×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 11. IX. Ο διάβολος Ο εφιάλτης του Ιβάν Φιοντόροβιτς

11. IX. Ο διάβολος Ο εφιάλτης του Ιβάν Φιοντόροβιτς

Δεν είμαι γιατρός, όμως αισθάνομαι πως ήρθε η στιγμή όπου μου είναι εντελώς απαραίτητο να εξηγήσω στον αναγνώστη έστω και λίγα πράματα απ' την αρρώστια του Ιβάν Φιοντόροβιτς. Προτρέχοντας θα πω ένα μονάχα: βρισκόταν τώρα, τούτο το βράδυ ακριβώς, στην παραμονή του ντελίριου που τελικά κυρίεψε τον από καιρό ξεχαρβαλωμένο οργανισμό του που ωστόσο αντιστεκόταν ακόμα. Μην ξέροντας τίποτα από ιατρική θα διακινδυνέψω να εκφράσω την υπόθεση πως ίσως και στ' αλήθεια με την τρομερή υπερένταση της θέλησής του κατάφερνε ως τα τότε ν' απομακρύνει την αρρώστια, ελπίζοντας φυσικά να τη νικήσει ολότελα. Το 'ξερε πως δεν είναι υγιής μα αποτροπιαζόταν να 'ναι άρρωστος κείνο τον καιρό, τη στιγμή που πλησίαζαν οι πιο αποφασιστικές στιγμές της ζωής του, όταν έπρεπε να δώσει το παρόν, να πει το λόγο του θαρραλέα κι αποφασιστικά και να «δικαιώσει τον εαυτό του μπροστά στον εαυτό του». Εδώ που τα λέμε, πήγε μια φορά στο γιατρό που 'ρθε απ' τη Μόσχα, που τον είχε καλέσει η Κατερίνα Ιβάνοβνα για κάποιο καπρίτσιο της που έχω αναφέρει προηγουμένως. Ο γιατρός τον άκουσε και τον εξέτασε κι έβγαλε το συμπέρασμα πως έχει κάποια εγκεφαλική διαταραχή και δεν απόρησε καθόλου με μια ομολογία που του 'κανε ο Ιβάν μ' αποτροπιασμό. «Οι παραισθήσεις στην κατάστασή σας είναι πολύ πιθανές, έβγαλε την απόφαση ο γιατρός, αν και θα 'πρεπε να τις εξετάσουμε... γενικά είναι απαραίτητο ν' αρχίσουμε σοβαρή θεραπεία χωρίς να χάνουμε στιγμή, αλλιώς θα πάμε άσκημα». Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, φεύγοντας απ' το γιατρό, δεν ακολούθησε τη σοφή συμβουλή του και δε θέλησε να μείνει στο κρεβάτι και ν' αρχίσει τη θεραπεία. «Αφού περπατάω, έχω δυνάμεις ακόμα, άμα πέσω —αλλάζει το πράμα. Τότε ας με θεραπεύσει όποιος θέλει», αποφάσισε. Κι έτσι καθόταν τώρα έχοντας σχεδόν ο ίδιος συνείδηση πως παραμιλάει και, όπως το είπα πια, κοιτάζοντας επίμονα κάποιο αντικείμενο στο ντιβάνι, στον απέναντι τοίχο. Εκεί βρέθηκε ξάφνου να κάθεται κάποιος που ένας Θεός ξέρει πώς μπήκε, γιατί δεν ήταν ακόμα στο δωμάτιο όταν ο Ιβάν Φιοντόροβιτς γύρισε απ' του Σμερντιακόβ. Ο κάποιος αυτός ήταν ένας κύριος, ή, για να πω καλύτερα, ένας γνωστού είδους Ρώσος τζέντλεμαν, όχι και πολύ-πολύ νέος, «qui faisait la cinquantaine», (σχεδόν πενηντάρης), όπως λένε οι Γάλλοι, με σκούρα μαλλιά κάπως ασπρισμένα μα αρκετά μακριά και πυκνά ακόμα και με μυτερό γενάκι. Φόραγε ένα καφέ σακάκι, που φαινόταν να 'χει ραφτεί απ' τον καλύτερο ράφτη, μα τριμμένο πια, ραμμένο από πρόπερσι πάνω κάτω, κι εντελώς ντεμοντέ, που οι. εύποροι κοσμικοί κύριοι έπαψαν να τα φοράνε εδώ και δυο χρόνια. Το πουκάμισο κι ο φαρδύς λαιμοδέτης, όλα ήταν πολύ σικ, μα, αν κοίταζε κανείς πιο προσεχτικά, θα 'βλεπε πως το πουκάμισο ήταν αρκετά λερωμένο κι ο φαρδύς λαιμοδέτης τριμμένος. Το καρό παντελόνι του επισκέπτη του 'ρχότανε κουτί μα ήταν και πάλι πολύ ανοιχτόχρωμο και κάπως πολύ στενό, έτσι που τώρα είχαν πάψει πια να τα φοράνε- το ίδιο και το μαλακό άσπρο καπέλο που δεν ταίριαζε καθόλου με την εποχή. Με δυο λόγια, είχε εμφάνιση αξιοπρεπούς κυρίου με μικρές όμως οικονομικές δυνατότητες. Έμοιαζε σαν ένας τζέντλεμαν απ' την κατηγορία των αργόσχολων κτηματιών που βρίσκονταν στην ακμή τους τον καιρό της δουλοπαροικίας. Φαινόταν πως είχε ζήσει στην καθωσπρέπει κοινωνία, θα 'χε κάποτε γνωριμίες κι ίσως να τις είχε διατηρήσει ως τα τώρα, μα σιγά σιγά με τις φτώχειες πέρασε η χαρούμενη ζωή της νεότητας και με την πρόσφατη κατάργηση της δουλοπαροικίας είχε γίνει, σα να πούμε, ένας αιώνιος φιλοξενούμενος που βολόδερνε στα σπίτια των καλών παλιών γνωστών του που τον δέχονταν για τον βολικό του χαρακτήρα —δεν είχε ποτέ του αντιρρήσεις— κι ακόμα γιατί, όσο να 'ναι, ήταν ευπρεπής άνθρωπος που μπορείς να τον βάλεις στο τραπέζι. σου όποιοι και να 'ναι οι συνδαιτημόνες, αν και φυσικά όχι στην καλύτερη θέση. Τέτοιοι φιλοξενούμενοι, με καλό χαρακτήρα τζέντλεμεν, που ξέρουν να διηγηθούν μιαν ιστορία, να συμπληρώσουν το καρέ στα χαρτιά, και που δεν αγαπούν να κάνουν καμιά δουλειά, είναι συνήθως τίποτα εργένηδες ή χήροι που μπορεί να 'χουν και παιδιά μα που τα παιδιά τους μεγαλώνουν πάντα κάπου μακριά, σε τίποτα θείες που γι' αυτές ο τζέντλεμαν ποτέ δε μιλάει σε καθωσπρέπει κύκλους σα να ντρέπεται κάπως για μια τέτοια συγγένεια. Τα παιδιά τα ξεσυνηθίζει σιγά-σιγά ολότελα, παίρνει σπάνια στα γενέθλιά του και τα Χριστούγεννα κανένα ευχητήριο κι είναι φορές που τους απαντάει. Τη φυσιογνωμία του αναπάντεχου επισκέπτη δε θα μπορούσες να την πεις καλόκαρδη μα ήταν συγκαταβατική και, κατά τις περιστάσεις, πρόθυμη να πάρει την κάθε ευγενική έκφραση. Ρολόι δεν είχε μα είχε ένα λορνιόν από ταρταρούγα που κρεμόταν από μια μαύρη κορδέλα. Στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού του φάνταζε ένα χοντρό χρυσό δαχτυλίδι με φτηνό οπάλι. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς σώπαινε μουτρωμένος και δεν ήθελε ν' ανοίξει κουβέντα. Ο επισκέπτης περίμενε και καθόταν ακριβώς σα φιλοξενούμενος που μόλις κατέβηκε απ' το πάνω πάτωμα, όπου του 'χαν παραχωρήσει ένα δωμάτιο, για να κάνει παρέα στους οικοδεσπότες στο τσάι, μα που σωπαίνει και κάθεται ήσυχος γιατί ο νοικοκύρης είναι απασχολημένος και σκεφτικός. Είναι ωστόσο έτοιμος για κάθε ευγενική συζήτηση, φτάνει να την άρχιζε ο νοικοκύρης. Ξάφνου το πρόσωπό του πήρε μιαν αναπάντεχη έκφραση ανησυχίας:

— Άκουσε, άρχισε να λέει στον Ιβάν Φιοντόροβιτς- με συγχωρείς, μονάχα για να στο θυμίσω το λέω: Πήγες στον Σμερντιακόβ με σκοπό να μάθεις για την Κατερίνα Ιβάνοβνα κι έφυγες χωρίς να μάθεις τίποτα, ξέχασες σίγουρα...

—Αχ, ναι...του ξέφυγε ξάφνου του Ιβάν και το πρόσωπό του σκοτείνιασε από έγνοια- ναι, ξέχασα... Εδώ που τα λέμε, τώρα πια δε με νοιάζει, όλα ες αύριον, πρόφερε μέσα του. Και συ, γύρισε κι είπε ερεθισμένα στον επισκέπτη, επρόκειτο να το θυμηθώ εγώ ο ίδιος γιατί αυτό ήταν που με στεναχωρούσε! Τι πετάγεσαι στη μέση; Νομίζεις πως θα το πιστέψω πως δεν το θυμήθηκα εγώ μα μου το υπέβαλες εσύ;

—Μην το πιστεύεις αν δε θέλεις, χαμογέλασε στοργικά ο τζέντλεμαν. Τι αξία έχει η πίστη με το στανιό; Γενικά στα ζητήματα της πίστης οι αποδείξεις δε βοηθούν και προπαντός οι υλικές. Ο Θωμάς δεν πίστεψε επειδή είδε τον αναστημένο Χριστό μα γιατί από πρώτα ήθελε να πιστέψει. Να, λόγου χάρη, οι πνευματιστές... τους αγαπάω πολύ... Φαντάσου, να υποθέτουνε πως είναι χρήσιμοι για την πίστη γιατί οι διάβολοι τους δείχνουν απ' τον άλλο κόσμο τα κερατάκια τους. «Αυτό, λένε, είναι απόδειξη (πώς να την πούμε;) υλική ότι υπάρχει ο άλλος κόσμος». Ο άλλος κόσμος και οι υλικές αποδείξεις! Τρέχα γύρευε! και στο κάτω-κάτω αν αποδείχτηκε ο διάβολος δεν ξέρουμε ακόμα αν αποδείχτηκε κι ο Θεός! Θέλω να εγγραφώ σ' έναν ιδεαλιστικό σύλλογο. Θα τους κάνω αντιπολίτευση: «Είμαι, θα λέω, ρεαλιστής κι όχι υλιστής, χεχε!»

—Άκου, είπε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς και ξάφνου σηκώθηκε απ' το τραπέζι. Τώρα σα να παραμιλάω... μα και βέβαια παραμιλάω... λέγε όσα ψέματα θέλεις, το ίδιο μου κάνει! Δε θα με κάνεις να παραφερθώ όπως την προηγούμενη φορά. Μονάχα που κάτι με κάνει να ντρέπομαι... Θέλω να κάνω βόλτες πάνω κάτω στο δωμάτιο... Είναι στιγμές που δε σε βλέπω κι ούτε τη φωνή σου ακούω, όπως την προηγούμενη φορά, μα πάντα μαντεύω τι μου κοπανάς γιατί εγώ, εγώ ο ίδιος τα λέω αυτά κι όχι εσύ! Δεν ξέρω μονάχα, κοιμόμουνα άραγε την περασμένη φορά ή σε είδα στον ξύπνο μου; Να, τώρα θα βρέξω το προσόψι με κρύο νερό και θα βάλω κομπρέσα στο κεφάλι μου- ίσως έτσι εξαφανιστείς.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πήγε στη γωνιά, πήρε το προσόψι, έκανε όπως είπε και με το βρεγμένο προσόψι στο κεφάλι άρχισε να πηγαινόρχεται στο δωμάτιο.

—Μ' αρέσει που αρχίσαμε να μιλάμε με το συ, άρχισε να λέει ο επισκέπτης.

—Βλάκα, γέλασε ο Ιβάν τι λοιπόν, θα σου μιλάω με το σεις δηλαδή; Τώρα είμαι εύθυμος, μονάχα που πονάω στα μελίγγια... και δω στην κορφή... μονάχα σε παρακαλώ μη μ' αρχίσεις τις φιλοσοφίες όπως την περασμένη φορά. Αν δεν μπορείς να μ' αδειάσεις τη γωνιά, τότε λέγε μου τίποτα πιο εύθυμο. Λέγε κουτσομπολιά —φιλοξενούμενος δεν είσαι;— κουτσομπόλεψε λοιπόν. Για κοίτα εφιάλτης που μου 'ρθε! Όμως εγώ δε σε φοβάμαι· θα σε υπερνικήσω. Δε θα με πάνε στο τρελοκομείο!

—C'est charmant —το «φιλοξενούμενος». Μα αυτό ακριβώς είμαι. Τι άλλο είμαι στη γη αν όχι φιλοξενούμενος; Α προπό, σ' ακούω κι απορώ λιγάκι. Μα το Θεό, αρχίζεις να με θεωρείς σαν κάτι το πραγματικό κι όχι μονάχα σα φαντασίωσή σου όπως επέμενες την άλλη φορά...

—Ούτε για μια στιγμή δε σε νόμισα για κάτι πραγματικό, ξεφώνισε κάπως μανιασμένα μάλιστα ο Ιβάν. Είσαι ψέμα, είσαι η αρρώστια μου, είσαι φάντασμα. Δεν ξέρω μονάχα πώς να σ' εξολοθρέψω και βλέπω πως είναι ανάγκη να υποφέρω για κάμποσον καιρό. Είσαι η παραίσθησή μου. Είσαι η ενσάρκωση του ίδιου του εαυτού μου ή μάλλον μιας μονάχα πλευράς μου... των σκέψεων και των συναισθημάτων μου, των πιο βρομερών και ανόητων όμως. Απ' αυτή την άποψη θα μπορούσες μάλιστα να μ' ενδιαφέρεις αν είχα βέβαια καιρό να χάνω μαζί σου...

—Μια στιγμή, μια στιγμή, θα σε διαψεύσω: όταν εκεί στο φανάρι τα 'βαλες με τον Αλιόσα και του φώναξες: «από κείνον τα 'μαθές, πού το 'μαθές πως αυτός έρχεται σπίτι μου;» Εμένα ήταν που θυμήθηκες τότε. Θα πει λοιπόν πως πίστεψες για λίγο ότι πραγματικά υπάρχω, γέλασε μαλακά ο τζέντλεμαν.

—Ναι, αυτό ήταν μια φυσική αδυναμία... μα εγώ δεν μπορούσα να πιστέψω σε σένα. Δεν ξέρω αν κοιμόμουνα ή περπατούσα την περασμένη φορά. Μπορεί τότε να σ' είδα στον ύπνο μου μονάχα και καθόλου στον ξύπνο...

—Και γιατί του φέρθηκες έτσι άγρια, του Αλιόσα λέω. Είναι τόσο συμπαθητικός! Κι έπειτα εγώ έφταιξα απέναντί του για το στάρετς Ζωσιμά.

—Μην πιάνεις στο στόμα σου τον Αλιόσα. Πώς τολμάς, λακέ! γέλασε πάλι ο Ιβάν.

—Βρίζεις και γελάς —καλό σημάδι. Για να λέμε την αλήθεια, σήμερα είσαι πολύ πιο ευγενικός μαζί μου απ' την περασμένη φορά, και καταλαβαίνω γιατί: αυτή η μεγάλη απόφαση...

—Σκασμός για την απόφαση! ξεφώνισε άγρια ο Ιβάν.

—Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, c'est noble, c' est charmant, (αυτό είναι ευγενικό, είναι γοητευτικό), πας να υπερασπίσεις αύριο τον αδερφό σου και θα θυσιάσεις τον εαυτό σου... c' est chevaleresque (είναι ιπποτικά).

—Σκασμός, θα σ' αρχίσω στις κλοτσιές!

—Από μιαν άποψη θα ευχαριστηθώ γιατί τότε θα πετύχω το σκοπό μου: Αν αρχίσεις τις κλοτσιές, θα πει πως πιστεύεις στην πραγματικότητά μου, γιατί ένα φάντασμα δεν το κλοτσάνε. Κι ας αφήσουμε τ' αστεία κατά μέρος: Το ίδιο μου κάνει στο κάτω-κάτω, βρίζε όσο θέλεις μα πάλι καλύτερα να 'σαι κάπως πιο ευγενικός, έστω και με μένα. Όλο βλάκα και λακέ με λες. Τι τρόπος!

—Βρίζοντας εσένα, βρίζω τον εαυτό μου! γέλασε πάλι ο Ιβάν. Εσύ είσαι γω, εγώ ο ίδιος, μονάχα μ' άλλο μούτρο. Λες εκείνο που εγώ το 'χω σκεφτεί πια... Και δεν μπορείς να μου πεις τίποτα καινούργιο!

—Αν οι σκέψεις μας συναντιώνται, τότε αυτό μονάχα τιμή μού κάνει, πρόφερε ο τζέντλεμαν με λεπτότητα κι αξιοπρέπεια. —Μονάχα που παίρνεις όλο τις κακές μου σκέψεις και, το σπουδαιότερο, τις ανόητες. Είσαι ανόητος και σαχλός. Είσαι τρομερά ανόητος. Όχι, δε θα μπορέσω να σε υποφέρω. Τι να κάνω, τι να κάνω; είπε ο Ιβάν τρίζοντας τα δόντια του.

—Φίλε μου, εγώ παρ' όλ' αυτά θέλω να μείνω τζέντλεμαν και να με θεωρούνε τέτοιο, άρχισε ο επισκέπτης με μιαν υποταχτική παραφορά, έτοιμος εκ των προτέρων για υποχώρηση και συμφιλίωση. Είμαι φτωχός μα... δε λέω πως είμαι πολύ τίμιος, μα... συνήθως στην κοινωνία το 'χουν σαν αξίωμα πως είμαι ένας έκπτωτος άγγελος. Μα το Θεό, δεν μπορώ να φανταστώ πως μπορούσα να 'μουν άγγελος ποτέ μου. Κι αν ήμουνα ακόμα καμιά φορά, θα 'γινε, φαίνεται, εδώ και τόσα χρόνια που δεν είναι κι αμαρτία να το ξεχάσεις. Τώρα μ' ενδιαφέρει να 'χω την υπόληψη ενός καθωσπρέπει ανθρώπου, και ζω όπως τύχει, προσπαθώντας να 'μαι ευχάριστος. Τους ανθρώπους τους αγαπάω ειλικρινά —ω, μ' έχουν πολύ συκοφαντήσει! Εδώ, όταν καμιά φορά έρχομαι και μένω ανάμεσά σας, η ζωή μου περνάει σαν κάτι το πραγματικό κι αυτό μ' αρέσει περισσότερο απ' όλα. Γιατί και γω όπως και συ υποφέρω απ' το φανταστικό και γι' αυτό αγαπώ τον επίγειο ρεαλισμό σας·. Εδώ στον κόσμο το δικό σας όλα είναι χαραγμένα, όλα είναι φόρμουλες, όλα γεωμετρία, ενώ σε μας, κάτι ακαθόριστες συναρτήσεις! Εδώ περπατάω κι ονειροπολώ. Μ' αρέσει να ονειροπολώ. Ακόμα, στη γη γίνομαι και προληπτικός —μη γελάς, σε παρακαλώ: Αυτό ίσα-ίσα μ' αρέσει, να γίνομαι δηλαδή προληπτικός. Εδώ παίρνω όλες σας τις συνήθειες. Άρχισε να μ' αρέσει να πηγαίνω στο χαμάμ, (μπορείς να το φανταστείς αυτό;) και μ' αρέσει ν' ατμίζομαι με τους εμπόρους και τους παπάδες. Τ' όνειρό μου είναι να ενσαρκωθώ —μα τελειωτικά και αμετάκλητα— σε καμιά χοντρή εμπόρισσα που να ζυγίζει καμιά εκατοστή οκάδες και να πιστέψω σ' όλα όσα πιστεύει αυτή. Το ιδανικό μου είναι να μπω στην εκκλησία και ν' ανάψω ένα κερί με καθαρή συνείδηση, μα το Θεό, έτσι είναι. Τότε θα πάψουν τα βάσανά μου.

