×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 11. X. «Το ’πε εκείνος!»

11. X. «Το ’πε εκείνος!»

Ο Αλιόσα μπαίνοντας μέσα είπε στον Ιβάν Φιοντόροβιτς πως εδώ και μιαν ώρα ήρθε τρέχοντας σπίτι του η Μάρια Κοντράτιεβνα και του ανακοίνωσε πως ο Σμερντιακόβ αυτοκτόνησε.

«Μπαίνω μέσα στο δωμάτιό του να πάρω το σαμοβάρι κι αυτός κρέμεται κοντά στον τοίχο σ' ένα καρφί».

Όταν ο Αλιόσα ρώτησε: «Το 'πες στην αστυνομία;» εκείνη απάντησε πως πουθενά δεν το ανακοίνωσε μα πως «όρμησα ίσα σε σας και σ' όλο το δρόμο έτρεχα».

Ήταν σαν παλαβή, έλεγε ο Αλιόσα, κι έτρεμε σα φύλλο. Όταν ο Αλιόσα έτρεξε μαζί της στην ίζμπα της, βρήκε τον Σμερντιακόβ να κρέμεται ακόμα. Στο τραπέζι βρισκόταν ένα σημείωμα:

«Καταστρέφω τη ζωή μου θεληματικά και χωρίς καμιά πίεση, για να μην κατηγορήσετε κανέναν».

Ο Αλιόσα άφησε αυτό το σημείωμα στη θέση του και πήγε κατευθείαν στο διοικητή. Εκεί τα είπε όλα κι ύστερα «ήρθα κατευθείαν εδώ», τέλειωσε ο Αλιόσα κοιτάζοντας επίμονα τον Ιβάν. Κι όσο διηγότανε, δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του, σα να του 'κανε μεγάλη εντύπωση η έκφραση του προσώπου του.

—Αδερφέ, αναφώνησε ξαφνικά, φαίνεσαι στ' αλήθεια τρομερά άρρωστος! Με κοιτάς και σαν να μην καταλαβαίνεις τι σου λέω.

—Καλά 'κανες κι ήρθες, πρόφερε σκεφτικά ο Ιβάν και σα μα μην είχε ακούσει καθόλου την αναφώνηση του Αλιόσα. Το 'ξερα εγώ πως κρεμάστηκε.

—Από ποιον;

—Δεν ξέρω από ποιον. Μα το 'ξερα. Το 'ξερα τάχα; Ναι, μου το 'πε εκείνος. Μόλις τώρα μου το 'λεγε...

Ο Ιβάν στεκόταν στη μέση του δωματίου και μιλούσε με το ίδιο απορροφημένο ύφος κοιτάζοντας χάμω.

—Ποιος εκείνος; ρώτησε ο Αλιόσα και κοίταξε άθελά του γύρω του.

—Το 'σκασε.

Ο Ιβάν σήκωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε αχνά.

—Εσένα φοβήθηκε, εσένα, το αθώο περιστέρι. Είσαι «αγνός σαν χερουβείμ». Ο Ντιμήτρι σε λέει χερουβείμ. Χερουβείμ... Ο βροντερός δοξαστικός ύμνος των σεραφείμ! Τι είναι τα σεραφείμ; Μπορεί ένας ολόκληρος αστερισμός. Μα μπορεί όλος ο αστερισμός να μην είναι παρά ένα χημικό μόριο... υπάρχει αστερισμός Λέοντος και Ηλίου, ξέρεις;

—Αδερφέ, κάτσε! πρόφερε φοβισμένος ο Αλιόσα. Κάτσε, για όνομα του Θεού, στο ντιβάνι. Παραμιλάς, ξάπλωσε στο μαξιλάρι· να έτσι. θέλεις να σου βάλω ένα βρεμένο προσόψι στο κεφάλι; Ίσως να σου κάνει καλό.

—Δώσε μου το προσόψι, να, εκεί στην καρέκλα είναι, το πέταξα κει πέρα πριν από λίγο.

—Δεν είναι δω. Μην ανησυχείς, ξέρω πού βρίσκεται να το, είπε ο Αλιόσα βρίσκοντάς το στην άλλη γωνιά του δωματίου, κοντά στο τραπεζάκι της τουαλέτας του Ιβάν, ένα καθαρό, διπλωμένο κι ακόμα αχρησιμοποίητο προσόψι.

Ο Ιβάν κοίταξε παράξενα το προσόψι κι αμέσως η μνήμη σα να του ξανάρθε ξαφνικά.

—Στάσου, ανασηκώθηκε απ' το ντιβάνι-εγώ πριν από λίγο, μια ώρα πριν, αυτό το ίδιο προσόψι το πήρα από κει και το 'βρεξα. Το έβαζα στο κεφάλι και το πέταξα εδώ... πώς έτσι είναι στεγνό; Άλλο δεν είχα.

— Έβαζες αυτό το προσόψι στο κεφάλι; ρώτησε ο Αλιόσα.

—Ναι, κι έκανα βόλτες στο δωμάτιο, μιαν ώρα πριν... Γιατί κάηκαν έτσι τα κεριά; Τι ώρα είναι;

—Κοντεύουν δώδεκα.

