×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 11. V. Δεν είσαι συ! Δεν είσαι συ!

11. V. Δεν είσαι συ! Δεν είσαι συ!

Ο Αλιόσα πηγαίνοντας στου Ιβάν έπρεπε να περάσει μπροστά απ' το σπίτι όπου έμενε η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Τα παράθυρα ήταν φωτισμένα. Σταμάτησε ξαφνικά κι αποφάσισε να μπει. Την Κατερίνα Ιβάνοβνα είχε πάνω από μια βδομάδα να τη δει. Σκέφτηκε ακόμα πως ίσως ο Ιβάν να 'ναι μέσα —σήμερα, την παραμονή μιας τέτοιας μέρας. Αφού χτύπησε το κουδούνι και μπήκε στην είσοδο, είδε στο λιγοστό φως ενός κινέζικου φαναριού κάποιον που κατέβαινε τη σκάλα. Όταν πλησιάσανε, γνώρισε τον αδερφό του. Θα πει λοιπόν πως έφευγε πια απ' της Κατερίνας Ιβάνοβνας.

—Α, συ είσαι, είπε ξερά ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Γεια σου λοιπόν. Γι' αυτήν ήρθες;

—Ναι.

—Δε σε συμβουλεύω ν' ανέβεις. Βρίσκεται «σε ταραχή» και συ θα τη συγχύσεις ακόμα περισσότερο.

— Όχι, όχι! ακούστηκε ξάφνου μια φωνή πάνω απ' την πόρτα που κείνη τη στιγμή είχε ανοίξει. Αλεξέι Φιοντόροβιτς, από κείνον έρχεστε;

—Ναι, εκεί ήμουνα.

—Σας παράγγειλε τίποτα να μου πείτε; Περάστε μέσα, Αλιόσα, και σεις, Ιβάν Φιοντόροβιτς, το δίχως άλλο, το δίχως άλλο γυρίστε. Μ' ακούτε;

Στη φωνή της Κάτιας ακούστηκε ένας τόσο επιταχτικός τόνος που ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έμεινε για λίγο αναποφάσιστος μα τελικά ανέβηκε και πάλι μαζί με τον Αλιόσα.

—Κρυφάκουγε! ψιθύρισε ο Ιβάν σιγά ερεθισμένος, μα ο Αλιόσα τον άκουσε.

—Επιτρέψτε μου να μείνω με το παλτό, είπε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς μπαίνοντας στη σάλα. Ούτε και θα καθίσω. Δε θα μείνω παραπάνω από ένα λεπτό.

—Καθίστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, πρόφερε η Κατερίνα Ιβάνοβνα, μένοντας όρθια.

Λίγο είχε αλλάξει σ' όλο αυτό το διάστημα μα τα σκούρα της μάτια έλαμπαν με μια δυσοίωνη λάμψη· ο Αλιόσα θυμόταν αργότερα πως του φάνηκε εξαιρετικά ωραία τούτη τη στιγμή.

—Τι σας παράγγειλε λοιπόν να μου πείτε;

—Τούτο μονάχα, είπε ο Αλιόσα κοιτώντας την κατάματα: Να λυπηθείτε τον εαυτό σας και να μην πείτε τίποτα στην κατάθεσή σας (κόμπιασε λίγο)... για κείνα που συνέβηκαν μεταξύ σας... τότε που πρωτογνωριστήκατε... σε κείνη την πολιτεία...

—Α, λέει για κείνη την εδαφιαία υπόκλιση όταν μου 'δωσε τα χρήματα! συμπλήρωσε αυτή γελώντας πικρά. Και για πείτε μου, για μένα φοβάται ή για τον εαυτό του; Είπε να λυπηθώ —ποιον λοιπόν; Εκείνον ή εμένα; Μιλείστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς.

Ο Αλιόσα την κοίταζε επίμονα προσπαθώντας να την καταλάβει.

—Και σας και κείνον, πρόφερε σιγανά.

— Έτσι μάλιστα, είπε μοχθηρά αυτή τονίζοντας μια- μια τις συλλαβές και ξάφνου κοκκίνισε. Δε με ξέρετε καλά ακόμα, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, είπε απειλητικά. Μα και γω η ίδια δεν ξέρω ακόμα τον εαυτό μου. Ίσως μετά την αυριανή κατάθεση θελήσετε να με ποδοπατήσετε.

—Θα καταθέσετε τίμια, είπε ο Αλιόσα- αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται.

—Η γυναίκα είναι συχνά άτιμη, είπε αυτή τρίζοντας τα δόντια της. Μόλις μιαν ώρα πριν νόμιζα πως δε θα μπορούσα καν ν' αγγίξω αυτό το έκτρωμα... σαν κανένα ερπετό... κι όμως όχι, τον θεωρώ ακόμα άνθρωπο! Μα σκότωσε τάχα; Αυτός σκότωσε; φώναξε ξάφνου υστερικά γυρίζοντας απότομα στον Ιβάν Φιοντόροβιτς.

Ο Αλιόσα κατάλαβε αμέσως πως είχε ξαναρωτήσει το ίδιο πράμα τον Ιβάν Φιοντόροβιτς ένα λεπτό ίσως πριν απ' τον ερχομό του, πως δεν ήταν η πρώτη φορά μα η εκατοστή και πως πάνω σ' αυτό μαλώσανε.

—Πήγα και στο Σμερντιακόβ... Εσύ, εσύ μ' έπεισες πως είναι πατροκτόνος, είπε μιλώντας πάντα στο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Και γω σε πίστεψα! συνέχισε.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς χαμογέλασε βιασμένα. Ο Αλιόσα τινάχτηκε μόλις άκουσε αυτό το εσύ. Ούτε καν υποπτευόταν τέτοιες σχέσεις.

