×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 12. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΛΑΝΗ: I. Η μοιραία ημέρα

12. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΛΑΝΗ: I. Η μοιραία ημέρα

Την άλλη μέρα, μετά τα γεγονότα που διηγήθηκα, στις δέκα το πρωί, άρχισε η δίκη του Ντιμήτρι Καραμάζοβ στο Κακουργιοδικείο της περιφερείας μας. Το λέω από τώρα κι επιμένω σ' αυτό: Δε θεωρώ καθόλου ικανό τον εαυτό μου να μεταδώσω όλα κείνα που έγιναν στη δίκη κι όχι μονάχα στο ζήτημα της πληρότητας μα και στο ζήτημα της αλληλουχίας. Όλο μου φαίνεται πως αν μπορούσε κανείς να τα θυμηθεί όλα, και να τα εξηγήσει όλα όπως πρέπει, θα χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο και μάλιστα ογκωδέστατο. Γι' αυτό ας μη με κατηγορήσουν που περιγράφω μονάχα κείνα που μείνανε στη μνήμη μου. Μπορεί να πήρα τα δευτερεύοντα σαν τα πιο ουσιώδη, ίσως να παράλειψα τα πιο χαρακτηριστικά... Μα, εδώ που τα λέμε, βλέπω πως καλύτερα να μη ζητάω συγνώμη. Θα κάνω ό,τι μπορώ κι οι αναγνώστες θα καταλάβουν και μόνοι τους πως έκανα ό,τι μου ήταν δυνατό.

Και πρώτα-πρώτα, προτού να μπούμε στην αίθουσα του δικαστηρίου, θ' αναφέρω κάτι που κείνη την ημέρα μ' εξέπληξε ιδιαίτερα. Άλλωστε δεν εξέπληξε μονάχα εμένα, μα, όπως αποδείχτηκε αργότερα, η έκπληξη ήταν γενική: Όλοι ξέρανε πως η υπόθεση αυτή είχε κινήσει το ενδιαφέρον πάρα πολλών, πως όλοι φλέγονταν από ανυπομονησία πότε ν' αρχίσει η δίκη, πως στους κοσμικούς μας κύκλους λέγανε πολλά, κάνανε υποθέσεις, αναφωνούσαν, ονειροπολούσαν δυο ολάκερους μήνες τώρα. Όλοι ξέρανε επίσης πως αυτή η υπόθεση είχε γίνει ξακουστή σ' όλη τη Ρωσία μα και πάλι κανείς δε φανταζόταν πως θα μπορούσε να προκαλέσει τόσο βαθιά αναστάτωση όχι μονάχα στην πολιτεία μας μα και παντού, όπως αποδείχτηκε στη δίκη κείνη τη μέρα. Κείνη τη μέρα έφτασαν επισκέπτες όχι μονάχα απ' την πρωτεύουσα του νομού μας μα κι από μερικές άλλες πόλεις της Ρωσίας και τέλος απ' τη Μόσχα και την Πετρούπολη ακόμα. Ήρθανε νομικοί, ήρθανε μάλιστα μερικά σπουδαία, πρόσωπα, και πολλές κυρίες. Όλες οι άδειες εισόδου γίνανε ανάρπαστες. Για τα εξέχοντα πρόσωπα και τους γνωστούς επισκέπτες —τους άντρες— είχαν τοποθετήσει καρέκλες πίσω απ' την έδρα των δικαστών. Εκεί εμφανίστηκε μια ολάκερη σειρά καρέκλες όπου κάθονταν διάφορες προσωπικότητες, πράμα που ποτέ ως τα τώρα δεν είχε επιτραπεί. Πάρα πολλές ήταν οι κυρίες, δικές μας και ξένες, νομίζω μάλιστα πως δεν ήταν λιγότερες απ' το μισό κοινό. Μονάχα οι νομικοί που ήρθαν από παντού ήταν τόσοι πολλοί που δεν ξέρανε πού να τους βολέψουν επειδή όλες οι άδειες εισόδου είχαν προ πολλού εξαντληθεί, ύστερ' από αιτήσεις, παρακλήσεις, ακόμα και ικεσίες. Είδα κι ο ίδιος με τα μάτια μου πως στο βάθος της αίθουσας είχαν φτιάξει ένα πρόχειρο χώρισμα, όπου βάλανε όλους τους ξένους νομικούς κι αυτοί θεωρήσανε ευτυχισμένο τον εαυτό τους που μπορούσαν να μείνουν, έστω κι όρθιοι, εκεί, γιατί τις καρέκλες τις είχαν αφαιρέσει για να κερδίσουν χώρο κι όλο το πλήθος έμενε όρθιο σ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ώμο με ώμο, σε μια πυκνή μάζα. Μερικές απ' τις κυρίες, ιδιαίτερα απ' τις ξένες, εμφανίστηκαν στην απάνω γαλαρία εξαιρετικά τουαλεταρισμένες μα οι περισσότερες είχαν ξεχάσει και τα λούσα ακόμα. Στα πρόσωπά τους διάβαζε κανείς μιαν υστερική, άπληστη, νοσηρή σχεδόν περιέργεια. Μια απ' τις πιο χαρακτηριστικές ιδιομορφίες όλης αυτής της κοινωνίας που μαζεύτηκε και που είναι απαραίτητο να τη σημειώσουμε, ήταν το ότι, όπως και επιβεβαιώθηκε αργότερα από πολλές παρατηρήσεις, σχεδόν όλες οι κυρίες, τουλάχιστο στη συντριπτική πλειοψηφία τους, ήταν με το μέρος του Μίτια κι ήθελαν την αθώωσή του. Ίσως γιατί είχε αποκτήσει τη φήμη καρδιοκαταχτητή. Ξέρανε πως θα εμφανιστούν δυο γυναίκες αντίζηλες. Η μια από αυτές, δηλαδή η Κατερίνα Ιβάνοβνα, προκαλούσε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον όλων. Γι' αυτήν λέγονταν πολλά και διάφορα. Λέγανε για το πάθος της για το Μίτια, παρ' όλο μάλιστα το έγκλημά του, καθώς και καταπληχτικά ανέκδοτα. Μιλούσαν ιδιαίτερα για την υπεροψία της (σχεδόν σε κανέναν δεν έκανε επίσκεψη στην πολιτεία μας) «για τις αριστοκρατικές της σχέσεις». Λέγανε πως είχε σκοπό να παρακαλέσει την κυβέρνηση να της επιτρέψουν ν' ακολουθήσει το δολοφόνο στο κάτεργο και να τον στεφανωθεί κάπου σε κανένα ορυχείο, κάτω απ' τη γη. Με την ίδια ανυπομονησία περιμένανε και την εμφάνιση της Γκρούσενκας, της αντίζηλης της Κατερίνας Ιβάνοβνας. Με οδυνηρή περιέργεια περιμένανε τη συνάντηση μπροστά στο δικαστήριο των δυο αντιζήλων — της περήφανης αριστοκρατικής κοπέλας και της «εταίρας». Η Γκρούσενκα, εδώ που τα λέμε, ήταν πιο γνωστή στις κυρίες μας παρά η Κατερίνη Ιβάνοβνα. Αυτήν «που κατάστρεψε το Φιόντορ Παύλοβιτς και το δύστυχο γιο του» την είχαν δει οι κυρίες μας και πρώτα, κι όλες, σχεδόν ως την τελευταία, απορούσανε πώς μπόρεσαν πατέρας και γιος να ερωτευτούν αυτή την «εντελώς συνηθισμένη και καθόλου όμορφη μάλιστα Ρωσίδα αστή». Με δυο λόγια τα κουτσομπολιά δίναν και παίρναν. Μου είναι προσωπικά γνωστό πως στην πολιτεία μας γίνανε μερικοί σοβαροί οικογενειακοί καυγάδες εξαιτίας του Μίτια. Πολλές κυρίες μαλώσανε για τα καλά με τους άντρες τους λόγω διαφοράς αντιλήψεων πάνω σ' όλη αυτή την τρομερή υπόθεση κι ήταν φυσικό ύστερ' απ' αυτό πως όλοι αυτοί οι σύζυγοι ήρθαν στην αίθουσα του δικαστηρίου όχι μονάχα με εχθρικά για τον κατηγορούμενο αισθήματα μα ολότελα μανιασμένοι εναντίον του. Και γενικά μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα πως σ' αντίθεση με τις κυρίες όλοι οι άντρες ήταν ενάντια στον κατηγορούμενο. Διακρίνονταν αυστηρά, συνοφρυωμένα πρόσωπα, άλλα μάλιστα εντελώς άγρια κι αυτό στην πλειονότητα. Η αλήθεια είναι πως ο Μίτια είχε προφτάσει να προσβάλει προσωπικά πολλούς απ' αυτούς κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πολιτεία μας. Φυσικά μερικοί απ' το ακροατήριο ήταν σχεδόν εύθυμοι, μάλιστα και εντελώς «διάφοροι για την τύχη του Μίτια μα όχι και για την υπόθεση που δικαζόταν. Όλους τους απασχολούσε η απόφαση κι η πλειονότητα των ανδρών επιθυμούσε την τιμωρία του εγκληματία, εκτός ίσως απ' τους νομικούς, που τους ενδιέφερε όχι η ηθική πλευρά της υπόθεσης μα η, ας την πούμε, σύγχρονη νομική.