— Όχι, όχι, όχι, έβαλε ξάφνου τις φωνές ο Ιβάν. Δεν ήταν όνειρο! Καθότανε δω πέρα, να, κει σε κείνο το ντιβάνι. Όταν εσύ χτυπούσες στο παράθυρο εγώ του πέταξα το ποτήρι... να, αυτό... Στάσου, κι άλλοτε μου 'τυχε να δω όνειρα, μ' αυτό τ' όνειρο δεν είναι όνειρο. Έχει έρθει κι άλλες φορές. Τώρα, Αλιόσα, βλέπω όνειρα... μα δεν είναι όνειρα, τα βλέπω πραγματικά: Περπατάω, μιλάω και βλέπω... μα κοιμάμαι. Όμως αυτός καθόταν εδώ, αυτός υπήρχε, να, σε τούτο το ντιβάνι... Είναι τρομερά ανόητος, Αλιόσα, τρομερά ανόητος, έβαλε ξάφνου τα γέλια ο Ιβάν και βάλθηκε να κόβει βόλτες στο δωμάτιο.

—Ποιος είναι ανόητος; Για ποιον μιλάς, αδερφέ μου; ρώτησε πάλι θλιμμένα ο Αλιόσα.

—Ο διάβολος! Άρχισε να μ' επισκέπτεται τώρα τελευταία. Δυο φορές, ήρθε, ίσως και τρεις. Με κορόιδευε πως τάχα θυμώνω που είναι απλός διάβολος κι όχι σατανάς με φλογισμένα φτερά, με κεραυνούς κι αστραπόβροντα. Μα δεν είναι σατανάς, λέει ψέματα. Είναι απατεώνας. Είναι απλός διάβολος, μονάχα, ένας τιποτένιος διαβολάκος. Πηγαίνει και στο χαμάμ. Αν τον γδύσεις, θα βρεις σίγουρα μιαν ουρά, γυαλιστερή σα σκυλιού δανικής ράτσας, μια πήχη μακριά, καστανή... Αλιόσα, πάγωσες, ήσουνα στο χιόνι, θέλεις τσάι; Τι; Κρύο; Θέλεις να πω να σου ετοιμάσουν ζεστό; C' est a ne pas mettre un chien dehors... (Ούτε το σκυλί σου να βγάλεις έξω...)

Ο Αλιόσα έτρεξε στο λαβομάνο, έβρεξε το προσόψι, έπεισε τον Ιβάν να ξανακάτσει και του τύλιξε με το βρεμένο προσόψι το κεφάλι. Ο ίδιος έκατσε δίπλα του.

—Τι μου 'λεγες σήμερα για τη Λίζα; άρχισε πάλι ο Ιβάν. (Γινόταν πολύ φλύαρος.) Μου αρέσει η Λίζα. Σου είπα κάτι αισχρό γι' αυτήν... είναι ψέματα, μ' αρέσει... Φοβάμαι αύριο για την Κάτια, πιο πολύ απ' όλα γι' αυτήν φοβάμαι. Για το μέλλον. Αύριο θα με παρατήσει και θα με ποδοπατήσει. Νομίζει πως από ζήλεια γι' αυτήν καταστρέφω το Μίτια! Ναι, το νομίζει! Ε, όχι λοιπόν! Αύριο είναι σταυρός μα όχι κρεμάλα. Όχι, δε θα κρεμαστώ. Το ξέρεις τάχα πως ποτέ δεν μπορώ ν' αυτοκτονήσω, Αλιόσα; Απ' την παλιανθρωπιά μου τάχα; Δεν είμαι δειλός. Απ' τη δίψα να ζήσω! Από πού το 'ξερα πως ο Σμερντιακόβ κρεμάστηκε; Ναι, αυτό μου το 'πε εκείνος.

—Κι είσαι βέβαιος πως κάποιος καθόταν εδώ πέρα; ρώτησε ο Αλιόσα.

—Να, σε κείνο το ντιβάνι, στη γωνιά. Εσύ θα τον έδιωχνες. Μα συ τον έδιωξες άλλωστε: Εξαφανίστηκε μόλις φάνηκες. Αγαπώ το πρόσωπό σου, Αλιόσα. Το 'ξερες τάχα πως αγαπώ το πρόσωπό σου; Όσο για κείνον, Αλιόσα, είμαι γω, εγώ ο ίδιος. Όλα μου τα ταπεινά, όλα μου τα παλιανθρωπίστικα κι αξιοκαταφρόνητα! Ναι, είμαι «ρομαντικός», το πρόσεξε αυτός... αν κι αυτό είναι συκοφαντία. Είναι τρομερά ανόητος, μα σ' αυτό ακριβώς στηρίζεται. Είναι πονηρός σα ζώο, ήξερε τι να μου πει για να με κάνει έξω φρενών, όλο μ' εξερέθιζε λέγοντάς μου πως πιστεύω σ' αυτόν κι έτσι μ' ανάγκαζε να τον ακούω. Μου την έσκασε σα να 'μουν παιδαρέλι. Εδώ που τα λέμε, μου είπε πολλές αλήθειες για τον εαυτό μου. Εγώ ποτέ δε θα τα 'λεγα αυτά στον εαυτό μου. Ξέρεις, Αλιόσα, ξέρεις, πρόστεσε με τρομερή σοβαρότητα και σαν εμπιστευτικά ο Ιβάν θα το 'θελε πολύ να 'ταν πραγματικά αυτός κι όχι εγώ!

—Σε καταβασάνισε, είπε ο Αλιόσα κοιτάζοντας με συμπόνια τον αδερφό του.