—Ε, φτάνει πια, είπε απότομα ο Ιβάν. Εγώ θα πηγαίνω. Θα 'ρθω αύριο.

Και λέγοντας αυτά γύρισε και βγήκε απ' το δωμάτιο στη σκάλα. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα άρπαξε ξάφνου τον Αλιόσα κι απ' τα δυο του χέρια κι η χειρονομία της αυτή είχε κάτι το επιταχτικό.

—Πηγαίνετε και προφτάστε τον! Ούτε στιγμή μην τον αφήνετε μονάχο, του ψιθύρισε βιαστικά. Είναι φρενοβλαβής. Δεν το ξέρετε πως είναι φρενοβλαβής; Έχει πυρετό, νευρικό πυρετό! Μου το είπε ο γιατρός, πηγαίνετε, τρέξτε να τον προλάβετε...

Ο Αλιόσα όρμησε το κατόπι του. Κείνος δεν πρόφτασε ν' απομακρυνθεί παραπάνω από πενήντα βήματα.

—Τι θέλεις; γύρισε ξάφνου κι είπε στον Αλιόσα βλέποντας πως αυτός έρχεται από πίσω του. Σου 'πε να με προφτάσεις επειδή είμαι τρελός, ε; Τα ξέρω απ' έξω κι ανακατωτά, πρόστεσε ερεθισμένος.

—Κάνει λάθος βέβαια, όμως έχει δίκιο να λέει πως είσαι άρρωστος, είπε ο Αλιόσα. Τώρα που 'μασταν απάνω κοίταζα το πρόσωπό σου: Φαίνεσαι άρρωστος, Ιβάν, πολύ άρρωστος!

Ο Ιβάν προχωρούσε χωρίς να σταματήσει. Ο Αλιόσα από κοντά του.

—Ξέρεις, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, με ποιον τρόπο τρελαίνονται; ρώτησε ο Ιβάν ξαφνικά ολότελα ήσυχα χωρίς κανέναν ερεθισμό στη φωνή του, όπου αντηχούσε η πιο αφελής περιέργεια.

— Όχι, δεν ξέρω. Υποθέτω πως θα υπάρχουν ειδών- ειδών τρέλες.

—Μπορεί κανείς παρατηρώντας τον εαυτό του να καταλάβει πως αρχίζει να τρελαίνεται;

—Νομίζω πως δεν μπορεί κανείς να παρακολουθεί τον εαυτό του σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, απάντησε απορημένος ο Αλιόσα.

Ο Ιβάν σώπασε για λίγο.

—Αν θες να συνεχίσουμε την κουβέντα τότε άλλαξε, σε παρακαλώ, θέμα, είπε ξαφνικά.

—Α, να μην το ξεχάσω κιόλας, έχω κι ένα γράμμα για σένα, είπε δειλά ο Αλιόσα κι έβγαλε απ' την τσέπη του το γράμμα τη Λίζας.

Κείνη τη στιγμή είχαν πλησιάσει ίσα-ίσα σ' ένα φανάρι. Ο Ιβάν γνώρισε αμέσως το γραφικό χαραχτήρα.

—Α, είναι από κείνο το διαβολάκι! είπε γελώντας με κακία και, χωρίς ν' ανοίξει το φάκελο, το 'σκισε και πέταξε τα κομμάτια του. Μόλις είναι δεκάξι χρονώ και πάει κιόλας γυρεύοντας! πρόφερε περιφρονητικά και προχώρησε.

—Πώς έτσι πάει γυρεύοντας; αναφώνησε ο Αλιόσα.

— Έλα, δα, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Σαν τις γυναίκες του δρόμου, να πώς.

—Τι λες, Ιβάν, τι 'ναι αυτά που λες; την υπερασπίστηκε ο Αλιόσα με θέρμη και θλίψη. Είναι παιδί ακόμα, προσβάλλεις ένα παιδί! Είναι άρρωστη, είναι κι αυτή πολύ άρρωστη, ίσως κι αυτή να τρελαίνεται... Δεν μπορούσα να μη σου δώσω το γράμμα της... Απεναντίας περίμενα πως κάτι θα προσπαθήσεις να κάνεις... για τη σωτηρία της.

—Αυτό δεν είναι δική μου δουλειά. Αν είναι παιδί, εγώ δεν το 'χω σκοπό να γίνω νταντά της. Σώπα, Αλεξέι. Ούτε λέξη πια. Ούτε που τα σκέφτομαι όλ' αυτά.

Σωπάσανε και πάλι για λίγο.

—Τώρα θα προσεύχεται όλη τη νύχτα στην Παναγία, για να τη φωτίσει πώς να φερθεί αύριο στη δίκη, είπε ξάφνου με λύσσα.

—Λες... λες για την Κατερίνα Ιβάνοβνα;

—Ναι. Να παρουσιαστεί σα σωτήρας ή σαν καταστροφέας του Μίτιενκα; Θα προσευχηθεί για να της δώσει φώτιση. Δεν ξέρει ακόμα, βλέπεις, η καημένη τι πρέπει να κάνει, δεν πρόλαβε να προετοιμαστεί. Κι αυτή με νομίζει για νταντά της, θέλει να τη νανουρίζω!

—Η Κατερίνα Ιβάνοβνα σ' αγαπάει, αδερφέ μου, είπε θλιμμένα ο Αλιόσα.

—Μπορεί. Εμένα όμως δε με συγκινεί.