Όλους τους τάραξε ο ερχομός του περίφημου Φετιουκόβιτς. Το ταλέντο του ήταν γνωστό παντού και δεν ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε στις επαρχίες για ν' αναλάβει την υπεράσπιση πολύκροτων ποινικών υποθέσεων. Και μετά την υπεράσπισή του τέτοιες υποθέσεις γίνονταν πάντα περίφημες σ' όλη τη Ρωσία και τις θυμόνταν καιρό. Λέγονταν αρκετά ανέκδοτα και για τον εισαγγελέα μας και για τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Διηγόνταν πως ο εισαγγελέας μας έτρεμε να συναντηθεί με τον Φετιουκόβιτς, πως αυτοί οι δυο ήταν από παλιά εχθροί, απ' την Πετρούπολη ακόμα, όταν πρωταρχίζανε την καριέρα τους, πως ο εύθικτος μας Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, που θεωρούσε τον εαυτό του πάντα αδικημένο από κάποιον, ακόμα απ' την Πετρούπολη, επειδή δεν του είχαν αναγνωρίσει το ταλέντο του, αναστήθηκε με την υπόθεση Καραμάζοβ κι ονειροπολούσε μάλιστα ν' αποκαταστήσει μ' αυτή τη δίκη την αποτελματωμένη του φήμη, μα πως τον τρόμαζε μονάχα ο Φετιουκόβιτς. Όμως για τον τρόμο μπροστά στον Φετιουκόβιτς οι κρίσεις δεν ήταν εντελώς δίκαιες. Ο εισαγγελέας μας δεν ήταν από κείνους τους χαρακτήρες που χάνουν το ηθικό τους μπροστά στον κίνδυνο μα απεναντίας από κείνους που το φιλότιμο τους μεγαλώνει και αναπτερώνεται ακριβώς ανάλογα με τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν. Γενικά πρέπει να παρατηρήσουμε πως ο εισαγγελέας μας ήταν υπερβολικά φλογερός και νοσηρά ευαίσθητος. Ήταν υποθέσεις όπου έβαζε όλη την ψυχή του και τις διεξήγαγε έτσι σαν απ' την έκβασή τους να εξαρτιόταν όλη η μοίρα του κι η περιουσία του. Στους νομικούς κύκλους τον κοροϊδεύανε λιγάκι γι' αυτό, γιατί ο εισαγγελέας μ' αυτήν ακριβώς την ιδιότητά του απόκτησε μια κάποια φήμη, όχι τόσο μεγάλη βέβαια, πάντως πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς απ' την ταπεινή του θέση στο δικαστήριό μας. Ιδιαίτερα τον κοροϊδεύανε για το πάθος του για την ψυχολογία. Κατά την γνώμη μου όλοι κάνανε λάθος: ο εισαγγελέας μας, σαν άνθρωπος και χαρακτήρας, μου φαίνεται, ήταν πολύ σοβαρότερος απ' όσο νομίζανε πολλοί. Μα δεν τα κατάφερε να αναδείξει τον εαυτό του αυτός ο αρρωστιάρης άνθρωπος από μιας αρχής κι έτσι δεν κατάφερε κι από κει και πέρα τίποτα περισσότερο.

Όσο για τον πρόεδρο του δικαστηρίου μας, γι' αυτόν μπορεί να πει κανείς μονάχα πως ήταν άνθρωπος μορφωμένος, ανθρωπιστής, που ήξερε πραχτικά τη δουλειά του και με τις πιο σύγχρονες ιδέες. Ήταν αρκετά φιλότιμος μα δε φρόντιζε και πολύ για την καριέρα του. Ο κύριος σκοπός της ζωής του ήταν να 'ναι άνθρωπος πρωτοπόρος. Κοντά σ' αυτό είχε γνωριμίες και περιουσία. Την υπόθεση Καραμάζοβ, όπως αποδείχτηκε αργότερα, την πήρε αρκετά ζεστά μα μονάχα στη γενική της σημασία. Τον ενδιέφερε η περίπτωση, η ταξινόμησή της, την έβλεπε σαν προϊόν των κοινωνικών μας συνθηκών, σα χαρακτηριστικό του ρούσικου στοιχείου κ.τ.λ, κ.τ.λ. Όσο για τον προσωπικό χαρακτήρα της υπόθεσης, την τραγωδία της, καθώς και για τα πρόσωπα της τραγωδίας, αρχίζοντας απ' τον κατηγορούμενο, αυτά τ' αντιμετώπιζε αρκετά αδιάφορα κι απόμακρα, όπως, εδώ που τα λέμε, ίσως κι έπρεπε να κάνει.

