×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 11. VIII. Η τρίτη και τελευταία συνάντηση με το Σμερντιακόβ

11. VIII. Η τρίτη και τελευταία συνάντηση με το Σμερντιακόβ

Στα μισά κιόλας του δρόμου άρχισε να φυσάει δυνατό ξεροβόρι, το ίδιο που φύσαγε το πρωί, κι άρχισε να πέφτει ψιλό πυκνό, ξερό χιόνι. Έπεφτε στο χώμα μα δεν πρόφταινε να στρωθεί· αγέρας το σήκωνε, το στριφογύριζε και σε λίγο άρχισε σωστή χιονοθύελλα. Στο μέρος της πολιτείας όπου έμενε ο Σμερντιακόβ δεν υπήρχαν καθόλου σχεδόν φανάρια. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς προχωρούσε στο σκοτάδι μην προσέχοντας τη χιονοθύελλα, βρίσκοντας το δρόμο του με το ένστικτο. Του πονούσε το κεφάλι. Τα μελίγγια του χτυπούσαν οδυνηρά. Στους καρπούς των χεριών του ένιωθε παράξενους σπασμούς. Λίγο πριν φτάσει στο σπιτάκι της Μάριας Κοντράτιεβνας, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς συνάντησε ένα μεθυσμένο, έναν κοντό μουζικάκο που φόραγε ένα μπαλωμένο κοντογούνι και παραπατώντας κάτι μουρμούριζε, έβριζε και ξάφνου παράταγε τις βρισιές κι άρχιζε να τραγουδάει με βραχνή, μεθυσμένη φωνή:

Πήγε ο Βάνκα μου στο Πίτερ Δεν τον περιμένω πια!

Όμως πάντα σταματούσε σ' αυτό το δεύτερο στίχο κι άρχιζε πάλι κάποιον να βρίζει, ύστερα ξανάρχιζε ξαφνικά το ίδιο τραγούδι. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς αισθανόταν από ώρα τώρα τρομερό μίσος γι' αυτόν χωρίς καν να το σκέφτεται καθόλου και ξαφνικά το συνειδητοποίησε. Αμέσως ένιωσε την ακατάσχετη επιθυμία να του δώσει μια γροθιά και να τον πετάξει χάμω. Την ίδια ακριβώς στιγμή είχαν φτάσει κοντά ο ένας στον άλλο κι ο μουζικάκος παραπάτησε κι έπεσε μ' όλη του τη δύναμη πάνω στον Ιβάν. Αυτός τον έσπρωξε με λύσσα. Ο μουζικάκος τινάχτηκε μακριά και ξαπλώθηκε σαν κούτσουρο στην παγωμένη γη βγάζοντας ένα στεναγμό:

—Ω-ωχ! και σώπασε.

Ο Ιβάν τον πλησίασε. Εκείνος κοιτόταν ανάσκελα, εντελώς ακίνητος, αναίσθητος:

«Θα πεθάνει απ' την παγωνιά», σκέφτηκε ο Ιβάν και προχώρησε πάλι προς το σπίτι του Σμερντιακόβ.

Στο διάδρομο η Μάρια Κοντράτιεβνα, που έτρεξε να του ανοίξει κρατώντας ένα κερί, του ψιθύρισε πως ο Πάβελ Φιοντόροβιτς (δηλαδή ο Σμερντιακόβ) είναι πολύ άρρωστος, όχι μονάχα δεν μπορεί να σηκωθεί απ' το κρεβάτι, μα φαίνεται σα να 'χει χάσει τα λογικά του, και το τσάι ακόμα είπε να το πάρουμε, δε θέλησε να το πιει.

—Τι δηλαδή, κάνει φασαρίες; ρώτησε απότομα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

—Τι λέτε, απεναντίας είναι εντελώς ήσυχος, μονάχα μη μιλήσετε μαζί του πολλήν ώρα... παρακάλεσε η Μάρια Κοντράτιεβνα.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Είχαν ανάψει τη σόμπα κι έκανε πολλή ζέστη όπως και την προηγούμενη φορά, όμως μέσα στο δωμάτιο είχαν γίνει μερικές αλλαγές. Ο ένας πάγκος δεν υπήρχε και στη θέση του είχαν βάλει ένα παλιό πέτσινο ντιβάνι, απομίμηση ακαζού. Εκεί πάνω είχαν βάλει ένα στρώμα με αρκετά καθαρά άσπρα μαξιλάρια. Στο ντιβάνι καθόταν ο Σμερντιακόβ, φορώντας την ίδια κείνη ρόμπα. Το τραπέζι το 'χαν μεταφέρει μπροστά στο ντιβάνι, έτσι που το δωμάτιο είχε γίνει πολύ στενάχωρο. Στο τραπέζι βρισκόταν κάποιο χοντρό βιβλίο με κίτρινο εξώφυλλο, μα ο Σμερντιακόβ δεν το διάβαζε. Καθόταν εκεί δίχως να κάνει τίποτα. Υποδέχτηκε μ' ένα παρατεταμένο και σιωπηλό βλέμμα τον Ιβάν Φιοντόροβιτς και φαινόταν πως δεν παραξενεύτηκε καθόλου απ' την επίσκεψή του. Το πρόσωπό του είχε αλλάξει πολύ, είχε αδυνατίσει κι είχε χλομιάσει. Τα μάτια του είχαν μπει μέσα στις κόγχες τους κι από κάτω είχαν μελανιάσει.

— Ώστε στ' αλήθεια είσαι άρρωστος; είπε σταματώντας ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Δε θα σ' απασχολήσω πολύ, ούτε το παλτό μου δε θα βγάλω. Πού να κάτσω;

Πήγε στην άλλη άκρη του τραπεζιού, πήρε μια καρέκλα, την έφερε κοντά στο τραπέζι και κάθισε.

—Τι με κοιτάς και δε λες τίποτα; Μια ερώτηση ήρθα μονάχα να σου κάνω. Μα το Θεό, δε θα φύγω από δω προτού μου απαντήσεις: Ήρθε δω πέρα η κυρία Κατερίνα Ιβάνοβνα;

Ο Σμερντιακόβ σώπασε για πολλήν ώρα κοιτώντας, όπως και πρώτα, ήρεμα τον Ιβάν, μα ξαφνικά έκανε μια βαριεστημένη χειρονομία και του απόστρεψε το πρόσωπο.

—Τι θα πει αυτό; ξεφώνισε ο Ιβάν.

—Τίποτα.

—Πώς τίποτα;

—Ε, ναι, ήρθε. Τι σας νοιάζει εσάς; Αφήστε με ήσυχο.

— Όχι, δε θα σ' αφήσω! Λέγε, πότε ήρθε;

—Το ξέχασα πια, είπε ο Σμερντιακόβ χαμογελώντας περιφρονητικά και ξάφνου, γυρίζοντας και πάλι το πρόσωπο στον Ιβάν. Κάρφωσε το βλέμμα πάνω του, ένα βλέμμα γεμάτο έξαλλο μίσος, —το ίδιο κείνο βλέμμα που τον κοίταζε και στην άλλη τους συνάντηση, ένα μήνα πριν.

—Και σεις άρρωστος φαινόσαστε, τα μάγουλά σας πέσανε, χάσατε το χρώμα σας, είπε στον Ιβάν.

—Να μη σε νοιάζει η υγεία μου· απάντησε σ' αυτό που σε ρωτάω.

—Γιατί κιτρίνισαν τα μάτια σας; Τ' ασπράδια είναι κατακίτρινα. Μην τάχα είναι τίποτα που σας βασανίζει;

Χαμογέλασε περιφρονητικά και ξάφνου ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

—Δε θα φύγω προτού μου απαντήσεις. Τ' άκουσες; ξεφώνισε τρομερά ερεθισμένος ο Ιβάν.

—Γιατί μου φορτώνεστε; Γιατί με βασανίζετε; είπε ο Σμερντιακόβ πονεμένα.

—Βρε, που να πάρει ο διάολος. Λίγο με νοιάζει για σένα. Απάντησέ μου και φεύγω αμέσως.

—Δεν έχω τίποτα να σας απαντήσω, πεισμάτωσε και πάλι ο Σμερντιακόβ.

—Σε βεβαιώνω πως θα σ' αναγκάσω ν' απαντήσεις!

—Γιατί ανησυχείτε τόσο; είπε ξάφνου ο Σμερντιακόβ και τον κοίταξε κατάματα, όχι μονάχα με περιφρόνηση μα σχεδόν με σιχασιά. Μήπως γιατί αύριο αρχίζει η δίκη; Εσείς δεν πρόκειται να πάθετε τίποτα, πιστέψτε το επιτέλους! Πηγαίνετε σπίτι σας, πλαγιάστε και κοιμηθείτε ήσυχα, δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε.

—Δε σε καταλαβαίνω... τι μπορώ να φοβηθώ αύριο; πρόφερε απορώντας ο Ιβάν και ξάφνου πραγματικά μια ριπή παγωμένου τρόμου φύσηξε στην καρδιά του.

Ο Σμερντιακόβ τον κοίταξε από πάνω ως κάτω.

—Δε με κα-τα-λα-βαί-νε-τε; πρόφερε μακρόσυρτα κι επιτιμητικά. Όρεξη που την έχετε, ένας έξυπνος άνθρωπος σαν και σας να παίζει ακόμα κωμωδία!

Ο Ιβάν τον κοίταζε σιωπηλά. Αυτός ο αναπάντεχος τόνος, που παραήταν πια υπεροπτικός, στη φωνή του πρώην λακέ του, του 'κανε εντύπωση. Τέτοιον τόνο δεν είχε μεταχειριστεί, ούτε την περασμένη φορά.

—Σας λέω πως δεν έχετε τίποτα να φοβάστε. Δε θα καταθέσω τίποτα εναντίον σας- στοιχεία σε βάρος σας δεν υπάρχουν. Πώς τρέμουν τα χέρια του. Γιατί τρεμουλιάζουν έτσι τα δάχτυλά σας; Πηγαίνετε σπίτι σας, 8ε σκοτώσατε σεις.

Ο Ιβάν ανατρίχιασε. Θυμήθηκε τον Αλιόσα.

—Το ξέρω πως δεν είμαι γω... τραύλισε.

—Το ξέ-ρε-τε; έκανε ο Σμερντιακόβ.

Ο Ιβάν τινάχτηκε απάνω και τον άρπαξε απ' τον ώμο:

—Πες τα όλα, κάθαρμα! Πες τα όλα!

Ο Σμερντιακόβ δε φοβήθηκε καθόλου. Κάρφωσε πάνω του τα μάτια του μ' ένα παράφορο μίσος.

—Ε, αφού είν' έτσι, εσείς σκοτώσατε λοιπόν, του ψιθύρισε φρενιασμένα.

Ο Ιβάν κάθισε στην καρέκλα σαν κάτι να σκέφτηκε. Χαμογέλασε χαιρέκακα.

—Για τα ίδια μου κοπανάς πάλι; Γι' αυτά που 'λεγες και την προηγούμενη φορά;

—Μα και την περασμένη φορά καθόσαστε κει πέρα απέναντί μου και τα καταλαβαίνατε όλα, τα καταλαβαίνετε και τώρα.

—Καταλαβαίνω μονάχα πως είσαι τρελός.

—Ακόμα δε βαρεθήκατε; Αφού είμαστε μόνοι και κανείς δε μας ακούει γιατί να παίζουμε αυτή την κωμωδία; Ή, μήπως θέλετε ακόμα να ρίξετε όλη την ευθύνη σε μένα αποκλειστικά; Εσείς σκοτώσατε, εσείς είστε ο κυριότερος δολοφόνος, εγώ ήμουν μονάχα όργανό σας, πιστός σας υπηρέτης και δεν έκανα άλλο παρά να εκτελέσω αυτό που μου είχατε πει.

—Να εκτελέσεις; Ώστε εσύ σκότωσες λοιπόν; είπε ο Ιβάν και πάγωσε σύγκορμος.

Λες και κάτι σάλεψε στο μυαλό του κι έτρεμε ολάκερος από παγωμένο ρίγος. Τότε πια κι ο Σμερντιακόβ τον κοίταξε απορημένος: Φαίνεται πως του 'κανε εντύπωση η ειλικρίνεια του ξαφνικού φόβου του Ιβάν.

—Μα στ' αλήθεια λοιπόν δεν ξέρατε τίποτα; τραύλισε δύσπιστα, κοιτάζοντάς τον στα μάτια μ' ένα στραβό χαμόγελο. Ο Ιβάν όλο τον κοίταζε, λες και του κόπηκε η λαλιά.

Πήγε ο Βάνκα μου στο Πίτερ Δεν τον περιμένω πια!

αντήχησε ξάφνου μέσα στο κεφάλι του.

—Ξέρεις κάτι; Φοβάμαι πως είσαι όνειρο, πως είσαι ξωτικό, πρόφερε.

—Δεν υπάρχει δω πέρα κανένα ξωτικό εκτός από μας τους δυο και κάποιον τρίτο. Χωρίς αμφιβολία εδώ είναι τώρα ο τρίτος αυτός. Βρίσκεται ανάμεσα στους δυο μας.

—Ποιος είν' αυτός; Ποιος βρίσκεται; Ποιος τρίτος; πρόφερε φοβισμένα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, κοιτάζοντας γύρω του και ψάχνοντας βιαστικά με το βλέμμα του κάποιον σ' όλες τις γωνιές.

—Ο τρίτος αυτός είναι ο Θεός —η Θεία Πρόνοια, εδώ είναι τώρα, δίπλα μας, μονάχα δεν υπάρχει λόγος να ψάχνετε γι' αυτόν, δε θα τον βρείτε.

—Ψέματα είπες πως σκότωσες! ούρλιαξε φρενιασμένα ο Ιβάν. Ή τρελός είσαι ή με κοροϊδεύεις όπως και την περασμένη φορά!

Ο Σμερντιακόβ δε φοβήθηκε —όπως και πρώτα— μονάχα τον κοίταξε εξεταστικά. Δεν μπορούσε να κατανικήσει ακόμα τη δυσπιστία του, όλο του φαινόταν πως ο Ιβάν «όλα τα ξέρει» μα υποκρίνεται για να «ρίξει την ευθύνη πάνω του»

—Σταθείτε μια στιγμή, πρόφερε τέλος μ' αδύνατη φωνή και ξάφνου, βγάζοντας κάτω απ' το τραπέζι τ' αριστερό του πόδι, άρχισε ν' ανασηκώνει το μπατζάκι του.

Φόραγε μια μακριά άσπρη κάλτσα και παντόφλα. Χωρίς να βιάζεται, ο Σμερντιακόβ έβγαλε την καλτσοδέτα κι έχωσε βαθιά στην κάλτσα τα δάχτυλά του. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς τον κοίταζε και ξαφνικά άρχισε να τρέμει σπασμωδικά!

