×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 11. VII. Η δεύτερη επίσκεψη στον Σμερντιακόβ

11. VII. Η δεύτερη επίσκεψη στον Σμερντιακόβ

Ο Σμερντιακόβ είχε βγει πια απ' το Νοσοκομείο. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ήξερε την καινούργια του κατοικία, έμενε τώρα σε κείνο το μισοσαραβαλιασμένο ξύλινο σπιτάκι που χωριζόταν στα δυο από 'να διάδρομο. Στο ένα δωμάτιο έμενε η Μάρια Κοντράτιεβνα με τη μητέρα της και στ' άλλο ο Σμερντιακόβ μονάχος του. Ένας Θεός ξέρει με ποιους όρους έμενε κει πέρα: Πλήρωνε νοίκι άραγε ή όχι; Αργότερα λέγανε πως μπήκε στο σπίτι σαν αρραβωνιαστικός της Μάριας Κοντράτιεβνας και πως ζούσε χωρίς να πληρώνει τίποτα. Μάνα και κόρη τον εκτιμούσαν πολύ και τον θεωρούσαν ανώτερο τους. Όταν του ανοίξανε, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς μπήκε στο διάδρομο κι η Μάρια Κοντράτιεβνα του είπε να περάσει στο «καλό δωμάτιο» όπου έμενε ο Σμερντιακόβ. Κει μέσα υπήρχε μια όμορφη φαρφουρένια σόμπα καλά αναμμένη. Οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με γαλάζια ταπετσαρία, σκισμένη, είν' αλήθεια, σε πολλά μέρη. Πίσω απ' αυτά τα χαρτιά πηγαινόρχονταν αμέτρητες κατσαρίδες, τόσο που ακουγόταν ένα αδιάκοπο χαρχάλεμα.

Η επίπλωση ήταν φτωχική. Δυο πάγκοι κοντά στους τοίχους και δυο καρέκλες δίπλα στο ξύλινο τραπέζι, που το σκέπαζε ένα τραπεζομάντηλο με ροζ σχέδια. Στα δυο μικρά παράθυρα βρισκόταν από μια γλάστρα με γεράνι. Στη γωνιά το εικονοστάσι. Πάνω στο τραπέζι ένα μικρό στραπατσαρισμένο σαμοβάρι μ' ένα δίσκο και δυο φλιτζάνια. Ο Σμερντιακόβ είχε πιει πια το τσάι του και το σαμοβάρι είχε σβήσει... Καθόταν στον πάγκο, μπροστά στο τραπέζι, και κάτι γρατζούναγε με μια πένα κοιτώντας ένα τετράδιο. Δίπλα του είχε ένα μπουκαλάκι μελάνι κι ένα σιδερένιο χαμηλό σαμντάνι μ' ένα σπαρματσέτο. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κατάλαβε αμέσως πως ο Σμερντιακόβ είχε γίνει εντελώς καλά. Το πρόσωπό του ήτανε φρέσκο, πιο γεμάτο από πριν, με την αφέλεια κατσαρωμένη τούτη τη φορά και τα μαλλιά στους κροτάφους καλοχτενισμένα, με μπόλικη πομάδα. Φορούσε μια ρόμπα παρδαλή, φοδραρισμένη με βάτα, αρκετά λιγδιασμένη και τριμμένη. Φορούσε γυαλιά. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν τον είχε ξαναδεί με γυαλιά. Αυτή η ασήμαντη λεπτομέρεια τον έκανε ξάφνου να θυμώσει ακόμα περισσότερο: «ένα παλιόμουτρο κει πέρα και να σου φοράει και γυαλιά!» Ο Σμερντιακόβ σήκωσε αργά το κεφάλι και τον κοίταξε επίμονα μες απ' τα γυαλιά του. Ύστερα τα 'βγαλε χωρίς να βιάζεται κι ανασηκώθηκε λίγο απ' τη θέση του όμως χωρίς κανένα σεβασμό, σα να βαριότανε, μόνο και μόνο για να τηρήσει μερικούς τύπους καλής συμπεριφοράς, που αυτούς πια δεν μπορεί κανείς να τους παραβλέψει. Όλ' αυτά τα παρατήρησε αμέσως ο Ιβάν και μάλιστα τα κατάλαβε και τα συγκράτησε: Ιδιαίτερα το βλέμμα του Σμερντιακόβ που ήταν μοχθηρό, ακατάδεχτο και μάλιστα αλαζονικό:

«Τι μου κουβαλήθηκες πάλι —σα να 'λεγε— αφού τα συμφωνήσαμε όλα τότε; Τι άλλο θέλεις;»

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς με δυσκολία συγκρατήθηκε.

—Κάνει ζέστη εδώ μέσα, είπε καθώς στεκόταν ακόμα και ξεκούμπωσε το παλτό του.

—Βγάλτε το, του επέτρεψε ο Σμερντιακόβ.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έβγαλε το παλτό και το πέταξε στον πάγκο, πήρε μια καρέκλα —τα χέρια του τρέμανε— την τράβηξε γρήγορα κοντά στο τραπέζι και κάθισε. Ο Σμερντιακόβ πρόφτασε και κάθισε στον πάγκο του πριν απ' αυτόν.

—Πρώτα απ' όλα, είμαστε μόνοι; ρώτησε αυστηρά κι απότομα ο Ιβάν. Δε θα μας ακούσουν από κει;

—Κανένας δε θ' ακούσει τίποτα. Το 'δατε και μόνος σας πως μας χωρίζει ο διάδρομος.

— Άκου, φιλαράκο μου: Τι ήταν κείνο που είπες όταν έφευγα απ' το Νοσοκομείο, πως αν δεν πω ότι ξέρεις να υποκρίνεσαι πως σ' έπιασε κρίση τότε και συ δε θα τα καταθέσεις όλα στον ανακριτή για κείνη την κουβέντα μας, κοντά στην αυλόπορτα; Ποια όλα; Τί εννοούσες; Με φοβέριζες δηλαδή; Μπας κι έκανα συνωμοσία μαζί σου; Νομίζεις πως έχω να φοβηθώ τίποτα από σένα;

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς τα 'πε όλ' αυτά με παραφορά, δίνοντάς του. να καταλάβει πως παίζει πια μ' ανοιχτά χαρτιά και να λείπουν οι υπαινιγμοί και τα μισόλογα. Τα μάτια του Σμερντιακόβ αστράψανε μοχθηρά, τ' αριστερό ματάκι άρχισε να τρεμοπαίζει κι απάντησε αμέσως. Μίλαγε όμως και πάλι συγκρατημένα κι αργά, όπως συνήθιζε. «Θες να τα πούμε ανοιχτά; σα να του 'λεγε. Ε, ορίστε!»

—Εννοούσα τότε, και γι' αυτό και το είπα, πως εσείς, αν και ξέρατε από πριν πως θα γίνει ο φόνος του πατέρα σας, τον εγκαταλείψατε και, για να μη σχηματίσει ο κόσμος κακή γνώμη για τα αισθήματά σας και για τίποτ' άλλο ακόμα, σας έδωσα την υπόσχεση να μην αναφέρω τίποτα στις Αρχές.

Ο Σμερντιακόβ τα πρόφερε αυτά χωρίς να βιάζεται και φαινόταν πως δεν είχε χάσει την αυτοκυριαρχία του. Όμως στη φωνή του διακρινόταν ένας τόνος σταθερότητας κι επιμονής, κάτι σα μίσος και πρόκληση. Κοίταζε με θράσος τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, τόσο που αυτός τα 'χασε για μια στιγμή:

—Πώς; Τι; Μα είσαι στα καλά σου ή σου στρίψανε;

—Είμαι εντελώς στα καλά μου.

—Μα μήπως τάχα το 'ξερα τότε πως θα γίνει ο φόνος; ξεφώνισε τέλος ο Ιβάν Φιοντόροβιτς και χτύπησε δυνατά τη γροθιά του στο τραπέζι. Τι θα πει αυτό το «και για τίποτ' άλλο ακόμα»; Λέγε, κανάγια!

Ο Σμερντιακόβ σώπαινε εξακολουθώντας να περιεργάζεται με το ίδιο θράσος τον Ιβάν Φιοντόροβιτς.

—Λέγε, βρομόμουτρο, ποιο «τίποτ' άλλο ακόμα»; ούρλιαξε αυτός.

—Με το «τίποτ' άλλο ακόμα» εννοούσα πως ίσως και σεις θα επιθυμούσατε τότε σφοδρά το θάνατο του πατέρα σας...

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς αναπήδησε απότομα και μ' όλη του τη δύναμη του 'δωσε μια γροθιά στον ώμο έτσι που ο άλλος χτύπησε με την πλάτη στον τοίχο. Αμέσως το πρόσωπό του πλημμύρισε από δάκρυά και πρόφερε:

«Ντροπή σας, κύριε, να χτυπάτε έναν αδύναμο άνθρωπο!»

Έβγαλε ένα καταλερωμένο μαντίλι με γαλάζια καρό και, βάζοντάς το μπροστά στα μάτια του, έκλαιγε άφωνα. Πέρασε κάπου ένα λεπτό.

—Φτάνει! Πάψε! είπε επιταχτικά ο Ιβάν Φιοντόροβιτς καθώς ξανακαθόταν στην καρέκλα του. Μη με κάνεις να χάσω και την τελευταία στάλα της υπομονής μου!

