×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 11. IV. Ο ύμνος και το μυστικό

11. IV. Ο ύμνος και το μυστικό

Ήταν πολύ αργά πια —το Νοέμβρη σκοτεινιάζει και γρήγορα— όταν ο Αλιόσα χτύπησε το κουδούνι στην πύλη της φυλακής. Άρχιζε κιόλας να σουρουπώνει. Μα ο Αλιόσα ήξερε πως δε θα του φέρουν κανένα εμπόδιο και θα τον αφήσουν να δει τον Μίτια. Όλα γίνονται στην πολιτεία μας όπως και παντού. Στην αρχή, όσο να τελειώσει η ανάκριση, οι επισκέψεις των συγγενών και των φίλων είχαν ορισμένους περιορισμούς που επέβαλε ο Κανονισμός. Όμως αργότερα οι περιορισμοί αυτοί, όχι πως είχαν καταργηθεί, μα για μερικά πρόσωπα ατόνησαν τόσο που ήταν σα να μην υπήρχαν. Τόσο που καμιά φορά αφήνανε τον κρατούμενο εντελώς μονάχο του με τον επισκέπτη. Για να λέμε την αλήθεια, οι τέτοιοι επισκέπτες ήταν πολύ λίγοι: Η Γκρούσενκα, ο Αλιόσα κι ο Ρακίτιν. Τη Γκρούσενκα τη διευκόλυνε, όσο μπορούσε, ο ίδιος ο Διοικητής της Αστυνομίας, ο Μιχαήλ Μακάροβιτς. Ο γέρος το 'χε βάρος στη συνείδησή του που της έβαλε τις φωνές τότε στο Μόκρογιε. Αργότερα, όταν έμαθε όλα τα καθέκαστα, άλλαξε γνώμη γι' αυτήν. Και παράξενο: Αν κι ήταν βέβαιος πως ο Μίτια ήταν ένοχος, μέρα με τη μέρα όλο και του φερνόταν καλύτερα. «Ίσως να 'χε καλή ψυχή ο άνθρωπος, όμως πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι απ' το πιοτό και την άταχτη ζωή!» Η φρίκη που ένιωθε πρώτα πέρασε πια κι αισθανόταν οίκτο για τον κρατούμενο. Όσο για τον Αλιόσα, αυτόν ο Διοικητής τον ήξερε από καιρό και τον αγαπούσε πολύ, κι ο Ρακίτιν, που τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να επισκέφτεται πολύ συχνά το Μίτια, ήταν ένας απ' τους πιο στενούς γνώριμους των «δεσποινίδων του κυρίου Διοικητή», όπως τις έλεγε, και κάθε μέρα δεν ξεκολλούσε απ' το σπίτι τους. Μα και με τον επόπτη της φυλακής —έναν καλόκαρδο γέρο, αν και καραβανά,— ήταν γνωστός γιατί έδινε μαθήματα στο σπίτι του. Ο επόπτης ήξερε από καιρό και τον Αλιόσα και του άρεσε να συζητάει μαζί του για τη «σοφία των πραγμάτων». Τον Ιβάν Φιοντόροβιτς ο επόπτης όχι μονάχα τον σεβόταν μα και τον φοβόταν, φοβόταν προπάντων τις κρίσεις του αν κι ο ίδιος ήταν μεγάλος φιλόσοφος, «αυτοδίδαχτος» εννοείται. Μα τον Αλιόσα τον συμπαθούσε ιδιαίτερα. Τον τελευταίο χρόνο ο γέρος είχε αρχίσει να διαβάζει τα Απόκρυφα Ευαγγέλια και κάθε λίγο και λιγάκι κρατούσε ενήμερο το νεαρό του φίλο για τις εντυπώσεις του. Άλλοτε τον επισκεφτόταν μάλιστα και στο μοναστήρι και συζητούσε μαζί του και με τους ιερομόναχους ώρες ολόκληρες. Με δυο λόγια, κι αν ακόμα αργούσε ο Αλιόσα, έφτανε να περάσει απ' το γραφείο του επόπτη κι όλα ταχτοποιούνταν. Επιπλέον όλοι οι φύλακες, ως τον τελευταίο, είχαν συνηθίσει πια τον Αλιόσα. Όσο για τη φρουρά δεν έφερνε καμιά δυσκολία φτάνει ο Αλιόσα να 'χε τη σχετική άδεια. Ο Μίτια, όταν τον φωνάζανε, κατέβαινε απ' το κελί του στο δωμάτιο το ειδικό για το επισκεπτήριο. Μπαίνοντας σ' αυτό το δωμάτιο ο Αλιόσα παραλίγο να πέσει πάνω στο Ρακίτιν που κείνη τη στιγμή αποχαιρετούσε το Μίτια. Κι οι δυο μιλούσαν δυνατά. Ο Μίτια, ξεπροβοδώντας τον γελούσε κι ο Ρακίτιν κάτι μουρμούριζε σα δυσαρεστημένος. Ο Ρακίτιν, ιδίως τον τελευταίο καιρό, απόφευγε να συναντήσει τον Αλιόσα, σχεδόν δε μίλαγε καθόλου μαζί του, ακόμα και την καλημέρα την έλεγε με το ζόρι. Μόλις είδε τώρα τον Αλιόσα, έσμιξε τα φρύδια κι απόστρεψε τα μάτια του κάνοντας πως είναι απασχολημένος με το κούμπωμα του μεγάλου και ζεστού παλτού του με το γούνινο γιακά. Ύστερα άρχισε να ψάχνει για την ομπρέλα του.

—Να μην ξεχάσω τίποτα δικό μου, μουρμούρισε μόνο και μόνο για να πει κάτι.

—Κοίτα μην ξεχάσεις και τίποτα ξένο! είπε στ' αστεία ο Μίτια και γέλασε κι ο ίδιος με τ' αστείο του.

Ο Ρακίτιν αμέσως κόρωσε.

—Αυτά να τα λες στους δικούς σου, τους Καραμάζοβ, που 'ναι όλοι τους τσιφλικάδες και καταπιεστές, κι όχι στο Ρακίτιν! φώναξε ξαφνικά τρέμοντας από θυμό.

—Τι έπαθες; Αστειεύτηκα! αναφώνησε ο Μίτια. Φτου, να πάρει ο διάολος! Όλοι τους τέτοιοι είναι, είπε στον Αλιόσα δείχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού το Ρακίτιν που 'φευγε βιαστικά. Λίγο πριν καθότανε δω πέρα και γελούσε, ήταν εύθυμος και ξαφνικά κόρωσε! Εσένα ούτε σε πρόσεξε, καν, τα χαλάσατε ολότελα μήπως; Γιατί ήρθες τόσο αργά; Εγώ όλο το πρωί δε σε περίμενα μονάχα, σε λαχταρούσα. Όμως δεν πειράζει. Θα κερδίσουμε το χαμένο χρόνο.

—Γιατί σου 'ρχεται τόσο συχνά; Έπιασες μήπως φιλίες μαζί του; ρώτησε ο Αλιόσα δείχνοντας κι αυτός με το κεφάλι την πόρτα απ' όπου είχε φύγει ο Ρακίτιν.

—Με το Μιχαήλ λες αν έπιασα φιλίες; Μπα... όχι. Και γιατί τάχα; Σωστό γουρούνι είναι! Έχει τη γνώμη πως είμαι... παλιάνθρωπος. Κι έπειτα τ' αστεία δεν τα καταλαβαίνει —αυτό είναι το κυριότερο. Αυτοί οι άνθρωποι δε θα καταλάβουν ποτέ από αστεία. Μα κι η ψυχή τους είναι στεγνή, πατικωμένη και στεγνή, όπως ακριβώς ήταν κι η δική μου όταν πλησίαζα τη φυλακή και κοίταζα αυτούς τους τοίχους. Όμως είναι έξυπνος άνθρωπος, έξυπνος. Λοιπόν, Αλεξέι, πάει, το 'χασα το κεφάλι μου πια! Έκατσε στον πάγκο κι έβαλε και τον Αλιόσα να κάτσει δίπλα του.

—Ναι, αύριο είναι η δίκη. Μα πώς γίνεται λοιπόν; Δεν ελπίζεις καθόλου, αδερφέ μου; πρόφερε δειλά ο Αλιόσα.

—Για ποιο πράμα μου μιλάς; είπε ο Μίτια και τον κοίταξε κάπως αόριστα. Αχ, ναι, για τη δίκη! Άστα να πάνε στο διάολο! Ως τα τώρα μιλάγαμε για μικροπράματα, γι' αυτή τη δίκη λόγου χάρη, και για το κυριότερο δε σου είπα λέξη. Ναι, αύριο είναι η δίκη, όμως δεν ήταν γι' αυτό που είπα πως έχω χαμένο το κεφάλι μου. Δεν έχασα το κεφάλι μου μα έχασα κείνο που 'χε. μέσα το κεφάλι μου. Τι με κοιτάς με τόσο κριτικό ύφος;

—Για ποιο πράμα μιλάς, Μίτια;

—Για τις ιδέες, για τις ιδέες! Για την Αξιολογία. Τι θα πει Αξιολογία;

—Αξιολογία; είπε απορημένος ο Αλιόσα.

—Ναι, είναι καμιά επιστήμη αυτή;

—Ναι, υπάρχει μια τέτοια επιστήμη... μονάχα... ομολογώ πως δεν μπορώ να σου εξηγήσω τι ακριβώς επιστήμη είναι.

—Ο Ρακίτιν ξέρει. Ο Ρακίτιν ξέρει πολλά πράματα, που να τον πάρει ο διάολος! Δε θα γίνει καλόγερος. Έχει σκοπό να πάει στην Πετρούπολη. Εκεί, λέει, θα γίνει κριτικός μα με ευγενικές κατευθύνσεις. Ποιος ξέρει; Ίσως να ωφελήσει την κοινωνία και να κάνει και την καριέρα του. Ου, για καριέρες κάτι τέτοιοι είναι μαστόροι! Ας πάει στα κομμάτια η Αξιολογία! Το σπουδαίο είναι πως χάθηκα, Αλέξιε, Άνθρωπε του Θεού, χάθηκα! Σ' αγαπώ πιο πολύ απ' όλους. Σπαράζει η καρδιά μου για σένα. Ποιος ήταν αυτός ο Καρλ Μπερνάρ;

—Καρλ Μπερνάρ; απόρησε και πάλι ο Αλιόσα.

— Όχι, δεν είναι Καρλ, στάσου να δεις... Κλοντ Μπερνάρ* (Κλοντ Μπερνάρ: διάσημος Γάλλος φυσιολόγος (1813-1878), ιδρυτής της πειραματικής σχολής της φυσιολογίας που εισήγαγε την επιστημονική μέθοδο στην έρευνα των νευρικών λειτουργιών.). Τι 'ναι αυτό; Χημεία μήπως;

—Νομίζω πως είναι κάποιος επιστήμονας, είπε ο Αλιόσα-όμως ομολογώ πως και γι' αυτόν δεν ξέρω τίποτα να σου πω. Άκουσα μονάχα πως είναι επιστήμονας μα τι είδους δεν ξέρω.