—Τρελέ! ούρλιαξε και πηδώντας απ' τη θέση του ρίχτηκε προς τα πίσω έτσι που χτύπησε με την πλάτη στον τοίχο, κι έμεινε κει σα να κόλλησε, τεντωμένος σα χορδή. Κοίταζε μ' αλλόφρονη φρίκη τον Σμερντιακόβ. Εκείνος δεν ταράχτηκε καθόλου απ' τον τρόμο του Ιβάν, όλο ψαχούλευε ακόμα στην κάλτσα, λες και προσπαθούσε να πιάσει κάτι με τα δάχτυλά του και να το τραβήξει. Τέλος τα κατάφερε. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς είδε πως ήταν κάτι χαρτιά ή κάποιο μάτσο από χαρτιά. Ο Σμερντιακόβ τα 'βγαλε και τα 'βαλε στο τραπέζι.

—Να! είπε σιγανά.

—Τι είναι αυτό; ρώτησε τρέμοντας ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

—Κοιτάχτε ο ίδιος, είπε το ίδιο σιγανά ο Σμερντιακόβ.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έκανε ένα βήμα προς το τραπέζι, έπιασε το πακέτο κι άρχισε να το ξετυλίγει, μα ξαφνικά τράβηξε τα δάχτυλά του λες κι είχε αγγίξει κάτι σιχαμερό, ένα τρομερό ερπετό.

—Τα δάχτυλά σας τρέμουν, έχουν σπασμούς, παρατήρησε ο Σμερντιακόβ και ξετύλιξε ο ίδιος, χωρίς να βιάζεται, το χαρτί.

Ήταν τρία μάτσα κατοστάρικα.

—Όλα εδώ είναι, όλες οι τρεις χιλιάδες —δεν υπάρχει ανάγκη να τα μετρήσετε. Παραλάβετέ τις, είπε δείχνοντας με το κεφάλι του τα λεφτά. Ο Ιβάν σωριάστηκε στην καρέκλα.

Είχε πανιάσει.

—Με τρόμαξες... μ' αυτή την κάλτσα... πρόφερε μ' ένα ηλίθιο χαμόγελο.

—Μα πώς λοιπόν, πώς λοιπόν; Ως τα τώρα δεν το ξέρατε; ρώτησε ακόμα μια φορά ο Σμερντιακόβ.

— Όχι, δεν το 'ξερα. Όλο νόμιζα πως το 'κανε ο Ντιμήτρι. Αδερφέ μου! Αδερφέ μου! Αχ! έπιασε ξάφνου το κεφάλι του και με τα δυο του χέρια. Άκου: μονάχος σου σκότωσες; Χωρίς τον αδερφό μου ή με τον αδερφό;

—Μονάχα με σας. Με σας σκότωσα. Ο Ντιμήτρι

Φιοντόροβιτς είναι ολότελα αθώος.

—Καλά, καλά... Για μένα αργότερα. Τι έπαθα και τρέμω έτσι... Λέξη δεν μπορώ να προφέρω.

—Τότε όμως είσαστε θαρραλέος, «όλα επιτρέπονται» λέγατε και τώρα κατατρομάξατε! πρόφερε απορώντας ο Σμερντιακόβ. Μήπως θέλετε καμιά λεμονάδα; Θα πω αμέσως να σας φέρουν. Θα σας δροσίσει πολύ. Μονάχα θα πρέπει πρώτα να σκεπάσουμε τούτο δω.

Κι έδειξε ξανά με το κεφάλι του τα μάτσα. Έκανε να πάει κιόλας προς την πόρτα για να φωνάξει στη Μάρια Κοντράτιεβνα να φέρει μια λεμονάδα, και, ψάχνοντας με τι να σκεπάσει τα λεφτά για να μην τα δει εκείνη, έβγαλε στην αρχή το μαντίλι του μα, επειδή αυτό ήταν καταλερωμένο, πήρε κείνο το χοντρό κίτρινο βιβλίο που 'χε προσέξει ο Ιβάν μόλις μπήκε. Μ' αυτό σκέπασε τα λεφτά. Ο τίτλος του βιβλίου ήταν: Λόγοι του Αγίου ημών Πατρός Ισαάκ του Σύρου. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πρόφτασε μηχανικά να διαβάσει τον τίτλο.

—Δε θέλω λεμονάδα, είπε. Για μένα θα μιλήσουμε αργότερα. Κάτσε και λέγε: Πώς το 'κανες; Λέγε τα όλα.

—Βγάλτε το παλτό σας τουλάχιστο, θα σκάσετε.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, σα να το σκέφτηκε μόλις τώρα, έβγαλε βιαστικά το παλτό του και το πέταξε στον πάγκο χωρίς να σηκωθεί.

—Μίλα λοιπόν, μίλα, σε παρακαλώ! σα να ησύχασε.

Περίμενε τώρα με βεβαιότητα πως ο Σμερντιακόβ θα τα πει όλα.

—Για το πώς έγινε; αναστέναξε ο Σμερντιακόβ. Έγινε με τον πιο φυσικό τρόπο, ακολουθώντας τα ίδια σας τα λόγια...

—Για τα λόγια μου αργότερα, τον διέκοψε και πάλι ο Ιβάν μα χωρίς να φωνάξει όπως πρώτα, προφέροντας σταθερά τα λόγια του και σα να βρήκε εντελώς την αυτοκυριαρχία του. Διηγήσου μου μονάχα με λεπτομέρειες πώς το 'κανες. Όλα με τη σειρά. Μην ξεχάσεις τίποτα. Με λεπτομέρειες. Το κυριότερο είναι οι λεπτομέρειες. Σε παρακαλώ.

—Εσείς φύγατε, εγώ έπεσα τότε στο υπόγειο...

—Σ ' έπιασε κρίση ή υποκρίθηκες;

—Και βέβαια υποκρίθηκα. Σ' όλα υποκρίθηκα. Κατέβηκα ήσυχα-ήσυχα τη σκάλα ως κάτω και ξαπλώθηκα, και μόλις ξαπλώθηκα άρχισα να ουρλιάζω. Και χτυπιόμουν ώσπου με βγάλανε από κει.

—Στάσου! Κι αργότερα, κι ύστερα όλο τον καιρό, και στο Νοσοκομείο, όλο υποκρινόσουν;

—Καθόλου. Την άλλη μέρα, πριν με πάνε ακόμα στο Νοσοκομείο, μ' έπιασε πραγματική κρίση και τόσο δυνατή που χρόνια είχε να με πιάσει. Δύο μέρες ήμουν εντελώς αναίσθητος.

—Καλά, καλά. Συνέχισε.

—Με βάλανε σε κείνο το κρεβάτι και γω κατάλαβα αμέσως πως είμαι πίσω απ' το χώρισμα, γιατί η Μάρθα Ιγνάτιεβνα κάθε φορά που αρρώσταινα εκεί μ' έβαζε, στο δωμάτιό της, πίσω απ' αυτό το χώρισμα. Με περιποιόταν πάντα απ' τον καιρό, που γεννήθηκα. Τη νύχτα βογγούσα, όμως σιγά. Όλο περίμενα να 'ρθει ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

—Πώς τον περίμενες; Να 'ρθει να σε δει;

—Γιατί να 'ρθει να με δει; Περίμενα να 'ρθει στο σπίτι γιατί πια δεν είχα καμιάν αμφιβολία πως θα 'ρχόταν την ίδια νύχτα γιατί, μια και μ' έχασε και δεν είχε καμιά πληροφορία, θα 'πρεπε να μπει ο ίδιος στο σπίτι, να πηδήξει το φράχτη και να κάνει αυτό που ήταν να κάνει.

—Κι αν δεν ερχόταν;

—Τότε δε θα γινόταν τίποτα. Χωρίς αυτόν δε θα τ' αποφάσιζα.

—Καλά, καλά... λέγε τα πιο καθαρά, μη βιάζεσαι, και, το σπουδαιότερο, μην παραλείπεις τίποτα!

—Περίμενα πως θα σκότωνε το Φιόντορ Παύλοβιτς... γι' αυτό ήμουν βέβαιος. Γιατί τον είχα προετοιμάσει κιόλας έτσι...τις τελευταίες μέρες... και, το κυριότερο, είχε μάθει κείνα τα συνθήματα. Μια κι ήταν τόσο φιλύποπτος κι οξύθυμος, ήμουνα βέβαιος πως με τα συνθήματα θα 'μπαινε στο σπίτι. Αυτό οπωσδήποτε. Γι' αυτό και τον περίμενα.

—Στάσου, τον διέκοψε ο Ιβάν· αν τον σκότωνε αυτός, θα 'παιρνε και τα λεφτά. Έτσι δεν ήταν φυσικό να σκεφτείς; Τι θα σου 'μενε λοιπόν εσένα; Δε βλέπω να σου 'μενε τίποτα.

—Μα τα λεφτά ποτέ δε θα τα 'βρισκε. Εγώ του 'χα πει επίτηδες πως τα λεφτά είναι κάτω απ' το στρώμα. Όμως αυτό ήταν ψέμα. Στην αρχή ήταν μέσα στην κασετίνα. Έτσι ήταν. Μα αργότερα έπεισα τον Φιόντορ Παύλοβιτς, μια και μένα μονάχα σ' όλο τον κόσμο εμπιστευόταν, τον έπεισα να βάλει το πακέτο με τα λεφτά στη γωνιά, πίσω απ' τα εικονίσματα, γιατί κανένας δε θα το 'βαζε με το νου του πως το πακέτο βρισκόταν κει πέρα, όταν μάλιστα θα 'ρχόταν βιαστικός. Έτσι λοιπόν το πακέτο βρισκότανε κει πέρα στη γωνιά. Κάτω απ' το στρώμα ήταν εντελώς αστείο να το κρατήσει, στην κασετίνα ήταν τουλάχιστο κλειδωμένα τα λεφτά. Κι όμως όλοι δω πέρα το πιστέψανε πως τάχα τα 'χε κάτω απ' το στρώμα. Ανόητη σκέψη. Ώστε λοιπόν αν ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έκανε το φόνο, δε θα 'βρισκε τίποτα και θα το 'σκαγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, όπως συμβαίνει δα σ' αυτές τις περιπτώσεις όπου φοβάται κανείς τον κάθε θόρυβο. Μπορεί κιόλας να τον πιάνανε. Έτσι εγώ μπορούσα, την άλλη μέρα ή και την ίδια κείνη νύχτα, να πάρω τα λεφτά πίσω απ' τα εικονίσματα κι όλη η ευθύνη θα 'πεφτε στο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Αυτό πάντα μπορούσα να το ελπίζω.

—Κι αν δεν τον σκότωνε παρά τον έσπαγε μονάχα στο ξύλο;

—Αν δεν τον σκότωνε, τότε φυσικά δε θα τολμούσα να πάρω τα λεφτά κι η υπόθεση θα 'μενε κει. Μα υπολόγιζα και σε τούτο: Μπορεί να τον χτυπούσε τόσο που να 'χανε τις αισθήσεις του και γω στο μεταξύ θα πρόφταινα να του πάρω τα λεφτά. Αργότερα θα του 'λεγα πως τ' άρπαξε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

—Στάσου... τα μπερδεύω. Ώστε λοιπόν βγαίνει πάλι πως ο Ντιμήτρι σκότωσε και συ δεν έκανες άλλο παρά να πάρεις τα λεφτά;

— Όχι, δεν τον σκότωσε αυτός. Τι να σας πω, θα μπορούσα και τώρα ακόμα να σας πω ψέματα πως ο δολοφόνος είναι αυτός... μα δε θέλω να σας πω ψέματα γιατί... γιατί αν πραγματικά, όπως το βλέπω τώρα και μόνος μου, δεν καταλαβαίνατε τίποτα ως τα τώρα και δεν υποκρινόσαστε για να ρίξετε τη φανερή ενοχή σας απάνω μου, όμως παρ' όλ' αυτά εσείς φταίτε για όλα γιατί ξέρατε για το φόνο και μου αναθέσατε να σκοτώσω και, ξέροντάς τα όλα, φύγατε. Γι' αυτό θέλω απόψε να σας αποδείξω καταπρόσωπο πως ο κυριότερος ένοχος για όλα είσαστε σεις, και γω είμαι απλά και σκέτα βοηθητικό πρόσωπο, αν και γω ήμουν που σκότωσα. Όμως εσείς έχετε τη μεγαλύτερη ευθύνη για το φόνο, εσείς είστε ο κυριότερος φονιάς. Έτσι λέει ο Νόμος.

—Γιατί, γιατί είμαι φονιάς; Ω, Θεέ μου! δε βάσταξε τέλος ο Ιβάν, ξεχνώντας πως είχε αναβάλει την κουβέντα για τον εαυτό του για το τέλος. Πάλι εκείνη η Τσερμασνιά είναι; Στάσου, γιατί σου χρειαζόταν η συγκατάθεσή μου, αν πήρες την Τσερμασνιά για συγκατάθεση; Πώς θα μου το ξεδιαλύνεις αυτό;

— Όντας σίγουρος για τη συγκατάθεσή σας, ήξερα πια πως όταν γυρίζατε δε θα κάνατε φασαρία για τις τρεις χιλιάδες που χαθήκανε, αν για κάποιο λόγο οι Αρχές υποπτεύονταν εμένα αντί για το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ή αν με θεωρούσαν συνένοχό του. Απεναντίας θα με υποστηρίζατε κιόλας... Κι όταν θα παίρνατε την κληρονομιά, θα μπορούσατε να με. ανταμείψετε έτσι που θα εξασφαλιζόμουνα για όλη μου τη ζωή, γιατί, όπως και να το πάρουμε, εγώ θα 'μουν η αιτία που θα παίρνατε σεις την κληρονομιά. Αν παντρευόταν την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα θα παίρνατε αέρα κοπανιστό.

—Α! ώστε είχες υπ' όψη σου να με βασανίζεις σ' όλη μου τη ζωή! είπε τρίζοντας τα δόντια ο Ιβάν. Και τι θα γινόταν αν δεν έφευγα τότε και σε κατάγγελνα;

—Και τι θα μπορούσατε τότε να πείτε εναντίον μου; Πως σας συμβούλευα να πάτε στην Τσερμασνιά; Μα αυτά είναι ανοησίες. Εξάλλου μετά την κουβέντα μας ή θα φεύγατε ή θα μένατε. Αν δε φεύγατε δε θα γινότανε τίποτα, θα καταλάβαινα πως δε θέλετε να γίνει αυτή η δουλειά και δε θα ενεργούσα. Όμως μια και φύγατε, ήταν σα να με βεβαιώνατε πως δε θα τολμήσετε να με καταγγείλετε στο δικαστήριο κι αυτές τις τρεις χιλιάδες θα μου τις χαρίζατε. Μα κι ούτε θα μπορούσατε να με καταδιώξετε γιατί τότε και γω θα τα 'λεγα όλα στο δικαστήριο —δηλαδή όχι πως έκλεψα ή σκότωσα, αυτό δε θα το 'λεγα, μα πως σεις ο ίδιος με παρακινούσατε να κλέψω και να σκοτώσω, όμως εγώ δε δέχτηκα. Γι' αυτό μου χρειαζόταν η συγκατάθεσή σας, για να μην μπορέσετε να με στριμώξετε, γιατί τι αποδείξεις θα 'χατε τότε; Όμως εγώ πάντα θα μπορούσα να σας στριμώξω αν αποκάλυπτα πόσο ποθούσατε το θάνατο του πατέρα σας και, μα το ναι, ο κόσμος θα το πίστευε και θα ντρεπόσαστε σ' όλη σας τη ζωή.