Ο Σμερντιακόβ πήρε το κουρέλι απ' τα μάτια του. Η κάθε γραμμή του ζαρωμένου προσώπου του εξέφραζε την προσβολή που μόλις τώρα είχε υποστεί.

— Ώστε νόμισες, βρε παλιάνθρωπε, πως ήθελα τότε να σκοτώσω τον πατέρα μαζί με το Ντιμήτρι;

—Δεν ήξερα τι σκεφτόσαστε τότε, πρόφερε προσβλημένος ο Σμερντιακόβ·· γι' αυτό κιόλας σας σταμάτησα τότε κοντά στην αυλόπορτα, για να σας ψυχολογήσω.

—Τι να ψυχολογήσεις; Τι;

—Μα αυτό ακριβώς: Θέλατε ή όχι να σκοτώσουν το γρηγορότερο τον πατέρα σας;

Περισσότερο απ' όλα αγανακτούσε τον Ιβάν Φιοντόροβιτς αυτός ο θρασύς τόνος που κράταγε μ' επιμονή ο Σμερντιακόβ.

—Εσύ τον σκότωσες! αναφώνησε ξαφνικά.

Ο Σμερντιακόβ χαμογέλασε περιφρονητικά.

—Το πως δεν το σκότωσα εγώ, αυτό το ξέρετε και μόνος σας πολύ καλά. Και νόμιζα πως ένας έξυπνος άνθρωπος ούτε κουβέντα δε θα 'κανε πια γι' αυτό το ζήτημα.

—Μα γιατί, γιατί με υποπτεύθηκες τότε;

— Όπως σας είναι πια γνωστό, ο μόνος λόγος ήταν ο φόβος μου. Γιατί, στην κατάσταση που βρισκόμουνα τότε, τρέμοντας απ' το φόβο μου, τους υποπτευόμουνα όλους. Σκέφτηκα λοιπόν να ψυχολογήσω και σας γιατί είπα μέσα μου: Αν και σεις έχετε την ίδια γνώμη με τον αδερφούλη σας, τότε πάει πια, τέλειωσε αυτή η δουλειά και θα χαθώ και γω μαζί σας σα μύγα.

— Άκου δω, δυο βδομάδες πριν έλεγες άλλα.

—Τα ίδια εννοούσα κι όταν σας μίλαγα στο Νοσοκομείο, μονάχα που νόμιζα πως θα με καταλαβαίνατε και χωρίς περιττά λόγια και πως δε θα θέλατε να μιλήσουμε ανοιχτά, σαν έξυπνος άνθρωπος που είσαστε.

—Για κοίτα κει! Όμως απάντησε, απάντησέ μου, επιμένω: Τι σ' έκανε να νομίσεις τότε... να με υποπτευθείς πως θα 'κανα μια τέτοια παλιοδουλειά;

—Δε θα μπορούσατε ποτέ να σκοτώσετε σεις ο ίδιος κι ούτε το θέλατε, όμως θέλατε να τον σκοτώσει κάποιος άλλος. Αυτό το θέλατε.

—Και τι ήρεμα, τι ήρεμα το λέει! Μα γιατί να το θέλω; Τι θα κέρδιζα εγώ απ' αυτό;

—Πώς έτσι τι θα κερδίζατε; Κι η κληρονομιά; έχυσε το φαρμάκι του ο Σμερντιακόβ, σα να εκδικιότανε κιόλας. Θα 'χατε να παίρνετε και τα τρία αδέρφια κάπου από σαράντα χιλιάδες, ίσως και περισσότερες. Όμως αν ο Φιόντορ Παύλοβιτς παντρευότανε κείνη την κυρία Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, αυτή θα 'γράφε όλη την περιουσία του στ' όνομά της αμέσως μετά το γάμο, γιατί δεν είναι δα και καμιά ανόητη, και σεις τα τρία αδέρφια δε θα παίρνατε ούτε δυο ρούβλια απ' τον πατερούλη σας. Και μήπως τάχα πολύ θέλανε να στεφανωθούνε; Παρά τρίχα, που λένε: Φτάνει να του κούναγε έτσι το μικρό της δαχτυλάκι και κείνος θα 'τρεχε το κατόπι της ως την εκκλησία με τη γλώσσα έξω.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έκανε μια τρομερή προσπάθεια να συγκρατηθεί.

—Καλά, πρόφερε στο τέλος- βλέπεις πως δεν όρμησα πάνω σου, δε σ' έσπασα στο ξύλο, δε σε σκότωσα. Συνέχισε. Νομίζεις λοιπόν πως προόριζα τον αδερφό μου, τον Ντιμήτρι, γι' αυτή τη δουλειά, πως σ' αυτόν υπολόγιζα;

—Και πώς να μην υπολογίζετε; Αφού άμα σκότωνε αυτός, θα 'χανε τους τίτλους του, το βαθμό και την περιουσία του και θα τον στέλνανε κι εξορία. Τότε όλη την περιουσία του πατερούλη σας θα τη μοιραζόσαστε στα δυο εσείς με τον αδερφό σας, τον Αλεξέι Φιοντόροβιτς, που θα πει πως δε θα παίρνατε μονάχα από σαράντα μα από εξήντα χιλιάδες. Σίγουρα λοιπόν υπολογίζατε στο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς!

—Ας είναι, το καταπίνω κι αυτό! Άκου δω, κανάγια: Αν υπολόγιζα τότε σε κανέναν, τότε σίγουρα σε σένα θα υπολόγιζα κι όχι στο Ντιμήτρι και σου ορκίζομαι, ότι προαισθανόμουνα κιόλας πως θα κάνεις κάποια βρομοδουλειά... τότε... θυμάμαι πως αυτή την εντύπωση είχα!

—Και γω το σκέφτηκα τότε για μια στιγμή πως υπολογίζατε και σε μένα, είπε σαρκαστικά ο Σμερντιακόβ. Κι έτσι ξεσκεπαστήκατε ακόμα περισσότερο μπροστά μου. Γιατί, αφού υπολογίζατε σε μένα και την ίδια ώρα φεύγατε, ήταν σα να μου λέγατε: Μπορείς να σκοτώσεις τον πατέρα μου, εγώ δε σ' εμποδίζω.

—Παλιάνθρωπε! Ώστε έτσι με κατάλαβες;

—Μα η Τσερμασνιά αυτό αποδείχνει. Σκεφτείτε το και μόνος σας! Είχατε σκοπό να πάτε στη Μόσχα και, παρ' όλες τις παρακλήσεις του πατέρα σας να πάτε στην Τσερμασνιά, αρνηθήκατε! Και μόλις σας πέταξα εγώ ένα λογάκι, συμφωνήσατε! Για ποιο λόγο συμφωνήσατε τότε να πάτε στην Τσερμασνιά; Αφού δεν πήγατε στη Μόσχα μα στην Τσερμασνιά μόνο και μόνο γιατί σας το είπα εγώ, θα πει πως κάτι περιμένατε από μένα.

—Όχι, μα το Θεό, όχι! ούρλιαξε τρίζοντας τα δόντια του ο Ιβάν.

—Ε, πώς όχι; Εσείς, σαν καλός γιος, θα 'πρεπε τότε να με πάτε αμέσως στο Τμήμα και να με σπάσετε στο ξύλο... ή τουλάχιστο να μου σπάσετε εκεί επί τόπου τα μούτρα. Όμως εσείς δε θυμώσατε καθόλου και κάνατε όπως σας είπα και φύγατε —πράμα εντελώς παράλογο— ενώ έπρεπε να μείνετε για να προστατέψετε τη ζωή του πατέρα σας... πώς λοιπόν να μην έβγαζα και γω το συμπέρασμα που έβγαλα;

Ο Ιβάν καθότανε σκυθρωπός ακουμπώντας σπασμωδικά με τις δυο γροθιές στα γόνατά του.

—Ναι, κρίμα που δε σου 'σπασα τα. μούτρα, είπε ο Ιβάν χαμογελώντας πικρά. Στο τμήμα δεν μπορούσα να σε πάω γιατί ποιος θα με πίστευε τότε και πώς θα μπορούσα να τ' αποδείξω... όμως τα μούτρα... κρίμα που δεν το σκέφτηκα. Αν κι απαγορεύεται τώρα το ξύλο, όμως θα σου 'κανα τα μούτρα κιμά.

Ο Σμερντιακόβ τον κοίταζε σχεδόν με απόλαυση.

—Στις συνηθισμένες περιστάσεις της ζωής, πρόφερε αυτός μ' έναν τόνο αυτάρεσκα διδαχτικό, σαν κι αυτόν που 'παιρνε καμιά φορά όταν συζητούσε με το Γρηγόρη Βασίλιεβιτς για τη θρησκεία και τον κορόιδευε μπροστά στον Φιόντορ Παύλοβιτς, στις συνηθισμένες περιστάσεις της ζωής πραγματικά ο Νόμος απαγορεύει το ξύλο, κι όλοι πάψανε πια να δέρνουν, όμως στις εξαιρετικές περιστάσεις της ζωής, όχι μονάχα στη χώρα μας μα και σ' όλο τον κόσμο, ακόμα και στην πιο πλέρια γαλλική δημοκρατία, εξακολουθούν να δέρνουν όπως και τον καιρό του Αδάμ και της Εύας και ποτέ δε θα πάψουν, μα εσείς ούτε και σ' αυτή την εξαιρετική περίπτωση δεν τολμήσατε τότε να το κάνετε.