Πολύ πριν έρθουν οι δικαστές, η αίθουσα ήταν κατάμεστη από κόσμο. Η αίθουσα αυτή είναι η καλύτερη της πολιτείας, απλόχωρη, ψηλή, ηχερή. Δεξιά απ' τα μέλη του δικαστηρίου, που βρίσκονταν σε κάποιο ανάβαθρο, ήταν ετοιμασμένο ένα τραπέζι και δυο σειρές πολυθρόνες για τους ενόρκους. Στ' αριστερά ήταν το μέρος για τον κατηγορούμενο και το συνήγορό του. Στη μέση της αίθουσας, κοντά στους δικαστές, ήταν ένα τραπέζι με τα «πειστήρια»: η ματωμένη άσπρη μεταξωτή ρομπ-ντε-σαμπρ του Φιόντορ Παύλοβιτς, το μοιραίο μπακιρένιο γουδοχέρι που μ' αυτό υποτίθεται ότι είχε γίνει το έγκλημα, το πουκάμισο του Μίτια με το ματωμένο μανίκι, η ρεντιγκότα με τους λεκέδες το αίμα στη θέση της πίσω τσέπης όπου είχε βάλει τότε το καταματωμένο του μαντίλι, αυτό το ίδιο το μαντίλι, κοκαλωμένο απ' το αίμα, που τώρα είχε εντελώς πια κιτρινίσει, το πιστόλι που ο Μίτια το γέμισε στου Περχότιν για ν' αυτοκτονήσει και που του το πήρε κρυφά ο Τρύφων Μπορίσοβιτς στο Μόκρογιε, ο φάκελος με την επιγραφή όπου ήταν ετοιμασμένες οι τρεις χιλιάδες για τη Γκρούσενκα και η ροζ λεπτή κορδέλα που μ' αυτήν ήταν δεμένος ο φάκελος, και πολλά άλλα αντικείμενα που ούτε μπορώ να τα θυμηθώ. Λίγο μακρύτερα, προς το βάθος της αίθουσας, αρχίζανε οι θέσεις για το κοινό μα μπροστά στο κιγκλίδωμα είχαν βάλει μερικές πολυθρόνες για τους μάρτυρες, εκείνους που είχαν κάνει κιόλας την κατάθεσή τους και θα μένανε στην αίθουσα. Στις δέκα η ώρα μπήκε το δικαστήριο που το αποτελούσαν ο πρόεδρος, ένα μέλος κι ένας επίτιμος ειρηνοδίκης. Εννοείται πως αμέσως μπήκε κι ο εισαγγελέας. Ο πρόεδρος ήταν ένας γεροδεμένος άνθρωπος, πιο κοντός απ' το μέτριο, με πρόσωπο, πλαδαρό, κάπου πενήντα χρονώ, με σκούρα μαλλιά που είχαν αρχίσει ν' ασπρίζουν, κομμένα κοντά, φορούσε μια κόκκινη ταινία —δε θυμάμαι ποιανού παράσημου. Ο εισαγγελέας μού φάνηκε, κι όχι μονάχα σε μένα μα και σ' όλους, κάπως υπερβολικά χλομός, σχεδόν πράσινος- λες κι είχε αδυνατίσει απότομα σε μια νύχτα, για κάποιον άγνωστο λόγο, γιατί μόλις προχτές τον είχα δει εντελώς καλά. Ο πρόεδρος άρχισε με την ερώτηση στο δικαστικό κλητήρα:

«Παρόντες όλοι οι ένορκοι;»...

Βλέπω όμως πως δεν μπορώ να συνεχίσω πια έτσι και για μόνο το λόγο ότι πολλά δεν άκουσα, πολλά μου διέφυγαν, πολλά ξέχασα, άλλα παρέλειψα, μα το κυριότερο, γιατί, όπως το είπα και παραπάνω, αν κάτσω να εξιστορήσω όλα όσα ειπώθηκαν κι έγιναν, τότε κυριολεχτικά δε θα μου φτάσει ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος. Ξέρω μονάχα πως ένορκους, και η μια και η άλλη πλευρά, δηλαδή ο εισαγγελέας κι η υπεράσπιση, δεν είχαν εξαιρέσει πολλούς. Τη σύνθεση των δώδεκα ενόρκων τη θυμήθηκα: τέσσερις δικοί μας δημόσιοι υπάλληλοι, δυο έμποροι και έξι αγρότες και αστοί της πολιτείας μας. Στην κοινωνία μας, θυμάμαι, πολύ πριν απ' τη δίκη ακόμα με αρκετή απορία ρωτούσαν, ιδιαίτερα οι κυρίες:

«Μα μπορεί τάχα μια τέτοια λεπτή, πολύπλοκη και ψυχολογική υπόθεση ν' ανατεθεί στη μοιραία απόφαση κάποιων μικροϋπαλληλίσκων και μάλιστα μουζίκων και τι θα καταλάβει απ' όλ' αυτά ένας υπάλληλος κι ένας μουζίκος;»

Πραγματικά και οι τέσσερις υπάλληλοι που βρέθηκαν ανάμεσα στους ενόρκους ήταν άνθρωποι ασήμαντοι, με μικρούς βαθμούς, ψαρομάλληδες, —ένας μονάχα ήταν κάπως πιο νέος— σχεδόν άγνωστοι στην κοινωνία μας, που φυτοζωούσαν με μικρούς μισθούς και που θα 'χαν ασφαλώς τίποτα γριές γυναίκες που πουθενά δεν μπορείς να τις παρουσιάσεις κι από 'να τσούρμο παιδιά, ίσως μάλιστα ξυπόλυτα. Η μόνη τους διασκέδαση θα 'ταν ασφαλώς να παίζουν χαρτιά και, εννοείται, ποτέ δε θα 'χαν ανοίξει βιβλίο. Οι δυο έμποροι, αν και είχαν σοβαρό ύφος, ήταν κάπως παράξενα σιωπηλοί κι ακίνητοι. Ένας απ' αυτούς ήταν ξυρισμένος και ντυμένος ευρωπαϊκά. Ο άλλος, με γκρίζο γενάκι, είχε στο λαιμό του περασμένο σε μια κόκκινη κορδέλα κάποιο μετάλλιο. Για τους αστούς και τους αγρότες δεν έχει τίποτα να πει κανείς· οι δικοί μας οι αστοί είναι σχεδόν αγρότες, και μάλιστα οργώνουν οι ίδιοι τα χωράφια τους. Δυο απ' αυτούς φορούσαν κι αυτοί ευρωπαϊκά και γι' αυτό ίσως φαίνονταν πιο βρόμικοι και λιγότερο ευπαρουσίαστοι από τους άλλους τέσσερις, έτσι που πραγματικά θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς όπως και γω μόλις τους καλοκοίταξα: «Τι μπορούν να καταλάβουν κάτι τέτοιοι από μια τέτοια υπόθεση;» Παρ' όλ' αυτά τα πρόσωπά τους προκαλούσαν κάποιαν παράξενα επιβλητική και σχεδόν απειλητική εντύπωση· ήταν αυστηρά και συνοφρυωμένα.

Τέλος ο πρόεδρος κήρυξε την έναρξη της δίκης για το φόνο του εν διαθεσιμότητι επιτίμου συμβούλου Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ —δε θυμάμαι ακριβώς πώς εκφράστηκε τότε. Διατάξανε το δικαστικό κλητήρα να φέρει τον κατηγορούμενο και να που παρουσιάστηκε ο Μίτια.

