώθηκαν σ' ένα σημείο και φωτίστηκαν ζωηρά, κι αυτές τις δυο αγορεύσεις τις σημείωσα σε μερικά μέρη ακέραιες και θα τις μεταδώσω στην ώρα τους όπως επίσης κι ένα αναπάντεχο επεισόδιο που έγινε απρόσμενα πριν απ' τις αγορεύσεις και που αναντίρρητα επέδρασε στην τρομερή και μοιραία λύση. Θα παρατηρήσω μονάχα πως απ' τις πρώτες κιόλας στιγμές της δίκης φανερώθηκε κάποιο χαρακτηριστικό αυτής της υπόθεσης που το παρατήρησαν όλοι και που ήταν η ασυνήθιστη δύναμη της κατηγορίας συγκριτικά με τα μέσα που διέθετε η υπεράσπιση. Αυτό το κατάλαβαν όλοι απ' την πρώτη στιγμή όταν σ' αυτή την επιβλητική αίθουσα άρχισαν να συγκεντρώνονται και ν' αποκρυσταλλώνονται τα γεγονότα κι άρχισε σιγά- σιγά να προβάλλει μπροστά μας όλη η αιματηρή φρίκη του εγκλήματος. Ίσως όλοι να το κατάλαβαν απ' την αρχή κιόλας πως εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν υπόθεση που δε χωράει συζήτηση, πως εδώ δε χωράνε αμφιβολίες, πως ουσιαστικά δε χρειάζονταν ούτε οι αγορεύσεις, πως οι αγορεύσεις θα γίνουν μονάχα για τον τύπο, και πως ο εγκληματίας είναι ένοχος, ένοχος ολοφάνερα, ένοχος αναμφισβήτητα. Νομίζω μάλιστα πως κι όλες οι κυρίες, όλες ως την τελευταία, που με τόση ανυπομονησία περίμεναν την αθώωση του τόσο ενδιαφέροντος κατηγορουμένου, ήταν ταυτόχρονα βέβαιες για την πλήρη ενοχή του. Όχι μονάχα αυτό, μα νομίζω πως θα πικραίνονταν κιόλας αν δεν αποδειχνόταν ολοφάνερη η ενοχή του γιατί τότε η λύση δε θα 'χε τόσο εφέ όταν θ' αθωώνανε τον εγκληματία. Όσο για το πως θα τον αθωώνανε —γι' αυτό, παράξενο, όλες οι κυρίες ήταν ακλόνητα βέβαιες σχεδόν ως την τελευταία στιγμή. «Είναι ένοχος μα θα τον αθωώσουν από ουμανισμό, από νέες ιδέες, από νέα αισθήματα που γίνανε τώρα της μόδας» κ.τ.λ. Γι' αυτό και είχαν μαζευτεί δω πέρα με τέτοια ανυπομονησία. Οι άντρες ενδιαφέρονταν περισσότερο για την πάλη του εισαγγελέα και του διάσημου Φετιουκόβιτς. Όλοι απορούσαν κι αναρωτιόνταν: Τι μπορεί να κάνει σε μια τέτοια χαμένη υπόθεση ακόμα κι ένα ταλέντο σαν του Φετιουκόβιτς; Και γι' αυτό παρακολουθούσαν με τεταμένη προσοχή κάθε του διαξιφισμό. Μα ο Φετιουκόβιτς, ως το τέλος, ως την ώρα της αγόρευσής του, έμεινε για όλους αίνιγμα. Όσοι απ' τους ακροατές είχαν κάποια πείρα προαισθάνονταν πως έχει ένα σύστημα, πως έχει κιόλας κάποιο σχέδιο, πως έχει το σκοπό του, μα ποιος ήταν αυτός ο σκοπός ήταν σχεδόν αδύνατο να μαντέψουν. Η βεβαιότητα κι η αυτοπεποίθησή του ωστόσο ήταν ολοφάνερες. Εκτός απ' αυτό, όλοι παρατήρησαν αμέσως μ' ευχαρίστηση πως αυτός, στις τόσο λίγες μέρες που ' μείνε στην πολιτεία μας, τρεις μέρες πάνω κάτω όλες κι όλες, κατάφερε να εμβαθύνει καταπληχτικά στην υπόθεση και «να τη μελετήσει σ' όλες της τις λεπτομέρειες». Με απόλαυση διηγόνταν λόγου χάρη αργότερα πώς κατάφερε να «τη σκάσει» σ' όλους τους μάρτυρες κατηγορίας, να τους κάνει να τα χάσουν και, το σπουδαιότερο, να κηλιδώσει την ηθική τους υπόσταση και συνεπώς να κλονίσει το αξιόπιστο των καταθέσεών τους. Υποθέτανε, εδώ που τα λέμε, πως αυτό το κάνει το πολύ-πολύ για παιχνίδι, για —πώς να το πούμε;— δικηγορικό εφέ, για να μην ξεχάσει τίποτα απ' τα συνηθισμένα δικηγορικά κόλπα. Γιατί όλοι ήταν πεπεισμένοι πως κανένα μεγάλο και αποφασιστικό όφελος δε θα μπορούσε να 'χει απ' αυτές τις «κηλιδώσεις» και πιθανό να το καταλάβαινε κι ο ίδιος καλύτερα απ' όλους έχοντας κάποια ιδέα δίκιά του για ρεζέρβα, κάποιο όπλο υπεράσπισης που το 'κρυβε ακόμα και που θα το φανέρωνε ξαφνικά, όταν θα 'ρχόταν η ώρα. Μα προς το παρόν, έχοντας συνείδηση της δύναμής του, σα να 'παιζε και να διασκέδαζε. Έτσι λόγου χάρη όταν