—Υποφέρει. Γιατί της λες... καμιά φορά... μερικά πράματα που την κάνουν να ελπίζει; συνέχισε ο Αλιόσα σα να τον μάλωνε δειλά. Γιατί το ξέρω πως της έδωσες ελπίδες, με συγχωρείς που σου μιλάω έτσι, πρόστεσε.

—Δεν μπορώ να φερθώ όπως πρέπει, να κόψω κάθε σχέση μαζί της και να της το πω καθαρά! πρόφερε νευριασμένα ο Ιβάν. Πρέπει να περιμένουμε ώσπου να βγει η απόφαση για το δολοφόνο. Αν τα χαλάσω μαζί της τώρα, αυτή αύριο κιόλας, για να μ' εκδικηθεί, θα καταστρέψει αυτόν τον αχρείο στη δίκη γιατί τον μισεί και το ξέρει πως τον μισεί. Εδώ όλα είναι ψέμα, ψέμα πάνω στο ψέμα! Μα τώρα, όσο δεν τα 'χω χαλάσει μαζί της, αυτή ελπίζει ακόμα και δε θα καταθέσει ενάντια σ' αυτό το τέρας, ξέροντας πόσο πολύ το θέλω να τον γλιτώσω. Πότε επιτέλους θα βγει κι αυτή η καταραμένη απόφαση;

Οι λέξεις «δολοφόνος» και «τέρας» πληγώσανε βαθιά τον Αλιόσα.

—Μα πώς μπορεί να καταστρέψει τον αδερφό μας; ρώτησε ζυγιάζοντας τα λόγια του Ιβάν. Τι μπορεί να καταθέσει που να καταστρέψει τον Μίτια;

—Εσύ δεν το ξέρεις ακόμα. Κρατάει ένα ντοκουμέντο που το 'γραψε με το χέρι του ο Μίτιενκα και που αποδείχνει με μαθηματική ακρίβεια πως αυτός σκότωσε το Φιόντορ Παύλοβιτς.

—Αδύνατο! αναφώνησε ο Αλιόσα.

—Πώς αδύνατο; Αφού το διάβασα.

— Ένα τέτοιο ντοκουμέντο δεν μπορεί να υπάρχει! ξανάπε με θέρμη ο Αλιόσα. Δεν μπορεί να υπάρχει γιατί δε σκότωσε αυτός! Δε σκότωσε αυτός τον πατέρα, δεν είναι αυτός!

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κοντοστάθηκε.

—Ποιος είναι λοιπόν κατά τη γνώμη σας ο δολοφόνος; είπε κάπως ψυχρά κι η ερώτηση είχε μάλιστα έναν τόνο υπεροψίας. —Το ξέρεις πολύ καλά ποιος είναι, πρόφερε σιγανά και με σημασία ο Αλιόσα.

—Ποιος; Πιστεύεις και συ στο παραμύθι για τον ηλίθιο επιληπτικό, το Σμερντιακόβ;

Ο Αλιόσα ένιωσε ξαφνικά πως τρέμει ολόκληρος.

—Το ξέρεις και μόνος σου ποιος είναι, του ξέφυγε.

Πνιγόταν.

—Μα ποιος λοιπόν; Ποιος; φώναξε σχεδόν άγρια ο Ιβάν.

Δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί.

— Ένα ξέρω μονάχα, συνέχισε ο Αλιόσα σχεδόν ψιθυρίζοντας. Τον πατέρα δεν τον σκότωσες εσύ.

—«Δεν τον σκότωσες εσύ!» Τι θες να πεις;

Ο Ιβάν είχε μείνει κόκαλο.

—Δεν τον σκότωσες εσύ τον πατέρα, δεν τον σκότωσες εσύ!

ξανάπε σταθερά ο Αλιόσα.

Σωπάσανε κάπου μισό λεπτό.

—Μα το ξέρω και μόνος μου πως δεν είμαι γω ο φονιάς. Τι σου 'ρθε; Παραμιλάς; πρόφερε ο Ιβάν μ' ένα αχνό και συσπασμένο χαμόγελο.

Κάρφωσε με τα μάτια του τον Αλιόσα. Βρίσκονταν ξανά κάτω από 'να φανάρι.

— Όχι, Ιβάν, το 'χεις πει πολλές φορές ο ίδιος στον εαυτό σου πως εσύ είσαι ο δολοφόνος.

—Πότε το είπα;... Εγώ ήμουνα στη Μόσχα... Πότε το είπα; τραύλισε ο Ιβάν ολότελα χαμένος.

—Το είπες αυτό πολλές φορές στον εαυτό σου σε στιγμές που έμενες μόνος αυτούς τους δυο τρομερούς μήνες, εξακολούθησε να λέει ο Αλιόσα με χαμηλή και καθαρή φωνή όπως και πρώτα.

Μα μίλαγε πια σαν αλλοπαρμένος, σαν άθελά του, σα να υπάκουγε σε κάποια ακατανίκητη προσταγή.

—Κατηγορούσες τον εαυτό σου και παραδεχόσουν μέσα σου πως ο δολοφόνος είσαι συ. Όμως δεν τον σκότωσες εσύ, κάνεις λάθος, δεν είσαι συ ο δολοφόνος, μ' ακούς; Δεν είσαι συ! Ο Θεός μ' έστειλε να σου το πω.

Σωπάσανε. Ένα ολόκληρο λεπτό μείνανε σιωπηλοί. Στέκονταν και κοίταζε ο ένας τον άλλον στα μάτια. Κι οι δυο ήταν χλομοί. Ξάφνου ο Ιβάν άρχισε να τρέμει σύγκορμος κι άρπαξε δυνατά τον Αλιόσα απ' τον ώμο.

