×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 11. Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΙΒΑΝ ΦΙΟΝΤΟΡΟΒΙΤΣ: Ι. Στης Γκρούσενκας

11. Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΙΒΑΝ ΦΙΟΝΤΟΡΟΒΙΤΣ: Ι. Στης Γκρούσενκας

Ο ΑΛΙΟΣΑ τράβηξε κατά την πλατεία της Μητρόπολης στο σπίτι της Μορόζοβα για να δει τη Γκρούσενκα. Αυτή, απ' το πρωί κιόλας, του 'χε στείλει τη Φένια και τον παρακαλούσε επίμονα να περάσει απ' το σπίτι της. Ο Αλιόσα έμαθε απ' τη Φένια πως η κυρά της είναι πολύ ταραγμένη κι η παράξενη αυτή ταραχή της την έχει πιάσει από χτες. Τους δυο αυτούς μήνες, μετά τη σύλληψη του Μίτια, ο Αλιόσα είχε επισκεφτεί πολλές φορές τη Γκρούσενκα —συχνά τον έστελνε κι ο ίδιος ο Μίτια. Κάπου τρεις μέρες μετά τη σύλληψη του Μίτια η Γκρούσενκα αρρώστησε βαριά και η αρρώστια της κράτησε πέντε βδομάδες. Τη μια βδομάδα μάλιστα έμεινε στο κρεβάτι αναίσθητη. Το πρόσωπό της αδυνάτισε και κιτρίνισε, όμως εδώ και λίγο καιρό ήταν καλά πια, έτσι που μπορούσε να βγαίνει έξω. Παρ' όλ' αυτά του Αλιόσα του φαινόταν πως το πρόσωπό της έγινε ακόμα πιο ελκυστικό και του άρεσε κάθε φορά που έμπαινε στο σπίτι της να συναντάει το βλέμμα της. Τούτο το βλέμμα είχε γίνει τώρα σταθερό και σοβαρό. Έβλεπε κανείς πως είχε γίνει μέσα της κάποια ψυχική μεταβολή. Είχε τώρα μιαν ήρεμη, ταπεινή μα ωστόσο ακλόνητη αποφασιστικότητα. Ανάμεσα στα φρύδια, στο μέτωπο, είχε σχηματιστεί μια κάθετη ρυτίδα που έδινε ένα συγκεντρωμένο και σχεδόν αυστηρό από πρώτη ματιά ύφος στο ωραίο της πρόσωπο. Απ' την παλιά της επιπολαιότητα δεν έμενε ούτε ίχνος. Ο Αλιόσα παραξενευόταν ακόμα και. με το γεγονός ότι παρ' όλη τη μεγάλη δυστυχία που 'χε βρει την καημένη τη γυναίκα —να συλλάβουν τον αρραβωνιαστικό της κατηγορώντας τον για ένα τόσο τρομερό έγκλημα τη στιγμή σχεδόν του αρραβώνα— παρ' όλη την αρρώστια που πέρασε και παρ' όλο που ήταν σχεδόν βέβαιο πως η απόφαση του δικαστηρίου θα 'ταν καταδικαστική, η Γκρούσενκα δεν είχε χάσει με όλ' αυτά τη νεανική της ευθυμία. Στα μάτια της, τα περήφανα άλλοτε, έλαμπε τώρα κάποια πραότητα αν και... αν και ήταν στιγμές που κάποια δυσοίωνη λάμψη άστραφτε μέσα τους. Αυτό γινόταν όταν ξαναθυμόταν μια παλιά της έγνοια που όχι μονάχα δεν την είχε ξεχάσει μα απεναντίας την τυραννούσε τώρα περισσότερο. Λέω για την Κατερίνα Ιβάνοβνα που η Γκρούσενκα, όταν κοιτόταν άρρωστη βαριά, την ανέφερε ακόμα και στα παραμιλητά της. Ο Αλιόσα καταλάβαινε πως τη ζηλεύει τρομερά εξαιτίας του Μίτια, του φυλακισμένου Μίτια, αν και η Κατερίνα Ιβάνοβνα ούτε μια φορά δεν τον επισκέφτηκε στη φυλακή —παρ' όλο που μπορούσε να το κάνει όποτε ήθελε. Αυτό όμως έφερνε τον Αλιόσα σε δύσκολη θέση γιατί η Γκρούσενκα μονάχα σ' αυτόν άνοιγε την καρδιά της και του ζητούσε συμβουλές, ενώ αυτός ήταν φορές που δεν έβρισκε τίποτα να της πει.

Μπήκε πολύ σκεφτικός στο σπίτι της. Αυτή ήταν κιόλας εκεί. Εδώ και μισή ώρα είχε γυρίσει απ' τη φυλακή. Μόλις τον είδε σηκώθηκε αμέσως απ' την πολυθρόνα της κι ο Αλιόσα, απ' αυτή και μόνο την κίνησή της, κατάλαβε πως τον περίμενε ανυπόμονα. Στο τραπέζι ήταν απλωμένα τα χαρτιά έτοιμα για το παιχνίδι «τρελός». Στο δερμάτινο ντιβάνι, που ήταν στρωμένο για κρεβάτι, απ' την άλλη μεριά του τραπεζιού, βρισκόταν μισοξαπλωμένος ο Μαξίμοβ. Φόραγε μια ρόμπα κι ένα μπαμπακερό σκούφο. Αν και χαμογελούσε γλυκά, φαινόταν άρρωστος κι αδυνατισμένος. Αυτός ο γεροντάκος που 'χε μείνει στους πέντε δρόμους, ζούσε στο σπίτι της Γκρούσενκας απ' την ημέρα που γύρισε μαζί της απ' το Μόκρογιε δυο μήνες πριν, ύστερ' από 'να ταξίδι μες στη βροχή, μέσα από λασπωμένους δρόμους. Κείνη τη μέρα, έτσι καθώς ήταν βρεγμένος και φοβισμένος, κούρνιασε στο ντιβάνι και την κοίταζε σιωπηλός χαμογελώντας δειλά και παρακαλεστικά. Η Γκρούσενκα τον ξέχασε ολότελα σχεδόν την πρώτη μισή ώρα—είχε τον καημό της και τον πυρετό που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται—μα ξαφνικά τον κοίταξε επίμονα: Αυτός χαμογέλασε αξιολύπητος και σάμπως χαμένος. Τότε κείνη φώναξε τη Φένια και της είπε να του φέρει φαΐ. Όλη κείνη την ημέρα έμεινε καθισμένος στη θέση του, σχεδόν ακίνητος. Όταν σκοτείνιασε και κλείσανε τα παντζούρια, η Φένια ρώτησε την κυρά της:

— Τι θα γίνει λοιπόν κυρία; Εδώ θα κοιμηθεί;

— Ναι, στρώσε του στο ντιβάνι, απάντησε η Γκρούσενκα.

Η Γκρούσενκα τον ρώτησε λεπτομερέστερα κι έμαθε πως δεν είχε πουθενά να πάει και πως «ο κύριος Καλγκάνοβ, ο ευεργέτης μου, μου το 'πε ορθά-κοφτά πως δε θα με δεχτεί πια σπίτι του και μου χάρισε πέντε ρούβλια». «Ε, μείνε λοιπόν, μια κι είναι έτσι», του 'πε η Γκρούσενκα και του χαμογέλασε με συμπόνια. Ο γεροντάκος ανασκίρτησε απ' το χαμόγελό της κι οι άκρες των χειλιών του άρχισαν να τρέμουν από αναφιλητά ευγνωμοσύνης. Από τότε έμεινε στο σπίτι της σα φιλοξενούμενος. Ακόμα και τον καιρό που εκείνη ήταν άρρωστη, αυτός δεν έφυγε απ' το σπίτι. Η Φένια κι η γιαγιά της, η μαγείρισσα της Γκρούσενκας, δεν τον διώξανε κι εξακολουθούσαν να τον ταΐζουν και να του στρώνουν στο ντιβάνι. Τέλος η Γκρούσενκα τον συνήθισε κι όταν γύριζε απ' τις επισκέψεις της στο Μίτια (μόλις έγινε καλά αμέσως άρχισε να πηγαίνει να τον βλέπει, προτού μάλιστα γίνει ολότελα καλά) καθότανε και μίλαγε με το «Μαξίμουσκα» για ένα σωρό ασήμαντα πράγματα μόνο και μόνο για να ξεχνάει λίγο τον καημό της. Ο γεροντάκος ήξερε να διηγιέται πολλά και διάφορα, τόσο που τελικά της έγινε σχεδόν απαραίτητος. Εκτός απ' τον Αλιόσα, που κι αυτός δεν ερχόταν κάθε μέρα κι οι επισκέψεις του ήταν πάντα σύντομες, η Γκρούσενκα δε δεχόταν κανένα σχεδόν. Ο γέρος της, ο έμπορας, κοιτόταν κείνο τον καιρό βαριά άρρωστος μας «άφηνε χρόνους» όπως λέγανε στην πολιτεία. Πραγματικά, ύστερ' από μια βδομάδα μετά τη δίκη του Μίτια, πέθανε. Τρεις βδομάδες πριν, νιώθοντας το γρήγορο τέλος του, φώναξε τους γιους του στο απάνω πάτωμα μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους και τους πρόσταξε να μη φύγουν πια από κοντά του. Έδωσε ακόμα διαταγή στους υπηρέτες του να μην αφήσουν τη Γκρούσενκα να μπει κι αν έρθει να της πούνε:

«Σας εύχεται κάθε χαρά και να ζήσετε χρόνια πολλά, όμως αυτόν να τον ξεχάσετε ολότελα».

Ωστόσο η Γκρούσενκα έστελνε κάθε μέρα και ρώταγε πώς πάει η υγεία του.