Απόλυτη σιγή απλώθηκε στην αίθουσα· θα μπορούσε κανείς ν' ακούσει το πέταγμα μιας μύγας. Δεν ξέρω τι έγινε με τους άλλους, μα σε μένα η εμφάνιση του Μίτια έκανε την πιο δυσάρεστη εντύπωση. Το σπουδαιότερο ήταν που εμφανίστηκε σαν κανένας κομψευόμενος, με κατακαίνουργη ρεντιγκότα. Έμαθα αργότερα πως είχε παραγγείλει επίτηδες γι' αυτή τη μέρα ένα κουστούμι στη Μόσχα, στο ράφτη του που είχε τα μέτρα του. Φόραγε κατακαίνουργα μαύρα γυαλιστερά γάντια και πουκάμισο πολυτελείας. Πέρασε με τα μεγάλα του βήματα κοιτώντας ίσα μπροστά και κάθισε στη θέση του με το πιο ατάραχο ύφος. Αμέσως μπήκε κι ο συνήγορος, ο διάσημος Φετιουκόβιτς, και κάποια υπόκωφη βουή διέτρεξε την αίθουσα. Ήταν ένας ψηλός, ξερακιανός άνθρωπος, με μακριά, λεπτά πόδια μ' εξαιρετικά μακριά, λεπτά, ωχρά δάχτυλα, με ξυρισμένο πρόσωπο, με κοντά μαλλιά, χτενισμένα απλά, με λεπτά χείλη που στραβώνανε πότε-πότε σε κάτι σα χαμόγελο και ειρωνεία. Θα τον έκανε κανείς σαράντα χρονώ. Το πρόσωπό του θα μπορούσες να το πεις και ευχάριστο, αν δεν ήταν τα μάτια του, κι όχι γιατί ήταν μικρά κι ανέκφραστα, μα γιατί ήταν τόσο κοντά το 'να στ' άλλο, πράμα που σπάνια συμβαίνει, τόσο που τα χώριζε μονάχα το λεπτό κοκαλάκι της λεπτής μακριάς μύτης του. Με δυο λόγια, αυτή η φυσιογνωμία είχε κάτι το έντονα πουλίσιο, πράμα που έκανε εντύπωση. Φορούσε φράκο κι άσπρη γραβάτα. Θυμάμαι τις πρώτες ερωτήσεις του προέδρου στο Μίτια, δηλαδή για το όνομα, τον τίτλο κ.τ.λ. Ο Μίτια απάντησε απότομα, μα κάπως αναπάντεχα δυνατά, τόσο που ο πρόεδρος έκανε μια κίνηση έκπληξης και τον κοίταξε μ' απορία. Ύστερα διαβάστηκε ο κατάλογος των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων. Ο κατάλογος ήταν μακρύς. Τέσσερις απ' τους μάρτυρες δεν παρουσιάστηκαν. Ο Μιούσοβ που βρισκόταν τώρα στο Παρίσι μα που η κατάθεσή του υπήρχε στο φάκελο της προανάκρισης, η κυρία Χοχλάκοβα κι ο τσιφλικάς Μαξίμοβ λόγω ασθενείας κι ο Σμερντιακόβ λόγω αιφνίδιου θανάτου επιβεβαιωμένου από ένα πιστοποιητικό της αστυνομίας. Η είδηση για τον Σμερντιακόβ προκάλεσε ψίθυρους και γενική συγκίνηση στην αίθουσα. Βέβαια πολλοί απ' το ακροατήριο δεν ξέρανε ακόμα γι' αυτό το αναπάντεχο επεισόδιο της αυτοκτονίας. Μα κείνο που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η απρόσμενη παρέμβαση του Μίτια. Μόλις ανάγγειλαν για τον Σμερντιακόβ, ξεφώνισε απ' τη θέση του:

—Στο σκυλί, σκυλίσιος θάνατος!

Θυμάμαι πως όρμησε προς το μέρος του ο συνήγορός του και πως ο πρόεδρος στράφηκε σ' αυτόν απειλώντας να πάρει αυστηρά μέτρα αν επαναληφθεί κάτι παρόμοιο. Ο Μίτια κουνώντας το κεφάλι, μα σα να μη μετάνιωνε καθόλου, επανέλαβε αρκετές φορές χαμηλόφωνα στο συνήγορό του:

—Δε θα το ξανακάνω, δε θα το ξανακάνω! Μου ξέφυγε! Δε θα το ξανακάνω πια!

Και φυσικά αυτό το μικρό επεισόδιο δεν ήταν προς όφελος του στα μάτια του κοινού και των ενόρκων. Φανερωνόταν έτσι ο χαρακτήρας του. Κάτω απ' αυτήν ακριβώς την εντύπωση διαβάστηκε απ' το γραμματέα το κατηγορητήριο.

Ήταν αρκετά σύντομο, μα περιεκτικό. Περιελάμβανε μονάχα τους κυριότερους λόγους, γιατί κατηγορείται ο τάδε, γιατί έπρεπε να τον δικάσουν κ.τ.λ. Παρ' όλ' αυτά μου 'κανε μεγάλη εντύπωση. Ο γραμματέας το διάβασε καθαρά, δυνατά, τονίζοντας κάθε λέξη. Όλη αυτή η τραγωδία σα να παρουσιάστηκε ξανά μπροστά σ' όλους ανάγλυφη, συμπυκνωμένη, φωτισμένη με μοιραίο, ανελέητο φως. Θυμάμαι πως αμέσως μετά την ανάγνωση ο πρόεδρος ρώτησε με δυνατή κι επιβλητική φωνή τον Μίτια:

—Κατηγορούμενε, παραδέχεστε την ενοχή σας;

Ο Μίτια σηκώθηκε απότομα απ' τη θέση του:

—Παραδέχομαι τον εαυτό μου ένοχο μέθης και διαφθοράς, αναφώνησε αυτός και πάλι με μιαν αναπάντεχη, σχεδόν παράφορη φωνή, οκνηρίας και ακολασίας. Ήθελα να γίνω για πάντα τίμιος άνθρωπος ακριβώς κείνη τη στιγμή που με χτύπησε η Μοίρα! Μα για το θάνατο του γέρου, του εχθρού και πατέρα μου, δεν είμαι ένοχος! Ούτε για τη ληστεία του είμαι, μα κι ούτε μπορώ να 'μαι: Ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ είναι παλιάνθρωπος μα όχι κλέφτης!

Αφού τα φώναξε όλ' αυτά ξανακάθισε στη θέση του τρέμοντας ολόκληρος. Ο πρόεδρος τού σύστησε πάλι σύντομα μα αυστηρά ν' απαντάει μονάχα στις ερωτήσεις και να μην παρασύρεται σε ξένες και παράφορες αναφωνήσεις. Ύστερ' απ' αυτό διέταξε ν' αρχίσει η διαδικασία. Φέρανε όλους τους μάρτυρες για τον όρκο. Εκεί τότε τους είδα για πρώτη φορά όλους μαζί. Στους αδερφούς του κατηγορουμένου επέτρεψαν να καταθέσουν δίχως να ορκιστούν. Μετά τη σχετική νουθεσία του ιερέα και του προέδρου, οι μάρτυρες αποχώρισαν και τους βάλανε να καθίσουν, όσο ήταν δυνατό, χωριστά. Ύστερα άρχισαν να τους καλούν έναν- έναν.


12. ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΛΑΝΗ: I. Η μοιραία ημέρα 12. LEGAL PLAN: I. The fateful day 12. PLAN JURIDIQUE : I. Le jour fatidique

Την άλλη μέρα, μετά τα γεγονότα που διηγήθηκα, στις δέκα το πρωί, άρχισε η δίκη του Ντιμήτρι Καραμάζοβ στο Κακουργιοδικείο της περιφερείας μας. Το λέω από τώρα κι επιμένω σ' αυτό: Δε θεωρώ καθόλου ικανό τον εαυτό μου να μεταδώσω όλα κείνα που έγιναν στη δίκη κι όχι μονάχα στο ζήτημα της πληρότητας μα και στο ζήτημα της αλληλουχίας. Όλο μου φαίνεται πως αν μπορούσε κανείς να τα θυμηθεί όλα, και να τα εξηγήσει όλα όπως πρέπει, θα χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο και μάλιστα ογκωδέστατο. Γι' αυτό ας μη με κατηγορήσουν που περιγράφω μονάχα κείνα που μείνανε στη μνήμη μου. Μπορεί να πήρα τα δευτερεύοντα σαν τα πιο ουσιώδη, ίσως να παράλειψα τα πιο χαρακτηριστικά... Μα, εδώ που τα λέμε, βλέπω πως καλύτερα να μη ζητάω συγνώμη. Θα κάνω ό,τι μπορώ κι οι αναγνώστες θα καταλάβουν και μόνοι τους πως έκανα ό,τι μου ήταν δυνατό.

Και πρώτα-πρώτα, προτού να μπούμε στην αίθουσα του δικαστηρίου, θ' αναφέρω κάτι που κείνη την ημέρα μ' εξέπληξε ιδιαίτερα. Άλλωστε δεν εξέπληξε μονάχα εμένα, μα, όπως αποδείχτηκε αργότερα, η έκπληξη ήταν γενική: Όλοι ξέρανε πως η υπόθεση αυτή είχε κινήσει το ενδιαφέρον πάρα πολλών, πως όλοι φλέγονταν από ανυπομονησία πότε ν' αρχίσει η δίκη, πως στους κοσμικούς μας κύκλους λέγανε πολλά, κάνανε υποθέσεις, αναφωνούσαν, ονειροπολούσαν δυο ολάκερους μήνες τώρα. Όλοι ξέρανε επίσης πως αυτή η υπόθεση είχε γίνει ξακουστή σ' όλη τη Ρωσία μα και πάλι κανείς δε φανταζόταν πως θα μπορούσε να προκαλέσει τόσο βαθιά αναστάτωση όχι μονάχα στην πολιτεία μας μα και παντού, όπως αποδείχτηκε στη δίκη κείνη τη μέρα. Κείνη τη μέρα έφτασαν επισκέπτες όχι μονάχα απ' την πρωτεύουσα του νομού μας μα κι από μερικές άλλες πόλεις της Ρωσίας και τέλος απ' τη Μόσχα και την Πετρούπολη ακόμα. Ήρθανε νομικοί, ήρθανε μάλιστα μερικά σπουδαία, πρόσωπα, και πολλές κυρίες. Όλες οι άδειες εισόδου γίνανε ανάρπαστες. Για τα εξέχοντα πρόσωπα και τους γνωστούς επισκέπτες —τους άντρες— είχαν τοποθετήσει καρέκλες πίσω απ' την έδρα των δικαστών. Εκεί εμφανίστηκε μια ολάκερη σειρά καρέκλες όπου κάθονταν διάφορες προσωπικότητες, πράμα που ποτέ ως τα τώρα δεν είχε επιτραπεί. Πάρα πολλές ήταν οι κυρίες, δικές μας και ξένες, νομίζω μάλιστα πως δεν ήταν λιγότερες απ' το μισό κοινό. Μονάχα οι νομικοί που ήρθαν από παντού ήταν τόσοι πολλοί που δεν ξέρανε πού να τους βολέψουν επειδή όλες οι άδειες εισόδου είχαν προ πολλού εξαντληθεί, ύστερ' από αιτήσεις, παρακλήσεις, ακόμα και ικεσίες. Είδα κι ο ίδιος με τα μάτια μου πως στο βάθος της αίθουσας είχαν φτιάξει ένα πρόχειρο χώρισμα, όπου βάλανε όλους τους ξένους νομικούς κι αυτοί θεωρήσανε ευτυχισμένο τον εαυτό τους που μπορούσαν να μείνουν, έστω κι όρθιοι, εκεί, γιατί τις καρέκλες τις είχαν αφαιρέσει για να κερδίσουν χώρο κι όλο το πλήθος έμενε όρθιο σ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ώμο με ώμο, σε μια πυκνή μάζα. Μερικές απ' τις κυρίες, ιδιαίτερα απ' τις ξένες, εμφανίστηκαν στην απάνω γαλαρία εξαιρετικά τουαλεταρισμένες μα οι περισσότερες είχαν ξεχάσει και τα λούσα ακόμα. Στα πρόσωπά τους διάβαζε κανείς μιαν υστερική, άπληστη, νοσηρή σχεδόν περιέργεια. Μια απ' τις πιο χαρακτηριστικές ιδιομορφίες όλης αυτής της κοινωνίας που μαζεύτηκε και που είναι απαραίτητο να τη σημειώσουμε, ήταν το ότι, όπως και επιβεβαιώθηκε αργότερα από πολλές παρατηρήσεις, σχεδόν όλες οι κυρίες, τουλάχιστο στη συντριπτική πλειοψηφία τους, ήταν με το μέρος του Μίτια κι ήθελαν την αθώωσή του. Ίσως γιατί είχε αποκτήσει τη φήμη καρδιοκαταχτητή. Ξέρανε πως θα εμφανιστούν δυο γυναίκες αντίζηλες. Η μια από αυτές, δηλαδή η Κατερίνα Ιβάνοβνα, προκαλούσε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον όλων. Γι' αυτήν λέγονταν πολλά και διάφορα. Λέγανε για το πάθος της για το Μίτια, παρ' όλο μάλιστα το έγκλημά του, καθώς και καταπληχτικά ανέκδοτα. Μιλούσαν ιδιαίτερα για την υπεροψία της (σχεδόν σε κανέναν δεν έκανε επίσκεψη στην πολιτεία μας) «για τις αριστοκρατικές της σχέσεις». Λέγανε πως είχε σκοπό να παρακαλέσει την κυβέρνηση να της επιτρέψουν ν' ακολουθήσει το δολοφόνο στο κάτεργο και να τον στεφανωθεί κάπου σε κανένα ορυχείο, κάτω απ' τη γη. Με την ίδια ανυπομονησία περιμένανε και την εμφάνιση της Γκρούσενκας, της αντίζηλης της Κατερίνας Ιβάνοβνας. Με οδυνηρή περιέργεια περιμένανε τη συνάντηση μπροστά στο δικαστήριο των δυο αντιζήλων — της περήφανης αριστοκρατικής κοπέλας και της «εταίρας». Η Γκρούσενκα, εδώ που τα λέμε, ήταν πιο γνωστή στις κυρίες μας παρά η Κατερίνη Ιβάνοβνα. Αυτήν «που κατάστρεψε το Φιόντορ Παύλοβιτς και το δύστυχο γιο του» την είχαν δει οι κυρίες μας και πρώτα, κι όλες, σχεδόν ως την τελευταία, απορούσανε πώς μπόρεσαν πατέρας και γιος να ερωτευτούν αυτή την «εντελώς συνηθισμένη και καθόλου όμορφη μάλιστα Ρωσίδα αστή». Με δυο λόγια τα κουτσομπολιά δίναν και παίρναν. Μου είναι προσωπικά γνωστό πως στην πολιτεία μας γίνανε μερικοί σοβαροί οικογενειακοί καυγάδες εξαιτίας του Μίτια. Πολλές κυρίες μαλώσανε για τα καλά με τους άντρες τους λόγω διαφοράς αντιλήψεων πάνω σ' όλη αυτή την τρομερή υπόθεση κι ήταν φυσικό ύστερ' απ' αυτό πως όλοι αυτοί οι σύζυγοι ήρθαν στην αίθουσα του δικαστηρίου όχι μονάχα με εχθρικά για τον κατηγορούμενο αισθήματα μα ολότελα μανιασμένοι εναντίον του. Και γενικά μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα πως σ' αντίθεση με τις κυρίες όλοι οι άντρες ήταν ενάντια στον κατηγορούμενο. Διακρίνονταν αυστηρά, συνοφρυωμένα πρόσωπα, άλλα μάλιστα εντελώς άγρια κι αυτό στην πλειονότητα. Η αλήθεια είναι πως ο Μίτια είχε προφτάσει να προσβάλει προσωπικά πολλούς απ' αυτούς κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πολιτεία μας. Φυσικά μερικοί απ' το ακροατήριο ήταν σχεδόν εύθυμοι, μάλιστα και εντελώς «διάφοροι για την τύχη του Μίτια μα όχι και για την υπόθεση που δικαζόταν. Όλους τους απασχολούσε η απόφαση κι η πλειονότητα των ανδρών επιθυμούσε την τιμωρία του εγκληματία, εκτός ίσως απ' τους νομικούς, που τους ενδιέφερε όχι η ηθική πλευρά της υπόθεσης μα η, ας την πούμε, σύγχρονη νομική.