—Ε, άσ' τον λοιπόν να πάει στο διάολο. Ούτε και γω δεν ξέρω, έβρισε ο Μίτια. Το πιθανότερο είναι πως πρόκειται για κανέναν παλιάνθρωπο. Όλοι τους παλιάνθρωποι είναι. Όμως ο Ρακίτιν θα πετύχει, είναι καταφερτζής, κι αυτός Μπερνάρ είναι. Ουχ, σαν πολύ ν' αυγατίσανε οι Μπερνάρηδες!

—Μα τι τρέχει; ρώτησε επίμονα ο Αλιόσα.

—Θέλει να γράψει ένα άρθρο για μένα, για την υπόθεσή μου και ν' αρχίσει έτσι την καριέρα του στη λογοτεχνία, γι' αυτό έρχεται και με βλέπει, μου το εξήγησε ο ίδιος. Θέλει να γράψει κάτι με θέση: «Δεν μπορούσε να μη σκοτώσει, θα λέει, το περιβάλλον του τον έφαγε», κ.λπ. Θα 'χει και μια χροιά σοσιαλισμού, όπως μου 'πε. Ε, ας πάει στο διάολο. Αφού θέλει να 'χει τη χροιά, ας την έχει. Το ίδιο μου κάνει. Τον αδερφό μας τον Ιβάν δεν τον αγαπάει, τον μισεί, μα και σένα δε σε συμπαθεί. Όμως εγώ δεν τον διώχνω γιατί είναι έξυπνος άνθρωπος. Μονάχα που είναι πολύ καυχησιάρης. Τώρα μόλις του 'λεγα: «Οι Καραμάζοβ δεν είναι παλιάνθρωποι μα φιλόσοφοι, γιατί όλοι οι πραγματικοί Ρώσοι είναι φιλόσοφοι, όμως εσύ, αν και σπούδασες, δεν είσαι φιλόσοφος, είσαι ένα κάθαρμα». Γέλαγε, γέλαγε με κακία. Τότε και γω του λέω: Ντε σκέψιμπους non est disputandum. Καλό δεν είναι τ' αστείο; Δεν μπορείς να πεις. Έδειξα πως κάτι σκαμπάζω από κλασικές σπουδές, είπε ο Μίτια κι έβαλε ξάφνου τα γέλια.

—Γιατί όμως είσαι χαμένος; Έτσι δεν είπες; τον διέκοψε ο Αλιόσα.

—Γιατί είμαι χαμένος; Χμ! Εδώ που τα λέμε... αν τα καλοσκεφτείς όλα... λυπάμαι το Θεό, να γιατί!

—Πώς έτσι λυπάσαι το Θεό;

—Πρόσεξε: Εκεί, στα νεύρα, στο κεφάλι, δηλαδή κει μέσα στο μυαλό είναι αυτά τα νεύρα... (άσ' τα να πάνε στο διάολο!) υπάρχουν κάτι ουρίτσες, τα νεύρα είναι που έχουν αυτές τις ουρίτσες, και το λοιπόν μόλις αρχίσουν να τρέμουν κει πέρα... καταλαβαίνεις δηλαδή, μόλις κοιτάζω κάτι με τα μάτια μου, αυτές αρχίζουν να τρέμουν, οι ουρίτσες δηλαδή... και μόλις αρχίσουν να τρέμουν, παρουσιάζεται η εικόνα και δεν παρουσιάζεται αμέσως μα περνάει κάποιο δευτερόλεπτο, κάποιο ελάχιστο λεπτό και παρουσιάζεται τότε μια στιγμή, δηλαδή όχι στιγμή —στο διάολο, δεν ξέρω τι λέω— μα κάποια εικόνα, δηλαδή το αντικείμενο ή κάποιο γεγονός, ό,τι διάολο θέλει ας είναι —να γιατί βλέπω κι ύστερα σκέφτομαι... επειδή υπάρχουν οι ουρίτσες κι όχι γιατί έχω ψυχή και γιατί είμαι τάχα εικόνα κι ομοίωση, όλ' αυτά είναι κουταμάρες. Αυτά όλα μου τα εξήγησε χτες, αδερφέ μου, ο Μιχαήλ και λες και με ζεμάτισε. Υπέροχη αυτή η επιστήμη, Αλιόσα! Ένας καινούργιος άνθρωπος θα εμφανιστεί στη γη, αυτό το καταλαβαίνω... Όμως παρ' όλ' αυτά λυπάμαι το Θεό!

—Κι αυτό καλό, είπε ο Αλιόσα.

—Το πως λυπάμαι το Θεό, ε; Η χημεία τα κάνει όλ' αυτά, αδερφέ μου, η χημεία! Τι να γίνει, αιδεσιμότατε, παραμερίστε λιγάκι, περνάει η χημεία! Ο Ρακίτιν δεν τον αγαπάει το Θεό, καθόλου δεν τον αγαπάει! Αυτό είναι το πιο οδυνηρό σημείο ολονών τους. Μα το κρύβουνε. Λένε ψέματα. Υποκρίνονται. «Θα τα γράφεις αυτά και στις κριτικές σου;» τον ρωτάω. «Δε θα μ' αφήσουν βέβαια να τα πω καθαρά», λέει αυτός και γελάει. «Όμως, δε μου λες, τον ρωτάω, πώς θα μείνει έτσι ο άνθρωπος χωρίς Θεό και μελλούμενη ζωή; Πα να πει δηλαδή πως όλα επιτρέπονται, μπορεί να κάνει κανείς ό,τι θέλει; «Τι; Δεν το 'ξερες;» μου λέει. Γελάει. «Στον έξυπνο άνθρωπο, λέει, όλα επιτρέπονται, ο έξυπνος ξέρει και τα καταφέρνει, όμως εσύ, λέει, σκότωσες και την έπαθες και τώρα σαπίζεις στη φυλακή! » Καταλαβαίνεις; Εμένα μου το λέει. Γουρούνι σωστό! Κάτι τέτοιους τους έδιωχνα με τις κλοτσιές άλλοτε, όμως τώρα κάθομαι και τους ακούω. Γιατί, βλέπεις, λέει και πολλά μυαλωμένα πράματα. Γράφει κιόλας έξυπνα. Εδώ και μια βδομάδα άρχισε να μου διαβάζει ένα άρθρο, αντέγραψα τότε επίτηδες τρεις αράδες, στάσου να δεις, εδώ τις έχω.

Ο Μίτια έβγαλε βιαστικά απ' το τσεπάκι του γιλέκου του ένα χαρτάκι και διάβασε:

«Για να δώσει κανείς σωστή απάντηση σ' αυτό το πρόβλημα πρέπει πρώτα απ' όλα ν' αντιπαραθέσει την προσωπικότητά του στην πραγματικότητά του».

—Το καταλαβαίνεις αυτό;

— Όχι, δεν καταλαβαίνω, είπε ο Αλιόσα.

Παρακολουθούσε με περιέργεια το Μίτια και τον άκουγε προσεχτικά.

—Και γω δεν καταλαβαίνω. Είναι σκοτεινό και γεμάτο ασάφεια μα γι' αυτό ίσα-ίσα είναι έξυπνο. «Όλοι, λέει, έτσι γράφουν τώρα, γιατί τέτοιο είναι το περιβάλλον μας...» Φοβούνται το περιβάλλον. Γράφει και στίχους, ο κατεργάρης, έγραψε κι ένα ποίημα για το ποδαράκι της Χοχλάκοβας, χα-χαχα!

—Τ' άκουσα, είπε ο Αλιόσα.

—Τ' άκουσες; Τα στιχάκια τ' άκουσες;

— Όχι.

—Τα 'χω δω πέρα, θα σου τα διαβάσω. Δεν τα ξέρεις, δε σου τα είπα, εδώ είναι ολάκερη ιστορία. Τον παλιοκατέργαρο! Εδώ και τρεις βδομάδες βάλθηκε να με πιλατεύει: «Εσύ, λέει, την έπαθες σα βλάκας για τρεις ψωροχιλιάδες, όμως εγώ θα βάλω στο χέρι εκατόν πενήντα, θα παντρευτώ μια χήρα και θ' αγοράσω ένα σπουδαίο σπίτι στην Πετρούπολη», και μου διηγήθηκε πως κάνει τα γλυκά μάτια στη Χοχλάκοβα. «Αυτή, λέει, και στα νιάτα της δεν ήταν έξυπνη, μα τώρα στα σαράντα της κουκούτσι μυαλό δεν της έμεινε. Όμως είναι πολύ αισθηματική, θα της πουλήσω και γω έρωτα και θα την καταφέρω. Θα την παντρευτώ, θα την πάω στην Πετρούπολη και κει θα βγάλω εφημερίδα». Κι άφηνε να τρέχουν τα σιχαμένα σάλια του από ηδονή, όχι για τη Χοχλάκοβα μα για τις εκατόν πενήντα χιλιάδες. Και το κατάφερε να τον πιστέψω. Ερχότανε κάθε μέρα κι όλο μου 'λεγε: «Πρίμα πάει η δουλειά». Έλαμπε απ' τη χαρά του. Όπου ξαφνικά τον διώξανε: Ο Περχότιν, ο Πιοτρ Ίλιτς νίκησε. Μπράβο του! Αυτή είναι ένα βλακόμουτρο και μισό, όμως, μα την αλήθεια, θα τη γέμιζα φιλιά επειδή τον έδιωξε. Κείνες τις μέρες που 'ρχότανε δω πέρα, έγραψε τα στιχάκια. «Πρώτη φορά, μου λέει, καταπιάνουμαι μ' αυτή τη βρομοδουλειά, όμως γράφω τους στίχους για να την κόψω, κι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Όταν τσεπώσω το παραδάκι της, θα μπορώ να κάνω καλό στην κοινωνία». Αυτοί, βλέπεις, δικαιολογούν όλες τις ατιμίες τους λέγοντας πως τις κάνουν για το κοινωνικό όφελος! «Όμως παρ' όλ' αυτά, λέει, έγραψα καλύτερα κι απ' τον Πούσκιν σου, γιατί σ' ένα τέτοιο αστείο ποιηματάκι μπόρεσα να μπάσω και κοινωνική θλίψη». Σα να μου φαίνεται πως έχει δίκιο να μιλάει έτσι για τον Πούσκιν. Αν ήταν ποιητής στ' αλήθεια και δεν έκανε τίποτ' άλλο παρά να υμνολογεί τα ποδαράκια; Όμως αυτός, να τον έβλεπες πόσο καυχιότανε για τους στίχους του! Σου 'χουν όλοι τους μια φιλαυτία! «Για να γίνει χαλά το πονεμένο ποδαράκι του αντικειμένου των ονείρων μου» —τέτοιο τίτλο του 'δωσε. Κόβει το μυαλό τους!

Τι ωραίο ποδαράκι

μόνο πρήστηκε λιγάκι!

Έρχονται γιατροί, γιατρεύουν

πιο πολύ το σακατεύουν.

Για τα πόδια ύμνους δε λέω

ας μιλά ο Πούσκιν γι' αυτά.

Το κεφάλι μόνο κλαίω

που δε σκέφτεται καλά.

Κάτι πια σα να γροικάει

μα το πόδι τα χαλάει!

Όμως σα θα γιάνει πάλι

θε να νιώσει το κεφάλι.