Έπειτα, άρχισε να μ' αρέσει να υποβάλλομαι σε θεραπείες. Την άνοιξη, που είχαμε επιδημία ευλογιάς, πήγα και γω στο Βρεφοκομείο κι έκανα μπόλι —να 'ξερες τι ευχαρίστηση δοκίμασα κείνη τη μέρα: έδωσα μάλιστα δέκα ρούβλια υπέρ των σλάβων αδελφών!... Μα συ δεν ακούς. Ξέρεις, σήμερα σα να μη σε βλέπω καλά, σώπασε για λίγο ο τζέντλεμαν. Ξέρω, πήγες χτες σε κείνον το γιατρό... λοιπόν πώς είναι η υγεία σου;

Τι σου είπε ο γιατρός;

—Βλάκα, είπε απότομα ο Ιβάν.

—Ναι, τάχα συ είσαι καλύτερος. Πάλι βρίζεις; Μη. νομίζεις πως σε λυπάμαι, έτσι για να γίνεται κουβέντα σε ρωτάω.. Αν δε θες μην απαντάς. Τώρα πάλι έχουμε τους ρευματισμούς...

—Βλάκα, ξανάπε πάλι ο Ιβάν.

— Όλο τα ίδια μου κοπανάς, μα εγώ άρπαξα πέρσι τέτοιους ρευματισμούς που ως τα τώρα τους θυμάμαι.

—Διάβολος και ρευματισμοί;

—Και γιατί όχι, αφού μερικές φορές ενσαρκώνομαι; Ενσαρκώνομαι και υφίσταμαι τις συνέπειες. Σατανάς sum et nihil humanum a me alien putoο. (Σατανάς είμαι και νομίζω πως τίποτα το ανθρώπινο δε μου είναι ξένο).

—Πώς, πώς; Σατανάς sum et nihil humanum... αυτό δεν είναι τόσο ανόητο για ένα διάβολο!

—Χαίρομαι που σ' ευχαρίστησα επιτέλους.

—Κι όμως αυτό δεν το πήρες από μένα, σταμάτησε ξάφνου ο Ιβάν σα να 'χε εκπλαγεί αυτό ποτέ μου δεν το σκέφτηκα, είναι παράξενο...

—C' est du nouveau, n' est-ce pas? (Είναι κάτι καινούργιο έτσι δεν είναι;) Αυτή τη φορά θα φερθώ τίμια και θα σου εξηγήσω. Άκου: στον ύπνο του, και ιδιαίτερα στους εφιάλτες, ε, ας πούμε από κοιλόπονο ή ό,τι άλλο, βλέπει καμιά φορά ο άνθρωπος τόσο καλλιτεχνικά όνειρα, τόσο πολύπλοκα και ρεαλιστικά, τόσα γεγονότα και μάλιστα ολόκληρον κόσμο από γεγονότα, δεμένα μεταξύ τους με μια τέτοια πλοκή, με τόσο αναπάντεχες λεπτομέρειες, αρχίζοντας από τις ανώτερες εκδηλώσεις σας και τελειώνοντας στο κουμπί του μανικετιού σας που, στ' ορκίζομαι, ούτε ο Λέων Τολστόη δε θα μπορούσε να τα φανταστεί. Και παρ' όλ' αυτά βλέπουν καμιά φορά τέτοια όνειρα άνθρωποι που δεν είναι καθόλου συγγραφείς, μα εντελώς συνηθισμένοι άνθρωποι, δημόσιοι υπάλληλοι επιφυλλιδογράφοι, παπάδες... Αυτό μάλιστα καταντάει πρόβλημα: ένας υπουργός μού ομολόγησε πως οι καλύτερες ιδέες του 'ρχονται όταν κοιμάται. Ε, λοιπόν έτσι έγινε και τώρα. Αν κι είμαι η παραίσθησή σου, ωστόσο, όπως και στον εφιάλτη, λέω πράγματα πρωτότυπα, που δεν τα σκέφτηκες ως τα τώρα, έτσι που δεν επαναλαμβάνω καθόλου τις σκέψεις σου- μα παρ' όλ' αυτά είμαι ο εφιάλτης σου και τίποτ' άλλο.

—Λες ψέματα. Ο σκοπός σου είναι να με πείσεις πως υπάρχεις αυτός καθ' αυτός κι όχι πως είσαι εφιάλτης μου, και να που τώρα επιβεβαιώνεις ο ίδιος πως είσαι μια φαντασίωση.

—Φίλε μου, σήμερα είπα ν' ακολουθήσω ιδιαίτερη μέθοδο, αργότερα, θα στα κάνω λιανά. Στάσου, πού σταμάτησα; Ναι, τότε άρπαξα ένα κρυολόγημα, όμως όχι εδώ σε σας μα όταν ήμουν ακόμα εκεί...

—Πού εκεί; Πες μου, θα μείνεις πολύ ακόμα δω πέρα, δεν μπορείς να ξεκουμπιστείς; αναφώνησε σχεδόν απελπισμένος ο Ιβάν.

Σταμάτησε να κόβει βόλτες, κάθισε στο ντιβάνι, έβαλε πάνω στο τραπέζι τους αγκώνες του κι έσφιξε το κεφάλι του. Έβγαλε το βρεμένο προσόψι και με απογοήτευση το 'ριξε δίπλα: ήταν φανερό πως δεν τον ωφελούσε.

—Τα νεύρα σου είναι χαλασμένα, παρατήρησε ο τζέντλεμαν χωρίς τσιριμόνιες, μ' εντελώς φιλικό μολαταύτα τόνο· θυμώνεις μαζί μου ακόμα και για το ότι μπόρεσα να κρυολογήσω. Κι όμως έγινε κι αυτό με τον πιο φυσικό τρόπο. Βιαζόμουνα τότε να προφτάσω μια διπλωματική εσπερίδα στην Πετρούπολη, σε μιας κυρίας της ανώτερης κοινωνίας, που επιδίωκε να γίνει υπουργίνα. Φυσικά φράκο, άσπρος λαιμοδέτης, γάντια... κι όμως βρισκόμουν ακόμα ένας Θεός ξέρει πού και για να 'ρθω εδώ στη γη έπρεπε να πετάξω ένα διάστημα... βέβαια γι' αυτό δε χρειαζόταν παρά μονάχα μια στιγμή μα κι η αχτίδα του φωτός απ' τον ήλιο κάνει οχτώ ολάκερα λεπτά για να 'ρθει και γω, φαντάσου... φράκο κι ανοιχτό γιλέκο. Τα πνεύματα βέβαια δεν παγώνουν, μα όταν είμαι ενσαρκωμένος, τότε... με δυο λόγια φέρθηκα επιπόλαια, ξεκίνησα, και, ξέρεις, εκεί στο διάστημα, στον αιθέρα, σ' αυτό το ύδωρ το «επάνω του στερεώματος» —σου κάνει μια παγωνιά, δηλαδή τι παγωνιά— αυτό πια δεν μπορείς να το πεις παγωνιά, φαντάσου: Εκατόν πενήντα βαθμοί κάτω απ' το μηδέν! Θα το ξέρεις βέβαια το χωρατό που κάνουν τα κορίτσια στα χωριά: Με τριάντα βαθμούς κρύο προτείνουν σ' έναν πρωτάρη να γλείψει το τσεκούρι. Η γλώσσα παγώνει αμέσως, κολλάει στο σίδερο κι ο βλάκας την ξεγδέρνει μέχρις αίματος. Αυτό στους τριάντα βαθμούς. Στους εκατόν πενήντα; Υποθέτω πως μονάχα το δάχτυλο ν' ακουμπήσεις στο τσεκούρι θα χαθεί ολόκληρο αν... μπορούσε να βρεθεί τσεκούρι κει πέρα...

—Μπορεί να βρεθεί τσεκούρι κει πέρα; τον διέκοψε ξάφνου ο Ιβάν Φιοντόροβιτς αφηρημένα και με σιχαμάρα. Αντιστεκόταν μ' όλη του τη δύναμη να μην πιστέψει στο παραμιλητό του και να μην πέσει τελειωτικά στην τρέλα.

—Τσεκούρι; ξαναρώτησε ο επισκέπτης μ' απορία.

—Μα ναι, τι θα γίνει κει το τσεκούρι; με κάποιο άγριο κι επίμονο πείσμα ξεφώνισε ξάφνου ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

—Τι θα γίνει στο διάστημα το τσεκούρι; Quelle idée! Αν βρεθεί κάπου μακρύτερα, τότε θ' αρχίσει, νομίζω, να περιφέρεται γύρω απ' τη γη, χωρίς το ίδιο να ξέρει γιατί, σα δορυφόρος. Οι αστρονόμοι θα υπολογίσουν την Ανατολή και τη Δύση του τσεκουριού, ο Γκατσούπ* (Εκδότης λαϊκών ημερολογίων.) θα το καταγράψει στο ημερολόγιο κι αυτό θα 'ναι όλο.

—Είσαι ανόητος, είσαι τρομερά ανόητος! είπε με πείσμα ο Ιβάν. Λέγε πιο έξυπνα ψέματα αλλιώς δε θα κάτσω να σ' ακούω. Θέλεις να με νικήσεις με το ρεαλισμό, να με πείσεις πως υπάρχεις, μα εγώ δε θέλω να πιστέψω πως υπάρχεις! Δε θα το πιστέψω! !

—Μα δε λέω ψέματα, όλα αλήθεια είναι. Δυστυχώς η αλήθεια σχεδόν πάντα δεν είναι πνευματώδης. Εσύ, καθώς βλέπω, περιμένεις από μένα κάτι μεγαλειώδες ίσως και πανώριο. Κρίμα, γιατί εγώ δίνω μονάχα αυτό που μπορώ...

— Άσε τις φιλοσοφίες, γάιδαρε!

—Βρε, τι φιλοσοφίες μου λες, που όλο το δεξί μου πλευρό έχει πιαστεί, και στενάζω και βογγάω; Γύρισα όλους τους γιατρούς: Κάνουν περίφημη διάγνωση, θα σου αναπτύξουν απ' έξω κι ανακατωτά όλη την αρρώστια σου, μα να σε θεραπεύσουν δεν ξέρουν. Μου 'τυχε εδώ κι ένας ενθουσιώδης φοιτητάκος. Κι αν πεθάνετε ακόμα, μου λέει, θα ξέρετε όμως πλέρια από τι αρρώστια πεθάνατε. Έπειτα είναι κι αυτή η μανία τους να σε στέλνουν σε ειδικούς: Εμείς, σου λένε, θα κάνουμε μονάχα τη διάγνωση μα σεις να πάτε στον τάδε ειδικό, αυτός θα σας θεραπεύσει. Σε βεβαιώνω πως δεν υπάρχει πια ο γιατρός του παλιού τύπου που σε γιάτρευε από κάθε αρρώστια. Τώρα έχουμε μονάχα τους ειδικούς και βλέπεις τις αγγελίες τους στις εφημερίδες. Αν τύχει και σου πονέσει η μύτη, σε στέλνουν στο Παρίσι: Εκεί, μάτια μου, ένας ευρωπαίος ειδικός θεραπεύει μύτες. Φτάνεις στο Παρίσι και σου εξετάζει τη μύτη: Εγώ, θα σας πει, μπορώ μονάχα τον δεξιό ρώθωνα να σας γιατρέψω γιατί δε θεραπεύω τους αριστερούς ρώθωνας, αυτό δεν είναι ειδικότης μου, μα πηγαίνετε ύστερα στη Βιέννη, εκεί ο τάδε ειδικός θα σας αποθεραπεύσει τον αριστερό ρώθωνα. Τι να κάνεις; Προσέτρεξα στα λαϊκά μέσα, ένας Γερμανός γιατρός με συμβούλεψε να πάω στο χαμάμ, να ξαπλώσω στο πατάρι και να τριφτώ με μέλι κι αλάτι. Εγώ μόνο και μόνο για να πάω άλλη μια φορά, πήγα: Πασαλείφτηκα ολόκληρος μα καμιά ωφέλεια. Απ' την απελπισία μου έγραψα στον κόμη Ματέι στο Μιλάνο: Μου 'στειλε ένα βιβλίο και κάτι σταγόνες, ο Θεός να τον έχει καλά. Και φαντάσου, απ' το μαλτς-εκστράκτ του Γκοφ είδα καλό! Τ' αγόρασα στην τύχη, ήπια ενάμιση μπουκαλάκι κι έγινα περδίκι. Αποφάσισα το δίχως άλλο να δημοσιέψω ένα «ευχαριστήριο» στις εφημερίδες, μίλησε, βλέπεις, το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης και, φαντάσου, εδώ πια άρχισε άλλη ιστορία: Καμιά εφημερίδα δεν το δεχότανε! «Θα δείξει, μου λένε, πως είμαστε οπισθοδρομικοί, κανένας δε θα το πιστέψει, le diable n' existe point, (ο διάβολος δεν υπάρχει.) Καλύτερα, με συμβουλεύουνε, να το γράψετε ανώνυμα». Μα τι ευχαριστήριο θα 'ναι αυτό, αν θα 'ναι ανώνυμο; Αστειεύτηκα με τους υπαλλήλους: «Στην εποχή μας είναι οπισθοδρομικό να πιστεύεις σε Θεό, μα εγώ είμαι διάβολος κι επιτρέπεται να με πιστεύεις». «Σας καταλαβαίνουμε, μου λένε-και ποιος δεν πιστεύει στο διάβολο, μα και πάλι δε γίνεται, δεν είναι σωστό, μπορεί να βλάψει. Μήπως θέλετε να το δημοσιεύσουμε εν είδει αστείου;» Μα σαν αστείο, σκέφτηκα, δε θα 'ναι έξυπνο. Έτσι δεν το δημοσιεύσανε. Και το πιστεύεις τάχα; Μου 'μεινε βάρος στην καρδιά. Τα καλύτερα συναισθήματά μου, όπως λόγου χάρη την ευγνωμοσύνη, μου είναι ρητά απαγορευμένο να τα εκφράσω μόνο και μόνο λόγω της κοινωνικής μου θέσης.

—Πάλι τις φιλοσοφίες μ' άρχισες! έτριξε με μίσος τα δόντια του ο Ιβάν.

—Ο Θεός να με φυλάει, μα δε γίνεται να μην πω και γω τον καημό μου καμιά φορά. Είμαι συκοφαντημένος άνθρωπος. Να, εσύ κάθε λίγο και λιγάκι μου λες πως είμαι ανόητος. Πώς φαίνεσαι πως είσαι νεαρός! Φίλε μου, το παν δεν είναι το μυαλό! Έχω από φυσικού μου καλή κι εύθυμη καρδιά. «Γράφω και γω κάτι κωμειδύλλια...»* (*Φράση του Χλεστακόβ απ' τον Επιθεωρητή του Γκόγκολ) Φαίνεται πως εσύ με παίρνεις για ασπρομάλλη Χλεστακόβ, μα η μοίρα μου είναι πολύ πιο σοβαρή. Από κάποια προαιώνια προσταγή, που ποτέ δεν μπόρεσα να την ξεδιαλύνω, έχω ταχθεί να «αρνιέμαι», ενώ εγώ είμαι ειλικρινής, καλόκαρδος και καθόλου ικανός για άρνηση. «Όχι, σου λένε, πρέπει ν' αρνιέσαι· χωρίς την άρνηση δε θα υπάρχει κριτική», και τι περιοδικό θα 'ναι αυτό αν δεν έχει «στήλη κριτικής»; Χωρίς κριτική θα υπάρχει μονάχα ένα «ωσανά». Μα για τη ζωή δε φτάνει μονάχα το «ωσανά», πρέπει αυτό το «ωσανά» να περάσει απ' την κάμινο της αμφιβολίας κ.τ.λ., τράβα κορδόνι. Εγώ εξάλλου δεν ανακατεύομαι σ' όλ' αυτά, δεν τα 'φτιαξα εγώ και δεν έχω καμιάν ευθύνη. Έτσι λοιπόν διαλέξανε έναν αποδιοπομπαίο τράγο, τον αναγκάσανε να γράφει τη στήλη της κριτικής κι έτσι προέκυψε η ζωή. Εμείς την καταλαβαίνουμε αυτή την κωμωδία: Εγώ λόγου χάρη απαιτώ απλά και σκέτα την εκμηδένισή μου. Όχι, ζήσε, μου λένε, γιατί χωρίς εσένα δε θα υπάρχει τίποτα. Αν στη γη όλα ήταν λογικά, τότε τίποτα δε θα γινόταν. Χωρίς εσένα δε θα υπάρχει κανένα γεγονός και πρέπει να υπάρχουν γεγονότα. Να λοιπόν που φροντίζω με σφιγμένη καρδιά να υπάρχουν γεγονότα και δημιουργώ το παράλογο κατόπιν διαταγής. Οι άνθρωποι παίρνουν όλη αυτή την κωμωδία για κάτι σοβαρό, παρ' όλο το μυαλό που αναμφισβήτητα έχουν. Αυτή είναι κι η τραγωδία τους. Και λοιπόν υποφέρουν βέβαια μα... παρ' όλ' αυτά ζουν, ζουν πραγματικά, όχι φανταστικά. Γιατί ο πόνος είναι ακριβώς η ζωή. Χωρίς πόνο τι ευχαρίστηση θα 'χε η ζωή; Όλα θα μεταβάλλονταν σε μιαν ατέλειωτη ευχαριστήρια δέηση. Αυτό είναι άγιο, μα και κάπως πληχτικό.

Όμως εγώ; Εγώ πονώ μα και πάλι δε ζω. Είμαι το X σε μιαν αόριστη εξίσωση. Είμαι ένα φάσμα ζωής που έχασε την αρχή και 'το τέλος του και στο τέλος ξέχασε και το ίδιο τ' όνομά του. Γελάς... όχι δε γελάς, πάλι θυμώνεις. Εσύ όλο θυμώνεις, θέλεις όλο εξυπνάδες μα εγώ πάλι, σου ξαναλέω, θα χάριζα όλη αυτή την υπέραστρον ζωήν, όλες τις τιμές και τ' αξιώματα για να ενσαρκωθώ σε μια εμπόρισσα χοντρή εκατό οκάδες και ν' ανάβω κεράκια στην εκκλησία.

—Τι; Και συ δεν πιστεύεις στο Θεό; χαμογέλασε με μίσος ο Ιβάν.