— Ήρθες επιτέλους! φώναξε αυτή παρατώντας τα χαρτιά και χαιρετώντας χαρούμενα τον Αλιόσα. Κι ο Μαξίμουσκα όλο με τρόμαζε και μου 'λεγε πως μπορεί και να μην ερχόσουνα καθόλου. Αχ! πόσο σ' έχω ανάγκη! Κάτσε δω δίπλα στο τραπέζι. Θέλεις καφέ;

—Δε λέω όχι, είπε ο Αλιόσα καθώς καθότανε. Είμαι πολύ πεινασμένος.

—Ωραία. Φένια, Φένια, φέρε καφέ! φώναξε η Γκρούσενκα. Από ώρα τον έχω και βράζει, εσένα περίμενα. Φέρε και μερικά πιροζκί και κοίτα να 'ναι ζεστά. Άκου, Αλιόσα, τι έπαθα σήμερα μ' αυτά τα πιροζκί. Του πήγα μερικά στη φυλακή κι αυτός —το πιστεύεις;— μου τα πέταξε, ούτε ένα δεν έφαγε. Ένα μάλιστα το 'ριξε χάμω και το ποδοπάτησε κιόλας. Τότε και γω του είπα: «Θα τ' αφήσω στο δεσμοφύλακα. Αν ως το βράδυ δεν τα φας θα πει πως σε τρέφει η κακία σου!» Το 'πα αυτό κι έφυγα. Ξαναμαλώσαμε. Το πιστεύεις; Κάθε που πάω και τον βλέπω, δε γίνεται να μη μαλώσουμε.

Η Γκρούσενκα τα 'πε όλ' αυτά μονομιάς, με μεγάλη ταραχή. Ο Μαξίμοβ κατατρόμαξε, χαμογελούσε και κοίταζε σα χαμένος.

—Αυτή τη φορά γιατί μαλώσατε; ρώτησε ο Αλιόσα.

—Καθόλου δεν το περίμενα! Άρχισε να ζηλεύει τον «προηγούμενο». Φαντάσου! «Γιατί τον συντηρείς; μου λέει. Βάλθηκες να τον ταΐζεις όπως έμαθα». Όλο ζηλεύει, όλο και με ζηλεύει! Και στον ύπνο του ακόμα και στο φαΐ του με ζηλεύει. Την περασμένη βδομάδα μου 'κανε σκηνή και για τον Κουζμά ακόμα.

—Μα το 'ξερε και πρώτα πως υπήρχε ο «προηγούμενος». Έτσι δεν είναι;

— Έλα ντε. Απ' την αρχή το 'ξερε κι όμως σήμερα του κατέβηκε να με βρίσει. Ντρέπομαι κιόλας να σου ξαναπώ αυτά που μου 'ψαλε. Το βλάκα! Όταν έβγαινα, είδα τον Ρακίτκα που πήγαινε να τον δει. Ίσως αυτός να 'ναι που του βάζει σπιουνιές. Τι λες και συ; πρόστεσε σαν αφηρημένη.

—Σ' αγαπάει, αυτό είναι. Σ' αγαπάει πάρα πολύ. Και τώρα έχει και τα νεύρα του...

—Αυτό έλειπε δα, να μην τα 'χει κιόλας. Αύριο τον δικάζουνε. Γι' αυτό πήγα ίσα-ίσα, ήθελα να του μιλήσω γιατί, Αλιόσα, τρομάζω και να το σκέφτομαι μονάχα αυτό που θα γίνει αύριο! Λες πως είναι νευριασμένος- μα εγώ δεν είμαι τάχα; Και δε βρήκε τίποτ' άλλο να πει, μονάχα για τον Πολωνό μού μίλησε. Τι βλάκας! Ευτυχώς δε ζηλεύει και το Μαξίμουσκα.

— Κι η γυναίκα μου πολύ με ζήλευε, είπε το λογάκι του ο Μαξίμοβ.

— Ε, εσένα δα, γέλασε ανόρεχτα η Γκρούσενκα· για ποιον σε ζήλευε;

—Για τις υπηρέτριες.

—Σώπα, Μαξίμουσκα, δεν είναι καιρός γι' αστεία τώρα. Μη με φουρκίζεις. Μην τα γλυκοκοιτάς έτσι τα πιροζκί, δεν πρόκειται να σου δώσω, σε βλάφτουνε. Ούτε και λικέρ θα σου δώσω. Έχεις κι αυτόν ακόμα που πρέπει να τον νταντεύεις. Λες κι άνοιξα φιλανθρωπικό ίδρυμα, μα την αλήθεια, είπε γελώντας.

—Εγώ δεν αξίζω τις ευεργεσίες σας, είμαι ένας τιποτένιος, πρόφερε κλαψιάρικα ο Μαξίμοβ. Καλύτερα να ευεργετούσατε κείνους που 'ναι πιο χρήσιμοι από μένα.

— Εχ, ο καθένας είναι χρήσιμος, Μαξίμουσκα. Πώς να ξεχωρίσεις ποιος είναι ο πιο χρήσιμος; Κάλλιο να μην υπήρχε καθόλου κι αυτός ο Πολωνός, Αλιόσα. Σήμερα ίσα- ίσα του 'ρθε ν' αρρωστήσει. Πήγα και τον είδα. Τώρα επίτηδες θα του στείλω και πιροζκί. Δεν του 'χα στείλει, μα ο Μίτια με κατηγόρησε πως του στέλνω, τώρα και γω θα του στείλω επίτηδες, έτσι για γινάτι! Αχ, να κι η Φένια μ' ένα γράμμα. Νάτα μας! Πάλι απ' τους Πολωνούς. Σίγουρα λεφτά ζητάνε πάλι!

Πραγματικά ήταν ένα γράμμα απ' τον παν Μουσιαλόβιτς, ένα φλύαρο γράμμα γεμάτο ρητορείες —έτσι συνήθιζε πάντα να γράφει— όπου ζητούσε τρία ρούβλια δανεικά! Μέσα στο φάκελο υπήρχε και μια απόδειξη με την υποχρέωση να εξοφλήσει το χρέος μέσα σε τρεις μήνες. Την απόδειξη την προσυπόγραφε κι ο παν Βρουμπλέβσκυ.

Κάτι τέτοια γράμματα μ' αποδείξεις η Γκρούσενκα είχε πάρει πολλά πια απ' τον «προηγούμενό» της. Τούτη η ιστορία είχε αρχίσει απ' τον καιρό που η Γκρούσενκα έγινε καλά, δηλαδή εδώ και δυο βδομάδες. Η Γκρούσενκα όμως ήξερε πως οι δυο Πολωνοί περνούσαν συχνά και ρωτάγαν για την υγεία της όταν ήταν άρρωστη. Το πρώτο γράμμα ήταν μακροσκελέστατο, γραμμένο σε μια μεγάλη κόλλα διαγωνισμού και σφραγισμένο με μια φαρδιά οικογενειακή σφραγίδα. Ήταν γραμμένο σ' ένα ύφος εξαιρετικά περίπλοκο και τόσο σκοτεινό που η Γκρούσενκα μόλις διάβασε το μισό, το πέταξε γιατί δεν κατάλαβε τίποτα. Άλλωστε δεν είχε και το νου της για γράμματα τότε. Την άλλη μέρα πήρε ένα δεύτερο γράμμα όπου ο παν Μουσιαλόβιτς ζητούσε δανεικά δυο χιλιάδες ρούβλια, με πολύ μικρή προθεσμία. Η Γκρούσενκα ούτε και σ' αυτό το γράμμα απάντησε. Από τότε ερχόταν κάθε μέρα κι από ένα γράμμα το ίδιο πομπώδες κι επίσημο μα το ποσό που ζητούσε όσο πήγαινε και μίκραινε κι έφτασε στα εκατό ρούβλια, στα εικοσπέντε, στα δέκα και τέλος η Γκρούσενκα πήρε ένα γράμμα όπου κι οι δυο Πολωνοί μαζί τής ζητούσανε δανεικά ένα ρούβλι και της στέλνανε και μιαν απόδειξη που την υπογράφανε κι οι δυο τους. Τότε η Γκρούσενκα ξαφνικά τους λυπήθηκε και κατά το βραδάκι πήγε η ίδια να τους δει. Βρήκε και τους δυο Πολωνούς σε τρομερές απενταρίες, χωρίς φαΐ, χωρίς ξύλα για τη σόμπα, χωρίς τσιγάρο. Χρωστάγανε κιόλας στη σπιτονοικοκυρά τους. Τα διακόσα ρούβλια που 'χαν κερδίσει στο Μόκρογιε απ' το Μίτια τα 'χαν ξοδέψει από καιρό πια. Ωστόσο τη δεχτήκανε μ' ακαταδεξιά, κάνανε ακόμα το σπουδαίο και μιλάγανε με στόμφο, τόσο που η Γκρούσενκα απόρησε. Ωστόσο αυτή δεν τους είπε τίποτα, γέλασε μονάχα κι έδωσε στον «προηγούμενό» της δέκα ρούβλια. Την άλλη κιόλας μέρα τα διηγήθηκε όλ' αυτά γελώντας στο Μίτια και κείνος δε ζήλεψε καθόλου. Όμως από τότε οι δυο Πολωνοί αρπάχτηκαν απ' την Γκρούσενκα. Τη βομβάρδιζαν κάθε μέρα με γράμματα ζητώντας της δανεικά και κείνη τους έστελνε από λίγα. Και να που τώρα του 'ρθε του Μίτια να ζηλέψει άγρια.