ρωτούσανε το Γρηγόρη Βασίλιεβιτς, τον πρώην υπηρέτη του Φιόντορ Παύλοβιτς, που έκανε την κυριότερη κατάθεση για την «ανοιχτή πόρτα προς τον κήπο», ο συνήγορος τον άδραξε γερά όταν ήρθε η σειρά του να του υποβάλει ερωτήσεις. Πρέπει να παρατηρήσουμε πως ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς μπήκε στην αίθουσα χωρίς να τα χάσει ούτε απ' το μεγαλείο του δικαστηρίου ούτε απ' το πλήθος των ανθρώπων που τον άκουγαν, με ύφος ήρεμο και σχεδόν επιβλητικό. Έκανε τις καταθέσεις του με τόση βεβαιότητα σα να κουβέντιαζε με τη Μάρθα του Ιγνάτιεβνα, μονάχα που μίλαγε με κάπως μεγαλύτερο σεβασμό. Ήταν αδύνατο να τον κάνουν να τα χάσει. Στην αρχή τον ρωτούσε πολλήν ώρα ο εισαγγελέας για όλες τις λεπτομέρειες της οικογένειας Καραμάζοβ. Η οικογενειακή εικόνα φανερώθηκε ξάστερη. Το 'βλεπε και τ' άκουγε κανείς πως ο μάρτυρας ήταν αφελής κι αμερόληπτος. Παρ' όλο το βαθύτατο σεβασμό του για το μακαρίτη τον κύριό του δήλωσε λόγου χάρη πως φέρθηκε άδικα στο Μίτια, και «δεν ανάθρεψε κατά πώς έπρεπε τα παιδιά. Αυτόν, όταν ήταν μικρό παιδί, θα τον τρώγανε οι ψείρες αν δεν ήμουνα γω», πρόστεσε όταν διηγότανε για τα παιδικά χρόνια του Μίτια. «Ό,τι και να πεις, δε θα 'πρεπε να τον αδικήσει στο ζήτημα του κτήματος της μητέρας του». Όταν ο εισαγγελέας ρώτησε τι δεδομένα είχε για να βεβαιώνει πως ο Φιόντορ Παύλοβιτς αδίκησε το γιο του στους λογαριασμούς, ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς, προς απορία όλων, δεν παρουσίασε καμιά θετική απόδειξη, μα επέμενε παρ' όλ' αυτά πως οι λογαριασμοί με το γιο «δεν ήταν σωστοί» και πως «του χρωστούσε ακόμα μερικές χιλιάδες». Θα παρατηρήσω, μια και το 'φερε η κουβέντα, πως αυτή την ερώτηση, αν πραγματικά δηλαδή ο Φιόντορ Παύλοβιτς χρωστούσε ακόμα τίποτα στο Μίτια, ο εισαγγελέας την έκανε με ιδιαίτερη επιμονή σ' όλους εκείνους τους μάρτυρες που μπορούσε μην εξαιρώντας ούτε τον Αλιόσα, ούτε τον Ιβάν Φιοντόροβιτς μα από κανένα μάρτυρα δεν πήρε καμιά θετική πληροφορία. Όλοι επιβεβαιώνανε το γεγονός, μα κανένας δεν μπορούσε να φέρει έστω και μια κάποια απόδειξη. Αφού ο Γρηγόρης περιέγραψε τη σκηνή στο τραπέζι όταν όρμησε μέσα ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς και χτύπησε τον πατέρα του, απειλώντας να ξανάρθει και να τον σκοτώσει —μια ζοφερή αίσθηση διέτρεξε όλη την αίθουσα, πολύ περισσότερο γιατί ο γερο-υπηρέτης τα διηγόταν ήρεμα, χωρίς περιττά λόγια, με ιδιόρρυθμο, λεξιλόγιο, έτσι που φάνταζαν πολύ εύγλωττα. Για την προσβολή που του 'κανε τότε ο Μίτια, που τον χτύπησε στο πρόσωπο και τον έριξε χάμω, παρατήρησε πως δεν είναι πια θυμωμένος και τον συγχώρεσε προ πολλού. Για τον μακαρίτη τον Σμερντιακόβ είπε κάνοντας το σταυρό του πως το παλικάρι αυτό είχε ικανότητες μα ήταν ανόητος και τσακισμένος απ' την αρρώστια και το σπουδαιότερο άθεος και πως την αθεΐα τού τη διδάσκανε ο Φιόντορ Παύλοβιτς κι ο μεγαλύτερος γιος. Μα την τιμιότητα του Σμερντιακόβ την επιβεβαίωσε σχεδόν με θέρμη κι ανακοίνωσε ταυτόχρονα πως μια φορά ο Σμερντιακόβ βρήκε κάτι λεφτά που 'χαν πέσει του αφεντικού του και δεν τα πήρε μα τα παράδωσε στ' αφεντικό και κείνος του «χάρισε γι' αυτό ένα χρυσό» κι από τότε άρχισε να του τα εμπιστεύεται όλα. Το πως η πόρτα στον κήπο ήταν ανοιχτή, το επιβεβαίωσε με επίμονο πείσμα. Για να λέμε την αλήθεια, τον ρωτήσανε τόσα πολλά που δεν μπορώ να τα θυμηθώ όλα. Τέλος ήρθε η σειρά του συνηγόρου να υποβάλει ερωτήσεις και κείνος άρχισε πριν απ' όλα να ζητάει πληροφορίες για το φάκελο όπου «τάχα» ο Φιόντορ Παύλοβιτς είχε κρύψει τις τρεις χιλιάδες ρούβλια για το «γνωστό πρόσωπο» .

