×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 11. VI. Η πρώτη συνάντηση με τον Σμερντιακόβ

11. VI. Η πρώτη συνάντηση με τον Σμερντιακόβ

Ήταν η τρίτη φορά που ο Ιβάν πήγαινε να μιλήσει με τον Σμερντιακόβ από τότε που 'χε γυρίσει απ' τη Μόσχα. Την πρώτη φορά ύστερ' απ' την καταστροφή τον είδε και του μίλησε, την πρώτη κιόλας μέρα, μόλις γύρισε-ύστερα τον επισκέφτηκε μετά από δυο βδομάδες. Μα ύστερ' απ' αυτό δεν ξαναπήγε στον Σμερντιακόβ, έτσι που τώρα είχε πάνω από 'να μήνα να τον δει και σχεδόν δεν είχε τίποτα ακούσει γι' αυτόν στο μεταξύ. Τότε είχε γυρίσει τέσσερις μέρες μετά το θάνατο του πατέρα του και δεν πρόφτασε ούτε την κηδεία. Η ταφή είχε γίνει την προηγουμένη ακριβώς της άφιξής του. Η αιτία της αργοπορίας του ήταν τούτη: Ο Αλιόσα, μην ξέροντας τη διεύθυνσή του στη Μόσχα, ρώτησε πού να στείλει το τηλεγράφημα την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Μα κι αυτή δεν ήξερε και κείνος το 'στειλε στην αδερφή της και τη θεία της, υπολογίζοντας πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, μόλις φτάσει στη Μόσχα, θα περάσει να τις επισκεφτεί. Όμως αυτός τις επισκέφτηκε τρεις μέρες μετά την άφιξή του στη Μόσχα και μόλις διάβασε το τηλεγράφημα γύρισε φυσικά αμέσως στην πολιτεία μας. Εδώ ο πρώτος που συνάντησε ήταν ο Αλιόσα. Μα όταν μίλησε μαζί του έμεινε κατάπληχτος που αυτός ούτε καν υποπτευόταν το Μίτια για το έγκλημα και βεβαίωνε πως ο δολοφόνος ήταν ο Σμερντιακόβ —πράμα δηλαδή ολότελα αντίθετο με κείνα που πίστευαν όλοι στην πολιτεία μας. Όταν είδε αργότερα το Διοικητή της Αστυνομίας και τον εισαγγελέα κι έμαθε τις λεπτομέρειες της κατηγορίας και της σύλληψης απόρησε ακόμα περισσότερο με τη στάση του Αλιόσα που την απέδωσε στη μεγάλη αδερφική αγάπη και συμπόνια του για το Μίτια, που ο Αλιόσα —αυτό το 'ξερε ο Ιβάν— τον αγαπούσε πολύ. Μια και το 'φερε η κουβέντα θα πούμε δυο λόγια γι' αυτό που αισθανόταν ο Ιβάν για τον αδερφό του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς: Δεν τον αγαπούσε καθόλου και το πολύ-πολύ να 'νιωθε καμιά φορά γι' αυτόν συμπόνια, ανάμειχτη όμως κι αυτή με μεγάλη περιφρόνηση, που έφτανε ως τη σιχασιά. Ο Μίτια, ακόμα και σαν παρουσιαστικό, του ήταν αντιπαθητικός. Η αγάπη που έδειχνε για το Μίτια η Κατερίνα Ιβάνοβνα, τον αγαναχτούσε. Όμως, την πρώτη κιόλας μέρα, επισκέφτηκε το Μίτια στη φυλακή. Μα τούτη η συνάντηση όχι μονάχα δεν τον έπεισε πως είναι αθώος μα απεναντίας έγινε αιτία να πιστέψει αμετάκλητα πια στην ενοχή του Μίτια. Βρήκε τότε τον αδερφό του πολύ ανήσυχο, σε μιαν αρρωστιάρικη ταραχή. Ο Μίτια μίλαγε πολύ μα κάπως αφηρημένα, πηδούσε απ' το 'να θέμα στ' άλλο, κατηγορούσε τον Σμερντιακόβ και μπερδευότανε σε κάθε του φράση. Περισσότερο απ' όλα μίλαγε για κείνες τις τρεις χιλιάδες που «του 'κλεψε» ο μακαρίτης. «Τα λεφτά είναι δικά μου, ήταν δικά μου», έλεγε και ξανάλεγε ο Μίτια. «Και να τα 'κλεβα ακόμα θα 'χα το δίκιο με το μέρος μου».

Δεν αμφισβητούσε καθόλου σχεδόν τις ενδείξεις που ήταν εναντίον του κι αν προσπαθούσε να παρουσιάσει τα γεγονότα σ' όφελος του, το 'κανε μ' έναν τρόπο αλλοπρόσαλλο κι ανόητο. Λες και δε το 'χε καθόλου σκοπό να υπερασπιστεί και να δικαιολογηθεί μα απεναντίας θύμωνε, μίλαγε περιφρονητικά για τις κατηγορίες, έβριζε και φουρκιζότανε. Για τη μαρτυρία του Γρηγόρη, πως η πόρτα ήταν ανοιχτή, γελούσε, δεν καταδεχόταν να το συζητήσει και βεβαίωνε πως την «άνοιξε ο διάολος». Όμως δεν μπορούσε να δώσει καμιά λογική εξήγηση γι' αυτό το γεγονός. Πρόσβαλε μάλιστα τον Ιβάν Φιοντόροβιτς σε κείνη την πρώτη τους συνάντηση λέγοντάς του απότομα πως δε επιτρέπεται να τον κατηγορούν και να τον υποπτεύονται κείνοι που βεβαιώνουν πως «όλα επιτρέπονται». Γενικά κείνη τη φορά δε φέρθηκε καθόλου φιλικά με τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. Αμέσως ύστερ' απ' αυτή τους τη συνάντηση ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πήγε να δει τον Σμερντιακόβ.

Ακόμα και στο τρένο, καθώς ερχόταν απ' τη Μόσχα, όλο και σκεφτόταν τον Σμερντιακόβ και την τελευταία κουβέντα που 'χε μαζί του την παραμονή της αναχώρησής του. Πολλά πράματα του φαίνονταν ακατανόητα και ύποπτα. Μα όταν έκανε την κατάθεσή του στον ανακριτή, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν είπε λέξη για κείνη την κουβέντα. Τ' ανέβαλε για να δει πρώτα τον Σμερντιακόβ. Αυτός βρισκόταν τότε στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Οι γιατροί Χερτσενστούμπε και Βαρβίνσκη βεβαίωσαν τον Ιβάν Φιοντόροβιτς πως η επιληψία του Σμερντιακόβ ήταν πραγματική και μάλιστα απόρησαν όταν αυτός τους ρώτησε: «Μήπως υποκρίθηκε την ημέρα της καταστροφής;» Του δώσανε να καταλάβει πως αυτή η κρίση είχε μάλιστα ασυνήθιστη ένταση, συνεχίστηκε κι επαναλήφτηκε κάμποσες μέρες συνέχεια, τόσο που η ζωή του άρρωστου βρισκόταν σε κίνδυνο και πως μονάχα τώρα, ύστερ', απ' τα μέτρα που πήρανε, μπορούσαν να βεβαιώσουν πως ο άρρωστος θα ζήσει αν κι είναι πολύ πιθανό —πρόστεσε ο γιατρός Χερτσενστούμπε— πως το λογικό του θα μείνει διασαλευμένο, «αν όχι για όλη του τη ζωή, όμως για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα». Κι όταν ο Ιβάν Φιοντόροβιτς τους ρώτησε ανυπόμονα: «Ώστε λοιπόν είναι τρελός τώρα;» του απάντησαν πως «όχι εντελώς, μα παρατηρούνται μερικές ανωμαλίες στις νοητικές του λειτουργίες». Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς αποφάσισε να μάθει μονάχος του τι είδους ήταν αυτές οι ανωμαλίες. Στο Νοσοκομείο τον άφηναν αμέσως να περάσει στο ιδιαίτερο δωμάτιο όπου είχαν τον Σμερντιακόβ. Δίπλα του ήταν κι ένας άλλος άρρωστος πρησμένος ολάκερος από υδρωπικία, που αύριο-μεθαύριο θα πέθαινε. Μπορούσαν λοιπόν να μιλήσουν ελεύθερα. Ο Σμερντιακόβ χαμογέλασε δύσπιστα μόλις είδε τον Ιβάν Φιοντόροβιτς και στην αρχή σα να τρόμαξε κιόλας. Έτσι του φάνηκε τουλάχιστον του Ιβάν Φιοντόροβιτς. Όμως αυτό έγινε για μια μονάχα στιγμή. Ύστερα κουβέντιασε τόσο ψύχραιμα που ο Ιβάν απόρησε. Με το πρώτο βλέμμα που του 'ριξε, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πείστηκε πως είναι πραγματικά βαριά άρρωστος: Ήταν χλομός, πολύ αδυνατισμένος, μιλούσε αργά, σα να κουνούσε με δυσκολία τη γλώσσα του. Όλα τα είκοσι λεπτά της επίσκεψης παραπονιόταν πως έχει πονοκέφαλο και πως νιώθει κομάρες σ' όλα του τα μέλη. Το στεγνό σαν ευνούχου πρόσωπό του λες κι είχε σουρώσει, τα μαλλιά του στους κροτάφους ήταν στραπατσαρισμένα κι η σγουρή του αφέλεια δεν ήταν πια παρά ένα λιγνό τσουλούφι. Μα το μισόκλειστο αριστερό ματάκι που λες κι έκανε συνεχώς κάποιον υπαινιγμό, πρόδινε τον παλιό Σμερντιακόβ.