Γουρούνι είναι, σωστό γουρούνι, όμως οι στίχοι του είναι γουστόζικοι! Πραγματικά μπόρεσε κι έχωσε «κοινωνική θλίψη». Πόσο θύμωσε όταν τον διώξανε. Έτριζε τα δόντια του. —Εκδικήθηκε κιόλας. Έγραψε μιαν ανταπόκριση για τη Χοχλάκοβα.

Κι ο Αλιόσα του διηγήθηκε με δυο λόγια για την ανταπόκριση που διάβασε στις Φήμες.

—Αυτός είναι, αυτός! επιβεβαίωσε ο Μίτια σμίγοντας τα φρύδια. Αυτός την έγραψε! Αυτές οι ανταποκρίσεις... το ξέρω δα... δηλαδή πόσες προστυχιές γράψανε για τη Γκρούσα λόγου χάρη!... και για την άλλη το ίδιο, για την Κάτια... χμ!

Έκανε σκεφτικός μια βόλτα στο δωμάτιο.

—Δεν μπορώ να μείνω πολύ δω πέρα, αδερφέ, είπε ο Αλιόσα αφού έμεινε για λίγο σιωπηλός. Αύριο είναι μια τρομερή, μεγάλη μέρα για σένα: Θα σε κρίνει ο Θεός... Κι απορώ που περπατάς και μου μιλάς, ένας Θεός ξέρει για τι...

— Όχι, δεν πρέπει ν' απορείς, τον διέκοψε με θέρμη ο Μίτια. Μήπως ήθελες τάχα να σου μιλάω για κείνο το βρομόσκυλο; Για το φονιά; Φτάνουν όσα είπαμε ως τα τώρα. Δε θέλω πια να μιλήσω για το βρομιάρη, το γιο της Σμερντιάστσαγια! Ο Θεός θα τον σκοτώσει, θα το δεις! Σώπα.

Πλησίασε ταραγμένος τον Αλιόσα και ξαφνικά τον φίλησε. Τα μάτια του φλογίστηκαν.

—Ο Ρακίτιν ποτέ δε θα καταλάβαινε αυτό που θα σου πω, άρχισε να λέει με κάποιον ενθουσιασμό· όμως εσύ όλα θα τα καταλάβεις. Γι' αυτό κιόλας σε λαχταρούσα τόσο πολύ. Από καιρό τώρα ήθελα να σου πω πολλά μέσα σ' αυτά τα μαδημένα ντουβάρια, μα δε σου 'λεγα το κυριότερο: Λες και δεν είχε φτάσει ακόμα η ώρα. Τώρα που έφτασε η τελευταία διορία πρέπει να σ' ανοίξω την καρδιά μου. Τούτους τους δυο μήνες, αδερφέ μου, βρήκα μέσα μου έναν άλλο άνθρωπο, λες κι αναστήθηκε εντός μου ένας καινούργιος άνθρωπος! Τον είχα πάντοτε μέσα μου μα ποτέ δε θα παρουσιαζόταν μπροστά μου αν δε με χτύπαγε αυτό τ' αστροπελέκι. Είναι τρομερό! Τι με νοιάζει που θα σκάβω είκοσι χρόνια μέσα στα ορυχεία; —αυτό καθόλου δεν το φοβάμαι, άλλο είναι που μου φαίνεται τώρα τρομερό: Μην τύχει και μ' εγκαταλείψει ο άνθρωπος που αναστήθηκε εντός μου! Και κει ακόμα, στα ορυχεία, θα μπορέσω να βρω κάποιον κατάδικο με καρδιά ανθρώπου και να σχετιστώ μαζί του, γιατί και κει μπορεί να ζήσει κανείς, ν' αγαπήσει και να υποφέρει! Μπορεί κιόλας ν' αναγεννήσω κανέναν κατάδικο και ν' αναστήσω μέσα του τη ναρκωμένη του καρδιά, μπορεί να τον περιποιούμαι χρόνια και να βγάλω επιτέλους απ' το χάος στο φως μιαν ανώτερη ψυχή, μια πονεμένη συνείδηση, ν' αναγεννήσω έναν άγγελο, ν' αναστήσω έναν ήρωά! Κι είναι πολλοί οι κατάδικοι κει πέρα, χιλιάδες. Κι όλοι μας είμαστε ένοχοι γι' αυτούς! Γιατί ονειρεύτηκα τότε, σε μια τέτοια στιγμή, το «κούτσικο»; «Γιατί το “κούτσικο" είναι τόσο φτωχούλι;» Ήταν μια προφητεία για μένα! Για το «κούτσικο» θα πάω στη Σιβηρία. Γιατί όλοι μας είμαστε ένοχοι για όλους. Για όλα τα «κούτσικα», γιατί υπάρχουν μικρά παιδιά και μεγάλα παιδιά! Όλοι «κούτσικα» είναι. Για όλους αυτούς θα πάω να υποφέρω γιατί κάποιος πρέπει να υποφέρει για όλους. Δε σκότωσα τον πατέρα μου, όμως πρέπει να πάω. Το δέχομαι! Όλ' αυτά εδώ τα σκέφτηκα... μέσα σ' αυτά τα μαδημένα ντουβάρια. Κι είναι πολλοί κει πέρα, χιλιάδες, οι υποχθόνιοι άνθρωποι με τη σκαπάνη στο χέρι. Ω, ναι, θα 'μαστε αλυσοδεμένοι και δε θα 'χουμε καμιάν ελευθερία, μα μέσα στη μεγάλη συμφορά μας θ' αναστηθούμε και πάλι ως τη χαρά, που χωρίς αυτήν είναι αδύνατο να ζήσει ο άνθρωπος και να υπάρξει ο Θεός, γιατί ο Θεός είναι που δίνει τη χαρά. Αυτό είναι το μεγάλο του προνόμιο... Κύριε, είθε ο άνθρωπος να διαλυθεί εν προσευχή! Πώς θα μπορέσω να ζήσω κει πέρα, κάτω απ' τη γη, χωρίς Θεό; Ψέματα λέει ο Ρακίτιν: Αν διώξουν το Θεό απ' τη γη, εμείς θα τον υποδεχτούμε κάτω απ' τη γη. Ο κατάδικος είναι αδύνατο να ζήσει χωρίς Θεό, πιο αδύνατο, κι απ' ό,τι είναι για τον ελεύθερο! Και τότε εμείς οι υποχθόνιοι θ' αρχίσουμε να τραγουδάμε απ' τα σπλάχνα της γης έναν τραγικό ύμνο στο Θεό που κρατάει στα χέρια του τη χαρά! Ζήτω ο Θεός κι η χαρά Του! Τον αγαπάω!

Προφέροντας τον αλλοπαρμένο του λόγο ο Μίτια πνιγόταν σχεδόν. Είχε χλομιάσει, τα χείλη του τρέμανε, απ' τα μάτια του τρέχανε δάκρυα.

—Ναι, η ζωή είναι ξέχειλη. Ζωή υπάρχει και κάτω απ' τη γη! άρχισε και πάλι. Δε θα με πίστευες, Αλεξέι, αν σου 'λεγα πόσο πολύ θέλω να ζήσω τώρα, πόσο διψώ να υπάρχω και να αισθάνομαι. Κι αυτή μου η επιθυμία γεννήθηκε μέσα σ' αυτά τα μαδημένα ντουβάρια! Ο Ρακίτιν δεν τα καταλαβαίνει αυτά· το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα τα καταφέρει να χτίσει ένα μεγάλο σπίτι και να το γεμίσει νοικάρηδες, όμως εγώ περίμενα εσένα. Τι κι αν υποφέρω; Δεν τον φοβάμαι τον πόνο κι ας είναι άμετρος. Τώρα δεν τον φοβάμαι. Πρώτα τον φοβόμουν. Ξέρεις, ίσως και να μην απαντήσω καθόλου στη δίκη... Νομίζω πως έχω τόση δύναμη μέσα μου τώρα, που θα τα βγάλω πέρα με τον κάθε πόνο, φτάνει να μπορώ να λέω κάθε στιγμή στον εαυτό μου: Υπάρχω! Μέσα σε χίλια μαρτύρια —υπάρχω, μέσα στους σπασμούς των βασανιστηρίων — υπάρχω, ζώντας πάνω σ' ένα στύλο —υπάρχω, βλέπω τον ήλιο, κι αν δεν τον βλέπω ακόμα, ξέρω πως υπάρχει. Και το να ξέρεις πως υπάρχει ήλιος, αυτό είναι κιόλας όλη η ζωή. Αλιόσα, χερουβείμ μου, οι διάφορες φιλοσοφίες με σκοτώνουν, που να τις πάρει ο διάολος! Ο αδερφός Ιβάν...

—Τι, ο Ιβάν; τον διέκοψε ο Αλιόσα, μα ο Μίτια δεν τον άκουσε.

—Πρώτα, βλέπεις, δεν είχα όλες αυτές τις αμφιβολίες, όμως όλ' αυτά κοιμούνταν μέσα μου ίσως γι' αυτό ακριβώς, επειδή δηλαδή είχα μέσα μου αυτές τις άγνωστες ιδέες, ίσως γι' αυτό να μεθούσα, να 'ρχόμουνα στα χέρια και να δαιμονιζόμουνα. Καυγάδιζα για να τις κρύψω βαθύτερα μέσα μου, για να τις πνίξω. Ο αδερφός Ιβάν δεν είναι σαν τον Ρακίτιν. Αυτός έχει κάποια μυστική ιδέα. Ο αδερφός Ιβάν είναι σφίγγα κι όλο σωπαίνει, όλο σωπαίνει, ενώ εμένα με βασανίζει το πρόβλημα του Θεού. Αυτό είναι το μόνο που με βασανίζει. Τι γίνεται αν δεν υπάρχει; Τι γίνεται αν έχει δίκιο ο Ρακίτιν πως το Θεό τον σοφιστήκανε οι άνθρωποι; Τότε, αν δεν υπάρχει, ο άνθρωπος είναι κυρίαρχος όλης της γης, όλου του σύμπαντος! Θαυμάσια! Όμως πώς θα 'ναι ενάρετος χωρίς Θεό; Να το πρόβλημα! Επιμένω. Γιατί τότε ποιον θ' αγαπήσει ο άνθρωπος! Ποιον θα ευγνωμονεί, ποιον θα υμνεί; Ο Ρακίτιν γελάει. Ο Ρακίτιν λέει πως μπορεί ν' αγαπήσει κανείς την ανθρωπότητα και χωρίς το Θεό. Μα κάτι τέτοιο μονάχα ένας βρομομυξιάρης μπορεί να το βεβαιώνει, εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω. Είναι εύκολο για το Ρακίτιν να ζει: «Καλύτερα, μου λέει, σήμερα ν' αγωνιστείς για ν' αποχτήσουν οι άνθρωποι ευρύτερα πολιτικά δικαιώματα ή τουλάχιστο για να μην ακριβήνει το βοδινό. Έτσι θ' αποδείξεις πιο απλά και πιο άμεσα την αγάπη σου για την ανθρωπότητα παρά με τις φιλοσοφίες». Τότε και γω τον στριμώχνω: «Όμως εσύ, χωρίς το Θεό, θ' ακριβήνεις ο ίδιος το βοδινό, αν περνάει απ' το χέρι σου, και θα βγάλεις ένα ρούβλι στο καπίκι». Θύμωσε. Γιατί τι θα πει αρετή; Απάντησέ μου, Αλιόσα. Εγώ έχω την αρετή μου κι ο Κινέζος τη δική του, θα πει λοιπόν πως η αρετή είναι κάτι σχετικό. Ή, όχι; Ή, μήπως δεν είναι σχετικό; Καταχθόνιο πρόβλημα! Δυο νύχτες δεν κοιμήθηκα, όλο σκεφτόμουνα αυτό το ζήτημα, σ' το λέω γιατί ξέρω πως δε θα γελάσεις μαζί μου. Το μόνο που με κάνει κι απορώ τώρα είναι πώς μπορούν οι άνθρωποι να ζουν και να μην τα σκέφτονται όλ' αυτά. Ματαιότης! Ο Ιβάν δεν έχει Θεό! Έχει μιαν ιδέα σε μεγαλύτερη κλίμακα απ' τη δική μου. Όμως σωπαίνει. Νομίζω πως είναι μασόνος. Τον ρώτησα —μα σωπαίνει! Θέλησα να πιώ νερό απ' την πηγή του —μα αυτός σωπαίνει. Μονάχα μια φορά είπε ένα λογάκι.