— Έκανα κιόλας τη βλακεία να περάσω κι απ' το σπίτι του, για ένα λεπτό μονάχα, καθώς πήγαινα να δω τον Μίτια, γιατί αρρώστησε κι αυτός, ο «προηγούμενος» μου δηλαδή, άρχισε να λέει πάλι η Γκρούσενκα νευρικά και γρήγορα. Γέλαγα λοιπόν και το διηγόμουνα στο Μίτια. Φαντάσου, του λέω, πως ο Πολωνός μου βάλθηκε να μου παίξει στην κιθάρα τα παλιά μας τραγούδια νομίζοντας πως θα συγκινηθώ και θα πάω μαζί του. Κι ο Μίτια τότε πετάχτηκε απ' τη θέση του κι άρχισε να βρίζει... Μια κι είναι έτσι λοιπόν θα του στείλω και γω πιροζκί! Φένια, την κοπελίτσα στείλανε πάλι; να, δώσε της τρία ρούβλια, τύλιξε και καμιά δεκαριά πιροζκί στο χαρτί και πες της να τους τα δώσει.

Και συ, Αλιόσα, το δίχως άλλο να πεις στο Μίτια πως τους έστειλα πιροζκί.

—Ποτέ δε θα του το πω, πρόφερε χαμογελώντας ο Αλιόσα.

—Εχ, θα νομίζεις σίγουρα πως ο Μίτια υποφέρει, ε; Όμως αυτός επίτηδες έκανε πως ζήλεψε· αυτουνού καρφί δεν του καίγεται, πρόφερε η Γκρούσενκα με πίκρα.

—Πώς έτσι επίτηδες; ρώτησε ο Αλιόσα.

—Είσαι ανόητος, μα την αλήθεια, Αλιόσενκα· τίποτα δεν καταλαβαίνεις απ' αυτές τις δουλειές παρ' όλη την εξυπνάδα σου. Δε με πειράζει που ζήλεψε, απεναντίας θα με πείραζε αν δε με ζήλευε. Τέτοια είμαι γω. Η ζήλεια του ποτέ δε θα με προσβάλει γιατί και γω ζηλεύω. Όμως με πειράζει που δε μ' αγαπάει καθόλου και τώρα έχανε τάχα πως ζήλεψε. Αυτό είναι. Τι δηλαδή; Στραβή είμαι τάχα και δε βλέπω; Τώρα μόλις μου 'πε για κείνη την Κάτκα: Είναι έτσι κι είναι αλλιώς, αυτή κάλεσε γιατρό απ' τη Μόσχα για χάρη μου, για να με σώσει τον φώναξε, κάλεσε και τον καλύτερο δικηγόρο, τον πιο σοφό· θα πει λοιπόν πως την αγαπάει αφού την παίνευε μπροστά μου ο ξεδιάντροπος! Αυτός είναι ένοχος μπροστά μου γι' αυτό κιόλας πιάστηκε απ' την πρώτη ευκαιρία για να με βγάλει εμένα ένοχη και να τα φορτώσει σε μένα και να μου πει: «Εσύ άρχισες πρώτη με τον Πολωνό, μπορώ λοιπόν και γω να κάνω τα ίδια με την Κάτκα». Αυτό είναι! Θέλει να ρίξει όλο το φταίξιμο πάνω μου. Επίτηδες τα 'κανε όλ' αυτά, επίτηδες σου λέω, μονάχα που εγώ...

Η Γκρούσενκα δεν αποτέλειωσε τη φράση της και δεν είπε τι θα κάνει μονάχα σκέπασε με το μαντίλι τα μάτια της κι άρχισε να κλαίει μ' αναφιλητά.

—Ο Μίτια δεν αγαπάει την Κατερίνα Ιβάνοβνα, είπε ο Αλιόσα σταθερά.

—Αν την αγαπάει, ή όχι, αυτό θα το μάθω σύντομα, είπε η Γκρούσενκα μ' έναν απειλητικό τόνο βγάζοντας το μαντίλι απ' τα μάτια της. Το πρόσωπό της είχε αλλοιωθεί. Ο Αλιόσα είδε πικραμένος πως το πρόσωπό της από σεμνό και χαρούμενο έγινε βλοσυρό και άγριο.

—Φτάνει μ' αυτές τις ανοησίες! είπε αυτή ξαφνικά και κοφτά. Για κάτι άλλο σε φώναξα. Αλιόσα, καλούλη μου, αύριο, αύριο τι θα γίνει; Αυτό είναι που με βασανίζει! Μονάχα εγώ βασανίζομαι! Το βλέπω καθαρά πως κανένας άλλος δεν το σκέφτεται αυτό, κανένας δεν ενδιαφέρεται. Το σκέφτεσαι συ τουλάχιστο; Αύριο τον δικάζουνε! Πες μου, πώς θα τον δικάσουν; Ο λακές είναι ο φονιάς, ο λακές, ο λακές! Θεέ μου! Μα μπορεί λοιπόν να τον καταδικάσουνε για κάτι που 'κανε ο λακές και να μη βρεθεί κανένας να τον υπερασπίσει; Το λακέ ούτε τον ανησύχησαν καθόλου, έτσι δεν είναι;

—Τον ανακρίνανε αυστηρά, παρατήρησε ο Αλιόσα σκεφτικός— όμως όλοι βγάλανε το συμπέρασμα πως δεν είναι αυτός. Τώρα είναι βαριά άρρωστος. Από τότε ακόμα είναι άρρωστος, από κείνη την κρίση της επιληψίας. Είναι στ' αλήθεια άρρωστος, πρόστεσε ο Αλιόσα.

—Θεέ μου, μα θα πρέπει να πας ο ίδιος σ' αυτόν το δικηγόρο και να του εξηγήσεις την κατάσταση. Τον φέρανε απ' την. Πετρούπολη, καθώς λένε, και του δίνουν τρεις χιλιάδες.

—Αυτές τις τρεις χιλιάδες τις δώσαμε κι οι τρεις: Εγώ, ο αδερφός μου Ιβάν κι η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Όσο για το γιατρό, αυτόν τον έφερε μονάχη της εκείνη απ' τη Μόσχα και του πλήρωσε δυο χιλιάδες. Ο δικηγόρος Φετιουκόβιτς θα 'παιρνε περισσότερα, όμως αυτή η υπόθεση μαθεύτηκε σ' όλη τη Ρωσία, γράφουν όλες οι εφημερίδες και τα περιοδικά, γι' αυτό κι ο Φετιουκόβιτς δέχτηκε να 'ρθει —θ' ακουστεί και τ' όνομά του, βλέπεις. Τον είδα χτες.

—Και λοιπόν; Του μίλησες; ρώτησε ανυπόμονα η Γκρούσενκα.

—Με άκουσε μα δεν είπε τίποτα. Είπε μονάχα πως έχει αποκρυσταλλωμένη γνώμη πια. Ωστόσο υποσχέθηκε να λάβει υπ' όψη του και τα λόγια μου.

—Πώς να τα λάβει υπ' όψη του; Αχ, τους λωποδύτες! Θα τον χαντακώσουνε! Μα το γιατρό, το γιατρό γιατί τον κάλεσε;

—Σαν εμπειρογνώμονα. Θέλουν να πιστοποιήσουν πως ο αδερφός μου είναι τρελός και πως σκότωσε μην έχοντας «σώας τας φρένας», χωρίς να ξέρει τι του γίνεται δηλαδή, είπε ο Αλιόσα χαμογελώντας- μονάχα που ο αδερφός μου δε θα το δεχτεί αυτό.

—Αχ, μα αυτό θα 'ταν σωστό αν τυχόν και τον σκότωνε! αναφώνησε η Γκρούσενκα. Πραγματικά, παλαβός ήταν τότε, εντελώς παλαβός και για όλα εγώ φταίω, εγώ, εγώ η καταραμένη. Μονάχα που δε σκότωσε αυτός, όχι, δε σκότωσε! Κι όλοι είναι εναντίον του και λένε πως αυτός σκότωσε, όλη η πολιτεία. Ακόμα κι η Φένια έκανε μια κατάθεση που είναι επιβαρυντική. Και στο μπακάλικο κείνος ο υπάλληλος και στην ταβέρνα που τον ακούσανε όλοι! Όλοι τους, όλοι είναι εναντίον του, όλοι!

—Ναι, οι μαρτυρίες πληθύνανε πολύ, πρόφερε σκυθρωπά ο Αλιόσα.

—Αμ ο Γρηγόρης, ο Γρηγόρης Βασίλιτς που επιμένει ακόμα πως η πόρτα ήταν ανοιχτή, σαν πεισματάρης, γάιδαρος επιμένει, πήγα και του μίλησα, όμως αυτός τίποτα. Μ' έβρισε κιόλας!

—Ναι, αυτή ίσως να 'ναι η πιο επιβαρυντική κατάθεση για τον αδερφό μου, πρόφερε ο Αλιόσα.