«Μ' έναν έξυπνο άνθρωπο πάντα η κουβέντα έχει ενδιαφέρον», θυμήθηκε αμέσως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

Έκατσε κοντά στα πόδια του, σ' ένα σκαμνί. Ο Σμερντιακόβ ανασάλεψε ολόκληρος οδυνηρά στο κρεβάτι μα δε μίλησε πρώτος. Σώπαινε και δεν έδειχνε μάλιστα και πολλή περιέργεια.

—Μπορείς να μιλήσεις; ρώτησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Δε θα σε κουράσω πολύ.

—Και βέβαια μπορώ, μάσησε τα λόγια του ο Σμερντιακόβ μ' αδύνατη φωνή. Είναι καιρός που γυρίσατε; πρόστεσε καταδεχτικά, λες κι ήθελε να βγάλει τον επισκέπτη του απ' τη δύσκολη θέση.

—Μα, σήμερα μόλις... Ήρθα να πληρώσω τα σπασμένα σας.

Ο Σμερντιακόβ αναστέναξε.

—Τι αναστενάζεις; Αφού το 'ξερες, το ξεφούρνισε χωρίς περιστροφές ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

Ο Σμερντιακόβ σώπασε με αξιοπρέπεια.

—Πώς μπορούσα να μην το ξέρω; Ήταν φανερό απ' τα πριν. Μονάχα πως μπορούσα να ξέρω ότι θα ενεργούσαν έτσι;

—Τι θα ενεργούσαν; Μην πας να μου ξεφύγεις! Εσύ δεν ήσουν που μου 'χες πει πως θα σε πιάσει κρίση καθώς θα κατεβαίνεις στο υπόγειο; Το 'χες πει καθαρά: «Στο υπόγειο».

—Το 'πατε κιόλας στην ανάκριση; ρώτησε ψύχραιμα ο Σμερντιακόβ.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς θύμωσε.

— Όχι, δεν το είπα ακόμα μα θα το πω το δίχως άλλο. Πρέπει, φιλαράκο μου, να μου εξηγήσεις πολλά πράματα τώρα και να 'χεις υπ' όψη σου, πως δε θα σου επιτρέψω να παίζεις μαζί μου!

—Και για ποιο λόγο να παίξω μαζί σας τη στιγμή που σε σας μονάχα υπολογίζω και ξέρω πως θα με προστατέψετε σαν τον Κύριο το Θεό μας; πρόφερε ο Σμερντιακόβ με την ίδια πάντα ηρεμία μισοκλείνοντας μονάχα για μια στιγμή τα ματάκια του.

— Πρώτα-πρώτα, άρχισε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, ξέρω πως δεν μπορεί κανείς να προβλέψει την κρίση της επιληψίας. Ρώτησα γιατρούς, μην πας να μου ξεφύγεις. Κανείς δεν μπορεί να προκαθορίσει τη μέρα και την ώρα. Πώς λοιπόν εσύ μου προείπες τότε και την ημέρα και την ώρα και το υπόγειο; Πώς μπορούσες να ξέρεις από πρώτα πως θα πέσεις στο υπόγειο και θα σε πιάσει η κρίση, αν αυτή η κρίση δεν ήταν προσποιητή.

—Στο υπόγειο ήμουνα υποχρεωμένος έτσι κι αλλιώς να κατεβαίνω και μάλιστα πολλές φορές την ημέρα, απάντησε ο Σμερντιακόβ χωρίς να βιάζεται, σέρνοντας τη φωνή του. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο την περασμένη χρονιά είχα πέσει απ' τη σοφίτα. Και βέβαια κανείς δεν μπορεί να μαντέψει την ημέρα και την ώρα της κρίσης, όμως κάποιο προαίσθημα μπορεί να 'χει.

— Όμως εσύ προείπες την ημέρα και την ώρα!

—Για την επιληψία μου, το καλύτερο που έχετε να κάνετε, κύριε είναι να ζητήσετε πληροφορίες απ' τους εδώ γιατρούς: Αυτοί θα σας πουν αν ήταν ή δεν ήταν πραγματική. Όσο για μένα, δεν έχω να σας πω τίποτ' άλλο πάνω σ' αυτό.

—Και το υπόγειο; Το υπόγειο πώς το μάντεψες;

—Μεγάλη εντύπωση σας έκανε το υπόγειο! Όταν κατέβαινα τότε στο υπόγειο, ήμουν φοβισμένος κι ανήσυχος. Και τούτο γιατί, όταν φύγατε σεις, δεν είχα από κανέναν σ' όλο τον κόσμο να περιμένω προστασία. Κατεβαίνω τότε σε κείνο το υπόγειο και σκέφτομαι: «Να τώρα θα 'ρθει, τώρα θα με χτυπήσει. Θα κατρακυλήσω στα σκαλιά ή όχι;» Κι απ' αυτήν ακριβώς την ταραχή μ' έπιασε τότε ξαφνικά κείνος ο αναπότρεπτος σπασμός στο λαιμό...ε, και κατρακύλησα. Όλ' αυτά κι όλη την κουβέντα μας το προηγούμενο βράδυ κοντά στην εξώπορτα, όπου σας μίλησα για το φόβο μου και το υπόγειο, όλ' αυτά τα διηγήθηκα με λεπτομέρειες στο γιατρό Χερτσενστούμπε και στον ανακριτή Νικολάι Παρφιόνοβιτς και κείνοι τα γράψανε όλα στα Πρακτικά. Κι ο εδώ γιατρός, ο κύριος Βαρβίνσκη, τους είπε (κι επέμενε σ' αυτό), πως όλα έγιναν επειδή ίσα-ίσα τα σκεφτόμουνα, από κείνην ακριβώς την αγωνία που είχα κι έλεγα μέσα μου «Θα πέσω, δε θα πέσω;» Και κείνη τη στιγμή η κρίση μ' άρπαξε. Έτσι και το γράψανε, πως δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς και πως μ' έπιασε μόνο και μόνο απ' τον τρόμο μου.

Αφού τα είπε αυτά ο Σμερντιακόβ, σα να 'χε κατακουραστεί, αναστέναξε βαθιά.

— Ώστε τα είπες κιόλας στην ανάκριση; ρώτησε ξαφνιασμένος ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

Ήθελε ίσα-ίσα να τον τρομάξει λέγοντας πως θα μαρτυρήσει την τοτινή τους κουβέντα, όμως τώρα αποδειχνόταν πως ο Σμερντιακόβ τα 'χε πει από μόνος του.

—Τι έχω να φοβηθώ; Ας γράψουν όλη την πραγματική αλήθεια, πρόφερε σταθερά ο Σμερντιακόβ.

—Και τους είπες λέξη προς λέξη όλη την κουβέντα που κάναμε κοντά στην εξώπορτα;

— Όχι εντελώς λέξη προς λέξη.

—Τους είπες πως ξέρεις να υποκρίνεσαι ότι τάχα σ' έπιασε κρίση, όπως μου καυχήθηκες τότε;

— Όχι, ούτε αυτό δεν το 'πα.

—Πες μου τώρα γιατί μ' έστελνες τότε στην Τσερμασνιά; —Φοβόμουνα πως θα πηγαίνατε στη Μόσχα· η Τσερμασνιά, όσο να 'ναι, είναι πιο κοντά.

—Ψέματα λες! Συ ο ίδιος μου 'λεγες να φύγω: Φύγετε, μου 'λεγες, μακριά απ' το κακό.

—Το 'λεγα τότε από φιλία μονάχα και γιατί σας ήμουνα πιστός, προαισθανόμουνα πως θα γίνει κάποιο κακό στο σπίτι και σας λυπόμουνα. Όμως φρόντιζα περισσότερο για μένα παρά για σας. Γι' αυτό και σας έλεγα: Φευγάτε απ' το κακό, για να καταλάβετε πως θα γίνει κακό στο σπίτι και να μείνετε για να υπερασπίσετε τον πατέρα σας.

— Έπρεπε να μου το πεις καθαρότερα, βλάκα! κόρωσε ξάφνου ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

—Πώς μπορούσα τότε να το πω καθαρότερα; Τότε μιλούσε μονάχα ο φόβος μέσα μου, μα και σεις μπορεί να θυμώνατε. Μπορούσα βέβαια να υπολογίζω πως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς θα 'κανε κανένα σκάνδαλο ή θ' άρπαζε κείνα τα λεφτά γιατί τα νόμιζε δικά του, μα ποιος το 'ξερε πως θα τελειώσουν όλα μ' έναν τέτοιο φόνο; Νόμιζα πως θα κλέψει μονάχα κείνες τις τρεις χιλιάδες που τις είχε τ' αφεντικό κάτω απ' το στρώμα σ' έναν φάκελο, όμως αυτός σκότωσε κιόλας. Πού να το φανταζόσαστε και σεις, κύριε;

—Μα αφού κι ο ίδιος το λες πως δεν μπορούσα να το φανταστώ, τα νύχια μου ήθελες να μυρίσω και να μείνω; Τι τα μπερδεύεις; πρόφερε συλλογισμένος ο Ιβάν.

—Μπορούσατε να το μαντέψετε γιατί σας έστελνα στην Τσερμασνιά κι όχι στη Μόσχα.

—Μα πώς να το μαντέψω;

Ο Σμερντιακόβ φαινόταν πολύ κουρασμένος και σώπασε πάλι για ένα λεπτό.