—Τι βλέπω κει; Μαθαίνεις γαλλικά; είπε ο Ιβάν δείχνοντας μ' ένα κίνημα του κεφαλιού το τετράδιο που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι.

—Και γιατί να μη μαθαίνω; Έτσι μορφώνομαι κι έχω υπ' όψη μου πως μπορεί καμιά φορά να βρεθώ σε κείνες τις ευτυχισμένες χώρες της Ευρώπης.

— Άκου δω, έκτρωμα, είπε ο Ιβάν και τα μάτια του αστράψανε κι έτρεμε ολόκληρος, δεν τις φοβάμαι γω τις κατηγορίες σου, κατάθεσε εναντίον μου ό,τι θέλεις. Κι αν δε σε σπάω τώρα στο ξύλο, αυτό το κάνω μόνο και μόνο γιατί υποπτεύομαι πως εσύ έκανες αυτό το έγκλημα και θέλω να σε πάω στο δικαστήριο. Θα σε ξεσκεπάσω. Περίμενε και θα δεις!

— Έχω τη γνώμη πως καλύτερο θα 'ναι να σωπάσετε. Γιατί σε τι μπορείτε να με κατηγορήσετε τη στιγμή που είμαι εντελώς αθώος; Και ποιος θα σας πιστέψει; Όμως αν κάνετε την αρχή, θα τα διηγηθώ και γω όλα: Γιατί πώς αλλιώς θα αμυνθώ;

—Νομίζεις πως σε φοβάμαι;

—Κι αν ακόμα οι δικαστές δε με πιστέψουν, όμως ο κόσμος θα με πιστέψει και θα 'ναι αίσχος για σας.

—Θες να πεις πάλι πως «μ' έναν έξυπνο άνθρωπο η κουβέντα έχει πάντα ενδιαφέρον», ε; είπε ο Ιβάν τρίζοντας τα δόντια του.

—Ακριβώς. Φανείτε έξυπνος λοιπόν.

Ο Ιβάν σηκώθηκε τρέμοντας απ' το θυμό του, έβαλε το παλτό του και μην απαντώντας πια στον Σμερντιακόβ, χωρίς καν να τον κοιτάξει, βγήκε βιαστικά. Το φρέσκο βραδινό αγέρι τον δρόσισε. Το φεγγάρι έλαμπε ζωηρά. Ένας φοβερός εφιάλτης από ιδέες και αισθήματα κόχλαζε στην ψυχή του.

«Να πάω και να καταγγείλω τώρα το Σμερντιακόβ. Μα τι να καταγγείλω, αφού είναι αθώος; Αυτός θα με κατηγορήσει. Αλήθεια γιατί πήγα τότε στην Τσερμασνιά; Γιατί; Γιατί;» αναρωτιόταν ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. «Μα βέβαια κάτι περίμενα να γίνει, έχει δίκιο...»

Και ξαναθυμήθηκε για εκατοστή φορά την τελευταία κείνη νύχτα που έβγαινε στη σκάλα και κρυφάκουγε. Όμως τώρα υπόφερε τόσο απ' αυτή την ανάμνηση που σταμάτησε στη μέση του δρόμου σαν κάποιος να τον κάρφωσε στη θέση του.

«Ναι, αυτό περίμενα τότε, αυτό, αλήθεια είναι! Το 'θελα, το 'θελα να γίνει ο φόνος! Το 'θελα άραγε να γίνει ο φόνος; Το 'θελα;... Πρέπει να σκοτώσω το Σμερντιακόβ!... Αν δε θα 'χω τώρα το θάρρος να σκοτώσω το Σμερντιακόβ, είμαι ανάξιος να ζω!»

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, χωρίς να περάσει τότε απ' το σπίτι του, πήγε κατευθείαν στης Κατερίνας Ιβάνοβνας και την τρόμαξε με την εμφάνισή του: Ήταν σαν παλαβός.

Της διηγήθηκε όλη την κουβέντα που έκανε με το Σμερντιακόβ, της τα 'πε όλα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Όσο κι αν εκείνη προσπάθησε να τον καθησυχάσει, αυτός τίποτα, πηγαινορχόταν στο δωμάτιο και μίλαγε χωρίς ειρμό, παράξενα. Τέλος έκατσε, ακούμπησε τους αγκώνες στο τραπέζι, στήριξε το κεφάλι στις παλάμες του και πρόφερε έναν παράξενο αφορισμό:

—Αν σκότωσε ο Σμερντιακόβ κι όχι ο Ντιμήτρι, τότε σίγουρα είμαι και γω συνένοχος γιατί τον παρακίνησα. Τον παρακίνησα όμως; Δεν ξέρω ακόμα. Όμως αν σκότωσε αυτός κι όχι ο Ντιμήτρι, τότε δε χωράει αμφιβολία πως είμαι και γω φονιάς.

Η Κατερίνα Ιβάνοβνα, μόλις τ' άκουσε αυτό, σηκώθηκε σωπαίνοντας απ' τη θέση της, πήγε στο γραφείο της, άνοιξε μια κασετίνα που βρισκόταν κει πάνω, έβγαλε από μέσα κάποιο χαρτάκι, και το 'βαλε μπροστά στον Ιβάν. Γι' αυτό το ίδιο χαρτάκι μίλησε αργότερα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς στον Αλιόσα λέγοντάς του πως υπάρχει κάτι που αποδείχνει με «μαθηματική ακρίβεια» πως σκότωσε ο Ντιμήτρι. Ήταν ένα γράμμα που 'χε γράψει ο Ντιμήτρι στην Κατερίνα Ιβάνοβνα όντας μεθυσμένος, κείνο το ίδιο βράδυ που συναντήθηκε με τον Αλιόσα στα χωράφια, καθώς αυτός πήγαινε στο μοναστήρι μετά τη σκηνή στο σπίτι της Κατερίνας Ιβάνοβνας όταν την πρόσβαλε η Γκρούσενκα. Τότε, όταν χώρισε με τον Αλιόσα κι ο Μίτια τράβηξε για το σπίτι της Γκρούσενκας. Δεν είναι γνωστό αν την είδε μα το βράδυ βρέθηκε στην ταβέρνα Η Πρωτεύουσα, όπου και τα κοπάνισε για καλά. Όταν μέθυσε, ζήτησε να του φέρουν χαρτί και καλαμάρι κι έγραψε ένα σπουδαίο ντοκουμέντο σε βάρος του. Ήταν ένα αλλοπαρμένο, φλύαρο κι ασυνάρτητο γράμμα, κυριολεχτικά «μεθυσμένο». Έμοιαζε με τη διήγηση ενός μεθυσμένου που γυρίζει στο σπίτι του κι αρχίζει να λέει μ' εξαιρετική ζωηρότητα στη γυναίκα του ή σε κάποιον άλλον απ' τους δικούς του για το πώς τώρα μόλις τον προσβάλανε, τι παλιάνθρωπος είν' αυτός που τον πρόσβαλε, τι θαυμάσιος άνθρωπος απεναντίας είν' αυτός ο ίδιος και πως θα του δείξει κείνου του παλιάνθρωπου —κι όλ' αυτά πολύ φλύαρα, ασύνδετα και με έξαψη, χτυπώντας τις γροθιές του στο τραπέζι, με μεθυσμένα δάκρυα. Το χαρτί που του δώσανε ήταν ένα βρόμικο κομματάκι επιστολόχαρτο κακής ποιότητας κι απ' το πίσω μέρος ήταν γραμμένος κάποιος λογαριασμός. Το χαρτί δεν είχε φτάσει για τη μεθυσμένη φλυαρία του κι ο Μίτια όχι μονάχα είχε γεμίσει όλα τα περιθώρια, μα οι τελευταίες αράδες γράφτηκαν κάθετα προς τις άλλες. Το γράμμα έλεγε τούτα:

«Μοιραία Κάτια! Αύριο θα βρω λεφτά και θα σου δώσω τις τρεις σου χιλιάδες και τότε πια αντίο, σκληρόκαρδη γυναίκα — όμως αντίο κι αγάπη μου! Ας τελειώνουμε! Αύριο θα ζητήσω λεφτά απ' όλους τους ανθρώπους, όμως αν οι άνθρωποι δε μου δώσουν, σου δίνω το λόγο της τιμής μου πως θα πάω στον πατέρα και θα του σπάσω το κεφάλι και θα του τα πάρω από κάτω απ' το στρώμα του, αρκεί να 'χει φύγει ο Ιβάν. Θα πάω στο κάτεργο μα τις τρεις χιλιάδες θα σ' τις επιστρέφω. Αντίο. Υποκλίνομαι μπροστά σου ως τη γη γιατί δείχτηκα παλιάνθρωπος απέναντί σου. Συγχώρεσέ με. Όχι, καλύτερα μη με συγχωρείς: Αυτό θα 'ναι πιο ευκολοβάσταχτο και για μένα και για σένα! Κάλλιο να πάω στο κάτεργο παρά να 'χω την αγάπη σου γιατί τώρα αγαπώ άλλην που σήμερα τη γνώρισες απ' την καλή —πώς λοιπόν μπορείς να με συγχωρέσεις; Θα σκοτώσω αυτόν που μ' έκλεψε! Θα φύγω απ' όλους σας και θα πάω στην Ανατολή, για να μη βλέπω κανέναν. Ούτε κι αυτήν να μη βλέπω γιατί δεν είσαι μονάχα συ που με τυραννάς, είναι και κείνη. Αντίο!