— Όσο για την τρέλα του, σα να μου φαίνεται πως ο Μίτια είναι και τώρα ακόμα παλαβός, άρχισε να λέει η Γκρούσενκα μ' ένα ύφος κάπως ιδιαίτερα ανήσυχο και γεμάτο μυστήριο. Ξέρεις, Αλιόσενκα, από καιρό ήθελα να σ' το πω: Πηγαίνω κάθε μέρα και τον βλέπω και, μα την αλήθεια, δεν πιστεύω στα μάτια μου. Πες μου, τι νομίζεις, τι είναι αυτά που άρχισε να λέει όλη την ώρα; Μιλάει, μιλάει —εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα. Σκέφτομαι λοιπόν πως θα 'ναι κάτι πολύ σοφό που εγώ η ανόητη δεν το καταλαβαίνω. Μονάχα που άξαφνα, να, μου μιλάει για κάποιο «κούτσικο», για κάποιο μωρό δηλαδή. «Γιατί, μου λέει, είναι φτωχό το κούτσικο; Γι' αυτό το κούτσικο θα πάω τώρα στη Σιβηρία, δε σκότωσα, όμως πρέπει να πάω στη Σιβηρία!» Τι σημαίνουν όλ' αυτά; Ποιο είν' αυτό το κούτσικο; Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα. Μονάχα που έβαλα τα κλάματα καθώς μου τα 'λεγε, γιατί τα 'λεγε τόσο όμορφα, έκλαιγε κι ο ίδιος, έβαλα λοιπόν και γω τα κλάματα και κείνος ξάφνου με φίλησε κι έκανε πάνω μου το σημείο του σταυρού. Τι θα πουν όλ' αυτά, Αλιόσα; Πες μου τι είναι αυτό το κούτσικο;

—Είναι που τώρα τελευταία, δεν ξέρω γιατί, άρχισε να τον επισκέφτεται συχνά ο Ρακίτιν, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα· όμως... αυτό δεν είναι του Ρακίτιν. Χτες δεν πήγα να τον δω, σήμερα θα πάω.

— Όχι, δεν είναι ο Ρακίτιν ο αδερφός του, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, είναι που τον αναστατώνει. Αυτός είναι που πάει και τον βλέπει... πρόφερε η Γκρούσενκα και σταμάτησε απότομα.

Ο Αλιόσα την κοίταξε ξαφνιασμένος.

—Τι θες να πεις; Ώστε πήγε και τον είδε; Ο ίδιος ο Μίτια μου 'λεγε πως ούτε μια φορά δεν τον επισκέφτηκε.

—Τα βλέπεις; Τα βλέπεις λοιπόν πόσο φλύαρη είμαι; Μου ξέφυγε! αναφώνησε η Γκρούσενκα ντροπιασμένη και κατακοκκίνισε. Στάσου, Αλιόσα, σώπα, μια και μου ξέφυγε θα σου πω όλη την αλήθεια: Πήγε και τον είδε δυο φορές, την πρώτη φορά μόλις γύρισε απ' τη Μόσχα, όταν εγώ δεν είχα πέσει ακόμα άρρωστη, και τη δεύτερη εδώ και μια βδομάδα. Όμως είπε στο Μίτια να μη σου πει τίποτα, σε κανένανε να μην το πει· πήγαινε και τον έβλεπε κρυφά.

Ο Αλιόσα καθόταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Ήταν φανερό πως η είδηση αυτή του 'κανε εντύπωση.

— Ο αδερφός μου Ιβάν δε μιλάει ποτέ μαζί μου για την υπόθεση του Μίτια, πρόφερε αργά- μα και γενικά πολύ λίγο μου μίλησε όλους αυτούς τους δυο μήνες. Όσες φορές πήγα σπίτι του φάνηκε δυσαρεστημένος, έτσι και γω έχω τρεις βδομάδες τώρα να πάω... Χμ... Αν πήγε να τον δει εδώ και μια βδομάδα, τότε... τούτη τη βδομάδα ο Μίτια φαίνεται πραγματικά αλλαγμένος.

—Αλλαγμένος, αλλαγμένος! επιβεβαίωσε βιαστικά η Γκρούσενκα. Έχουν κάποιο μυστικό, κάποιο μυστικό αυτοί οι δυο! Ο Μίτια ο ίδιος μου το 'πε πως έχουν κάποιο μυστικό που δεν αφήνει το Μίτια να ησυχάσει. Κι όμως πρώτα ήταν εύθυμος, μα και τώρα εύθυμος είναι, μονάχα σαν αρχίσει να πηγαινόρχεται πέρα δώθε στο δωμάτιο, να κουνάει το κεφάλι του και ν' ανακατεύει τα μαλλιά του στο δεξί του κρόταφο, τότε καταλαβαίνω πως τον έχει πιάσει κάποια ανησυχία... αυτό πια το ξέρω καλά! Ενώ άλλοτε ήταν εύθυμος, μα και σήμερα εύθυμος ήταν!

—Κι όμως είπες πως έχει τα νεύρα του.

—Ναι, έχει τα νεύρα του μα ταυτόχρονα είναι κι εύθυμος. Κει που τον βλέπεις φουρκισμένο, οπ, νάτος εύθυμος και πάλι. Μα σ' ένα λεπτό τον πιάνει ξανά η ανησυχία. Και —ξέρεις, Αλιόσα;— τον κοιτάω καμιά φορά κι απορώ μαζί του: Έχει ακόμα να περάσει τόσα και τόσα κι όμως βάζει τα γέλια, για το πιο ασήμαντο πράμα σα μικρό παιδί.

—Και είναι αλήθεια πως σου είπε να μη μου πεις για τον Ιβάν; Έτσι ακριβώς σου το είπε; «Μην του το πεις»;

—Έτσι ακριβώς: «Μην του το πεις». Εσένα σε φοβάται περισσότερο απ' όλους ο Μίτια. Γιατί υπάρχει κάποιο μυστικό, ο ίδιος μου το 'πε πως είναι ένα μυστικό στη μέση... Αλιόσα, καλούλη μου, πήγαινε και μάθε τι μυστικό είν' αυτό κι έλα να μου το πεις, είπε ξάφνου παρακαλεστικά η Γκρούσενκα- έλα και πες μου όλη την αλήθεια, μη με λυπηθείς,· θέλω να μάθω την καταραμένη τη μοίρα μου! Γι' αυτό σε φώναξα.

—Νομίζεις πως είναι κάτι για σένα; Όμως αν ήταν έτσι δε θα σου 'λεγε εσένα για το μυστικό.

—Δεν ξέρω. Ίσως να θέλει να μου το πει μα δεν τολμάει. Με προειδοποιεί μονάχα. Υπάρχει ένα μυστικό, σα να μου λέει, όμως ποιο ακριβώς δε θα σου πω!

—Εσύ η ίδια τι νομίζεις πως είναι;

—Τι να νομίζω; Θα με βγάλουν απ' τη μέση, να τι νομίζω. Μου ετοιμάσανε το τέλος μου αυτοί οι τρεις γιατί, βλέπεις, είναι κι η Κάτκα ανακατεμένη σ' όλ' αυτά. Όλα η Κάτκα τα κάνει. «Αυτή είναι έτσι κι είναι αλλιώς», μου είπε, θα πει λοιπόν πως εγώ δεν είμαι σαν και κείνη. Μου τα λέει από τώρα, με προειδοποιεί. Το 'χει βάλει σκοπό να με παρατήσει, αυτό είν' όλο κι όλο το μυστικό! Κι οι τρεις μαζί το σκεφτήκανε αυτό —ο Μίτκα, η Κάτκα κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Αλιόσα, από καιρό τώρα ήθελα να σε ρωτήσω: Εδώ και μια βδομάδα μου είπε εντελώς απρόσμενα πως ο Ιβάν είναι ερωτευμένος με την Κάτκα επειδή πηγαίνει και τη βλέπει συχνά. Αλήθεια μου είπε ή όχι; Πες μου χωρίς περιστροφές. Σφάξε με.

—Δε θα σου πω ψέματα. Ο Ιβάν δεν είναι ερωτευμένος με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Έτσι νομίζω.

—Αυτό σκέφτηκα και γω μόλις μου το 'πε! Ψέματα μου λέει ο αδιάντροπος! Κι έκανε πως ζήλεψε για να ρίξει ύστερα το φταίξιμο απάνω μου. Όμως είναι βλάκας, δεν ξέρει να κρυφτεί, είναι πάντα του τόσο ειλικρινής... Όμως θα του δείξω γω, θα του δείξω! «Εσύ, μου λέει, πιστεύεις πως εγώ σκότωσα τον πατέρα». Εμένα μου το λέει αυτό, εμένα! Ας είναι! Όμως θα δεις πως θα σ' την κανονίσω γω τούτη την Κάτκα στη δίκη!

Θα πω κει δυο λογάκια... θα τα πω όλα!

Κι άρχισε να κλαίει και πάλι πικρά.

— Όμως να τι μπορώ να σου πω θετικά, Γκρούσενκα, είπε ο Αλιόσα και σηκώθηκε: Πρώτον πως σ' αγαπάει, σ' αγαπάει περισσότερο απ' το καθετί στον κόσμο, μονάχα εσένα αγαπάει· σ' αυτό πρέπει να με πιστέψεις. Αυτό το ξέρω. Ναι, το ξέρω καλά. Δεύτερο θα πρέπει να σου πω πως δε θα προσπαθήσω να του αποσπάσω το μυστικό κι αν τυχόν μου το πει σήμερα μόνος του, θα τον προειδοποιήσω πως σου υποσχέθηκα να σ' το πω και σένα. Και τότε θα ξανάρθω σήμερα και θα σ' τα πω όλα. Μονάχα που... νομίζω... πως δεν είναι καθόλου ανακατεμένη η Κατερίνα Ιβάνοβνα και το μυστικό είναι για κάτι άλλο. Έτσι είναι σίγουρα. Έπειτα δε μοιάζει να 'ναι για την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Γεια σου λοιπόν. Θα σε ξαναδώ.

Ο Αλιόσα τής έσφιξε το χέρι. Η Γκρούσενκα έκλαιγε ακόμα. Εκείνος έβλεπε πως πολύ λίγο πίστεψε στα καθησυχαστικά του λόγια μα της έκανε καλό που είπε τουλάχιστο σε κάποιον τον καημό της. Τη λυπότανε και δε θα 'θελε να την αφήσει σε τέτοια κατάσταση, όμως ήταν βιαστικός. Είχε πολλές δουλειές ακόμα.


11. Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΙΒΑΝ ΦΙΟΝΤΟΡΟΒΙΤΣ: Ι. Στης Γκρούσενκας 11. THE DEVIL Iván FIONDOROVIC: I. Of Grussenka

Ο ΑΛΙΟΣΑ τράβηξε κατά την πλατεία της Μητρόπολης στο σπίτι της Μορόζοβα για να δει τη Γκρούσενκα. Αυτή, απ' το πρωί κιόλας, του 'χε στείλει τη Φένια και τον παρακαλούσε επίμονα να περάσει απ' το σπίτι της. Ο Αλιόσα έμαθε απ' τη Φένια πως η κυρά της είναι πολύ ταραγμένη κι η παράξενη αυτή ταραχή της την έχει πιάσει από χτες. Τους δυο αυτούς μήνες, μετά τη σύλληψη του Μίτια, ο Αλιόσα είχε επισκεφτεί πολλές φορές τη Γκρούσενκα —συχνά τον έστελνε κι ο ίδιος ο Μίτια. Κάπου τρεις μέρες μετά τη σύλληψη του Μίτια η Γκρούσενκα αρρώστησε βαριά και η αρρώστια της κράτησε πέντε βδομάδες. Τη μια βδομάδα μάλιστα έμεινε στο κρεβάτι αναίσθητη. Το πρόσωπό της αδυνάτισε και κιτρίνισε, όμως εδώ και λίγο καιρό ήταν καλά πια, έτσι που μπορούσε να βγαίνει έξω. Παρ' όλ' αυτά του Αλιόσα του φαινόταν πως το πρόσωπό της έγινε ακόμα πιο ελκυστικό και του άρεσε κάθε φορά που έμπαινε στο σπίτι της να συναντάει το βλέμμα της. Τούτο το βλέμμα είχε γίνει τώρα σταθερό και σοβαρό. Έβλεπε κανείς πως είχε γίνει μέσα της κάποια ψυχική μεταβολή. Είχε τώρα μιαν ήρεμη, ταπεινή μα ωστόσο ακλόνητη αποφασιστικότητα. Ανάμεσα στα φρύδια, στο μέτωπο, είχε σχηματιστεί μια κάθετη ρυτίδα που έδινε ένα συγκεντρωμένο και σχεδόν αυστηρό από πρώτη ματιά ύφος στο ωραίο της πρόσωπο. Απ' την παλιά της επιπολαιότητα δεν έμενε ούτε ίχνος. Ο Αλιόσα παραξενευόταν ακόμα και. με το γεγονός ότι παρ' όλη τη μεγάλη δυστυχία που 'χε βρει την καημένη τη γυναίκα —να συλλάβουν τον αρραβωνιαστικό της κατηγορώντας τον για ένα τόσο τρομερό έγκλημα τη στιγμή σχεδόν του αρραβώνα— παρ' όλη την αρρώστια που πέρασε και παρ' όλο που ήταν σχεδόν βέβαιο πως η απόφαση του δικαστηρίου θα 'ταν καταδικαστική, η Γκρούσενκα δεν είχε χάσει με όλ' αυτά τη νεανική της ευθυμία. Στα μάτια της, τα περήφανα άλλοτε, έλαμπε τώρα κάποια πραότητα αν και... αν και ήταν στιγμές που κάποια δυσοίωνη λάμψη άστραφτε μέσα τους. Αυτό γινόταν όταν ξαναθυμόταν μια παλιά της έγνοια που όχι μονάχα δεν την είχε ξεχάσει μα απεναντίας την τυραννούσε τώρα περισσότερο. Λέω για την Κατερίνα Ιβάνοβνα που η Γκρούσενκα, όταν κοιτόταν άρρωστη βαριά, την ανέφερε ακόμα και στα παραμιλητά της. Ο Αλιόσα καταλάβαινε πως τη ζηλεύει τρομερά εξαιτίας του Μίτια, του φυλακισμένου Μίτια, αν και η Κατερίνα Ιβάνοβνα ούτε μια φορά δεν τον επισκέφτηκε στη φυλακή —παρ' όλο που μπορούσε να το κάνει όποτε ήθελε. Αυτό όμως έφερνε τον Αλιόσα σε δύσκολη θέση γιατί η Γκρούσενκα μονάχα σ' αυτόν άνοιγε την καρδιά της και του ζητούσε συμβουλές, ενώ αυτός ήταν φορές που δεν έβρισκε τίποτα να της πει.

Μπήκε πολύ σκεφτικός στο σπίτι της. Αυτή ήταν κιόλας εκεί. Εδώ και μισή ώρα είχε γυρίσει απ' τη φυλακή. Μόλις τον είδε σηκώθηκε αμέσως απ' την πολυθρόνα της κι ο Αλιόσα, απ' αυτή και μόνο την κίνησή της, κατάλαβε πως τον περίμενε ανυπόμονα. Στο τραπέζι ήταν απλωμένα τα χαρτιά έτοιμα για το παιχνίδι «τρελός». Στο δερμάτινο ντιβάνι, που ήταν στρωμένο για κρεβάτι, απ' την άλλη μεριά του τραπεζιού, βρισκόταν μισοξαπλωμένος ο Μαξίμοβ. Φόραγε μια ρόμπα κι ένα μπαμπακερό σκούφο. Αν και χαμογελούσε γλυκά, φαινόταν άρρωστος κι αδυνατισμένος. Αυτός ο γεροντάκος που 'χε μείνει στους πέντε δρόμους, ζούσε στο σπίτι της Γκρούσενκας απ' την ημέρα που γύρισε μαζί της απ' το Μόκρογιε δυο μήνες πριν, ύστερ' από 'να ταξίδι μες στη βροχή, μέσα από λασπωμένους δρόμους. Κείνη τη μέρα, έτσι καθώς ήταν βρεγμένος και φοβισμένος, κούρνιασε στο ντιβάνι και την κοίταζε σιωπηλός χαμογελώντας δειλά και παρακαλεστικά. Η Γκρούσενκα τον ξέχασε ολότελα σχεδόν την πρώτη μισή ώρα—είχε τον καημό της και τον πυρετό που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται—μα ξαφνικά τον κοίταξε επίμονα: Αυτός χαμογέλασε αξιολύπητος και σάμπως χαμένος. Τότε κείνη φώναξε τη Φένια και της είπε να του φέρει φαΐ. Όλη κείνη την ημέρα έμεινε καθισμένος στη θέση του, σχεδόν ακίνητος. Όταν σκοτείνιασε και κλείσανε τα παντζούρια, η Φένια ρώτησε την κυρά της:

— Τι θα γίνει λοιπόν κυρία; Εδώ θα κοιμηθεί;

— Ναι, στρώσε του στο ντιβάνι, απάντησε η Γκρούσενκα.

Η Γκρούσενκα τον ρώτησε λεπτομερέστερα κι έμαθε πως δεν είχε πουθενά να πάει και πως «ο κύριος Καλγκάνοβ, ο ευεργέτης μου, μου το 'πε ορθά-κοφτά πως δε θα με δεχτεί πια σπίτι του και μου χάρισε πέντε ρούβλια». «Ε, μείνε λοιπόν, μια κι είναι έτσι», του 'πε η Γκρούσενκα και του χαμογέλασε με συμπόνια. Ο γεροντάκος ανασκίρτησε απ' το χαμόγελό της κι οι άκρες των χειλιών του άρχισαν να τρέμουν από αναφιλητά ευγνωμοσύνης. Από τότε έμεινε στο σπίτι της σα φιλοξενούμενος. Ακόμα και τον καιρό που εκείνη ήταν άρρωστη, αυτός δεν έφυγε απ' το σπίτι. Η Φένια κι η γιαγιά της, η μαγείρισσα της Γκρούσενκας, δεν τον διώξανε κι εξακολουθούσαν να τον ταΐζουν και να του στρώνουν στο ντιβάνι. Τέλος η Γκρούσενκα τον συνήθισε κι όταν γύριζε απ' τις επισκέψεις της στο Μίτια (μόλις έγινε καλά αμέσως άρχισε να πηγαίνει να τον βλέπει, προτού μάλιστα γίνει ολότελα καλά) καθότανε και μίλαγε με το «Μαξίμουσκα» για ένα σωρό ασήμαντα πράγματα μόνο και μόνο για να ξεχνάει λίγο τον καημό της. Ο γεροντάκος ήξερε να διηγιέται πολλά και διάφορα, τόσο που τελικά της έγινε σχεδόν απαραίτητος. Εκτός απ' τον Αλιόσα, που κι αυτός δεν ερχόταν κάθε μέρα κι οι επισκέψεις του ήταν πάντα σύντομες, η Γκρούσενκα δε δεχόταν κανένα σχεδόν. Ο γέρος της, ο έμπορας, κοιτόταν κείνο τον καιρό βαριά άρρωστος μας «άφηνε χρόνους» όπως λέγανε στην πολιτεία. Πραγματικά, ύστερ' από μια βδομάδα μετά τη δίκη του Μίτια, πέθανε. Τρεις βδομάδες πριν, νιώθοντας το γρήγορο τέλος του, φώναξε τους γιους του στο απάνω πάτωμα μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους και τους πρόσταξε να μη φύγουν πια από κοντά του. Έδωσε ακόμα διαταγή στους υπηρέτες του να μην αφήσουν τη Γκρούσενκα να μπει κι αν έρθει να της πούνε:

«Σας εύχεται κάθε χαρά και να ζήσετε χρόνια πολλά, όμως αυτόν να τον ξεχάσετε ολότελα».

Ωστόσο η Γκρούσενκα έστελνε κάθε μέρα και ρώταγε πώς πάει η υγεία του.