Όλους τους τάραξε ο ερχομός του περίφημου Φετιουκόβιτς. Το ταλέντο του ήταν γνωστό παντού και δεν ήταν η πρώτη φορά που πήγαινε στις επαρχίες για ν' αναλάβει την υπεράσπιση πολύκροτων ποινικών υποθέσεων. Και μετά την υπεράσπισή του τέτοιες υποθέσεις γίνονταν πάντα περίφημες σ' όλη τη Ρωσία και τις θυμόνταν καιρό. Λέγονταν αρκετά ανέκδοτα και για τον εισαγγελέα μας και για τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Διηγόνταν πως ο εισαγγελέας μας έτρεμε να συναντηθεί με τον Φετιουκόβιτς, πως αυτοί οι δυο ήταν από παλιά εχθροί, απ' την Πετρούπολη ακόμα, όταν πρωταρχίζανε την καριέρα τους, πως ο εύθικτος μας Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, που θεωρούσε τον εαυτό του πάντα αδικημένο από κάποιον, ακόμα απ' την Πετρούπολη, επειδή δεν του είχαν αναγνωρίσει το ταλέντο του, αναστήθηκε με την υπόθεση Καραμάζοβ κι ονειροπολούσε μάλιστα ν' αποκαταστήσει μ' αυτή τη δίκη την αποτελματωμένη του φήμη, μα πως τον τρόμαζε μονάχα ο Φετιουκόβιτς. Όμως για τον τρόμο μπροστά στον Φετιουκόβιτς οι κρίσεις δεν ήταν εντελώς δίκαιες. Ο εισαγγελέας μας δεν ήταν από κείνους τους χαρακτήρες που χάνουν το ηθικό τους μπροστά στον κίνδυνο μα απεναντίας από κείνους που το φιλότιμο τους μεγαλώνει και αναπτερώνεται ακριβώς ανάλογα με τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν. Γενικά πρέπει να παρατηρήσουμε πως ο εισαγγελέας μας ήταν υπερβολικά φλογερός και νοσηρά ευαίσθητος. Ήταν υποθέσεις όπου έβαζε όλη την ψυχή του και τις διεξήγαγε έτσι σαν απ' την έκβασή τους να εξαρτιόταν όλη η μοίρα του κι η περιουσία του. Στους νομικούς κύκλους τον κοροϊδεύανε λιγάκι γι' αυτό, γιατί ο εισαγγελέας μ' αυτήν ακριβώς την ιδιότητά του απόκτησε μια κάποια φήμη, όχι τόσο μεγάλη βέβαια, πάντως πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς απ' την ταπεινή του θέση στο δικαστήριό μας. Ιδιαίτερα τον κοροϊδεύανε για το πάθος του για την ψυχολογία. Κατά την γνώμη μου όλοι κάνανε λάθος: ο εισαγγελέας μας, σαν άνθρωπος και χαρακτήρας, μου φαίνεται, ήταν πολύ σοβαρότερος απ' όσο νομίζανε πολλοί. Μα δεν τα κατάφερε να αναδείξει τον εαυτό του αυτός ο αρρωστιάρης άνθρωπος από μιας αρχής κι έτσι δεν κατάφερε κι από κει και πέρα τίποτα περισσότερο.

Όσο για τον πρόεδρο του δικαστηρίου μας, γι' αυτόν μπορεί να πει κανείς μονάχα πως ήταν άνθρωπος μορφωμένος, ανθρωπιστής, που ήξερε πραχτικά τη δουλειά του και με τις πιο σύγχρονες ιδέες. Ήταν αρκετά φιλότιμος μα δε φρόντιζε και πολύ για την καριέρα του. Ο κύριος σκοπός της ζωής του ήταν να 'ναι άνθρωπος πρωτοπόρος. Κοντά σ' αυτό είχε γνωριμίες και περιουσία. Την υπόθεση Καραμάζοβ, όπως αποδείχτηκε αργότερα, την πήρε αρκετά ζεστά μα μονάχα στη γενική της σημασία. Τον ενδιέφερε η περίπτωση, η ταξινόμησή της, την έβλεπε σαν προϊόν των κοινωνικών μας συνθηκών, σα χαρακτηριστικό του ρούσικου στοιχείου κ.τ.λ, κ.τ.λ. Όσο για τον προσωπικό χαρακτήρα της υπόθεσης, την τραγωδία της, καθώς και για τα πρόσωπα της τραγωδίας, αρχίζοντας απ' τον κατηγορούμενο, αυτά τ' αντιμετώπιζε αρκετά αδιάφορα κι απόμακρα, όπως, εδώ που τα λέμε, ίσως κι έπρεπε να κάνει.