— Ώστε τον είχα αυτό τον πόθο; Τον είχα; είπε πάλι ο Ιβάν τρίζοντας τα δόντια.

—Και βέβαια τον είχατε και με τη σιωπηρή σας συγκατάθεση μου επιτρέψατε τότε αυτή τη δουλειά, είπε ο Σμερντιακόβ κοιτάζοντας σταθερά τον Ιβάν.

Ήταν πολύ αδυνατισμένος και μίλαγε σιγανά και κουρασμένα, μα κάτι το εσώτερο τον φλόγιζε- φαινόταν πως κάποιο σκοπό είχε κατά νου. Ο Ιβάν το προαισθανόταν αυτό.

—Συνέχισε, του είπε- συνέχισε για κείνη τη νύχτα.

—Τι θες να 'γινε! Είμαι ξαπλωμένος κι ακούω, σα να ξεφώνισε ο αφέντης. Ο Γρηγόρης Βασίλιτς πριν απ' αυτό είχε σηκωθεί ξαφνικά κι είχε βγει έξω και ξάφνου έβγαλε μια κραυγή, ύστερα ξανάγινε σιωπή, σκοτάδι. Μένω ξαπλωμένος, περιμένω, η καρδιά μου χτυπάει, με τρώει η ανυπομονησία. Σηκώνομαι τέλος και πάω —βλέπω το παράθυρο στ' αριστερά του κήπου, είναι ανοιχτό. Έτρεξα στ' αριστερά ν' αφουγκραστώ αν είναι ζωντανός ή όχι κι ακούω πως ο αφέντης πηγαινοέρχεται και στενάζει, θα πει λοιπόν πως είναι ζωντανός. Εχ, σκέφτομαι! Πλησιάζω στο παράθυρο, φωνάζω στον αφέντη: «Εγώ είμαι», του λέω. Και κείνος μου λέει: «Εδώ ήταν, εδώ ήταν, το 'σκασε!» Δηλαδή ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ήταν. «Σκότωσε το Γρηγόρη!» «Πού;» του ψιθυρίζω. «Εκεί στη γωνιά», μου δείχνει ψιθυρίζοντας κι αυτός. «Περιμένετε», του λέω. Πήγα στη γωνιά να τον βρω και σκόνταψα στο Γρηγόρη Βασίλιεβιτς που κοιτόταν κοντά στον τοίχο, γεμάτος αίματα, αναίσθητος. Ώστε ήταν πραγματικά ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Τότε ξαφνικά πήρα την απόφαση να ξεμπερδεύω, μια κι ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς, και να ζούσε ακόμα, δε θα μπορούσε να δει τίποτα έτσι που ήταν αναίσθητος. Ο μόνος κίνδυνος ήταν πως θα μπορούσε ξάφνου να ξυπνήσει η Μάρθα Ιγνάτιεβνα. Το 'νιωσα αυτό κείνη τη στιγμή, όμως η δίψα με κυρίεψε τόσο που μου κοβόταν η ανάσα. Ήρθα πάλι κάτω απ' το παράθυρο του αφέντη και του λέω: «Ήρθε, ήρθε η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, θέλει να μπει μέσα». Ανατρίχιασε ολόκληρος, έκανε σα μωρό. «Πού; εδώ; πού;» αναστέναζε μα δεν πίστευε ακόμα. «Εκεί, του λέω, στέκεται, ανοίξτε!» Με κοιτάει απ' το παράθυρο, πιστεύει και δεν πιστεύει, μα ν' ανοίξει φοβάται-εμένα φοβάται, σκέφτομαι. Κι είναι αστείο. Ξάφνου σκέφτηκα να του χτυπήσω τα συνθήματα στο παράθυρο, μπροστά στα μάτια του, πως η Γκρούσενκα ήρθε: Στα λόγια σα να μην πίστευε, μα σα χτύπησα τα συνθήματα, έτρεξε αμέσως ν' ανοίξει την πόρτα. Την άνοιξε. Μπήκα σχεδόν, μα κείνος δε μ' άφηνε, μ' εμπόδιζε μ' όλο το κορμί του. «Πού είναι, πού είναι;» με κοιτάει όλος αγωνία. Βρε, σκέφτομαι, αφού εμένα φοβάται έτσι, άσκημα τα πάμε. Τότε τα γόνατά μου λύθηκαν απ' το φόβο πως δε θα μ' αφήσει να μπω στα δωμάτια ή θα φωνάξει ή θα 'ρθει η Μάρθα Ιγνάτιεβνα ή θα γίνει τίποτ' άλλο, δε θυμάμαι πια μα φαίνεται πως χλόμιασα και γω κει μπροστά του. Του ψιθυρίζω: «Μα εκεί είναι, εκεί, κάτω απ' το παράθυρο, πώς λοιπόν», του λέω, «δεν την είδατε;» «Μα φέρτηνε λοιπόν, φέρτηνε!» «Μα φοβάται, του λέω, τρόμαξε απ' την κραυγή, κρύφτηκε πίσω από 'να θάμνο, πηγαίνετε, φωνάξτε την, του λέω, σεις ο ίδιος απ' το γραφείο». Έτρεξε αυτός, πλησίασε στο παράθυρο, έβαλε ένα κερί στο περβάζι. «Γκρούσενκα, φώναξε, Γκρούσενκα, εδώ είσαι; Το φώναξε αυτό, μα να σκύψει έξω απ' το παράθυρο δε θέλει, γιατί φοβόταν, γιατί με φοβήθηκε πολύ και γι' αυτό δεν τολμάει να φύγει από κοντά μου. «Μα να την, λέω (πλησίασα στο παράθυρο κι έσκυψα έξω ολόκληρος), να την εκεί στο θάμνο, σας χαμογελάει, βλέπετε;» Το πίστεψε ξαφνικά, άρχισε να τρέμει ολόκληρος, ήταν, βλέπετε, τρομερά ερωτευμένος, κι έσκυψε απ' το παράθυρο. Τότε εγώ άρπαξα το σιδερένιο πρες-παπιέ που ήταν στο τραπέζι του, —το θυμάστε; κάπου, τρεις λίβρες θα ζυγίζει,— το σήκωσα ψηλά και τον χτύπησα από πίσω στο κεφάλι με τη γωνιά. Ούτε κιχ δεν έβγαλε. Μονάχα κατακάθισε και γω του 'δωσα και δεύτερη και τρίτη. Με την τρίτη κατάλαβα πως του 'σπασα το κρανίο. Τότε αυτός έπεσε κάτω ανάσκελα, γεμάτος αίματα. Κοιτάχτηκα τότε. Εγώ δεν είχα αίματα, δεν πετάχτηκαν πιτσιλιές, σκούπισα το πρες-παπιέ, το 'βαλα στη θέση του, πήγα στα εικονίσματα, έβγαλα τα λεφτά απ' το φάκελο και το φάκελο τον πέταξα στο πάτωμα και τη ροζ κορδέλα εκεί δίπλα. Κατέβηκα στον κήπο τρέμοντας σύγκορμος. Τράβηξα ίσα για κείνη τη μηλιά που 'χει τη μικρή κουφάλα —την ξέρετε βέβαια κείνη την κουφάλα— εγώ από καιρό την είχα βάλει στο μάτι· εκεί μέσα είχα βάλει από καιρό μια πατσαβούρα και χαρτί, τα 'χα ετοιμάσει. Τύλιξα τα λεφτά στο χαρτί, ύστερα στο πανί και τα 'χωσα βαθιά. Εκεί έμεινε παραπάνω από δυο βδομάδες αυτό το ποσό, το 'βγαλα όταν βγήκα απ' το Νοσοκομείο. Γυρίζω, πλαγιάζω στο κρεβάτι μου και σκέφτομαι τρομαγμένος: «Αν ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς είναι σκοτωμένος, τότε μπορεί να 'ρθουν πολύ άσκημα τα πράματα, μα αν δε σκοτώθηκε και ξανάβρει τις αισθήσεις του, τότε θα 'ναι όλα καλά γιατί θα 'ναι μάρτυράς πως ήρθε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, πα να πει λοιπόν πως αυτός σκότωσε και πήρε τα λεφτά». Άρχισα τότε απ' την ανυπομονησία μου να βογγάω για να ξυπνήσω το γρηγορότερο τη Μάρθα Ιγνάτιεβνα. Σηκώθηκε επιτέλους, όρμησε να δει τι έπαθα, μα όταν ξάφνου είδε πως δεν ήταν εκεί ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς, βγήκε έξω, την άκουσα που έβαλε τις φωνές στον κήπο. Ε, από κει κι ύστερα συνεχίστηκε η φασαρία όλη τη νύχτα και γω ησύχασα εντελώς.

Σταμάτησε. Ο Ιβάν τον άκουγε με νεκρική σιωπή, χωρίς να σαλεύει καθόλου, κοιτάζοντάς τον επίμονα. Ο Σμερντιακόβ, καθώς διηγόταν, μονάχα πού και πού του 'ριχνε κάνα βλέμμα, μα περισσότερο κοίταζε στο πλάι. Σαν τέλειωσε τη διήγηση ήταν φανερό πως είχε ταραχτεί κι ο ίδιος και λαχάνιαζε. Το πρόσωπό του ήταν όλο ιδρώτα. Δεν μπορούσες όμως να καταλάβεις αν αισθανόταν τύψεις ή τίποτ' άλλο.

—Στάσου, είπε ο Ιβάν συλλογισμένος κι η πόρτα; Αν σου άνοιξε μονάχα εσένα την πόρτα πώς μπόρεσε να τη δει ο Γρηγόρης ανοιχτή πριν από σένα; Γιατί ο Γρηγόρης την είδε πριν από σένα, έτσι;

Το αξιοσημείωτο είναι πως ο Ιβάν ρωτούσε με την πιο ήρεμη φωνή, μάλιστα μ' εντελώς άλλο τόνο από πριν, χωρίς θυμό, έτσι που αν άνοιγε τώρα κανένας την πόρτα και τους κοίταζε απ' το κατώφλι, θα 'βγαζε σίγουρα το συμπέρασμα πως κάθονται κει και κουβεντιάζουν φιλικά για κάποιο συνηθισμένο αν και ενδιαφέρον θέμα.

—Γι' αυτή την πόρτα και για το ότι ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς την είδε δήθεν ανοιχτή, έχω να πω πως μονάχα του φάνηκε, χαμογέλασε σαρκαστικά ο Σμερντιακόβ. Γιατί αυτός, ακούστε με που σας .λέω, δεν είναι άνθρωπος μα σωστό μουλάρι: Του φάνηκε πως την είδε κι ας μην την είδε, και λοιπόν δε λέει ν' αλλάξει γνώμη. Αυτό πια μας ήρθε έτσι τυχερό που του κόλλησε αυτή η σκέψη, γιατί ύστερ' από τούτο σίγουρα θα ενοχοποιήσουν το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

— Άκου, πρόφερε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς λες κι άρχισε πάλι να τα χάνει και προσπαθώντας κάτι να σκεφτεί άκου... Ήθελα πολλά να σε ρωτήσω ακόμα μα τα ξέχασα... Όλο ξεχνάω και τα μπερδεύω... Ναι! Πες μου τούτο τουλάχιστο: Γιατί άνοιξες το φάκελο και τον πέταξες εκεί, στο πάτωμα; Γιατί δεν έπαιρνες τα λεφτά μαζί με το φάκελο;... Όταν τα διηγόσουνα, μου φάνηκε πως μίλαγες μ' έναν τρόπο γι' αυτό το φάκελο λες κι έτσι έπρεπε να κάνεις... μα γιατί έπρεπε —δεν μπορώ να το καταλάβω...

—Το 'κανα έχοντας το λόγο μου. Γιατί, αν ήταν άνθρωπος που ήξερε τα πράματα, σαν και μένα λόγου χάρη, που 'χε δει ο ίδιος αυτά τα λεφτά από πρώτα κι ίσως να τα 'χε βάλει κι ο ίδιος σε κείνο το φάκελο κι είχε δει με τα μάτια του πώς τον είχαν σφραγίσει και πώς είχανε γράψει την επιγραφή, ένας τέτοιος λοιπόν άνθρωπος για ποιο λόγο, αν σκότωνε λόγου χάρη, θα ξέσκιζε μετά το φόνο αυτό το φάκελο, και μάλιστα μέσα στην τόση βιασύνη του, αφού ήξερε κι από πρώτα κι ήταν ολότελα βέβαιος πως τα λεφτά ήταν σίγουρα εκεί μέσα; Απεναντίας, αν ο κλέφτης ήταν σαν και μένα λόγου χάρη, θα 'χωνε απλά και σκέτα το φάκελο στην τσέπη του χωρίς καθόλου να τον ανοίξει και θα 'φευγε όσο μπορούσε γρηγορότερα. Όμως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς θα φερνόταν εντελώς διαφορετικά. Αυτός είχε ακουστά μονάχα για το φάκελο, δεν τον είχε δει, και μόλις τον πήρε, ας πούμε, κάτω απ' το στρώμα, θα τον ξεσφράγιζε το γρηγορότερο επί τόπου για· να βεβαιωθεί: Είναι ή δεν είναι μέσα τα λεφτά; Και το πακέτο το πέταξε γιατί δεν πρόφτασε να σκεφτεί πως θα μείνει εκεί σα στοιχείο ενοχοποιητικό, γιατί δεν είναι κλέφτης με πείρα και δεν έκλεψε ποτέ του ως τα τότε, γιατί είναι από τζάκι, κι αν τώρα αποφάσισε να κλέψει, αυτό δεν ήταν κλεψιά- ήρθε να πάρει πίσω κάτι δικό του, μια και το είπε από πρώτα σ' όλη την πολιτεία και καυχήθηκε από πρώτα σ' όλους πως θα πάει και θα πάρει απ' το Φιόντορ Παύλοβιτς εκείνο που του ανήκε. Αυτή την ίδια σκέψη την είπα πλάγια στον εισαγγελέα όταν μου 'κανε την προανάκριση, έτσι σα να την είπα ανάμεσα στ' άλλα, σα να μην το καταλάβαινα εγώ, μα να το κατάλαβε αυτός ο ίδιος και να μην του το υπέβαλα εγώ —έτσι που ευχαριστήθηκε και του τρέξανε τα σάλια του εισαγγελέα απ' αυτό τον υπαινιγμό μου...

—Μα πώς γίνεται; Πώς γίνεται λοιπόν; Όλ' αυτά τα σκέφτηκες κείνη τη στιγμή; αναφώνησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς που τα 'χασε από την κατάπληξή του.

Και πάλι κοίταξε φοβισμένος τον Σμερντιακόβ.