—Τι είπε; ρώτησε βιαστικά ο Αλιόσα.

—Του είπα: Μια κι είν' έτσι, θα πει πως όλα επιτρέπονται. Κείνος έσμιξε τα φρύδια: «Ο Φιόντορ Παύλοβιτς, μου λέει, ο πατερούλης μας, ήταν γουρούνι, όμως σκεφτόταν σωστά». Να τι ξεφούρνισε. Αυτό ήταν όλο. Τούτο δω έχει πιο λεβεντιά απ' το Ρακίτιν.

—Ναι, παραδέχτηκε ο Αλιόσα με πικρία. Πότε ήρθε να σε δει;

—Γι' αυτό αργότερα, τώρα έχω άλλα. Για τον Ιβάν δε σου μίλησα καθόλου σχεδόν ως τώρα. Όλο και το ανέβαλα ως την τελευταία μέρα. Όταν τελειώσει όλη η φασαρία και βγάλουν την απόφασή τους, θα σου διηγηθώ κάτι, όλα θα σ' τα διηγηθώ. Είναι κάτι τρομερό... Και συ θα με κρίνεις τότε. Όμως τώρα μην κάνεις κουβέντα για όλ' αυτά, τώρα σιωπή. Μου μιλάς για αύριο, για τη δίκη, κι όμως —το πιστεύεις;— εγώ δεν ξέρω τίποτα.

—Με κείνον το δικηγόρο μίλησες;

—Τι να μου κάνει ο δικηγόρος! Του τα είπα όλα. Μαλακός, κατεργάρης, πρωτευουσιάνικος. Μπερνάρ! Μονάχα που δεν πιστεύει ούτε λέξη απ' αυτά που του είπα. Πιστεύει —φαντάσου!— πως εγώ είμαι ο φονιάς. Αυτό δα το κατάλαβα απ' την πρώτη στιγμή. «Γιατί λοιπόν, τον ρωτάω, ήρθατε να με υπερασπιστείτε μια κι είν' έτσι;» Ας πάνε στο καλό τους. Μου κουβαλήσανε και γιατρό για να με βγάλει παλαβό. Αυτό δε θα τους περάσει! Η Κατερίνα Ιβάνοβνα θέλει να κάνει ως το τέλος το «καθήκον της». Ζορίζει τον εαυτό της! (Ο Μίτια χαμογέλασε πικρά.) Γάτα σωστή! Σκληρή καρδιά! Κι όμως το ξέρει πως τότε, στο Μόκρογιε, είπα γι' αυτήν πως είναι «μεγάλης οργής» γυναίκα! Της το προφτάσανε. Ναι, οι μαρτυρίες πληθύνθηκαν σαν την άμμο της θάλασσας! Ο Γρηγόρης το χαβά του. Ο Γρηγόρης είναι τίμιος, μα βλάκας. Πολλοί άνθρωποι είναι τίμιοι μονάχα επειδή είναι βλάκες. Αυτό είναι μια σκέψη του Ρακίτιν. Ο Γρηγόρης είναι εχθρός μου. Είναι άνθρωποι που καλύτερα να τους έχεις εχθρούς παρά φίλους. Αυτό το λέω για την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Φοβάμαι, ωχ, πώς φοβάμαι πως θα διηγηθεί στη δίκη για τη βαθιά υπόκλιση ύστερ' απ' τις τεσσερισήμιση χιλιάδες! Θα μου τα εξοφλήσει ως το τέλος, ως την τελευταία πεντάρα. Δεν τη θέλω τη θυσία της! Θα με καταντροπιάσουνε στη δίκη! Να δούμε πώς θα τα υπομείνω όλ' αυτά! Πήγαινε, Αλιόσα, και πες της να μην τα πει αυτά στη δίκη. Ή, μην τάχα δε γίνεται; Φτου, διάολε! Το ίδιο κάνει. Όλα μπορώ να τα υπομείνω! Δεν την λυπάμαι. Μονάχη της τα θέλει. Ηθελές τα κι έπαθές τα. Θα βγάλω και γω λόγο κει πέρα, Αλεξέι. (Χαμογέλασε και πάλι πικραμένα). Μονάχα... μονάχα η Γκρούσα, η Γκρούσα, Θεέ μου! Αυτή για ποιο λόγο θα υποφέρει τώρα τόσο; αναφώνησε ξάφνου με δάκρυα στα μάτια. Με σκοτώνει η Γκρούσα. Η σκέψη της με σκοτώνει, με σκοτώνει. Πριν από λίγο ήταν εδώ.

—Μου τα διηγήθηκε. Είχε πολλά παράπονα μαζί σου.

—Το ξέρω. Ο διάολος να με πάρει με το χαρακτήρα που έχω. Ζήλεψα! Όταν έφευγε, μετάνιωσα και τη φίλησα. Μα δεν της ζήτησα συγνώμη.

—Γιατί δεν της ζήτησες; αναφώνησε ο Αλιόσα.

Ο Μίτια γέλασε ξάφνου σχεδόν εύθυμα.

—Ο Θεός να σε φυλάει, αθώο μου αγόρι, να μη ζητήσεις ποτέ σου συγνώμη από μια γυναίκα π' αγαπάς! Προπαντός απ' την αγαπημένη σου, απ' αυτήν προπαντός, όσο και να 'φταιξες απέναντί της! Γιατί η γυναίκα είναι, αδερφέ μου, —ένας διάολος ξέρει τι είναι— σ' αυτά τουλάχιστο τα ζητήματα κάτι σκαμπάζω! Κάνε πως παραδέχεσαι το λάθος σου και πες της «εγώ φταίω, συγνώμη, συγχώρα με»: Τότε είναι που θ' αρχίσει να σου ψέλνει τον αναβαλλόμενο! Ποτέ δε θα σε συγχωρέσει απλά κι ανοιχτόκαρδα, μα θα σε ταπεινώσει, θα σε κάνει σκουπίδι, θα θυμηθεί το καθετί, ακόμα κι όσα δε γίνανε ποτέ, τίποτα δε θα ξεχάσει, θα προσθέσει και δικά της και μονάχα τότε θα σε συγχωρέσει. Κι αυτό θα το κάνει η καλύτερη γυναίκα! Άσε πια τις άλλες! Θα ξεσκαλίσει τα πιο ασήμαντα και θα σου τα κοπανίσει τόσο αιμοβόρα πλάσματα είναι —άκου με που σου λέω— αυτοί οι άγγελοι που χωρίς αυτούς μας είναι αδύνατο να ζήσουμε! Σ' το λέω ειλικρινά, αγαπημένε μου, πως κάθε τίμιος άνθρωπος πρέπει να 'ναι κάτω απ' την εξουσία κάποιας γυναίκας. Αυτή είναι η πεποίθησή μου. Όχι μια πεποίθηση αλλά ένα αίσθημα. Ο άντρας πρέπει να 'ναι μεγαλόψυχος κι αυτό δεν πρόκειται να τον ταπεινώσει. Ούτε έναν ήρωά δε θα τον ταπείνωνε κάτι τέτοιο, ούτε κι αυτόν τον Καίσαρα! Όμως παρ' όλ' αυτά μη ζητάς ποτέ συγνώμη, ποτέ και για τίποτα. Να τον θυμάσαι αυτόν τον κανόνα: Σου τον δίδαξε ο αδερφός σου ο Μίτια, που καταστράφηκε απ' τις γυναίκες. Όχι, μπορώ να κάνω ό,τι άλλο για να δικαιωθώ στα μάτια της Γκρούσενκας, όχι όμως να της ζητήσω συγχώρεση. Τη λατρεύω, Αλεξέι, τη λατρεύω! Μονάχα που δεν το βλέπει αυτό, όχι, όλο λίγη της φαίνεται η αγάπη μου. Και με βασανίζει. Με την αγάπη της με βασανίζει. Άλλοτε δεν ήταν τίποτα! Άλλοτε βασανιζόμουνα μονάχα απ' την καταχθόνια λυγεράδα του κορμιού της, μα τώρα έβαλα όλη της την ψυχή μες στη δική μου και χάρη σ' αυτήν έγινα άνθρωπος! Θα μας στεφανώσουν τάχα; Αν δε γίνει αυτό, θα πεθάνω από ζήλεια. Κάθε μέρα, κάτι θα ονειρευτώ γι' αυτήν... Τι σου είπε για μένα;

Ο Αλιόσα του διηγήθηκε όλη την κουβέντα του με τη Γκρούσενκα. Ο Μίτια τον άκουσε προσεχτικά, σε πολλά μέρη τον ρώτησε για λεπτομέρειες κι έμεινε ευχαριστημένος.

—Ώστε δε θύμωσε λοιπόν που ζηλεύω! αναφώνησε. Σωστή γυναίκα! «Και γω σκληρόκαρδη είμαι». Ουχ, τις αγαπώ τις σκληρόκαρδες, αν και δεν το χωνεύω να με ζηλεύουνε, δεν το χωνεύω! Θα τσακωνόμαστε. Όμως θα την αγαπώ παντοτινά. Θα μας στεφανώσουν τάχα; Τους κατάδικους τους στεφανώνουν; Εδώ είναι το ζήτημα. Μα χωρίς αυτήν δεν μπορώ να ζήσω...

Ο Μίτια έκανε μια βόλτα στο δωμάτιο σκυθρωπός. Σχεδόν σκοτείνιαζε. Ξάφνου έδειξε μεγάλη ταραχή.

— Ώστε σου είπε πως έχουμε ένα μυστικό, ε; Κάναμε, λέει, συνωμοσία οι τρεις μας εναντίον της κι είναι ανακατεμένη κι η «Κάτκα»; Ε, λοιπόν όχι, Γκρούσενκα, δεν είν' έτσι. Εδώ έπεσες έξω. Έπεσες έξω σαν κουτούτσικο θηλυκό! Αλιόσα, καλέ μου, ας γίνει ό,τι γίνει! Θα σου πω το μυστικό μας.