—Δηλαδή πώς να σου το πω, αν βέβαια μιλάς σοβαρά···

—Υπάρχει Θεός ή όχι, φώναξε πάλι ο Ιβάν με άγρια επιμονή.

— Ώστε σοβαρά λοιπόν το λες; Καλούλη μου, μα το Θεό, δεν ξέρω, να που είπα μεγάλο λόγο.

—Δεν ξέρεις και βλέπεις το Θεό; Όχι, εσύ δεν είσαι αυτός καθ' αυτός, εσύ είσαι εγώ, είσαι εγώ και τίποτ' άλλο! Είσαι ένα τίποτα, είσαι η φαντασία μου!

—Δηλαδή, αν το θέλεις, έχω την ίδια φιλοσοφία με σένα, αυτό είναι αλήθεια. Je pense donc je suis (σκέπτομαι άρα υπάρχω), αυτό το ξέρω θετικά, όσο για τ' άλλα που είναι γύρω μου, όλοι αυτοί οι κόσμοι, ο Θεός κι ο Σατανάς ακόμα, όλ' αυτά για μένα δεν είναι αποδειγμένα αν υπάρχουν αυτά καθ' αυτά ή αν είναι μονάχα μια δική μου φαντασίωση, προσωρινή κι ατομικά δική μου... με δυο λόγια σταματάω γιατί, καθώς φαίνεται, θα ορμήσεις καταπάνω μου.

—Δε λες κανένα ανέκδοτο καλύτερα! πρόφερε πονεμένα ο Ιβάν.

—Υπάρχει ένα ανέκδοτο και ίσα-ίσα πάνω στο θέμα μας, δηλαδή δεν είναι ανέκδοτο μα ένας μύθος. Με κατηγορείς για την απιστία μου. «Βλέπεις μα δεν πιστεύεις», μου λες. Μα, φίλε μου, δεν είμαι γω μονάχα τέτοιος, σε μας εκεί τώρα όλοι έχουν χάσει τα νερά τους κι όλ' αυτά απ' τις επιστήμες σας. Όσο ήταν ακόμα τα άτομα, οι πέντε αισθήσεις, τα τέσσερα στοιχεία, ε, όσο να 'ναι βολεύονταν τα πράματα. Τ' άτομα δα υπήρχαν και στον αρχαίο κόσμο. Μα σα μάθανε κει σε μας πως ανακαλύψατε σεις εδώ το «χημικόν μόριον» και το «πρωτόπλασμα» κι ένας διάολος ξέρει τι ακόμα, τότε και μεις βάλαμε την ουρά στα σκέλια. Έγινε μια πραγματική σαλάτα και, το κυριότερο, προλήψεις, κουτσομπολιά. Γιατί και σε μας τα κουτσομπολιά είναι όσα και σε σας, μάλιστα και κάτι περισσότερα. Και τέλος οι καταγγελίες, γιατί βλέπεις πως και μεις έχουμε ένα τέτοιο Τμήμα όπου δέχονται τις γνωστού είδους «πληροφορίες». Να λοιπόν αυτός ο εξωφρενικός μύθος του μεσαίωνά μας —του δικού μας, όχι του δικού σας— που κανένας δεν τον πιστεύει ούτε και σε μας, εκτός απ' τις χοντρομπαλούδες εμπόρισσες, δηλαδή και πάλι όχι τις δικές σας μα τις δικές μας. Όλα όσα έχετε σεις τα 'χουμε και μεις — αυτό πια μπορώ να στ' αποκαλύψω σα φίλος που είσαι αν κι είναι μυστικό απαγορευμένο. Ο μύθος είναι για τον Παράδεισο. Υπήρχε, λέει, εδώ στη γη σας ένας κάποιος στοχαστής και φιλόσοφος που «όλα τ' αρνιότανε, νόμους, συνείδηση, πίστη μα το κυριότερο τη μέλλουσα ζωή». Πέθανε, νόμιζε πως θα βυθιστεί στο θάνατο και στην ανυπαρξία, όμως να 'σου μπροστά του η μέλλουσα ζωή. Τα 'χασε κι αγανάκτησε- «αυτό, λέει, αντίκειται προς τας πεποιθήσεις μου». Γι' αυτό λοιπόν και τον καταδικάσανε... δηλαδή, με συγχωρείς, σου λέω αυτά που άκουσα, όλ' αυτά είναι ένας μύθος και τίποτα παραπάνω τον καταδικάσανε λοιπόν να περπατήσει στο σκοτάδι ένα τετράκις εκατομμύριο χιλιόμετρα (τα βέρστια τα καταργήσαμε και μεις) κι όταν τελειώσει αυτό το τετράκις εκατομμύριο, τότε θα του ανοίξουν τις πύλες του Παραδείσου και θα του τα συγχωρέσουν όλα...

—Τι άλλα βασανιστήρια έχετε κει πέρα εκτός απ' το τετράκις εκατομμύριο; τον διέκοψε ο Ιβάν με κάποια παράξενη ζωηρότητα.

—Τι βασανιστήρια; Αχ, μην τα ρωτάς: Πρώτα ήταν έτσι κι έτσι, μα τώρα όλο ηθικά βασανιστήρια είναι σε χρήση, οι «τύψεις συνειδήσεως» κι όλες αυτές οι σαχλαμάρες. Κι αυτό από σας το πήραμε, απ' την «εξημέρωση των ηθών» σας. Ε, και ποιος κέρδισε λοιπόν; Κέρδισαν μονάχα οι ασυνείδητοι, γιατί τι τύψεις συνείδησης μπορεί να 'χει ένας που δεν έχει καθόλου συνείδηση; Αντίθετα την έπαθαν οι καθωσπρέπει άνθρωποι που είχαν ακόμα συνείδηση και τιμή... Αυτό θα 'πει να κάνεις μεταρρυθμίσεις σε απροετοίμαστο έδαφος και μάλιστα αντιγραμμένες από ξένα συστήματα —μονάχα βλάβη είναι! Το παλιό πυρ το εξώτερον θα 'ταν καλύτερα. Το λοιπόν κείνος ο καταδικασμένος ξαπλώθηκε καταμεσής του δρόμου: «Δε θέλω να" περπατήσω, δε θα πάω από ζήτημα αρχών!» Πάρε την ψυχή ενός μορφωμένου Ρώσου αθεϊστή κι ανακάτεψέ την με την ψυχή του προφήτη Ιωνά που έκατσε κακιωμένος μέσα στην κοιλιά του κήτους τρεις μέρες και τρεις νύχτες και θα 'χεις το χαρακτήρα αυτουνού του στοχαστή που ξαπλώθηκε στο δρόμο.

—Πάνω σε τι ξαπλώθηκε;

—Ε, κάτι θα υπήρχε για να ξαπλωθεί. Δε γελάς;

—Μπράβο του! φώναξε ο Ιβάν με την ίδια πάντα παράξενη ζωηρότητα.

Τώρα άκουγε με κάποιαν αναπάντεχη περιέργεια...

—Τι απόγινε λοιπόν; Είναι ακόμα κει πέρα ξαπλωμένος;

—Αυτό είναι, πως δεν είναι. Έμεινε κει ξαπλωμένος κάπου χίλια χρόνια κι ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε.

—Βρε, το γάιδαρο! αναφώνησε ο Ιβάν γελώντας νευρικά, σα να προσπαθούσε να υπολογίσει κάτι. Δεν είναι τάχα το ίδιο να μείνεις ξαπλωμένος αιώνια ή να. περπατήσεις ένα τετράκις εκατομμύριο βέρστια; Είναι κάπου ένα δισεκατομμύριο χρόνια πεζοπορία.

—Και πολύ περισσότερα μάλιστα, μονάχα που δεν έχουμε κανένα μολυβάκι και χαρτί, αλλιώς θα μπορούσαμε να τα υπολογίσουμε. Μα αυτός έφτασε κιόλας. Και δω αρχίζει το ανέκδοτο.

—Πώς έφτασε! Μα πού τα βρήκε τα δισεκατομμύρια χρόνια;

—Νομίζεις τάχα πως μιλάμε για τούτη δω την τωρινή γη; Μα η σημερινή γη μπορεί να επαναλήφτηκε ένα δισεκατομμύριο φορές. Πέθαινε δηλαδή, πάγωνε, ράγιζε, γινόταν στάχτη, διαλυόταν στα εξ ων συνετέθη, πάλι το ύδωρ το «επάνω του στερεώματος», ύστερα πάλι κομήτης, πάλι ήλιος, πάλι από ήλιος γη —αυτή η εξέλιξη μπορεί να επαναλήφτηκε ατέλειωτες φορές κι όλα με τον ίδιο απαράλλαχτο τρόπο, ως την τελευταία λεπτομέρεια. Πλήξη ως την απρέπεια.

—Ε, λοιπόν, λοιπόν τι έγινε όταν έφτασε;

—Λοιπόν μόλις του ανοίξανε την πόρτα του Παραδείσου και μπήκε μέσα, πριν μείνει ακόμα δυο δευτερόλεπτα μέσα, —κι αυτό με. το ρολόι, με το ρολόι, σου λέω— (αν και το ρολόι του θα' πρεπε προ πολλού να 'χε αποσυντεθεί στα στοιχεία του στην τσέπη του καθ' οδόν) προτού μείνει μέσα δυο δευτερόλεπτα, αναφώνησε πως γι' αυτά τα δυο δευτερόλεπτα όχι μονάχα ένα τετράκις εκατομμύριο, μα ένα τετράκις εκατομμύριο τετράκις εκατομμυρίων αξίζει να περπατήσει κανείς και μάλιστα όλ' αυτά υψωμένα στην τετράκις εκατομμυριοστή δύναμη! Με δυο λόγια τραγούδησε ένα «ωσανά» και το παράκανε μάλιστα έτσι που μερικοί από κει, με σκέψεις ευγενικότερες, ούτε το χέρι δεν του δίνανε τον πρώτο καιρό: Πολύ βιάστηκε πια να μεταπηδήσει στους συντηρητικούς. Ρούσικη φύση, βλέπεις. Το ξαναλέω: είναι μύθος· όπως τ' άκουσα σου το λέω. Να λοιπόν τι αντιλήψεις έχουμε ακόμα κει πέρα γι' αυτά τα πράματα.

—Σ' έπιασα! ξεφώνισε ο Ιβάν με κάποια σχεδόν παιδική χαρά σα να θυμήθηκε κάτι: Αυτό το ανέκδοτο για το τετράκις εκατομμύριο των ετών εγώ ο ίδιος το σοφίστηκα! Ήμουν τότε δεκαεφτά χρονώ, ήμουν στο γυμνάσιο, —αυτό το ανέκδοτο το έφτιαξα τότε και το διηγήθηκα σ' ένα φίλο μου, το επίθετό του είναι Καρόβκιν, στη Μόσχα έγινε αυτό... Το ανέκδοτο είναι τόσο χαρακτηριστικό που δεν μπορούσα από πουθενά να το ξεσηκώσω. Το 'χα ξεχάσει πια... μα το θυμήθηκα τώρα ασυναίσθητα, —εγώ ο ίδιος το θυμήθηκα, δε μου το διηγήθηκες εσύ! Πώς σου 'ρχονται στη μνήμη μερικά πράματα ασυναίσθητα, ακόμα κί όταν σε πάνε για να σε εκτελέσουν... στον ύπνο μού ήρθε στο νου. Να, συ είσαι αυτό τ' όνειρο! Είσαι όνειρο και δεν υπάρχεις!

—Απ' τη μανία που μ' αυτήν μ' αρνιέσαι, γέλασε ο τζέντλεμαν πείθομαι πως παρ' όλ' αυτά πιστεύεις σε μένα.

—Καθόλου! Ούτε τόσο δα δεν πιστεύω. Ούτε ένα εκατοστό.

—Μα ένα χιλιοστό με πιστεύεις. Οι ομοιοπαθητικές δόσεις είναι ίσως οι πιο αποτελεσματικές. Παραδέξου πως πιστεύεις τουλάχιστο ένα δεκάκις χιλιοστό...

—Ούτε τόσα δα! φώναξε θυμωμένα ο Ιβάν. Για να λέμε την αλήθεια, θα 'θελα να πιστέψω σε σένα! πρόστεσε ξάφνου παράξενα.

—Βρε, βρε! Αυτό είναι ομολογία! Μα εγώ είμαι καλός, εγώ θα σε βοηθήσω και σε τούτο. Άκου, εγώ σ' έπιασα κι όχι εσύ εμένα! Επίτηδες σου διηγήθηκα το ίδιο σου το ανέκδοτο που το 'χες πια ξεχάσει για να χάσεις τελειωτικά κάθε πίστη σε μένα.

—Ψέματα λες! Ο σκοπός της εμφάνισής σου είναι να με πείσεις πως υπάρχεις.

—Ακριβώς. Μα η αμφιβολία, η ανησυχία, η πάλη της πίστης με την απιστία —είναι κάποτε ένα τέτοιο βάσανο για έναν άνθρωπο με συνείδηση σαν και σένα που καλύτερα να πάει να κρεμαστεί κανείς. Εγώ, ξέροντας πως πιστεύεις σε μένα μια σταλίτσα σου υπέβαλα κάποια τελική αμφιβολία με τη διήγηση αυτού του ανέκδοτου. Σε πηγαίνω διαδοχικά απ' την πίστη στην απιστία κι έχω το σκοπό μου κάνοντάς το αυτό. Καινούρια μέθοδος, βλέπεις. Γιατί όταν χάσεις κάθε πίστη σε μένα, τότε αμέσως θ' αρχίσεις να με βεβαιώνεις πως δεν είμαι όνειρο, μα υπάρχω πραγματικά, σε ξέρω καλά εγώ. Τότε εγώ θα πετύχω το σκοπό μου. Κι ο σκοπός μου είναι ευγενικός. Θα ρίξω μέσα σου έναν μικρούλικο σπόρο πίστης κι απ' αυτόν θα φυτρώσει δρυς —κι ακόμα μια τέτοια δρυς που εσύ, καθισμένος πάνω σ' αυτήν, θα θελήσεις να γίνεις αναχωρητής. Γιατί εσύ μέσα σου το θέλεις πολύ- πολύ αυτό, θα τρως ακρίδες, θα κουβαληθείς στην έρημο να σώσεις την ψυχή σου!

— Ώστε, κανάγια, για τη σωτηρία της ψυχής μου πασκίζεις, ε;

—Μα πρέπει κανείς καμιά φορά να κάνει καμιά καλή πράξη. Θυμώνεις, θυμώνεις, καθώς βλέπω!

—Μασκαρά! Και δοκίμασες ποτέ σου να βάλεις σε πειρασμό κάτι τέτοιους που τρώνε ακρίδες και μένουν δέκα κι είκοσι χρόνια στη γυμνή έρημο και προσεύχονται και βγάζουν μούχλα στο κορμί τους;

—Αμ, έκανα και τίποτ' άλλο, περιστεράκι μου; Όλο τον κόσμο και τους κόσμους μπορεί να τους ξεχάσεις μα έναν τέτοιο θα τον προσέξεις, γιατί είναι αφάνταστα πολύτιμο διαμάντι. Μια τέτοια ψυχή δα αξίζει καμιά φορά ολάκερο αστερισμό —εμείς, βλέπεις, έχουμε, δική μας αριθμητική. Η νίκη είναι πολύτιμη! Και μερικοί απ' αυτούς, μα το Θεό, δεν έχουν κατώτερη πνευματική ανάπτυξη από σένα, αν και δε θα το πιστέψεις αυτό: Τέτοιες αβύσσους πίστης κι απιστίας μπορούν ν' ατενίζουν την ίδια στιγμή που, μα την αλήθεια, είναι φορές που σου φαίνεται πως μια τρίχα ακόμα και θα «τουμπάρει» ο άνθρωπος, καθώς λέει κι ο ηθοποιός Γκορμπουνόβ.

—Ε, λοιπόν, και δε σου 'τυχε να σπάσεις τη μύτη σου;

—Φίλε μου, παρατήρησε αποφθεγματικά ο επισκέπτης, καλύτερα να σπάσεις τη μύτη σου παρά να μείνεις εντελώς χωρίς μύτη, όπως γίνεται καμιά φορά, όπως είπε τις προάλλες ένας άρρωστος μαρκήσιος στον πνευματικό του την ώρα της εξομολόγησης. (Ασφαλώς κάποιος ειδικός θα τον θεράπευε). Ήμουν εκεί και διασκέδασα πολύ. «Ξαναδώστε μου, του λέει, τη μύτη μου!» και χτυπιόταν κι έκλαιγε. «Τέκνον μου, πάει να ξεφύγει ο εξομολογητής, λόγω των ανεξιχνιάστων βουλών της Θείας Προνοίας τα πάντα αναπληρούνται και το ορατό κακό έχει καμιά φορά σα συνέπειά του ένα μεγάλο αν και αόρατο αγαθό. Αν η σκληρή ειμαρμένη στάθηκε αιτία να χάσετε τη μύτη σας, έχετε τούτη την ωφέλεια: Κανένας πια δε θα μπορέσει να σας τραβήξει από τη μύτη». «Άγιε πάτερ, αυτό δε με παρηγορεί καθόλου», αναφωνεί ο απελπισμένος. «Θα 'μουν απεναντίας ενθουσιασμένος κάθε μέρα της ζωής μου να με τραβάνε απ' τη μύτη, αρκεί να την είχα στη θέση της!» «Δεν πρέπει, τέκνον μου, ν' απαιτούμε όλα τ' αγαθά ταυτοχρόνως. Αυτό πλέον είναι μεμψιμοιρία εναντίον της Θείας Προνοίας ήτις ούτε από αυτής της απόψεως δε σας ελησμόνησε ποσώς. Γιατί αν πραγματικά το πιστεύετε, όπως φωνάξατε μόλις τώρα, πως θα 'σαστε ευχαριστημένος να σας τραβάνε κάθε μέρα τη μύτη τότε και πάλι πρέπει να 'στε ευχαριστημένος γιατί η επιθυμία σας έχει εμμέσως εισακουσθεί. Γιατί, έχοντας χάσει τη μύτη σας, είναι σα να σας την έχουν ξεκολλήσει απ' το παρατράβηγμα»...

—Φτου, τι ανόητο! φώναξε ο Ιβάν.

—Φίλε μου, ήθελα μονάχα να σε κάνω να γελάσεις, όμως σου ορκίζομαι πως όλ' αυτά δεν είναι άλλο από πραγματική ιησουίτικη καζουϊστική και πως όλα έγιναν κατά γράμμα όπως σου τα είπα. Αυτό το περιστατικό είναι πρόσφατο και μ' έβαλε σε πολλούς μπελάδες. Ο δύστυχος νέος, μόλις γύρισε στο σπίτι του, την ίδια κείνη νύχτα αυτοκτονήσει. Ήμουν κοντά του ως την τελευταία στιγμή. Όσο γι' αυτά τα εξομολογητήρια των Ιησουιτών ομολογώ πως είναι πραγματικά από τις πιο αγαπημένες μου διασκεδάσεις στις θλιβερές στιγμές της ζωής μου. Να ένα άλλο περιστατικό που συνέβηκε τις προάλλες. Έρχεται στο γεροεξομολογητή μια ξανθούλα Νορμανδούλα, κάπου είκοσι χρονώ. Μια ομορφιά, ένα κορμάκι και μια τσαχπινιά που να σου τρέχουν τα σάλια. Έσκυψε ψιθυρίζει απ' το παραθυράκι την αμαρτία της.