«Τον είδατε τάχα σεις ο ίδιος —σεις που τόσα χρόνια ήσαστε ο έμπιστος υπηρέτης του κυρίου σας;»

Ο Γρηγόρης απάντησε πως δεν τα είδε μα κι ούτε είχε ακούσει γι' αυτά τα λεφτά από κανέναν, «ως τη στιγμή που τώρα άρχισαν όλοι να μιλάνε γι' αυτά. Αυτή την ερώτηση για το φάκελο ο Φετιουκόβιτς την έκανε σ' όλους τους μάρτυρες που μπορούσε να ρωτήσει, με την ίδια επιμονή που έκανε κι ο εισαγγελέας την ερώτηση για τη διανομή του κτήματος κι απ' όλους έπαιρνε την ίδια απάντηση, πως κανένας δεν τον είχε δει το φάκελο, αν και πάρα πολλοί είχαν ακούσει να μιλάνε γι' αυτόν. Αυτή την επιμονή του συνήγορου σ' αυτή την ερώτηση όλοι την πρόσεξαν από μιας αρχής.

—Τώρα θα μπορούσα τάχα να σας ρωτήσω κάτι, αν φυσικά μου το επιτρέπετε, ξάφνου κι εντελώς αναπάντεχα ρώτησε ο Φετιουκόβιτς. Από τι συνίστατο κείνο το βάλσαμο ή, ούτως ειπείν, το εκχύλισμα με το οποίο σεις κείνο το βράδυ προτού πέσετε για ύπνο, όπως είναι γνωστό απ' την προανάκριση, κάνατε εντριβή στην πάσχουσα μέση σας ελπίζοντας μ' αυτό να θεραπευθείτε;

Ο Γρηγόρης τον κοίταξε μ' ανόητο βλέμμα κι αφού σώπασε για λίγο τραύλισε: «είχε μέσα φασκόμηλο».

—Μονάχα φασκόμηλο; Δε θυμάστε να 'χε και τίποτ' άλλο;

—Είχε κι αρνόγλωσσο.

—Και πιπέρι μήπως; είχε την περιέργεια ο Φιετιουκόβιτς.

—Και πιπέρι είχε.

—Κ.τ.λ. Κι όλ' αυτά με βοτκίτσα;

—Με καθαρό οινόπνευμα.

Ένα ελαφρό γελάκι διέτρεξε την αίθουσα.

—Τα βλέπετε λοιπόν, σπίρτο καθαρό, ε; Όταν κάνατε την εντριβή, το υπόλοιπο του περιεχομένου της φιάλης, κάνοντας και μιαν ευλαβική προσευχή γνωστή μονάχα στη σύζυγό σας, είχατε την καλοσύνη να το πιείτε, έτσι;

—Το ήπια.

— Ήπιατε πολύ; Πόσο πάνω κάτω; Κάνα δυο ποτηράκια;

— Ένα ποτήρι του νερού πάνω-κάτω.