—Μπορούσατε να το μαντέψετε επειδή σας πρότεινα να πάτε στην Τσερμασνιά κι όχι στη Μόσχα. Αυτό σήμαινε πως ήθελα να βρίσκεστε όσο γίνεται πιο κοντά, γιατί η Μόσχα είναι μακριά, κι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, ξέροντας πως είστε κοντά, δε θα 'χε και τόσο κουράγιο. Μα και μένα θα προφταίνατε να βοηθήσετε αν τυχόν γινόταν τίποτα. Γι' αυτό κιόλας σας μίλησα μονάχος μου και σας έκανα να προσέξετε την αρρώστια του Γρηγόρη Βασίλιτς και το πως φοβάμαι την επιληψία. Κι όταν σας εξήγησα κείνα τα συνθηματικά χτυπήματα και σας είπα πως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τα ξέρει, νόμιζα πως θα καταλαβαίνατε ότι αυτός κάτι θα σκαρώσει κι όχι μονάχα δε θα πηγαίνατε στην Τσερμασνιά, όπως σας έλεγα, μα δε θα το κουνούσατε καθόλου από δω.

«Μιλάει πολύ λογικά», σκέφτηκε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, «μ' όλα τα σαλιαρίσματά του. Για ποια λοιπόν διασάλευση του λογικού του μου 'λεγε ο Χερτσενστούμπε;».

— Άσε τι κατεργαριές, που να σε πάρει ο διάολος! αναφώνησε θυμωμένος.

—Κι όμως εγώ, πρέπει να τ' ομολογήσω, νόμισα τότε πως τα 'χατε καταλάβει όλα, είπε ο Σμερντιακόβ με τη μεγαλύτερη αφέλεια.

—Αν το καταλάβαινα, θα 'χα μείνει! φώναξε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς που κόρωσε και πάλι.

—Και γω που νόμιζα πως τα καταλάβατε όλα μα φύγατε όσο γρηγορότερα μπορούσατε για να μην μπλέξετε στις φασαρίες, μόνο και μόνο για να κρυφτείτε κάπου, πως φοβηθήκατε δηλαδή και θέλατε να σωθείτε.

—Νόμιζες πως όλοι είναι φοβητσιάρηδες σαν και σένα;

—Να με συγχωρείτε, μα νόμισα πως είσαστε και σεις σαν και μένα.

—Βέβαια, έπρεπε να το καταλάβω, έλεγε ταραγμένος ο Ιβάν. Υποπτευόμουνα κιόλας πως κάποια βρομοδουλειά θα σκαρώσεις... όμως λες ψέματα, πάλι ψέματα λες, ξεφώνισε καθώς άξαφνα κάτι θυμήθηκε. Θυμάσαι που πλησίασες τότε στ' αμάξι και μου 'πες: «Μ' έναν έξυπνο άνθρωπο η κουβέντα έχει πάντα ενδιαφέρον»; Θα πει λοιπόν πως ήσουνα ευχαριστημένος που έφευγα. Αλλιώς γιατί να με παινέσεις;

Ο Σμερντιακόβ αναστέναξε, κι ύστερα πάλι σα να κοκκίνισε λιγάκι.

—Αν ήμουν ευχαριστημένος, πρόφερε κάπως λαχανιάζοντας, τούτο ήταν μόνο και μόνο γιατί δεχτήκατε να πάτε στην Τσερμασνιά κι όχι στη Μόσχα. Γιατί, όπως και να το πάρεις, πιο κοντά είναι. Μονάχα που δε σας είπα τότε κείνα τα λόγια για να σας παινέσω μα για να σας επιπλήξω. Όμως εσείς δεν το καταλάβατε αυτό.

—Γιατί να μ' επιπλήξεις;

—Να, γιατί ενώ προαισθανόσαστε μια τέτοια συμφορά, αφήνατε τον πατέρα σας κι όλους εμάς απροστάτευτους. Γιατί πάντα θα μπορούσανε να με κατηγορήσουν πως εγώ έκλεψα τις τρεις χιλιάδες.

—Που να σε πάρει ο διάολος! έβρισε και πάλι ο Ιβάν. Στάσου: για τα συνθήματα, για τα χτυπήματα κείνα μίλησες

στον ανακριτή και στον εισαγγελέα;

—Τους τα είπα όλα.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς και πάλι απόρησε.

—Αν σκέφτηκα κάτι τότε, άρχισε πάλι, ήταν πως εσύ θα μπορούσες να κάνεις καμιά παλιοδουλειά. Ο Ντιμήτρι μπορούσε να σκοτώσει, μα πως θα κλέψει —αυτό δεν το πίστευα τότε... Όμως από σένα περίμενα κάθε παλιανθρωπιά. Μονάχος σου μου το 'πες πως ξέρεις να υποκρίνεσαι ότι τάχα σ' έπιασε επιληψία. Γιατί μου το 'πες αυτό;

—Από αφέλεια μονάχα. Μα ποτέ μου δεν υποκρίθηκα πως μ' έπιασε κρίση, το 'πα μόνο και μόνο για να καυχηθώ. Μια ανοησία μου ήταν. Σας είχα αγαπήσει πολύ τότε και φερνόμουνα χωρίς καμιά επιφύλαξη.

—Ο αδερφός μου σε κατηγορεί ανοιχτά και λέει πως εσύ σκότωσες και συ έκλεψες.

—Μα και τι άλλο του μένει να κάνει; αντείπε μ' ένα ψεύτικο πικρό χαμόγελο ο Σμερντιακόβ· και ποιος θα τον πιστέψει λοιπόν ύστερ' από τόσες αποδείξεις; Ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς είδε ανοιχτή την πόρτα. Τι άλλο θέλετε; Όμως, ας είναι. Δεν του κρατάω κακία! Φοβάται και θέλει να σώσει τον εαυτό του.

Σώπασε για λίγο και ξάφνου, σαν κάτι να σκέφτηκε, πρόστεσε:

—Είναι και τούτο ακόμα: Αυτός προσπαθεί να ρίξει πάνω μου την ευθύνη και λέει πως εγώ είμαι ο δράστης —αυτό το 'χω ακούσει— όμως σκεφτείτε και τούτο ακόμα, το πως δηλαδή μπορώ κι υποκρίνομαι ότι μ' έπιασε κρίση, θα σας το 'λεγα τάχα από πριν αν πραγματικά σκόπευα τότε να σκοτώσω τον πατέρα σας; Αν είχα καταστρώσει πια τα σχέδια για ένα τέτοιο έγκλημα, μπορεί να φερνόμουνα έτσι σα βλάκας και να σας έλεγα τούτο το πράμα που θα 'ταν μια ένδειξη εναντίον μου; Και σε ποιον; στο γιο! Το νομίζετε πιθανό εσείς; Εγώ λέω πως απεναντίας είναι πολύ απίθανο. Τώρα τούτη την κουβέντα μας δεν την ακούει κανένας άλλος έξω απ' το Θεό, μα αν τα λέγατε όλ' αυτά στον εισαγγελέα και στο Νικολάι Παρφιόνοβιτς θα 'ταν για μένα η καλύτερη υπεράσπιση: Γιατί τι κακούργος είναι αυτός που ανοίγει έτσι την καρδιά του την παραμονή του φόνου; Όλ' αυτά μπορούν να τα κρίνουν κι οι άλλοι.

— Άκου, σηκώθηκε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς απορημένος με το τελευταίο επιχείρημα του Σμερντιακόβ και τελειώνοντας την κουβέντα· εγώ δε σε υποπτεύομαι καθόλου, το βρίσκω μάλιστα γελοίο να σε κατηγορήσω... απεναντίας σου χρωστάω χάρη που με καθησύχασες. Τώρα φεύγω μα θα ξαναπεράσω και πάλι. Γεια σου λοιπόν και περαστικά. Μήπως σου χρειάζεται τίποτα;

—Ευχαριστώ. Η Μάρθα Ιγνάτιεβνα δε με ξεχνάει και με βοηθάει στο καθετί που θα μου χρειαστεί. Καλοσύνη της. Κάθε μέρα έρχονται και με βλέπουν καλοί άνθρωποι.

—Γεια σου λοιπόν. Και για κείνο, το πως ξέρεις να υποκρίνεσαι, δε θα πω τίποτα... μα και σένα σε συμβουλεύω να μην το πεις, πρόφερε ξάφνου για κάποιον ανεξήγητο λόγο ο Ιβάν.

—Σας καταλαβαίνω πολύ καλά. Κι αν εσείς δεν το πείτε, τότε και γω δε θα καταθέσω όλη την τοτινή μας κουβέντα κοντά στην εξώπορτα.