Κοίταξε γύρω του, πλησίασε τον Αλιόσα που στεκόταν μπροστά του κι άρχισε να ψιθυρίζει με ύφος γεμάτο μυστήριο, αν και κανένας δεν μπορούσε να τους ακούσει—ο γέρο-φύλακας λαγοκοιμόταν στη γωνιά του, καθισμένος σ' έναν πάγκο όσο για τους σκοπούς, αυτοί ήταν μακριά!

—Θα σου τα πω όλα, άρχισε να ψιθυρίζει βιαστικά ο Μίτια. Ήθελα να σου αποκαλύψω το μυστικό αργότερα —μην τάχα μπορώ να πάρω μιαν απόφαση χωρίς τη συμβουλή σου; Είσαι το παν για μένα. Ας λέω πως ο Ιβάν είναι ανώτερος μας, όμως εσύ είσαι το χερουβείμ μου. Μονάχα τη δική σου απόφαση θ' ακούσω. Μπορεί κιόλας εσύ ίσα-ίσα να 'σαι ο ανώτερος άνθρωπος κι όχι ο Ιβάν. Εδώ, βλέπεις, είναι ζήτημα συνείδησης, ζήτημα ανώτερης συνείδησης—το μυστικό είναι τόσο σπουδαίο που δε θα μπορέσω ν' αποφασίσω μονάχος μου κι όλο το ανέβαλα για να μου πεις πρώτα τη γνώμη σου. Όμως τώρα είναι νωρίς ακόμα ν' αποφασίσουμε, γιατί πρέπει να περιμένουμε την απόφαση του δικαστηρίου: Όταν θα βγει η απόφαση, τότε και συ θ' αποφασίσεις τη μοίρα μου. Τώρα μην τ' αποφασίζεις. Θα σ' τα πω όλα, άκουσέ με μα μην αποφασίζεις. Άκου και σώπα. Όλα θα σ' τα πω. Θα σου αποκαλύψω μονάχα την κεντρική ιδέα χωρίς λεπτομέρειες, όμως εσύ μην πεις λέξη. Ούτε μια ερώτηση, ούτε μια κίνηση, σύμφωνοι; Όμως τι τ' όφελος; Έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να κρυφτώ απ' τα μάτια σου. Φοβάμαι πως το βλέμμα σου θα μου πει την απόφασή σου, έστω κι αν σωπάσεις. Ωχ, πώς το φοβάμαι! Άκου, Αλιόσα, ο αδερφός μας Ιβάν μου πρότεινε ν' αποδράσω. Λεπτομέρειες δε σου λέω. Όλα τα 'χουν υπολογίσει, όλα μπορούν να κανονιστούν. Σώπα, μη λες την απόφασή σου. Στην Αμερική μαζί με τη Γκρούσα. Χωρίς τη Γκρούσα δεν μπορώ να ζήσω! Αν δεν την αφήσουν να μ' ακολουθήσει στη Σιβηρία; Πώς θα μπορώ να την έχω κοντά μου; Τους κατάδικους τους στεφανώνουν τάχα; Ο αδερφός Ιβάν λέει πως όχι. Όμως έτσι, χωρίς τη Γκρούσα, τι θα κάνω κει πέρα κάτω απ' τη γη, με τον κασμά μου; Μονάχα το κεφάλι μου θα τσακίσω στα δυο μ' αυτό τον κασμά. Μα απ' την άλλη μεριά η συνείδηση; Έτσι δείχνομαι μικρόψυχος, απαρνιέμαι το μαρτύριο! Μου 'γινε μια υπόδειξη μα εγώ την αποδιώχνω, μου ανοίχτηκε ένας δρόμος εξαγνισμού μα εγώ κάνω μεταβολή και το σκάω. Ο Ιβάν λέει πως όταν έχει κανείς «καλή θέληση» μπορεί να γίνει στην Αμερική πολύ πιο ωφέλιμος απ' ότι θα γινόταν κάτω απ' τη γη. Ναι, μα τότε πώς θα τραγουδήσουμε τον υποχθόνιο ύμνο μας; Τι είναι η Αμερική; Η Αμερική είναι κι αυτή ματαιότης. Μα και παλιανθρωπιά νομίζω πως υπάρχει μπόλικη στην Αμερική. Αποδείχνομαι δειλός και δε θέλω να «άρω τον σταυρόν μου»! Σου το λέω, Αλεξέι, γιατί εσύ είσαι ο μόνος που μπορείς να το καταλάβεις, για τους άλλους όλ' αυτά είναι ανοησίες, παραλήρημα, όλα κείνα που σου είπα για τον ύμνο. Θα πουν πως είμαι τρελός ή βλάκας. Όμως εγώ ούτε τρελάθηκα, ούτε βλάκας είμαι. Κι ο Ιβάν με καταλαβαίνει, όταν του μιλάω για τον ύμνο, ου, πολύ καλά με καταλαβαίνει μα δεν απαντάει, σωπαίνει. Δεν πιστεύει στον ύμνο. Μη μιλάς, μη. Καταλαβαίνω απ' το βλέμμα σου: Πήρες πια την απόφασή σου! Μη με καταδικάζεις, συγχώρα με, μα χωρίς τη Γκρούσα δεν μπορώ να ζήσω, περίμενε να γίνει πρώτα η δίκη!

Ο Μίτια τέλειωσε σαν αλλοπαρμένος. Βάσταγε τον Αλιόσα απ' τους ώμους και κάρφωσε το άπληστο, πυρετώδικο βλέμμα του στα μάτια του.

—Τους κατάδικους τους στεφανώνουν τάχα; ξανάπε για τρίτη φορά με ικετευτική φωνή.

Ο Αλιόσα άκουγε κατάπληχτος κι είχε βαθιά συγκινηθεί.

— Ένα μονάχα θέλω να μου πεις, πρόφερε αυτός: Ο Ιβάν επιμένει πολύ; Και ποιος το σκέφτηκε πρώτος;

—Αυτός, αυτός το σκέφτηκε κι επιμένει! Δεν είχε έρθει ούτε μια φορά να με δει και ξάφνου, εδώ και μια βδομάδα, έρχεται κι αρχίζει αμέσως να μου μιλάει πάνω σ' αυτό το θέμα. Επιμένει τρομερά. Δε με παρακαλάει, με διατάζει. Δεν αμφιβάλλει καθόλου πως θα τον υπακούσω, αν και του άνοιξα την καρδιά μου, όπως και σε σένα, και του μίλησα για τον ύμνο. Μου διηγήθηκε και πώς θα γίνει η δουλειά, έχει μαζέψει όλες τις πληροφορίες, όμως γι' αυτά αργότερα. Το θέλει τόσο που λες κι αν δεν το κάνω θα τον πιάσει υστερία. Το σπουδαιότερο είναι τα λεφτά: Θα 'χεις, λέει, δέκα χιλιάδες για την απόδραση κι άλλες είκοσι για την Αμερική. Και με δέκα χιλιάδες, λέει, θα οργανώσουμε μια θαυμάσια απόδραση.

—Κι είπε να μη μου πεις τίποτα; ξαναρώτησε ο Αλιόσα.

—Σε κανέναν, μα ιδιαίτερα σε σένα. Σε σένα με κανέναν τρόπο! Σίγουρα θα φοβάται πως θα ορθωθείς μπροστά μου σα να 'σαι η συνείδησή μου. Μην του πεις πως το 'μαθές. Μην του το πεις!

— Έχεις δίκιο, είπε ο Αλιόσα. Δεν μπορεί ν' αποφασίσει κανείς προτού τελειώσει η δίκη. Μετά τη δίκη θ' αποφασίσεις μόνος σου. Τόχε θα βρεις μέσα σου έναν καινούργιο άνθρωπο, εκείνος και θ' αποφασίσει.

— Έναν καινούργιο άνθρωπο ή κανένα Μπερνάρ; Τόχε κείνος θ' αποφασίσει με τον τρόπο των Μπερνάρ! Γιατί, καθώς φαίνεται, δεν είμαι και γω πολύ καλύτερος απ' τον Μπερνάρ! είπε χαμογελώντας πικρά ο Μίτια.

—Μα πώς γίνεται λοιπόν αδερφέ μου; Δεν ελπίζεις καθόλου πως θα σ' αθωώσουνε;

Ο Μίτια ανασήκωσε σπασμωδικά τους ώμους και κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

—Αλιόσα, καλούλη μου, καιρός να πηγαίνεις! είπε ξάφνου βακχικά. Ο επόπτης κάτι φώναξε στην αυλή, χώρα θα 'ρθει και δω. Αργήσαμε και δεν κάνει. Αγκάλιασέ με γρήγορα, φίλησέ με, κάνε πάνω μου το σημείο του σταυρού, καλέ μου, για τον αυριανό σταυρό...

Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Κι ο Ιβάν, πρόφερε ξάφνου ο Μίτια μου πρότεινε να το σκάσω όμως πιστεύει πως εγώ σκότωσα!

Τα χείλη του συσπάστηκαν σ' ένα λυπημένο χαμόγελο.

—Τον ρώτησες αν το πιστεύει ή όχι; ρώτησε ο Αλιόσα.

— Όχι, δεν τον ρώτησα. Ήθελα να τον ρωτήσω μα δεν μπόρεσα, δε βρήκα το κουράγιο. Μα χι έχει να κάνει; Το καταλαβαίνω κι απ' τα μάτια του. Γεια σου λοιπόν!

Φιλήθηκαν άλλη μια φορά βιαστικά κι ο Αλιόσα είχε βγει σχεδόν όταν ξαφνικά ο Μίτια τον ξαναφώναξε:

— Έλα και στάσου μπροστά μου, έτσι.

Και ξανάδραξε τον Αλιόσα δυνατά απ' τους ώμους. Το πρόσωπό του έγινε ξάφνου κατάχλομο, τόσο που και μέσα στο μισοσκόταδο φαινόταν καθαρά τούτο το χλόμιασμα. Τα χείλη του στραβώσανε, το βλέμμα του καρφώθηκε στον Αλιόσα.

—Αλιόσα, πες μου όλη την αλήθεια, σα να μιλούσες στο Θεό: Το πιστεύεις πως εγώ σκότωσα ή όχι; Εσύ, εσύ ο ίδιος το πιστεύεις ή όχι; Όλη την αλήθεια θέλω, μη λες ψέματα! του φώναξε σαν αλλοπαρμένος.

Ο Αλιόσα νόμισε πως κάτι τον τράνταξε κι απ' την καρδιά του —αυτό το 'νοιώσε— σα να πέρασε κάτι κοφτερό.

—Τι 'ναι αυτά που λες... τραύλισε σα χαμένος.

— Όλη την αλήθεια, όλη. Μη λες ψέματα! ξανάπε ο Μίτια.

—Ούτε μια στιγμή δεν πίστεψα πως είσαι συ ο φονιάς, είπε ξάφνου ο Αλιόσα από καρδιάς κι η φωνή του έτρεμε.

Σήκωσε το δεξί του χέρι σα να 'βαζε μάρτυρα το Θεό! Μια αγαλλίαση φώτισε το πρόσωπο του Μίτια.