— Ένα ποτήρι του νερού κιόλας. Ίσως κι ενάμισι ποτήρι; Ο Γρηγόρης σώπασε. Σαν κάτι να κατάλαβε.

—Ενάμισι ποτήρι καθαρότατο σπίρτο —δεν είναι άσκημα, πώς νομίζετε; Μπορεί κανείς να δει και «τις πύλες του Παραδείσου ανεωγμένες», όχι μονάχα την πόρτα του κήπου. Έτσι δεν είναι;

Ο Γρηγόρης όλο σώπαινε. Πάλι ακούστηκαν γέλια στην αίθουσα. Ο πρόεδρος ανακινήθηκε.

—Μήπως ξέρετε θετικά, εξακολουθούσε να μην αφήνει το θύμα του ο Φετιουκόβιτς, αν κοιμόσαστε ή όχι τη στιγμή που είδατε την πόρτα του κήπου ανοιχτή;

— Ήμουν όρθιος.

—Αυτό δεν είναι ακόμα απόδειξη ότι δεν κοιμόσαστε (κι άλλα γελάκια στην αίθουσα). Θα μπορούσατε ν' απαντήσετε κείνη την ώρα αν σας ρωτούσε κανείς για κάτι, λόγου χάρη για το τι έτος διανύομεν τώρα;

—Αυτό δεν το ξέρω.

—Και τώρα θα μπορούσατε να μας πείτε τι χρονολογία μετά

Χριστόν έχουμε;

Ο Γρηγόρης στεκόταν σα χαμένος, κοιτάζοντας επίμονα το βασανιστή του. Και, παράξενο, φαινόταν σα να μην ξέρει στ' αλήθεια τι χρονολογία έχουμε.

— Ίσως να ξέρετε τουλάχιστο πόσα δάχτυλα έχει το κάθε σας χέρι.

—Είμαι μαθημένος να σκύβω το κεφάλι, είπε ξαφνικά δυνατά και καθαρά ο Γρηγόρης, κι αν οι ανώτεροι θέλουν να με Κοροϊδεύουν, εγώ πρέπει να το υποφέρω.

Ο Φετιουκόβιτς σα να ντράπηκε λιγάκι μα επενέβη κι ο πρόεδρος και υπενθύμισε στο συνήγορο πως πρέπει να κάνει ερωτήσεις που να 'χουν περισσότερη σχέση με την υπόθεση. Ο Φετιουκόβιτς τον άκουσε, υποκλίθηκε μ' αξιοπρέπεια και δήλωσε πως τέλειωσε τις ερωτήσεις του. Φυσικά, και στο κοινό και στους ενόρκους μπορεί να έμεινε ένα μικρό σκουληκάκι αμφιβολίας για την κατάθεση ενός ανθρώπου που είχε τη δυνατότητα να «δει τις πύλες του Παραδείσου ανεωγμένες» μια και βρισκόταν σε μιαν ορισμένη κατάσταση θεραπείας και που δεν ξέρει ούτε και ποιο έτος απ' τη γέννηση του Χριστού έχουμε. Κι έτσι ο συνήγορος πέτυχε όσο να 'ναι το σκοπό του. Μα προτού αποσυρθεί ο Γρηγόρης έγινε κι άλλο επεισόδιο. Ο πρόεδρος γύρισε στον κατηγορούμενο και τον ρώτησε: μήπως έχει τίποτα να παρατηρήσει αναφορικά με τις καταθέσεις που έγιναν.

—Εκτός απ' την πόρτα όλα τ' άλλα που είπε είναι αλήθεια, φώναξε δυνατά ο Μίτια. Για το ξεψείριασμα τον ευχαριστώ- για τ' ότι με συγχώρεσε που τον χτύπησα τον ευχαριστώ. Ο γέρος ήταν τίμιος σ' όλη του τη ζωή και πιστός στον πατέρα μου σαν εφτακόσα μαντρόσκυλα.

—Κατηγορούμενε, προσέχετε τις εκφράσεις σας, πρόφερε αυστηρά ο πρόεδρος.

—Δεν είμαι μαντρόσκυλο, γκρίνιαξε ο Γρηγόρης.

—Τότε λοιπόν εγώ είμαι μαντρόσκυλο, εγώ! φώναξε ο Μίτια. Αφού είναι προσβλητικό το παίρνω απάνω μου και του ζητάω συγνώμη: ήμουνα θεριό κι άγριος μαζί του! Με τον Αίσωπο επίσης ήμουν άγριος.

—Με ποιον Αίσωπο; είπε πάλι αυστηρά ο πρόεδρος.

—Μα με τον πιερότο... με τον πατέρα, τον Φιόντορ Παύλοβιτς.

Ο πρόεδρος ξανάπε και πάλι αυστηρά στο Μίτια να προσέχει τις εκφράσεις του.