—Τι λέτε, κόρη μου, ώστε πάλι υποκύψατε εις τον πειρασμόν;» αναφωνεί ο εξομολογητής. «Ο, Sancta Maria, τι ακούω; Με άλλον τώρα; Μα ως πότε θα εξακολουθήσει αυτό και πώς δεν ντρέπεστε;» «Αh, mon père», απαντάει η αμαρτωλή με δάκρυα μεταμέλειας: «Ca lui fait tant de plaisir et à moi si peu de peine!» (Αυτό του δίνει τόση ευχαρίστηση και σε μένα τόσο λίγο κόπο.) Φαντάσου μια τέτοια απάντηση! Και γω ακόμα έκανα πίσω. Ήταν η φωνή της ίδιας της φύσης- μπορώ να πω πιο αθώο κι απ' την αθωότητα! Εγώ τη συγχώρεσα στη στιγμή και πήγα να φύγω μα αμέσως αναγκάστηκα να γυρίσω: Ακούω τον εξομολογητή να της ορίζει ραντεβού απ' το παραθυράκι για το βράδυ —κι ήταν γέρος ο αχρείος- βράχος ηθικής ήταν, κι όμως υπέκυψε στο λεπτό! Η φύση, η αλήθεια της φύσης επέβαλε τα δικαιώματά της. Τι στραβομουτσουνιάζεις πάλι; Πάλι θυμώνεις; Δεν ξέρω πια με τι μπορώ να σ' ευχαριστήσω.. .

— Άφησε με, σφυροκοπάς μέσα στο μυαλό μου σαν επίμονος εφιάλτης, αναστέναξε οδυνηρά ο Ιβάν, αδύναμος μπροστά στ' όραμά του- μου φέρνεις πλήξη. Είσαι κάτι ανυπόφορο και βασανιστικό! Θα 'δινα πολλά να μπορούσα να σε διώξω!

—Σου επαναλαμβάνω, μετρίασε τις απαιτήσεις σου, μη μου ζητάς «όλα τα μεγάλα και τα ωραία» και θα δεις πόσο καλά θα ταιριάξουμε, πρόφερε υποβλητικά ο τζέντλεμαν. Στην πραγματικότητα θυμώνεις μαζί μου γιατί δεν παρουσιάστηκα μέσα σε μια κόκκινη λάμψη, «αστράφτοντας και βροντώντας», με καψαλισμένα από τη φλόγα φτερά, μα ήρθα μ' αυτή την ταπεινή όψη. Σε πρόσβαλα πρώτα- πρώτα στην αισθητική σου κι ύστερα στην περηφάνια σου: Πώς δηλαδή, λες, μπόρεσε να μπει στο σπίτι ενός τόσο μεγάλου ανθρώπου ένας τέτοιος ψωροδιάβολος; Όχι, παρ' όλα όσα λες έχεις μέσα σου μια τόση δα ρομαντική χορδή που ο Μπιελίνσκη την έχει κιόλας καταχλευάσει. Τι να γίνει, νεαρέ μου; Όταν ετοιμαζόμουν να 'ρθω σε σένα σκεφτόμουν να εμφανιστώ έτσι για γούστο σα συνταξιούχος Κρατικός Σύμβουλος που υπηρέτησε στον Καύκασο, με τον Αστέρα του Δέοντος και του Ηλίου στο φράκο, μα φοβήθηκα γιατί θα μ' έσπαγες στο ξύλο μόνο και μόνο γιατί τόλμησα να καρφιτσώσω στο φράκο το Λέοντα και τον Ήλιο και δεν έβαλα τουλάχιστο τον Πολικό αστέρα ή τον Σείριο. Κι όλο λες πως είμαι ανόητος. Μα, Θεέ μου, εγώ δεν έχω την αξίωση να εξισωθώ μαζί σου στην εξυπνάδα. Ο Μεφιστοφελής, όταν παρουσιάστηκε στον Φάουστ, ομολόγησε πως θέλει το κακό μα κάνει μονάχα το καλό. Ε, άσ' τον να κάνει ό,τι θέλει, εγώ είμαι εντελώς διαφορετικός. Είμαι ίσως ο μοναδικός άνθρωπος σ' όλη τη φύση που αγαπάει την αλήθεια κι επιθυμεί ειλικρινά το καλό. Ήμουν παρών όταν ο Λόγος, που πέθανε στο Σταυρό, ανελήφθη στους ουρανούς έχοντας στις παλάμες του την ψυχή του σταυρωμένου στα δεξιά του ληστή· άκουγα τις χαρούμενες τσιριξιές των χερουβείμ που τραγουδούσαν το «ωσανά» και το μπουμπουνητό του ενθουσιασμού των σεραφείμ που τράνταζε τον ουρανό κι όλη τη δημιουργία. Και λοιπόν ορκίζομαι σ' ό,τι ιερό πως ήθελα να μπω και γω στη χορωδία και να φωνάξω μαζί μ' όλους «ωσανά»! Λίγο ακόμα και θα ξέφευγε απ' το στόμα μου — είμαι, καθώς ξέρεις δα, πολύ ευκολοσυγκίνητος και αισθητικά ευαίσθητος. Μα ο κοινός νους —το ατυχέστερο απ' τα φυσικά μου γνωρίσματα— με κράτησε και δω στα σωστά όρια κι έχασα την ευκαιρία! Γιατί τι θα γινόταν, σκέφτηκα την ίδια κείνη στιγμή, τι θα γινόταν ύστερ' απ' το δικό μου «ωσανά»; Αμέσως όλα θα σβήνανε στον κόσμο και δε θα συνέβαινε κανένα γεγονός. Και λοιπόν, μόνο και μόνο από υπηρεσιακό καθήκον κι απ' την κοινωνική μου θέση, υποχρεώθηκα να πνίξω μέσα μου την καλή στιγμή και να μείνω με τις βρομιές. Την τιμή του αγαθού κάποιος τη σφετερίζεται ολόκληρη για τον εαυτό του, εμένα μ' αφήνουν μονάχα τις βρομιές. Μα εγώ δε φθονώ την τιμή να ζω σαν τζαμπατζής. Δεν είμαι φιλόδοξος. Γιατί απ' όλα τα πλάσματα του κόσμου μονάχα εγώ έχω την κατάρα να με καταριούνται όλοι οι καθωσπρέπει άνθρωποι και μάλιστα να με κλοτσάνε; Γιατί, όταν ενσαρκώνομαι, είμαι υποχρεωμένος να υφίσταμαι και κάτι τέτοιες συνέπειες. Το ξέρω πως εδώ υπάρχει κάποιο μυστικό, μα το μυστικό αυτό με κανέναν τρόπο δεν θέλουν να μου το αποκαλύψουν γιατί τότε ίσως, όταν θα καταλάβω περί τίνος πρόκειται, θα φωνάξω «ωσανά» κι αμέσως θα εξαφανιστεί το απαραίτητο πλην κι όλος ο κόσμος θα σκέφτεται λογικά και τότε φυσικά θα 'ρθει το τέλος των πάντων, ακόμα και των περιοδικών και των εφημερίδων, γιατί ποιος θα γράφεται τότε πια συνδρομητής; Το ξέρω, στο τέλος θα κλείσω ειρήνη, θα περάσω και γω το τετράκις εκατομμύριό μου και θα μάθω το μυστικό. Μα, ώσπου να γίνει αυτό, μένω μουτρωμένος και με σφιγμένη καρδιά εκτελώ τον προορισμό μου: Να καταστρέφω χιλιάδες για να σωθεί ένας. Πόσες λόγου χάρη ψυχές χρειάστηκε να καταστραφούν και πόσες τίμιες υπολήψεις ν' ατιμαστούν, για να 'χουμε έναν μονάχα δίκαιο, τον Ιώβ, που μ' αυτόν με ντροπιάσανε τόσο μοχθηρά τω καιρώ εκείνω! Όχι, όσο δεν έχει αποκαλυφθεί το μυστικό για μένα, υπάρχουν δυο αλήθειες: εκείνη εκεί κάτω, η δική τους, που εγώ, προς το παρόν, δεν την ξέρω καθόλου, κι η άλλη, η δική μου. Κι ακόμα δεν ξέρουμε ποια απ' τις δυο είναι πιο εντάξει. Κοιμάσαι;

—Αυτό έλειπε να μην κοιμηθώ, αναστέναξε θυμωμένα ο Ιβάν. Καθετί το ανόητο που έχω εντός μου και που το 'ζησα πια προ πολλού, αλεσμένο στο μυαλό μου και πεταμένο σα βρομιά —μου το προσφέρεις σαν κάτι καινούριο!

—Πάλι δε σ' ευχαρίστησα! Και γω που έλεγα πως θα σε γοήτευα με το φιλολογικό μου ύφος: Αυτό το «ωσανά» στους ουρανούς δεν το πέτυχα ωραία; Ύστερα αυτός ο σαρκαστικός τόνος τώρα, α λα Χάινε, ε, ψέματα;

— Όχι, εγώ ποτέ δεν ήμουν τέτοιος λακές! Γιατί λοιπόν μπόρεσε η ψυχή μου να γεννήσει έναν τέτοιο λακέ σαν και σένα;

—Φίλε μου, ξέρω ένα έκτακτο, συμπαθητικό αρχοντόπουλο στη Ρωσία: νεαρό στοχαστή, μεγάλο λάτρη της λογοτεχνίας και των ωραίων πραγμάτων, συγγραφέα ενός έπους που υπόσχεται πολλά, με τον τίτλο Ο Μέγας Ιεροεξεταστής... Αυτόν μονάχα είχα υπ' όψη μου!

—Σου απαγορεύω να μιλάς για το Μέγα Ιεροεξεταστή, ξεφώνισε ο Ιβάν κατακόκκινος απ' την ντροπή του.

—Και για τη Γεωλογική Ανατροπή, θυμάσαι; Αυτό είναι κι αν είναι ποίημα.

—Σώπα, αλλιώς θα σε σκοτώσω!

—Εμένα θα σκοτώσεις; Όχι, με συγχωρείς, θα σου τα πω όλα. Ήρθα ίσα-ίσα για να προσφέρω στον εαυτό μου αυτή την ευχαρίστηση. Ω, αγαπώ τα ονειροπολήματα των φλογερών νεαρών φίλων μου που δονούνται ολάκεροι απ' τη δίψα της ζωής! «Εκείνοι κει οι καινούριοι άνθρωποι», σκεφτόσουν την περασμένη άνοιξη όταν ήσουν έτοιμος να 'ρθεις εδώ, «έχουν σκοπό να τα γκρεμίσουν, όλα και ν' αρχίσουν απ' την ανθρωποφαγία. Οι ανόητοι δε με ρωτούσαν εμένα! Κατά τη γνώμη μου δε χρειάζεται τίποτα να γκρεμίσουν, μα πρέπει μονάχα να γκρεμιστεί η ιδέα του Θεού μέσα στην ανθρωπότητα. Να από πού πρέπει ν' αρχίσουμε! Απ' αυτό, απ' αυτό πρέπει ν' αρχίσει κανείς —ω τυφλοί, που τίποτα δεν καταλαβαίνετε! Όταν η ανθρωπότητα ολόκληρη θ' απαρνηθεί το Θεό (και πιστεύω πως αυτή η περίοδος, αντίστοιχη με τις γεωλογικές, θα πραγματοποιηθεί), τότε από μόνη της, χωρίς ανθρωποφαγία, θα καταρρεύσει όλη η προηγούμενη κοσμοθεώρηση και, το σπουδαιότερο, όλη η παλαιά ηθική, και θα πραγματοποιηθεί το καινούριο. Οι άνθρωποι θα ενωθούν για να τα πάρουν όλα απ' τη ζωή, όλα όσα μπορεί να δώσει, μα οπωσδήποτε για την ευτυχία και τη χαρά σ' αυτόν εδώ τον κόσμο. Ο άνθρωπος θ' ανυψωθεί με το πνεύμα της θεϊκής, τιτανικής περηφάνειας και θα εμφανιστεί ο άνθρωπος-θεός. Θριαμβεύοντας πια απεριόριστα πάνω στη φύση, με τη θέλησή του και την επιστήμη του, ο άνθρωπος θα αισθάνεται μ' αυτό και μόνο κάθε ώρα μιαν απόλαυση τόσο μεγάλη που θα του αντικαταστήσει όλες τις ελπίδες για τις επουράνιες ηδονές. Ο καθένας θα μάθει πως είναι θνητός ολόκληρος, χωρίς ανάσταση, και θα δεχτεί το θάνατο περήφανα και ήρεμα, σα θεός. Από περηφάνια θα καταλάβει πως δεν υπάρχει λόγος να παραπονιέται για τ' ότι η ζωή είναι μια στιγμή και θ' αγαπήσει τον αδερφό του χωρίς πια ν' αναμένει καμιάν ανταμοιβή. Η αγάπη θα ικανοποιεί τη στιγμή μονάχα, μα η συναίσθηση ίσα ίσα της συντομίας της θα δυναμώσει και θα συγκεντρώσει τη φλόγα της τόσο όσο πρώτα σκορπιζότανε στις ελπίδες για αγάπη μεταθανάτια κι αιώνια»... Ε, και τα λοιπά, και τα λοιπά, στον ίδιο τόνο. Πολύ χαριτωμένα!

Ο Ιβάν καθόταν έχοντας κλείσει τ' αυτιά του με τα χέρια του και κοιτάζοντας χάμω, άρχισε όμως να τρέμει σύγκορμος. Η φωνή συνέχισε:

—Το πρόβλημα τώρα είναι τούτο, σκεφτόταν ο νεαρός μου στοχαστής: είναι δυνατό να 'ρθει ποτέ μια τέτοια περίοδος ή όχι; Αν έρθει, τότε όλα θα 'χουν ταχτοποιηθεί κι η ανθρωπότητα θα οργανωθεί οριστικά. Μα έχοντας υπ' όψη μας την ανθρώπινη ανοησία, μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα πως αυτό δε θα πραγματοποιηθεί ίσως ούτε ύστερ' από χίλια χρόνια. Μα σε κείνον που ξέρει από τώρα την αλήθεια επιτρέπεται να βολευτεί όπως του αρέσει πάνω στις νέες αρχές. Απ' αυτή την άποψη, σ' έναν τέτοιον άνθρωπο «όλα επιτρέπονται». Κι όχι μονάχα αυτό. Κι αν ακόμα αυτή η περίοδος δε θα φτάσει ποτέ, μια και παρ' όλ' αυτά Θεός και αθανασία δεν υπάρχουν, επιτρέπεται στον καινούριο άνθρωπο να γίνει άνθρωπος-θεός, έστω κι αν θα 'ναι ο μόνος σ' όλο τον κόσμο, και φυσικά με τον καινούργιο του τίτλο να υπερπηδήσει κάθε όριο παλαιάς ηθικής του πρώην δούλου ανθρώπου, αν χρειαστεί. Για το Θεό δεν υπάρχει νόμος! Εκεί που θα πατήσει ο Θεός, εκεί πια είναι θεϊκό το μέρος! Εκεί που θα σταθώ εγώ, εκεί θα γίνει αμέσως η πρώτη θέση... «Όλα επιτρέπονται», τελεία και παύλα. Όλ' αυτά είναι πολύ χαριτωμένα. Μονάχα μιας και θέλησες να γίνεις λωποδύτης, τι χρειαζόταν τότε η επικύρωση της αλήθειας; Μα τέτοιος είναι ο σύγχρονος Ρώσος μας: Χωρίς ηθική επικύρωση ούτε λωποδύτης δε θ' αποφασίσει να γίνει, τόσο πια την αγάπησε την αλήθεια...

Ο επισκέπτης μιλούσε, και φαίνεται πως τον παράσερνε η ευφράδειά του όλο και περισσότερο, υψώνοντας τη φωνή του και κοιτάζοντας ειρωνικά τον οικοδεσπότη. Μα δεν τα κατάφερε να τελειώσει: ο Ιβάν άρπαξε ξαφνικά απ' το τραπέζι το ποτήρι και το πέταξε με φόρα στο ρήτορα.

—Αh, mais c' est bête enfin: (Α, μα αυτό πια καταντάει κουτό!) αναφώνησε αυτός αναπηδώντας απ' το ντιβάνι και τινάζοντας από πάνω του τις σταγόνες του τσαγιού. Μου θύμισες το καλαμάρι του Λούθηρου. Με νομίζει για φάντασμα και πετάει ποτήρια στο φάντασμα. Αυτά πια είναι εντελώς γυναικεία καμώματα. Όμως εγώ έτσι και το υποπτευόμουνα: πως υποκρινόσουν ότι έκλεισες τ' αυτιά, σου, όμως εσύ μ' άκουγες...

Στο παράθυρο ακούστηκε ξάφνου ένας σταθερός κι επίμονος χτύπος. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πετάχτηκε απ' το ντιβάνι.

—Ακούς; Καλύτερα ν' ανοίξεις, φώναξε ο επισκέπτης· είναι ο αδερφός σου ο Αλιόσα που σου φέρνει την πιο αναπάντεχη και περίεργη είδηση. Κόβω το κεφάλι μου.

—Σώπα, απατεώνα, το 'ξερα πριν από σένα πως είναι ο Αλιόσα, τον προαισθανόμουνα, και φυσικά δεν ήρθε έτσι, και βέβαια κάποια «είδηση» θα φέρνει... αναφώνησε παράφορα ο Ιβάν.

— Άνοιξε, λοιπόν άνοιξέ του. Έχει χιονοθύελλα κι είναι αδερφός σου. Μοnsieur sait-il le temps qu' il fait? C' est à ne pas mettre un chien dehors... (Ξέρει ο κύριος τι καιρό κάνει;

Ούτε το σκύλο σου να βγάλεις έξω...)

Ο χτύπος συνεχιζόταν. Ο Ιβάν ήθελε να ορμήσει στο παράθυρο, μα κάτι σα να του 'δεσε ξαφνικά τα πόδια και τα χέρια. Έβαζε όλες του τις δυνάμεις να σπάσει τα δεσμά του, μάταια όμως. Ο χτύπος στο παράθυρο δυνάμωνε όλο και περισσότερο. Τέλος σπάσανε ξάφνου τα δεσμά κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πήδηξε πάνω. Κοίταξε άγρια γύρω του. Και τα δυο κεριά είχαν σχεδόν καεί, το ποτήρι που μόλις είχε πετάξει στον επισκέπτη του, ήταν μπροστά του, στο τραπέζι, και στο απέναντι ντιβάνι δεν ήταν κανένας. Ο χτύπος στο παράθυρο, αν και συνεχιζόταν επίμονος, δεν ήταν καθόλου τόσο δυνατός όπως του φαινόταν μόλις πριν από λίγο στον ύπνο του. Απεναντίας ήταν πολύ συγκρατημένος.

—Αυτό δεν είναι όνειρο! Όχι, τ' ορκίζομαι, δεν ήταν όνειρο, όλ' αυτά γίνανε μόλις τώρα! αναφώνησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

Όρμησε στο παράθυρο κι άνοιξε το φεγγίτη.

—Αλιόσα, σου είπα να μην έρθεις! φώναξε άγρια στον αδερφό του. Με δυο λόγια: τι θέλεις; Με δυο λόγια, ακούς;

—Εδώ και μιαν ώρα κρεμάστηκε ο Σμερντιακόβ, απάντησε απ' έξω ο Αλιόσα.

—Πήγαινε στο χαγιάτι, τώρα θα σ' ανοίξω, είπε ο Ιβάν και πήγε ν' ανοίξει στον Αλιόσα.