Υ.Γ. Σε καταριέμαι κι όμως σε λατρεύω. Το ακούω στο στήθος μου. Έμεινε μια χορδή και ηχεί. Κάλλιο να σκίσω στα δυο την καρδιά μου! Θα σκοτωθώ, όμως πρώτα θα σκοτώσω το παλιόσκυλο. Θα του αρπάξω τις τρεις χιλιάδες και θα σ' τις πετάξω. Κι ας είμαι παλιάνθρωπος απέναντί σου, όμως κλέφτης δε θα 'μαι! Να περιμένεις τις τρεις χιλιάδες. Είναι κάτω απ' το στρώμα του παλιόσκυλου —με μια ροζ κορδελίτσα. Δεν είμαι γω ο κλέφτης, αυτόν που μ' έκλεψε θα σκοτώσω. Κάτια, μη με κοιτάς περιφρονητικά: Ο Ντιμήτρι δεν είναι κλέφτης μα φονιάς! Σκότωσε τον πατέρα του και κατάστρεψε τον εαυτό του για να δειχτεί δυνατός και να μην τον τυραννάει η περηφάνια σου. Και για να μη σ' αγαπάει.

Υ.Υ.Γ. Σου φιλάω τα πόδια. Αντίο!

Υ.Υ.Γ..Γ.Κάτια, παρακάλα το Θεό να μου δώσουν οι άνθρωποι τα λεφτά. Τότε δε θα βάψω τα χέρια μου στο αίμα. Μ' αν δε μου δώσουν, θα τα βάψω! Σκότωσέ με!

Δούλος σου κι εχθρός σου

Ντ. Καραμάζοβ

Όταν ο Ιβάν διάβασε το «ντοκουμέντο», σηκώθηκε έχοντας πειστεί. Θα πει λοιπόν πως σκότωσε ο αδερφός του κι όχι ο Σμερντιακόβ. Κι αφού δε σκότωσε ο Σμερντιακόβ, θα πει πως δεν σκότωσε κι αυτός, ο Ιβάν. Το γράμμα αυτό πήρε ξάφνου γι' αυτόν σημασία μαθηματικής απόδειξης. Δεν του 'μενε πια καμιά αμφιβολία για την ενοχή του Μίτια. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως ο Ιβάν ποτέ δεν υποπτεύθηκε ότι ίσως ο Ντιμήτρι να σκότωσε μαζί με το Σμερντιακόβ. Αυτό δα δεν ήταν καθόλου πιθανό —τα γεγονότα έτσι δείχνανε. Ο Ιβάν ησύχασε εντελώς. Τ' άλλο πρωί θυμόταν με περιφρόνηση το Σμερντιακόβ και τις ειρωνείες του. Ύστερα μάλιστα από μερικές μέρες απορούσε πώς είχε προσβληθεί τόσο πολύ απ' τις υποψίες του.

Αποφάσισε να τον περιφρονήσει και να ξεχάσει. Έτσι πέρασε ένας μήνας. Δε ρώταγε κανέναν πια για το Σμερντιακόβ, άκουσε μονάχα κάνα δυο φορές πως είναι βαριά άρρωστος και χάνει τα λογικά του.

«Θα καταλήξει στην τρέλα» είχε πει μια φορά ο νεαρός γιατρός Βαρβίνσκη κι ο Ιβάν το πρόσεξε αυτό.

Την τελευταία βδομάδα αυτού του μήνα ο Ιβάν άρχισε να αισθάνεται πολύ άσκημα. Είχε πάει κιόλας και είχε ζητήσει τη συμβουλή του γιατρού που 'χε φέρει η Κατερίνα Ιβάνοβνα απ' τη Μόσχα. Τον ίδιο ακριβώς καιρό οι σχέσεις του με την Κατερίνα Ιβάνοβνα είχαν φτάσει στο απροχώρητο. Λες κι ήταν δυο εχθροί ερωτευμένοι. Οι επιστροφές της Κατερίνας Ιβάνοβνας στο Μίτια, στιγμιαίες μα δυνατές, έκαναν τον Ιβάν να φρενιάζει. Το παράξενο είναι πως ως την τελευταία σκηνή που περιγράψαμε και που έγινε στης Κατερίνας Ιβάνοβνας, όταν πήγε κει ο Αλιόσα γυρνώντας απ' το Μίτια, αυτός, ο Ιβάν, δεν την άκουσε ούτε μια φορά ν' αμφιβάλλει όλον αυτό το μήνα για την ενοχή του Μίτια, παρ' όλες τις «επιστροφές» της σ' αυτόν, που τόσο πολύ μισούσε ο Ιβάν. Είναι αξιοπαρατήρητο ακόμα και τούτο: Ενώ αισθανόταν πως μέρα με τη μέρα μισεί το Μίτια όλο και περισσότερο, καταλάβαινε ταυτόχρονα πως δεν τον μισούσε για τις «επιστροφές» της Κάτιας σ' αυτόν μα μόνο και μόνο γιατί αυτός σκότωσε τον πατέρα! Το αισθανόταν αυτό και το παραδεχόταν ο ίδιος απόλυτα. Παρ' όλ' αυτά, καμιά δεκαριά μέρες πριν απ' την δίκη, πήγε στο Μίτια και του πρότεινε να δραπετεύσει —σχέδιο που, καθώς φαίνεται, το 'χε σκεφτεί από καιρό. Εδώ, εκτός απ' την κύρια αιτία που τον έσπρωξε σ' αυτό, έφταιγε και κάποια γρατσουνιά στην καρδιά του που του την είχε κάνει μια φράση του Σμερντιακόβ, πως τάχα αυτόν, τον Ιβάν, τον συμφέρει να καταδικάσουν τον αδερφό του, γιατί τότε το ποσό της πατρικής κληρονομιάς θ' αυξανόταν γι' αυτόν και για τον Αλιόσα από σαράντα σε εξήντα χιλιάδες ρούβλια. Αποφάσισε να θυσιάσει τριάντα χιλιάδες από μέρος του μονάχα για να βοηθήσει το Μίτια να δραπετεύσει. Γυρίζοντας τότε απ' το Μίτια ήταν τρομερά μελαγχολικός και ταραγμένος. Άρχισε ξάφνου να αισθάνεται πως θέλει την απόδραση όχι μονάχα για να θυσιάσει τις τριάντα χιλιάδες και να επουλώσει τη γρατσουνιά μα και για κάτι άλλο.

«Μην είναι τάχα γιατί μέσα μου είμαι και γω το ίδιο φονιάς;» αναρωτήθηκε.

Κάτι το ξεχασμένο μα φλογερό του κατάτρωγε την ψυχή. Το κυριότερο ήταν που όλον αυτό το μήνα υπόφερε πολύ η περηφάνια του, μα γι' αυτό θα πούμε αργότερα... Ήταν έτοιμος να χτυπήσει το κουδούνι του σπιτιού του μετά την κουβέντα που έκανε με τον Αλιόσα όταν αποφάσισε να πάει στο Σμερντιακόβ γιατί τον έπιασε αναπάντεχα μια αβάσταχτη αγανάκτηση. Σκέφτηκε ξαφνικά πως η Κατερίνα Ιβάνοβνα μόλις πριν από λίγο του φώναξε μπροστά στον Αλιόσα:

«Εσύ, μονάχα εσύ μ' έπεισες πως αυτός (δηλαδή ο Μίτια) είναι ο φονιάς!»

Μόλις το θυμήθηκε αυτό, ο Ιβάν έμεινε σύξυλος. Ποτέ του δεν είχε προσπαθήσει να την πείσει πως ο Μίτια είναι ο φονιάς, απεναντίας υποπτευόταν και τον εαυτό του ακόμα και της το 'χε πει όταν γύρισε απ' το Σμερντιακόβ. Απεναντίας αυτή, αυτή του 'δειξε τότε το «ντοκουμέντο» και του απόδειξε την ενοχή του αδερφού του! Και να που ξάφνου τώρα του φώναξε:

«Πήγα εγώ η ίδια στο Σμερντιακόβ!»

Πότε πήγε; Ο Ιβάν δεν ήξερε τίποτα για όλ' αυτά. Θα πει λοιπόν πως κι αυτή δεν ήταν και τόσο βέβαιη για την ενοχή του Μίτια! Και τι μπορούσε να της πει ο Σμερντιακόβ; Τι να της είχε πει άραγε; Τρομερός θυμός τον συνεπήρε. Δεν καταλάβαινε πώς μπόρεσε μισή ώρα πριν να μην της απαντήσει σ' αυτά τα λόγια και να μη βάλει αμέσως τις φωνές. Παράτησε το κουδούνι και τράβηξε βιαστικός για το σπίτι του Σμερντιακόβ.

«Τούτη τη φορά ίσως και να σκοτώσω», σκέφτηκε στο δρόμο.