—Σ' ευχαριστώ! πρόφερε συρτά σα ν' αναστέναζε ύστερ' από λιποθυμία. Τώρα μ' ανάστησες... Το πιστεύεις τάχα; Ως τα τώρα φοβόμουνα να σε ρωτήσω. Ποιον; Εσένα. Εσένα! Πήγαινε λοιπόν, πήγαινε! Μου 'δωσες κουράγιο γι' αύριο, ο Θεός να σ' ευλογεί! Πήγαινε τώρα κι αγάπα τον Ιβάν!

Ο Αλιόσα βγήκε πνιγμένος στα δάκρυα. Αυτή η τόσο μεγάλη φιλυποψία του Μίτια, η τόσο μεγάλη δυσπιστία και σ' αυτόν ακόμα, τον Αλιόσα, του φανέρωσε μια τέτοια άβυσσο απαρηγόρητης θλίψης κι απελπισίας στην ψυχή του δυστυχισμένου του αδερφού που ούτε καν την υποπτευόταν πριν. Μια βαθιά, άπειρη συμπόνια τον άδραξε ξαφνικά και τον σύντριψέ. Η καρδιά του πονούσε τρομερά. «Αγάπα τον Ιβάν!» Θυμήθηκε ξάφνου τα λόγια που μόλις είχε προφέρει ο Μίτια. Τον Ιβάν ίσα-ίσα πήγαινε να δει. Απ' το πρωί ακόμα έπρεπε οπωσδήποτε να δει τον Ιβάν. Ο Ιβάν δεν τον βασάνιζε λιγότερο απ' το Μίτια και τώρα που μίλησε με τον αδερφό του, τον βασάνιζε πιότερο από κάθε άλλη φορά.


11. IV. Ο ύμνος και το μυστικό 11. IV. The hymn and the secret

Ήταν πολύ αργά πια —το Νοέμβρη σκοτεινιάζει και γρήγορα— όταν ο Αλιόσα χτύπησε το κουδούνι στην πύλη της φυλακής. Άρχιζε κιόλας να σουρουπώνει. Μα ο Αλιόσα ήξερε πως δε θα του φέρουν κανένα εμπόδιο και θα τον αφήσουν να δει τον Μίτια. Όλα γίνονται στην πολιτεία μας όπως και παντού. Στην αρχή, όσο να τελειώσει η ανάκριση, οι επισκέψεις των συγγενών και των φίλων είχαν ορισμένους περιορισμούς που επέβαλε ο Κανονισμός. Όμως αργότερα οι περιορισμοί αυτοί, όχι πως είχαν καταργηθεί, μα για μερικά πρόσωπα ατόνησαν τόσο που ήταν σα να μην υπήρχαν. Τόσο που καμιά φορά αφήνανε τον κρατούμενο εντελώς μονάχο του με τον επισκέπτη. Για να λέμε την αλήθεια, οι τέτοιοι επισκέπτες ήταν πολύ λίγοι: Η Γκρούσενκα, ο Αλιόσα κι ο Ρακίτιν. Τη Γκρούσενκα τη διευκόλυνε, όσο μπορούσε, ο ίδιος ο Διοικητής της Αστυνομίας, ο Μιχαήλ Μακάροβιτς. Ο γέρος το 'χε βάρος στη συνείδησή του που της έβαλε τις φωνές τότε στο Μόκρογιε. Αργότερα, όταν έμαθε όλα τα καθέκαστα, άλλαξε γνώμη γι' αυτήν. Και παράξενο: Αν κι ήταν βέβαιος πως ο Μίτια ήταν ένοχος, μέρα με τη μέρα όλο και του φερνόταν καλύτερα. «Ίσως να 'χε καλή ψυχή ο άνθρωπος, όμως πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι απ' το πιοτό και την άταχτη ζωή!» Η φρίκη που ένιωθε πρώτα πέρασε πια κι αισθανόταν οίκτο για τον κρατούμενο. Όσο για τον Αλιόσα, αυτόν ο Διοικητής τον ήξερε από καιρό και τον αγαπούσε πολύ, κι ο Ρακίτιν, που τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να επισκέφτεται πολύ συχνά το Μίτια, ήταν ένας απ' τους πιο στενούς γνώριμους των «δεσποινίδων του κυρίου Διοικητή», όπως τις έλεγε, και κάθε μέρα δεν ξεκολλούσε απ' το σπίτι τους. Μα και με τον επόπτη της φυλακής —έναν καλόκαρδο γέρο, αν και καραβανά,— ήταν γνωστός γιατί έδινε μαθήματα στο σπίτι του. Ο επόπτης ήξερε από καιρό και τον Αλιόσα και του άρεσε να συζητάει μαζί του για τη «σοφία των πραγμάτων». Τον Ιβάν Φιοντόροβιτς ο επόπτης όχι μονάχα τον σεβόταν μα και τον φοβόταν, φοβόταν προπάντων τις κρίσεις του αν κι ο ίδιος ήταν μεγάλος φιλόσοφος, «αυτοδίδαχτος» εννοείται. Μα τον Αλιόσα τον συμπαθούσε ιδιαίτερα. Τον τελευταίο χρόνο ο γέρος είχε αρχίσει να διαβάζει τα Απόκρυφα Ευαγγέλια και κάθε λίγο και λιγάκι κρατούσε ενήμερο το νεαρό του φίλο για τις εντυπώσεις του. Άλλοτε τον επισκεφτόταν μάλιστα και στο μοναστήρι και συζητούσε μαζί του και με τους ιερομόναχους ώρες ολόκληρες. Με δυο λόγια, κι αν ακόμα αργούσε ο Αλιόσα, έφτανε να περάσει απ' το γραφείο του επόπτη κι όλα ταχτοποιούνταν. Επιπλέον όλοι οι φύλακες, ως τον τελευταίο, είχαν συνηθίσει πια τον Αλιόσα. Όσο για τη φρουρά δεν έφερνε καμιά δυσκολία φτάνει ο Αλιόσα να 'χε τη σχετική άδεια. Ο Μίτια, όταν τον φωνάζανε, κατέβαινε απ' το κελί του στο δωμάτιο το ειδικό για το επισκεπτήριο. Μπαίνοντας σ' αυτό το δωμάτιο ο Αλιόσα παραλίγο να πέσει πάνω στο Ρακίτιν που κείνη τη στιγμή αποχαιρετούσε το Μίτια. Κι οι δυο μιλούσαν δυνατά. Ο Μίτια, ξεπροβοδώντας τον γελούσε κι ο Ρακίτιν κάτι μουρμούριζε σα δυσαρεστημένος. Ο Ρακίτιν, ιδίως τον τελευταίο καιρό, απόφευγε να συναντήσει τον Αλιόσα, σχεδόν δε μίλαγε καθόλου μαζί του, ακόμα και την καλημέρα την έλεγε με το ζόρι. Μόλις είδε τώρα τον Αλιόσα, έσμιξε τα φρύδια κι απόστρεψε τα μάτια του κάνοντας πως είναι απασχολημένος με το κούμπωμα του μεγάλου και ζεστού παλτού του με το γούνινο γιακά. Ύστερα άρχισε να ψάχνει για την ομπρέλα του.

—Να μην ξεχάσω τίποτα δικό μου, μουρμούρισε μόνο και μόνο για να πει κάτι.

—Κοίτα μην ξεχάσεις και τίποτα ξένο! είπε στ' αστεία ο Μίτια και γέλασε κι ο ίδιος με τ' αστείο του.

Ο Ρακίτιν αμέσως κόρωσε.

—Αυτά να τα λες στους δικούς σου, τους Καραμάζοβ, που 'ναι όλοι τους τσιφλικάδες και καταπιεστές, κι όχι στο Ρακίτιν! φώναξε ξαφνικά τρέμοντας από θυμό.

—Τι έπαθες; Αστειεύτηκα! αναφώνησε ο Μίτια. Φτου, να πάρει ο διάολος! Όλοι τους τέτοιοι είναι, είπε στον Αλιόσα δείχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού το Ρακίτιν που 'φευγε βιαστικά. Λίγο πριν καθότανε δω πέρα και γελούσε, ήταν εύθυμος και ξαφνικά κόρωσε! Εσένα ούτε σε πρόσεξε, καν, τα χαλάσατε ολότελα μήπως; Γιατί ήρθες τόσο αργά; Εγώ όλο το πρωί δε σε περίμενα μονάχα, σε λαχταρούσα. Όμως δεν πειράζει. Θα κερδίσουμε το χαμένο χρόνο.

—Γιατί σου 'ρχεται τόσο συχνά; Έπιασες μήπως φιλίες μαζί του; ρώτησε ο Αλιόσα δείχνοντας κι αυτός με το κεφάλι την πόρτα απ' όπου είχε φύγει ο Ρακίτιν.

—Με το Μιχαήλ λες αν έπιασα φιλίες; Μπα... όχι. Και γιατί τάχα; Σωστό γουρούνι είναι! Έχει τη γνώμη πως είμαι... παλιάνθρωπος. Κι έπειτα τ' αστεία δεν τα καταλαβαίνει —αυτό είναι το κυριότερο. Αυτοί οι άνθρωποι δε θα καταλάβουν ποτέ από αστεία. Μα κι η ψυχή τους είναι στεγνή, πατικωμένη και στεγνή, όπως ακριβώς ήταν κι η δική μου όταν πλησίαζα τη φυλακή και κοίταζα αυτούς τους τοίχους. Όμως είναι έξυπνος άνθρωπος, έξυπνος. Λοιπόν, Αλεξέι, πάει, το 'χασα το κεφάλι μου πια! Έκατσε στον πάγκο κι έβαλε και τον Αλιόσα να κάτσει δίπλα του.

—Ναι, αύριο είναι η δίκη. Μα πώς γίνεται λοιπόν; Δεν ελπίζεις καθόλου, αδερφέ μου; πρόφερε δειλά ο Αλιόσα.

—Για ποιο πράμα μου μιλάς; είπε ο Μίτια και τον κοίταξε κάπως αόριστα. Αχ, ναι, για τη δίκη! Άστα να πάνε στο διάολο! Ως τα τώρα μιλάγαμε για μικροπράματα, γι' αυτή τη δίκη λόγου χάρη, και για το κυριότερο δε σου είπα λέξη. Ναι, αύριο είναι η δίκη, όμως δεν ήταν γι' αυτό που είπα πως έχω χαμένο το κεφάλι μου. Δεν έχασα το κεφάλι μου μα έχασα κείνο που 'χε. μέσα το κεφάλι μου. Τι με κοιτάς με τόσο κριτικό ύφος;

—Για ποιο πράμα μιλάς, Μίτια;

—Για τις ιδέες, για τις ιδέες! Για την Αξιολογία. Τι θα πει Αξιολογία;

—Αξιολογία; είπε απορημένος ο Αλιόσα.

—Ναι, είναι καμιά επιστήμη αυτή;

—Ναι, υπάρχει μια τέτοια επιστήμη... μονάχα... ομολογώ πως δεν μπορώ να σου εξηγήσω τι ακριβώς επιστήμη είναι.