11. IX. Ο διάβολος Ο εφιάλτης του Ιβάν Φιοντόροβιτς

Δεν είμαι γιατρός, όμως αισθάνομαι πως ήρθε η στιγμή όπου μου είναι εντελώς απαραίτητο να εξηγήσω στον αναγνώστη έστω και λίγα πράματα απ' την αρρώστια του Ιβάν Φιοντόροβιτς. Προτρέχοντας θα πω ένα μονάχα: βρισκόταν τώρα, τούτο το βράδυ ακριβώς, στην παραμονή του ντελίριου που τελικά κυρίεψε τον από καιρό ξεχαρβαλωμένο οργανισμό του που ωστόσο αντιστεκόταν ακόμα. Μην ξέροντας τίποτα από ιατρική θα διακινδυνέψω να εκφράσω την υπόθεση πως ίσως και στ' αλήθεια με την τρομερή υπερένταση της θέλησής του κατάφερνε ως τα τότε ν' απομακρύνει την αρρώστια, ελπίζοντας φυσικά να τη νικήσει ολότελα. Το 'ξερε πως δεν είναι υγιής μα αποτροπιαζόταν να 'ναι άρρωστος κείνο τον καιρό, τη στιγμή που πλησίαζαν οι πιο αποφασιστικές στιγμές της ζωής του, όταν έπρεπε να δώσει το παρόν, να πει το λόγο του θαρραλέα κι αποφασιστικά και να «δικαιώσει τον εαυτό του μπροστά στον εαυτό του». Εδώ που τα λέμε, πήγε μια φορά στο γιατρό που 'ρθε απ' τη Μόσχα, που τον είχε καλέσει η Κατερίνα Ιβάνοβνα για κάποιο καπρίτσιο της που έχω αναφέρει προηγουμένως. Ο γιατρός τον άκουσε και τον εξέτασε κι έβγαλε το συμπέρασμα πως έχει κάποια εγκεφαλική διαταραχή και δεν απόρησε καθόλου με μια ομολογία που του 'κανε ο Ιβάν μ' αποτροπιασμό. «Οι παραισθήσεις στην κατάστασή σας είναι πολύ πιθανές, έβγαλε την απόφαση ο γιατρός, αν και θα 'πρεπε να τις εξετάσουμε... γενικά είναι απαραίτητο ν' αρχίσουμε σοβαρή θεραπεία χωρίς να χάνουμε στιγμή, αλλιώς θα πάμε άσκημα». Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, φεύγοντας απ' το γιατρό, δεν ακολούθησε τη σοφή συμβουλή του και δε θέλησε να μείνει στο κρεβάτι και ν' αρχίσει τη θεραπεία. «Αφού περπατάω, έχω δυνάμεις ακόμα, άμα πέσω —αλλάζει το πράμα. Τότε ας με θεραπεύσει όποιος θέλει», αποφάσισε. Κι έτσι καθόταν τώρα έχοντας σχεδόν ο ίδιος συνείδηση πως παραμιλάει και, όπως το είπα πια, κοιτάζοντας επίμονα κάποιο αντικείμενο στο ντιβάνι, στον απέναντι τοίχο. Εκεί βρέθηκε ξάφνου να κάθεται κάποιος που ένας Θεός ξέρει πώς μπήκε, γιατί δεν ήταν ακόμα στο δωμάτιο όταν ο Ιβάν Φιοντόροβιτς γύρισε απ' του Σμερντιακόβ. Ο κάποιος αυτός ήταν ένας κύριος, ή, για να πω καλύτερα, ένας γνωστού είδους Ρώσος τζέντλεμαν, όχι και πολύ-πολύ νέος, «qui faisait la cinquantaine», (σχεδόν πενηντάρης), όπως λένε οι Γάλλοι, με σκούρα μαλλιά κάπως ασπρισμένα μα αρκετά μακριά και πυκνά ακόμα και με μυτερό γενάκι. Φόραγε ένα καφέ σακάκι, που φαινόταν να 'χει ραφτεί απ' τον καλύτερο ράφτη, μα τριμμένο πια, ραμμένο από πρόπερσι πάνω κάτω, κι εντελώς ντεμοντέ, που οι. εύποροι κοσμικοί κύριοι έπαψαν να τα φοράνε εδώ και δυο χρόνια. Το πουκάμισο κι ο φαρδύς λαιμοδέτης, όλα ήταν πολύ σικ, μα, αν κοίταζε κανείς πιο προσεχτικά, θα 'βλεπε πως το πουκάμισο ήταν αρκετά λερωμένο κι ο φαρδύς λαιμοδέτης τριμμένος. Το καρό παντελόνι του επισκέπτη του 'ρχότανε κουτί μα ήταν και πάλι πολύ ανοιχτόχρωμο και κάπως πολύ στενό, έτσι που τώρα είχαν πάψει πια να τα φοράνε- το ίδιο και το μαλακό άσπρο καπέλο που δεν ταίριαζε καθόλου με την εποχή. Με δυο λόγια, είχε εμφάνιση αξιοπρεπούς κυρίου με μικρές όμως οικονομικές δυνατότητες. Έμοιαζε σαν ένας τζέντλεμαν απ' την κατηγορία των αργόσχολων κτηματιών που βρίσκονταν στην ακμή τους τον καιρό της δουλοπαροικίας. Φαινόταν πως είχε ζήσει στην καθωσπρέπει κοινωνία, θα 'χε κάποτε γνωριμίες κι ίσως να τις είχε διατηρήσει ως τα τώρα, μα σιγά σιγά με τις φτώχειες πέρασε η χαρούμενη ζωή της νεότητας και με την πρόσφατη κατάργηση της δουλοπαροικίας είχε γίνει, σα να πούμε, ένας αιώνιος φιλοξενούμενος που βολόδερνε στα σπίτια των καλών παλιών γνωστών του που τον δέχονταν για τον βολικό του χαρακτήρα —δεν είχε ποτέ του αντιρρήσεις— κι ακόμα γιατί, όσο να 'ναι, ήταν ευπρεπής άνθρωπος που μπορείς να τον βάλεις στο τραπέζι. σου όποιοι και να 'ναι οι συνδαιτημόνες, αν και φυσικά όχι στην καλύτερη θέση. Τέτοιοι φιλοξενούμενοι, με καλό χαρακτήρα τζέντλεμεν, που ξέρουν να διηγηθούν μιαν ιστορία, να συμπληρώσουν το καρέ στα χαρτιά, και που δεν αγαπούν να κάνουν καμιά δουλειά, είναι συνήθως τίποτα εργένηδες ή χήροι που μπορεί να 'χουν και παιδιά μα που τα παιδιά τους μεγαλώνουν πάντα κάπου μακριά, σε τίποτα θείες που γι' αυτές ο τζέντλεμαν ποτέ δε μιλάει σε καθωσπρέπει κύκλους σα να ντρέπεται κάπως για μια τέτοια συγγένεια. Τα παιδιά τα ξεσυνηθίζει σιγά-σιγά ολότελα, παίρνει σπάνια στα γενέθλιά του και τα Χριστούγεννα κανένα ευχητήριο κι είναι φορές που τους απαντάει. Τη φυσιογνωμία του αναπάντεχου επισκέπτη δε θα μπορούσες να την πεις καλόκαρδη μα ήταν συγκαταβατική και, κατά τις περιστάσεις, πρόθυμη να πάρει την κάθε ευγενική έκφραση. Ρολόι δεν είχε μα είχε ένα λορνιόν από ταρταρούγα που κρεμόταν από μια μαύρη κορδέλα. Στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού του φάνταζε ένα χοντρό χρυσό δαχτυλίδι με φτηνό οπάλι. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς σώπαινε μουτρωμένος και δεν ήθελε ν' ανοίξει κουβέντα. Ο επισκέπτης περίμενε και καθόταν ακριβώς σα φιλοξενούμενος που μόλις κατέβηκε απ' το πάνω πάτωμα, όπου του 'χαν παραχωρήσει ένα δωμάτιο, για να κάνει παρέα στους οικοδεσπότες στο τσάι, μα που σωπαίνει και κάθεται ήσυχος γιατί ο νοικοκύρης είναι απασχολημένος και σκεφτικός. Είναι ωστόσο έτοιμος για κάθε ευγενική συζήτηση, φτάνει να την άρχιζε ο νοικοκύρης. Ξάφνου το πρόσωπό του πήρε μιαν αναπάντεχη έκφραση ανησυχίας:

— Άκουσε, άρχισε να λέει στον Ιβάν Φιοντόροβιτς- με συγχωρείς, μονάχα για να στο θυμίσω το λέω: Πήγες στον Σμερντιακόβ με σκοπό να μάθεις για την Κατερίνα Ιβάνοβνα κι έφυγες χωρίς να μάθεις τίποτα, ξέχασες σίγουρα...

—Αχ, ναι...του ξέφυγε ξάφνου του Ιβάν και το πρόσωπό του σκοτείνιασε από έγνοια- ναι, ξέχασα... Εδώ που τα λέμε, τώρα πια δε με νοιάζει, όλα ες αύριον, πρόφερε μέσα του. Και συ, γύρισε κι είπε ερεθισμένα στον επισκέπτη, επρόκειτο να το θυμηθώ εγώ ο ίδιος γιατί αυτό ήταν που με στεναχωρούσε! Τι πετάγεσαι στη μέση; Νομίζεις πως θα το πιστέψω πως δεν το θυμήθηκα εγώ μα μου το υπέβαλες εσύ;

—Μην το πιστεύεις αν δε θέλεις, χαμογέλασε στοργικά ο τζέντλεμαν. Τι αξία έχει η πίστη με το στανιό; Γενικά στα ζητήματα της πίστης οι αποδείξεις δε βοηθούν και προπαντός οι υλικές. Ο Θωμάς δεν πίστεψε επειδή είδε τον αναστημένο Χριστό μα γιατί από πρώτα ήθελε να πιστέψει. Να, λόγου χάρη, οι πνευματιστές... τους αγαπάω πολύ... Φαντάσου, να υποθέτουνε πως είναι χρήσιμοι για την πίστη γιατί οι διάβολοι τους δείχνουν απ' τον άλλο κόσμο τα κερατάκια τους. «Αυτό, λένε, είναι απόδειξη (πώς να την πούμε;) υλική ότι υπάρχει ο άλλος κόσμος». Ο άλλος κόσμος και οι υλικές αποδείξεις! Τρέχα γύρευε! και στο κάτω-κάτω αν αποδείχτηκε ο διάβολος δεν ξέρουμε ακόμα αν αποδείχτηκε κι ο Θεός! Θέλω να εγγραφώ σ' έναν ιδεαλιστικό σύλλογο. Θα τους κάνω αντιπολίτευση: «Είμαι, θα λέω, ρεαλιστής κι όχι υλιστής, χεχε!»

—Άκου, είπε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς και ξάφνου σηκώθηκε απ' το τραπέζι. Τώρα σα να παραμιλάω... μα και βέβαια παραμιλάω... λέγε όσα ψέματα θέλεις, το ίδιο μου κάνει! Δε θα με κάνεις να παραφερθώ όπως την προηγούμενη φορά. Μονάχα που κάτι με κάνει να ντρέπομαι... Θέλω να κάνω βόλτες πάνω κάτω στο δωμάτιο... Είναι στιγμές που δε σε βλέπω κι ούτε τη φωνή σου ακούω, όπως την προηγούμενη φορά, μα πάντα μαντεύω τι μου κοπανάς γιατί εγώ, εγώ ο ίδιος τα λέω αυτά κι όχι εσύ! Δεν ξέρω μονάχα, κοιμόμουνα άραγε την περασμένη φορά ή σε είδα στον ξύπνο μου; Να, τώρα θα βρέξω το προσόψι με κρύο νερό και θα βάλω κομπρέσα στο κεφάλι μου- ίσως έτσι εξαφανιστείς.

Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πήγε στη γωνιά, πήρε το προσόψι, έκανε όπως είπε και με το βρεγμένο προσόψι στο κεφάλι άρχισε να πηγαινόρχεται στο δωμάτιο.

—Μ' αρέσει που αρχίσαμε να μιλάμε με το συ, άρχισε να λέει ο επισκέπτης.

—Βλάκα, γέλασε ο Ιβάν τι λοιπόν, θα σου μιλάω με το σεις δηλαδή; Τώρα είμαι εύθυμος, μονάχα που πονάω στα μελίγγια... και δω στην κορφή... μονάχα σε παρακαλώ μη μ' αρχίσεις τις φιλοσοφίες όπως την περασμένη φορά. Αν δεν μπορείς να μ' αδειάσεις τη γωνιά, τότε λέγε μου τίποτα πιο εύθυμο. Λέγε κουτσομπολιά —φιλοξενούμενος δεν είσαι;— κουτσομπόλεψε λοιπόν. Για κοίτα εφιάλτης που μου 'ρθε! Όμως εγώ δε σε φοβάμαι· θα σε υπερνικήσω. Δε θα με πάνε στο τρελοκομείο!

—C'est charmant —το «φιλοξενούμενος». Μα αυτό ακριβώς είμαι. Τι άλλο είμαι στη γη αν όχι φιλοξενούμενος; Α προπό, σ' ακούω κι απορώ λιγάκι. Μα το Θεό, αρχίζεις να με θεωρείς σαν κάτι το πραγματικό κι όχι μονάχα σα φαντασίωσή σου όπως επέμενες την άλλη φορά...

—Ούτε για μια στιγμή δε σε νόμισα για κάτι πραγματικό, ξεφώνισε κάπως μανιασμένα μάλιστα ο Ιβάν. Είσαι ψέμα, είσαι η αρρώστια μου, είσαι φάντασμα. Δεν ξέρω μονάχα πώς να σ' εξολοθρέψω και βλέπω πως είναι ανάγκη να υποφέρω για κάμποσον καιρό. Είσαι η παραίσθησή μου. Είσαι η ενσάρκωση του ίδιου του εαυτού μου ή μάλλον μιας μονάχα πλευράς μου... των σκέψεων και των συναισθημάτων μου, των πιο βρομερών και ανόητων όμως. Απ' αυτή την άποψη θα μπορούσες μάλιστα να μ' ενδιαφέρεις αν είχα βέβαια καιρό να χάνω μαζί σου...

—Μια στιγμή, μια στιγμή, θα σε διαψεύσω: όταν εκεί στο φανάρι τα 'βαλες με τον Αλιόσα και του φώναξες: «από κείνον τα 'μαθές, πού το 'μαθές πως αυτός έρχεται σπίτι μου;» Εμένα ήταν που θυμήθηκες τότε. Θα πει λοιπόν πως πίστεψες για λίγο ότι πραγματικά υπάρχω, γέλασε μαλακά ο τζέντλεμαν.

—Ναι, αυτό ήταν μια φυσική αδυναμία... μα εγώ δεν μπορούσα να πιστέψω σε σένα. Δεν ξέρω αν κοιμόμουνα ή περπατούσα την περασμένη φορά. Μπορεί τότε να σ' είδα στον ύπνο μου μονάχα και καθόλου στον ξύπνο...

—Και γιατί του φέρθηκες έτσι άγρια, του Αλιόσα λέω. Είναι τόσο συμπαθητικός! Κι έπειτα εγώ έφταιξα απέναντί του για το στάρετς Ζωσιμά.

—Μην πιάνεις στο στόμα σου τον Αλιόσα. Πώς τολμάς, λακέ! γέλασε πάλι ο Ιβάν.

—Βρίζεις και γελάς —καλό σημάδι. Για να λέμε την αλήθεια, σήμερα είσαι πολύ πιο ευγενικός μαζί μου απ' την περασμένη φορά, και καταλαβαίνω γιατί: αυτή η μεγάλη απόφαση...

—Σκασμός για την απόφαση! ξεφώνισε άγρια ο Ιβάν.

—Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, c'est noble, c' est charmant, (αυτό είναι ευγενικό, είναι γοητευτικό), πας να υπερασπίσεις αύριο τον αδερφό σου και θα θυσιάσεις τον εαυτό σου... c' est chevaleresque (είναι ιπποτικά).

—Σκασμός, θα σ' αρχίσω στις κλοτσιές!

—Από μιαν άποψη θα ευχαριστηθώ γιατί τότε θα πετύχω το σκοπό μου: Αν αρχίσεις τις κλοτσιές, θα πει πως πιστεύεις στην πραγματικότητά μου, γιατί ένα φάντασμα δεν το κλοτσάνε. Κι ας αφήσουμε τ' αστεία κατά μέρος: Το ίδιο μου κάνει στο κάτω-κάτω, βρίζε όσο θέλεις μα πάλι καλύτερα να 'σαι κάπως πιο ευγενικός, έστω και με μένα. Όλο βλάκα και λακέ με λες. Τι τρόπος!

—Βρίζοντας εσένα, βρίζω τον εαυτό μου! γέλασε πάλι ο Ιβάν. Εσύ είσαι γω, εγώ ο ίδιος, μονάχα μ' άλλο μούτρο. Λες εκείνο που εγώ το 'χω σκεφτεί πια... Και δεν μπορείς να μου πεις τίποτα καινούργιο!

—Αν οι σκέψεις μας συναντιώνται, τότε αυτό μονάχα τιμή μού κάνει, πρόφερε ο τζέντλεμαν με λεπτότητα κι αξιοπρέπεια. —Μονάχα που παίρνεις όλο τις κακές μου σκέψεις και, το σπουδαιότερο, τις ανόητες. Είσαι ανόητος και σαχλός. Είσαι τρομερά ανόητος. Όχι, δε θα μπορέσω να σε υποφέρω. Τι να κάνω, τι να κάνω; είπε ο Ιβάν τρίζοντας τα δόντια του.

—Φίλε μου, εγώ παρ' όλ' αυτά θέλω να μείνω τζέντλεμαν και να με θεωρούνε τέτοιο, άρχισε ο επισκέπτης με μιαν υποταχτική παραφορά, έτοιμος εκ των προτέρων για υποχώρηση και συμφιλίωση. Είμαι φτωχός μα... δε λέω πως είμαι πολύ τίμιος, μα... συνήθως στην κοινωνία το 'χουν σαν αξίωμα πως είμαι ένας έκπτωτος άγγελος. Μα το Θεό, δεν μπορώ να φανταστώ πως μπορούσα να 'μουν άγγελος ποτέ μου. Κι αν ήμουνα ακόμα καμιά φορά, θα 'γινε, φαίνεται, εδώ και τόσα χρόνια που δεν είναι κι αμαρτία να το ξεχάσεις. Τώρα μ' ενδιαφέρει να 'χω την υπόληψη ενός καθωσπρέπει ανθρώπου, και ζω όπως τύχει, προσπαθώντας να 'μαι ευχάριστος. Τους ανθρώπους τους αγαπάω ειλικρινά —ω, μ' έχουν πολύ συκοφαντήσει! Εδώ, όταν καμιά φορά έρχομαι και μένω ανάμεσά σας, η ζωή μου περνάει σαν κάτι το πραγματικό κι αυτό μ' αρέσει περισσότερο απ' όλα. Γιατί και γω όπως και συ υποφέρω απ' το φανταστικό και γι' αυτό αγαπώ τον επίγειο ρεαλισμό σας·. Εδώ στον κόσμο το δικό σας όλα είναι χαραγμένα, όλα είναι φόρμουλες, όλα γεωμετρία, ενώ σε μας, κάτι ακαθόριστες συναρτήσεις! Εδώ περπατάω κι ονειροπολώ. Μ' αρέσει να ονειροπολώ. Ακόμα, στη γη γίνομαι και προληπτικός —μη γελάς, σε παρακαλώ: Αυτό ίσα-ίσα μ' αρέσει, να γίνομαι δηλαδή προληπτικός. Εδώ παίρνω όλες σας τις συνήθειες. Άρχισε να μ' αρέσει να πηγαίνω στο χαμάμ, (μπορείς να το φανταστείς αυτό;) και μ' αρέσει ν' ατμίζομαι με τους εμπόρους και τους παπάδες. Τ' όνειρό μου είναι να ενσαρκωθώ —μα τελειωτικά και αμετάκλητα— σε καμιά χοντρή εμπόρισσα που να ζυγίζει καμιά εκατοστή οκάδες και να πιστέψω σ' όλα όσα πιστεύει αυτή. Το ιδανικό μου είναι να μπω στην εκκλησία και ν' ανάψω ένα κερί με καθαρή συνείδηση, μα το Θεό, έτσι είναι. Τότε θα πάψουν τα βάσανά μου.