11. VII. Η δεύτερη επίσκεψη στον Σμερντιακόβ 11. VII. The second visit to Smerdiakov

Ο Σμερντιακόβ είχε βγει πια απ' το Νοσοκομείο. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ήξερε την καινούργια του κατοικία, έμενε τώρα σε κείνο το μισοσαραβαλιασμένο ξύλινο σπιτάκι που χωριζόταν στα δυο από 'να διάδρομο. Στο ένα δωμάτιο έμενε η Μάρια Κοντράτιεβνα με τη μητέρα της και στ' άλλο ο Σμερντιακόβ μονάχος του. Ένας Θεός ξέρει με ποιους όρους έμενε κει πέρα: Πλήρωνε νοίκι άραγε ή όχι; Αργότερα λέγανε πως μπήκε στο σπίτι σαν αρραβωνιαστικός της Μάριας Κοντράτιεβνας και πως ζούσε χωρίς να πληρώνει τίποτα. Μάνα και κόρη τον εκτιμούσαν πολύ και τον θεωρούσαν ανώτερο τους. Όταν του ανοίξανε, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς μπήκε στο διάδρομο κι η Μάρια Κοντράτιεβνα του είπε να περάσει στο «καλό δωμάτιο» όπου έμενε ο Σμερντιακόβ. Κει μέσα υπήρχε μια όμορφη φαρφουρένια σόμπα καλά αναμμένη. Οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με γαλάζια ταπετσαρία, σκισμένη, είν' αλήθεια, σε πολλά μέρη. Πίσω απ' αυτά τα χαρτιά πηγαινόρχονταν αμέτρητες κατσαρίδες, τόσο που ακουγόταν ένα αδιάκοπο χαρχάλεμα.

Η επίπλωση ήταν φτωχική. Δυο πάγκοι κοντά στους τοίχους και δυο καρέκλες δίπλα στο ξύλινο τραπέζι, που το σκέπαζε ένα τραπεζομάντηλο με ροζ σχέδια. Στα δυο μικρά παράθυρα βρισκόταν από μια γλάστρα με γεράνι. Στη γωνιά το εικονοστάσι. Πάνω στο τραπέζι ένα μικρό στραπατσαρισμένο σαμοβάρι μ' ένα δίσκο και δυο φλιτζάνια. Ο Σμερντιακόβ είχε πιει πια το τσάι του και το σαμοβάρι είχε σβήσει... Καθόταν στον πάγκο, μπροστά στο τραπέζι, και κάτι γρατζούναγε με μια πένα κοιτώντας ένα τετράδιο. Δίπλα του είχε ένα μπουκαλάκι μελάνι κι ένα σιδερένιο χαμηλό σαμντάνι μ' ένα σπαρματσέτο. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κατάλαβε αμέσως πως ο Σμερντιακόβ είχε γίνει εντελώς καλά. Το πρόσωπό του ήτανε φρέσκο, πιο γεμάτο από πριν, με την αφέλεια κατσαρωμένη τούτη τη φορά και τα μαλλιά στους κροτάφους καλοχτενισμένα, με μπόλικη πομάδα. Φορούσε μια ρόμπα παρδαλή, φοδραρισμένη με βάτα, αρκετά λιγδιασμένη και τριμμένη. Φορούσε γυαλιά. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν τον είχε ξαναδεί με γυαλιά. Αυτή η ασήμαντη λεπτομέρεια τον έκανε ξάφνου να θυμώσει ακόμα περισσότερο: «ένα παλιόμουτρο κει πέρα και να σου φοράει και γυαλιά!» Ο Σμερντιακόβ σήκωσε αργά το κεφάλι και τον κοίταξε επίμονα μες απ' τα γυαλιά του. Ύστερα τα 'βγαλε χωρίς να βιάζεται κι ανασηκώθηκε λίγο απ' τη θέση του όμως χωρίς κανένα σεβασμό, σα να βαριότανε, μόνο και μόνο για να τηρήσει μερικούς τύπους καλής συμπεριφοράς, που αυτούς πια δεν μπορεί κανείς να τους παραβλέψει. Όλ' αυτά τα παρατήρησε αμέσως ο Ιβάν και μάλιστα τα κατάλαβε και τα συγκράτησε: Ιδιαίτερα το βλέμμα του Σμερντιακόβ που ήταν μοχθηρό, ακατάδεχτο και μάλιστα αλαζονικό:

«Τι μου κουβαλήθηκες πάλι —σα να 'λεγε— αφού τα συμφωνήσαμε όλα τότε; Τι άλλο θέλεις;»

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς με δυσκολία συγκρατήθηκε.

—Κάνει ζέστη εδώ μέσα, είπε καθώς στεκόταν ακόμα και ξεκούμπωσε το παλτό του.

—Βγάλτε το, του επέτρεψε ο Σμερντιακόβ.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έβγαλε το παλτό και το πέταξε στον πάγκο, πήρε μια καρέκλα —τα χέρια του τρέμανε— την τράβηξε γρήγορα κοντά στο τραπέζι και κάθισε. Ο Σμερντιακόβ πρόφτασε και κάθισε στον πάγκο του πριν απ' αυτόν.

—Πρώτα απ' όλα, είμαστε μόνοι; ρώτησε αυστηρά κι απότομα ο Ιβάν. Δε θα μας ακούσουν από κει;

—Κανένας δε θ' ακούσει τίποτα. Το 'δατε και μόνος σας πως μας χωρίζει ο διάδρομος.

— Άκου, φιλαράκο μου: Τι ήταν κείνο που είπες όταν έφευγα απ' το Νοσοκομείο, πως αν δεν πω ότι ξέρεις να υποκρίνεσαι πως σ' έπιασε κρίση τότε και συ δε θα τα καταθέσεις όλα στον ανακριτή για κείνη την κουβέντα μας, κοντά στην αυλόπορτα; Ποια όλα; Τί εννοούσες; Με φοβέριζες δηλαδή; Μπας κι έκανα συνωμοσία μαζί σου; Νομίζεις πως έχω να φοβηθώ τίποτα από σένα;

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς τα 'πε όλ' αυτά με παραφορά, δίνοντάς του. να καταλάβει πως παίζει πια μ' ανοιχτά χαρτιά και να λείπουν οι υπαινιγμοί και τα μισόλογα. Τα μάτια του Σμερντιακόβ αστράψανε μοχθηρά, τ' αριστερό ματάκι άρχισε να τρεμοπαίζει κι απάντησε αμέσως. Μίλαγε όμως και πάλι συγκρατημένα κι αργά, όπως συνήθιζε. «Θες να τα πούμε ανοιχτά; σα να του 'λεγε. Ε, ορίστε!»

—Εννοούσα τότε, και γι' αυτό και το είπα, πως εσείς, αν και ξέρατε από πριν πως θα γίνει ο φόνος του πατέρα σας, τον εγκαταλείψατε και, για να μη σχηματίσει ο κόσμος κακή γνώμη για τα αισθήματά σας και για τίποτ' άλλο ακόμα, σας έδωσα την υπόσχεση να μην αναφέρω τίποτα στις Αρχές.

Ο Σμερντιακόβ τα πρόφερε αυτά χωρίς να βιάζεται και φαινόταν πως δεν είχε χάσει την αυτοκυριαρχία του. Όμως στη φωνή του διακρινόταν ένας τόνος σταθερότητας κι επιμονής, κάτι σα μίσος και πρόκληση. Κοίταζε με θράσος τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, τόσο που αυτός τα 'χασε για μια στιγμή:

—Πώς; Τι; Μα είσαι στα καλά σου ή σου στρίψανε;

—Είμαι εντελώς στα καλά μου.

—Μα μήπως τάχα το 'ξερα τότε πως θα γίνει ο φόνος; ξεφώνισε τέλος ο Ιβάν Φιοντόροβιτς και χτύπησε δυνατά τη γροθιά του στο τραπέζι. Τι θα πει αυτό το «και για τίποτ' άλλο ακόμα»; Λέγε, κανάγια!

Ο Σμερντιακόβ σώπαινε εξακολουθώντας να περιεργάζεται με το ίδιο θράσος τον Ιβάν Φιοντόροβιτς.

—Λέγε, βρομόμουτρο, ποιο «τίποτ' άλλο ακόμα»; ούρλιαξε αυτός.

—Με το «τίποτ' άλλο ακόμα» εννοούσα πως ίσως και σεις θα επιθυμούσατε τότε σφοδρά το θάνατο του πατέρα σας...

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς αναπήδησε απότομα και μ' όλη του τη δύναμη του 'δωσε μια γροθιά στον ώμο έτσι που ο άλλος χτύπησε με την πλάτη στον τοίχο. Αμέσως το πρόσωπό του πλημμύρισε από δάκρυά και πρόφερε:

«Ντροπή σας, κύριε, να χτυπάτε έναν αδύναμο άνθρωπο!»

Έβγαλε ένα καταλερωμένο μαντίλι με γαλάζια καρό και, βάζοντάς το μπροστά στα μάτια του, έκλαιγε άφωνα. Πέρασε κάπου ένα λεπτό.

—Φτάνει! Πάψε! είπε επιταχτικά ο Ιβάν Φιοντόροβιτς καθώς ξανακαθόταν στην καρέκλα του. Μη με κάνεις να χάσω και την τελευταία στάλα της υπομονής μου!