— Ήρθες επιτέλους! φώναξε αυτή παρατώντας τα χαρτιά και χαιρετώντας χαρούμενα τον Αλιόσα. Κι ο Μαξίμουσκα όλο με τρόμαζε και μου 'λεγε πως μπορεί και να μην ερχόσουνα καθόλου. Αχ! πόσο σ' έχω ανάγκη! Κάτσε δω δίπλα στο τραπέζι. Θέλεις καφέ;

—Δε λέω όχι, είπε ο Αλιόσα καθώς καθότανε. Είμαι πολύ πεινασμένος.

—Ωραία. Φένια, Φένια, φέρε καφέ! φώναξε η Γκρούσενκα. Από ώρα τον έχω και βράζει, εσένα περίμενα. Φέρε και μερικά πιροζκί και κοίτα να 'ναι ζεστά. Άκου, Αλιόσα, τι έπαθα σήμερα μ' αυτά τα πιροζκί. Του πήγα μερικά στη φυλακή κι αυτός —το πιστεύεις;— μου τα πέταξε, ούτε ένα δεν έφαγε. Ένα μάλιστα το 'ριξε χάμω και το ποδοπάτησε κιόλας. Τότε και γω του είπα: «Θα τ' αφήσω στο δεσμοφύλακα. Αν ως το βράδυ δεν τα φας θα πει πως σε τρέφει η κακία σου!» Το 'πα αυτό κι έφυγα. Ξαναμαλώσαμε. Το πιστεύεις; Κάθε που πάω και τον βλέπω, δε γίνεται να μη μαλώσουμε.

Η Γκρούσενκα τα 'πε όλ' αυτά μονομιάς, με μεγάλη ταραχή. Ο Μαξίμοβ κατατρόμαξε, χαμογελούσε και κοίταζε σα χαμένος.

—Αυτή τη φορά γιατί μαλώσατε; ρώτησε ο Αλιόσα.

—Καθόλου δεν το περίμενα! Άρχισε να ζηλεύει τον «προηγούμενο». Φαντάσου! «Γιατί τον συντηρείς; μου λέει. Βάλθηκες να τον ταΐζεις όπως έμαθα». Όλο ζηλεύει, όλο και με ζηλεύει! Και στον ύπνο του ακόμα και στο φαΐ του με ζηλεύει. Την περασμένη βδομάδα μου 'κανε σκηνή και για τον Κουζμά ακόμα.

—Μα το 'ξερε και πρώτα πως υπήρχε ο «προηγούμενος». Έτσι δεν είναι;

— Έλα ντε. Απ' την αρχή το 'ξερε κι όμως σήμερα του κατέβηκε να με βρίσει. Ντρέπομαι κιόλας να σου ξαναπώ αυτά που μου 'ψαλε. Το βλάκα! Όταν έβγαινα, είδα τον Ρακίτκα που πήγαινε να τον δει. Ίσως αυτός να 'ναι που του βάζει σπιουνιές. Τι λες και συ; πρόστεσε σαν αφηρημένη.

—Σ' αγαπάει, αυτό είναι. Σ' αγαπάει πάρα πολύ. Και τώρα έχει και τα νεύρα του...

—Αυτό έλειπε δα, να μην τα 'χει κιόλας. Αύριο τον δικάζουνε. Γι' αυτό πήγα ίσα-ίσα, ήθελα να του μιλήσω γιατί, Αλιόσα, τρομάζω και να το σκέφτομαι μονάχα αυτό που θα γίνει αύριο! Λες πως είναι νευριασμένος- μα εγώ δεν είμαι τάχα; Και δε βρήκε τίποτ' άλλο να πει, μονάχα για τον Πολωνό μού μίλησε. Τι βλάκας! Ευτυχώς δε ζηλεύει και το Μαξίμουσκα.

— Κι η γυναίκα μου πολύ με ζήλευε, είπε το λογάκι του ο Μαξίμοβ.

— Ε, εσένα δα, γέλασε ανόρεχτα η Γκρούσενκα· για ποιον σε ζήλευε;

—Για τις υπηρέτριες.

—Σώπα, Μαξίμουσκα, δεν είναι καιρός γι' αστεία τώρα. Μη με φουρκίζεις. Μην τα γλυκοκοιτάς έτσι τα πιροζκί, δεν πρόκειται να σου δώσω, σε βλάφτουνε. Ούτε και λικέρ θα σου δώσω. Έχεις κι αυτόν ακόμα που πρέπει να τον νταντεύεις. Λες κι άνοιξα φιλανθρωπικό ίδρυμα, μα την αλήθεια, είπε γελώντας.

—Εγώ δεν αξίζω τις ευεργεσίες σας, είμαι ένας τιποτένιος, πρόφερε κλαψιάρικα ο Μαξίμοβ. Καλύτερα να ευεργετούσατε κείνους που 'ναι πιο χρήσιμοι από μένα.

— Εχ, ο καθένας είναι χρήσιμος, Μαξίμουσκα. Πώς να ξεχωρίσεις ποιος είναι ο πιο χρήσιμος; Κάλλιο να μην υπήρχε καθόλου κι αυτός ο Πολωνός, Αλιόσα. Σήμερα ίσα- ίσα του 'ρθε ν' αρρωστήσει. Πήγα και τον είδα. Τώρα επίτηδες θα του στείλω και πιροζκί. Δεν του 'χα στείλει, μα ο Μίτια με κατηγόρησε πως του στέλνω, τώρα και γω θα του στείλω επίτηδες, έτσι για γινάτι! Αχ, να κι η Φένια μ' ένα γράμμα. Νάτα μας! Πάλι απ' τους Πολωνούς. Σίγουρα λεφτά ζητάνε πάλι!

Πραγματικά ήταν ένα γράμμα απ' τον παν Μουσιαλόβιτς, ένα φλύαρο γράμμα γεμάτο ρητορείες —έτσι συνήθιζε πάντα να γράφει— όπου ζητούσε τρία ρούβλια δανεικά! Μέσα στο φάκελο υπήρχε και μια απόδειξη με την υποχρέωση να εξοφλήσει το χρέος μέσα σε τρεις μήνες. Την απόδειξη την προσυπόγραφε κι ο παν Βρουμπλέβσκυ.

Κάτι τέτοια γράμματα μ' αποδείξεις η Γκρούσενκα είχε πάρει πολλά πια απ' τον «προηγούμενό» της. Τούτη η ιστορία είχε αρχίσει απ' τον καιρό που η Γκρούσενκα έγινε καλά, δηλαδή εδώ και δυο βδομάδες. Η Γκρούσενκα όμως ήξερε πως οι δυο Πολωνοί περνούσαν συχνά και ρωτάγαν για την υγεία της όταν ήταν άρρωστη. Το πρώτο γράμμα ήταν μακροσκελέστατο, γραμμένο σε μια μεγάλη κόλλα διαγωνισμού και σφραγισμένο με μια φαρδιά οικογενειακή σφραγίδα. Ήταν γραμμένο σ' ένα ύφος εξαιρετικά περίπλοκο και τόσο σκοτεινό που η Γκρούσενκα μόλις διάβασε το μισό, το πέταξε γιατί δεν κατάλαβε τίποτα. Άλλωστε δεν είχε και το νου της για γράμματα τότε. Την άλλη μέρα πήρε ένα δεύτερο γράμμα όπου ο παν Μουσιαλόβιτς ζητούσε δανεικά δυο χιλιάδες ρούβλια, με πολύ μικρή προθεσμία. Η Γκρούσενκα ούτε και σ' αυτό το γράμμα απάντησε. Από τότε ερχόταν κάθε μέρα κι από ένα γράμμα το ίδιο πομπώδες κι επίσημο μα το ποσό που ζητούσε όσο πήγαινε και μίκραινε κι έφτασε στα εκατό ρούβλια, στα εικοσπέντε, στα δέκα και τέλος η Γκρούσενκα πήρε ένα γράμμα όπου κι οι δυο Πολωνοί μαζί τής ζητούσανε δανεικά ένα ρούβλι και της στέλνανε και μιαν απόδειξη που την υπογράφανε κι οι δυο τους. Τότε η Γκρούσενκα ξαφνικά τους λυπήθηκε και κατά το βραδάκι πήγε η ίδια να τους δει. Βρήκε και τους δυο Πολωνούς σε τρομερές απενταρίες, χωρίς φαΐ, χωρίς ξύλα για τη σόμπα, χωρίς τσιγάρο. Χρωστάγανε κιόλας στη σπιτονοικοκυρά τους. Τα διακόσα ρούβλια που 'χαν κερδίσει στο Μόκρογιε απ' το Μίτια τα 'χαν ξοδέψει από καιρό πια. Ωστόσο τη δεχτήκανε μ' ακαταδεξιά, κάνανε ακόμα το σπουδαίο και μιλάγανε με στόμφο, τόσο που η Γκρούσενκα απόρησε. Ωστόσο αυτή δεν τους είπε τίποτα, γέλασε μονάχα κι έδωσε στον «προηγούμενό» της δέκα ρούβλια. Την άλλη κιόλας μέρα τα διηγήθηκε όλ' αυτά γελώντας στο Μίτια και κείνος δε ζήλεψε καθόλου. Όμως από τότε οι δυο Πολωνοί αρπάχτηκαν απ' την Γκρούσενκα. Τη βομβάρδιζαν κάθε μέρα με γράμματα ζητώντας της δανεικά και κείνη τους έστελνε από λίγα. Και να που τώρα του 'ρθε του Μίτια να ζηλέψει άγρια.