—Μα για σκεφτείτε το και μόνος σας, μπορεί να τα συλλογιστεί κανείς όλ' αυτά σε τέτοια βιασύνη; Τα 'χα σχεδιασμένα όλα από πρώτα.

—Ε, λοιπόν, θα πει πως κι ο διάολος σε βοηθούσε! αναφώνησε πάλι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Όχι, δεν είσαι ανόητος, είσαι πολύ πιο έξυπνος από ό,τι νόμιζα...

Σηκώθηκε με φανερή πρόθεση να κάνει μια βόλτα στο δωμάτιο. Τον είχε πιάσει τρομερή αγωνία. Μα επειδή το τραπέζι τον εμπόδιζε κι ανάμεσα στο τραπέζι και στον τοίχο με δυσκολία χωρούσε, γύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Το ότι δεν μπόρεσε να κάνει τη βόλτα, ίσως να τον εξερέθισε έτσι που ούρλιαξε σχεδόν με παραφορά:

— Άκου, άθλιε, ελεεινέ άνθρωπε! Είναι δυνατό να μην καταλαβαίνεις λοιπόν πως αν δε σε σκότωσα ως και τώρα, αυτό το κάνω μόνο και μόνο για να δώσεις λόγο στην αυριανή δίκη; Ο Θεός βλέπει (ο Ιβάν σήκωσε το χέρι προς τον ουρανό). Μπορεί και γω να 'μουν ένοχος, ίσως πραγματικά να 'χα τη μυστική επιθυμία να... πεθάνει ο πατέρας, μα, σου ορκίζομαι, δεν ήμουν τόσο ένοχος όσο νομίζεις κι ίσως δε σε παρότρυνα καθόλου. Όχι, όχι δε σε παρότρυνα! Μα το ίδιο κάνει θα καταγγείλω μόνος μου τον εαυτό μου, αύριο κιόλας στη δίκη, τ' αποφάσισα! Θα τα πω όλα, όλα. Όμως θα παρουσιαστούμε μαζί! Κι ό,τι και να πεις εναντίον μου στη δίκη, ό,τι κατάθεση κι αν δώσεις —θα την παραδεχτώ και δε σε φοβάμαι. Όλα θα τα επιβεβαιώσω μονάχος μου! Μα και συ πρέπει να ομολογήσεις μπροστά στο δικαστήριο. Πρέπει, πρέπει, θα πάμε μαζί! Έτσι θα γίνει.

Ο Ιβάν τα πρόφερε αυτά επίσημα κι αποφασιστικά και μονάχα απ' το βλέμμα του που σπίθιζε ήταν φανερό πως έτσι θα γίνει.

—Είσαστε άρρωστος, το βλέπω άρρωστος. Τα μάτια σας είναι κατακίτρινα, πρόφερε ο Σμερντιακόβ, μα χωρίς καθόλου ειρωνεία, σα να τον λυπόταν μάλιστα.

—Θα πάμε μαζί! ξανάπε ο Ιβάν· κι αν δεν έρθεις εσύ, το ίδιο μου κάνει, θα τα ομολογήσω όλα μονάχος μου.

Ο Σμερντιακόβ σώπασε για λίγο σα να σκεφτόταν.

—Τίποτ' απ' αυτά δε θα γίνει, και σεις δε θα πάτε, αποφάσισε αμετάκλητα.

—Δε με καταλαβαίνεις! αναφώνησε ο Ιβάν.

—Θα ντραπείτε πολύ, αν τα πάρετε όλα πάνω σας. Και θα 'ναι κι ανώφελο εντελώς, γιατί εγώ θα πω πως δε σας είπα τίποτα, δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο, και πως σας έπιασε κάποια αρρώστια (έτσι δείχνετε κιόλας) ή πως λυπηθήκατε τόσο πολύ τον αδερφούλη σας που θυσιάζετε τον εαυτό σας και με κατηγορείτε εμένα γιατί εμένα με θεωρούσατε σκουλήκι σ' όλη σας τη ζωή κι όχι άνθρωπο. Μα και ποιος θα σας πιστέψει, ποια απόδειξη έχετε, έστω και μια;

— Άκου, αυτά τα λεφτά μού τα 'δειξες βέβαια για να με πείσεις.

Ο Σμερντιακόβ έβγαλε πάνω απ' τα μάτσα τον Ισαάκ το Σύρο και τον έβαλε στο πλάι.

—Αυτά τα λεφτά πάρτε τα, αναστέναξε ο Σμερντιακόβ.

—Και βέβαια θα τα πάρω! Μα γιατί μου τα δίνεις αφού γι' αυτά ήταν που σκότωσες; τον κοίταξε με μεγάλη απορία ο Ιβάν.

—Δε μου χρειάζονται καθόλου, πρόφερε με τρεμάμενη φωνή ο Σμερντιακόβ κάνοντας μια χειρονομία. Έλεγα πρώτα πως μ' αυτά τα λεφτά θ' αρχίσω τη ζωή μου στη Μόσχα ή ακόμα καλύτερα στο Εξωτερικό, ένα τέτοιο όνειρο είχα, κι όλ' αυτά γιατί «όλα επιτρέπονται». Εσείς μου τα μάθατε όλ' αυτά, τότε μου λέγατε πολλά τέτοια. Γιατί, αν δεν υπάρχει αιώνιος Θεός, τότε δεν υπάρχει και καμιά αρετή κι ούτε και χρειάζεται τότε. Αυτά μου τα λέγατε σοβαρά. Έτσι σκέφτηκα και γω.

—Με τη σκέψη σου έφτασες σ' αυτό το συμπέρασμα; χαμογέλασε σαρκαστικά ο Ιβάν.

—Με την καθοδήγησή σας.

—Και τώρα πά' να πει πίστεψες στο Θεό, αφού δίνεις πίσω τα λεφτά, ε;

— Όχι, δεν πίστεψα, ψιθύρισε ο Σμερντιακόβ.

—Τότε γιατί τα δίνεις;

—Φτάνει πια... έτσι! έκανε πάλι μια βαριεστημένη χειρονομία ο Σμερντιακόβ. Τότε λέγατε πως όλα επιτρέπονται, τώρα γιατί είσαστε τόσο ταραγμένος; Θέλετε μάλιστα να πάτε να καταγγείλετε τον εαυτό σας... Μονάχα που τίποτ' απ' αυτά δε θα γίνει! Δε θα πάτε να καταθέσετε! αποφάσισε και πάλι με σταθερότητα και βεβαιότητα ο Σμερντιακόβ.

—Θα το δεις! πρόφερε ο Ιβάν.

—Δεν μπορεί να γίνει αυτό. Είσαστε πολύ έξυπνος. Αγαπάτε τα χρήματα, αυτό το ξέρω, σας αρέσει να 'χετε υπόληψη γιατί είσαστε πολύ περήφανος, αγαπάτε τα γυναικεία κάλλη με το παραπάνω, και πάνω απ' όλα θέλετε να ζείτε άνετα και να μην προσκυνάτε κανέναν, αυτό περισσότερο απ' όλα. Δε θα θελήσετε να χαλάσετε για πάντα τη ζωή σας. Δε θα παραδεχτείτε τέτοια ντροπή στο δικαστήριο. Είσαστε σαν το Φιόντορ Παύλοβιτς, απ' όλα τα παιδιά του του μοιάζετε περισσότερο, έχετε την ίδια ψυχή.

—Δεν είσαι ανόητος, πρόφερε ο Ιβάν απορημένος.

Το αίμα ανέβηκε στο πρόσωπό του.

—Νόμιζα πρώτα πως είσαι βλάκας. Το βλέπω τώρα πως πρέπει να σε παίρνει κανείς στα σοβαρά, παρατήρησε κοιτάζοντας ξαφνικά μ' άλλον τρόπο το Σμερντιακόβ.

—Απ' την περηφάνια σας το νομίζατε πως είμαι ανόητος. Πάρτε λοιπόν τα λεφτά.

Ο Ιβάν πήρε και τα τρία μάτσα και τα 'βαλε στην τσέπη του έτσι ατύλιχτα.

—Αύριο θα τα δείξω στο δικαστήριο.

—Κανένας δε θα σας πιστέψει κει πέρα τώρα έχετε και δικά σας μπόλικα λεφτά· τα πήρατε απ' την κάσα σας και μας τα φέρατε, θα πουν.

Ο Ιβάν σηκώθηκε.

—Σου ξαναλέω πως αν δε σε σκότωσα, αυτό έγινε μόνο και μόνο γιατί μου χρειάζεσαι γι' αύριο, να το θυμάσαι αυτό, μην το ξεχνάς!

—Και γιατί λοιπόν; Σκοτώστε με. Σκοτώστε με τώρα, πρόφερε ξάφνου με παράξενο τρόπο ο Σμερντιακόβ κοιτώντας παράξενα τον Ιβάν. Ούτε κι αυτό δε θα το τολμήσετε, πρόστεσε χαμογελώντας πικρά τίποτα δε θα τολμήσετε, πρώην τολμηρέ άνθρωπε!

—Ες αύριον! φώναξε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, και προχώρησε προς την πόρτα.

—Σταθείτε... δείξτε μου τα για μια φορά ακόμα.

—Ο Ιβάν έβγαλε τα χαρτονομίσματα και του τα 'δειξε. Ο Σμερντιακόβ τα κοίταξε κάπου δέκα δευτερόλεπτα.

—Τώρα πηγαίνετε, πρόφερε κάνοντας μια βαριεστημένη χειρονομία. Ιβάν Φιοντόροβιτς! του φώναξε ξάφνου και πάλι.

—Τι θέλεις; γύρισε ο Ιβάν καθώς πήγαινε προς την πόρτα.

—Αντίο!

—Ες αύριον! φώναξε ο Ιβάν και βγήκε απ' το δωμάτιο.

Η χιονοθύελλα εξακολουθούσε ακόμα. Τα πρώτα βήματα τα 'κανε με σταθερότητα μα ύστερα σα ν' άρχισε να παραπατάει.

«Αδυναμία είναι», σκέφτηκε χαμογελώντας ειρωνικά.

Κάτι σα χαρά απλώθηκε στην ψυχή του. Αισθάνθηκε μέσα του κάποια σταθερότητα. Τέλειωσαν οι αμφιβολίες που τον βασάνιζαν τόσο τρομερά τον τελευταίο καιρό! Η απόφαση είχε παρθεί «και δε θ' αλλάξει πια», σκέφτηκε μ' ευτυχία. Κείνη τη στιγμή σκόνταψε σε κάτι και παρά λίγο να 'πεφτε. Σταμάτησε και διέκρινε στα πόδια του το μουζικάκο που είχε ρίξει χάμω κι έμενε πεσμένος στο ίδιο μέρος, χωρίς να σαλεύει, αναίσθητος. Η χιονοθύελλα του 'χε σκεπάσει σχεδόν το πρόσωπο. Ο Ιβάν τον άρπαξε και τον σήκωσε στην πλάτη. Βλέποντας φως σ' ένα σπιτάκι δεξιά, πλησίασε, χτύπησε στα παντζούρια, κι όταν άνοιξε κάποιος, τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει να κουβαλήσουν το μουζίκο ως το Τμήμα και του υποσχέθηκε γι' αυτό να του δώσει τρία ρούβλια.

Ο άγνωστος ετοιμάστηκε και βγήκε. Δε θα κάτσω να περιγράψω με λεπτομέρειες πώς τα κατάφερε τότε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς να τον πάει στο Τμήμα και να κανονίσει να τον εξετάσει γιατρός δίνοντας και δω μ' απλοχεριά «για τα έξοδα».

Θα πω μονάχα πως γι' αυτή την υπόθεση χρειάστηκε σχεδόν μια ώρα. Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έμεινε πολύ ευχαριστημένος. Οι σκέψεις του σκορπίζονταν και δούλευαν:

«Αν δεν είχα πάρει τόσο σταθερά την απόφασή μου για αύριο», σκέφτηκε ξάφνου με απόλαυση, «τότε δε θα σταματούσα μιαν ολάκερη ώρα για να τα κανονίσω με τον μουζικάκο μα θα πέρναγα δίπλα του και θα 'λεγα στα παλιά μου τα παπούτσια κι αν πεθάνει απ' την παγωνιά... Όμως για κοίτα, έχω τη δύναμη να παρατηρώ τον εαυτό μου!» και σκέφτηκε την ίδια στιγμή, ακόμα με πιο μεγάλη απόλαυση: «και κείνοι κει το πήραν πια απόφαση πως τρελαίνομαι!»

Φτάνοντας στο σπίτι του σταμάτησε ξαφνικά γιατί έκανε μιαν αναπάντεχη ερώτηση στον εαυτό του:

«Δε θα 'πρεπε τάχα να πάω τώρα και να τα πω όλα στον εισαγγελέα;»

Όμως πήρε την απόφασή του και ξανατράβηξε για το σπίτι:

«Αύριο, όλα μαζί!» ψιθύρισε μέσα του και, παράξενο, σχεδόν όλη η χαρά, όλη η ευχαρίστηση απ' τον εαυτό του χάθηκε στη στιγμή.

Όταν μπήκε στο δωμάτιό του, κάτι παγωμένο άγγιξε την καρδιά του, σαν κάποια ανάμνηση ή, πιο σωστά, κάποια υπενθύμιση για κάτι βασανιστικό κι αποκρουστικό που βρισκόταν αυτή τη στιγμή σ' αυτό το δωμάτιο, μα που υπήρχε και πριν. Σωριάστηκε τσακισμένος στο ντιβάνι του, η γριά του 'φερε το σαμοβάρι. Αυτός όμως δεν τ' άγγιξε. Τη γριά την ξαπόστειλε ως την άλλη μέρα. Έμεινε έτσι στο ντιβάνι κι ένιωθε κατάκοπος, άρρωστος, το κεφάλι του γύριζε. Άρχισε να τον παίρνει ο ύπνος μα σηκώθηκε ανήσυχος κι έκανε μια βόλτα στο δωμάτιο για να τον διώξει. Ήταν στιγμές που 'χε την εντύπωση πως άρχιζε να παραμιλάει. Μα δεν ήταν η αρρώστια που τον απασχολούσε κυρίως. Κάθισε πάλι κι άρχισε πού και πού να ρίχνει βλέμματα γύρω του σαν κάτι να γύρευε να βρει. Αυτό έγινε αρκετές φορές. Τέλος το βλέμμα του καρφώθηκε σ' ένα σημείο. Ο Ιβάν χαμογέλασε ειρωνικά μα και κοκκίνισε απ' το θυμό του. Έμεινε πολλήν ώρα στη θέση του ακουμπώντας το κεφάλι και στα δυο του χέρια και παρ' όλ' αυτά, εξακολουθώντας να ρίχνει λοξές ματιές στο ίδιο σημείο, στο ντιβάνι που βρισκόταν κοντά στον απέναντι τοίχο. Φαινόταν πως κάτι που ήταν εκεί τον ερέθιζε, κάποιο αντικείμενο τον ανησυχούσε, τον τυραννούσε.