Ο Σμερντιακόβ πήρε το κουρέλι απ' τα μάτια του. Η κάθε γραμμή του ζαρωμένου προσώπου του εξέφραζε την προσβολή που μόλις τώρα είχε υποστεί.

— Ώστε νόμισες, βρε παλιάνθρωπε, πως ήθελα τότε να σκοτώσω τον πατέρα μαζί με το Ντιμήτρι;

—Δεν ήξερα τι σκεφτόσαστε τότε, πρόφερε προσβλημένος ο Σμερντιακόβ·· γι' αυτό κιόλας σας σταμάτησα τότε κοντά στην αυλόπορτα, για να σας ψυχολογήσω.

—Τι να ψυχολογήσεις; Τι;

—Μα αυτό ακριβώς: Θέλατε ή όχι να σκοτώσουν το γρηγορότερο τον πατέρα σας;

Περισσότερο απ' όλα αγανακτούσε τον Ιβάν Φιοντόροβιτς αυτός ο θρασύς τόνος που κράταγε μ' επιμονή ο Σμερντιακόβ.

—Εσύ τον σκότωσες! αναφώνησε ξαφνικά.

Ο Σμερντιακόβ χαμογέλασε περιφρονητικά.

—Το πως δεν το σκότωσα εγώ, αυτό το ξέρετε και μόνος σας πολύ καλά. Και νόμιζα πως ένας έξυπνος άνθρωπος ούτε κουβέντα δε θα 'κανε πια γι' αυτό το ζήτημα.

—Μα γιατί, γιατί με υποπτεύθηκες τότε;

— Όπως σας είναι πια γνωστό, ο μόνος λόγος ήταν ο φόβος μου. Γιατί, στην κατάσταση που βρισκόμουνα τότε, τρέμοντας απ' το φόβο μου, τους υποπτευόμουνα όλους. Σκέφτηκα λοιπόν να ψυχολογήσω και σας γιατί είπα μέσα μου: Αν και σεις έχετε την ίδια γνώμη με τον αδερφούλη σας, τότε πάει πια, τέλειωσε αυτή η δουλειά και θα χαθώ και γω μαζί σας σα μύγα.

— Άκου δω, δυο βδομάδες πριν έλεγες άλλα.

—Τα ίδια εννοούσα κι όταν σας μίλαγα στο Νοσοκομείο, μονάχα που νόμιζα πως θα με καταλαβαίνατε και χωρίς περιττά λόγια και πως δε θα θέλατε να μιλήσουμε ανοιχτά, σαν έξυπνος άνθρωπος που είσαστε.

—Για κοίτα κει! Όμως απάντησε, απάντησέ μου, επιμένω: Τι σ' έκανε να νομίσεις τότε... να με υποπτευθείς πως θα 'κανα μια τέτοια παλιοδουλειά;

—Δε θα μπορούσατε ποτέ να σκοτώσετε σεις ο ίδιος κι ούτε το θέλατε, όμως θέλατε να τον σκοτώσει κάποιος άλλος. Αυτό το θέλατε.

—Και τι ήρεμα, τι ήρεμα το λέει! Μα γιατί να το θέλω; Τι θα κέρδιζα εγώ απ' αυτό;

—Πώς έτσι τι θα κερδίζατε; Κι η κληρονομιά; έχυσε το φαρμάκι του ο Σμερντιακόβ, σα να εκδικιότανε κιόλας. Θα 'χατε να παίρνετε και τα τρία αδέρφια κάπου από σαράντα χιλιάδες, ίσως και περισσότερες. Όμως αν ο Φιόντορ Παύλοβιτς παντρευότανε κείνη την κυρία Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, αυτή θα 'γράφε όλη την περιουσία του στ' όνομά της αμέσως μετά το γάμο, γιατί δεν είναι δα και καμιά ανόητη, και σεις τα τρία αδέρφια δε θα παίρνατε ούτε δυο ρούβλια απ' τον πατερούλη σας. Και μήπως τάχα πολύ θέλανε να στεφανωθούνε; Παρά τρίχα, που λένε: Φτάνει να του κούναγε έτσι το μικρό της δαχτυλάκι και κείνος θα 'τρεχε το κατόπι της ως την εκκλησία με τη γλώσσα έξω.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έκανε μια τρομερή προσπάθεια να συγκρατηθεί.

—Καλά, πρόφερε στο τέλος- βλέπεις πως δεν όρμησα πάνω σου, δε σ' έσπασα στο ξύλο, δε σε σκότωσα. Συνέχισε. Νομίζεις λοιπόν πως προόριζα τον αδερφό μου, τον Ντιμήτρι, γι' αυτή τη δουλειά, πως σ' αυτόν υπολόγιζα;

—Και πώς να μην υπολογίζετε; Αφού άμα σκότωνε αυτός, θα 'χανε τους τίτλους του, το βαθμό και την περιουσία του και θα τον στέλνανε κι εξορία. Τότε όλη την περιουσία του πατερούλη σας θα τη μοιραζόσαστε στα δυο εσείς με τον αδερφό σας, τον Αλεξέι Φιοντόροβιτς, που θα πει πως δε θα παίρνατε μονάχα από σαράντα μα από εξήντα χιλιάδες. Σίγουρα λοιπόν υπολογίζατε στο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς!

—Ας είναι, το καταπίνω κι αυτό! Άκου δω, κανάγια: Αν υπολόγιζα τότε σε κανέναν, τότε σίγουρα σε σένα θα υπολόγιζα κι όχι στο Ντιμήτρι και σου ορκίζομαι, ότι προαισθανόμουνα κιόλας πως θα κάνεις κάποια βρομοδουλειά... τότε... θυμάμαι πως αυτή την εντύπωση είχα!

—Και γω το σκέφτηκα τότε για μια στιγμή πως υπολογίζατε και σε μένα, είπε σαρκαστικά ο Σμερντιακόβ. Κι έτσι ξεσκεπαστήκατε ακόμα περισσότερο μπροστά μου. Γιατί, αφού υπολογίζατε σε μένα και την ίδια ώρα φεύγατε, ήταν σα να μου λέγατε: Μπορείς να σκοτώσεις τον πατέρα μου, εγώ δε σ' εμποδίζω.

—Παλιάνθρωπε! Ώστε έτσι με κατάλαβες;

—Μα η Τσερμασνιά αυτό αποδείχνει. Σκεφτείτε το και μόνος σας! Είχατε σκοπό να πάτε στη Μόσχα και, παρ' όλες τις παρακλήσεις του πατέρα σας να πάτε στην Τσερμασνιά, αρνηθήκατε! Και μόλις σας πέταξα εγώ ένα λογάκι, συμφωνήσατε! Για ποιο λόγο συμφωνήσατε τότε να πάτε στην Τσερμασνιά; Αφού δεν πήγατε στη Μόσχα μα στην Τσερμασνιά μόνο και μόνο γιατί σας το είπα εγώ, θα πει πως κάτι περιμένατε από μένα.

—Όχι, μα το Θεό, όχι! ούρλιαξε τρίζοντας τα δόντια του ο Ιβάν.

—Ε, πώς όχι; Εσείς, σαν καλός γιος, θα 'πρεπε τότε να με πάτε αμέσως στο Τμήμα και να με σπάσετε στο ξύλο... ή τουλάχιστο να μου σπάσετε εκεί επί τόπου τα μούτρα. Όμως εσείς δε θυμώσατε καθόλου και κάνατε όπως σας είπα και φύγατε —πράμα εντελώς παράλογο— ενώ έπρεπε να μείνετε για να προστατέψετε τη ζωή του πατέρα σας... πώς λοιπόν να μην έβγαζα και γω το συμπέρασμα που έβγαλα;

Ο Ιβάν καθότανε σκυθρωπός ακουμπώντας σπασμωδικά με τις δυο γροθιές στα γόνατά του.

—Ναι, κρίμα που δε σου 'σπασα τα. μούτρα, είπε ο Ιβάν χαμογελώντας πικρά. Στο τμήμα δεν μπορούσα να σε πάω γιατί ποιος θα με πίστευε τότε και πώς θα μπορούσα να τ' αποδείξω... όμως τα μούτρα... κρίμα που δεν το σκέφτηκα. Αν κι απαγορεύεται τώρα το ξύλο, όμως θα σου 'κανα τα μούτρα κιμά.

Ο Σμερντιακόβ τον κοίταζε σχεδόν με απόλαυση.

—Στις συνηθισμένες περιστάσεις της ζωής, πρόφερε αυτός μ' έναν τόνο αυτάρεσκα διδαχτικό, σαν κι αυτόν που 'παιρνε καμιά φορά όταν συζητούσε με το Γρηγόρη Βασίλιεβιτς για τη θρησκεία και τον κορόιδευε μπροστά στον Φιόντορ Παύλοβιτς, στις συνηθισμένες περιστάσεις της ζωής πραγματικά ο Νόμος απαγορεύει το ξύλο, κι όλοι πάψανε πια να δέρνουν, όμως στις εξαιρετικές περιστάσεις της ζωής, όχι μονάχα στη χώρα μας μα και σ' όλο τον κόσμο, ακόμα και στην πιο πλέρια γαλλική δημοκρατία, εξακολουθούν να δέρνουν όπως και τον καιρό του Αδάμ και της Εύας και ποτέ δε θα πάψουν, μα εσείς ούτε και σ' αυτή την εξαιρετική περίπτωση δεν τολμήσατε τότε να το κάνετε.