Τότε έγινε τούτο: Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς βγήκε ξαφνικά και μονάχα όταν είχε κάνει κιόλας καμιά δεκαριά βήματα στο διάδρομο κατάλαβε πως η τελευταία φράση του Σμερντιακόβ είχε κάτι το προσβλητικό. Θέλησε να γυρίσει πίσω, όμως αμέσως είπε μέσα του: «Βλακείες!» και βγήκε βιαστικά απ' το Νοσοκομείο. Το σπουδαιότερο ήταν που αισθανόταν πραγματικά ησυχασμένος κι ακριβώς απ' το γεγονός ότι ο ένοχος δεν ήταν ο Σμερντιακόβ μα ο αδερφός του ο Μίτια, παρ' όλο που —θα νόμιζε κανείς— έπρεπε να συμβεί το αντίθετο. Γιατί συνέβαινε αυτό, δε θέλησε τότε να το εξετάσει, ένιωθε μάλιστα αηδία να ξεσκαλίζει τα συναισθήματά του. Ήταν σα να βιαζόταν να ξεχάσει κάτι όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Τις επόμενες μέρες βεβαιώθηκε απόλυτα πια για την ενοχή του Μίτια, όταν έμαθε περισσότερες λεπτομέρειες για τις ενδείξεις που υπήρχαν εναντίον του. Υπήρχαν καταθέσεις καταπληκτικές κι ας τις έκαναν άνθρωποι ασήμαντοι—όπως της Φένιας, λόγου χάρη, και της γιαγιάς της. Αμ ο Περχότιν, η ταβέρνα, το μπακάλικο των Πλότνικοβ, οι μάρτυρες του Μόκρογιε; Περισσότερο συντριπτικές ήταν οι λεπτομέρειες. Οι καταθέσεις για τα μυστικά «χτυπήματα» έκαναν την ίδια σχεδόν εντύπωση στον εισαγγελέα και στον ανακριτή όσο κι η κατάθεση του Γρηγόρη για την ανοιχτή πόρτα. Η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, η γυναίκα του Γρηγόρη, σ' ερώτηση του Ιβάν Φιοντόροβιτς δήλωσε κατηγορηματικά πως όλη κείνη τη νύχτα ο Σμερντιακόβ κοιτόταν στο κρεβάτι του, πίσω απ' το χώρισμα, «τρία βήματα απ' το κρεβάτι μας» και πως αν και κοιμόταν βαθιά, όμως ξυπνούσε συχνά και τον άκουγε να βογγάει από μέσα:

«Όλη την ώρα βογγούσε, βογγούσε ασταμάτητα».

Όταν ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, μιλώντας με τον

Χερτσενστούμπε, του είπε πως ο Σμερντιακόβ δεν του φάνηκε καθόλου βλαμμένος, μονάχα κάπως πιο αδύνατος, ο γέρος γιατρός χαμογέλασε μ' ένα λεπτό χαμόγελο.

«Και ξέρετε με τι ασχολείται τώρα τελευταία;» ρώτησε τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. «Αποστηθίζει γαλλικές λέξεις. Έχει κάτω απ' το μαξιλάρι του ένα τετράδιο όπου κάποιος του 'γραψε γαλλικές λέξεις με ρώσικα στοιχεία, χε-χε-χε!» Τέλος ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν είχε πια καμιάν αμφιβολία. Κάθε που σκεφτόταν τον αδερφό του Ντιμήτρι τον έπιανε σιχαμάρα. Όμως παρ' όλ' αυτά ένα ήταν παράξενο: Που ο Αλιόσα επέμενε πως δε σκότωσε ο Ντιμήτρι μα «κατά πάσαν πιθανότητα» ο Σμερντιακόβ. Ο Ιβάν πάντα αισθανόταν πως δίνει μεγάλη σημασία στη γνώμη του Αλιόσα και γι' αυτό τώρα δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Τον παραξένευε ακόμα και το ότι ο Αλιόσα ποτέ δεν άνοιγε μαζί του κουβέντα για το Μίτια και περιοριζόταν ν' απαντάει μονάχα στις ερωτήσεις του.

Αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στον Ιβάν Φιοντόροβιτς όμως, εδώ που τα λέμε, κείνες τις μέρες συγκέντρωνε την προσοχή του κάτι εντελώς διαφορετικό: Μόλις γύρισε απ' τη Μόσχα, άφησε να τον παρασύρει το πάθος του για την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Δεν είναι καιρός τώρα να διηγηθούμε το καινούργιο τούτο πάθος του Ιβάν Φιοντόροβιτς που είχε επίδραση σ' όλη την κατοπινή ζωή του: Όλ' αυτά θα μπορούσαν να γίνουν το θέμα γι' ένα άλλο διήγημα, για ένα άλλο μυθιστόρημα, που δεν ξέρω ακόμα αν θα κάτσω καμιά φορά να το γράψω. Όμως παρ' όλ' αυτά δεν μπορώ να μη σημειώσω πως όταν ο Ιβάν Φιοντόροβιτς βγήκε το βράδυ —όπως το ιστόρησα κιόλας— απ' το σπίτι της Κατερίνας Ιβάνοβνας μαζί με τον Αλιόσα και του είπε πως «δε με συγκινεί» —έλεγε ένα μεγάλο ψέμα κείνη τη στιγμή: Την αγαπούσε παράφορα, αν κι είναι αλήθεια πως ήταν στιγμές που τη μισούσε τόσο πολύ που θα μπορούσε και να τη σκοτώσει. Οι λόγοι ήταν πολλοί: Καταταραγμένη απ' αυτά που συνέβηκαν στο Μίτια, η Κατερίνα Ιβάνοβνα δέχτηκε τον Ιβάν σα σωτήρα της. Ένιωθε ταπεινωμένη, προσβλημένη· και καταφρονεμένη, ένιωθε πως την περιφρονούσαν για τα συναισθήματά της. Και να που ξανάρθε και πάλι ο άνθρωπος που και πρώτα την αγαπούσε τόσο, —ω, αυτό το 'ξερε πολύ καλά— και που τον θεωρούσε πάντα στην καρδιά και στο πνεύμα ανώτερο της Όμως η κοπέλα είχε αυστηρές αρχές και δεν του δόθηκε ολότελα παρ' όλο τον ασυγκράτητο, καραμαζοβικό πόθο του αγαπημένου της και παρ' όλη τη γοητεία που ασκούσε πάνω της. Ταυτόχρονα τη βασάνιζε η σκέψη πως απιστεί στο Μίτια κι όταν μάλωνε με τον Ιβάν (κι αυτό γινόταν συχνά) του το 'λεγε ορθά κοφτά. Αυτό υπονοούσε ο Ιβάν όταν έλεγε στον Αλιόσα «ψέμα πάνω στο ψέμα». Πραγματικά σ' όλ' αυτά υπήρχε πολύ ψέμα κι αυτό ήταν που δαιμόνιζε τον Ιβάν Φιοντόροβιτς... όμως για όλ' αυτά θα μιλήσουμε αργότερα. Με δυο λόγια προς το παρόν είχε ξεχάσει σχεδόν ολότελα το Σμερντιακόβ. Όμως, σαν πέρασαν δυο βδομάδες απ' την πρώτη τους συνάντηση, άρχισαν να τον βασανίζουν και πάλι οι ίδιες παράξενες σκέψεις. Φτάνει ν' αναφέρω πως άρχισε ν' αναρωτιέται: Γιατί τότε, την τελευταία νύχτα που έμεινε στο σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς, την παραμονή της αναχώρησής του, είχε πάει σιγά-σιγά στη σκάλα σαν κλέφτης κι αφουγκραζόταν τι έκανε ο γέρος κάτω; Αναρωτιόταν ακόμα γιατί να το θυμήθηκε αυτό αργότερα- μ' αποστροφή; Γιατί τον έπιασε την άλλη μέρα κείνη η αβάσταχτη αγωνία και γιατί, σαν έφτασε στη Μόσχα, είπε στον εαυτό του: «είμαι ένας άθλιος»; Τόσο, που 'φτασε στο σημείο να νομίσει πως τούτες οι βασανιστικές σκέψεις θα τον κάνουν να ξεχάσει και την Κατερίνα Ιβάνοβνα ακόμα! Τότε ακριβώς που το σκέφτηκε αυτό, έτυχε να συναντήσει τον Αλιόσα στο δρόμο. Τον σταμάτησε αμέσως και ρώτησε:

—Θυμάσαι όταν μετά το φαγητό ο Ντιμήτρι όρμησε μέσα και χτύπησε τον πατέρα και γω σου είπα ύστερα στην αυλή πως «το δικαίωμα της επιθυμίας» το κρατάω για τον εαυτό μου; Πες μου. Σκέφτηκες τότε πως θέλω το θάνατο του πατέρα;

—Το σκέφτηκα, απάντησε χαμηλόφωνα ο Αλιόσα.

—Αυτό ήταν φανερό, δεν ήταν δύσκολο να το μαντέψει κανείς. Μήπως όμως σκέφτηκες τότε πως εγώ θέλω ακριβώς να «φάει η μια οχιά την άλλη», δηλαδή να σκοτώσει ο Ντιμήτρι τον πατέρα και μάλιστα όσο γινόταν πιο γρήγορα...

και πως δε θα 'χα αντίρρηση να συντελέσω και γω σ' αυτό;

Ο Αλιόσα χλόμιασε για λίγο και κοίταζε σιωπηλός τον αδερφό του στα μάτια.

—Λέγε λοιπόν! φώναξε ο Ιβάν. Θέλω με κάθε τρόπο να μάθω τι σκέφτηκες τότε. Μου είναι απαραίτητο να το ξέρω. Την αλήθεια, την αλήθεια θέλω να μου πεις! πήρε μια βαθιάν ανάσα και κοίταξε με κάποιο προκαταβολικό μίσος τον Αλιόσα.

—Συγχώρα με, όμως κι αυτό το σκέφτηκα τότε, ψιθύρισε ο Αλιόσα και σώπασε χωρίς να προστέσει «κανένα ελαφρυντικό».

—Ευχαριστώ! είπε απότομα ο Ιβάν και παρατώντας τον Αλιόσα έφυγε βιαστικός. Από τότε ο Αλιόσα παρατήρησε πως ο Ιβάν άρχισε να τον αποφεύγει και μάλιστα έδειχνε πως δεν τον αγαπάει, έτσι που κι αυτός έπαψε να πηγαίνει σπίτι του. Όμως κείνη τη στιγμή, αμέσως ύστερ' απ' τη συνάντηση με τον Αλιόσα, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, χωρίς να περάσει απ' το σπίτι του, τράβηξε και πάλι για το σπίτι του Σμερντιακόβ.