— Έκανα κιόλας τη βλακεία να περάσω κι απ' το σπίτι του, για ένα λεπτό μονάχα, καθώς πήγαινα να δω τον Μίτια, γιατί αρρώστησε κι αυτός, ο «προηγούμενος» μου δηλαδή, άρχισε να λέει πάλι η Γκρούσενκα νευρικά και γρήγορα. Γέλαγα λοιπόν και το διηγόμουνα στο Μίτια. Φαντάσου, του λέω, πως ο Πολωνός μου βάλθηκε να μου παίξει στην κιθάρα τα παλιά μας τραγούδια νομίζοντας πως θα συγκινηθώ και θα πάω μαζί του. Κι ο Μίτια τότε πετάχτηκε απ' τη θέση του κι άρχισε να βρίζει... Μια κι είναι έτσι λοιπόν θα του στείλω και γω πιροζκί! Φένια, την κοπελίτσα στείλανε πάλι; να, δώσε της τρία ρούβλια, τύλιξε και καμιά δεκαριά πιροζκί στο χαρτί και πες της να τους τα δώσει.

Και συ, Αλιόσα, το δίχως άλλο να πεις στο Μίτια πως τους έστειλα πιροζκί.

—Ποτέ δε θα του το πω, πρόφερε χαμογελώντας ο Αλιόσα.

—Εχ, θα νομίζεις σίγουρα πως ο Μίτια υποφέρει, ε; Όμως αυτός επίτηδες έκανε πως ζήλεψε· αυτουνού καρφί δεν του καίγεται, πρόφερε η Γκρούσενκα με πίκρα.

—Πώς έτσι επίτηδες; ρώτησε ο Αλιόσα.

—Είσαι ανόητος, μα την αλήθεια, Αλιόσενκα· τίποτα δεν καταλαβαίνεις απ' αυτές τις δουλειές παρ' όλη την εξυπνάδα σου. Δε με πειράζει που ζήλεψε, απεναντίας θα με πείραζε αν δε με ζήλευε. Τέτοια είμαι γω. Η ζήλεια του ποτέ δε θα με προσβάλει γιατί και γω ζηλεύω. Όμως με πειράζει που δε μ' αγαπάει καθόλου και τώρα έχανε τάχα πως ζήλεψε. Αυτό είναι. Τι δηλαδή; Στραβή είμαι τάχα και δε βλέπω; Τώρα μόλις μου 'πε για κείνη την Κάτκα: Είναι έτσι κι είναι αλλιώς, αυτή κάλεσε γιατρό απ' τη Μόσχα για χάρη μου, για να με σώσει τον φώναξε, κάλεσε και τον καλύτερο δικηγόρο, τον πιο σοφό· θα πει λοιπόν πως την αγαπάει αφού την παίνευε μπροστά μου ο ξεδιάντροπος! Αυτός είναι ένοχος μπροστά μου γι' αυτό κιόλας πιάστηκε απ' την πρώτη ευκαιρία για να με βγάλει εμένα ένοχη και να τα φορτώσει σε μένα και να μου πει: «Εσύ άρχισες πρώτη με τον Πολωνό, μπορώ λοιπόν και γω να κάνω τα ίδια με την Κάτκα». Αυτό είναι! Θέλει να ρίξει όλο το φταίξιμο πάνω μου. Επίτηδες τα 'κανε όλ' αυτά, επίτηδες σου λέω, μονάχα που εγώ...

Η Γκρούσενκα δεν αποτέλειωσε τη φράση της και δεν είπε τι θα κάνει μονάχα σκέπασε με το μαντίλι τα μάτια της κι άρχισε να κλαίει μ' αναφιλητά.

—Ο Μίτια δεν αγαπάει την Κατερίνα Ιβάνοβνα, είπε ο Αλιόσα σταθερά.

—Αν την αγαπάει, ή όχι, αυτό θα το μάθω σύντομα, είπε η Γκρούσενκα μ' έναν απειλητικό τόνο βγάζοντας το μαντίλι απ' τα μάτια της. Το πρόσωπό της είχε αλλοιωθεί. Ο Αλιόσα είδε πικραμένος πως το πρόσωπό της από σεμνό και χαρούμενο έγινε βλοσυρό και άγριο.

—Φτάνει μ' αυτές τις ανοησίες! είπε αυτή ξαφνικά και κοφτά. Για κάτι άλλο σε φώναξα. Αλιόσα, καλούλη μου, αύριο, αύριο τι θα γίνει; Αυτό είναι που με βασανίζει! Μονάχα εγώ βασανίζομαι! Το βλέπω καθαρά πως κανένας άλλος δεν το σκέφτεται αυτό, κανένας δεν ενδιαφέρεται. Το σκέφτεσαι συ τουλάχιστο; Αύριο τον δικάζουνε! Πες μου, πώς θα τον δικάσουν; Ο λακές είναι ο φονιάς, ο λακές, ο λακές! Θεέ μου! Μα μπορεί λοιπόν να τον καταδικάσουνε για κάτι που 'κανε ο λακές και να μη βρεθεί κανένας να τον υπερασπίσει; Το λακέ ούτε τον ανησύχησαν καθόλου, έτσι δεν είναι;

—Τον ανακρίνανε αυστηρά, παρατήρησε ο Αλιόσα σκεφτικός— όμως όλοι βγάλανε το συμπέρασμα πως δεν είναι αυτός. Τώρα είναι βαριά άρρωστος. Από τότε ακόμα είναι άρρωστος, από κείνη την κρίση της επιληψίας. Είναι στ' αλήθεια άρρωστος, πρόστεσε ο Αλιόσα.

—Θεέ μου, μα θα πρέπει να πας ο ίδιος σ' αυτόν το δικηγόρο και να του εξηγήσεις την κατάσταση. Τον φέρανε απ' την. Πετρούπολη, καθώς λένε, και του δίνουν τρεις χιλιάδες.

—Αυτές τις τρεις χιλιάδες τις δώσαμε κι οι τρεις: Εγώ, ο αδερφός μου Ιβάν κι η Κατερίνα Ιβάνοβνα. Όσο για το γιατρό, αυτόν τον έφερε μονάχη της εκείνη απ' τη Μόσχα και του πλήρωσε δυο χιλιάδες. Ο δικηγόρος Φετιουκόβιτς θα 'παιρνε περισσότερα, όμως αυτή η υπόθεση μαθεύτηκε σ' όλη τη Ρωσία, γράφουν όλες οι εφημερίδες και τα περιοδικά, γι' αυτό κι ο Φετιουκόβιτς δέχτηκε να 'ρθει —θ' ακουστεί και τ' όνομά του, βλέπεις. Τον είδα χτες.

—Και λοιπόν; Του μίλησες; ρώτησε ανυπόμονα η Γκρούσενκα.

—Με άκουσε μα δεν είπε τίποτα. Είπε μονάχα πως έχει αποκρυσταλλωμένη γνώμη πια. Ωστόσο υποσχέθηκε να λάβει υπ' όψη του και τα λόγια μου.

—Πώς να τα λάβει υπ' όψη του; Αχ, τους λωποδύτες! Θα τον χαντακώσουνε! Μα το γιατρό, το γιατρό γιατί τον κάλεσε;

—Σαν εμπειρογνώμονα. Θέλουν να πιστοποιήσουν πως ο αδερφός μου είναι τρελός και πως σκότωσε μην έχοντας «σώας τας φρένας», χωρίς να ξέρει τι του γίνεται δηλαδή, είπε ο Αλιόσα χαμογελώντας- μονάχα που ο αδερφός μου δε θα το δεχτεί αυτό.

—Αχ, μα αυτό θα 'ταν σωστό αν τυχόν και τον σκότωνε! αναφώνησε η Γκρούσενκα. Πραγματικά, παλαβός ήταν τότε, εντελώς παλαβός και για όλα εγώ φταίω, εγώ, εγώ η καταραμένη. Μονάχα που δε σκότωσε αυτός, όχι, δε σκότωσε! Κι όλοι είναι εναντίον του και λένε πως αυτός σκότωσε, όλη η πολιτεία. Ακόμα κι η Φένια έκανε μια κατάθεση που είναι επιβαρυντική. Και στο μπακάλικο κείνος ο υπάλληλος και στην ταβέρνα που τον ακούσανε όλοι! Όλοι τους, όλοι είναι εναντίον του, όλοι!

—Ναι, οι μαρτυρίες πληθύνανε πολύ, πρόφερε σκυθρωπά ο Αλιόσα.

—Αμ ο Γρηγόρης, ο Γρηγόρης Βασίλιτς που επιμένει ακόμα πως η πόρτα ήταν ανοιχτή, σαν πεισματάρης, γάιδαρος επιμένει, πήγα και του μίλησα, όμως αυτός τίποτα. Μ' έβρισε κιόλας!

—Ναι, αυτή ίσως να 'ναι η πιο επιβαρυντική κατάθεση για τον αδερφό μου, πρόφερε ο Αλιόσα.