11. VIII. Η τρίτη και τελευταία συνάντηση με το Σμερντιακόβ 11. VIII. The third and last meeting with Smerdiakov

Στα μισά κιόλας του δρόμου άρχισε να φυσάει δυνατό ξεροβόρι, το ίδιο που φύσαγε το πρωί, κι άρχισε να πέφτει ψιλό πυκνό, ξερό χιόνι. Έπεφτε στο χώμα μα δεν πρόφταινε να στρωθεί· αγέρας το σήκωνε, το στριφογύριζε και σε λίγο άρχισε σωστή χιονοθύελλα. Στο μέρος της πολιτείας όπου έμενε ο Σμερντιακόβ δεν υπήρχαν καθόλου σχεδόν φανάρια. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς προχωρούσε στο σκοτάδι μην προσέχοντας τη χιονοθύελλα, βρίσκοντας το δρόμο του με το ένστικτο. Του πονούσε το κεφάλι. Τα μελίγγια του χτυπούσαν οδυνηρά. Στους καρπούς των χεριών του ένιωθε παράξενους σπασμούς. Λίγο πριν φτάσει στο σπιτάκι της Μάριας Κοντράτιεβνας, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς συνάντησε ένα μεθυσμένο, έναν κοντό μουζικάκο που φόραγε ένα μπαλωμένο κοντογούνι και παραπατώντας κάτι μουρμούριζε, έβριζε και ξάφνου παράταγε τις βρισιές κι άρχιζε να τραγουδάει με βραχνή, μεθυσμένη φωνή:

Πήγε ο Βάνκα μου στο Πίτερ Δεν τον περιμένω πια!

Όμως πάντα σταματούσε σ' αυτό το δεύτερο στίχο κι άρχιζε πάλι κάποιον να βρίζει, ύστερα ξανάρχιζε ξαφνικά το ίδιο τραγούδι. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς αισθανόταν από ώρα τώρα τρομερό μίσος γι' αυτόν χωρίς καν να το σκέφτεται καθόλου και ξαφνικά το συνειδητοποίησε. Αμέσως ένιωσε την ακατάσχετη επιθυμία να του δώσει μια γροθιά και να τον πετάξει χάμω. Την ίδια ακριβώς στιγμή είχαν φτάσει κοντά ο ένας στον άλλο κι ο μουζικάκος παραπάτησε κι έπεσε μ' όλη του τη δύναμη πάνω στον Ιβάν. Αυτός τον έσπρωξε με λύσσα. Ο μουζικάκος τινάχτηκε μακριά και ξαπλώθηκε σαν κούτσουρο στην παγωμένη γη βγάζοντας ένα στεναγμό:

—Ω-ωχ! και σώπασε.

Ο Ιβάν τον πλησίασε. Εκείνος κοιτόταν ανάσκελα, εντελώς ακίνητος, αναίσθητος:

«Θα πεθάνει απ' την παγωνιά», σκέφτηκε ο Ιβάν και προχώρησε πάλι προς το σπίτι του Σμερντιακόβ.

Στο διάδρομο η Μάρια Κοντράτιεβνα, που έτρεξε να του ανοίξει κρατώντας ένα κερί, του ψιθύρισε πως ο Πάβελ Φιοντόροβιτς (δηλαδή ο Σμερντιακόβ) είναι πολύ άρρωστος, όχι μονάχα δεν μπορεί να σηκωθεί απ' το κρεβάτι, μα φαίνεται σα να 'χει χάσει τα λογικά του, και το τσάι ακόμα είπε να το πάρουμε, δε θέλησε να το πιει.

—Τι δηλαδή, κάνει φασαρίες; ρώτησε απότομα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

—Τι λέτε, απεναντίας είναι εντελώς ήσυχος, μονάχα μη μιλήσετε μαζί του πολλήν ώρα... παρακάλεσε η Μάρια Κοντράτιεβνα.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο. Είχαν ανάψει τη σόμπα κι έκανε πολλή ζέστη όπως και την προηγούμενη φορά, όμως μέσα στο δωμάτιο είχαν γίνει μερικές αλλαγές. Ο ένας πάγκος δεν υπήρχε και στη θέση του είχαν βάλει ένα παλιό πέτσινο ντιβάνι, απομίμηση ακαζού. Εκεί πάνω είχαν βάλει ένα στρώμα με αρκετά καθαρά άσπρα μαξιλάρια. Στο ντιβάνι καθόταν ο Σμερντιακόβ, φορώντας την ίδια κείνη ρόμπα. Το τραπέζι το 'χαν μεταφέρει μπροστά στο ντιβάνι, έτσι που το δωμάτιο είχε γίνει πολύ στενάχωρο. Στο τραπέζι βρισκόταν κάποιο χοντρό βιβλίο με κίτρινο εξώφυλλο, μα ο Σμερντιακόβ δεν το διάβαζε. Καθόταν εκεί δίχως να κάνει τίποτα. Υποδέχτηκε μ' ένα παρατεταμένο και σιωπηλό βλέμμα τον Ιβάν Φιοντόροβιτς και φαινόταν πως δεν παραξενεύτηκε καθόλου απ' την επίσκεψή του. Το πρόσωπό του είχε αλλάξει πολύ, είχε αδυνατίσει κι είχε χλομιάσει. Τα μάτια του είχαν μπει μέσα στις κόγχες τους κι από κάτω είχαν μελανιάσει.

— Ώστε στ' αλήθεια είσαι άρρωστος; είπε σταματώντας ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Δε θα σ' απασχολήσω πολύ, ούτε το παλτό μου δε θα βγάλω. Πού να κάτσω;

Πήγε στην άλλη άκρη του τραπεζιού, πήρε μια καρέκλα, την έφερε κοντά στο τραπέζι και κάθισε.

—Τι με κοιτάς και δε λες τίποτα; Μια ερώτηση ήρθα μονάχα να σου κάνω. Μα το Θεό, δε θα φύγω από δω προτού μου απαντήσεις: Ήρθε δω πέρα η κυρία Κατερίνα Ιβάνοβνα;

Ο Σμερντιακόβ σώπασε για πολλήν ώρα κοιτώντας, όπως και πρώτα, ήρεμα τον Ιβάν, μα ξαφνικά έκανε μια βαριεστημένη χειρονομία και του απόστρεψε το πρόσωπο.

—Τι θα πει αυτό; ξεφώνισε ο Ιβάν.

—Τίποτα.

—Πώς τίποτα;

—Ε, ναι, ήρθε. Τι σας νοιάζει εσάς; Αφήστε με ήσυχο.

— Όχι, δε θα σ' αφήσω! Λέγε, πότε ήρθε;

—Το ξέχασα πια, είπε ο Σμερντιακόβ χαμογελώντας περιφρονητικά και ξάφνου, γυρίζοντας και πάλι το πρόσωπο στον Ιβάν. Κάρφωσε το βλέμμα πάνω του, ένα βλέμμα γεμάτο έξαλλο μίσος, —το ίδιο κείνο βλέμμα που τον κοίταζε και στην άλλη τους συνάντηση, ένα μήνα πριν.

—Και σεις άρρωστος φαινόσαστε, τα μάγουλά σας πέσανε, χάσατε το χρώμα σας, είπε στον Ιβάν.

—Να μη σε νοιάζει η υγεία μου· απάντησε σ' αυτό που σε ρωτάω.

—Γιατί κιτρίνισαν τα μάτια σας; Τ' ασπράδια είναι κατακίτρινα. Μην τάχα είναι τίποτα που σας βασανίζει;

Χαμογέλασε περιφρονητικά και ξάφνου ξεκαρδίστηκε στα γέλια.

—Δε θα φύγω προτού μου απαντήσεις. Τ' άκουσες; ξεφώνισε τρομερά ερεθισμένος ο Ιβάν.

—Γιατί μου φορτώνεστε; Γιατί με βασανίζετε; είπε ο Σμερντιακόβ πονεμένα.

—Βρε, που να πάρει ο διάολος. Λίγο με νοιάζει για σένα. Απάντησέ μου και φεύγω αμέσως.

—Δεν έχω τίποτα να σας απαντήσω, πεισμάτωσε και πάλι ο Σμερντιακόβ.

—Σε βεβαιώνω πως θα σ' αναγκάσω ν' απαντήσεις!

—Γιατί ανησυχείτε τόσο; είπε ξάφνου ο Σμερντιακόβ και τον κοίταξε κατάματα, όχι μονάχα με περιφρόνηση μα σχεδόν με σιχασιά. Μήπως γιατί αύριο αρχίζει η δίκη; Εσείς δεν πρόκειται να πάθετε τίποτα, πιστέψτε το επιτέλους! Πηγαίνετε σπίτι σας, πλαγιάστε και κοιμηθείτε ήσυχα, δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε.

—Δε σε καταλαβαίνω... τι μπορώ να φοβηθώ αύριο; πρόφερε απορώντας ο Ιβάν και ξάφνου πραγματικά μια ριπή παγωμένου τρόμου φύσηξε στην καρδιά του.

Ο Σμερντιακόβ τον κοίταξε από πάνω ως κάτω.

—Δε με κα-τα-λα-βαί-νε-τε; πρόφερε μακρόσυρτα κι επιτιμητικά. Όρεξη που την έχετε, ένας έξυπνος άνθρωπος σαν και σας να παίζει ακόμα κωμωδία!

Ο Ιβάν τον κοίταζε σιωπηλά. Αυτός ο αναπάντεχος τόνος, που παραήταν πια υπεροπτικός, στη φωνή του πρώην λακέ του, του 'κανε εντύπωση. Τέτοιον τόνο δεν είχε μεταχειριστεί, ούτε την περασμένη φορά.

—Σας λέω πως δεν έχετε τίποτα να φοβάστε. Δε θα καταθέσω τίποτα εναντίον σας- στοιχεία σε βάρος σας δεν υπάρχουν. Πώς τρέμουν τα χέρια του. Γιατί τρεμουλιάζουν έτσι τα δάχτυλά σας; Πηγαίνετε σπίτι σας, 8ε σκοτώσατε σεις.

Ο Ιβάν ανατρίχιασε. Θυμήθηκε τον Αλιόσα.

—Το ξέρω πως δεν είμαι γω... τραύλισε.

—Το ξέ-ρε-τε; έκανε ο Σμερντιακόβ.

Ο Ιβάν τινάχτηκε απάνω και τον άρπαξε απ' τον ώμο:

—Πες τα όλα, κάθαρμα! Πες τα όλα!

Ο Σμερντιακόβ δε φοβήθηκε καθόλου. Κάρφωσε πάνω του τα μάτια του μ' ένα παράφορο μίσος.

—Ε, αφού είν' έτσι, εσείς σκοτώσατε λοιπόν, του ψιθύρισε φρενιασμένα.

Ο Ιβάν κάθισε στην καρέκλα σαν κάτι να σκέφτηκε. Χαμογέλασε χαιρέκακα.

—Για τα ίδια μου κοπανάς πάλι; Γι' αυτά που 'λεγες και την προηγούμενη φορά;

—Μα και την περασμένη φορά καθόσαστε κει πέρα απέναντί μου και τα καταλαβαίνατε όλα, τα καταλαβαίνετε και τώρα.

—Καταλαβαίνω μονάχα πως είσαι τρελός.

—Ακόμα δε βαρεθήκατε; Αφού είμαστε μόνοι και κανείς δε μας ακούει γιατί να παίζουμε αυτή την κωμωδία; Ή, μήπως θέλετε ακόμα να ρίξετε όλη την ευθύνη σε μένα αποκλειστικά; Εσείς σκοτώσατε, εσείς είστε ο κυριότερος δολοφόνος, εγώ ήμουν μονάχα όργανό σας, πιστός σας υπηρέτης και δεν έκανα άλλο παρά να εκτελέσω αυτό που μου είχατε πει.

—Να εκτελέσεις; Ώστε εσύ σκότωσες λοιπόν; είπε ο Ιβάν και πάγωσε σύγκορμος.

Λες και κάτι σάλεψε στο μυαλό του κι έτρεμε ολάκερος από παγωμένο ρίγος. Τότε πια κι ο Σμερντιακόβ τον κοίταξε απορημένος: Φαίνεται πως του 'κανε εντύπωση η ειλικρίνεια του ξαφνικού φόβου του Ιβάν.

—Μα στ' αλήθεια λοιπόν δεν ξέρατε τίποτα; τραύλισε δύσπιστα, κοιτάζοντάς τον στα μάτια μ' ένα στραβό χαμόγελο. Ο Ιβάν όλο τον κοίταζε, λες και του κόπηκε η λαλιά.

Πήγε ο Βάνκα μου στο Πίτερ Δεν τον περιμένω πια!

αντήχησε ξάφνου μέσα στο κεφάλι του.

—Ξέρεις κάτι; Φοβάμαι πως είσαι όνειρο, πως είσαι ξωτικό, πρόφερε.

—Δεν υπάρχει δω πέρα κανένα ξωτικό εκτός από μας τους δυο και κάποιον τρίτο. Χωρίς αμφιβολία εδώ είναι τώρα ο τρίτος αυτός. Βρίσκεται ανάμεσα στους δυο μας.

—Ποιος είν' αυτός; Ποιος βρίσκεται; Ποιος τρίτος; πρόφερε φοβισμένα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, κοιτάζοντας γύρω του και ψάχνοντας βιαστικά με το βλέμμα του κάποιον σ' όλες τις γωνιές.

—Ο τρίτος αυτός είναι ο Θεός —η Θεία Πρόνοια, εδώ είναι τώρα, δίπλα μας, μονάχα δεν υπάρχει λόγος να ψάχνετε γι' αυτόν, δε θα τον βρείτε.

—Ψέματα είπες πως σκότωσες! ούρλιαξε φρενιασμένα ο Ιβάν. Ή τρελός είσαι ή με κοροϊδεύεις όπως και την περασμένη φορά!

Ο Σμερντιακόβ δε φοβήθηκε —όπως και πρώτα— μονάχα τον κοίταξε εξεταστικά. Δεν μπορούσε να κατανικήσει ακόμα τη δυσπιστία του, όλο του φαινόταν πως ο Ιβάν «όλα τα ξέρει» μα υποκρίνεται για να «ρίξει την ευθύνη πάνω του»

—Σταθείτε μια στιγμή, πρόφερε τέλος μ' αδύνατη φωνή και ξάφνου, βγάζοντας κάτω απ' το τραπέζι τ' αριστερό του πόδι, άρχισε ν' ανασηκώνει το μπατζάκι του.

Φόραγε μια μακριά άσπρη κάλτσα και παντόφλα. Χωρίς να βιάζεται, ο Σμερντιακόβ έβγαλε την καλτσοδέτα κι έχωσε βαθιά στην κάλτσα τα δάχτυλά του. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς τον κοίταζε και ξαφνικά άρχισε να τρέμει σπασμωδικά!