—Μ' εξερέθιζε! Και, ξέρεις, επιδέξια, πολύ επιδέξια: «Συνείδηση! Τι είναι συνείδηση; Εγώ ο ίδιος τη φτιάχνω. Γιατί λοιπόν βασανίζομαι; Από συνήθεια. Από πανανθρώπινη συνήθεια εφτά χιλιάδων ετών. Ας την ξεσυνηθίσουμε και θα γίνουμε θεοί». Αυτά τα 'λεγε αυτός, αυτός τα 'λεγε.

—Κι όχι εσύ, όχι εσύ; ξεφώνισε μην μπορώντας να συγκρατηθεί ο Αλιόσα κοιτάζοντας φωτεινά τον αδερφό του. Ε, άσ' τον να λέει, παράτα τον και ξέχασέ τον! Ας πάρει μαζί του το καθετί που εσύ καταριέσαι τώρα κι ας μην ξανάρθει ποτέ!

—Ναι, μα είναι κακός. Με κορόιδευε. Ήταν θρασύς. Αλιόσα, πρόφερε ο Ιβάν τρέμοντας στην ανάμνηση της προσβολής. Μα με συκοφάντησε, για πολλά πράματα με συκοφάντησε. Με συκοφαντούσε μπροστά στα ίδια μου τα μάτια. «Ω, εσύ πας να επιτελέσεις άθλον αρετής, θα διακηρύξεις πως σκότωσες τον πατέρα, πως ο λακές καθ' υποβολήν σου σκότωσε τον πατέρα»...

—Αδερφέ μου, συγκρατήσου, τον διέκοψε ο Αλιόσα. Δε σκότωσες εσύ. Αυτό δεν είν' αλήθεια.

—Αυτό το 'λεγε κείνος, εκείνος, κι αυτός το ξέρει. «Εσύ πας να επιτελέσεις άθλον αρετής, ενώ δεν πιστεύεις στην αρετή· να τι σ' εξοργίσει και σε βασανίζει, να γιατί είσαι τόσο εκδικητικός». Αυτό μου το 'λεγε αυτός για τον εαυτό μου κι αυτός ξέρει τι λέει...

—Εσύ το λες κι όχι εκείνος! αναφώνησε λυπημένος ο Αλιόσα. Και τα λες απ' την αρρώστια σου, σαν παραμιλητό, βασανίζοντας τον εαυτό σου!

— Όχι, αυτός ξέρει τι λέει. Πας, λέει, από περηφάνια, θα σταθείς και θα πεις: «Εγώ σκότωσα και τι κάνετε πως σας πιάνει φρίκη; Υποκρίνεστε. Τη γνώμη σας την περιφρονώ, τη φρίκη σας την περιφρονώ». Και ξαφνικά μου λέει: «Και ξέρεις; Θέλεις να σε παινέψουν: Είναι εγκληματίας, να πουν, δολοφόνος, μα τι μεγαλόψυχα συναισθήματα! Θέλησε να σώσει τον αδερφό του κι ομολόγησε!» Ε, αυτό πια είναι ψέματα, Αλιόσα! ξεφώνισε ξάφνου ο Ιβάν και τα μάτια του λάμψανε. Δε θέλω να με παινέψουν οι βρομιάρηδες! Αυτό το 'πε ψέματα, Αλιόσα, ψέματα, σ' ορκίζομαι! Γι' αυτό του πέταξα το ποτήρι κι έσπασε στα μούτρα του.

—Αδερφέ μου, ησύχασε, πάψε! παρακαλούσε ο Αλιόσα.

— Όχι, αυτός ξέρει να βασανίζει, είναι άσπλαχνος, συνέχισε μην ακούγοντάς τον ο Ιβάν. Πάντα προαισθανόμουν για ποιο λόγο έρχεται. «Κι αν πήγαινες, λέει, από περηφάνια, ωστόσο όλο κι είχες την ελπίδα πως θα ενοχοποιήσουν τον Σμερντιακόβ και θα τον στείλουν στο κάτεργο, πως το Μίτια θα τον αθωώσουν και πως θα σε καταδικάσουν μονάχα ηθικά, —(ακούς; γελούσε σ' αυτό το σημείο)— μα θα 'ναι κι άλλοι που θα σε παινέψουν. Μα να που πέθανε ο Σμερντιακόβ, κρεμάστηκε, τώρα πια που είσαι μόνος ποιος θα σε πιστέψει; Μα εσύ θα πας, θα πας, εσύ παρ' όλ' αυτά θα πας, εσύ, τ' αποφάσισες να πας. Γιατί πας λοιπόν ύστερ' απ' αυτά; Αυτό είναι τρομερό, Αλιόσα, δεν μπορώ να υποφέρω τέτοιες ερωτήσεις. Ποιος τολμάει να μου κάνει τέτοιες ερωτήσεις!