Πολύ πριν έρθουν οι δικαστές, η αίθουσα ήταν κατάμεστη από κόσμο. Η αίθουσα αυτή είναι η καλύτερη της πολιτείας, απλόχωρη, ψηλή, ηχερή. Δεξιά απ' τα μέλη του δικαστηρίου, που βρίσκονταν σε κάποιο ανάβαθρο, ήταν ετοιμασμένο ένα τραπέζι και δυο σειρές πολυθρόνες για τους ενόρκους. Στ' αριστερά ήταν το μέρος για τον κατηγορούμενο και το συνήγορό του. Στη μέση της αίθουσας, κοντά στους δικαστές, ήταν ένα τραπέζι με τα «πειστήρια»: η ματωμένη άσπρη μεταξωτή ρομπ-ντε-σαμπρ του Φιόντορ Παύλοβιτς, το μοιραίο μπακιρένιο γουδοχέρι που μ' αυτό υποτίθεται ότι είχε γίνει το έγκλημα, το πουκάμισο του Μίτια με το ματωμένο μανίκι, η ρεντιγκότα με τους λεκέδες το αίμα στη θέση της πίσω τσέπης όπου είχε βάλει τότε το καταματωμένο του μαντίλι, αυτό το ίδιο το μαντίλι, κοκαλωμένο απ' το αίμα, που τώρα είχε εντελώς πια κιτρινίσει, το πιστόλι που ο Μίτια το γέμισε στου Περχότιν για ν' αυτοκτονήσει και που του το πήρε κρυφά ο Τρύφων Μπορίσοβιτς στο Μόκρογιε, ο φάκελος με την επιγραφή όπου ήταν ετοιμασμένες οι τρεις χιλιάδες για τη Γκρούσενκα και η ροζ λεπτή κορδέλα που μ' αυτήν ήταν δεμένος ο φάκελος, και πολλά άλλα αντικείμενα που ούτε μπορώ να τα θυμηθώ. Λίγο μακρύτερα, προς το βάθος της αίθουσας, αρχίζανε οι θέσεις για το κοινό μα μπροστά στο κιγκλίδωμα είχαν βάλει μερικές πολυθρόνες για τους μάρτυρες, εκείνους που είχαν κάνει κιόλας την κατάθεσή τους και θα μένανε στην αίθουσα. Στις δέκα η ώρα μπήκε το δικαστήριο που το αποτελούσαν ο πρόεδρος, ένα μέλος κι ένας επίτιμος ειρηνοδίκης. Εννοείται πως αμέσως μπήκε κι ο εισαγγελέας. Ο πρόεδρος ήταν ένας γεροδεμένος άνθρωπος, πιο κοντός απ' το μέτριο, με πρόσωπο, πλαδαρό, κάπου πενήντα χρονώ, με σκούρα μαλλιά που είχαν αρχίσει ν' ασπρίζουν, κομμένα κοντά, φορούσε μια κόκκινη ταινία —δε θυμάμαι ποιανού παράσημου. Ο εισαγγελέας μού φάνηκε, κι όχι μονάχα σε μένα μα και σ' όλους, κάπως υπερβολικά χλομός, σχεδόν πράσινος- λες κι είχε αδυνατίσει απότομα σε μια νύχτα, για κάποιον άγνωστο λόγο, γιατί μόλις προχτές τον είχα δει εντελώς καλά. Ο πρόεδρος άρχισε με την ερώτηση στο δικαστικό κλητήρα:

«Παρόντες όλοι οι ένορκοι;»...

Βλέπω όμως πως δεν μπορώ να συνεχίσω πια έτσι και για μόνο το λόγο ότι πολλά δεν άκουσα, πολλά μου διέφυγαν, πολλά ξέχασα, άλλα παρέλειψα, μα το κυριότερο, γιατί, όπως το είπα και παραπάνω, αν κάτσω να εξιστορήσω όλα όσα ειπώθηκαν κι έγιναν, τότε κυριολεχτικά δε θα μου φτάσει ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος. Ξέρω μονάχα πως ένορκους, και η μια και η άλλη πλευρά, δηλαδή ο εισαγγελέας κι η υπεράσπιση, δεν είχαν εξαιρέσει πολλούς. Τη σύνθεση των δώδεκα ενόρκων τη θυμήθηκα: τέσσερις δικοί μας δημόσιοι υπάλληλοι, δυο έμποροι και έξι αγρότες και αστοί της πολιτείας μας. Στην κοινωνία μας, θυμάμαι, πολύ πριν απ' τη δίκη ακόμα με αρκετή απορία ρωτούσαν, ιδιαίτερα οι κυρίες:

«Μα μπορεί τάχα μια τέτοια λεπτή, πολύπλοκη και ψυχολογική υπόθεση ν' ανατεθεί στη μοιραία απόφαση κάποιων μικροϋπαλληλίσκων και μάλιστα μουζίκων και τι θα καταλάβει απ' όλ' αυτά ένας υπάλληλος κι ένας μουζίκος;»

Πραγματικά και οι τέσσερις υπάλληλοι που βρέθηκαν ανάμεσα στους ενόρκους ήταν άνθρωποι ασήμαντοι, με μικρούς βαθμούς, ψαρομάλληδες, —ένας μονάχα ήταν κάπως πιο νέος— σχεδόν άγνωστοι στην κοινωνία μας, που φυτοζωούσαν με μικρούς μισθούς και που θα 'χαν ασφαλώς τίποτα γριές γυναίκες που πουθενά δεν μπορείς να τις παρουσιάσεις κι από 'να τσούρμο παιδιά, ίσως μάλιστα ξυπόλυτα. Η μόνη τους διασκέδαση θα 'ταν ασφαλώς να παίζουν χαρτιά και, εννοείται, ποτέ δε θα 'χαν ανοίξει βιβλίο. Οι δυο έμποροι, αν και είχαν σοβαρό ύφος, ήταν κάπως παράξενα σιωπηλοί κι ακίνητοι. Ένας απ' αυτούς ήταν ξυρισμένος και ντυμένος ευρωπαϊκά. Ο άλλος, με γκρίζο γενάκι, είχε στο λαιμό του περασμένο σε μια κόκκινη κορδέλα κάποιο μετάλλιο. Για τους αστούς και τους αγρότες δεν έχει τίποτα να πει κανείς· οι δικοί μας οι αστοί είναι σχεδόν αγρότες, και μάλιστα οργώνουν οι ίδιοι τα χωράφια τους. Δυο απ' αυτούς φορούσαν κι αυτοί ευρωπαϊκά και γι' αυτό ίσως φαίνονταν πιο βρόμικοι και λιγότερο ευπαρουσίαστοι από τους άλλους τέσσερις, έτσι που πραγματικά θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς όπως και γω μόλις τους καλοκοίταξα: «Τι μπορούν να καταλάβουν κάτι τέτοιοι από μια τέτοια υπόθεση;» Παρ' όλ' αυτά τα πρόσωπά τους προκαλούσαν κάποιαν παράξενα επιβλητική και σχεδόν απειλητική εντύπωση· ήταν αυστηρά και συνοφρυωμένα.

Τέλος ο πρόεδρος κήρυξε την έναρξη της δίκης για το φόνο του εν διαθεσιμότητι επιτίμου συμβούλου Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ —δε θυμάμαι ακριβώς πώς εκφράστηκε τότε. Διατάξανε το δικαστικό κλητήρα να φέρει τον κατηγορούμενο και να που παρουσιάστηκε ο Μίτια.