—Τρελέ! ούρλιαξε και πηδώντας απ' τη θέση του ρίχτηκε προς τα πίσω έτσι που χτύπησε με την πλάτη στον τοίχο, κι έμεινε κει σα να κόλλησε, τεντωμένος σα χορδή. Κοίταζε μ' αλλόφρονη φρίκη τον Σμερντιακόβ. Εκείνος δεν ταράχτηκε καθόλου απ' τον τρόμο του Ιβάν, όλο ψαχούλευε ακόμα στην κάλτσα, λες και προσπαθούσε να πιάσει κάτι με τα δάχτυλά του και να το τραβήξει. Τέλος τα κατάφερε. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς είδε πως ήταν κάτι χαρτιά ή κάποιο μάτσο από χαρτιά. Ο Σμερντιακόβ τα 'βγαλε και τα 'βαλε στο τραπέζι.

—Να! είπε σιγανά.

—Τι είναι αυτό; ρώτησε τρέμοντας ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

—Κοιτάχτε ο ίδιος, είπε το ίδιο σιγανά ο Σμερντιακόβ.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έκανε ένα βήμα προς το τραπέζι, έπιασε το πακέτο κι άρχισε να το ξετυλίγει, μα ξαφνικά τράβηξε τα δάχτυλά του λες κι είχε αγγίξει κάτι σιχαμερό, ένα τρομερό ερπετό.

—Τα δάχτυλά σας τρέμουν, έχουν σπασμούς, παρατήρησε ο Σμερντιακόβ και ξετύλιξε ο ίδιος, χωρίς να βιάζεται, το χαρτί.

Ήταν τρία μάτσα κατοστάρικα.

—Όλα εδώ είναι, όλες οι τρεις χιλιάδες —δεν υπάρχει ανάγκη να τα μετρήσετε. Παραλάβετέ τις, είπε δείχνοντας με το κεφάλι του τα λεφτά. Ο Ιβάν σωριάστηκε στην καρέκλα.

Είχε πανιάσει.

—Με τρόμαξες... μ' αυτή την κάλτσα... πρόφερε μ' ένα ηλίθιο χαμόγελο.

—Μα πώς λοιπόν, πώς λοιπόν; Ως τα τώρα δεν το ξέρατε; ρώτησε ακόμα μια φορά ο Σμερντιακόβ.

— Όχι, δεν το 'ξερα. Όλο νόμιζα πως το 'κανε ο Ντιμήτρι. Αδερφέ μου! Αδερφέ μου! Αχ! έπιασε ξάφνου το κεφάλι του και με τα δυο του χέρια. Άκου: μονάχος σου σκότωσες; Χωρίς τον αδερφό μου ή με τον αδερφό;

—Μονάχα με σας. Με σας σκότωσα. Ο Ντιμήτρι

Φιοντόροβιτς είναι ολότελα αθώος.

—Καλά, καλά... Για μένα αργότερα. Τι έπαθα και τρέμω έτσι... Λέξη δεν μπορώ να προφέρω.

—Τότε όμως είσαστε θαρραλέος, «όλα επιτρέπονται» λέγατε και τώρα κατατρομάξατε! πρόφερε απορώντας ο Σμερντιακόβ. Μήπως θέλετε καμιά λεμονάδα; Θα πω αμέσως να σας φέρουν. Θα σας δροσίσει πολύ. Μονάχα θα πρέπει πρώτα να σκεπάσουμε τούτο δω.

Κι έδειξε ξανά με το κεφάλι του τα μάτσα. Έκανε να πάει κιόλας προς την πόρτα για να φωνάξει στη Μάρια Κοντράτιεβνα να φέρει μια λεμονάδα, και, ψάχνοντας με τι να σκεπάσει τα λεφτά για να μην τα δει εκείνη, έβγαλε στην αρχή το μαντίλι του μα, επειδή αυτό ήταν καταλερωμένο, πήρε κείνο το χοντρό κίτρινο βιβλίο που 'χε προσέξει ο Ιβάν μόλις μπήκε. Μ' αυτό σκέπασε τα λεφτά. Ο τίτλος του βιβλίου ήταν: Λόγοι του Αγίου ημών Πατρός Ισαάκ του Σύρου. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πρόφτασε μηχανικά να διαβάσει τον τίτλο.

—Δε θέλω λεμονάδα, είπε. Για μένα θα μιλήσουμε αργότερα. Κάτσε και λέγε: Πώς το 'κανες; Λέγε τα όλα.

—Βγάλτε το παλτό σας τουλάχιστο, θα σκάσετε.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, σα να το σκέφτηκε μόλις τώρα, έβγαλε βιαστικά το παλτό του και το πέταξε στον πάγκο χωρίς να σηκωθεί.

—Μίλα λοιπόν, μίλα, σε παρακαλώ! σα να ησύχασε.

Περίμενε τώρα με βεβαιότητα πως ο Σμερντιακόβ θα τα πει όλα.

—Για το πώς έγινε; αναστέναξε ο Σμερντιακόβ. Έγινε με τον πιο φυσικό τρόπο, ακολουθώντας τα ίδια σας τα λόγια...

—Για τα λόγια μου αργότερα, τον διέκοψε και πάλι ο Ιβάν μα χωρίς να φωνάξει όπως πρώτα, προφέροντας σταθερά τα λόγια του και σα να βρήκε εντελώς την αυτοκυριαρχία του. Διηγήσου μου μονάχα με λεπτομέρειες πώς το 'κανες. Όλα με τη σειρά. Μην ξεχάσεις τίποτα. Με λεπτομέρειες. Το κυριότερο είναι οι λεπτομέρειες. Σε παρακαλώ.

—Εσείς φύγατε, εγώ έπεσα τότε στο υπόγειο...

—Σ ' έπιασε κρίση ή υποκρίθηκες;

—Και βέβαια υποκρίθηκα. Σ' όλα υποκρίθηκα. Κατέβηκα ήσυχα-ήσυχα τη σκάλα ως κάτω και ξαπλώθηκα, και μόλις ξαπλώθηκα άρχισα να ουρλιάζω. Και χτυπιόμουν ώσπου με βγάλανε από κει.

—Στάσου! Κι αργότερα, κι ύστερα όλο τον καιρό, και στο Νοσοκομείο, όλο υποκρινόσουν;

—Καθόλου. Την άλλη μέρα, πριν με πάνε ακόμα στο Νοσοκομείο, μ' έπιασε πραγματική κρίση και τόσο δυνατή που χρόνια είχε να με πιάσει. Δύο μέρες ήμουν εντελώς αναίσθητος.

—Καλά, καλά. Συνέχισε.

—Με βάλανε σε κείνο το κρεβάτι και γω κατάλαβα αμέσως πως είμαι πίσω απ' το χώρισμα, γιατί η Μάρθα Ιγνάτιεβνα κάθε φορά που αρρώσταινα εκεί μ' έβαζε, στο δωμάτιό της, πίσω απ' αυτό το χώρισμα. Με περιποιόταν πάντα απ' τον καιρό, που γεννήθηκα. Τη νύχτα βογγούσα, όμως σιγά. Όλο περίμενα να 'ρθει ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

—Πώς τον περίμενες; Να 'ρθει να σε δει;

—Γιατί να 'ρθει να με δει; Περίμενα να 'ρθει στο σπίτι γιατί πια δεν είχα καμιάν αμφιβολία πως θα 'ρχόταν την ίδια νύχτα γιατί, μια και μ' έχασε και δεν είχε καμιά πληροφορία, θα 'πρεπε να μπει ο ίδιος στο σπίτι, να πηδήξει το φράχτη και να κάνει αυτό που ήταν να κάνει.

—Κι αν δεν ερχόταν;

—Τότε δε θα γινόταν τίποτα. Χωρίς αυτόν δε θα τ' αποφάσιζα.

—Καλά, καλά... λέγε τα πιο καθαρά, μη βιάζεσαι, και, το σπουδαιότερο, μην παραλείπεις τίποτα!

—Περίμενα πως θα σκότωνε το Φιόντορ Παύλοβιτς... γι' αυτό ήμουν βέβαιος. Γιατί τον είχα προετοιμάσει κιόλας έτσι...τις τελευταίες μέρες... και, το κυριότερο, είχε μάθει κείνα τα συνθήματα. Μια κι ήταν τόσο φιλύποπτος κι οξύθυμος, ήμουνα βέβαιος πως με τα συνθήματα θα 'μπαινε στο σπίτι. Αυτό οπωσδήποτε. Γι' αυτό και τον περίμενα.

—Στάσου, τον διέκοψε ο Ιβάν· αν τον σκότωνε αυτός, θα 'παιρνε και τα λεφτά. Έτσι δεν ήταν φυσικό να σκεφτείς; Τι θα σου 'μενε λοιπόν εσένα; Δε βλέπω να σου 'μενε τίποτα.

—Μα τα λεφτά ποτέ δε θα τα 'βρισκε. Εγώ του 'χα πει επίτηδες πως τα λεφτά είναι κάτω απ' το στρώμα. Όμως αυτό ήταν ψέμα. Στην αρχή ήταν μέσα στην κασετίνα. Έτσι ήταν. Μα αργότερα έπεισα τον Φιόντορ Παύλοβιτς, μια και μένα μονάχα σ' όλο τον κόσμο εμπιστευόταν, τον έπεισα να βάλει το πακέτο με τα λεφτά στη γωνιά, πίσω απ' τα εικονίσματα, γιατί κανένας δε θα το 'βαζε με το νου του πως το πακέτο βρισκόταν κει πέρα, όταν μάλιστα θα 'ρχόταν βιαστικός. Έτσι λοιπόν το πακέτο βρισκότανε κει πέρα στη γωνιά. Κάτω απ' το στρώμα ήταν εντελώς αστείο να το κρατήσει, στην κασετίνα ήταν τουλάχιστο κλειδωμένα τα λεφτά. Κι όμως όλοι δω πέρα το πιστέψανε πως τάχα τα 'χε κάτω απ' το στρώμα. Ανόητη σκέψη. Ώστε λοιπόν αν ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έκανε το φόνο, δε θα 'βρισκε τίποτα και θα το 'σκαγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, όπως συμβαίνει δα σ' αυτές τις περιπτώσεις όπου φοβάται κανείς τον κάθε θόρυβο. Μπορεί κιόλας να τον πιάνανε. Έτσι εγώ μπορούσα, την άλλη μέρα ή και την ίδια κείνη νύχτα, να πάρω τα λεφτά πίσω απ' τα εικονίσματα κι όλη η ευθύνη θα 'πεφτε στο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Αυτό πάντα μπορούσα να το ελπίζω.

—Κι αν δεν τον σκότωνε παρά τον έσπαγε μονάχα στο ξύλο;

—Αν δεν τον σκότωνε, τότε φυσικά δε θα τολμούσα να πάρω τα λεφτά κι η υπόθεση θα 'μενε κει. Μα υπολόγιζα και σε τούτο: Μπορεί να τον χτυπούσε τόσο που να 'χανε τις αισθήσεις του και γω στο μεταξύ θα πρόφταινα να του πάρω τα λεφτά. Αργότερα θα του 'λεγα πως τ' άρπαξε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

—Στάσου... τα μπερδεύω. Ώστε λοιπόν βγαίνει πάλι πως ο Ντιμήτρι σκότωσε και συ δεν έκανες άλλο παρά να πάρεις τα λεφτά;

— Όχι, δεν τον σκότωσε αυτός. Τι να σας πω, θα μπορούσα και τώρα ακόμα να σας πω ψέματα πως ο δολοφόνος είναι αυτός... μα δε θέλω να σας πω ψέματα γιατί... γιατί αν πραγματικά, όπως το βλέπω τώρα και μόνος μου, δεν καταλαβαίνατε τίποτα ως τα τώρα και δεν υποκρινόσαστε για να ρίξετε τη φανερή ενοχή σας απάνω μου, όμως παρ' όλ' αυτά εσείς φταίτε για όλα γιατί ξέρατε για το φόνο και μου αναθέσατε να σκοτώσω και, ξέροντάς τα όλα, φύγατε. Γι' αυτό θέλω απόψε να σας αποδείξω καταπρόσωπο πως ο κυριότερος ένοχος για όλα είσαστε σεις, και γω είμαι απλά και σκέτα βοηθητικό πρόσωπο, αν και γω ήμουν που σκότωσα. Όμως εσείς έχετε τη μεγαλύτερη ευθύνη για το φόνο, εσείς είστε ο κυριότερος φονιάς. Έτσι λέει ο Νόμος.

—Γιατί, γιατί είμαι φονιάς; Ω, Θεέ μου! δε βάσταξε τέλος ο Ιβάν, ξεχνώντας πως είχε αναβάλει την κουβέντα για τον εαυτό του για το τέλος. Πάλι εκείνη η Τσερμασνιά είναι; Στάσου, γιατί σου χρειαζόταν η συγκατάθεσή μου, αν πήρες την Τσερμασνιά για συγκατάθεση; Πώς θα μου το ξεδιαλύνεις αυτό;

— Όντας σίγουρος για τη συγκατάθεσή σας, ήξερα πια πως όταν γυρίζατε δε θα κάνατε φασαρία για τις τρεις χιλιάδες που χαθήκανε, αν για κάποιο λόγο οι Αρχές υποπτεύονταν εμένα αντί για το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ή αν με θεωρούσαν συνένοχό του. Απεναντίας θα με υποστηρίζατε κιόλας... Κι όταν θα παίρνατε την κληρονομιά, θα μπορούσατε να με. ανταμείψετε έτσι που θα εξασφαλιζόμουνα για όλη μου τη ζωή, γιατί, όπως και να το πάρουμε, εγώ θα 'μουν η αιτία που θα παίρνατε σεις την κληρονομιά. Αν παντρευόταν την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα θα παίρνατε αέρα κοπανιστό.

—Α! ώστε είχες υπ' όψη σου να με βασανίζεις σ' όλη μου τη ζωή! είπε τρίζοντας τα δόντια ο Ιβάν. Και τι θα γινόταν αν δεν έφευγα τότε και σε κατάγγελνα;

—Και τι θα μπορούσατε τότε να πείτε εναντίον μου; Πως σας συμβούλευα να πάτε στην Τσερμασνιά; Μα αυτά είναι ανοησίες. Εξάλλου μετά την κουβέντα μας ή θα φεύγατε ή θα μένατε. Αν δε φεύγατε δε θα γινότανε τίποτα, θα καταλάβαινα πως δε θέλετε να γίνει αυτή η δουλειά και δε θα ενεργούσα. Όμως μια και φύγατε, ήταν σα να με βεβαιώνατε πως δε θα τολμήσετε να με καταγγείλετε στο δικαστήριο κι αυτές τις τρεις χιλιάδες θα μου τις χαρίζατε. Μα κι ούτε θα μπορούσατε να με καταδιώξετε γιατί τότε και γω θα τα 'λεγα όλα στο δικαστήριο —δηλαδή όχι πως έκλεψα ή σκότωσα, αυτό δε θα το 'λεγα, μα πως σεις ο ίδιος με παρακινούσατε να κλέψω και να σκοτώσω, όμως εγώ δε δέχτηκα. Γι' αυτό μου χρειαζόταν η συγκατάθεσή σας, για να μην μπορέσετε να με στριμώξετε, γιατί τι αποδείξεις θα 'χατε τότε; Όμως εγώ πάντα θα μπορούσα να σας στριμώξω αν αποκάλυπτα πόσο ποθούσατε το θάνατο του πατέρα σας και, μα το ναι, ο κόσμος θα το πίστευε και θα ντρεπόσαστε σ' όλη σας τη ζωή.