—Ο Ρακίτιν ξέρει. Ο Ρακίτιν ξέρει πολλά πράματα, που να τον πάρει ο διάολος! Δε θα γίνει καλόγερος. Έχει σκοπό να πάει στην Πετρούπολη. Εκεί, λέει, θα γίνει κριτικός μα με ευγενικές κατευθύνσεις. Ποιος ξέρει; Ίσως να ωφελήσει την κοινωνία και να κάνει και την καριέρα του. Ου, για καριέρες κάτι τέτοιοι είναι μαστόροι! Ας πάει στα κομμάτια η Αξιολογία! Το σπουδαίο είναι πως χάθηκα, Αλέξιε, Άνθρωπε του Θεού, χάθηκα! Σ' αγαπώ πιο πολύ απ' όλους. Σπαράζει η καρδιά μου για σένα. Ποιος ήταν αυτός ο Καρλ Μπερνάρ;

—Καρλ Μπερνάρ; απόρησε και πάλι ο Αλιόσα.

— Όχι, δεν είναι Καρλ, στάσου να δεις... Κλοντ Μπερνάρ* (Κλοντ Μπερνάρ: διάσημος Γάλλος φυσιολόγος (1813-1878), ιδρυτής της πειραματικής σχολής της φυσιολογίας που εισήγαγε την επιστημονική μέθοδο στην έρευνα των νευρικών λειτουργιών.). Τι 'ναι αυτό; Χημεία μήπως;

—Νομίζω πως είναι κάποιος επιστήμονας, είπε ο Αλιόσα-όμως ομολογώ πως και γι' αυτόν δεν ξέρω τίποτα να σου πω. Άκουσα μονάχα πως είναι επιστήμονας μα τι είδους δεν ξέρω.

—Ε, άσ' τον λοιπόν να πάει στο διάολο. Ούτε και γω δεν ξέρω, έβρισε ο Μίτια. Το πιθανότερο είναι πως πρόκειται για κανέναν παλιάνθρωπο. Όλοι τους παλιάνθρωποι είναι. Όμως ο Ρακίτιν θα πετύχει, είναι καταφερτζής, κι αυτός Μπερνάρ είναι. Ουχ, σαν πολύ ν' αυγατίσανε οι Μπερνάρηδες!

—Μα τι τρέχει; ρώτησε επίμονα ο Αλιόσα.

—Θέλει να γράψει ένα άρθρο για μένα, για την υπόθεσή μου και ν' αρχίσει έτσι την καριέρα του στη λογοτεχνία, γι' αυτό έρχεται και με βλέπει, μου το εξήγησε ο ίδιος. Θέλει να γράψει κάτι με θέση: «Δεν μπορούσε να μη σκοτώσει, θα λέει, το περιβάλλον του τον έφαγε», κ.λπ. Θα 'χει και μια χροιά σοσιαλισμού, όπως μου 'πε. Ε, ας πάει στο διάολο. Αφού θέλει να 'χει τη χροιά, ας την έχει. Το ίδιο μου κάνει. Τον αδερφό μας τον Ιβάν δεν τον αγαπάει, τον μισεί, μα και σένα δε σε συμπαθεί. Όμως εγώ δεν τον διώχνω γιατί είναι έξυπνος άνθρωπος. Μονάχα που είναι πολύ καυχησιάρης. Τώρα μόλις του 'λεγα: «Οι Καραμάζοβ δεν είναι παλιάνθρωποι μα φιλόσοφοι, γιατί όλοι οι πραγματικοί Ρώσοι είναι φιλόσοφοι, όμως εσύ, αν και σπούδασες, δεν είσαι φιλόσοφος, είσαι ένα κάθαρμα». Γέλαγε, γέλαγε με κακία. Τότε και γω του λέω: Ντε σκέψιμπους non est disputandum. Καλό δεν είναι τ' αστείο; Δεν μπορείς να πεις. Έδειξα πως κάτι σκαμπάζω από κλασικές σπουδές, είπε ο Μίτια κι έβαλε ξάφνου τα γέλια.

—Γιατί όμως είσαι χαμένος; Έτσι δεν είπες; τον διέκοψε ο Αλιόσα.

—Γιατί είμαι χαμένος; Χμ! Εδώ που τα λέμε... αν τα καλοσκεφτείς όλα... λυπάμαι το Θεό, να γιατί!

—Πώς έτσι λυπάσαι το Θεό;

—Πρόσεξε: Εκεί, στα νεύρα, στο κεφάλι, δηλαδή κει μέσα στο μυαλό είναι αυτά τα νεύρα... (άσ' τα να πάνε στο διάολο!) υπάρχουν κάτι ουρίτσες, τα νεύρα είναι που έχουν αυτές τις ουρίτσες, και το λοιπόν μόλις αρχίσουν να τρέμουν κει πέρα... καταλαβαίνεις δηλαδή, μόλις κοιτάζω κάτι με τα μάτια μου, αυτές αρχίζουν να τρέμουν, οι ουρίτσες δηλαδή... και μόλις αρχίσουν να τρέμουν, παρουσιάζεται η εικόνα και δεν παρουσιάζεται αμέσως μα περνάει κάποιο δευτερόλεπτο, κάποιο ελάχιστο λεπτό και παρουσιάζεται τότε μια στιγμή, δηλαδή όχι στιγμή —στο διάολο, δεν ξέρω τι λέω— μα κάποια εικόνα, δηλαδή το αντικείμενο ή κάποιο γεγονός, ό,τι διάολο θέλει ας είναι —να γιατί βλέπω κι ύστερα σκέφτομαι... επειδή υπάρχουν οι ουρίτσες κι όχι γιατί έχω ψυχή και γιατί είμαι τάχα εικόνα κι ομοίωση, όλ' αυτά είναι κουταμάρες. Αυτά όλα μου τα εξήγησε χτες, αδερφέ μου, ο Μιχαήλ και λες και με ζεμάτισε. Υπέροχη αυτή η επιστήμη, Αλιόσα! Ένας καινούργιος άνθρωπος θα εμφανιστεί στη γη, αυτό το καταλαβαίνω... Όμως παρ' όλ' αυτά λυπάμαι το Θεό!

—Κι αυτό καλό, είπε ο Αλιόσα.

—Το πως λυπάμαι το Θεό, ε; Η χημεία τα κάνει όλ' αυτά, αδερφέ μου, η χημεία! Τι να γίνει, αιδεσιμότατε, παραμερίστε λιγάκι, περνάει η χημεία! Ο Ρακίτιν δεν τον αγαπάει το Θεό, καθόλου δεν τον αγαπάει! Αυτό είναι το πιο οδυνηρό σημείο ολονών τους. Μα το κρύβουνε. Λένε ψέματα. Υποκρίνονται. «Θα τα γράφεις αυτά και στις κριτικές σου;» τον ρωτάω. «Δε θα μ' αφήσουν βέβαια να τα πω καθαρά», λέει αυτός και γελάει. «Όμως, δε μου λες, τον ρωτάω, πώς θα μείνει έτσι ο άνθρωπος χωρίς Θεό και μελλούμενη ζωή; Πα να πει δηλαδή πως όλα επιτρέπονται, μπορεί να κάνει κανείς ό,τι θέλει; «Τι; Δεν το 'ξερες;» μου λέει. Γελάει. «Στον έξυπνο άνθρωπο, λέει, όλα επιτρέπονται, ο έξυπνος ξέρει και τα καταφέρνει, όμως εσύ, λέει, σκότωσες και την έπαθες και τώρα σαπίζεις στη φυλακή! » Καταλαβαίνεις; Εμένα μου το λέει. Γουρούνι σωστό! Κάτι τέτοιους τους έδιωχνα με τις κλοτσιές άλλοτε, όμως τώρα κάθομαι και τους ακούω. Γιατί, βλέπεις, λέει και πολλά μυαλωμένα πράματα. Γράφει κιόλας έξυπνα. Εδώ και μια βδομάδα άρχισε να μου διαβάζει ένα άρθρο, αντέγραψα τότε επίτηδες τρεις αράδες, στάσου να δεις, εδώ τις έχω.

Ο Μίτια έβγαλε βιαστικά απ' το τσεπάκι του γιλέκου του ένα χαρτάκι και διάβασε:

«Για να δώσει κανείς σωστή απάντηση σ' αυτό το πρόβλημα πρέπει πρώτα απ' όλα ν' αντιπαραθέσει την προσωπικότητά του στην πραγματικότητά του».

—Το καταλαβαίνεις αυτό;

— Όχι, δεν καταλαβαίνω, είπε ο Αλιόσα.

Παρακολουθούσε με περιέργεια το Μίτια και τον άκουγε προσεχτικά.

—Και γω δεν καταλαβαίνω. Είναι σκοτεινό και γεμάτο ασάφεια μα γι' αυτό ίσα-ίσα είναι έξυπνο. «Όλοι, λέει, έτσι γράφουν τώρα, γιατί τέτοιο είναι το περιβάλλον μας...» Φοβούνται το περιβάλλον. Γράφει και στίχους, ο κατεργάρης, έγραψε κι ένα ποίημα για το ποδαράκι της Χοχλάκοβας, χα-χαχα!

—Τ' άκουσα, είπε ο Αλιόσα.

—Τ' άκουσες; Τα στιχάκια τ' άκουσες;

— Όχι.

—Τα 'χω δω πέρα, θα σου τα διαβάσω. Δεν τα ξέρεις, δε σου τα είπα, εδώ είναι ολάκερη ιστορία. Τον παλιοκατέργαρο! Εδώ και τρεις βδομάδες βάλθηκε να με πιλατεύει: «Εσύ, λέει, την έπαθες σα βλάκας για τρεις ψωροχιλιάδες, όμως εγώ θα βάλω στο χέρι εκατόν πενήντα, θα παντρευτώ μια χήρα και θ' αγοράσω ένα σπουδαίο σπίτι στην Πετρούπολη», και μου διηγήθηκε πως κάνει τα γλυκά μάτια στη Χοχλάκοβα. «Αυτή, λέει, και στα νιάτα της δεν ήταν έξυπνη, μα τώρα στα σαράντα της κουκούτσι μυαλό δεν της έμεινε. Όμως είναι πολύ αισθηματική, θα της πουλήσω και γω έρωτα και θα την καταφέρω. Θα την παντρευτώ, θα την πάω στην Πετρούπολη και κει θα βγάλω εφημερίδα». Κι άφηνε να τρέχουν τα σιχαμένα σάλια του από ηδονή, όχι για τη Χοχλάκοβα μα για τις εκατόν πενήντα χιλιάδες. Και το κατάφερε να τον πιστέψω. Ερχότανε κάθε μέρα κι όλο μου 'λεγε: «Πρίμα πάει η δουλειά». Έλαμπε απ' τη χαρά του. Όπου ξαφνικά τον διώξανε: Ο Περχότιν, ο Πιοτρ Ίλιτς νίκησε. Μπράβο του! Αυτή είναι ένα βλακόμουτρο και μισό, όμως, μα την αλήθεια, θα τη γέμιζα φιλιά επειδή τον έδιωξε. Κείνες τις μέρες που 'ρχότανε δω πέρα, έγραψε τα στιχάκια. «Πρώτη φορά, μου λέει, καταπιάνουμαι μ' αυτή τη βρομοδουλειά, όμως γράφω τους στίχους για να την κόψω, κι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Όταν τσεπώσω το παραδάκι της, θα μπορώ να κάνω καλό στην κοινωνία». Αυτοί, βλέπεις, δικαιολογούν όλες τις ατιμίες τους λέγοντας πως τις κάνουν για το κοινωνικό όφελος! «Όμως παρ' όλ' αυτά, λέει, έγραψα καλύτερα κι απ' τον Πούσκιν σου, γιατί σ' ένα τέτοιο αστείο ποιηματάκι μπόρεσα να μπάσω και κοινωνική θλίψη». Σα να μου φαίνεται πως έχει δίκιο να μιλάει έτσι για τον Πούσκιν. Αν ήταν ποιητής στ' αλήθεια και δεν έκανε τίποτ' άλλο παρά να υμνολογεί τα ποδαράκια; Όμως αυτός, να τον έβλεπες πόσο καυχιότανε για τους στίχους του! Σου 'χουν όλοι τους μια φιλαυτία! «Για να γίνει χαλά το πονεμένο ποδαράκι του αντικειμένου των ονείρων μου» —τέτοιο τίτλο του 'δωσε. Κόβει το μυαλό τους!