—Αδερφέ, τον διέκοψε ο Αλιόσα παγώνοντας απ' τον τρόμο του κι όλο ελπίζοντας να τον φέρει στα λογικά του πώς μπορούσε να σου μιλάει για το θάνατο του Σμερντιακόβ πριν απ' τον ερχομό μου, όταν κανένας δεν το 'ξερε ακόμα, μα κι ούτε μπορούσε να προφτάσει κανείς να το μάθει;

—Αυτός το 'λεγε, πρόφερε σταθερά ο Ιβάν μην επιτρέποντας καμιάν αμφιβολία. Όλο αυτό μου κοπάναγε, αν θες να ξέρεις: «Να πίστευες τουλάχιστο στην αρετή: ας μη με πιστέψουν, θα 'λεγες, εγώ πηγαίνω για λόγους αρχών. Μα συ είσαι γουρούνι σαν το Φιόντορ Παύλοβιτς, τι σημασία έχει για σένα η αρετή; Γιατί λοιπόν θα κουβαληθείς κει πέρα αφού η θυσία σου δε θα χρησιμέψει σε τίποτα; Μα γιατί και συ ο ίδιος δεν ξέρεις γιατί πας! Ω, θα 'δινες πολλά για να μάθεις γιατί πηγαίνεις! Και τ' αποφάσισες τάχα; Δεν τ' αποφάσισες ακόμα. Όλη τη νύχτα θα κάθεσαι και θ' αναρωτιέσαι: να πάω ή να μην πάω; Μα εσύ παρ' όλ' αυτά θα πας και ξέρεις πως θα πας, το ξέρεις κι ο ίδιος πως, όσο και να τ' αποφασίζεις, η απόφαση δεν εξαρτάται πια από σένα. Θα πας γιατί δεν τολμάς να μην πας. Γιατί δεν τολμάς; Αυτό κατάλαβε το μοναχός σου. Να ένα αίνιγμα! Σηκώθηκε κι έφυγε. Εσύ ήρθες και κείνος έφυγε. Με είπε δειλό, Αλιόσα! Le mot de l' enigme (η λύση του αινίγματος) είναι πως είμαι δειλός! Κάτι τέτοιοι αετοί δεν είναι για να πετούν ψηλά. Αυτός το πρόστεσε, αυτός το πρόστεσε. Κι ο Σμερντιακόβ το ίδιο έλεγε. Πρέπει να τον σκοτώσω. Η Κάτια με περιφρονεί, το βλέπω εδώ κι ένα μήνα, μα κι η Λίζα θ' αρχίσει να με περιφρονεί! «Πας για να σε παινέψουν», αυτό είναι τρομερό ψέμα! Και συ το ίδιο με περιφρονείς, Αλιόσα. Τώρα και πάλι θα σε μισήσω. Και το τέρας το μισώ, και το τέρας το μισώ! Δε θέλω να το σώσω το τέρας, ας σαπίσει στο κάτεργο! Τραγούδησε ύμνο! Ω, αύριο θα πάω, θα σταθώ μπροστά τους και θα τους φτύσω όλους κατάμουτρα!

Πήδηξε απάνω παράφορος, πέταξε το προσόψι του και ξανάρχισε να κόβει βόλτες στο δωμάτιο. Ο Αλιόσα θυμήθηκε τα πρόσφατα λόγια του: «Σαν να κοιμάμαι μ' ανοιχτά τα μάτια... Περπατάω, κουβεντιάζω και βλέπω, μα κοιμάμαι». Αυτό ίσα-ίσα σα να πραγματοποιήθηκε τώρα. Ο Αλιόσα δεν έφευγε από κοντά του. Του πέρασε για μια στιγμή η σκέψη να τρέξει να φέρει γιατρό, μα φοβήθηκε ν' αφήσει μονάχο τον αδερφό του: Δεν υπήρχε κανένας στο σπίτι που θα μπορούσε να του τον εμπιστευτεί. Τελικά ο Ιβάν λίγο-λίγο άρχισε να χάνει εντελώς τα λογικά του. Εξακολουθούσε να μιλάει, μίλαγε συνεχώς μα εντελώς ασυνάρτητα πια πρόφερνε μάλιστα δυσδιάκριτα τις λέξεις και ξάφνου κλονίστηκε. Μα ο Αλιόσα πρόφτασε να τον κρατήσει. Ο Ιβάν άφησε να τον πάει ως το κρεβάτι, ο Αλιόσα τον έγδυσε όπως-όπως και τον ξάπλωσε. Ο ίδιος έμεινε καθισμένος δίπλα του κάπου δυο ώρες ακόμα. Ο άρρωστος κοιμόταν βαθιά, χωρίς να κινείται, αναπνέοντας ήσυχα και κανονικά. Ο Αλιόσα πήρε ένα μαξιλάρι και ξάπλωσε στο ντιβάνι χωρίς να γδυθεί. Πριν κοιμηθεί προσευχήθηκε για το Μίτια και τον Ιβάν. Άρχιζε να καταλαβαίνει την αρρώστια του Ιβάν: «Βασανίζεται απ' την περήφανη απόφαση, απ' τη βαθιά του συνείδηση». Ο Θεός, που δεν τον πίστευε, κι η αλήθεια Του κυρίεψαν την καρδιά του, που δεν ήθελε ακόμα να υποταχτεί. «Ναι, σκεφτόταν ο Αλιόσα πλαγιασμένος, ναι, μια και πέθανε ο Σμερντιακόβ, την κατάθεση του Ιβάν κανένας πια δε θα την πιστέψει. Μα αυτός θα πάει και θα καταθέσει!» Ο Αλιόσα χαμογέλασε ήρεμα: «Ο Θεός θα νικήσει!» σκέφτηκε. «Ή, θ' αναστηθεί μέσα στο φως της αλήθειας ή... θα χαθεί στο μίσος, εκδικούμενος τον εαυτό του και τους πάντες γιατί υπηρέτησε σε κάτι που δεν πίστευε», πρόστεσε πικρά ο Αλιόσα και ξαναπροσευχήθηκε για τον Ιβάν.