—Κάνετε κακό στον εαυτό σας. Οι δικαστές σας σχηματίζουν κακή γνώμη.

Με την ίδια καπατσοσύνη τα κατάφερε ο συνήγορος και με το μάρτυρα Ρακίτιν. Θα παρατηρήσω εδώ πως ο Ρακίτιν ήταν απ' τους σπουδαίους μάρτυρες και πως χωρίς αμφιβολία, ο εισαγγελέας απόδινε εξαιρετική σημασία στην κατάθεσή του. Αποδείχτηκε πως τα 'ξερε όλα, ήξερε εκπληχτικά πολλά, σ' όλους είχε πάει, όλα τα 'χε δει, μ' όλους είχε μιλήσει, ήξερε με πολλές λεπτομέρειες τη βιογραφία του Φιόντορ Παύλοβιτς κι όλων των Καραμάζοβ. Είναι αλήθεια πως για το φάκελο με τις τρεις χιλιάδες ρούβλια είχε ακούσει μονάχα απ' τον ίδιο το Μίτια. Μα περιέγραψε λεπτομερειακά τα κατορθώματα του Μίτια στην ταβέρνα Πρωτεύουσα, όλα τα λόγια και τις χειρονομίες που τον εξέθεταν περισσότερο και διηγήθηκε την ιστορία για το «ξέφτι», δηλαδή το λοχαγό Σνεγκιριόβ. Όσο για το ζήτημα αν χρωστούσε τίποτα ο Φιόντορ Παύλοβιτς στο Μίτια μετά την εκκαθάριση των λογαριασμών τους για τα κτήματα, ούτε κι ο Ρακίτιν δεν μπόρεσε να πει τίποτα το συγκεκριμένο μα περιορίστηκε σε γενικούς περιφρονητικούς χαρακτηρισμούς: «ποιος, είπε, θα μπορούσε να πει ποιος φταίει και να λογαριάσει ποιος χρωστάει με την ακαταστασία των Καραμάζοβ, όπου κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει ούτε να συμμαζέψει τον εαυτό του;» Όλη την τραγωδία του κατηγορουμένου εγκληματία την παρουσίασε σαν προϊόν παλαιών εθίμων της δουλοπαροικίας και της βυθισμένης στην αποδιοργάνωση Ρωσίας που υποφέρει από έλλειψη καταλλήλων θεσμών. Με δυο λόγια, του δόθηκε η ευκαιρία να πει το λογάκι του. Σ' αυτή τη δίκη εκδηλώθηκε και προσείλκυσε την προσοχή για πρώτη φορά ο κύριος Ρακίτιν. Ο εισαγγελέας ήξερε πως ο μάρτυρας ετοιμάζει ένα άρθρο σχετικά με το έγκλημα για ένα περιοδικό κι αργότερα στην αγόρευσή του (όπως θα δούμε παρακάτω) ανάφερε μερικές σκέψεις απ' αυτό το άρθρο, που θα πει λοιπόν πως το 'ξερε κιόλας. Η εικόνα που παρουσίασε ο μάρτυρας βγήκε ζοφερή κι απαίσια κι ενίσχυσε σημαντικά την «κατηγορία». Γενικά η κατάθεση του Ρακίτιν γοήτευσε το ακροατήριο με την ανεξαρτησία της σκέψης και την ασυνήθιστη ευγένεια της έξαρσής της. Ακούστηκαν μάλιστα δυο-τρία αναπάντεχα χειροκροτήματα, ειδικά σε κείνα τα μέρη όπου μιλούσε για το θεσμό της δουλοπαροικίας και για τη Ρωσία που υπόφερε από αποδιοργάνωση. Μα ο Ρακίτιν, παρ' όλ' αυτά, σα νέος που ήταν αστόχησε κι ο συνήγορος επωφελήθηκε αμέσως απ' την ευκαιρία. Απαντώντας στις ερωτήσεις για την Γκρούσενκα, παρασυρμένος απ' την επιτυχία του, που φυσικά την ένιωθε πια κι ο ίδιος, επέτρεψε στον εαυτό του να εκφραστεί για την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα κάπως περιφρονητικά λέγοντας πως είναι «σπιτωμένη απ' τον έμπορα Σαμσόνοβ». Θα 'δινε πολλά αργότερα αν μπορούσε να μην είχε. πει αυτή τη λεξούλα, γιατί εκεί ακριβώς τον έπιασε αμέσως ο Φετιουκόβιτς. Κι όλ' αυτά γιατί ο Ρακίτιν δεν υπολόγιζε πως αυτός σε τόσο λίγο διάστημα θα μπορούσε να μάθει και τις παραμικρότερες λεπτομέρειες της υπόθεσης.

—Επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω, άρχισε ο συνήγορος με το πιο ευγενικό και μάλιστα γεμάτο σεβασμό χαμόγελο, όταν ήρθε η σειρά του να κάνει ερωτήσεις· εσείς είστε βέβαια κείνος ο ίδιος ο κύριος Ρακίτιν του οποίου τη μπροσούρα Βίος του εις Κύριον αποδημήσαντος στάρετς Ζωσιμά, που εξέδωσε η Επισκοπή, γεμάτη βαθιές και θρησκευτικές σκέψεις, με υπέροχη κι ευλαβή αφιέρωση στον πανιερότατο, διάβασα πριν από λίγο με τόση ευχαρίστηση;

—Την έγραψα όχι για να τυπωθεί. Αργότερα την τυπώσανε, τραύλισε ο Ρακίτιν σα χαμένος και σχεδόν ντροπιασμένος.

—Ω, αυτό είναι υπέροχο! Ένας στοχαστής σαν εσάς μπορεί, και μάλιστα πρέπει, ν' αντιμετωπίζει με ευρύτητα κάθε κοινωνικό φαινόμενο. Με την προστασία του πανιεροτάτου η μπροσούρα σας κυκλοφόρησε πλατιά κι ασφαλώς απέδωσε κάποιο όφελος... Μα εγώ να τι θα επιθυμούσα να πληροφορηθώ, αν φυσικά μου επιτρέπετε: Μόλις τώρα δηλώσατε πως είσαστε πολύ στενά γνωστός με την κυρία Σβετλόβα; (Nota bene. Το επίθετο της Γκρούσενκας αποδείχτηκε πως ήταν «Σβετλόβα». Αυτό το πρωτόμαθα μονάχα κείνη τη μέρα κατά τη διάρκεια της δίκης).

—Δεν μπορώ να έχω ευθύνη για όλες τις γνωριμίες μου... είμαι νέος... και ποιος μπορεί να 'ναι υπόλογος για όλους κείνους που συναντάει; κόρωσε ολόκληρος ο Ρακίτιν.

—Εννοώ, σας εννοώ πολύ καλά! αναφώνησε ο Φετιουκόβιτς σα να ντράπηκε ο ίδιος και σα να βιαζότανε να ζητήσει συγνώμη. Όπως κάθε άλλος, έτσι και σεις μπορούσατε με τη σειρά σας να ενδιαφερθείτε για τη γνωριμία μιας νέας κι όμορφης γυναίκας που με προθυμία δεχόταν στο σπίτι της το άνθος της εδώ νεολαίας, μα... ήθελα μονάχα να πληροφορηθώ: Ξέρουμε πως η Σβετλόβα εδώ και δυο μήνες ήθελε πάρα πολύ να γνωριστεί με το νεότερο Καραμάζοβ, τον Αλεξέι Φιοντόροβιτς, και μονάχα για να τον οδηγήσετε σ' αυτήν, ειδικά με το τοτινό του μοναστηριακό ένδυμα, σας υποσχέθηκε να σας δώσει εικοσπέντε ρούβλια μόλις θα της τον φέρνατε. Αυτό, όπως είναι γνωστό, έγινε το βράδυ ακριβώς της μέρας εκείνης που τέλειωσε με την τραγική καταστροφή, που έγινε αιτία για την παρούσα δίκη. Εσείς πήγατε τον Αλεξέι Φιοντόροβιτς στην κυρία Σβετλόβα και πήρατε τότε την αμοιβή των εικοσπέντε ρουβλίων απ' την κυρία Σβετλόβα. Έτσι δεν έγινε; Αυτό θα 'θελα ν' ακούσω από σας.

—Αυτό ήταν ένα αστείο... Δε βλέπω γιατί μπορεί αυτό να σας ενδιαφέρει. Τα πήρα γι' αστείο... για να τα επιστρέψω αργότερα.

—Θα πει λοιπόν πως τα πήρατε. Μα δεν τα επιστρέψατε ακόμα, ή τα επιστρέψατε;

—Αυτό δεν έχει σημασία... μουρμούρισε ο Ρακίτιν δεν μπορώ ν' απαντήσω σε τέτοιες ερωτήσεις... Και βέβαια θα τα επιστρέψω.

Παρενέβη ο πρόεδρος μα ο συνήγορος δήλωσε πως τέλειωσε τις ερωτήσεις του στον κύριο Ρακίτιν. Ο κύριος Ρακίτιν έφυγε κάπως μειωμένος. Η εντύπωση της ανώτερης ευγένειας της κατάθεσής του είχε καταστραφεί: Κι ο Φετιουκόβιτς, ξεπροβοδώνοντάς τον μ' ένα βλέμμα, φαινόταν σα να 'λεγε δείχνοντάς τον στο ακροατήριο: «να τι είδους είναι οι ευγενικοί σας κατήγοροι!» Θυμάμαι πως κι αυτό εδώ δεν πέρασε χωρίς επεισόδιο από μέρους του Μίτια: Μανιασμένος απ' τον τόνο του Ρακίτιν για τη Γκρούσενκα, φώναξε ξαφνικά απ' τη θέση του:

«Μπερνάρ!»