11. VI. Η πρώτη συνάντηση με τον Σμερντιακόβ

Ήταν η τρίτη φορά που ο Ιβάν πήγαινε να μιλήσει με τον Σμερντιακόβ από τότε που 'χε γυρίσει απ' τη Μόσχα. Την πρώτη φορά ύστερ' απ' την καταστροφή τον είδε και του μίλησε, την πρώτη κιόλας μέρα, μόλις γύρισε-ύστερα τον επισκέφτηκε μετά από δυο βδομάδες. Μα ύστερ' απ' αυτό δεν ξαναπήγε στον Σμερντιακόβ, έτσι που τώρα είχε πάνω από 'να μήνα να τον δει και σχεδόν δεν είχε τίποτα ακούσει γι' αυτόν στο μεταξύ. Τότε είχε γυρίσει τέσσερις μέρες μετά το θάνατο του πατέρα του και δεν πρόφτασε ούτε την κηδεία. Η ταφή είχε γίνει την προηγουμένη ακριβώς της άφιξής του. Η αιτία της αργοπορίας του ήταν τούτη: Ο Αλιόσα, μην ξέροντας τη διεύθυνσή του στη Μόσχα, ρώτησε πού να στείλει το τηλεγράφημα την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Μα κι αυτή δεν ήξερε και κείνος το 'στειλε στην αδερφή της και τη θεία της, υπολογίζοντας πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, μόλις φτάσει στη Μόσχα, θα περάσει να τις επισκεφτεί. Όμως αυτός τις επισκέφτηκε τρεις μέρες μετά την άφιξή του στη Μόσχα και μόλις διάβασε το τηλεγράφημα γύρισε φυσικά αμέσως στην πολιτεία μας. Εδώ ο πρώτος που συνάντησε ήταν ο Αλιόσα. Μα όταν μίλησε μαζί του έμεινε κατάπληχτος που αυτός ούτε καν υποπτευόταν το Μίτια για το έγκλημα και βεβαίωνε πως ο δολοφόνος ήταν ο Σμερντιακόβ —πράμα δηλαδή ολότελα αντίθετο με κείνα που πίστευαν όλοι στην πολιτεία μας. Όταν είδε αργότερα το Διοικητή της Αστυνομίας και τον εισαγγελέα κι έμαθε τις λεπτομέρειες της κατηγορίας και της σύλληψης απόρησε ακόμα περισσότερο με τη στάση του Αλιόσα που την απέδωσε στη μεγάλη αδερφική αγάπη και συμπόνια του για το Μίτια, που ο Αλιόσα —αυτό το 'ξερε ο Ιβάν— τον αγαπούσε πολύ. Μια και το 'φερε η κουβέντα θα πούμε δυο λόγια γι' αυτό που αισθανόταν ο Ιβάν για τον αδερφό του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς: Δεν τον αγαπούσε καθόλου και το πολύ-πολύ να 'νιωθε καμιά φορά γι' αυτόν συμπόνια, ανάμειχτη όμως κι αυτή με μεγάλη περιφρόνηση, που έφτανε ως τη σιχασιά. Ο Μίτια, ακόμα και σαν παρουσιαστικό, του ήταν αντιπαθητικός. Η αγάπη που έδειχνε για το Μίτια η Κατερίνα Ιβάνοβνα, τον αγαναχτούσε. Όμως, την πρώτη κιόλας μέρα, επισκέφτηκε το Μίτια στη φυλακή. Μα τούτη η συνάντηση όχι μονάχα δεν τον έπεισε πως είναι αθώος μα απεναντίας έγινε αιτία να πιστέψει αμετάκλητα πια στην ενοχή του Μίτια. Βρήκε τότε τον αδερφό του πολύ ανήσυχο, σε μιαν αρρωστιάρικη ταραχή. Ο Μίτια μίλαγε πολύ μα κάπως αφηρημένα, πηδούσε απ' το 'να θέμα στ' άλλο, κατηγορούσε τον Σμερντιακόβ και μπερδευότανε σε κάθε του φράση. Περισσότερο απ' όλα μίλαγε για κείνες τις τρεις χιλιάδες που «του 'κλεψε» ο μακαρίτης. «Τα λεφτά είναι δικά μου, ήταν δικά μου», έλεγε και ξανάλεγε ο Μίτια. «Και να τα 'κλεβα ακόμα θα 'χα το δίκιο με το μέρος μου».

Δεν αμφισβητούσε καθόλου σχεδόν τις ενδείξεις που ήταν εναντίον του κι αν προσπαθούσε να παρουσιάσει τα γεγονότα σ' όφελος του, το 'κανε μ' έναν τρόπο αλλοπρόσαλλο κι ανόητο. Λες και δε το 'χε καθόλου σκοπό να υπερασπιστεί και να δικαιολογηθεί μα απεναντίας θύμωνε, μίλαγε περιφρονητικά για τις κατηγορίες, έβριζε και φουρκιζότανε. Για τη μαρτυρία του Γρηγόρη, πως η πόρτα ήταν ανοιχτή, γελούσε, δεν καταδεχόταν να το συζητήσει και βεβαίωνε πως την «άνοιξε ο διάολος». Όμως δεν μπορούσε να δώσει καμιά λογική εξήγηση γι' αυτό το γεγονός. Πρόσβαλε μάλιστα τον Ιβάν Φιοντόροβιτς σε κείνη την πρώτη τους συνάντηση λέγοντάς του απότομα πως δε επιτρέπεται να τον κατηγορούν και να τον υποπτεύονται κείνοι που βεβαιώνουν πως «όλα επιτρέπονται». Γενικά κείνη τη φορά δε φέρθηκε καθόλου φιλικά με τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. Αμέσως ύστερ' απ' αυτή τους τη συνάντηση ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πήγε να δει τον Σμερντιακόβ.

Ακόμα και στο τρένο, καθώς ερχόταν απ' τη Μόσχα, όλο και σκεφτόταν τον Σμερντιακόβ και την τελευταία κουβέντα που 'χε μαζί του την παραμονή της αναχώρησής του. Πολλά πράματα του φαίνονταν ακατανόητα και ύποπτα. Μα όταν έκανε την κατάθεσή του στον ανακριτή, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν είπε λέξη για κείνη την κουβέντα. Τ' ανέβαλε για να δει πρώτα τον Σμερντιακόβ. Αυτός βρισκόταν τότε στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Οι γιατροί Χερτσενστούμπε και Βαρβίνσκη βεβαίωσαν τον Ιβάν Φιοντόροβιτς πως η επιληψία του Σμερντιακόβ ήταν πραγματική και μάλιστα απόρησαν όταν αυτός τους ρώτησε: «Μήπως υποκρίθηκε την ημέρα της καταστροφής;» Του δώσανε να καταλάβει πως αυτή η κρίση είχε μάλιστα ασυνήθιστη ένταση, συνεχίστηκε κι επαναλήφτηκε κάμποσες μέρες συνέχεια, τόσο που η ζωή του άρρωστου βρισκόταν σε κίνδυνο και πως μονάχα τώρα, ύστερ', απ' τα μέτρα που πήρανε, μπορούσαν να βεβαιώσουν πως ο άρρωστος θα ζήσει αν κι είναι πολύ πιθανό —πρόστεσε ο γιατρός Χερτσενστούμπε— πως το λογικό του θα μείνει διασαλευμένο, «αν όχι για όλη του τη ζωή, όμως για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα». Κι όταν ο Ιβάν Φιοντόροβιτς τους ρώτησε ανυπόμονα: «Ώστε λοιπόν είναι τρελός τώρα;» του απάντησαν πως «όχι εντελώς, μα παρατηρούνται μερικές ανωμαλίες στις νοητικές του λειτουργίες». Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς αποφάσισε να μάθει μονάχος του τι είδους ήταν αυτές οι ανωμαλίες. Στο Νοσοκομείο τον άφηναν αμέσως να περάσει στο ιδιαίτερο δωμάτιο όπου είχαν τον Σμερντιακόβ. Δίπλα του ήταν κι ένας άλλος άρρωστος πρησμένος ολάκερος από υδρωπικία, που αύριο-μεθαύριο θα πέθαινε. Μπορούσαν λοιπόν να μιλήσουν ελεύθερα. Ο Σμερντιακόβ χαμογέλασε δύσπιστα μόλις είδε τον Ιβάν Φιοντόροβιτς και στην αρχή σα να τρόμαξε κιόλας. Έτσι του φάνηκε τουλάχιστον του Ιβάν Φιοντόροβιτς. Όμως αυτό έγινε για μια μονάχα στιγμή. Ύστερα κουβέντιασε τόσο ψύχραιμα που ο Ιβάν απόρησε. Με το πρώτο βλέμμα που του 'ριξε, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πείστηκε πως είναι πραγματικά βαριά άρρωστος: Ήταν χλομός, πολύ αδυνατισμένος, μιλούσε αργά, σα να κουνούσε με δυσκολία τη γλώσσα του. Όλα τα είκοσι λεπτά της επίσκεψης παραπονιόταν πως έχει πονοκέφαλο και πως νιώθει κομάρες σ' όλα του τα μέλη. Το στεγνό σαν ευνούχου πρόσωπό του λες κι είχε σουρώσει, τα μαλλιά του στους κροτάφους ήταν στραπατσαρισμένα κι η σγουρή του αφέλεια δεν ήταν πια παρά ένα λιγνό τσουλούφι. Μα το μισόκλειστο αριστερό ματάκι που λες κι έκανε συνεχώς κάποιον υπαινιγμό, πρόδινε τον παλιό Σμερντιακόβ.