— Όσο για την τρέλα του, σα να μου φαίνεται πως ο Μίτια είναι και τώρα ακόμα παλαβός, άρχισε να λέει η Γκρούσενκα μ' ένα ύφος κάπως ιδιαίτερα ανήσυχο και γεμάτο μυστήριο. Ξέρεις, Αλιόσενκα, από καιρό ήθελα να σ' το πω: Πηγαίνω κάθε μέρα και τον βλέπω και, μα την αλήθεια, δεν πιστεύω στα μάτια μου. Πες μου, τι νομίζεις, τι είναι αυτά που άρχισε να λέει όλη την ώρα; Μιλάει, μιλάει —εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα. Σκέφτομαι λοιπόν πως θα 'ναι κάτι πολύ σοφό που εγώ η ανόητη δεν το καταλαβαίνω. Μονάχα που άξαφνα, να, μου μιλάει για κάποιο «κούτσικο», για κάποιο μωρό δηλαδή. «Γιατί, μου λέει, είναι φτωχό το κούτσικο; Γι' αυτό το κούτσικο θα πάω τώρα στη Σιβηρία, δε σκότωσα, όμως πρέπει να πάω στη Σιβηρία!» Τι σημαίνουν όλ' αυτά; Ποιο είν' αυτό το κούτσικο; Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα. Μονάχα που έβαλα τα κλάματα καθώς μου τα 'λεγε, γιατί τα 'λεγε τόσο όμορφα, έκλαιγε κι ο ίδιος, έβαλα λοιπόν και γω τα κλάματα και κείνος ξάφνου με φίλησε κι έκανε πάνω μου το σημείο του σταυρού. Τι θα πουν όλ' αυτά, Αλιόσα; Πες μου τι είναι αυτό το κούτσικο;

—Είναι που τώρα τελευταία, δεν ξέρω γιατί, άρχισε να τον επισκέφτεται συχνά ο Ρακίτιν, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα· όμως... αυτό δεν είναι του Ρακίτιν. Χτες δεν πήγα να τον δω, σήμερα θα πάω.

— Όχι, δεν είναι ο Ρακίτιν ο αδερφός του, ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, είναι που τον αναστατώνει. Αυτός είναι που πάει και τον βλέπει... πρόφερε η Γκρούσενκα και σταμάτησε απότομα.

Ο Αλιόσα την κοίταξε ξαφνιασμένος.

—Τι θες να πεις; Ώστε πήγε και τον είδε; Ο ίδιος ο Μίτια μου 'λεγε πως ούτε μια φορά δεν τον επισκέφτηκε.

—Τα βλέπεις; Τα βλέπεις λοιπόν πόσο φλύαρη είμαι; Μου ξέφυγε! αναφώνησε η Γκρούσενκα ντροπιασμένη και κατακοκκίνισε. Στάσου, Αλιόσα, σώπα, μια και μου ξέφυγε θα σου πω όλη την αλήθεια: Πήγε και τον είδε δυο φορές, την πρώτη φορά μόλις γύρισε απ' τη Μόσχα, όταν εγώ δεν είχα πέσει ακόμα άρρωστη, και τη δεύτερη εδώ και μια βδομάδα. Όμως είπε στο Μίτια να μη σου πει τίποτα, σε κανένανε να μην το πει· πήγαινε και τον έβλεπε κρυφά.

Ο Αλιόσα καθόταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Ήταν φανερό πως η είδηση αυτή του 'κανε εντύπωση.

— Ο αδερφός μου Ιβάν δε μιλάει ποτέ μαζί μου για την υπόθεση του Μίτια, πρόφερε αργά- μα και γενικά πολύ λίγο μου μίλησε όλους αυτούς τους δυο μήνες. Όσες φορές πήγα σπίτι του φάνηκε δυσαρεστημένος, έτσι και γω έχω τρεις βδομάδες τώρα να πάω... Χμ... Αν πήγε να τον δει εδώ και μια βδομάδα, τότε... τούτη τη βδομάδα ο Μίτια φαίνεται πραγματικά αλλαγμένος.

—Αλλαγμένος, αλλαγμένος! επιβεβαίωσε βιαστικά η Γκρούσενκα. Έχουν κάποιο μυστικό, κάποιο μυστικό αυτοί οι δυο! Ο Μίτια ο ίδιος μου το 'πε πως έχουν κάποιο μυστικό που δεν αφήνει το Μίτια να ησυχάσει. Κι όμως πρώτα ήταν εύθυμος, μα και τώρα εύθυμος είναι, μονάχα σαν αρχίσει να πηγαινόρχεται πέρα δώθε στο δωμάτιο, να κουνάει το κεφάλι του και ν' ανακατεύει τα μαλλιά του στο δεξί του κρόταφο, τότε καταλαβαίνω πως τον έχει πιάσει κάποια ανησυχία... αυτό πια το ξέρω καλά! Ενώ άλλοτε ήταν εύθυμος, μα και σήμερα εύθυμος ήταν!

—Κι όμως είπες πως έχει τα νεύρα του.

—Ναι, έχει τα νεύρα του μα ταυτόχρονα είναι κι εύθυμος. Κει που τον βλέπεις φουρκισμένο, οπ, νάτος εύθυμος και πάλι. Μα σ' ένα λεπτό τον πιάνει ξανά η ανησυχία. Και —ξέρεις, Αλιόσα;— τον κοιτάω καμιά φορά κι απορώ μαζί του: Έχει ακόμα να περάσει τόσα και τόσα κι όμως βάζει τα γέλια, για το πιο ασήμαντο πράμα σα μικρό παιδί.

—Και είναι αλήθεια πως σου είπε να μη μου πεις για τον Ιβάν; Έτσι ακριβώς σου το είπε; «Μην του το πεις»;

—Έτσι ακριβώς: «Μην του το πεις». Εσένα σε φοβάται περισσότερο απ' όλους ο Μίτια. Γιατί υπάρχει κάποιο μυστικό, ο ίδιος μου το 'πε πως είναι ένα μυστικό στη μέση... Αλιόσα, καλούλη μου, πήγαινε και μάθε τι μυστικό είν' αυτό κι έλα να μου το πεις, είπε ξάφνου παρακαλεστικά η Γκρούσενκα- έλα και πες μου όλη την αλήθεια, μη με λυπηθείς,· θέλω να μάθω την καταραμένη τη μοίρα μου! Γι' αυτό σε φώναξα.

—Νομίζεις πως είναι κάτι για σένα; Όμως αν ήταν έτσι δε θα σου 'λεγε εσένα για το μυστικό.

—Δεν ξέρω. Ίσως να θέλει να μου το πει μα δεν τολμάει. Με προειδοποιεί μονάχα. Υπάρχει ένα μυστικό, σα να μου λέει, όμως ποιο ακριβώς δε θα σου πω!

—Εσύ η ίδια τι νομίζεις πως είναι;

—Τι να νομίζω; Θα με βγάλουν απ' τη μέση, να τι νομίζω. Μου ετοιμάσανε το τέλος μου αυτοί οι τρεις γιατί, βλέπεις, είναι κι η Κάτκα ανακατεμένη σ' όλ' αυτά. Όλα η Κάτκα τα κάνει. «Αυτή είναι έτσι κι είναι αλλιώς», μου είπε, θα πει λοιπόν πως εγώ δεν είμαι σαν και κείνη. Μου τα λέει από τώρα, με προειδοποιεί. Το 'χει βάλει σκοπό να με παρατήσει, αυτό είν' όλο κι όλο το μυστικό! Κι οι τρεις μαζί το σκεφτήκανε αυτό —ο Μίτκα, η Κάτκα κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Αλιόσα, από καιρό τώρα ήθελα να σε ρωτήσω: Εδώ και μια βδομάδα μου είπε εντελώς απρόσμενα πως ο Ιβάν είναι ερωτευμένος με την Κάτκα επειδή πηγαίνει και τη βλέπει συχνά. Αλήθεια μου είπε ή όχι; Πες μου χωρίς περιστροφές. Σφάξε με.

—Δε θα σου πω ψέματα. Ο Ιβάν δεν είναι ερωτευμένος με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Έτσι νομίζω.

—Αυτό σκέφτηκα και γω μόλις μου το 'πε! Ψέματα μου λέει ο αδιάντροπος! Κι έκανε πως ζήλεψε για να ρίξει ύστερα το φταίξιμο απάνω μου. Όμως είναι βλάκας, δεν ξέρει να κρυφτεί, είναι πάντα του τόσο ειλικρινής... Όμως θα του δείξω γω, θα του δείξω! «Εσύ, μου λέει, πιστεύεις πως εγώ σκότωσα τον πατέρα». Εμένα μου το λέει αυτό, εμένα! Ας είναι! Όμως θα δεις πως θα σ' την κανονίσω γω τούτη την Κάτκα στη δίκη!

Θα πω κει δυο λογάκια... θα τα πω όλα!

Κι άρχισε να κλαίει και πάλι πικρά.

— Όμως να τι μπορώ να σου πω θετικά, Γκρούσενκα, είπε ο Αλιόσα και σηκώθηκε: Πρώτον πως σ' αγαπάει, σ' αγαπάει περισσότερο απ' το καθετί στον κόσμο, μονάχα εσένα αγαπάει· σ' αυτό πρέπει να με πιστέψεις. Αυτό το ξέρω. Ναι, το ξέρω καλά. Δεύτερο θα πρέπει να σου πω πως δε θα προσπαθήσω να του αποσπάσω το μυστικό κι αν τυχόν μου το πει σήμερα μόνος του, θα τον προειδοποιήσω πως σου υποσχέθηκα να σ' το πω και σένα. Και τότε θα ξανάρθω σήμερα και θα σ' τα πω όλα. Μονάχα που... νομίζω... πως δεν είναι καθόλου ανακατεμένη η Κατερίνα Ιβάνοβνα και το μυστικό είναι για κάτι άλλο. Έτσι είναι σίγουρα. Έπειτα δε μοιάζει να 'ναι για την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Γεια σου λοιπόν. Θα σε ξαναδώ.

Ο Αλιόσα τής έσφιξε το χέρι. Η Γκρούσενκα έκλαιγε ακόμα. Εκείνος έβλεπε πως πολύ λίγο πίστεψε στα καθησυχαστικά του λόγια μα της έκανε καλό που είπε τουλάχιστο σε κάποιον τον καημό της. Τη λυπότανε και δε θα 'θελε να την αφήσει σε τέτοια κατάσταση, όμως ήταν βιαστικός. Είχε πολλές δουλειές ακόμα.