Έπειτα, άρχισε να μ' αρέσει να υποβάλλομαι σε θεραπείες. Την άνοιξη, που είχαμε επιδημία ευλογιάς, πήγα και γω στο Βρεφοκομείο κι έκανα μπόλι —να 'ξερες τι ευχαρίστηση δοκίμασα κείνη τη μέρα: έδωσα μάλιστα δέκα ρούβλια υπέρ των σλάβων αδελφών!... Μα συ δεν ακούς. Ξέρεις, σήμερα σα να μη σε βλέπω καλά, σώπασε για λίγο ο τζέντλεμαν. Ξέρω, πήγες χτες σε κείνον το γιατρό... λοιπόν πώς είναι η υγεία σου;

Τι σου είπε ο γιατρός;

—Βλάκα, είπε απότομα ο Ιβάν.

—Ναι, τάχα συ είσαι καλύτερος. Πάλι βρίζεις; Μη. νομίζεις πως σε λυπάμαι, έτσι για να γίνεται κουβέντα σε ρωτάω.. Αν δε θες μην απαντάς. Τώρα πάλι έχουμε τους ρευματισμούς...

—Βλάκα, ξανάπε πάλι ο Ιβάν.

— Όλο τα ίδια μου κοπανάς, μα εγώ άρπαξα πέρσι τέτοιους ρευματισμούς που ως τα τώρα τους θυμάμαι.

—Διάβολος και ρευματισμοί;

—Και γιατί όχι, αφού μερικές φορές ενσαρκώνομαι; Ενσαρκώνομαι και υφίσταμαι τις συνέπειες. Σατανάς sum et nihil humanum a me alien putoο. (Σατανάς είμαι και νομίζω πως τίποτα το ανθρώπινο δε μου είναι ξένο).

—Πώς, πώς; Σατανάς sum et nihil humanum... αυτό δεν είναι τόσο ανόητο για ένα διάβολο!

—Χαίρομαι που σ' ευχαρίστησα επιτέλους.

—Κι όμως αυτό δεν το πήρες από μένα, σταμάτησε ξάφνου ο Ιβάν σα να 'χε εκπλαγεί αυτό ποτέ μου δεν το σκέφτηκα, είναι παράξενο...

—C' est du nouveau, n' est-ce pas? (Είναι κάτι καινούργιο έτσι δεν είναι;) Αυτή τη φορά θα φερθώ τίμια και θα σου εξηγήσω. Άκου: στον ύπνο του, και ιδιαίτερα στους εφιάλτες, ε, ας πούμε από κοιλόπονο ή ό,τι άλλο, βλέπει καμιά φορά ο άνθρωπος τόσο καλλιτεχνικά όνειρα, τόσο πολύπλοκα και ρεαλιστικά, τόσα γεγονότα και μάλιστα ολόκληρον κόσμο από γεγονότα, δεμένα μεταξύ τους με μια τέτοια πλοκή, με τόσο αναπάντεχες λεπτομέρειες, αρχίζοντας από τις ανώτερες εκδηλώσεις σας και τελειώνοντας στο κουμπί του μανικετιού σας που, στ' ορκίζομαι, ούτε ο Λέων Τολστόη δε θα μπορούσε να τα φανταστεί. Και παρ' όλ' αυτά βλέπουν καμιά φορά τέτοια όνειρα άνθρωποι που δεν είναι καθόλου συγγραφείς, μα εντελώς συνηθισμένοι άνθρωποι, δημόσιοι υπάλληλοι επιφυλλιδογράφοι, παπάδες... Αυτό μάλιστα καταντάει πρόβλημα: ένας υπουργός μού ομολόγησε πως οι καλύτερες ιδέες του 'ρχονται όταν κοιμάται. Ε, λοιπόν έτσι έγινε και τώρα. Αν κι είμαι η παραίσθησή σου, ωστόσο, όπως και στον εφιάλτη, λέω πράγματα πρωτότυπα, που δεν τα σκέφτηκες ως τα τώρα, έτσι που δεν επαναλαμβάνω καθόλου τις σκέψεις σου- μα παρ' όλ' αυτά είμαι ο εφιάλτης σου και τίποτ' άλλο.

—Λες ψέματα. Ο σκοπός σου είναι να με πείσεις πως υπάρχεις αυτός καθ' αυτός κι όχι πως είσαι εφιάλτης μου, και να που τώρα επιβεβαιώνεις ο ίδιος πως είσαι μια φαντασίωση.

—Φίλε μου, σήμερα είπα ν' ακολουθήσω ιδιαίτερη μέθοδο, αργότερα, θα στα κάνω λιανά. Στάσου, πού σταμάτησα; Ναι, τότε άρπαξα ένα κρυολόγημα, όμως όχι εδώ σε σας μα όταν ήμουν ακόμα εκεί...

—Πού εκεί; Πες μου, θα μείνεις πολύ ακόμα δω πέρα, δεν μπορείς να ξεκουμπιστείς; αναφώνησε σχεδόν απελπισμένος ο Ιβάν.

Σταμάτησε να κόβει βόλτες, κάθισε στο ντιβάνι, έβαλε πάνω στο τραπέζι τους αγκώνες του κι έσφιξε το κεφάλι του. Έβγαλε το βρεμένο προσόψι και με απογοήτευση το 'ριξε δίπλα: ήταν φανερό πως δεν τον ωφελούσε.

—Τα νεύρα σου είναι χαλασμένα, παρατήρησε ο τζέντλεμαν χωρίς τσιριμόνιες, μ' εντελώς φιλικό μολαταύτα τόνο· θυμώνεις μαζί μου ακόμα και για το ότι μπόρεσα να κρυολογήσω. Κι όμως έγινε κι αυτό με τον πιο φυσικό τρόπο. Βιαζόμουνα τότε να προφτάσω μια διπλωματική εσπερίδα στην Πετρούπολη, σε μιας κυρίας της ανώτερης κοινωνίας, που επιδίωκε να γίνει υπουργίνα. Φυσικά φράκο, άσπρος λαιμοδέτης, γάντια... κι όμως βρισκόμουν ακόμα ένας Θεός ξέρει πού και για να 'ρθω εδώ στη γη έπρεπε να πετάξω ένα διάστημα... βέβαια γι' αυτό δε χρειαζόταν παρά μονάχα μια στιγμή μα κι η αχτίδα του φωτός απ' τον ήλιο κάνει οχτώ ολάκερα λεπτά για να 'ρθει και γω, φαντάσου... φράκο κι ανοιχτό γιλέκο. Τα πνεύματα βέβαια δεν παγώνουν, μα όταν είμαι ενσαρκωμένος, τότε... με δυο λόγια φέρθηκα επιπόλαια, ξεκίνησα, και, ξέρεις, εκεί στο διάστημα, στον αιθέρα, σ' αυτό το ύδωρ το «επάνω του στερεώματος» —σου κάνει μια παγωνιά, δηλαδή τι παγωνιά— αυτό πια δεν μπορείς να το πεις παγωνιά, φαντάσου: Εκατόν πενήντα βαθμοί κάτω απ' το μηδέν! Θα το ξέρεις βέβαια το χωρατό που κάνουν τα κορίτσια στα χωριά: Με τριάντα βαθμούς κρύο προτείνουν σ' έναν πρωτάρη να γλείψει το τσεκούρι. Η γλώσσα παγώνει αμέσως, κολλάει στο σίδερο κι ο βλάκας την ξεγδέρνει μέχρις αίματος. Αυτό στους τριάντα βαθμούς. Στους εκατόν πενήντα; Υποθέτω πως μονάχα το δάχτυλο ν' ακουμπήσεις στο τσεκούρι θα χαθεί ολόκληρο αν... μπορούσε να βρεθεί τσεκούρι κει πέρα...

—Μπορεί να βρεθεί τσεκούρι κει πέρα; τον διέκοψε ξάφνου ο Ιβάν Φιοντόροβιτς αφηρημένα και με σιχαμάρα. Αντιστεκόταν μ' όλη του τη δύναμη να μην πιστέψει στο παραμιλητό του και να μην πέσει τελειωτικά στην τρέλα.

—Τσεκούρι; ξαναρώτησε ο επισκέπτης μ' απορία.

—Μα ναι, τι θα γίνει κει το τσεκούρι; με κάποιο άγριο κι επίμονο πείσμα ξεφώνισε ξάφνου ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

—Τι θα γίνει στο διάστημα το τσεκούρι; Quelle idée! Αν βρεθεί κάπου μακρύτερα, τότε θ' αρχίσει, νομίζω, να περιφέρεται γύρω απ' τη γη, χωρίς το ίδιο να ξέρει γιατί, σα δορυφόρος. Οι αστρονόμοι θα υπολογίσουν την Ανατολή και τη Δύση του τσεκουριού, ο Γκατσούπ* (Εκδότης λαϊκών ημερολογίων.) θα το καταγράψει στο ημερολόγιο κι αυτό θα 'ναι όλο.

—Είσαι ανόητος, είσαι τρομερά ανόητος! είπε με πείσμα ο Ιβάν. Λέγε πιο έξυπνα ψέματα αλλιώς δε θα κάτσω να σ' ακούω. Θέλεις να με νικήσεις με το ρεαλισμό, να με πείσεις πως υπάρχεις, μα εγώ δε θέλω να πιστέψω πως υπάρχεις! Δε θα το πιστέψω! !

—Μα δε λέω ψέματα, όλα αλήθεια είναι. Δυστυχώς η αλήθεια σχεδόν πάντα δεν είναι πνευματώδης. Εσύ, καθώς βλέπω, περιμένεις από μένα κάτι μεγαλειώδες ίσως και πανώριο. Κρίμα, γιατί εγώ δίνω μονάχα αυτό που μπορώ...

— Άσε τις φιλοσοφίες, γάιδαρε!

—Βρε, τι φιλοσοφίες μου λες, που όλο το δεξί μου πλευρό έχει πιαστεί, και στενάζω και βογγάω; Γύρισα όλους τους γιατρούς: Κάνουν περίφημη διάγνωση, θα σου αναπτύξουν απ' έξω κι ανακατωτά όλη την αρρώστια σου, μα να σε θεραπεύσουν δεν ξέρουν. Μου 'τυχε εδώ κι ένας ενθουσιώδης φοιτητάκος. Κι αν πεθάνετε ακόμα, μου λέει, θα ξέρετε όμως πλέρια από τι αρρώστια πεθάνατε. Έπειτα είναι κι αυτή η μανία τους να σε στέλνουν σε ειδικούς: Εμείς, σου λένε, θα κάνουμε μονάχα τη διάγνωση μα σεις να πάτε στον τάδε ειδικό, αυτός θα σας θεραπεύσει. Σε βεβαιώνω πως δεν υπάρχει πια ο γιατρός του παλιού τύπου που σε γιάτρευε από κάθε αρρώστια. Τώρα έχουμε μονάχα τους ειδικούς και βλέπεις τις αγγελίες τους στις εφημερίδες. Αν τύχει και σου πονέσει η μύτη, σε στέλνουν στο Παρίσι: Εκεί, μάτια μου, ένας ευρωπαίος ειδικός θεραπεύει μύτες. Φτάνεις στο Παρίσι και σου εξετάζει τη μύτη: Εγώ, θα σας πει, μπορώ μονάχα τον δεξιό ρώθωνα να σας γιατρέψω γιατί δε θεραπεύω τους αριστερούς ρώθωνας, αυτό δεν είναι ειδικότης μου, μα πηγαίνετε ύστερα στη Βιέννη, εκεί ο τάδε ειδικός θα σας αποθεραπεύσει τον αριστερό ρώθωνα. Τι να κάνεις; Προσέτρεξα στα λαϊκά μέσα, ένας Γερμανός γιατρός με συμβούλεψε να πάω στο χαμάμ, να ξαπλώσω στο πατάρι και να τριφτώ με μέλι κι αλάτι. Εγώ μόνο και μόνο για να πάω άλλη μια φορά, πήγα: Πασαλείφτηκα ολόκληρος μα καμιά ωφέλεια. Απ' την απελπισία μου έγραψα στον κόμη Ματέι στο Μιλάνο: Μου 'στειλε ένα βιβλίο και κάτι σταγόνες, ο Θεός να τον έχει καλά. Και φαντάσου, απ' το μαλτς-εκστράκτ του Γκοφ είδα καλό! Τ' αγόρασα στην τύχη, ήπια ενάμιση μπουκαλάκι κι έγινα περδίκι. Αποφάσισα το δίχως άλλο να δημοσιέψω ένα «ευχαριστήριο» στις εφημερίδες, μίλησε, βλέπεις, το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης και, φαντάσου, εδώ πια άρχισε άλλη ιστορία: Καμιά εφημερίδα δεν το δεχότανε! «Θα δείξει, μου λένε, πως είμαστε οπισθοδρομικοί, κανένας δε θα το πιστέψει, le diable n' existe point, (ο διάβολος δεν υπάρχει.) Καλύτερα, με συμβουλεύουνε, να το γράψετε ανώνυμα». Μα τι ευχαριστήριο θα 'ναι αυτό, αν θα 'ναι ανώνυμο; Αστειεύτηκα με τους υπαλλήλους: «Στην εποχή μας είναι οπισθοδρομικό να πιστεύεις σε Θεό, μα εγώ είμαι διάβολος κι επιτρέπεται να με πιστεύεις». «Σας καταλαβαίνουμε, μου λένε-και ποιος δεν πιστεύει στο διάβολο, μα και πάλι δε γίνεται, δεν είναι σωστό, μπορεί να βλάψει. Μήπως θέλετε να το δημοσιεύσουμε εν είδει αστείου;» Μα σαν αστείο, σκέφτηκα, δε θα 'ναι έξυπνο. Έτσι δεν το δημοσιεύσανε. Και το πιστεύεις τάχα; Μου 'μεινε βάρος στην καρδιά. Τα καλύτερα συναισθήματά μου, όπως λόγου χάρη την ευγνωμοσύνη, μου είναι ρητά απαγορευμένο να τα εκφράσω μόνο και μόνο λόγω της κοινωνικής μου θέσης.

—Πάλι τις φιλοσοφίες μ' άρχισες! έτριξε με μίσος τα δόντια του ο Ιβάν.

—Ο Θεός να με φυλάει, μα δε γίνεται να μην πω και γω τον καημό μου καμιά φορά. Είμαι συκοφαντημένος άνθρωπος. Να, εσύ κάθε λίγο και λιγάκι μου λες πως είμαι ανόητος. Πώς φαίνεσαι πως είσαι νεαρός! Φίλε μου, το παν δεν είναι το μυαλό! Έχω από φυσικού μου καλή κι εύθυμη καρδιά. «Γράφω και γω κάτι κωμειδύλλια...»* (*Φράση του Χλεστακόβ απ' τον Επιθεωρητή του Γκόγκολ) Φαίνεται πως εσύ με παίρνεις για ασπρομάλλη Χλεστακόβ, μα η μοίρα μου είναι πολύ πιο σοβαρή. Από κάποια προαιώνια προσταγή, που ποτέ δεν μπόρεσα να την ξεδιαλύνω, έχω ταχθεί να «αρνιέμαι», ενώ εγώ είμαι ειλικρινής, καλόκαρδος και καθόλου ικανός για άρνηση. «Όχι, σου λένε, πρέπει ν' αρνιέσαι· χωρίς την άρνηση δε θα υπάρχει κριτική», και τι περιοδικό θα 'ναι αυτό αν δεν έχει «στήλη κριτικής»; Χωρίς κριτική θα υπάρχει μονάχα ένα «ωσανά». Μα για τη ζωή δε φτάνει μονάχα το «ωσανά», πρέπει αυτό το «ωσανά» να περάσει απ' την κάμινο της αμφιβολίας κ.τ.λ., τράβα κορδόνι. Εγώ εξάλλου δεν ανακατεύομαι σ' όλ' αυτά, δεν τα 'φτιαξα εγώ και δεν έχω καμιάν ευθύνη. Έτσι λοιπόν διαλέξανε έναν αποδιοπομπαίο τράγο, τον αναγκάσανε να γράφει τη στήλη της κριτικής κι έτσι προέκυψε η ζωή. Εμείς την καταλαβαίνουμε αυτή την κωμωδία: Εγώ λόγου χάρη απαιτώ απλά και σκέτα την εκμηδένισή μου. Όχι, ζήσε, μου λένε, γιατί χωρίς εσένα δε θα υπάρχει τίποτα. Αν στη γη όλα ήταν λογικά, τότε τίποτα δε θα γινόταν. Χωρίς εσένα δε θα υπάρχει κανένα γεγονός και πρέπει να υπάρχουν γεγονότα. Να λοιπόν που φροντίζω με σφιγμένη καρδιά να υπάρχουν γεγονότα και δημιουργώ το παράλογο κατόπιν διαταγής. Οι άνθρωποι παίρνουν όλη αυτή την κωμωδία για κάτι σοβαρό, παρ' όλο το μυαλό που αναμφισβήτητα έχουν. Αυτή είναι κι η τραγωδία τους. Και λοιπόν υποφέρουν βέβαια μα... παρ' όλ' αυτά ζουν, ζουν πραγματικά, όχι φανταστικά. Γιατί ο πόνος είναι ακριβώς η ζωή. Χωρίς πόνο τι ευχαρίστηση θα 'χε η ζωή; Όλα θα μεταβάλλονταν σε μιαν ατέλειωτη ευχαριστήρια δέηση. Αυτό είναι άγιο, μα και κάπως πληχτικό.

Όμως εγώ; Εγώ πονώ μα και πάλι δε ζω. Είμαι το X σε μιαν αόριστη εξίσωση. Είμαι ένα φάσμα ζωής που έχασε την αρχή και 'το τέλος του και στο τέλος ξέχασε και το ίδιο τ' όνομά του. Γελάς... όχι δε γελάς, πάλι θυμώνεις. Εσύ όλο θυμώνεις, θέλεις όλο εξυπνάδες μα εγώ πάλι, σου ξαναλέω, θα χάριζα όλη αυτή την υπέραστρον ζωήν, όλες τις τιμές και τ' αξιώματα για να ενσαρκωθώ σε μια εμπόρισσα χοντρή εκατό οκάδες και ν' ανάβω κεράκια στην εκκλησία.

—Τι; Και συ δεν πιστεύεις στο Θεό; χαμογέλασε με μίσος ο Ιβάν.