11. X. «Το ’πε εκείνος!»

Ο Αλιόσα μπαίνοντας μέσα είπε στον Ιβάν Φιοντόροβιτς πως εδώ και μιαν ώρα ήρθε τρέχοντας σπίτι του η Μάρια Κοντράτιεβνα και του ανακοίνωσε πως ο Σμερντιακόβ αυτοκτόνησε.

«Μπαίνω μέσα στο δωμάτιό του να πάρω το σαμοβάρι κι αυτός κρέμεται κοντά στον τοίχο σ' ένα καρφί».

Όταν ο Αλιόσα ρώτησε: «Το 'πες στην αστυνομία;» εκείνη απάντησε πως πουθενά δεν το ανακοίνωσε μα πως «όρμησα ίσα σε σας και σ' όλο το δρόμο έτρεχα».

Ήταν σαν παλαβή, έλεγε ο Αλιόσα, κι έτρεμε σα φύλλο. Όταν ο Αλιόσα έτρεξε μαζί της στην ίζμπα της, βρήκε τον Σμερντιακόβ να κρέμεται ακόμα. Στο τραπέζι βρισκόταν ένα σημείωμα:

«Καταστρέφω τη ζωή μου θεληματικά και χωρίς καμιά πίεση, για να μην κατηγορήσετε κανέναν».

Ο Αλιόσα άφησε αυτό το σημείωμα στη θέση του και πήγε κατευθείαν στο διοικητή. Εκεί τα είπε όλα κι ύστερα «ήρθα κατευθείαν εδώ», τέλειωσε ο Αλιόσα κοιτάζοντας επίμονα τον Ιβάν. Κι όσο διηγότανε, δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του, σα να του 'κανε μεγάλη εντύπωση η έκφραση του προσώπου του.

—Αδερφέ, αναφώνησε ξαφνικά, φαίνεσαι στ' αλήθεια τρομερά άρρωστος! Με κοιτάς και σαν να μην καταλαβαίνεις τι σου λέω.

—Καλά 'κανες κι ήρθες, πρόφερε σκεφτικά ο Ιβάν και σα μα μην είχε ακούσει καθόλου την αναφώνηση του Αλιόσα. Το 'ξερα εγώ πως κρεμάστηκε.

—Από ποιον;

—Δεν ξέρω από ποιον. Μα το 'ξερα. Το 'ξερα τάχα; Ναι, μου το 'πε εκείνος. Μόλις τώρα μου το 'λεγε...

Ο Ιβάν στεκόταν στη μέση του δωματίου και μιλούσε με το ίδιο απορροφημένο ύφος κοιτάζοντας χάμω.

—Ποιος εκείνος; ρώτησε ο Αλιόσα και κοίταξε άθελά του γύρω του.

—Το 'σκασε.

Ο Ιβάν σήκωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε αχνά.

—Εσένα φοβήθηκε, εσένα, το αθώο περιστέρι. Είσαι «αγνός σαν χερουβείμ». Ο Ντιμήτρι σε λέει χερουβείμ. Χερουβείμ... Ο βροντερός δοξαστικός ύμνος των σεραφείμ! Τι είναι τα σεραφείμ; Μπορεί ένας ολόκληρος αστερισμός. Μα μπορεί όλος ο αστερισμός να μην είναι παρά ένα χημικό μόριο... υπάρχει αστερισμός Λέοντος και Ηλίου, ξέρεις;

—Αδερφέ, κάτσε! πρόφερε φοβισμένος ο Αλιόσα. Κάτσε, για όνομα του Θεού, στο ντιβάνι. Παραμιλάς, ξάπλωσε στο μαξιλάρι· να έτσι. θέλεις να σου βάλω ένα βρεμένο προσόψι στο κεφάλι; Ίσως να σου κάνει καλό.

—Δώσε μου το προσόψι, να, εκεί στην καρέκλα είναι, το πέταξα κει πέρα πριν από λίγο.

—Δεν είναι δω. Μην ανησυχείς, ξέρω πού βρίσκεται να το, είπε ο Αλιόσα βρίσκοντάς το στην άλλη γωνιά του δωματίου, κοντά στο τραπεζάκι της τουαλέτας του Ιβάν, ένα καθαρό, διπλωμένο κι ακόμα αχρησιμοποίητο προσόψι.

Ο Ιβάν κοίταξε παράξενα το προσόψι κι αμέσως η μνήμη σα να του ξανάρθε ξαφνικά.

—Στάσου, ανασηκώθηκε απ' το ντιβάνι-εγώ πριν από λίγο, μια ώρα πριν, αυτό το ίδιο προσόψι το πήρα από κει και το 'βρεξα. Το έβαζα στο κεφάλι και το πέταξα εδώ... πώς έτσι είναι στεγνό; Άλλο δεν είχα.

— Έβαζες αυτό το προσόψι στο κεφάλι; ρώτησε ο Αλιόσα.

—Ναι, κι έκανα βόλτες στο δωμάτιο, μιαν ώρα πριν... Γιατί κάηκαν έτσι τα κεριά; Τι ώρα είναι;

—Κοντεύουν δώδεκα.