Κι όταν ο πρόεδρος στο τέλος της ανάκρισης του Ρακίτιν γύρισε στον κατηγορούμενο; «Μήπως θέλει να παρατηρήσει τίποτα», ο Μίτια φώναξε με στεντόρεια φωνή:

—Ακόμα κι όταν ήμουν υπόδικος μου 'παιρνε δανεικά! Τιποτένιος Μπερνάρ κι αριβίστας, ούτε σε Θεό δεν πιστεύει, εξαπάτησε και τον πανιερότατο!

Του Μίτια φυσικά του κάνανε πάλι παρατήρηση για την ανάρμοστη έκφρασή του μα ο κύριος Ρακίτιν είχε δεχτεί πια τη χαριστική βολή. Δεν είχε καλύτερη τύχη κι η μαρτυρία του λοχαγού Σνεγκιριόβ μα από άλλη εντελώς αιτία. Ήρθε κατακουρελιασμένος, με βρόμικα ρούχα, με λασπωμένες μπότες, και παρ' όλες τις προφυλάξεις και την προκαταρκτική «πραγματογνωμοσύνη», αποδείχτηκε ξαφνικά εντελώς μεθυσμένος. Στις ερωτήσεις για την προσβολή που του 'κανε ο Μίτια, αρνήθηκε ξαφνικά ν' απαντήσει!

—Ο Θεός μαζί του. Ο Ηλιούσκα δε μου το επιτρέπει. Ο Θεός θα μ' ανταμείψει.

—Ποιος δε σας επιτρέπει; Ποιον εννοείτε;

—Ο Ηλιούσετσκα, ο γιόκας μου: «Μπαμπάκα, μπαμπάκα, πώς σε ταπείνωσε!» Κοντά στην πέτρα μού το 'πε. Τώρα πεθαίνει...

Ο λοχαγός έβαλε ξαφνικά τα κλάματα κι έπεσε με φόρα στα πόδια του προέδρου. Τον έβγαλαν γρήγορα-γρήγορα έξω ανάμεσα στα γέλια του ακροατηρίου. Η εντύπωση που προετοίμαζε ο εισαγγελέας κατέρρευσε. Ο συνήγορος εξακολουθούσε να επωφελείται από κάθε περίπτωση κι όλο και περισσότερο έκανε εντύπωση με τη γνώση και των πιο μικρών λεπτομερειών της υπόθεσης. Έτσι λόγου χάρη η κατάθεση του Τρύφωνα Μπορίσοβιτς έκανε στην αρχή μεγάλη εντύπωση και φυσικά δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή για το Μίτια.

Αυτός ήταν που, σύμφωνα με τους θετικούς υπολογισμούς του, ανέφερε πως ο Μίτια στον πρώτο του ερχομό στο Μόκρογιε, ένα μήνα σχεδόν πριν απ' την καταστροφή, δεν μπορεί παρά να ξόδεψε τρεις χιλιάδες ή «ελάχιστα λιγότερα».

«Μονάχα για τις τσιγγάνες πόσα πέταξε! Στους δικούς μας, στους δικούς μας τους ψειριάρηδες μουζίκους όχι μονάχα πενηνταράκια έδινε μα ολάκερα εικοσπεντάρικα, λιγότερα δεν τους έδινε. Και πόσα του κλέψανε τότε! Γιατί όποιος έκλεψε, έφυγε και πάει και πού να τον πιάσεις αφού ο ίδιος τα σκορπούσε δεξιά κι αριστερά! Ο λαός μας είναι ληστής, δε λογαριάζει την ψυχή του. Και στις κοπέλες μας, στις κοπέλες του χωριού μας πόσα πήγανε! Πλουτίνανε όλοι στο χωριό μας από τότε, πρώτα είχαμε φτώχειες».

Με δυο λόγια θυμήθηκε το κάθε έξοδο κι έκανε ακριβείς υπολογισμούς. Μ' αυτό τον τρόπο η υπόθεση πως είχαν ξοδευτεί μονάχα χίλια πεντακόσα ρούβλια και τ' άλλα κρύφτηκαν στο φυλαχτό φαινόταν αδύνατη.

«Με τα μάτια μου τα είδα τα λεφτά που κράταγε στα χέρια του, τρεις χιλιάδες ήταν, το 'βλεπα καθαρά όπως θα 'βλεπα ένα καπίκι, εμείς δα ξέρουμε από λεφτά», αναφώνησε ο Τρύφων Μπορίσοβιτς θέλοντας μ' όλη του τη δύναμη να φανεί ευάρεστος στις «Αρχές».