—Δηλαδή πώς να σου το πω, αν βέβαια μιλάς σοβαρά···

—Υπάρχει Θεός ή όχι, φώναξε πάλι ο Ιβάν με άγρια επιμονή.

— Ώστε σοβαρά λοιπόν το λες; Καλούλη μου, μα το Θεό, δεν ξέρω, να που είπα μεγάλο λόγο.

—Δεν ξέρεις και βλέπεις το Θεό; Όχι, εσύ δεν είσαι αυτός καθ' αυτός, εσύ είσαι εγώ, είσαι εγώ και τίποτ' άλλο! Είσαι ένα τίποτα, είσαι η φαντασία μου!

—Δηλαδή, αν το θέλεις, έχω την ίδια φιλοσοφία με σένα, αυτό είναι αλήθεια. Je pense donc je suis (σκέπτομαι άρα υπάρχω), αυτό το ξέρω θετικά, όσο για τ' άλλα που είναι γύρω μου, όλοι αυτοί οι κόσμοι, ο Θεός κι ο Σατανάς ακόμα, όλ' αυτά για μένα δεν είναι αποδειγμένα αν υπάρχουν αυτά καθ' αυτά ή αν είναι μονάχα μια δική μου φαντασίωση, προσωρινή κι ατομικά δική μου... με δυο λόγια σταματάω γιατί, καθώς φαίνεται, θα ορμήσεις καταπάνω μου.

—Δε λες κανένα ανέκδοτο καλύτερα! πρόφερε πονεμένα ο Ιβάν.

—Υπάρχει ένα ανέκδοτο και ίσα-ίσα πάνω στο θέμα μας, δηλαδή δεν είναι ανέκδοτο μα ένας μύθος. Με κατηγορείς για την απιστία μου. «Βλέπεις μα δεν πιστεύεις», μου λες. Μα, φίλε μου, δεν είμαι γω μονάχα τέτοιος, σε μας εκεί τώρα όλοι έχουν χάσει τα νερά τους κι όλ' αυτά απ' τις επιστήμες σας. Όσο ήταν ακόμα τα άτομα, οι πέντε αισθήσεις, τα τέσσερα στοιχεία, ε, όσο να 'ναι βολεύονταν τα πράματα. Τ' άτομα δα υπήρχαν και στον αρχαίο κόσμο. Μα σα μάθανε κει σε μας πως ανακαλύψατε σεις εδώ το «χημικόν μόριον» και το «πρωτόπλασμα» κι ένας διάολος ξέρει τι ακόμα, τότε και μεις βάλαμε την ουρά στα σκέλια. Έγινε μια πραγματική σαλάτα και, το κυριότερο, προλήψεις, κουτσομπολιά. Γιατί και σε μας τα κουτσομπολιά είναι όσα και σε σας, μάλιστα και κάτι περισσότερα. Και τέλος οι καταγγελίες, γιατί βλέπεις πως και μεις έχουμε ένα τέτοιο Τμήμα όπου δέχονται τις γνωστού είδους «πληροφορίες». Να λοιπόν αυτός ο εξωφρενικός μύθος του μεσαίωνά μας —του δικού μας, όχι του δικού σας— που κανένας δεν τον πιστεύει ούτε και σε μας, εκτός απ' τις χοντρομπαλούδες εμπόρισσες, δηλαδή και πάλι όχι τις δικές σας μα τις δικές μας. Όλα όσα έχετε σεις τα 'χουμε και μεις — αυτό πια μπορώ να στ' αποκαλύψω σα φίλος που είσαι αν κι είναι μυστικό απαγορευμένο. Ο μύθος είναι για τον Παράδεισο. Υπήρχε, λέει, εδώ στη γη σας ένας κάποιος στοχαστής και φιλόσοφος που «όλα τ' αρνιότανε, νόμους, συνείδηση, πίστη μα το κυριότερο τη μέλλουσα ζωή». Πέθανε, νόμιζε πως θα βυθιστεί στο θάνατο και στην ανυπαρξία, όμως να 'σου μπροστά του η μέλλουσα ζωή. Τα 'χασε κι αγανάκτησε- «αυτό, λέει, αντίκειται προς τας πεποιθήσεις μου». Γι' αυτό λοιπόν και τον καταδικάσανε... δηλαδή, με συγχωρείς, σου λέω αυτά που άκουσα, όλ' αυτά είναι ένας μύθος και τίποτα παραπάνω τον καταδικάσανε λοιπόν να περπατήσει στο σκοτάδι ένα τετράκις εκατομμύριο χιλιόμετρα (τα βέρστια τα καταργήσαμε και μεις) κι όταν τελειώσει αυτό το τετράκις εκατομμύριο, τότε θα του ανοίξουν τις πύλες του Παραδείσου και θα του τα συγχωρέσουν όλα...

—Τι άλλα βασανιστήρια έχετε κει πέρα εκτός απ' το τετράκις εκατομμύριο; τον διέκοψε ο Ιβάν με κάποια παράξενη ζωηρότητα.

—Τι βασανιστήρια; Αχ, μην τα ρωτάς: Πρώτα ήταν έτσι κι έτσι, μα τώρα όλο ηθικά βασανιστήρια είναι σε χρήση, οι «τύψεις συνειδήσεως» κι όλες αυτές οι σαχλαμάρες. Κι αυτό από σας το πήραμε, απ' την «εξημέρωση των ηθών» σας. Ε, και ποιος κέρδισε λοιπόν; Κέρδισαν μονάχα οι ασυνείδητοι, γιατί τι τύψεις συνείδησης μπορεί να 'χει ένας που δεν έχει καθόλου συνείδηση; Αντίθετα την έπαθαν οι καθωσπρέπει άνθρωποι που είχαν ακόμα συνείδηση και τιμή... Αυτό θα 'πει να κάνεις μεταρρυθμίσεις σε απροετοίμαστο έδαφος και μάλιστα αντιγραμμένες από ξένα συστήματα —μονάχα βλάβη είναι! Το παλιό πυρ το εξώτερον θα 'ταν καλύτερα. Το λοιπόν κείνος ο καταδικασμένος ξαπλώθηκε καταμεσής του δρόμου: «Δε θέλω να" περπατήσω, δε θα πάω από ζήτημα αρχών!» Πάρε την ψυχή ενός μορφωμένου Ρώσου αθεϊστή κι ανακάτεψέ την με την ψυχή του προφήτη Ιωνά που έκατσε κακιωμένος μέσα στην κοιλιά του κήτους τρεις μέρες και τρεις νύχτες και θα 'χεις το χαρακτήρα αυτουνού του στοχαστή που ξαπλώθηκε στο δρόμο.

—Πάνω σε τι ξαπλώθηκε;

—Ε, κάτι θα υπήρχε για να ξαπλωθεί. Δε γελάς;

—Μπράβο του! φώναξε ο Ιβάν με την ίδια πάντα παράξενη ζωηρότητα.

Τώρα άκουγε με κάποιαν αναπάντεχη περιέργεια...

—Τι απόγινε λοιπόν; Είναι ακόμα κει πέρα ξαπλωμένος;

—Αυτό είναι, πως δεν είναι. Έμεινε κει ξαπλωμένος κάπου χίλια χρόνια κι ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε.

—Βρε, το γάιδαρο! αναφώνησε ο Ιβάν γελώντας νευρικά, σα να προσπαθούσε να υπολογίσει κάτι. Δεν είναι τάχα το ίδιο να μείνεις ξαπλωμένος αιώνια ή να. περπατήσεις ένα τετράκις εκατομμύριο βέρστια; Είναι κάπου ένα δισεκατομμύριο χρόνια πεζοπορία.

—Και πολύ περισσότερα μάλιστα, μονάχα που δεν έχουμε κανένα μολυβάκι και χαρτί, αλλιώς θα μπορούσαμε να τα υπολογίσουμε. Μα αυτός έφτασε κιόλας. Και δω αρχίζει το ανέκδοτο.

—Πώς έφτασε! Μα πού τα βρήκε τα δισεκατομμύρια χρόνια;

—Νομίζεις τάχα πως μιλάμε για τούτη δω την τωρινή γη; Μα η σημερινή γη μπορεί να επαναλήφτηκε ένα δισεκατομμύριο φορές. Πέθαινε δηλαδή, πάγωνε, ράγιζε, γινόταν στάχτη, διαλυόταν στα εξ ων συνετέθη, πάλι το ύδωρ το «επάνω του στερεώματος», ύστερα πάλι κομήτης, πάλι ήλιος, πάλι από ήλιος γη —αυτή η εξέλιξη μπορεί να επαναλήφτηκε ατέλειωτες φορές κι όλα με τον ίδιο απαράλλαχτο τρόπο, ως την τελευταία λεπτομέρεια. Πλήξη ως την απρέπεια.

—Ε, λοιπόν, λοιπόν τι έγινε όταν έφτασε;

—Λοιπόν μόλις του ανοίξανε την πόρτα του Παραδείσου και μπήκε μέσα, πριν μείνει ακόμα δυο δευτερόλεπτα μέσα, —κι αυτό με. το ρολόι, με το ρολόι, σου λέω— (αν και το ρολόι του θα' πρεπε προ πολλού να 'χε αποσυντεθεί στα στοιχεία του στην τσέπη του καθ' οδόν) προτού μείνει μέσα δυο δευτερόλεπτα, αναφώνησε πως γι' αυτά τα δυο δευτερόλεπτα όχι μονάχα ένα τετράκις εκατομμύριο, μα ένα τετράκις εκατομμύριο τετράκις εκατομμυρίων αξίζει να περπατήσει κανείς και μάλιστα όλ' αυτά υψωμένα στην τετράκις εκατομμυριοστή δύναμη! Με δυο λόγια τραγούδησε ένα «ωσανά» και το παράκανε μάλιστα έτσι που μερικοί από κει, με σκέψεις ευγενικότερες, ούτε το χέρι δεν του δίνανε τον πρώτο καιρό: Πολύ βιάστηκε πια να μεταπηδήσει στους συντηρητικούς. Ρούσικη φύση, βλέπεις. Το ξαναλέω: είναι μύθος· όπως τ' άκουσα σου το λέω. Να λοιπόν τι αντιλήψεις έχουμε ακόμα κει πέρα γι' αυτά τα πράματα.

—Σ' έπιασα! ξεφώνισε ο Ιβάν με κάποια σχεδόν παιδική χαρά σα να θυμήθηκε κάτι: Αυτό το ανέκδοτο για το τετράκις εκατομμύριο των ετών εγώ ο ίδιος το σοφίστηκα! Ήμουν τότε δεκαεφτά χρονώ, ήμουν στο γυμνάσιο, —αυτό το ανέκδοτο το έφτιαξα τότε και το διηγήθηκα σ' ένα φίλο μου, το επίθετό του είναι Καρόβκιν, στη Μόσχα έγινε αυτό... Το ανέκδοτο είναι τόσο χαρακτηριστικό που δεν μπορούσα από πουθενά να το ξεσηκώσω. Το 'χα ξεχάσει πια... μα το θυμήθηκα τώρα ασυναίσθητα, —εγώ ο ίδιος το θυμήθηκα, δε μου το διηγήθηκες εσύ! Πώς σου 'ρχονται στη μνήμη μερικά πράματα ασυναίσθητα, ακόμα κί όταν σε πάνε για να σε εκτελέσουν... στον ύπνο μού ήρθε στο νου. Να, συ είσαι αυτό τ' όνειρο! Είσαι όνειρο και δεν υπάρχεις!

—Απ' τη μανία που μ' αυτήν μ' αρνιέσαι, γέλασε ο τζέντλεμαν πείθομαι πως παρ' όλ' αυτά πιστεύεις σε μένα.

—Καθόλου! Ούτε τόσο δα δεν πιστεύω. Ούτε ένα εκατοστό.

—Μα ένα χιλιοστό με πιστεύεις. Οι ομοιοπαθητικές δόσεις είναι ίσως οι πιο αποτελεσματικές. Παραδέξου πως πιστεύεις τουλάχιστο ένα δεκάκις χιλιοστό...

—Ούτε τόσα δα! φώναξε θυμωμένα ο Ιβάν. Για να λέμε την αλήθεια, θα 'θελα να πιστέψω σε σένα! πρόστεσε ξάφνου παράξενα.

—Βρε, βρε! Αυτό είναι ομολογία! Μα εγώ είμαι καλός, εγώ θα σε βοηθήσω και σε τούτο. Άκου, εγώ σ' έπιασα κι όχι εσύ εμένα! Επίτηδες σου διηγήθηκα το ίδιο σου το ανέκδοτο που το 'χες πια ξεχάσει για να χάσεις τελειωτικά κάθε πίστη σε μένα.

—Ψέματα λες! Ο σκοπός της εμφάνισής σου είναι να με πείσεις πως υπάρχεις.

—Ακριβώς. Μα η αμφιβολία, η ανησυχία, η πάλη της πίστης με την απιστία —είναι κάποτε ένα τέτοιο βάσανο για έναν άνθρωπο με συνείδηση σαν και σένα που καλύτερα να πάει να κρεμαστεί κανείς. Εγώ, ξέροντας πως πιστεύεις σε μένα μια σταλίτσα σου υπέβαλα κάποια τελική αμφιβολία με τη διήγηση αυτού του ανέκδοτου. Σε πηγαίνω διαδοχικά απ' την πίστη στην απιστία κι έχω το σκοπό μου κάνοντάς το αυτό. Καινούρια μέθοδος, βλέπεις. Γιατί όταν χάσεις κάθε πίστη σε μένα, τότε αμέσως θ' αρχίσεις να με βεβαιώνεις πως δεν είμαι όνειρο, μα υπάρχω πραγματικά, σε ξέρω καλά εγώ. Τότε εγώ θα πετύχω το σκοπό μου. Κι ο σκοπός μου είναι ευγενικός. Θα ρίξω μέσα σου έναν μικρούλικο σπόρο πίστης κι απ' αυτόν θα φυτρώσει δρυς —κι ακόμα μια τέτοια δρυς που εσύ, καθισμένος πάνω σ' αυτήν, θα θελήσεις να γίνεις αναχωρητής. Γιατί εσύ μέσα σου το θέλεις πολύ- πολύ αυτό, θα τρως ακρίδες, θα κουβαληθείς στην έρημο να σώσεις την ψυχή σου!

— Ώστε, κανάγια, για τη σωτηρία της ψυχής μου πασκίζεις, ε;

—Μα πρέπει κανείς καμιά φορά να κάνει καμιά καλή πράξη. Θυμώνεις, θυμώνεις, καθώς βλέπω!

—Μασκαρά! Και δοκίμασες ποτέ σου να βάλεις σε πειρασμό κάτι τέτοιους που τρώνε ακρίδες και μένουν δέκα κι είκοσι χρόνια στη γυμνή έρημο και προσεύχονται και βγάζουν μούχλα στο κορμί τους;

—Αμ, έκανα και τίποτ' άλλο, περιστεράκι μου; Όλο τον κόσμο και τους κόσμους μπορεί να τους ξεχάσεις μα έναν τέτοιο θα τον προσέξεις, γιατί είναι αφάνταστα πολύτιμο διαμάντι. Μια τέτοια ψυχή δα αξίζει καμιά φορά ολάκερο αστερισμό —εμείς, βλέπεις, έχουμε, δική μας αριθμητική. Η νίκη είναι πολύτιμη! Και μερικοί απ' αυτούς, μα το Θεό, δεν έχουν κατώτερη πνευματική ανάπτυξη από σένα, αν και δε θα το πιστέψεις αυτό: Τέτοιες αβύσσους πίστης κι απιστίας μπορούν ν' ατενίζουν την ίδια στιγμή που, μα την αλήθεια, είναι φορές που σου φαίνεται πως μια τρίχα ακόμα και θα «τουμπάρει» ο άνθρωπος, καθώς λέει κι ο ηθοποιός Γκορμπουνόβ.

—Ε, λοιπόν, και δε σου 'τυχε να σπάσεις τη μύτη σου;

—Φίλε μου, παρατήρησε αποφθεγματικά ο επισκέπτης, καλύτερα να σπάσεις τη μύτη σου παρά να μείνεις εντελώς χωρίς μύτη, όπως γίνεται καμιά φορά, όπως είπε τις προάλλες ένας άρρωστος μαρκήσιος στον πνευματικό του την ώρα της εξομολόγησης. (Ασφαλώς κάποιος ειδικός θα τον θεράπευε). Ήμουν εκεί και διασκέδασα πολύ. «Ξαναδώστε μου, του λέει, τη μύτη μου!» και χτυπιόταν κι έκλαιγε. «Τέκνον μου, πάει να ξεφύγει ο εξομολογητής, λόγω των ανεξιχνιάστων βουλών της Θείας Προνοίας τα πάντα αναπληρούνται και το ορατό κακό έχει καμιά φορά σα συνέπειά του ένα μεγάλο αν και αόρατο αγαθό. Αν η σκληρή ειμαρμένη στάθηκε αιτία να χάσετε τη μύτη σας, έχετε τούτη την ωφέλεια: Κανένας πια δε θα μπορέσει να σας τραβήξει από τη μύτη». «Άγιε πάτερ, αυτό δε με παρηγορεί καθόλου», αναφωνεί ο απελπισμένος. «Θα 'μουν απεναντίας ενθουσιασμένος κάθε μέρα της ζωής μου να με τραβάνε απ' τη μύτη, αρκεί να την είχα στη θέση της!» «Δεν πρέπει, τέκνον μου, ν' απαιτούμε όλα τ' αγαθά ταυτοχρόνως. Αυτό πλέον είναι μεμψιμοιρία εναντίον της Θείας Προνοίας ήτις ούτε από αυτής της απόψεως δε σας ελησμόνησε ποσώς. Γιατί αν πραγματικά το πιστεύετε, όπως φωνάξατε μόλις τώρα, πως θα 'σαστε ευχαριστημένος να σας τραβάνε κάθε μέρα τη μύτη τότε και πάλι πρέπει να 'στε ευχαριστημένος γιατί η επιθυμία σας έχει εμμέσως εισακουσθεί. Γιατί, έχοντας χάσει τη μύτη σας, είναι σα να σας την έχουν ξεκολλήσει απ' το παρατράβηγμα»...

—Φτου, τι ανόητο! φώναξε ο Ιβάν.

—Φίλε μου, ήθελα μονάχα να σε κάνω να γελάσεις, όμως σου ορκίζομαι πως όλ' αυτά δεν είναι άλλο από πραγματική ιησουίτικη καζουϊστική και πως όλα έγιναν κατά γράμμα όπως σου τα είπα. Αυτό το περιστατικό είναι πρόσφατο και μ' έβαλε σε πολλούς μπελάδες. Ο δύστυχος νέος, μόλις γύρισε στο σπίτι του, την ίδια κείνη νύχτα αυτοκτονήσει. Ήμουν κοντά του ως την τελευταία στιγμή. Όσο γι' αυτά τα εξομολογητήρια των Ιησουιτών ομολογώ πως είναι πραγματικά από τις πιο αγαπημένες μου διασκεδάσεις στις θλιβερές στιγμές της ζωής μου. Να ένα άλλο περιστατικό που συνέβηκε τις προάλλες. Έρχεται στο γεροεξομολογητή μια ξανθούλα Νορμανδούλα, κάπου είκοσι χρονώ. Μια ομορφιά, ένα κορμάκι και μια τσαχπινιά που να σου τρέχουν τα σάλια. Έσκυψε ψιθυρίζει απ' το παραθυράκι την αμαρτία της.