— Ήσουνα σπίτι μου! ψιθύρισε τρίζοντας τα δόντια του. Ήσουνα σπίτι μου τη νύχτα, την ώρα που ήρθε... Ομολόγησε... τον είδες, τον είδες;

—Για ποιον λες... για το Μίτια; ρώτησε κατάπληχτος ο Αλιόσα.

— Όχι, τι με νοιάζει αυτός, ας πάει στο διάολο το τέρας! ούρλιαξε σχεδόν ο Ιβάν. Ώστε το ξέρεις πως αυτός έρχεται και με βλέπει; Πώς το 'μαθές; Λέγε!

—Ποιος αυτός; Δεν ξέρω για ποιον μου μιλάς, ψέλλισε ο Αλιόσα τρομαγμένος.

— Όχι, το ξέρεις... αλλιώς πώς θα... δεν μπορεί να μην το ξέρεις...

Μα ξάφνου σα να συγκρατήθηκε. Στεκότανε και σαν κάτι να συλλογίζονταν. Τα χείλη του συσπάστηκαν σ' ένα παράξενο χαμόγελο.

—Αδερφέ, άρχισε να λέει ο Αλιόσα με τρεμάμενη φωνή στο είπα αυτό γιατί συ θα πιστέψεις στα λόγια μου, το ξέρω. Σ' το είπα μια για πάντα: δεν είσαι συ! Μ' ακούς; Μια για πάντα. Ο Θεός μ' έστειλε να σου το πω έστω κι αν από δω και μπρος με μισήσεις για πάντα...

Στο μεταξύ ο Ιβάν Φιοντόροβιτς φαίνεται πως είχε προφτάσει κιόλας να ξανάβρει την αυτοκυριαρχία του.

—Αλεξέι Φιοντόροβιτς, πρόφερε με παγερό χαμόγελο τους προφήτες και τους επιληπτικούς δεν τους ανέχομαι. Μα ιδιαίτερα δεν μπορώ ν' ανεχτώ τους απεσταλμένους του Θεού, αυτό το ξέρετε πολύ καλά. Από δω και μπρος δε θέλω να 'χω καμιά σχέση μαζί σας. Και ίσως για πάντα. Σας παρακαλώ να μ' αφήσετε τώρ' αμέσως, σ' αυτή τη διασταύρωση. Εξάλλου από δω είναι κι ο δρόμος για το σπίτι σας. Για κανένα λόγο δε θέλω να 'ρθείτε σήμερα σπίτι μου. Μ' ακούτε;

Του γύρισε την πλάτη και προχώρησε με σταθερό βήμα χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του.

—Αδερφέ, φώναξε ξοπίσω του ο Αλιόσα· αν σου συμβεί σήμερα τίποτα, σκέψου πρώτα απ' όλα εμένα...

Μα ο Ιβάν δεν απάντησε. Ο Αλιόσα έμεινε στη διασταύρωση, κοντά στο φανάρι, ώσπου ο Ιβάν εξαφανίστηκε εντελώς στο σκοτάδι. Τότε έστριψε στο στενό και προχώρησε αργά προς το σπίτι του. Τα δυο αδέρφια ζούσαν χωριστά: Κανένας τους δε θέλησε να μείνει στο άδειο σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς. Ο Αλιόσα είχε νοικιάσει ένα επιπλωμένο δωμάτιο στο σπίτι μιας αστικής οικογένειας. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ζούσε αρκετά μακριά απ' αυτόν, σ' ένα ευρύχωρο κι αρκετά κόμοδο διαμέρισμα, στην πτέρυγα ενός καλοφτιαγμένου σπιτιού μιας αρκετά πλούσιας χήρας δημόσιου υπαλλήλου. Μια υπηρέτρια είχε όλη κι όλη, γριά, θεόκουφη, τσακισμένη απ' τους ρευματισμούς, που πλάγιαζε στις έξι το βράδυ και σηκωνόταν στις έξι το πρωί. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν ήταν καθόλου απαιτητικός —αυτούς τους δυο μήνες έγινε έτσι— και του άρεσε πολύ να μένει μόνος. Ακόμα και το δωμάτιο όπου έμενε το συγύριζε μονάχος του. Στ' άλλα δωμάτια έμπαινε σπάνια. Όταν έφτασε στην εξώπορτα του σπιτιού του κι ήταν έτοιμος να χτυπήσει το κουδούνι, σταμάτησε. Ένιωσε πως τρέμει ακόμα σύγκορμος απ' το θυμό του. Ξάφνου παράτησε το κουδούνι, έφτυσε, γύρισε πίσω και προχώρησε βιαστικά προς την άλλη άκρη της πολιτείας κάπου δυο βέρστια μακριά. Πήγαινε σ' ένα μικρό ξεχαρβαλωμένο ξύλινο σπιτάκι όπου έμενε η Μάρια Κοντράτιεβνα, κείνη η γειτόνισσά του Φιόντορ Παύλοβιτς, που ερχόταν στην κουζίνα του για να της δώσουν λίγη σούπα και που ο Σμερντιακόβ της έλεγε τότε τα τραγούδια του και της έπαιζε κιθάρα. Το σπιτάκι της το 'χε πουλήσει και τώρα ζούσε με τη μητέρα της σχεδόν σε καλύβα. Ο άρρωστος, σχεδόν ετοιμοθάνατος Σμερντιακόβ ζούσε μαζί τους ύστερ' απ' το θάνατο του Φιόντορ Παύλοβιτς. Σ' αυτόν πήγαινε τώρα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, λες κάτω απ' την πίεση μιας ξαφνικής ακατανίκητης ιδέας.