Απόλυτη σιγή απλώθηκε στην αίθουσα· θα μπορούσε κανείς ν' ακούσει το πέταγμα μιας μύγας. Δεν ξέρω τι έγινε με τους άλλους, μα σε μένα η εμφάνιση του Μίτια έκανε την πιο δυσάρεστη εντύπωση. Το σπουδαιότερο ήταν που εμφανίστηκε σαν κανένας κομψευόμενος, με κατακαίνουργη ρεντιγκότα. Έμαθα αργότερα πως είχε παραγγείλει επίτηδες γι' αυτή τη μέρα ένα κουστούμι στη Μόσχα, στο ράφτη του που είχε τα μέτρα του. Φόραγε κατακαίνουργα μαύρα γυαλιστερά γάντια και πουκάμισο πολυτελείας. Πέρασε με τα μεγάλα του βήματα κοιτώντας ίσα μπροστά και κάθισε στη θέση του με το πιο ατάραχο ύφος. Αμέσως μπήκε κι ο συνήγορος, ο διάσημος Φετιουκόβιτς, και κάποια υπόκωφη βουή διέτρεξε την αίθουσα. Ήταν ένας ψηλός, ξερακιανός άνθρωπος, με μακριά, λεπτά πόδια μ' εξαιρετικά μακριά, λεπτά, ωχρά δάχτυλα, με ξυρισμένο πρόσωπο, με κοντά μαλλιά, χτενισμένα απλά, με λεπτά χείλη που στραβώνανε πότε-πότε σε κάτι σα χαμόγελο και ειρωνεία. Θα τον έκανε κανείς σαράντα χρονώ. Το πρόσωπό του θα μπορούσες να το πεις και ευχάριστο, αν δεν ήταν τα μάτια του, κι όχι γιατί ήταν μικρά κι ανέκφραστα, μα γιατί ήταν τόσο κοντά το 'να στ' άλλο, πράμα που σπάνια συμβαίνει, τόσο που τα χώριζε μονάχα το λεπτό κοκαλάκι της λεπτής μακριάς μύτης του. Με δυο λόγια, αυτή η φυσιογνωμία είχε κάτι το έντονα πουλίσιο, πράμα που έκανε εντύπωση. Φορούσε φράκο κι άσπρη γραβάτα. Θυμάμαι τις πρώτες ερωτήσεις του προέδρου στο Μίτια, δηλαδή για το όνομα, τον τίτλο κ.τ.λ. Ο Μίτια απάντησε απότομα, μα κάπως αναπάντεχα δυνατά, τόσο που ο πρόεδρος έκανε μια κίνηση έκπληξης και τον κοίταξε μ' απορία. Ύστερα διαβάστηκε ο κατάλογος των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων. Ο κατάλογος ήταν μακρύς. Τέσσερις απ' τους μάρτυρες δεν παρουσιάστηκαν. Ο Μιούσοβ που βρισκόταν τώρα στο Παρίσι μα που η κατάθεσή του υπήρχε στο φάκελο της προανάκρισης, η κυρία Χοχλάκοβα κι ο τσιφλικάς Μαξίμοβ λόγω ασθενείας κι ο Σμερντιακόβ λόγω αιφνίδιου θανάτου επιβεβαιωμένου από ένα πιστοποιητικό της αστυνομίας. Η είδηση για τον Σμερντιακόβ προκάλεσε ψίθυρους και γενική συγκίνηση στην αίθουσα. Βέβαια πολλοί απ' το ακροατήριο δεν ξέρανε ακόμα γι' αυτό το αναπάντεχο επεισόδιο της αυτοκτονίας. Μα κείνο που έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η απρόσμενη παρέμβαση του Μίτια. Μόλις ανάγγειλαν για τον Σμερντιακόβ, ξεφώνισε απ' τη θέση του:

—Στο σκυλί, σκυλίσιος θάνατος!

Θυμάμαι πως όρμησε προς το μέρος του ο συνήγορός του και πως ο πρόεδρος στράφηκε σ' αυτόν απειλώντας να πάρει αυστηρά μέτρα αν επαναληφθεί κάτι παρόμοιο. Ο Μίτια κουνώντας το κεφάλι, μα σα να μη μετάνιωνε καθόλου, επανέλαβε αρκετές φορές χαμηλόφωνα στο συνήγορό του:

—Δε θα το ξανακάνω, δε θα το ξανακάνω! Μου ξέφυγε! Δε θα το ξανακάνω πια!

Και φυσικά αυτό το μικρό επεισόδιο δεν ήταν προς όφελος του στα μάτια του κοινού και των ενόρκων. Φανερωνόταν έτσι ο χαρακτήρας του. Κάτω απ' αυτήν ακριβώς την εντύπωση διαβάστηκε απ' το γραμματέα το κατηγορητήριο.

Ήταν αρκετά σύντομο, μα περιεκτικό. Περιελάμβανε μονάχα τους κυριότερους λόγους, γιατί κατηγορείται ο τάδε, γιατί έπρεπε να τον δικάσουν κ.τ.λ. Παρ' όλ' αυτά μου 'κανε μεγάλη εντύπωση. Ο γραμματέας το διάβασε καθαρά, δυνατά, τονίζοντας κάθε λέξη. Όλη αυτή η τραγωδία σα να παρουσιάστηκε ξανά μπροστά σ' όλους ανάγλυφη, συμπυκνωμένη, φωτισμένη με μοιραίο, ανελέητο φως. Θυμάμαι πως αμέσως μετά την ανάγνωση ο πρόεδρος ρώτησε με δυνατή κι επιβλητική φωνή τον Μίτια:

—Κατηγορούμενε, παραδέχεστε την ενοχή σας;

Ο Μίτια σηκώθηκε απότομα απ' τη θέση του:

—Παραδέχομαι τον εαυτό μου ένοχο μέθης και διαφθοράς, αναφώνησε αυτός και πάλι με μιαν αναπάντεχη, σχεδόν παράφορη φωνή, οκνηρίας και ακολασίας. Ήθελα να γίνω για πάντα τίμιος άνθρωπος ακριβώς κείνη τη στιγμή που με χτύπησε η Μοίρα! Μα για το θάνατο του γέρου, του εχθρού και πατέρα μου, δεν είμαι ένοχος! Ούτε για τη ληστεία του είμαι, μα κι ούτε μπορώ να 'μαι: Ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ είναι παλιάνθρωπος μα όχι κλέφτης!

Αφού τα φώναξε όλ' αυτά ξανακάθισε στη θέση του τρέμοντας ολόκληρος. Ο πρόεδρος τού σύστησε πάλι σύντομα μα αυστηρά ν' απαντάει μονάχα στις ερωτήσεις και να μην παρασύρεται σε ξένες και παράφορες αναφωνήσεις. Ύστερ' απ' αυτό διέταξε ν' αρχίσει η διαδικασία. Φέρανε όλους τους μάρτυρες για τον όρκο. Εκεί τότε τους είδα για πρώτη φορά όλους μαζί. Στους αδερφούς του κατηγορουμένου επέτρεψαν να καταθέσουν δίχως να ορκιστούν. Μετά τη σχετική νουθεσία του ιερέα και του προέδρου, οι μάρτυρες αποχώρισαν και τους βάλανε να καθίσουν, όσο ήταν δυνατό, χωριστά. Ύστερα άρχισαν να τους καλούν έναν- έναν.