«Μ' έναν έξυπνο άνθρωπο πάντα η κουβέντα έχει ενδιαφέρον», θυμήθηκε αμέσως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

Έκατσε κοντά στα πόδια του, σ' ένα σκαμνί. Ο Σμερντιακόβ ανασάλεψε ολόκληρος οδυνηρά στο κρεβάτι μα δε μίλησε πρώτος. Σώπαινε και δεν έδειχνε μάλιστα και πολλή περιέργεια.

—Μπορείς να μιλήσεις; ρώτησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Δε θα σε κουράσω πολύ.

—Και βέβαια μπορώ, μάσησε τα λόγια του ο Σμερντιακόβ μ' αδύνατη φωνή. Είναι καιρός που γυρίσατε; πρόστεσε καταδεχτικά, λες κι ήθελε να βγάλει τον επισκέπτη του απ' τη δύσκολη θέση.

—Μα, σήμερα μόλις... Ήρθα να πληρώσω τα σπασμένα σας.

Ο Σμερντιακόβ αναστέναξε.

—Τι αναστενάζεις; Αφού το 'ξερες, το ξεφούρνισε χωρίς περιστροφές ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

Ο Σμερντιακόβ σώπασε με αξιοπρέπεια.

—Πώς μπορούσα να μην το ξέρω; Ήταν φανερό απ' τα πριν. Μονάχα πως μπορούσα να ξέρω ότι θα ενεργούσαν έτσι;

—Τι θα ενεργούσαν; Μην πας να μου ξεφύγεις! Εσύ δεν ήσουν που μου 'χες πει πως θα σε πιάσει κρίση καθώς θα κατεβαίνεις στο υπόγειο; Το 'χες πει καθαρά: «Στο υπόγειο».

—Το 'πατε κιόλας στην ανάκριση; ρώτησε ψύχραιμα ο Σμερντιακόβ.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς θύμωσε.

— Όχι, δεν το είπα ακόμα μα θα το πω το δίχως άλλο. Πρέπει, φιλαράκο μου, να μου εξηγήσεις πολλά πράματα τώρα και να 'χεις υπ' όψη σου, πως δε θα σου επιτρέψω να παίζεις μαζί μου!

—Και για ποιο λόγο να παίξω μαζί σας τη στιγμή που σε σας μονάχα υπολογίζω και ξέρω πως θα με προστατέψετε σαν τον Κύριο το Θεό μας; πρόφερε ο Σμερντιακόβ με την ίδια πάντα ηρεμία μισοκλείνοντας μονάχα για μια στιγμή τα ματάκια του.

— Πρώτα-πρώτα, άρχισε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, ξέρω πως δεν μπορεί κανείς να προβλέψει την κρίση της επιληψίας. Ρώτησα γιατρούς, μην πας να μου ξεφύγεις. Κανείς δεν μπορεί να προκαθορίσει τη μέρα και την ώρα. Πώς λοιπόν εσύ μου προείπες τότε και την ημέρα και την ώρα και το υπόγειο; Πώς μπορούσες να ξέρεις από πρώτα πως θα πέσεις στο υπόγειο και θα σε πιάσει η κρίση, αν αυτή η κρίση δεν ήταν προσποιητή.

—Στο υπόγειο ήμουνα υποχρεωμένος έτσι κι αλλιώς να κατεβαίνω και μάλιστα πολλές φορές την ημέρα, απάντησε ο Σμερντιακόβ χωρίς να βιάζεται, σέρνοντας τη φωνή του. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο την περασμένη χρονιά είχα πέσει απ' τη σοφίτα. Και βέβαια κανείς δεν μπορεί να μαντέψει την ημέρα και την ώρα της κρίσης, όμως κάποιο προαίσθημα μπορεί να 'χει.

— Όμως εσύ προείπες την ημέρα και την ώρα!

—Για την επιληψία μου, το καλύτερο που έχετε να κάνετε, κύριε είναι να ζητήσετε πληροφορίες απ' τους εδώ γιατρούς: Αυτοί θα σας πουν αν ήταν ή δεν ήταν πραγματική. Όσο για μένα, δεν έχω να σας πω τίποτ' άλλο πάνω σ' αυτό.

—Και το υπόγειο; Το υπόγειο πώς το μάντεψες;

—Μεγάλη εντύπωση σας έκανε το υπόγειο! Όταν κατέβαινα τότε στο υπόγειο, ήμουν φοβισμένος κι ανήσυχος. Και τούτο γιατί, όταν φύγατε σεις, δεν είχα από κανέναν σ' όλο τον κόσμο να περιμένω προστασία. Κατεβαίνω τότε σε κείνο το υπόγειο και σκέφτομαι: «Να τώρα θα 'ρθει, τώρα θα με χτυπήσει. Θα κατρακυλήσω στα σκαλιά ή όχι;» Κι απ' αυτήν ακριβώς την ταραχή μ' έπιασε τότε ξαφνικά κείνος ο αναπότρεπτος σπασμός στο λαιμό...ε, και κατρακύλησα. Όλ' αυτά κι όλη την κουβέντα μας το προηγούμενο βράδυ κοντά στην εξώπορτα, όπου σας μίλησα για το φόβο μου και το υπόγειο, όλ' αυτά τα διηγήθηκα με λεπτομέρειες στο γιατρό Χερτσενστούμπε και στον ανακριτή Νικολάι Παρφιόνοβιτς και κείνοι τα γράψανε όλα στα Πρακτικά. Κι ο εδώ γιατρός, ο κύριος Βαρβίνσκη, τους είπε (κι επέμενε σ' αυτό), πως όλα έγιναν επειδή ίσα-ίσα τα σκεφτόμουνα, από κείνην ακριβώς την αγωνία που είχα κι έλεγα μέσα μου «Θα πέσω, δε θα πέσω;» Και κείνη τη στιγμή η κρίση μ' άρπαξε. Έτσι και το γράψανε, πως δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς και πως μ' έπιασε μόνο και μόνο απ' τον τρόμο μου.

Αφού τα είπε αυτά ο Σμερντιακόβ, σα να 'χε κατακουραστεί, αναστέναξε βαθιά.

— Ώστε τα είπες κιόλας στην ανάκριση; ρώτησε ξαφνιασμένος ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

Ήθελε ίσα-ίσα να τον τρομάξει λέγοντας πως θα μαρτυρήσει την τοτινή τους κουβέντα, όμως τώρα αποδειχνόταν πως ο Σμερντιακόβ τα 'χε πει από μόνος του.

—Τι έχω να φοβηθώ; Ας γράψουν όλη την πραγματική αλήθεια, πρόφερε σταθερά ο Σμερντιακόβ.

—Και τους είπες λέξη προς λέξη όλη την κουβέντα που κάναμε κοντά στην εξώπορτα;

— Όχι εντελώς λέξη προς λέξη.

—Τους είπες πως ξέρεις να υποκρίνεσαι ότι τάχα σ' έπιασε κρίση, όπως μου καυχήθηκες τότε;

— Όχι, ούτε αυτό δεν το 'πα.

—Πες μου τώρα γιατί μ' έστελνες τότε στην Τσερμασνιά; —Φοβόμουνα πως θα πηγαίνατε στη Μόσχα· η Τσερμασνιά, όσο να 'ναι, είναι πιο κοντά.

—Ψέματα λες! Συ ο ίδιος μου 'λεγες να φύγω: Φύγετε, μου 'λεγες, μακριά απ' το κακό.

—Το 'λεγα τότε από φιλία μονάχα και γιατί σας ήμουνα πιστός, προαισθανόμουνα πως θα γίνει κάποιο κακό στο σπίτι και σας λυπόμουνα. Όμως φρόντιζα περισσότερο για μένα παρά για σας. Γι' αυτό και σας έλεγα: Φευγάτε απ' το κακό, για να καταλάβετε πως θα γίνει κακό στο σπίτι και να μείνετε για να υπερασπίσετε τον πατέρα σας.

— Έπρεπε να μου το πεις καθαρότερα, βλάκα! κόρωσε ξάφνου ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

—Πώς μπορούσα τότε να το πω καθαρότερα; Τότε μιλούσε μονάχα ο φόβος μέσα μου, μα και σεις μπορεί να θυμώνατε. Μπορούσα βέβαια να υπολογίζω πως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς θα 'κανε κανένα σκάνδαλο ή θ' άρπαζε κείνα τα λεφτά γιατί τα νόμιζε δικά του, μα ποιος το 'ξερε πως θα τελειώσουν όλα μ' έναν τέτοιο φόνο; Νόμιζα πως θα κλέψει μονάχα κείνες τις τρεις χιλιάδες που τις είχε τ' αφεντικό κάτω απ' το στρώμα σ' έναν φάκελο, όμως αυτός σκότωσε κιόλας. Πού να το φανταζόσαστε και σεις, κύριε;

—Μα αφού κι ο ίδιος το λες πως δεν μπορούσα να το φανταστώ, τα νύχια μου ήθελες να μυρίσω και να μείνω; Τι τα μπερδεύεις; πρόφερε συλλογισμένος ο Ιβάν.

—Μπορούσατε να το μαντέψετε γιατί σας έστελνα στην Τσερμασνιά κι όχι στη Μόσχα.

—Μα πώς να το μαντέψω;

Ο Σμερντιακόβ φαινόταν πολύ κουρασμένος και σώπασε πάλι για ένα λεπτό.