11. V. Δεν είσαι συ! Δεν είσαι συ!

Ο Αλιόσα πηγαίνοντας στου Ιβάν έπρεπε να περάσει μπροστά απ' το σπίτι όπου έμενε η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Τα παράθυρα ήταν φωτισμένα. Σταμάτησε ξαφνικά κι αποφάσισε να μπει. Την Κατερίνα Ιβάνοβνα είχε πάνω από μια βδομάδα να τη δει. Σκέφτηκε ακόμα πως ίσως ο Ιβάν να 'ναι μέσα —σήμερα, την παραμονή μιας τέτοιας μέρας. Αφού χτύπησε το κουδούνι και μπήκε στην είσοδο, είδε στο λιγοστό φως ενός κινέζικου φαναριού κάποιον που κατέβαινε τη σκάλα. Όταν πλησιάσανε, γνώρισε τον αδερφό του. Θα πει λοιπόν πως έφευγε πια απ' της Κατερίνας Ιβάνοβνας.

—Α, συ είσαι, είπε ξερά ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Γεια σου λοιπόν. Γι' αυτήν ήρθες;

—Ναι.

—Δε σε συμβουλεύω ν' ανέβεις. Βρίσκεται «σε ταραχή» και συ θα τη συγχύσεις ακόμα περισσότερο.

— Όχι, όχι! ακούστηκε ξάφνου μια φωνή πάνω απ' την πόρτα που κείνη τη στιγμή είχε ανοίξει. Αλεξέι Φιοντόροβιτς, από κείνον έρχεστε;

—Ναι, εκεί ήμουνα.

—Σας παράγγειλε τίποτα να μου πείτε; Περάστε μέσα, Αλιόσα, και σεις, Ιβάν Φιοντόροβιτς, το δίχως άλλο, το δίχως άλλο γυρίστε. Μ' ακούτε;

Στη φωνή της Κάτιας ακούστηκε ένας τόσο επιταχτικός τόνος που ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έμεινε για λίγο αναποφάσιστος μα τελικά ανέβηκε και πάλι μαζί με τον Αλιόσα.

—Κρυφάκουγε! ψιθύρισε ο Ιβάν σιγά ερεθισμένος, μα ο Αλιόσα τον άκουσε.

—Επιτρέψτε μου να μείνω με το παλτό, είπε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς μπαίνοντας στη σάλα. Ούτε και θα καθίσω. Δε θα μείνω παραπάνω από ένα λεπτό.

—Καθίστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, πρόφερε η Κατερίνα Ιβάνοβνα, μένοντας όρθια.

Λίγο είχε αλλάξει σ' όλο αυτό το διάστημα μα τα σκούρα της μάτια έλαμπαν με μια δυσοίωνη λάμψη· ο Αλιόσα θυμόταν αργότερα πως του φάνηκε εξαιρετικά ωραία τούτη τη στιγμή.

—Τι σας παράγγειλε λοιπόν να μου πείτε;

—Τούτο μονάχα, είπε ο Αλιόσα κοιτώντας την κατάματα: Να λυπηθείτε τον εαυτό σας και να μην πείτε τίποτα στην κατάθεσή σας (κόμπιασε λίγο)... για κείνα που συνέβηκαν μεταξύ σας... τότε που πρωτογνωριστήκατε... σε κείνη την πολιτεία...

—Α, λέει για κείνη την εδαφιαία υπόκλιση όταν μου 'δωσε τα χρήματα! συμπλήρωσε αυτή γελώντας πικρά. Και για πείτε μου, για μένα φοβάται ή για τον εαυτό του; Είπε να λυπηθώ —ποιον λοιπόν; Εκείνον ή εμένα; Μιλείστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς.

Ο Αλιόσα την κοίταζε επίμονα προσπαθώντας να την καταλάβει.

—Και σας και κείνον, πρόφερε σιγανά.

— Έτσι μάλιστα, είπε μοχθηρά αυτή τονίζοντας μια- μια τις συλλαβές και ξάφνου κοκκίνισε. Δε με ξέρετε καλά ακόμα, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, είπε απειλητικά. Μα και γω η ίδια δεν ξέρω ακόμα τον εαυτό μου. Ίσως μετά την αυριανή κατάθεση θελήσετε να με ποδοπατήσετε.

—Θα καταθέσετε τίμια, είπε ο Αλιόσα- αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται.

—Η γυναίκα είναι συχνά άτιμη, είπε αυτή τρίζοντας τα δόντια της. Μόλις μιαν ώρα πριν νόμιζα πως δε θα μπορούσα καν ν' αγγίξω αυτό το έκτρωμα... σαν κανένα ερπετό... κι όμως όχι, τον θεωρώ ακόμα άνθρωπο! Μα σκότωσε τάχα; Αυτός σκότωσε; φώναξε ξάφνου υστερικά γυρίζοντας απότομα στον Ιβάν Φιοντόροβιτς.

Ο Αλιόσα κατάλαβε αμέσως πως είχε ξαναρωτήσει το ίδιο πράμα τον Ιβάν Φιοντόροβιτς ένα λεπτό ίσως πριν απ' τον ερχομό του, πως δεν ήταν η πρώτη φορά μα η εκατοστή και πως πάνω σ' αυτό μαλώσανε.

—Πήγα και στο Σμερντιακόβ... Εσύ, εσύ μ' έπεισες πως είναι πατροκτόνος, είπε μιλώντας πάντα στο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Και γω σε πίστεψα! συνέχισε.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς χαμογέλασε βιασμένα. Ο Αλιόσα τινάχτηκε μόλις άκουσε αυτό το εσύ. Ούτε καν υποπτευόταν τέτοιες σχέσεις.