Μα όταν ήρθε η σειρά του συνήγορου να υποβάλει τις ερωτήσεις του, αυτός, μην προσπαθώντας σχεδόν καθόλου ν' αμφισβητήσει την κατάθεση, άρχισε ξάφνου να λέει πως ο αμαξάς Τιμοφέι κι ένας άλλος μουζίκος, ο Ακίμ, βρήκανε στο Μόκρογιε σε κείνο το πρώτο γλέντι, ένα μήνα πριν απ' τη σύλληψη, εκατό ρούβλια στο πάτωμα του διαδρόμου που τα 'χε χάσει ο Μίτια καθώς ήταν μεθυσμένος και τα παραδώσανε στον Τρύφωνα Μπορίσοβιτς και κείνος τους έδωσε γι' αυτό από 'να ρούβλι.

«Ε, λοιπόν, τα επιστρέψατε στον κύριο Καραμάζοβ κείνα τα χρήματα ή όχι;»

Όσο και να προσπάθησε να ξεφύγει ο Τρύφων Μπορίσοβιτς, μετά την ανάκριση των μουζίκων, παραδέχτηκε πως πήρε τα εκατό ρούβλια, πρόστεσε μονάχα πως τα 'δωσε αμέσως στο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς «μ' όλη την τιμιότητα και μονάχα πως, όντας αυτός κείνη τη στιγμή εντελώς μεθυσμένος, είναι αμφίβολο αν θα το θυμηθεί». Μα επειδή πριν απ' το κάλεσμα των μουζίκων μαρτύρων αρνιότανε πως βρήκε τα εκατό ρούβλια κι η κατάθεσή του για την επιστροφή τους στο μεθυσμένο Μίτια ήταν φυσικό να προκαλέσει πολλές αμφιβολίες. Μ' αυτό τον τρόπο ένας απ' τους πιο επικίνδυνους μάρτυρες που παρουσίασε η κατηγορούσα Αρχή, φάνηκε ύποπτος κι έφυγε κι αυτός μ' έντονα κηλιδωμένη την υπόληψή του. Το ίδιο έγινε και με τους Πολωνούς. Αυτοί παρουσιάστηκαν με ύφος περήφανο κι ανεξάρτητο. Καταθέσανε δυνατά πως πρώτα-πρώτα «υπηρετήσανε κι οι δυο τους το Στέμμα» και πως ο «παν Μίτια» τους πρότεινε τρεις χιλιάδες για να εξαγοράσει την τιμή τους και πως αυτοί οι ίδιοι είδανε πολλά λεφτά στα χέρια του. Ο παν Μουσιαλόβιτς έβαζε πάρα πολλές πολωνικές λέξεις στην κουβέντα του και, βλέποντας πως αυτό τον ανυψώνει στα μάτια του προέδρου και του εισαγγελέα, άρχισε να μιλάει εντελώς πολωνικά. Μα ο Φετιουκόβιτς τους έπιασε κι αυτούς στα δίχτυα του. Όσο και να 'θελε να ξεφύγει ο Τρύφων Μπορίσοβιτς, που τον ξανακαλέσανε, αναγκάστηκε να ομολογήσει πως τα τραπουλόχαρτά του τ' άλλαξε ο παν Βρουμπλέβσκυ και πως ο παν Μουσιαλόβιτς, καθώς ανακάτευε τα χαρτιά, τα ταίριαζε κατά πώς ήθελε. Αυτό το επιβεβαίωσε ο Καλγκάνοβ, δίνοντας με τη σειρά του την κατάθεσή του —κι οι δυο παν φύγανε αρκετά ντροπιασμένοι κάτω απ' τα γέλια μάλιστα του ακροατηρίου.

Ύστερα σχεδόν το ίδιο έγινε και μ' όλους τους άλλους, τους πιο επικίνδυνους μάρτυρες. Ο Φετιουκόβιτς τα κατάφερε να τους κηλιδώσει όλους ηθικά και να τους αφήσει να φύγουν με κατεβασμένη τη μύτη. Οι ερασιτέχνες κι οι νομικοί τον θαυμάζανε μα δεν μπορούσαν κιόλας να καταλάβουν σε τι μεγάλο κι αποφασιστικό θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν όλ' αυτά γιατί, το επαναλαμβάνω, όλοι νιώθανε το αδιάσειστο της κατηγορίας που όλο και πιο τραγικά μεγάλωνε. Μα απ' την αυτοπεποίθηση του «μεγάλου μάγου» βλέπανε πως αυτός δεν ανησυχεί καθόλου και περιμένανε: δεν ήρθε δα έτσι τζάμπα απ' την Πετρούπολη «ένας τέτοιος άνθρωπος», δεν είναι από κείνους που θα γύριζε πίσω άπραχτος.