—Μπορούσατε να το μαντέψετε επειδή σας πρότεινα να πάτε στην Τσερμασνιά κι όχι στη Μόσχα. Αυτό σήμαινε πως ήθελα να βρίσκεστε όσο γίνεται πιο κοντά, γιατί η Μόσχα είναι μακριά, κι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, ξέροντας πως είστε κοντά, δε θα 'χε και τόσο κουράγιο. Μα και μένα θα προφταίνατε να βοηθήσετε αν τυχόν γινόταν τίποτα. Γι' αυτό κιόλας σας μίλησα μονάχος μου και σας έκανα να προσέξετε την αρρώστια του Γρηγόρη Βασίλιτς και το πως φοβάμαι την επιληψία. Κι όταν σας εξήγησα κείνα τα συνθηματικά χτυπήματα και σας είπα πως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τα ξέρει, νόμιζα πως θα καταλαβαίνατε ότι αυτός κάτι θα σκαρώσει κι όχι μονάχα δε θα πηγαίνατε στην Τσερμασνιά, όπως σας έλεγα, μα δε θα το κουνούσατε καθόλου από δω.

«Μιλάει πολύ λογικά», σκέφτηκε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, «μ' όλα τα σαλιαρίσματά του. Για ποια λοιπόν διασάλευση του λογικού του μου 'λεγε ο Χερτσενστούμπε;».

— Άσε τι κατεργαριές, που να σε πάρει ο διάολος! αναφώνησε θυμωμένος.

—Κι όμως εγώ, πρέπει να τ' ομολογήσω, νόμισα τότε πως τα 'χατε καταλάβει όλα, είπε ο Σμερντιακόβ με τη μεγαλύτερη αφέλεια.

—Αν το καταλάβαινα, θα 'χα μείνει! φώναξε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς που κόρωσε και πάλι.

—Και γω που νόμιζα πως τα καταλάβατε όλα μα φύγατε όσο γρηγορότερα μπορούσατε για να μην μπλέξετε στις φασαρίες, μόνο και μόνο για να κρυφτείτε κάπου, πως φοβηθήκατε δηλαδή και θέλατε να σωθείτε.

—Νόμιζες πως όλοι είναι φοβητσιάρηδες σαν και σένα;

—Να με συγχωρείτε, μα νόμισα πως είσαστε και σεις σαν και μένα.

—Βέβαια, έπρεπε να το καταλάβω, έλεγε ταραγμένος ο Ιβάν. Υποπτευόμουνα κιόλας πως κάποια βρομοδουλειά θα σκαρώσεις... όμως λες ψέματα, πάλι ψέματα λες, ξεφώνισε καθώς άξαφνα κάτι θυμήθηκε. Θυμάσαι που πλησίασες τότε στ' αμάξι και μου 'πες: «Μ' έναν έξυπνο άνθρωπο η κουβέντα έχει πάντα ενδιαφέρον»; Θα πει λοιπόν πως ήσουνα ευχαριστημένος που έφευγα. Αλλιώς γιατί να με παινέσεις;

Ο Σμερντιακόβ αναστέναξε, κι ύστερα πάλι σα να κοκκίνισε λιγάκι.

—Αν ήμουν ευχαριστημένος, πρόφερε κάπως λαχανιάζοντας, τούτο ήταν μόνο και μόνο γιατί δεχτήκατε να πάτε στην Τσερμασνιά κι όχι στη Μόσχα. Γιατί, όπως και να το πάρεις, πιο κοντά είναι. Μονάχα που δε σας είπα τότε κείνα τα λόγια για να σας παινέσω μα για να σας επιπλήξω. Όμως εσείς δεν το καταλάβατε αυτό.

—Γιατί να μ' επιπλήξεις;

—Να, γιατί ενώ προαισθανόσαστε μια τέτοια συμφορά, αφήνατε τον πατέρα σας κι όλους εμάς απροστάτευτους. Γιατί πάντα θα μπορούσανε να με κατηγορήσουν πως εγώ έκλεψα τις τρεις χιλιάδες.

—Που να σε πάρει ο διάολος! έβρισε και πάλι ο Ιβάν. Στάσου: για τα συνθήματα, για τα χτυπήματα κείνα μίλησες

στον ανακριτή και στον εισαγγελέα;

—Τους τα είπα όλα.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς και πάλι απόρησε.

—Αν σκέφτηκα κάτι τότε, άρχισε πάλι, ήταν πως εσύ θα μπορούσες να κάνεις καμιά παλιοδουλειά. Ο Ντιμήτρι μπορούσε να σκοτώσει, μα πως θα κλέψει —αυτό δεν το πίστευα τότε... Όμως από σένα περίμενα κάθε παλιανθρωπιά. Μονάχος σου μου το 'πες πως ξέρεις να υποκρίνεσαι ότι τάχα σ' έπιασε επιληψία. Γιατί μου το 'πες αυτό;

—Από αφέλεια μονάχα. Μα ποτέ μου δεν υποκρίθηκα πως μ' έπιασε κρίση, το 'πα μόνο και μόνο για να καυχηθώ. Μια ανοησία μου ήταν. Σας είχα αγαπήσει πολύ τότε και φερνόμουνα χωρίς καμιά επιφύλαξη.

—Ο αδερφός μου σε κατηγορεί ανοιχτά και λέει πως εσύ σκότωσες και συ έκλεψες.

—Μα και τι άλλο του μένει να κάνει; αντείπε μ' ένα ψεύτικο πικρό χαμόγελο ο Σμερντιακόβ· και ποιος θα τον πιστέψει λοιπόν ύστερ' από τόσες αποδείξεις; Ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς είδε ανοιχτή την πόρτα. Τι άλλο θέλετε; Όμως, ας είναι. Δεν του κρατάω κακία! Φοβάται και θέλει να σώσει τον εαυτό του.

Σώπασε για λίγο και ξάφνου, σαν κάτι να σκέφτηκε, πρόστεσε:

—Είναι και τούτο ακόμα: Αυτός προσπαθεί να ρίξει πάνω μου την ευθύνη και λέει πως εγώ είμαι ο δράστης —αυτό το 'χω ακούσει— όμως σκεφτείτε και τούτο ακόμα, το πως δηλαδή μπορώ κι υποκρίνομαι ότι μ' έπιασε κρίση, θα σας το 'λεγα τάχα από πριν αν πραγματικά σκόπευα τότε να σκοτώσω τον πατέρα σας; Αν είχα καταστρώσει πια τα σχέδια για ένα τέτοιο έγκλημα, μπορεί να φερνόμουνα έτσι σα βλάκας και να σας έλεγα τούτο το πράμα που θα 'ταν μια ένδειξη εναντίον μου; Και σε ποιον; στο γιο! Το νομίζετε πιθανό εσείς; Εγώ λέω πως απεναντίας είναι πολύ απίθανο. Τώρα τούτη την κουβέντα μας δεν την ακούει κανένας άλλος έξω απ' το Θεό, μα αν τα λέγατε όλ' αυτά στον εισαγγελέα και στο Νικολάι Παρφιόνοβιτς θα 'ταν για μένα η καλύτερη υπεράσπιση: Γιατί τι κακούργος είναι αυτός που ανοίγει έτσι την καρδιά του την παραμονή του φόνου; Όλ' αυτά μπορούν να τα κρίνουν κι οι άλλοι.

— Άκου, σηκώθηκε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς απορημένος με το τελευταίο επιχείρημα του Σμερντιακόβ και τελειώνοντας την κουβέντα· εγώ δε σε υποπτεύομαι καθόλου, το βρίσκω μάλιστα γελοίο να σε κατηγορήσω... απεναντίας σου χρωστάω χάρη που με καθησύχασες. Τώρα φεύγω μα θα ξαναπεράσω και πάλι. Γεια σου λοιπόν και περαστικά. Μήπως σου χρειάζεται τίποτα;

—Ευχαριστώ. Η Μάρθα Ιγνάτιεβνα δε με ξεχνάει και με βοηθάει στο καθετί που θα μου χρειαστεί. Καλοσύνη της. Κάθε μέρα έρχονται και με βλέπουν καλοί άνθρωποι.

—Γεια σου λοιπόν. Και για κείνο, το πως ξέρεις να υποκρίνεσαι, δε θα πω τίποτα... μα και σένα σε συμβουλεύω να μην το πεις, πρόφερε ξάφνου για κάποιον ανεξήγητο λόγο ο Ιβάν.

—Σας καταλαβαίνω πολύ καλά. Κι αν εσείς δεν το πείτε, τότε και γω δε θα καταθέσω όλη την τοτινή μας κουβέντα κοντά στην εξώπορτα.