—Τι βλέπω κει; Μαθαίνεις γαλλικά; είπε ο Ιβάν δείχνοντας μ' ένα κίνημα του κεφαλιού το τετράδιο που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι.

—Και γιατί να μη μαθαίνω; Έτσι μορφώνομαι κι έχω υπ' όψη μου πως μπορεί καμιά φορά να βρεθώ σε κείνες τις ευτυχισμένες χώρες της Ευρώπης.

— Άκου δω, έκτρωμα, είπε ο Ιβάν και τα μάτια του αστράψανε κι έτρεμε ολόκληρος, δεν τις φοβάμαι γω τις κατηγορίες σου, κατάθεσε εναντίον μου ό,τι θέλεις. Κι αν δε σε σπάω τώρα στο ξύλο, αυτό το κάνω μόνο και μόνο γιατί υποπτεύομαι πως εσύ έκανες αυτό το έγκλημα και θέλω να σε πάω στο δικαστήριο. Θα σε ξεσκεπάσω. Περίμενε και θα δεις!

— Έχω τη γνώμη πως καλύτερο θα 'ναι να σωπάσετε. Γιατί σε τι μπορείτε να με κατηγορήσετε τη στιγμή που είμαι εντελώς αθώος; Και ποιος θα σας πιστέψει; Όμως αν κάνετε την αρχή, θα τα διηγηθώ και γω όλα: Γιατί πώς αλλιώς θα αμυνθώ;

—Νομίζεις πως σε φοβάμαι;

—Κι αν ακόμα οι δικαστές δε με πιστέψουν, όμως ο κόσμος θα με πιστέψει και θα 'ναι αίσχος για σας.

—Θες να πεις πάλι πως «μ' έναν έξυπνο άνθρωπο η κουβέντα έχει πάντα ενδιαφέρον», ε; είπε ο Ιβάν τρίζοντας τα δόντια του.

—Ακριβώς. Φανείτε έξυπνος λοιπόν.

Ο Ιβάν σηκώθηκε τρέμοντας απ' το θυμό του, έβαλε το παλτό του και μην απαντώντας πια στον Σμερντιακόβ, χωρίς καν να τον κοιτάξει, βγήκε βιαστικά. Το φρέσκο βραδινό αγέρι τον δρόσισε. Το φεγγάρι έλαμπε ζωηρά. Ένας φοβερός εφιάλτης από ιδέες και αισθήματα κόχλαζε στην ψυχή του.

«Να πάω και να καταγγείλω τώρα το Σμερντιακόβ. Μα τι να καταγγείλω, αφού είναι αθώος; Αυτός θα με κατηγορήσει. Αλήθεια γιατί πήγα τότε στην Τσερμασνιά; Γιατί; Γιατί;» αναρωτιόταν ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. «Μα βέβαια κάτι περίμενα να γίνει, έχει δίκιο...»

Και ξαναθυμήθηκε για εκατοστή φορά την τελευταία κείνη νύχτα που έβγαινε στη σκάλα και κρυφάκουγε. Όμως τώρα υπόφερε τόσο απ' αυτή την ανάμνηση που σταμάτησε στη μέση του δρόμου σαν κάποιος να τον κάρφωσε στη θέση του.

«Ναι, αυτό περίμενα τότε, αυτό, αλήθεια είναι! Το 'θελα, το 'θελα να γίνει ο φόνος! Το 'θελα άραγε να γίνει ο φόνος; Το 'θελα;... Πρέπει να σκοτώσω το Σμερντιακόβ!... Αν δε θα 'χω τώρα το θάρρος να σκοτώσω το Σμερντιακόβ, είμαι ανάξιος να ζω!»

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, χωρίς να περάσει τότε απ' το σπίτι του, πήγε κατευθείαν στης Κατερίνας Ιβάνοβνας και την τρόμαξε με την εμφάνισή του: Ήταν σαν παλαβός.

Της διηγήθηκε όλη την κουβέντα που έκανε με το Σμερντιακόβ, της τα 'πε όλα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Όσο κι αν εκείνη προσπάθησε να τον καθησυχάσει, αυτός τίποτα, πηγαινορχόταν στο δωμάτιο και μίλαγε χωρίς ειρμό, παράξενα. Τέλος έκατσε, ακούμπησε τους αγκώνες στο τραπέζι, στήριξε το κεφάλι στις παλάμες του και πρόφερε έναν παράξενο αφορισμό:

—Αν σκότωσε ο Σμερντιακόβ κι όχι ο Ντιμήτρι, τότε σίγουρα είμαι και γω συνένοχος γιατί τον παρακίνησα. Τον παρακίνησα όμως; Δεν ξέρω ακόμα. Όμως αν σκότωσε αυτός κι όχι ο Ντιμήτρι, τότε δε χωράει αμφιβολία πως είμαι και γω φονιάς.

Η Κατερίνα Ιβάνοβνα, μόλις τ' άκουσε αυτό, σηκώθηκε σωπαίνοντας απ' τη θέση της, πήγε στο γραφείο της, άνοιξε μια κασετίνα που βρισκόταν κει πάνω, έβγαλε από μέσα κάποιο χαρτάκι, και το 'βαλε μπροστά στον Ιβάν. Γι' αυτό το ίδιο χαρτάκι μίλησε αργότερα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς στον Αλιόσα λέγοντάς του πως υπάρχει κάτι που αποδείχνει με «μαθηματική ακρίβεια» πως σκότωσε ο Ντιμήτρι. Ήταν ένα γράμμα που 'χε γράψει ο Ντιμήτρι στην Κατερίνα Ιβάνοβνα όντας μεθυσμένος, κείνο το ίδιο βράδυ που συναντήθηκε με τον Αλιόσα στα χωράφια, καθώς αυτός πήγαινε στο μοναστήρι μετά τη σκηνή στο σπίτι της Κατερίνας Ιβάνοβνας όταν την πρόσβαλε η Γκρούσενκα. Τότε, όταν χώρισε με τον Αλιόσα κι ο Μίτια τράβηξε για το σπίτι της Γκρούσενκας. Δεν είναι γνωστό αν την είδε μα το βράδυ βρέθηκε στην ταβέρνα Η Πρωτεύουσα, όπου και τα κοπάνισε για καλά. Όταν μέθυσε, ζήτησε να του φέρουν χαρτί και καλαμάρι κι έγραψε ένα σπουδαίο ντοκουμέντο σε βάρος του. Ήταν ένα αλλοπαρμένο, φλύαρο κι ασυνάρτητο γράμμα, κυριολεχτικά «μεθυσμένο». Έμοιαζε με τη διήγηση ενός μεθυσμένου που γυρίζει στο σπίτι του κι αρχίζει να λέει μ' εξαιρετική ζωηρότητα στη γυναίκα του ή σε κάποιον άλλον απ' τους δικούς του για το πώς τώρα μόλις τον προσβάλανε, τι παλιάνθρωπος είν' αυτός που τον πρόσβαλε, τι θαυμάσιος άνθρωπος απεναντίας είν' αυτός ο ίδιος και πως θα του δείξει κείνου του παλιάνθρωπου —κι όλ' αυτά πολύ φλύαρα, ασύνδετα και με έξαψη, χτυπώντας τις γροθιές του στο τραπέζι, με μεθυσμένα δάκρυα. Το χαρτί που του δώσανε ήταν ένα βρόμικο κομματάκι επιστολόχαρτο κακής ποιότητας κι απ' το πίσω μέρος ήταν γραμμένος κάποιος λογαριασμός. Το χαρτί δεν είχε φτάσει για τη μεθυσμένη φλυαρία του κι ο Μίτια όχι μονάχα είχε γεμίσει όλα τα περιθώρια, μα οι τελευταίες αράδες γράφτηκαν κάθετα προς τις άλλες. Το γράμμα έλεγε τούτα:

«Μοιραία Κάτια! Αύριο θα βρω λεφτά και θα σου δώσω τις τρεις σου χιλιάδες και τότε πια αντίο, σκληρόκαρδη γυναίκα — όμως αντίο κι αγάπη μου! Ας τελειώνουμε! Αύριο θα ζητήσω λεφτά απ' όλους τους ανθρώπους, όμως αν οι άνθρωποι δε μου δώσουν, σου δίνω το λόγο της τιμής μου πως θα πάω στον πατέρα και θα του σπάσω το κεφάλι και θα του τα πάρω από κάτω απ' το στρώμα του, αρκεί να 'χει φύγει ο Ιβάν. Θα πάω στο κάτεργο μα τις τρεις χιλιάδες θα σ' τις επιστρέφω. Αντίο. Υποκλίνομαι μπροστά σου ως τη γη γιατί δείχτηκα παλιάνθρωπος απέναντί σου. Συγχώρεσέ με. Όχι, καλύτερα μη με συγχωρείς: Αυτό θα 'ναι πιο ευκολοβάσταχτο και για μένα και για σένα! Κάλλιο να πάω στο κάτεργο παρά να 'χω την αγάπη σου γιατί τώρα αγαπώ άλλην που σήμερα τη γνώρισες απ' την καλή —πώς λοιπόν μπορείς να με συγχωρέσεις; Θα σκοτώσω αυτόν που μ' έκλεψε! Θα φύγω απ' όλους σας και θα πάω στην Ανατολή, για να μη βλέπω κανέναν. Ούτε κι αυτήν να μη βλέπω γιατί δεν είσαι μονάχα συ που με τυραννάς, είναι και κείνη. Αντίο!