—Ε, φτάνει πια, είπε απότομα ο Ιβάν. Εγώ θα πηγαίνω. Θα 'ρθω αύριο.

Και λέγοντας αυτά γύρισε και βγήκε απ' το δωμάτιο στη σκάλα. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα άρπαξε ξάφνου τον Αλιόσα κι απ' τα δυο του χέρια κι η χειρονομία της αυτή είχε κάτι το επιταχτικό.

—Πηγαίνετε και προφτάστε τον! Ούτε στιγμή μην τον αφήνετε μονάχο, του ψιθύρισε βιαστικά. Είναι φρενοβλαβής. Δεν το ξέρετε πως είναι φρενοβλαβής; Έχει πυρετό, νευρικό πυρετό! Μου το είπε ο γιατρός, πηγαίνετε, τρέξτε να τον προλάβετε...

Ο Αλιόσα όρμησε το κατόπι του. Κείνος δεν πρόφτασε ν' απομακρυνθεί παραπάνω από πενήντα βήματα.

—Τι θέλεις; γύρισε ξάφνου κι είπε στον Αλιόσα βλέποντας πως αυτός έρχεται από πίσω του. Σου 'πε να με προφτάσεις επειδή είμαι τρελός, ε; Τα ξέρω απ' έξω κι ανακατωτά, πρόστεσε ερεθισμένος.

—Κάνει λάθος βέβαια, όμως έχει δίκιο να λέει πως είσαι άρρωστος, είπε ο Αλιόσα. Τώρα που 'μασταν απάνω κοίταζα το πρόσωπό σου: Φαίνεσαι άρρωστος, Ιβάν, πολύ άρρωστος!

Ο Ιβάν προχωρούσε χωρίς να σταματήσει. Ο Αλιόσα από κοντά του.

—Ξέρεις, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, με ποιον τρόπο τρελαίνονται; ρώτησε ο Ιβάν ξαφνικά ολότελα ήσυχα χωρίς κανέναν ερεθισμό στη φωνή του, όπου αντηχούσε η πιο αφελής περιέργεια.

— Όχι, δεν ξέρω. Υποθέτω πως θα υπάρχουν ειδών- ειδών τρέλες.

—Μπορεί κανείς παρατηρώντας τον εαυτό του να καταλάβει πως αρχίζει να τρελαίνεται;

—Νομίζω πως δεν μπορεί κανείς να παρακολουθεί τον εαυτό του σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, απάντησε απορημένος ο Αλιόσα.

Ο Ιβάν σώπασε για λίγο.

—Αν θες να συνεχίσουμε την κουβέντα τότε άλλαξε, σε παρακαλώ, θέμα, είπε ξαφνικά.

—Α, να μην το ξεχάσω κιόλας, έχω κι ένα γράμμα για σένα, είπε δειλά ο Αλιόσα κι έβγαλε απ' την τσέπη του το γράμμα τη Λίζας.

Κείνη τη στιγμή είχαν πλησιάσει ίσα-ίσα σ' ένα φανάρι. Ο Ιβάν γνώρισε αμέσως το γραφικό χαραχτήρα.

—Α, είναι από κείνο το διαβολάκι! είπε γελώντας με κακία και, χωρίς ν' ανοίξει το φάκελο, το 'σκισε και πέταξε τα κομμάτια του. Μόλις είναι δεκάξι χρονώ και πάει κιόλας γυρεύοντας! πρόφερε περιφρονητικά και προχώρησε.

—Πώς έτσι πάει γυρεύοντας; αναφώνησε ο Αλιόσα.

— Έλα, δα, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Σαν τις γυναίκες του δρόμου, να πώς.

—Τι λες, Ιβάν, τι 'ναι αυτά που λες; την υπερασπίστηκε ο Αλιόσα με θέρμη και θλίψη. Είναι παιδί ακόμα, προσβάλλεις ένα παιδί! Είναι άρρωστη, είναι κι αυτή πολύ άρρωστη, ίσως κι αυτή να τρελαίνεται... Δεν μπορούσα να μη σου δώσω το γράμμα της... Απεναντίας περίμενα πως κάτι θα προσπαθήσεις να κάνεις... για τη σωτηρία της.

—Αυτό δεν είναι δική μου δουλειά. Αν είναι παιδί, εγώ δεν το 'χω σκοπό να γίνω νταντά της. Σώπα, Αλεξέι. Ούτε λέξη πια. Ούτε που τα σκέφτομαι όλ' αυτά.

Σωπάσανε και πάλι για λίγο.

—Τώρα θα προσεύχεται όλη τη νύχτα στην Παναγία, για να τη φωτίσει πώς να φερθεί αύριο στη δίκη, είπε ξάφνου με λύσσα.

—Λες... λες για την Κατερίνα Ιβάνοβνα;

—Ναι. Να παρουσιαστεί σα σωτήρας ή σαν καταστροφέας του Μίτιενκα; Θα προσευχηθεί για να της δώσει φώτιση. Δεν ξέρει ακόμα, βλέπεις, η καημένη τι πρέπει να κάνει, δεν πρόλαβε να προετοιμαστεί. Κι αυτή με νομίζει για νταντά της, θέλει να τη νανουρίζω!

—Η Κατερίνα Ιβάνοβνα σ' αγαπάει, αδερφέ μου, είπε θλιμμένα ο Αλιόσα.

—Μπορεί. Εμένα όμως δε με συγκινεί.