— Ώστε τον είχα αυτό τον πόθο; Τον είχα; είπε πάλι ο Ιβάν τρίζοντας τα δόντια.

—Και βέβαια τον είχατε και με τη σιωπηρή σας συγκατάθεση μου επιτρέψατε τότε αυτή τη δουλειά, είπε ο Σμερντιακόβ κοιτάζοντας σταθερά τον Ιβάν.

Ήταν πολύ αδυνατισμένος και μίλαγε σιγανά και κουρασμένα, μα κάτι το εσώτερο τον φλόγιζε- φαινόταν πως κάποιο σκοπό είχε κατά νου. Ο Ιβάν το προαισθανόταν αυτό.

—Συνέχισε, του είπε- συνέχισε για κείνη τη νύχτα.

—Τι θες να 'γινε! Είμαι ξαπλωμένος κι ακούω, σα να ξεφώνισε ο αφέντης. Ο Γρηγόρης Βασίλιτς πριν απ' αυτό είχε σηκωθεί ξαφνικά κι είχε βγει έξω και ξάφνου έβγαλε μια κραυγή, ύστερα ξανάγινε σιωπή, σκοτάδι. Μένω ξαπλωμένος, περιμένω, η καρδιά μου χτυπάει, με τρώει η ανυπομονησία. Σηκώνομαι τέλος και πάω —βλέπω το παράθυρο στ' αριστερά του κήπου, είναι ανοιχτό. Έτρεξα στ' αριστερά ν' αφουγκραστώ αν είναι ζωντανός ή όχι κι ακούω πως ο αφέντης πηγαινοέρχεται και στενάζει, θα πει λοιπόν πως είναι ζωντανός. Εχ, σκέφτομαι! Πλησιάζω στο παράθυρο, φωνάζω στον αφέντη: «Εγώ είμαι», του λέω. Και κείνος μου λέει: «Εδώ ήταν, εδώ ήταν, το 'σκασε!» Δηλαδή ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ήταν. «Σκότωσε το Γρηγόρη!» «Πού;» του ψιθυρίζω. «Εκεί στη γωνιά», μου δείχνει ψιθυρίζοντας κι αυτός. «Περιμένετε», του λέω. Πήγα στη γωνιά να τον βρω και σκόνταψα στο Γρηγόρη Βασίλιεβιτς που κοιτόταν κοντά στον τοίχο, γεμάτος αίματα, αναίσθητος. Ώστε ήταν πραγματικά ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Τότε ξαφνικά πήρα την απόφαση να ξεμπερδεύω, μια κι ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς, και να ζούσε ακόμα, δε θα μπορούσε να δει τίποτα έτσι που ήταν αναίσθητος. Ο μόνος κίνδυνος ήταν πως θα μπορούσε ξάφνου να ξυπνήσει η Μάρθα Ιγνάτιεβνα. Το 'νιωσα αυτό κείνη τη στιγμή, όμως η δίψα με κυρίεψε τόσο που μου κοβόταν η ανάσα. Ήρθα πάλι κάτω απ' το παράθυρο του αφέντη και του λέω: «Ήρθε, ήρθε η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, θέλει να μπει μέσα». Ανατρίχιασε ολόκληρος, έκανε σα μωρό. «Πού; εδώ; πού;» αναστέναζε μα δεν πίστευε ακόμα. «Εκεί, του λέω, στέκεται, ανοίξτε!» Με κοιτάει απ' το παράθυρο, πιστεύει και δεν πιστεύει, μα ν' ανοίξει φοβάται-εμένα φοβάται, σκέφτομαι. Κι είναι αστείο. Ξάφνου σκέφτηκα να του χτυπήσω τα συνθήματα στο παράθυρο, μπροστά στα μάτια του, πως η Γκρούσενκα ήρθε: Στα λόγια σα να μην πίστευε, μα σα χτύπησα τα συνθήματα, έτρεξε αμέσως ν' ανοίξει την πόρτα. Την άνοιξε. Μπήκα σχεδόν, μα κείνος δε μ' άφηνε, μ' εμπόδιζε μ' όλο το κορμί του. «Πού είναι, πού είναι;» με κοιτάει όλος αγωνία. Βρε, σκέφτομαι, αφού εμένα φοβάται έτσι, άσκημα τα πάμε. Τότε τα γόνατά μου λύθηκαν απ' το φόβο πως δε θα μ' αφήσει να μπω στα δωμάτια ή θα φωνάξει ή θα 'ρθει η Μάρθα Ιγνάτιεβνα ή θα γίνει τίποτ' άλλο, δε θυμάμαι πια μα φαίνεται πως χλόμιασα και γω κει μπροστά του. Του ψιθυρίζω: «Μα εκεί είναι, εκεί, κάτω απ' το παράθυρο, πώς λοιπόν», του λέω, «δεν την είδατε;» «Μα φέρτηνε λοιπόν, φέρτηνε!» «Μα φοβάται, του λέω, τρόμαξε απ' την κραυγή, κρύφτηκε πίσω από 'να θάμνο, πηγαίνετε, φωνάξτε την, του λέω, σεις ο ίδιος απ' το γραφείο». Έτρεξε αυτός, πλησίασε στο παράθυρο, έβαλε ένα κερί στο περβάζι. «Γκρούσενκα, φώναξε, Γκρούσενκα, εδώ είσαι; Το φώναξε αυτό, μα να σκύψει έξω απ' το παράθυρο δε θέλει, γιατί φοβόταν, γιατί με φοβήθηκε πολύ και γι' αυτό δεν τολμάει να φύγει από κοντά μου. «Μα να την, λέω (πλησίασα στο παράθυρο κι έσκυψα έξω ολόκληρος), να την εκεί στο θάμνο, σας χαμογελάει, βλέπετε;» Το πίστεψε ξαφνικά, άρχισε να τρέμει ολόκληρος, ήταν, βλέπετε, τρομερά ερωτευμένος, κι έσκυψε απ' το παράθυρο. Τότε εγώ άρπαξα το σιδερένιο πρες-παπιέ που ήταν στο τραπέζι του, —το θυμάστε; κάπου, τρεις λίβρες θα ζυγίζει,— το σήκωσα ψηλά και τον χτύπησα από πίσω στο κεφάλι με τη γωνιά. Ούτε κιχ δεν έβγαλε. Μονάχα κατακάθισε και γω του 'δωσα και δεύτερη και τρίτη. Με την τρίτη κατάλαβα πως του 'σπασα το κρανίο. Τότε αυτός έπεσε κάτω ανάσκελα, γεμάτος αίματα. Κοιτάχτηκα τότε. Εγώ δεν είχα αίματα, δεν πετάχτηκαν πιτσιλιές, σκούπισα το πρες-παπιέ, το 'βαλα στη θέση του, πήγα στα εικονίσματα, έβγαλα τα λεφτά απ' το φάκελο και το φάκελο τον πέταξα στο πάτωμα και τη ροζ κορδέλα εκεί δίπλα. Κατέβηκα στον κήπο τρέμοντας σύγκορμος. Τράβηξα ίσα για κείνη τη μηλιά που 'χει τη μικρή κουφάλα —την ξέρετε βέβαια κείνη την κουφάλα— εγώ από καιρό την είχα βάλει στο μάτι· εκεί μέσα είχα βάλει από καιρό μια πατσαβούρα και χαρτί, τα 'χα ετοιμάσει. Τύλιξα τα λεφτά στο χαρτί, ύστερα στο πανί και τα 'χωσα βαθιά. Εκεί έμεινε παραπάνω από δυο βδομάδες αυτό το ποσό, το 'βγαλα όταν βγήκα απ' το Νοσοκομείο. Γυρίζω, πλαγιάζω στο κρεβάτι μου και σκέφτομαι τρομαγμένος: «Αν ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς είναι σκοτωμένος, τότε μπορεί να 'ρθουν πολύ άσκημα τα πράματα, μα αν δε σκοτώθηκε και ξανάβρει τις αισθήσεις του, τότε θα 'ναι όλα καλά γιατί θα 'ναι μάρτυράς πως ήρθε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, πα να πει λοιπόν πως αυτός σκότωσε και πήρε τα λεφτά». Άρχισα τότε απ' την ανυπομονησία μου να βογγάω για να ξυπνήσω το γρηγορότερο τη Μάρθα Ιγνάτιεβνα. Σηκώθηκε επιτέλους, όρμησε να δει τι έπαθα, μα όταν ξάφνου είδε πως δεν ήταν εκεί ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς, βγήκε έξω, την άκουσα που έβαλε τις φωνές στον κήπο. Ε, από κει κι ύστερα συνεχίστηκε η φασαρία όλη τη νύχτα και γω ησύχασα εντελώς.

Σταμάτησε. Ο Ιβάν τον άκουγε με νεκρική σιωπή, χωρίς να σαλεύει καθόλου, κοιτάζοντάς τον επίμονα. Ο Σμερντιακόβ, καθώς διηγόταν, μονάχα πού και πού του 'ριχνε κάνα βλέμμα, μα περισσότερο κοίταζε στο πλάι. Σαν τέλειωσε τη διήγηση ήταν φανερό πως είχε ταραχτεί κι ο ίδιος και λαχάνιαζε. Το πρόσωπό του ήταν όλο ιδρώτα. Δεν μπορούσες όμως να καταλάβεις αν αισθανόταν τύψεις ή τίποτ' άλλο.

—Στάσου, είπε ο Ιβάν συλλογισμένος κι η πόρτα; Αν σου άνοιξε μονάχα εσένα την πόρτα πώς μπόρεσε να τη δει ο Γρηγόρης ανοιχτή πριν από σένα; Γιατί ο Γρηγόρης την είδε πριν από σένα, έτσι;

Το αξιοσημείωτο είναι πως ο Ιβάν ρωτούσε με την πιο ήρεμη φωνή, μάλιστα μ' εντελώς άλλο τόνο από πριν, χωρίς θυμό, έτσι που αν άνοιγε τώρα κανένας την πόρτα και τους κοίταζε απ' το κατώφλι, θα 'βγαζε σίγουρα το συμπέρασμα πως κάθονται κει και κουβεντιάζουν φιλικά για κάποιο συνηθισμένο αν και ενδιαφέρον θέμα.

—Γι' αυτή την πόρτα και για το ότι ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς την είδε δήθεν ανοιχτή, έχω να πω πως μονάχα του φάνηκε, χαμογέλασε σαρκαστικά ο Σμερντιακόβ. Γιατί αυτός, ακούστε με που σας .λέω, δεν είναι άνθρωπος μα σωστό μουλάρι: Του φάνηκε πως την είδε κι ας μην την είδε, και λοιπόν δε λέει ν' αλλάξει γνώμη. Αυτό πια μας ήρθε έτσι τυχερό που του κόλλησε αυτή η σκέψη, γιατί ύστερ' από τούτο σίγουρα θα ενοχοποιήσουν το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

— Άκου, πρόφερε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς λες κι άρχισε πάλι να τα χάνει και προσπαθώντας κάτι να σκεφτεί άκου... Ήθελα πολλά να σε ρωτήσω ακόμα μα τα ξέχασα... Όλο ξεχνάω και τα μπερδεύω... Ναι! Πες μου τούτο τουλάχιστο: Γιατί άνοιξες το φάκελο και τον πέταξες εκεί, στο πάτωμα; Γιατί δεν έπαιρνες τα λεφτά μαζί με το φάκελο;... Όταν τα διηγόσουνα, μου φάνηκε πως μίλαγες μ' έναν τρόπο γι' αυτό το φάκελο λες κι έτσι έπρεπε να κάνεις... μα γιατί έπρεπε —δεν μπορώ να το καταλάβω...

—Το 'κανα έχοντας το λόγο μου. Γιατί, αν ήταν άνθρωπος που ήξερε τα πράματα, σαν και μένα λόγου χάρη, που 'χε δει ο ίδιος αυτά τα λεφτά από πρώτα κι ίσως να τα 'χε βάλει κι ο ίδιος σε κείνο το φάκελο κι είχε δει με τα μάτια του πώς τον είχαν σφραγίσει και πώς είχανε γράψει την επιγραφή, ένας τέτοιος λοιπόν άνθρωπος για ποιο λόγο, αν σκότωνε λόγου χάρη, θα ξέσκιζε μετά το φόνο αυτό το φάκελο, και μάλιστα μέσα στην τόση βιασύνη του, αφού ήξερε κι από πρώτα κι ήταν ολότελα βέβαιος πως τα λεφτά ήταν σίγουρα εκεί μέσα; Απεναντίας, αν ο κλέφτης ήταν σαν και μένα λόγου χάρη, θα 'χωνε απλά και σκέτα το φάκελο στην τσέπη του χωρίς καθόλου να τον ανοίξει και θα 'φευγε όσο μπορούσε γρηγορότερα. Όμως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς θα φερνόταν εντελώς διαφορετικά. Αυτός είχε ακουστά μονάχα για το φάκελο, δεν τον είχε δει, και μόλις τον πήρε, ας πούμε, κάτω απ' το στρώμα, θα τον ξεσφράγιζε το γρηγορότερο επί τόπου για· να βεβαιωθεί: Είναι ή δεν είναι μέσα τα λεφτά; Και το πακέτο το πέταξε γιατί δεν πρόφτασε να σκεφτεί πως θα μείνει εκεί σα στοιχείο ενοχοποιητικό, γιατί δεν είναι κλέφτης με πείρα και δεν έκλεψε ποτέ του ως τα τότε, γιατί είναι από τζάκι, κι αν τώρα αποφάσισε να κλέψει, αυτό δεν ήταν κλεψιά- ήρθε να πάρει πίσω κάτι δικό του, μια και το είπε από πρώτα σ' όλη την πολιτεία και καυχήθηκε από πρώτα σ' όλους πως θα πάει και θα πάρει απ' το Φιόντορ Παύλοβιτς εκείνο που του ανήκε. Αυτή την ίδια σκέψη την είπα πλάγια στον εισαγγελέα όταν μου 'κανε την προανάκριση, έτσι σα να την είπα ανάμεσα στ' άλλα, σα να μην το καταλάβαινα εγώ, μα να το κατάλαβε αυτός ο ίδιος και να μην του το υπέβαλα εγώ —έτσι που ευχαριστήθηκε και του τρέξανε τα σάλια του εισαγγελέα απ' αυτό τον υπαινιγμό μου...

—Μα πώς γίνεται; Πώς γίνεται λοιπόν; Όλ' αυτά τα σκέφτηκες κείνη τη στιγμή; αναφώνησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς που τα 'χασε από την κατάπληξή του.

Και πάλι κοίταξε φοβισμένος τον Σμερντιακόβ.