Υ.Γ. Σε καταριέμαι κι όμως σε λατρεύω. Το ακούω στο στήθος μου. Έμεινε μια χορδή και ηχεί. Κάλλιο να σκίσω στα δυο την καρδιά μου! Θα σκοτωθώ, όμως πρώτα θα σκοτώσω το παλιόσκυλο. Θα του αρπάξω τις τρεις χιλιάδες και θα σ' τις πετάξω. Κι ας είμαι παλιάνθρωπος απέναντί σου, όμως κλέφτης δε θα 'μαι! Να περιμένεις τις τρεις χιλιάδες. Είναι κάτω απ' το στρώμα του παλιόσκυλου —με μια ροζ κορδελίτσα. Δεν είμαι γω ο κλέφτης, αυτόν που μ' έκλεψε θα σκοτώσω. Κάτια, μη με κοιτάς περιφρονητικά: Ο Ντιμήτρι δεν είναι κλέφτης μα φονιάς! Σκότωσε τον πατέρα του και κατάστρεψε τον εαυτό του για να δειχτεί δυνατός και να μην τον τυραννάει η περηφάνια σου. Και για να μη σ' αγαπάει.

Υ.Υ.Γ. Σου φιλάω τα πόδια. Αντίο!

Υ.Υ.Γ..Γ.Κάτια, παρακάλα το Θεό να μου δώσουν οι άνθρωποι τα λεφτά. Τότε δε θα βάψω τα χέρια μου στο αίμα. Μ' αν δε μου δώσουν, θα τα βάψω! Σκότωσέ με!

Δούλος σου κι εχθρός σου

Ντ. Καραμάζοβ

Όταν ο Ιβάν διάβασε το «ντοκουμέντο», σηκώθηκε έχοντας πειστεί. Θα πει λοιπόν πως σκότωσε ο αδερφός του κι όχι ο Σμερντιακόβ. Κι αφού δε σκότωσε ο Σμερντιακόβ, θα πει πως δεν σκότωσε κι αυτός, ο Ιβάν. Το γράμμα αυτό πήρε ξάφνου γι' αυτόν σημασία μαθηματικής απόδειξης. Δεν του 'μενε πια καμιά αμφιβολία για την ενοχή του Μίτια. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως ο Ιβάν ποτέ δεν υποπτεύθηκε ότι ίσως ο Ντιμήτρι να σκότωσε μαζί με το Σμερντιακόβ. Αυτό δα δεν ήταν καθόλου πιθανό —τα γεγονότα έτσι δείχνανε. Ο Ιβάν ησύχασε εντελώς. Τ' άλλο πρωί θυμόταν με περιφρόνηση το Σμερντιακόβ και τις ειρωνείες του. Ύστερα μάλιστα από μερικές μέρες απορούσε πώς είχε προσβληθεί τόσο πολύ απ' τις υποψίες του.

Αποφάσισε να τον περιφρονήσει και να ξεχάσει. Έτσι πέρασε ένας μήνας. Δε ρώταγε κανέναν πια για το Σμερντιακόβ, άκουσε μονάχα κάνα δυο φορές πως είναι βαριά άρρωστος και χάνει τα λογικά του.

«Θα καταλήξει στην τρέλα» είχε πει μια φορά ο νεαρός γιατρός Βαρβίνσκη κι ο Ιβάν το πρόσεξε αυτό.

Την τελευταία βδομάδα αυτού του μήνα ο Ιβάν άρχισε να αισθάνεται πολύ άσκημα. Είχε πάει κιόλας και είχε ζητήσει τη συμβουλή του γιατρού που 'χε φέρει η Κατερίνα Ιβάνοβνα απ' τη Μόσχα. Τον ίδιο ακριβώς καιρό οι σχέσεις του με την Κατερίνα Ιβάνοβνα είχαν φτάσει στο απροχώρητο. Λες κι ήταν δυο εχθροί ερωτευμένοι. Οι επιστροφές της Κατερίνας Ιβάνοβνας στο Μίτια, στιγμιαίες μα δυνατές, έκαναν τον Ιβάν να φρενιάζει. Το παράξενο είναι πως ως την τελευταία σκηνή που περιγράψαμε και που έγινε στης Κατερίνας Ιβάνοβνας, όταν πήγε κει ο Αλιόσα γυρνώντας απ' το Μίτια, αυτός, ο Ιβάν, δεν την άκουσε ούτε μια φορά ν' αμφιβάλλει όλον αυτό το μήνα για την ενοχή του Μίτια, παρ' όλες τις «επιστροφές» της σ' αυτόν, που τόσο πολύ μισούσε ο Ιβάν. Είναι αξιοπαρατήρητο ακόμα και τούτο: Ενώ αισθανόταν πως μέρα με τη μέρα μισεί το Μίτια όλο και περισσότερο, καταλάβαινε ταυτόχρονα πως δεν τον μισούσε για τις «επιστροφές» της Κάτιας σ' αυτόν μα μόνο και μόνο γιατί αυτός σκότωσε τον πατέρα! Το αισθανόταν αυτό και το παραδεχόταν ο ίδιος απόλυτα. Παρ' όλ' αυτά, καμιά δεκαριά μέρες πριν απ' την δίκη, πήγε στο Μίτια και του πρότεινε να δραπετεύσει —σχέδιο που, καθώς φαίνεται, το 'χε σκεφτεί από καιρό. Εδώ, εκτός απ' την κύρια αιτία που τον έσπρωξε σ' αυτό, έφταιγε και κάποια γρατσουνιά στην καρδιά του που του την είχε κάνει μια φράση του Σμερντιακόβ, πως τάχα αυτόν, τον Ιβάν, τον συμφέρει να καταδικάσουν τον αδερφό του, γιατί τότε το ποσό της πατρικής κληρονομιάς θ' αυξανόταν γι' αυτόν και για τον Αλιόσα από σαράντα σε εξήντα χιλιάδες ρούβλια. Αποφάσισε να θυσιάσει τριάντα χιλιάδες από μέρος του μονάχα για να βοηθήσει το Μίτια να δραπετεύσει. Γυρίζοντας τότε απ' το Μίτια ήταν τρομερά μελαγχολικός και ταραγμένος. Άρχισε ξάφνου να αισθάνεται πως θέλει την απόδραση όχι μονάχα για να θυσιάσει τις τριάντα χιλιάδες και να επουλώσει τη γρατσουνιά μα και για κάτι άλλο.

«Μην είναι τάχα γιατί μέσα μου είμαι και γω το ίδιο φονιάς;» αναρωτήθηκε.

Κάτι το ξεχασμένο μα φλογερό του κατάτρωγε την ψυχή. Το κυριότερο ήταν που όλον αυτό το μήνα υπόφερε πολύ η περηφάνια του, μα γι' αυτό θα πούμε αργότερα... Ήταν έτοιμος να χτυπήσει το κουδούνι του σπιτιού του μετά την κουβέντα που έκανε με τον Αλιόσα όταν αποφάσισε να πάει στο Σμερντιακόβ γιατί τον έπιασε αναπάντεχα μια αβάσταχτη αγανάκτηση. Σκέφτηκε ξαφνικά πως η Κατερίνα Ιβάνοβνα μόλις πριν από λίγο του φώναξε μπροστά στον Αλιόσα:

«Εσύ, μονάχα εσύ μ' έπεισες πως αυτός (δηλαδή ο Μίτια) είναι ο φονιάς!»

Μόλις το θυμήθηκε αυτό, ο Ιβάν έμεινε σύξυλος. Ποτέ του δεν είχε προσπαθήσει να την πείσει πως ο Μίτια είναι ο φονιάς, απεναντίας υποπτευόταν και τον εαυτό του ακόμα και της το 'χε πει όταν γύρισε απ' το Σμερντιακόβ. Απεναντίας αυτή, αυτή του 'δειξε τότε το «ντοκουμέντο» και του απόδειξε την ενοχή του αδερφού του! Και να που ξάφνου τώρα του φώναξε:

«Πήγα εγώ η ίδια στο Σμερντιακόβ!»

Πότε πήγε; Ο Ιβάν δεν ήξερε τίποτα για όλ' αυτά. Θα πει λοιπόν πως κι αυτή δεν ήταν και τόσο βέβαιη για την ενοχή του Μίτια! Και τι μπορούσε να της πει ο Σμερντιακόβ; Τι να της είχε πει άραγε; Τρομερός θυμός τον συνεπήρε. Δεν καταλάβαινε πώς μπόρεσε μισή ώρα πριν να μην της απαντήσει σ' αυτά τα λόγια και να μη βάλει αμέσως τις φωνές. Παράτησε το κουδούνι και τράβηξε βιαστικός για το σπίτι του Σμερντιακόβ.

«Τούτη τη φορά ίσως και να σκοτώσω», σκέφτηκε στο δρόμο.