— Όχι, όχι, όχι, έβαλε ξάφνου τις φωνές ο Ιβάν. Δεν ήταν όνειρο! Καθότανε δω πέρα, να, κει σε κείνο το ντιβάνι. Όταν εσύ χτυπούσες στο παράθυρο εγώ του πέταξα το ποτήρι... να, αυτό... Στάσου, κι άλλοτε μου 'τυχε να δω όνειρα, μ' αυτό τ' όνειρο δεν είναι όνειρο. Έχει έρθει κι άλλες φορές. Τώρα, Αλιόσα, βλέπω όνειρα... μα δεν είναι όνειρα, τα βλέπω πραγματικά: Περπατάω, μιλάω και βλέπω... μα κοιμάμαι. Όμως αυτός καθόταν εδώ, αυτός υπήρχε, να, σε τούτο το ντιβάνι... Είναι τρομερά ανόητος, Αλιόσα, τρομερά ανόητος, έβαλε ξάφνου τα γέλια ο Ιβάν και βάλθηκε να κόβει βόλτες στο δωμάτιο.

—Ποιος είναι ανόητος; Για ποιον μιλάς, αδερφέ μου; ρώτησε πάλι θλιμμένα ο Αλιόσα.

—Ο διάβολος! Άρχισε να μ' επισκέπτεται τώρα τελευταία. Δυο φορές, ήρθε, ίσως και τρεις. Με κορόιδευε πως τάχα θυμώνω που είναι απλός διάβολος κι όχι σατανάς με φλογισμένα φτερά, με κεραυνούς κι αστραπόβροντα. Μα δεν είναι σατανάς, λέει ψέματα. Είναι απατεώνας. Είναι απλός διάβολος, μονάχα, ένας τιποτένιος διαβολάκος. Πηγαίνει και στο χαμάμ. Αν τον γδύσεις, θα βρεις σίγουρα μιαν ουρά, γυαλιστερή σα σκυλιού δανικής ράτσας, μια πήχη μακριά, καστανή... Αλιόσα, πάγωσες, ήσουνα στο χιόνι, θέλεις τσάι; Τι; Κρύο; Θέλεις να πω να σου ετοιμάσουν ζεστό; C' est a ne pas mettre un chien dehors... (Ούτε το σκυλί σου να βγάλεις έξω...)

Ο Αλιόσα έτρεξε στο λαβομάνο, έβρεξε το προσόψι, έπεισε τον Ιβάν να ξανακάτσει και του τύλιξε με το βρεμένο προσόψι το κεφάλι. Ο ίδιος έκατσε δίπλα του.

—Τι μου 'λεγες σήμερα για τη Λίζα; άρχισε πάλι ο Ιβάν. (Γινόταν πολύ φλύαρος.) Μου αρέσει η Λίζα. Σου είπα κάτι αισχρό γι' αυτήν... είναι ψέματα, μ' αρέσει... Φοβάμαι αύριο για την Κάτια, πιο πολύ απ' όλα γι' αυτήν φοβάμαι. Για το μέλλον. Αύριο θα με παρατήσει και θα με ποδοπατήσει. Νομίζει πως από ζήλεια γι' αυτήν καταστρέφω το Μίτια! Ναι, το νομίζει! Ε, όχι λοιπόν! Αύριο είναι σταυρός μα όχι κρεμάλα. Όχι, δε θα κρεμαστώ. Το ξέρεις τάχα πως ποτέ δεν μπορώ ν' αυτοκτονήσω, Αλιόσα; Απ' την παλιανθρωπιά μου τάχα; Δεν είμαι δειλός. Απ' τη δίψα να ζήσω! Από πού το 'ξερα πως ο Σμερντιακόβ κρεμάστηκε; Ναι, αυτό μου το 'πε εκείνος.

—Κι είσαι βέβαιος πως κάποιος καθόταν εδώ πέρα; ρώτησε ο Αλιόσα.

—Να, σε κείνο το ντιβάνι, στη γωνιά. Εσύ θα τον έδιωχνες. Μα συ τον έδιωξες άλλωστε: Εξαφανίστηκε μόλις φάνηκες. Αγαπώ το πρόσωπό σου, Αλιόσα. Το 'ξερες τάχα πως αγαπώ το πρόσωπό σου; Όσο για κείνον, Αλιόσα, είμαι γω, εγώ ο ίδιος. Όλα μου τα ταπεινά, όλα μου τα παλιανθρωπίστικα κι αξιοκαταφρόνητα! Ναι, είμαι «ρομαντικός», το πρόσεξε αυτός... αν κι αυτό είναι συκοφαντία. Είναι τρομερά ανόητος, μα σ' αυτό ακριβώς στηρίζεται. Είναι πονηρός σα ζώο, ήξερε τι να μου πει για να με κάνει έξω φρενών, όλο μ' εξερέθιζε λέγοντάς μου πως πιστεύω σ' αυτόν κι έτσι μ' ανάγκαζε να τον ακούω. Μου την έσκασε σα να 'μουν παιδαρέλι. Εδώ που τα λέμε, μου είπε πολλές αλήθειες για τον εαυτό μου. Εγώ ποτέ δε θα τα 'λεγα αυτά στον εαυτό μου. Ξέρεις, Αλιόσα, ξέρεις, πρόστεσε με τρομερή σοβαρότητα και σαν εμπιστευτικά ο Ιβάν θα το 'θελε πολύ να 'ταν πραγματικά αυτός κι όχι εγώ!

—Σε καταβασάνισε, είπε ο Αλιόσα κοιτάζοντας με συμπόνια τον αδερφό του.