—Υποφέρει. Γιατί της λες... καμιά φορά... μερικά πράματα που την κάνουν να ελπίζει; συνέχισε ο Αλιόσα σα να τον μάλωνε δειλά. Γιατί το ξέρω πως της έδωσες ελπίδες, με συγχωρείς που σου μιλάω έτσι, πρόστεσε.

—Δεν μπορώ να φερθώ όπως πρέπει, να κόψω κάθε σχέση μαζί της και να της το πω καθαρά! πρόφερε νευριασμένα ο Ιβάν. Πρέπει να περιμένουμε ώσπου να βγει η απόφαση για το δολοφόνο. Αν τα χαλάσω μαζί της τώρα, αυτή αύριο κιόλας, για να μ' εκδικηθεί, θα καταστρέψει αυτόν τον αχρείο στη δίκη γιατί τον μισεί και το ξέρει πως τον μισεί. Εδώ όλα είναι ψέμα, ψέμα πάνω στο ψέμα! Μα τώρα, όσο δεν τα 'χω χαλάσει μαζί της, αυτή ελπίζει ακόμα και δε θα καταθέσει ενάντια σ' αυτό το τέρας, ξέροντας πόσο πολύ το θέλω να τον γλιτώσω. Πότε επιτέλους θα βγει κι αυτή η καταραμένη απόφαση;

Οι λέξεις «δολοφόνος» και «τέρας» πληγώσανε βαθιά τον Αλιόσα.

—Μα πώς μπορεί να καταστρέψει τον αδερφό μας; ρώτησε ζυγιάζοντας τα λόγια του Ιβάν. Τι μπορεί να καταθέσει που να καταστρέψει τον Μίτια;

—Εσύ δεν το ξέρεις ακόμα. Κρατάει ένα ντοκουμέντο που το 'γραψε με το χέρι του ο Μίτιενκα και που αποδείχνει με μαθηματική ακρίβεια πως αυτός σκότωσε το Φιόντορ Παύλοβιτς.

—Αδύνατο! αναφώνησε ο Αλιόσα.

—Πώς αδύνατο; Αφού το διάβασα.

— Ένα τέτοιο ντοκουμέντο δεν μπορεί να υπάρχει! ξανάπε με θέρμη ο Αλιόσα. Δεν μπορεί να υπάρχει γιατί δε σκότωσε αυτός! Δε σκότωσε αυτός τον πατέρα, δεν είναι αυτός!

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κοντοστάθηκε.

—Ποιος είναι λοιπόν κατά τη γνώμη σας ο δολοφόνος; είπε κάπως ψυχρά κι η ερώτηση είχε μάλιστα έναν τόνο υπεροψίας. —Το ξέρεις πολύ καλά ποιος είναι, πρόφερε σιγανά και με σημασία ο Αλιόσα.

—Ποιος; Πιστεύεις και συ στο παραμύθι για τον ηλίθιο επιληπτικό, το Σμερντιακόβ;

Ο Αλιόσα ένιωσε ξαφνικά πως τρέμει ολόκληρος.

—Το ξέρεις και μόνος σου ποιος είναι, του ξέφυγε.

Πνιγόταν.

—Μα ποιος λοιπόν; Ποιος; φώναξε σχεδόν άγρια ο Ιβάν.

Δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί.

— Ένα ξέρω μονάχα, συνέχισε ο Αλιόσα σχεδόν ψιθυρίζοντας. Τον πατέρα δεν τον σκότωσες εσύ.

—«Δεν τον σκότωσες εσύ!» Τι θες να πεις;

Ο Ιβάν είχε μείνει κόκαλο.

—Δεν τον σκότωσες εσύ τον πατέρα, δεν τον σκότωσες εσύ!

ξανάπε σταθερά ο Αλιόσα.

Σωπάσανε κάπου μισό λεπτό.

—Μα το ξέρω και μόνος μου πως δεν είμαι γω ο φονιάς. Τι σου 'ρθε; Παραμιλάς; πρόφερε ο Ιβάν μ' ένα αχνό και συσπασμένο χαμόγελο.

Κάρφωσε με τα μάτια του τον Αλιόσα. Βρίσκονταν ξανά κάτω από 'να φανάρι.

— Όχι, Ιβάν, το 'χεις πει πολλές φορές ο ίδιος στον εαυτό σου πως εσύ είσαι ο δολοφόνος.

—Πότε το είπα;... Εγώ ήμουνα στη Μόσχα... Πότε το είπα; τραύλισε ο Ιβάν ολότελα χαμένος.

—Το είπες αυτό πολλές φορές στον εαυτό σου σε στιγμές που έμενες μόνος αυτούς τους δυο τρομερούς μήνες, εξακολούθησε να λέει ο Αλιόσα με χαμηλή και καθαρή φωνή όπως και πρώτα.

Μα μίλαγε πια σαν αλλοπαρμένος, σαν άθελά του, σα να υπάκουγε σε κάποια ακατανίκητη προσταγή.

—Κατηγορούσες τον εαυτό σου και παραδεχόσουν μέσα σου πως ο δολοφόνος είσαι συ. Όμως δεν τον σκότωσες εσύ, κάνεις λάθος, δεν είσαι συ ο δολοφόνος, μ' ακούς; Δεν είσαι συ! Ο Θεός μ' έστειλε να σου το πω.

Σωπάσανε. Ένα ολόκληρο λεπτό μείνανε σιωπηλοί. Στέκονταν και κοίταζε ο ένας τον άλλον στα μάτια. Κι οι δυο ήταν χλομοί. Ξάφνου ο Ιβάν άρχισε να τρέμει σύγκορμος κι άρπαξε δυνατά τον Αλιόσα απ' τον ώμο.