—Μα για σκεφτείτε το και μόνος σας, μπορεί να τα συλλογιστεί κανείς όλ' αυτά σε τέτοια βιασύνη; Τα 'χα σχεδιασμένα όλα από πρώτα.

—Ε, λοιπόν, θα πει πως κι ο διάολος σε βοηθούσε! αναφώνησε πάλι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Όχι, δεν είσαι ανόητος, είσαι πολύ πιο έξυπνος από ό,τι νόμιζα...

Σηκώθηκε με φανερή πρόθεση να κάνει μια βόλτα στο δωμάτιο. Τον είχε πιάσει τρομερή αγωνία. Μα επειδή το τραπέζι τον εμπόδιζε κι ανάμεσα στο τραπέζι και στον τοίχο με δυσκολία χωρούσε, γύρισε και ξανακάθισε στη θέση του. Το ότι δεν μπόρεσε να κάνει τη βόλτα, ίσως να τον εξερέθισε έτσι που ούρλιαξε σχεδόν με παραφορά:

— Άκου, άθλιε, ελεεινέ άνθρωπε! Είναι δυνατό να μην καταλαβαίνεις λοιπόν πως αν δε σε σκότωσα ως και τώρα, αυτό το κάνω μόνο και μόνο για να δώσεις λόγο στην αυριανή δίκη; Ο Θεός βλέπει (ο Ιβάν σήκωσε το χέρι προς τον ουρανό). Μπορεί και γω να 'μουν ένοχος, ίσως πραγματικά να 'χα τη μυστική επιθυμία να... πεθάνει ο πατέρας, μα, σου ορκίζομαι, δεν ήμουν τόσο ένοχος όσο νομίζεις κι ίσως δε σε παρότρυνα καθόλου. Όχι, όχι δε σε παρότρυνα! Μα το ίδιο κάνει θα καταγγείλω μόνος μου τον εαυτό μου, αύριο κιόλας στη δίκη, τ' αποφάσισα! Θα τα πω όλα, όλα. Όμως θα παρουσιαστούμε μαζί! Κι ό,τι και να πεις εναντίον μου στη δίκη, ό,τι κατάθεση κι αν δώσεις —θα την παραδεχτώ και δε σε φοβάμαι. Όλα θα τα επιβεβαιώσω μονάχος μου! Μα και συ πρέπει να ομολογήσεις μπροστά στο δικαστήριο. Πρέπει, πρέπει, θα πάμε μαζί! Έτσι θα γίνει.

Ο Ιβάν τα πρόφερε αυτά επίσημα κι αποφασιστικά και μονάχα απ' το βλέμμα του που σπίθιζε ήταν φανερό πως έτσι θα γίνει.

—Είσαστε άρρωστος, το βλέπω άρρωστος. Τα μάτια σας είναι κατακίτρινα, πρόφερε ο Σμερντιακόβ, μα χωρίς καθόλου ειρωνεία, σα να τον λυπόταν μάλιστα.

—Θα πάμε μαζί! ξανάπε ο Ιβάν· κι αν δεν έρθεις εσύ, το ίδιο μου κάνει, θα τα ομολογήσω όλα μονάχος μου.

Ο Σμερντιακόβ σώπασε για λίγο σα να σκεφτόταν.

—Τίποτ' απ' αυτά δε θα γίνει, και σεις δε θα πάτε, αποφάσισε αμετάκλητα.

—Δε με καταλαβαίνεις! αναφώνησε ο Ιβάν.

—Θα ντραπείτε πολύ, αν τα πάρετε όλα πάνω σας. Και θα 'ναι κι ανώφελο εντελώς, γιατί εγώ θα πω πως δε σας είπα τίποτα, δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο, και πως σας έπιασε κάποια αρρώστια (έτσι δείχνετε κιόλας) ή πως λυπηθήκατε τόσο πολύ τον αδερφούλη σας που θυσιάζετε τον εαυτό σας και με κατηγορείτε εμένα γιατί εμένα με θεωρούσατε σκουλήκι σ' όλη σας τη ζωή κι όχι άνθρωπο. Μα και ποιος θα σας πιστέψει, ποια απόδειξη έχετε, έστω και μια;

— Άκου, αυτά τα λεφτά μού τα 'δειξες βέβαια για να με πείσεις.

Ο Σμερντιακόβ έβγαλε πάνω απ' τα μάτσα τον Ισαάκ το Σύρο και τον έβαλε στο πλάι.

—Αυτά τα λεφτά πάρτε τα, αναστέναξε ο Σμερντιακόβ.

—Και βέβαια θα τα πάρω! Μα γιατί μου τα δίνεις αφού γι' αυτά ήταν που σκότωσες; τον κοίταξε με μεγάλη απορία ο Ιβάν.

—Δε μου χρειάζονται καθόλου, πρόφερε με τρεμάμενη φωνή ο Σμερντιακόβ κάνοντας μια χειρονομία. Έλεγα πρώτα πως μ' αυτά τα λεφτά θ' αρχίσω τη ζωή μου στη Μόσχα ή ακόμα καλύτερα στο Εξωτερικό, ένα τέτοιο όνειρο είχα, κι όλ' αυτά γιατί «όλα επιτρέπονται». Εσείς μου τα μάθατε όλ' αυτά, τότε μου λέγατε πολλά τέτοια. Γιατί, αν δεν υπάρχει αιώνιος Θεός, τότε δεν υπάρχει και καμιά αρετή κι ούτε και χρειάζεται τότε. Αυτά μου τα λέγατε σοβαρά. Έτσι σκέφτηκα και γω.

—Με τη σκέψη σου έφτασες σ' αυτό το συμπέρασμα; χαμογέλασε σαρκαστικά ο Ιβάν.

—Με την καθοδήγησή σας.

—Και τώρα πά' να πει πίστεψες στο Θεό, αφού δίνεις πίσω τα λεφτά, ε;

— Όχι, δεν πίστεψα, ψιθύρισε ο Σμερντιακόβ.

—Τότε γιατί τα δίνεις;

—Φτάνει πια... έτσι! έκανε πάλι μια βαριεστημένη χειρονομία ο Σμερντιακόβ. Τότε λέγατε πως όλα επιτρέπονται, τώρα γιατί είσαστε τόσο ταραγμένος; Θέλετε μάλιστα να πάτε να καταγγείλετε τον εαυτό σας... Μονάχα που τίποτ' απ' αυτά δε θα γίνει! Δε θα πάτε να καταθέσετε! αποφάσισε και πάλι με σταθερότητα και βεβαιότητα ο Σμερντιακόβ.

—Θα το δεις! πρόφερε ο Ιβάν.

—Δεν μπορεί να γίνει αυτό. Είσαστε πολύ έξυπνος. Αγαπάτε τα χρήματα, αυτό το ξέρω, σας αρέσει να 'χετε υπόληψη γιατί είσαστε πολύ περήφανος, αγαπάτε τα γυναικεία κάλλη με το παραπάνω, και πάνω απ' όλα θέλετε να ζείτε άνετα και να μην προσκυνάτε κανέναν, αυτό περισσότερο απ' όλα. Δε θα θελήσετε να χαλάσετε για πάντα τη ζωή σας. Δε θα παραδεχτείτε τέτοια ντροπή στο δικαστήριο. Είσαστε σαν το Φιόντορ Παύλοβιτς, απ' όλα τα παιδιά του του μοιάζετε περισσότερο, έχετε την ίδια ψυχή.

—Δεν είσαι ανόητος, πρόφερε ο Ιβάν απορημένος.

Το αίμα ανέβηκε στο πρόσωπό του.

—Νόμιζα πρώτα πως είσαι βλάκας. Το βλέπω τώρα πως πρέπει να σε παίρνει κανείς στα σοβαρά, παρατήρησε κοιτάζοντας ξαφνικά μ' άλλον τρόπο το Σμερντιακόβ.

—Απ' την περηφάνια σας το νομίζατε πως είμαι ανόητος. Πάρτε λοιπόν τα λεφτά.

Ο Ιβάν πήρε και τα τρία μάτσα και τα 'βαλε στην τσέπη του έτσι ατύλιχτα.

—Αύριο θα τα δείξω στο δικαστήριο.

—Κανένας δε θα σας πιστέψει κει πέρα τώρα έχετε και δικά σας μπόλικα λεφτά· τα πήρατε απ' την κάσα σας και μας τα φέρατε, θα πουν.

Ο Ιβάν σηκώθηκε.

—Σου ξαναλέω πως αν δε σε σκότωσα, αυτό έγινε μόνο και μόνο γιατί μου χρειάζεσαι γι' αύριο, να το θυμάσαι αυτό, μην το ξεχνάς!

—Και γιατί λοιπόν; Σκοτώστε με. Σκοτώστε με τώρα, πρόφερε ξάφνου με παράξενο τρόπο ο Σμερντιακόβ κοιτώντας παράξενα τον Ιβάν. Ούτε κι αυτό δε θα το τολμήσετε, πρόστεσε χαμογελώντας πικρά τίποτα δε θα τολμήσετε, πρώην τολμηρέ άνθρωπε!

—Ες αύριον! φώναξε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, και προχώρησε προς την πόρτα.

—Σταθείτε... δείξτε μου τα για μια φορά ακόμα.

—Ο Ιβάν έβγαλε τα χαρτονομίσματα και του τα 'δειξε. Ο Σμερντιακόβ τα κοίταξε κάπου δέκα δευτερόλεπτα.

—Τώρα πηγαίνετε, πρόφερε κάνοντας μια βαριεστημένη χειρονομία. Ιβάν Φιοντόροβιτς! του φώναξε ξάφνου και πάλι.

—Τι θέλεις; γύρισε ο Ιβάν καθώς πήγαινε προς την πόρτα.

—Αντίο!

—Ες αύριον! φώναξε ο Ιβάν και βγήκε απ' το δωμάτιο.

Η χιονοθύελλα εξακολουθούσε ακόμα. Τα πρώτα βήματα τα 'κανε με σταθερότητα μα ύστερα σα ν' άρχισε να παραπατάει.

«Αδυναμία είναι», σκέφτηκε χαμογελώντας ειρωνικά.

Κάτι σα χαρά απλώθηκε στην ψυχή του. Αισθάνθηκε μέσα του κάποια σταθερότητα. Τέλειωσαν οι αμφιβολίες που τον βασάνιζαν τόσο τρομερά τον τελευταίο καιρό! Η απόφαση είχε παρθεί «και δε θ' αλλάξει πια», σκέφτηκε μ' ευτυχία. Κείνη τη στιγμή σκόνταψε σε κάτι και παρά λίγο να 'πεφτε. Σταμάτησε και διέκρινε στα πόδια του το μουζικάκο που είχε ρίξει χάμω κι έμενε πεσμένος στο ίδιο μέρος, χωρίς να σαλεύει, αναίσθητος. Η χιονοθύελλα του 'χε σκεπάσει σχεδόν το πρόσωπο. Ο Ιβάν τον άρπαξε και τον σήκωσε στην πλάτη. Βλέποντας φως σ' ένα σπιτάκι δεξιά, πλησίασε, χτύπησε στα παντζούρια, κι όταν άνοιξε κάποιος, τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει να κουβαλήσουν το μουζίκο ως το Τμήμα και του υποσχέθηκε γι' αυτό να του δώσει τρία ρούβλια.

Ο άγνωστος ετοιμάστηκε και βγήκε. Δε θα κάτσω να περιγράψω με λεπτομέρειες πώς τα κατάφερε τότε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς να τον πάει στο Τμήμα και να κανονίσει να τον εξετάσει γιατρός δίνοντας και δω μ' απλοχεριά «για τα έξοδα».

Θα πω μονάχα πως γι' αυτή την υπόθεση χρειάστηκε σχεδόν μια ώρα. Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έμεινε πολύ ευχαριστημένος. Οι σκέψεις του σκορπίζονταν και δούλευαν:

«Αν δεν είχα πάρει τόσο σταθερά την απόφασή μου για αύριο», σκέφτηκε ξάφνου με απόλαυση, «τότε δε θα σταματούσα μιαν ολάκερη ώρα για να τα κανονίσω με τον μουζικάκο μα θα πέρναγα δίπλα του και θα 'λεγα στα παλιά μου τα παπούτσια κι αν πεθάνει απ' την παγωνιά... Όμως για κοίτα, έχω τη δύναμη να παρατηρώ τον εαυτό μου!» και σκέφτηκε την ίδια στιγμή, ακόμα με πιο μεγάλη απόλαυση: «και κείνοι κει το πήραν πια απόφαση πως τρελαίνομαι!»

Φτάνοντας στο σπίτι του σταμάτησε ξαφνικά γιατί έκανε μιαν αναπάντεχη ερώτηση στον εαυτό του:

«Δε θα 'πρεπε τάχα να πάω τώρα και να τα πω όλα στον εισαγγελέα;»

Όμως πήρε την απόφασή του και ξανατράβηξε για το σπίτι:

«Αύριο, όλα μαζί!» ψιθύρισε μέσα του και, παράξενο, σχεδόν όλη η χαρά, όλη η ευχαρίστηση απ' τον εαυτό του χάθηκε στη στιγμή.

Όταν μπήκε στο δωμάτιό του, κάτι παγωμένο άγγιξε την καρδιά του, σαν κάποια ανάμνηση ή, πιο σωστά, κάποια υπενθύμιση για κάτι βασανιστικό κι αποκρουστικό που βρισκόταν αυτή τη στιγμή σ' αυτό το δωμάτιο, μα που υπήρχε και πριν. Σωριάστηκε τσακισμένος στο ντιβάνι του, η γριά του 'φερε το σαμοβάρι. Αυτός όμως δεν τ' άγγιξε. Τη γριά την ξαπόστειλε ως την άλλη μέρα. Έμεινε έτσι στο ντιβάνι κι ένιωθε κατάκοπος, άρρωστος, το κεφάλι του γύριζε. Άρχισε να τον παίρνει ο ύπνος μα σηκώθηκε ανήσυχος κι έκανε μια βόλτα στο δωμάτιο για να τον διώξει. Ήταν στιγμές που 'χε την εντύπωση πως άρχιζε να παραμιλάει. Μα δεν ήταν η αρρώστια που τον απασχολούσε κυρίως. Κάθισε πάλι κι άρχισε πού και πού να ρίχνει βλέμματα γύρω του σαν κάτι να γύρευε να βρει. Αυτό έγινε αρκετές φορές. Τέλος το βλέμμα του καρφώθηκε σ' ένα σημείο. Ο Ιβάν χαμογέλασε ειρωνικά μα και κοκκίνισε απ' το θυμό του. Έμεινε πολλήν ώρα στη θέση του ακουμπώντας το κεφάλι και στα δυο του χέρια και παρ' όλ' αυτά, εξακολουθώντας να ρίχνει λοξές ματιές στο ίδιο σημείο, στο ντιβάνι που βρισκόταν κοντά στον απέναντι τοίχο. Φαινόταν πως κάτι που ήταν εκεί τον ερέθιζε, κάποιο αντικείμενο τον ανησυχούσε, τον τυραννούσε.