—Μ' εξερέθιζε! Και, ξέρεις, επιδέξια, πολύ επιδέξια: «Συνείδηση! Τι είναι συνείδηση; Εγώ ο ίδιος τη φτιάχνω. Γιατί λοιπόν βασανίζομαι; Από συνήθεια. Από πανανθρώπινη συνήθεια εφτά χιλιάδων ετών. Ας την ξεσυνηθίσουμε και θα γίνουμε θεοί». Αυτά τα 'λεγε αυτός, αυτός τα 'λεγε.

—Κι όχι εσύ, όχι εσύ; ξεφώνισε μην μπορώντας να συγκρατηθεί ο Αλιόσα κοιτάζοντας φωτεινά τον αδερφό του. Ε, άσ' τον να λέει, παράτα τον και ξέχασέ τον! Ας πάρει μαζί του το καθετί που εσύ καταριέσαι τώρα κι ας μην ξανάρθει ποτέ!

—Ναι, μα είναι κακός. Με κορόιδευε. Ήταν θρασύς. Αλιόσα, πρόφερε ο Ιβάν τρέμοντας στην ανάμνηση της προσβολής. Μα με συκοφάντησε, για πολλά πράματα με συκοφάντησε. Με συκοφαντούσε μπροστά στα ίδια μου τα μάτια. «Ω, εσύ πας να επιτελέσεις άθλον αρετής, θα διακηρύξεις πως σκότωσες τον πατέρα, πως ο λακές καθ' υποβολήν σου σκότωσε τον πατέρα»...

—Αδερφέ μου, συγκρατήσου, τον διέκοψε ο Αλιόσα. Δε σκότωσες εσύ. Αυτό δεν είν' αλήθεια.

—Αυτό το 'λεγε κείνος, εκείνος, κι αυτός το ξέρει. «Εσύ πας να επιτελέσεις άθλον αρετής, ενώ δεν πιστεύεις στην αρετή· να τι σ' εξοργίσει και σε βασανίζει, να γιατί είσαι τόσο εκδικητικός». Αυτό μου το 'λεγε αυτός για τον εαυτό μου κι αυτός ξέρει τι λέει...

—Εσύ το λες κι όχι εκείνος! αναφώνησε λυπημένος ο Αλιόσα. Και τα λες απ' την αρρώστια σου, σαν παραμιλητό, βασανίζοντας τον εαυτό σου!

— Όχι, αυτός ξέρει τι λέει. Πας, λέει, από περηφάνια, θα σταθείς και θα πεις: «Εγώ σκότωσα και τι κάνετε πως σας πιάνει φρίκη; Υποκρίνεστε. Τη γνώμη σας την περιφρονώ, τη φρίκη σας την περιφρονώ». Και ξαφνικά μου λέει: «Και ξέρεις; Θέλεις να σε παινέψουν: Είναι εγκληματίας, να πουν, δολοφόνος, μα τι μεγαλόψυχα συναισθήματα! Θέλησε να σώσει τον αδερφό του κι ομολόγησε!» Ε, αυτό πια είναι ψέματα, Αλιόσα! ξεφώνισε ξάφνου ο Ιβάν και τα μάτια του λάμψανε. Δε θέλω να με παινέψουν οι βρομιάρηδες! Αυτό το 'πε ψέματα, Αλιόσα, ψέματα, σ' ορκίζομαι! Γι' αυτό του πέταξα το ποτήρι κι έσπασε στα μούτρα του.

—Αδερφέ μου, ησύχασε, πάψε! παρακαλούσε ο Αλιόσα.

— Όχι, αυτός ξέρει να βασανίζει, είναι άσπλαχνος, συνέχισε μην ακούγοντάς τον ο Ιβάν. Πάντα προαισθανόμουν για ποιο λόγο έρχεται. «Κι αν πήγαινες, λέει, από περηφάνια, ωστόσο όλο κι είχες την ελπίδα πως θα ενοχοποιήσουν τον Σμερντιακόβ και θα τον στείλουν στο κάτεργο, πως το Μίτια θα τον αθωώσουν και πως θα σε καταδικάσουν μονάχα ηθικά, —(ακούς; γελούσε σ' αυτό το σημείο)— μα θα 'ναι κι άλλοι που θα σε παινέψουν. Μα να που πέθανε ο Σμερντιακόβ, κρεμάστηκε, τώρα πια που είσαι μόνος ποιος θα σε πιστέψει; Μα εσύ θα πας, θα πας, εσύ παρ' όλ' αυτά θα πας, εσύ, τ' αποφάσισες να πας. Γιατί πας λοιπόν ύστερ' απ' αυτά; Αυτό είναι τρομερό, Αλιόσα, δεν μπορώ να υποφέρω τέτοιες ερωτήσεις. Ποιος τολμάει να μου κάνει τέτοιες ερωτήσεις!