— Ήσουνα σπίτι μου! ψιθύρισε τρίζοντας τα δόντια του. Ήσουνα σπίτι μου τη νύχτα, την ώρα που ήρθε... Ομολόγησε... τον είδες, τον είδες;

—Για ποιον λες... για το Μίτια; ρώτησε κατάπληχτος ο Αλιόσα.

— Όχι, τι με νοιάζει αυτός, ας πάει στο διάολο το τέρας! ούρλιαξε σχεδόν ο Ιβάν. Ώστε το ξέρεις πως αυτός έρχεται και με βλέπει; Πώς το 'μαθές; Λέγε!

—Ποιος αυτός; Δεν ξέρω για ποιον μου μιλάς, ψέλλισε ο Αλιόσα τρομαγμένος.

— Όχι, το ξέρεις... αλλιώς πώς θα... δεν μπορεί να μην το ξέρεις...

Μα ξάφνου σα να συγκρατήθηκε. Στεκότανε και σαν κάτι να συλλογίζονταν. Τα χείλη του συσπάστηκαν σ' ένα παράξενο χαμόγελο.

—Αδερφέ, άρχισε να λέει ο Αλιόσα με τρεμάμενη φωνή στο είπα αυτό γιατί συ θα πιστέψεις στα λόγια μου, το ξέρω. Σ' το είπα μια για πάντα: δεν είσαι συ! Μ' ακούς; Μια για πάντα. Ο Θεός μ' έστειλε να σου το πω έστω κι αν από δω και μπρος με μισήσεις για πάντα...

Στο μεταξύ ο Ιβάν Φιοντόροβιτς φαίνεται πως είχε προφτάσει κιόλας να ξανάβρει την αυτοκυριαρχία του.

—Αλεξέι Φιοντόροβιτς, πρόφερε με παγερό χαμόγελο τους προφήτες και τους επιληπτικούς δεν τους ανέχομαι. Μα ιδιαίτερα δεν μπορώ ν' ανεχτώ τους απεσταλμένους του Θεού, αυτό το ξέρετε πολύ καλά. Από δω και μπρος δε θέλω να 'χω καμιά σχέση μαζί σας. Και ίσως για πάντα. Σας παρακαλώ να μ' αφήσετε τώρ' αμέσως, σ' αυτή τη διασταύρωση. Εξάλλου από δω είναι κι ο δρόμος για το σπίτι σας. Για κανένα λόγο δε θέλω να 'ρθείτε σήμερα σπίτι μου. Μ' ακούτε;

Του γύρισε την πλάτη και προχώρησε με σταθερό βήμα χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του.

—Αδερφέ, φώναξε ξοπίσω του ο Αλιόσα· αν σου συμβεί σήμερα τίποτα, σκέψου πρώτα απ' όλα εμένα...

Μα ο Ιβάν δεν απάντησε. Ο Αλιόσα έμεινε στη διασταύρωση, κοντά στο φανάρι, ώσπου ο Ιβάν εξαφανίστηκε εντελώς στο σκοτάδι. Τότε έστριψε στο στενό και προχώρησε αργά προς το σπίτι του. Τα δυο αδέρφια ζούσαν χωριστά: Κανένας τους δε θέλησε να μείνει στο άδειο σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς. Ο Αλιόσα είχε νοικιάσει ένα επιπλωμένο δωμάτιο στο σπίτι μιας αστικής οικογένειας. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ζούσε αρκετά μακριά απ' αυτόν, σ' ένα ευρύχωρο κι αρκετά κόμοδο διαμέρισμα, στην πτέρυγα ενός καλοφτιαγμένου σπιτιού μιας αρκετά πλούσιας χήρας δημόσιου υπαλλήλου. Μια υπηρέτρια είχε όλη κι όλη, γριά, θεόκουφη, τσακισμένη απ' τους ρευματισμούς, που πλάγιαζε στις έξι το βράδυ και σηκωνόταν στις έξι το πρωί. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν ήταν καθόλου απαιτητικός —αυτούς τους δυο μήνες έγινε έτσι— και του άρεσε πολύ να μένει μόνος. Ακόμα και το δωμάτιο όπου έμενε το συγύριζε μονάχος του. Στ' άλλα δωμάτια έμπαινε σπάνια. Όταν έφτασε στην εξώπορτα του σπιτιού του κι ήταν έτοιμος να χτυπήσει το κουδούνι, σταμάτησε. Ένιωσε πως τρέμει ακόμα σύγκορμος απ' το θυμό του. Ξάφνου παράτησε το κουδούνι, έφτυσε, γύρισε πίσω και προχώρησε βιαστικά προς την άλλη άκρη της πολιτείας κάπου δυο βέρστια μακριά. Πήγαινε σ' ένα μικρό ξεχαρβαλωμένο ξύλινο σπιτάκι όπου έμενε η Μάρια Κοντράτιεβνα, κείνη η γειτόνισσά του Φιόντορ Παύλοβιτς, που ερχόταν στην κουζίνα του για να της δώσουν λίγη σούπα και που ο Σμερντιακόβ της έλεγε τότε τα τραγούδια του και της έπαιζε κιθάρα. Το σπιτάκι της το 'χε πουλήσει και τώρα ζούσε με τη μητέρα της σχεδόν σε καλύβα. Ο άρρωστος, σχεδόν ετοιμοθάνατος Σμερντιακόβ ζούσε μαζί τους ύστερ' απ' το θάνατο του Φιόντορ Παύλοβιτς. Σ' αυτόν πήγαινε τώρα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, λες κάτω απ' την πίεση μιας ξαφνικής ακατανίκητης ιδέας.