Τότε έγινε τούτο: Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς βγήκε ξαφνικά και μονάχα όταν είχε κάνει κιόλας καμιά δεκαριά βήματα στο διάδρομο κατάλαβε πως η τελευταία φράση του Σμερντιακόβ είχε κάτι το προσβλητικό. Θέλησε να γυρίσει πίσω, όμως αμέσως είπε μέσα του: «Βλακείες!» και βγήκε βιαστικά απ' το Νοσοκομείο. Το σπουδαιότερο ήταν που αισθανόταν πραγματικά ησυχασμένος κι ακριβώς απ' το γεγονός ότι ο ένοχος δεν ήταν ο Σμερντιακόβ μα ο αδερφός του ο Μίτια, παρ' όλο που —θα νόμιζε κανείς— έπρεπε να συμβεί το αντίθετο. Γιατί συνέβαινε αυτό, δε θέλησε τότε να το εξετάσει, ένιωθε μάλιστα αηδία να ξεσκαλίζει τα συναισθήματά του. Ήταν σα να βιαζόταν να ξεχάσει κάτι όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Τις επόμενες μέρες βεβαιώθηκε απόλυτα πια για την ενοχή του Μίτια, όταν έμαθε περισσότερες λεπτομέρειες για τις ενδείξεις που υπήρχαν εναντίον του. Υπήρχαν καταθέσεις καταπληκτικές κι ας τις έκαναν άνθρωποι ασήμαντοι—όπως της Φένιας, λόγου χάρη, και της γιαγιάς της. Αμ ο Περχότιν, η ταβέρνα, το μπακάλικο των Πλότνικοβ, οι μάρτυρες του Μόκρογιε; Περισσότερο συντριπτικές ήταν οι λεπτομέρειες. Οι καταθέσεις για τα μυστικά «χτυπήματα» έκαναν την ίδια σχεδόν εντύπωση στον εισαγγελέα και στον ανακριτή όσο κι η κατάθεση του Γρηγόρη για την ανοιχτή πόρτα. Η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, η γυναίκα του Γρηγόρη, σ' ερώτηση του Ιβάν Φιοντόροβιτς δήλωσε κατηγορηματικά πως όλη κείνη τη νύχτα ο Σμερντιακόβ κοιτόταν στο κρεβάτι του, πίσω απ' το χώρισμα, «τρία βήματα απ' το κρεβάτι μας» και πως αν και κοιμόταν βαθιά, όμως ξυπνούσε συχνά και τον άκουγε να βογγάει από μέσα:

«Όλη την ώρα βογγούσε, βογγούσε ασταμάτητα».

Όταν ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, μιλώντας με τον

Χερτσενστούμπε, του είπε πως ο Σμερντιακόβ δεν του φάνηκε καθόλου βλαμμένος, μονάχα κάπως πιο αδύνατος, ο γέρος γιατρός χαμογέλασε μ' ένα λεπτό χαμόγελο.

«Και ξέρετε με τι ασχολείται τώρα τελευταία;» ρώτησε τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. «Αποστηθίζει γαλλικές λέξεις. Έχει κάτω απ' το μαξιλάρι του ένα τετράδιο όπου κάποιος του 'γραψε γαλλικές λέξεις με ρώσικα στοιχεία, χε-χε-χε!» Τέλος ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν είχε πια καμιάν αμφιβολία. Κάθε που σκεφτόταν τον αδερφό του Ντιμήτρι τον έπιανε σιχαμάρα. Όμως παρ' όλ' αυτά ένα ήταν παράξενο: Που ο Αλιόσα επέμενε πως δε σκότωσε ο Ντιμήτρι μα «κατά πάσαν πιθανότητα» ο Σμερντιακόβ. Ο Ιβάν πάντα αισθανόταν πως δίνει μεγάλη σημασία στη γνώμη του Αλιόσα και γι' αυτό τώρα δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Τον παραξένευε ακόμα και το ότι ο Αλιόσα ποτέ δεν άνοιγε μαζί του κουβέντα για το Μίτια και περιοριζόταν ν' απαντάει μονάχα στις ερωτήσεις του.

Αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση στον Ιβάν Φιοντόροβιτς όμως, εδώ που τα λέμε, κείνες τις μέρες συγκέντρωνε την προσοχή του κάτι εντελώς διαφορετικό: Μόλις γύρισε απ' τη Μόσχα, άφησε να τον παρασύρει το πάθος του για την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Δεν είναι καιρός τώρα να διηγηθούμε το καινούργιο τούτο πάθος του Ιβάν Φιοντόροβιτς που είχε επίδραση σ' όλη την κατοπινή ζωή του: Όλ' αυτά θα μπορούσαν να γίνουν το θέμα γι' ένα άλλο διήγημα, για ένα άλλο μυθιστόρημα, που δεν ξέρω ακόμα αν θα κάτσω καμιά φορά να το γράψω. Όμως παρ' όλ' αυτά δεν μπορώ να μη σημειώσω πως όταν ο Ιβάν Φιοντόροβιτς βγήκε το βράδυ —όπως το ιστόρησα κιόλας— απ' το σπίτι της Κατερίνας Ιβάνοβνας μαζί με τον Αλιόσα και του είπε πως «δε με συγκινεί» —έλεγε ένα μεγάλο ψέμα κείνη τη στιγμή: Την αγαπούσε παράφορα, αν κι είναι αλήθεια πως ήταν στιγμές που τη μισούσε τόσο πολύ που θα μπορούσε και να τη σκοτώσει. Οι λόγοι ήταν πολλοί: Καταταραγμένη απ' αυτά που συνέβηκαν στο Μίτια, η Κατερίνα Ιβάνοβνα δέχτηκε τον Ιβάν σα σωτήρα της. Ένιωθε ταπεινωμένη, προσβλημένη· και καταφρονεμένη, ένιωθε πως την περιφρονούσαν για τα συναισθήματά της. Και να που ξανάρθε και πάλι ο άνθρωπος που και πρώτα την αγαπούσε τόσο, —ω, αυτό το 'ξερε πολύ καλά— και που τον θεωρούσε πάντα στην καρδιά και στο πνεύμα ανώτερο της Όμως η κοπέλα είχε αυστηρές αρχές και δεν του δόθηκε ολότελα παρ' όλο τον ασυγκράτητο, καραμαζοβικό πόθο του αγαπημένου της και παρ' όλη τη γοητεία που ασκούσε πάνω της. Ταυτόχρονα τη βασάνιζε η σκέψη πως απιστεί στο Μίτια κι όταν μάλωνε με τον Ιβάν (κι αυτό γινόταν συχνά) του το 'λεγε ορθά κοφτά. Αυτό υπονοούσε ο Ιβάν όταν έλεγε στον Αλιόσα «ψέμα πάνω στο ψέμα». Πραγματικά σ' όλ' αυτά υπήρχε πολύ ψέμα κι αυτό ήταν που δαιμόνιζε τον Ιβάν Φιοντόροβιτς... όμως για όλ' αυτά θα μιλήσουμε αργότερα. Με δυο λόγια προς το παρόν είχε ξεχάσει σχεδόν ολότελα το Σμερντιακόβ. Όμως, σαν πέρασαν δυο βδομάδες απ' την πρώτη τους συνάντηση, άρχισαν να τον βασανίζουν και πάλι οι ίδιες παράξενες σκέψεις. Φτάνει ν' αναφέρω πως άρχισε ν' αναρωτιέται: Γιατί τότε, την τελευταία νύχτα που έμεινε στο σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς, την παραμονή της αναχώρησής του, είχε πάει σιγά-σιγά στη σκάλα σαν κλέφτης κι αφουγκραζόταν τι έκανε ο γέρος κάτω; Αναρωτιόταν ακόμα γιατί να το θυμήθηκε αυτό αργότερα- μ' αποστροφή; Γιατί τον έπιασε την άλλη μέρα κείνη η αβάσταχτη αγωνία και γιατί, σαν έφτασε στη Μόσχα, είπε στον εαυτό του: «είμαι ένας άθλιος»; Τόσο, που 'φτασε στο σημείο να νομίσει πως τούτες οι βασανιστικές σκέψεις θα τον κάνουν να ξεχάσει και την Κατερίνα Ιβάνοβνα ακόμα! Τότε ακριβώς που το σκέφτηκε αυτό, έτυχε να συναντήσει τον Αλιόσα στο δρόμο. Τον σταμάτησε αμέσως και ρώτησε:

—Θυμάσαι όταν μετά το φαγητό ο Ντιμήτρι όρμησε μέσα και χτύπησε τον πατέρα και γω σου είπα ύστερα στην αυλή πως «το δικαίωμα της επιθυμίας» το κρατάω για τον εαυτό μου; Πες μου. Σκέφτηκες τότε πως θέλω το θάνατο του πατέρα;

—Το σκέφτηκα, απάντησε χαμηλόφωνα ο Αλιόσα.

—Αυτό ήταν φανερό, δεν ήταν δύσκολο να το μαντέψει κανείς. Μήπως όμως σκέφτηκες τότε πως εγώ θέλω ακριβώς να «φάει η μια οχιά την άλλη», δηλαδή να σκοτώσει ο Ντιμήτρι τον πατέρα και μάλιστα όσο γινόταν πιο γρήγορα...

και πως δε θα 'χα αντίρρηση να συντελέσω και γω σ' αυτό;

Ο Αλιόσα χλόμιασε για λίγο και κοίταζε σιωπηλός τον αδερφό του στα μάτια.

—Λέγε λοιπόν! φώναξε ο Ιβάν. Θέλω με κάθε τρόπο να μάθω τι σκέφτηκες τότε. Μου είναι απαραίτητο να το ξέρω. Την αλήθεια, την αλήθεια θέλω να μου πεις! πήρε μια βαθιάν ανάσα και κοίταξε με κάποιο προκαταβολικό μίσος τον Αλιόσα.

—Συγχώρα με, όμως κι αυτό το σκέφτηκα τότε, ψιθύρισε ο Αλιόσα και σώπασε χωρίς να προστέσει «κανένα ελαφρυντικό».

—Ευχαριστώ! είπε απότομα ο Ιβάν και παρατώντας τον Αλιόσα έφυγε βιαστικός. Από τότε ο Αλιόσα παρατήρησε πως ο Ιβάν άρχισε να τον αποφεύγει και μάλιστα έδειχνε πως δεν τον αγαπάει, έτσι που κι αυτός έπαψε να πηγαίνει σπίτι του. Όμως κείνη τη στιγμή, αμέσως ύστερ' απ' τη συνάντηση με τον Αλιόσα, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, χωρίς να περάσει απ' το σπίτι του, τράβηξε και πάλι για το σπίτι του Σμερντιακόβ.