—Αδερφέ, τον διέκοψε ο Αλιόσα παγώνοντας απ' τον τρόμο του κι όλο ελπίζοντας να τον φέρει στα λογικά του πώς μπορούσε να σου μιλάει για το θάνατο του Σμερντιακόβ πριν απ' τον ερχομό μου, όταν κανένας δεν το 'ξερε ακόμα, μα κι ούτε μπορούσε να προφτάσει κανείς να το μάθει;

—Αυτός το 'λεγε, πρόφερε σταθερά ο Ιβάν μην επιτρέποντας καμιάν αμφιβολία. Όλο αυτό μου κοπάναγε, αν θες να ξέρεις: «Να πίστευες τουλάχιστο στην αρετή: ας μη με πιστέψουν, θα 'λεγες, εγώ πηγαίνω για λόγους αρχών. Μα συ είσαι γουρούνι σαν το Φιόντορ Παύλοβιτς, τι σημασία έχει για σένα η αρετή; Γιατί λοιπόν θα κουβαληθείς κει πέρα αφού η θυσία σου δε θα χρησιμέψει σε τίποτα; Μα γιατί και συ ο ίδιος δεν ξέρεις γιατί πας! Ω, θα 'δινες πολλά για να μάθεις γιατί πηγαίνεις! Και τ' αποφάσισες τάχα; Δεν τ' αποφάσισες ακόμα. Όλη τη νύχτα θα κάθεσαι και θ' αναρωτιέσαι: να πάω ή να μην πάω; Μα εσύ παρ' όλ' αυτά θα πας και ξέρεις πως θα πας, το ξέρεις κι ο ίδιος πως, όσο και να τ' αποφασίζεις, η απόφαση δεν εξαρτάται πια από σένα. Θα πας γιατί δεν τολμάς να μην πας. Γιατί δεν τολμάς; Αυτό κατάλαβε το μοναχός σου. Να ένα αίνιγμα! Σηκώθηκε κι έφυγε. Εσύ ήρθες και κείνος έφυγε. Με είπε δειλό, Αλιόσα! Le mot de l' enigme (η λύση του αινίγματος) είναι πως είμαι δειλός! Κάτι τέτοιοι αετοί δεν είναι για να πετούν ψηλά. Αυτός το πρόστεσε, αυτός το πρόστεσε. Κι ο Σμερντιακόβ το ίδιο έλεγε. Πρέπει να τον σκοτώσω. Η Κάτια με περιφρονεί, το βλέπω εδώ κι ένα μήνα, μα κι η Λίζα θ' αρχίσει να με περιφρονεί! «Πας για να σε παινέψουν», αυτό είναι τρομερό ψέμα! Και συ το ίδιο με περιφρονείς, Αλιόσα. Τώρα και πάλι θα σε μισήσω. Και το τέρας το μισώ, και το τέρας το μισώ! Δε θέλω να το σώσω το τέρας, ας σαπίσει στο κάτεργο! Τραγούδησε ύμνο! Ω, αύριο θα πάω, θα σταθώ μπροστά τους και θα τους φτύσω όλους κατάμουτρα!

Πήδηξε απάνω παράφορος, πέταξε το προσόψι του και ξανάρχισε να κόβει βόλτες στο δωμάτιο. Ο Αλιόσα θυμήθηκε τα πρόσφατα λόγια του: «Σαν να κοιμάμαι μ' ανοιχτά τα μάτια... Περπατάω, κουβεντιάζω και βλέπω, μα κοιμάμαι». Αυτό ίσα-ίσα σα να πραγματοποιήθηκε τώρα. Ο Αλιόσα δεν έφευγε από κοντά του. Του πέρασε για μια στιγμή η σκέψη να τρέξει να φέρει γιατρό, μα φοβήθηκε ν' αφήσει μονάχο τον αδερφό του: Δεν υπήρχε κανένας στο σπίτι που θα μπορούσε να του τον εμπιστευτεί. Τελικά ο Ιβάν λίγο-λίγο άρχισε να χάνει εντελώς τα λογικά του. Εξακολουθούσε να μιλάει, μίλαγε συνεχώς μα εντελώς ασυνάρτητα πια πρόφερνε μάλιστα δυσδιάκριτα τις λέξεις και ξάφνου κλονίστηκε. Μα ο Αλιόσα πρόφτασε να τον κρατήσει. Ο Ιβάν άφησε να τον πάει ως το κρεβάτι, ο Αλιόσα τον έγδυσε όπως-όπως και τον ξάπλωσε. Ο ίδιος έμεινε καθισμένος δίπλα του κάπου δυο ώρες ακόμα. Ο άρρωστος κοιμόταν βαθιά, χωρίς να κινείται, αναπνέοντας ήσυχα και κανονικά. Ο Αλιόσα πήρε ένα μαξιλάρι και ξάπλωσε στο ντιβάνι χωρίς να γδυθεί. Πριν κοιμηθεί προσευχήθηκε για το Μίτια και τον Ιβάν. Άρχιζε να καταλαβαίνει την αρρώστια του Ιβάν: «Βασανίζεται απ' την περήφανη απόφαση, απ' τη βαθιά του συνείδηση». Ο Θεός, που δεν τον πίστευε, κι η αλήθεια Του κυρίεψαν την καρδιά του, που δεν ήθελε ακόμα να υποταχτεί. «Ναι, σκεφτόταν ο Αλιόσα πλαγιασμένος, ναι, μια και πέθανε ο Σμερντιακόβ, την κατάθεση του Ιβάν κανένας πια δε θα την πιστέψει. Μα αυτός θα πάει και θα καταθέσει!» Ο Αλιόσα χαμογέλασε ήρεμα: «Ο Θεός θα νικήσει!» σκέφτηκε. «Ή, θ' αναστηθεί μέσα στο φως της αλήθειας ή... θα χαθεί στο μίσος, εκδικούμενος τον εαυτό του και τους πάντες γιατί υπηρέτησε σε κάτι που δεν πίστευε», πρόστεσε πικρά ο Αλιόσα και ξαναπροσευχήθηκε για τον Ιβάν.