—Τι λέτε, κόρη μου, ώστε πάλι υποκύψατε εις τον πειρασμόν;» αναφωνεί ο εξομολογητής. «Ο, Sancta Maria, τι ακούω; Με άλλον τώρα; Μα ως πότε θα εξακολουθήσει αυτό και πώς δεν ντρέπεστε;» «Αh, mon père», απαντάει η αμαρτωλή με δάκρυα μεταμέλειας: «Ca lui fait tant de plaisir et à moi si peu de peine!» (Αυτό του δίνει τόση ευχαρίστηση και σε μένα τόσο λίγο κόπο.) Φαντάσου μια τέτοια απάντηση! Και γω ακόμα έκανα πίσω. Ήταν η φωνή της ίδιας της φύσης- μπορώ να πω πιο αθώο κι απ' την αθωότητα! Εγώ τη συγχώρεσα στη στιγμή και πήγα να φύγω μα αμέσως αναγκάστηκα να γυρίσω: Ακούω τον εξομολογητή να της ορίζει ραντεβού απ' το παραθυράκι για το βράδυ —κι ήταν γέρος ο αχρείος- βράχος ηθικής ήταν, κι όμως υπέκυψε στο λεπτό! Η φύση, η αλήθεια της φύσης επέβαλε τα δικαιώματά της. Τι στραβομουτσουνιάζεις πάλι; Πάλι θυμώνεις; Δεν ξέρω πια με τι μπορώ να σ' ευχαριστήσω.. .

— Άφησε με, σφυροκοπάς μέσα στο μυαλό μου σαν επίμονος εφιάλτης, αναστέναξε οδυνηρά ο Ιβάν, αδύναμος μπροστά στ' όραμά του- μου φέρνεις πλήξη. Είσαι κάτι ανυπόφορο και βασανιστικό! Θα 'δινα πολλά να μπορούσα να σε διώξω!

—Σου επαναλαμβάνω, μετρίασε τις απαιτήσεις σου, μη μου ζητάς «όλα τα μεγάλα και τα ωραία» και θα δεις πόσο καλά θα ταιριάξουμε, πρόφερε υποβλητικά ο τζέντλεμαν. Στην πραγματικότητα θυμώνεις μαζί μου γιατί δεν παρουσιάστηκα μέσα σε μια κόκκινη λάμψη, «αστράφτοντας και βροντώντας», με καψαλισμένα από τη φλόγα φτερά, μα ήρθα μ' αυτή την ταπεινή όψη. Σε πρόσβαλα πρώτα- πρώτα στην αισθητική σου κι ύστερα στην περηφάνια σου: Πώς δηλαδή, λες, μπόρεσε να μπει στο σπίτι ενός τόσο μεγάλου ανθρώπου ένας τέτοιος ψωροδιάβολος; Όχι, παρ' όλα όσα λες έχεις μέσα σου μια τόση δα ρομαντική χορδή που ο Μπιελίνσκη την έχει κιόλας καταχλευάσει. Τι να γίνει, νεαρέ μου; Όταν ετοιμαζόμουν να 'ρθω σε σένα σκεφτόμουν να εμφανιστώ έτσι για γούστο σα συνταξιούχος Κρατικός Σύμβουλος που υπηρέτησε στον Καύκασο, με τον Αστέρα του Δέοντος και του Ηλίου στο φράκο, μα φοβήθηκα γιατί θα μ' έσπαγες στο ξύλο μόνο και μόνο γιατί τόλμησα να καρφιτσώσω στο φράκο το Λέοντα και τον Ήλιο και δεν έβαλα τουλάχιστο τον Πολικό αστέρα ή τον Σείριο. Κι όλο λες πως είμαι ανόητος. Μα, Θεέ μου, εγώ δεν έχω την αξίωση να εξισωθώ μαζί σου στην εξυπνάδα. Ο Μεφιστοφελής, όταν παρουσιάστηκε στον Φάουστ, ομολόγησε πως θέλει το κακό μα κάνει μονάχα το καλό. Ε, άσ' τον να κάνει ό,τι θέλει, εγώ είμαι εντελώς διαφορετικός. Είμαι ίσως ο μοναδικός άνθρωπος σ' όλη τη φύση που αγαπάει την αλήθεια κι επιθυμεί ειλικρινά το καλό. Ήμουν παρών όταν ο Λόγος, που πέθανε στο Σταυρό, ανελήφθη στους ουρανούς έχοντας στις παλάμες του την ψυχή του σταυρωμένου στα δεξιά του ληστή· άκουγα τις χαρούμενες τσιριξιές των χερουβείμ που τραγουδούσαν το «ωσανά» και το μπουμπουνητό του ενθουσιασμού των σεραφείμ που τράνταζε τον ουρανό κι όλη τη δημιουργία. Και λοιπόν ορκίζομαι σ' ό,τι ιερό πως ήθελα να μπω και γω στη χορωδία και να φωνάξω μαζί μ' όλους «ωσανά»! Λίγο ακόμα και θα ξέφευγε απ' το στόμα μου — είμαι, καθώς ξέρεις δα, πολύ ευκολοσυγκίνητος και αισθητικά ευαίσθητος. Μα ο κοινός νους —το ατυχέστερο απ' τα φυσικά μου γνωρίσματα— με κράτησε και δω στα σωστά όρια κι έχασα την ευκαιρία! Γιατί τι θα γινόταν, σκέφτηκα την ίδια κείνη στιγμή, τι θα γινόταν ύστερ' απ' το δικό μου «ωσανά»; Αμέσως όλα θα σβήνανε στον κόσμο και δε θα συνέβαινε κανένα γεγονός. Και λοιπόν, μόνο και μόνο από υπηρεσιακό καθήκον κι απ' την κοινωνική μου θέση, υποχρεώθηκα να πνίξω μέσα μου την καλή στιγμή και να μείνω με τις βρομιές. Την τιμή του αγαθού κάποιος τη σφετερίζεται ολόκληρη για τον εαυτό του, εμένα μ' αφήνουν μονάχα τις βρομιές. Μα εγώ δε φθονώ την τιμή να ζω σαν τζαμπατζής. Δεν είμαι φιλόδοξος. Γιατί απ' όλα τα πλάσματα του κόσμου μονάχα εγώ έχω την κατάρα να με καταριούνται όλοι οι καθωσπρέπει άνθρωποι και μάλιστα να με κλοτσάνε; Γιατί, όταν ενσαρκώνομαι, είμαι υποχρεωμένος να υφίσταμαι και κάτι τέτοιες συνέπειες. Το ξέρω πως εδώ υπάρχει κάποιο μυστικό, μα το μυστικό αυτό με κανέναν τρόπο δεν θέλουν να μου το αποκαλύψουν γιατί τότε ίσως, όταν θα καταλάβω περί τίνος πρόκειται, θα φωνάξω «ωσανά» κι αμέσως θα εξαφανιστεί το απαραίτητο πλην κι όλος ο κόσμος θα σκέφτεται λογικά και τότε φυσικά θα 'ρθει το τέλος των πάντων, ακόμα και των περιοδικών και των εφημερίδων, γιατί ποιος θα γράφεται τότε πια συνδρομητής; Το ξέρω, στο τέλος θα κλείσω ειρήνη, θα περάσω και γω το τετράκις εκατομμύριό μου και θα μάθω το μυστικό. Μα, ώσπου να γίνει αυτό, μένω μουτρωμένος και με σφιγμένη καρδιά εκτελώ τον προορισμό μου: Να καταστρέφω χιλιάδες για να σωθεί ένας. Πόσες λόγου χάρη ψυχές χρειάστηκε να καταστραφούν και πόσες τίμιες υπολήψεις ν' ατιμαστούν, για να 'χουμε έναν μονάχα δίκαιο, τον Ιώβ, που μ' αυτόν με ντροπιάσανε τόσο μοχθηρά τω καιρώ εκείνω! Όχι, όσο δεν έχει αποκαλυφθεί το μυστικό για μένα, υπάρχουν δυο αλήθειες: εκείνη εκεί κάτω, η δική τους, που εγώ, προς το παρόν, δεν την ξέρω καθόλου, κι η άλλη, η δική μου. Κι ακόμα δεν ξέρουμε ποια απ' τις δυο είναι πιο εντάξει. Κοιμάσαι;

—Αυτό έλειπε να μην κοιμηθώ, αναστέναξε θυμωμένα ο Ιβάν. Καθετί το ανόητο που έχω εντός μου και που το 'ζησα πια προ πολλού, αλεσμένο στο μυαλό μου και πεταμένο σα βρομιά —μου το προσφέρεις σαν κάτι καινούριο!

—Πάλι δε σ' ευχαρίστησα! Και γω που έλεγα πως θα σε γοήτευα με το φιλολογικό μου ύφος: Αυτό το «ωσανά» στους ουρανούς δεν το πέτυχα ωραία; Ύστερα αυτός ο σαρκαστικός τόνος τώρα, α λα Χάινε, ε, ψέματα;

— Όχι, εγώ ποτέ δεν ήμουν τέτοιος λακές! Γιατί λοιπόν μπόρεσε η ψυχή μου να γεννήσει έναν τέτοιο λακέ σαν και σένα;

—Φίλε μου, ξέρω ένα έκτακτο, συμπαθητικό αρχοντόπουλο στη Ρωσία: νεαρό στοχαστή, μεγάλο λάτρη της λογοτεχνίας και των ωραίων πραγμάτων, συγγραφέα ενός έπους που υπόσχεται πολλά, με τον τίτλο Ο Μέγας Ιεροεξεταστής... Αυτόν μονάχα είχα υπ' όψη μου!

—Σου απαγορεύω να μιλάς για το Μέγα Ιεροεξεταστή, ξεφώνισε ο Ιβάν κατακόκκινος απ' την ντροπή του.

—Και για τη Γεωλογική Ανατροπή, θυμάσαι; Αυτό είναι κι αν είναι ποίημα.

—Σώπα, αλλιώς θα σε σκοτώσω!

—Εμένα θα σκοτώσεις; Όχι, με συγχωρείς, θα σου τα πω όλα. Ήρθα ίσα-ίσα για να προσφέρω στον εαυτό μου αυτή την ευχαρίστηση. Ω, αγαπώ τα ονειροπολήματα των φλογερών νεαρών φίλων μου που δονούνται ολάκεροι απ' τη δίψα της ζωής! «Εκείνοι κει οι καινούριοι άνθρωποι», σκεφτόσουν την περασμένη άνοιξη όταν ήσουν έτοιμος να 'ρθεις εδώ, «έχουν σκοπό να τα γκρεμίσουν, όλα και ν' αρχίσουν απ' την ανθρωποφαγία. Οι ανόητοι δε με ρωτούσαν εμένα! Κατά τη γνώμη μου δε χρειάζεται τίποτα να γκρεμίσουν, μα πρέπει μονάχα να γκρεμιστεί η ιδέα του Θεού μέσα στην ανθρωπότητα. Να από πού πρέπει ν' αρχίσουμε! Απ' αυτό, απ' αυτό πρέπει ν' αρχίσει κανείς —ω τυφλοί, που τίποτα δεν καταλαβαίνετε! Όταν η ανθρωπότητα ολόκληρη θ' απαρνηθεί το Θεό (και πιστεύω πως αυτή η περίοδος, αντίστοιχη με τις γεωλογικές, θα πραγματοποιηθεί), τότε από μόνη της, χωρίς ανθρωποφαγία, θα καταρρεύσει όλη η προηγούμενη κοσμοθεώρηση και, το σπουδαιότερο, όλη η παλαιά ηθική, και θα πραγματοποιηθεί το καινούριο. Οι άνθρωποι θα ενωθούν για να τα πάρουν όλα απ' τη ζωή, όλα όσα μπορεί να δώσει, μα οπωσδήποτε για την ευτυχία και τη χαρά σ' αυτόν εδώ τον κόσμο. Ο άνθρωπος θ' ανυψωθεί με το πνεύμα της θεϊκής, τιτανικής περηφάνειας και θα εμφανιστεί ο άνθρωπος-θεός. Θριαμβεύοντας πια απεριόριστα πάνω στη φύση, με τη θέλησή του και την επιστήμη του, ο άνθρωπος θα αισθάνεται μ' αυτό και μόνο κάθε ώρα μιαν απόλαυση τόσο μεγάλη που θα του αντικαταστήσει όλες τις ελπίδες για τις επουράνιες ηδονές. Ο καθένας θα μάθει πως είναι θνητός ολόκληρος, χωρίς ανάσταση, και θα δεχτεί το θάνατο περήφανα και ήρεμα, σα θεός. Από περηφάνια θα καταλάβει πως δεν υπάρχει λόγος να παραπονιέται για τ' ότι η ζωή είναι μια στιγμή και θ' αγαπήσει τον αδερφό του χωρίς πια ν' αναμένει καμιάν ανταμοιβή. Η αγάπη θα ικανοποιεί τη στιγμή μονάχα, μα η συναίσθηση ίσα ίσα της συντομίας της θα δυναμώσει και θα συγκεντρώσει τη φλόγα της τόσο όσο πρώτα σκορπιζότανε στις ελπίδες για αγάπη μεταθανάτια κι αιώνια»... Ε, και τα λοιπά, και τα λοιπά, στον ίδιο τόνο. Πολύ χαριτωμένα!

Ο Ιβάν καθόταν έχοντας κλείσει τ' αυτιά του με τα χέρια του και κοιτάζοντας χάμω, άρχισε όμως να τρέμει σύγκορμος. Η φωνή συνέχισε:

—Το πρόβλημα τώρα είναι τούτο, σκεφτόταν ο νεαρός μου στοχαστής: είναι δυνατό να 'ρθει ποτέ μια τέτοια περίοδος ή όχι; Αν έρθει, τότε όλα θα 'χουν ταχτοποιηθεί κι η ανθρωπότητα θα οργανωθεί οριστικά. Μα έχοντας υπ' όψη μας την ανθρώπινη ανοησία, μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα πως αυτό δε θα πραγματοποιηθεί ίσως ούτε ύστερ' από χίλια χρόνια. Μα σε κείνον που ξέρει από τώρα την αλήθεια επιτρέπεται να βολευτεί όπως του αρέσει πάνω στις νέες αρχές. Απ' αυτή την άποψη, σ' έναν τέτοιον άνθρωπο «όλα επιτρέπονται». Κι όχι μονάχα αυτό. Κι αν ακόμα αυτή η περίοδος δε θα φτάσει ποτέ, μια και παρ' όλ' αυτά Θεός και αθανασία δεν υπάρχουν, επιτρέπεται στον καινούριο άνθρωπο να γίνει άνθρωπος-θεός, έστω κι αν θα 'ναι ο μόνος σ' όλο τον κόσμο, και φυσικά με τον καινούργιο του τίτλο να υπερπηδήσει κάθε όριο παλαιάς ηθικής του πρώην δούλου ανθρώπου, αν χρειαστεί. Για το Θεό δεν υπάρχει νόμος! Εκεί που θα πατήσει ο Θεός, εκεί πια είναι θεϊκό το μέρος! Εκεί που θα σταθώ εγώ, εκεί θα γίνει αμέσως η πρώτη θέση... «Όλα επιτρέπονται», τελεία και παύλα. Όλ' αυτά είναι πολύ χαριτωμένα. Μονάχα μιας και θέλησες να γίνεις λωποδύτης, τι χρειαζόταν τότε η επικύρωση της αλήθειας; Μα τέτοιος είναι ο σύγχρονος Ρώσος μας: Χωρίς ηθική επικύρωση ούτε λωποδύτης δε θ' αποφασίσει να γίνει, τόσο πια την αγάπησε την αλήθεια...

Ο επισκέπτης μιλούσε, και φαίνεται πως τον παράσερνε η ευφράδειά του όλο και περισσότερο, υψώνοντας τη φωνή του και κοιτάζοντας ειρωνικά τον οικοδεσπότη. Μα δεν τα κατάφερε να τελειώσει: ο Ιβάν άρπαξε ξαφνικά απ' το τραπέζι το ποτήρι και το πέταξε με φόρα στο ρήτορα.

—Αh, mais c' est bête enfin: (Α, μα αυτό πια καταντάει κουτό!) αναφώνησε αυτός αναπηδώντας απ' το ντιβάνι και τινάζοντας από πάνω του τις σταγόνες του τσαγιού. Μου θύμισες το καλαμάρι του Λούθηρου. Με νομίζει για φάντασμα και πετάει ποτήρια στο φάντασμα. Αυτά πια είναι εντελώς γυναικεία καμώματα. Όμως εγώ έτσι και το υποπτευόμουνα: πως υποκρινόσουν ότι έκλεισες τ' αυτιά, σου, όμως εσύ μ' άκουγες...

Στο παράθυρο ακούστηκε ξάφνου ένας σταθερός κι επίμονος χτύπος. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πετάχτηκε απ' το ντιβάνι.

—Ακούς; Καλύτερα ν' ανοίξεις, φώναξε ο επισκέπτης· είναι ο αδερφός σου ο Αλιόσα που σου φέρνει την πιο αναπάντεχη και περίεργη είδηση. Κόβω το κεφάλι μου.

—Σώπα, απατεώνα, το 'ξερα πριν από σένα πως είναι ο Αλιόσα, τον προαισθανόμουνα, και φυσικά δεν ήρθε έτσι, και βέβαια κάποια «είδηση» θα φέρνει... αναφώνησε παράφορα ο Ιβάν.

— Άνοιξε, λοιπόν άνοιξέ του. Έχει χιονοθύελλα κι είναι αδερφός σου. Μοnsieur sait-il le temps qu' il fait? C' est à ne pas mettre un chien dehors... (Ξέρει ο κύριος τι καιρό κάνει;

Ούτε το σκύλο σου να βγάλεις έξω...)

Ο χτύπος συνεχιζόταν. Ο Ιβάν ήθελε να ορμήσει στο παράθυρο, μα κάτι σα να του 'δεσε ξαφνικά τα πόδια και τα χέρια. Έβαζε όλες του τις δυνάμεις να σπάσει τα δεσμά του, μάταια όμως. Ο χτύπος στο παράθυρο δυνάμωνε όλο και περισσότερο. Τέλος σπάσανε ξάφνου τα δεσμά κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς πήδηξε πάνω. Κοίταξε άγρια γύρω του. Και τα δυο κεριά είχαν σχεδόν καεί, το ποτήρι που μόλις είχε πετάξει στον επισκέπτη του, ήταν μπροστά του, στο τραπέζι, και στο απέναντι ντιβάνι δεν ήταν κανένας. Ο χτύπος στο παράθυρο, αν και συνεχιζόταν επίμονος, δεν ήταν καθόλου τόσο δυνατός όπως του φαινόταν μόλις πριν από λίγο στον ύπνο του. Απεναντίας ήταν πολύ συγκρατημένος.

—Αυτό δεν είναι όνειρο! Όχι, τ' ορκίζομαι, δεν ήταν όνειρο, όλ' αυτά γίνανε μόλις τώρα! αναφώνησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

Όρμησε στο παράθυρο κι άνοιξε το φεγγίτη.

—Αλιόσα, σου είπα να μην έρθεις! φώναξε άγρια στον αδερφό του. Με δυο λόγια: τι θέλεις; Με δυο λόγια, ακούς;

—Εδώ και μιαν ώρα κρεμάστηκε ο Σμερντιακόβ, απάντησε απ' έξω ο Αλιόσα.

—Πήγαινε στο χαγιάτι, τώρα θα σ' ανοίξω, είπε ο Ιβάν και πήγε ν' ανοίξει στον Αλιόσα.