Τι ωραίο ποδαράκι

μόνο πρήστηκε λιγάκι!

Έρχονται γιατροί, γιατρεύουν

πιο πολύ το σακατεύουν.

Για τα πόδια ύμνους δε λέω

ας μιλά ο Πούσκιν γι' αυτά.

Το κεφάλι μόνο κλαίω

που δε σκέφτεται καλά.

Κάτι πια σα να γροικάει

μα το πόδι τα χαλάει!

Όμως σα θα γιάνει πάλι

θε να νιώσει το κεφάλι.

Γουρούνι είναι, σωστό γουρούνι, όμως οι στίχοι του είναι γουστόζικοι! Πραγματικά μπόρεσε κι έχωσε «κοινωνική θλίψη». Πόσο θύμωσε όταν τον διώξανε. Έτριζε τα δόντια του. —Εκδικήθηκε κιόλας. Έγραψε μιαν ανταπόκριση για τη Χοχλάκοβα.

Κι ο Αλιόσα του διηγήθηκε με δυο λόγια για την ανταπόκριση που διάβασε στις Φήμες.

—Αυτός είναι, αυτός! επιβεβαίωσε ο Μίτια σμίγοντας τα φρύδια. Αυτός την έγραψε! Αυτές οι ανταποκρίσεις... το ξέρω δα... δηλαδή πόσες προστυχιές γράψανε για τη Γκρούσα λόγου χάρη!... και για την άλλη το ίδιο, για την Κάτια... χμ!

Έκανε σκεφτικός μια βόλτα στο δωμάτιο.

—Δεν μπορώ να μείνω πολύ δω πέρα, αδερφέ, είπε ο Αλιόσα αφού έμεινε για λίγο σιωπηλός. Αύριο είναι μια τρομερή, μεγάλη μέρα για σένα: Θα σε κρίνει ο Θεός... Κι απορώ που περπατάς και μου μιλάς, ένας Θεός ξέρει για τι...

— Όχι, δεν πρέπει ν' απορείς, τον διέκοψε με θέρμη ο Μίτια. Μήπως ήθελες τάχα να σου μιλάω για κείνο το βρομόσκυλο; Για το φονιά; Φτάνουν όσα είπαμε ως τα τώρα. Δε θέλω πια να μιλήσω για το βρομιάρη, το γιο της Σμερντιάστσαγια! Ο Θεός θα τον σκοτώσει, θα το δεις! Σώπα.

Πλησίασε ταραγμένος τον Αλιόσα και ξαφνικά τον φίλησε. Τα μάτια του φλογίστηκαν.

—Ο Ρακίτιν ποτέ δε θα καταλάβαινε αυτό που θα σου πω, άρχισε να λέει με κάποιον ενθουσιασμό· όμως εσύ όλα θα τα καταλάβεις. Γι' αυτό κιόλας σε λαχταρούσα τόσο πολύ. Από καιρό τώρα ήθελα να σου πω πολλά μέσα σ' αυτά τα μαδημένα ντουβάρια, μα δε σου 'λεγα το κυριότερο: Λες και δεν είχε φτάσει ακόμα η ώρα. Τώρα που έφτασε η τελευταία διορία πρέπει να σ' ανοίξω την καρδιά μου. Τούτους τους δυο μήνες, αδερφέ μου, βρήκα μέσα μου έναν άλλο άνθρωπο, λες κι αναστήθηκε εντός μου ένας καινούργιος άνθρωπος! Τον είχα πάντοτε μέσα μου μα ποτέ δε θα παρουσιαζόταν μπροστά μου αν δε με χτύπαγε αυτό τ' αστροπελέκι. Είναι τρομερό! Τι με νοιάζει που θα σκάβω είκοσι χρόνια μέσα στα ορυχεία; —αυτό καθόλου δεν το φοβάμαι, άλλο είναι που μου φαίνεται τώρα τρομερό: Μην τύχει και μ' εγκαταλείψει ο άνθρωπος που αναστήθηκε εντός μου! Και κει ακόμα, στα ορυχεία, θα μπορέσω να βρω κάποιον κατάδικο με καρδιά ανθρώπου και να σχετιστώ μαζί του, γιατί και κει μπορεί να ζήσει κανείς, ν' αγαπήσει και να υποφέρει! Μπορεί κιόλας ν' αναγεννήσω κανέναν κατάδικο και ν' αναστήσω μέσα του τη ναρκωμένη του καρδιά, μπορεί να τον περιποιούμαι χρόνια και να βγάλω επιτέλους απ' το χάος στο φως μιαν ανώτερη ψυχή, μια πονεμένη συνείδηση, ν' αναγεννήσω έναν άγγελο, ν' αναστήσω έναν ήρωά! Κι είναι πολλοί οι κατάδικοι κει πέρα, χιλιάδες. Κι όλοι μας είμαστε ένοχοι γι' αυτούς! Γιατί ονειρεύτηκα τότε, σε μια τέτοια στιγμή, το «κούτσικο»; «Γιατί το “κούτσικο" είναι τόσο φτωχούλι;» Ήταν μια προφητεία για μένα! Για το «κούτσικο» θα πάω στη Σιβηρία. Γιατί όλοι μας είμαστε ένοχοι για όλους. Για όλα τα «κούτσικα», γιατί υπάρχουν μικρά παιδιά και μεγάλα παιδιά! Όλοι «κούτσικα» είναι. Για όλους αυτούς θα πάω να υποφέρω γιατί κάποιος πρέπει να υποφέρει για όλους. Δε σκότωσα τον πατέρα μου, όμως πρέπει να πάω. Το δέχομαι! Όλ' αυτά εδώ τα σκέφτηκα... μέσα σ' αυτά τα μαδημένα ντουβάρια. Κι είναι πολλοί κει πέρα, χιλιάδες, οι υποχθόνιοι άνθρωποι με τη σκαπάνη στο χέρι. Ω, ναι, θα 'μαστε αλυσοδεμένοι και δε θα 'χουμε καμιάν ελευθερία, μα μέσα στη μεγάλη συμφορά μας θ' αναστηθούμε και πάλι ως τη χαρά, που χωρίς αυτήν είναι αδύνατο να ζήσει ο άνθρωπος και να υπάρξει ο Θεός, γιατί ο Θεός είναι που δίνει τη χαρά. Αυτό είναι το μεγάλο του προνόμιο... Κύριε, είθε ο άνθρωπος να διαλυθεί εν προσευχή! Πώς θα μπορέσω να ζήσω κει πέρα, κάτω απ' τη γη, χωρίς Θεό; Ψέματα λέει ο Ρακίτιν: Αν διώξουν το Θεό απ' τη γη, εμείς θα τον υποδεχτούμε κάτω απ' τη γη. Ο κατάδικος είναι αδύνατο να ζήσει χωρίς Θεό, πιο αδύνατο, κι απ' ό,τι είναι για τον ελεύθερο! Και τότε εμείς οι υποχθόνιοι θ' αρχίσουμε να τραγουδάμε απ' τα σπλάχνα της γης έναν τραγικό ύμνο στο Θεό που κρατάει στα χέρια του τη χαρά! Ζήτω ο Θεός κι η χαρά Του! Τον αγαπάω!

Προφέροντας τον αλλοπαρμένο του λόγο ο Μίτια πνιγόταν σχεδόν. Είχε χλομιάσει, τα χείλη του τρέμανε, απ' τα μάτια του τρέχανε δάκρυα.

—Ναι, η ζωή είναι ξέχειλη. Ζωή υπάρχει και κάτω απ' τη γη! άρχισε και πάλι. Δε θα με πίστευες, Αλεξέι, αν σου 'λεγα πόσο πολύ θέλω να ζήσω τώρα, πόσο διψώ να υπάρχω και να αισθάνομαι. Κι αυτή μου η επιθυμία γεννήθηκε μέσα σ' αυτά τα μαδημένα ντουβάρια! Ο Ρακίτιν δεν τα καταλαβαίνει αυτά· το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα τα καταφέρει να χτίσει ένα μεγάλο σπίτι και να το γεμίσει νοικάρηδες, όμως εγώ περίμενα εσένα. Τι κι αν υποφέρω; Δεν τον φοβάμαι τον πόνο κι ας είναι άμετρος. Τώρα δεν τον φοβάμαι. Πρώτα τον φοβόμουν. Ξέρεις, ίσως και να μην απαντήσω καθόλου στη δίκη... Νομίζω πως έχω τόση δύναμη μέσα μου τώρα, που θα τα βγάλω πέρα με τον κάθε πόνο, φτάνει να μπορώ να λέω κάθε στιγμή στον εαυτό μου: Υπάρχω! Μέσα σε χίλια μαρτύρια —υπάρχω, μέσα στους σπασμούς των βασανιστηρίων — υπάρχω, ζώντας πάνω σ' ένα στύλο —υπάρχω, βλέπω τον ήλιο, κι αν δεν τον βλέπω ακόμα, ξέρω πως υπάρχει. Και το να ξέρεις πως υπάρχει ήλιος, αυτό είναι κιόλας όλη η ζωή. Αλιόσα, χερουβείμ μου, οι διάφορες φιλοσοφίες με σκοτώνουν, που να τις πάρει ο διάολος! Ο αδερφός Ιβάν...

—Τι, ο Ιβάν; τον διέκοψε ο Αλιόσα, μα ο Μίτια δεν τον άκουσε.

—Πρώτα, βλέπεις, δεν είχα όλες αυτές τις αμφιβολίες, όμως όλ' αυτά κοιμούνταν μέσα μου ίσως γι' αυτό ακριβώς, επειδή δηλαδή είχα μέσα μου αυτές τις άγνωστες ιδέες, ίσως γι' αυτό να μεθούσα, να 'ρχόμουνα στα χέρια και να δαιμονιζόμουνα. Καυγάδιζα για να τις κρύψω βαθύτερα μέσα μου, για να τις πνίξω. Ο αδερφός Ιβάν δεν είναι σαν τον Ρακίτιν. Αυτός έχει κάποια μυστική ιδέα. Ο αδερφός Ιβάν είναι σφίγγα κι όλο σωπαίνει, όλο σωπαίνει, ενώ εμένα με βασανίζει το πρόβλημα του Θεού. Αυτό είναι το μόνο που με βασανίζει. Τι γίνεται αν δεν υπάρχει; Τι γίνεται αν έχει δίκιο ο Ρακίτιν πως το Θεό τον σοφιστήκανε οι άνθρωποι; Τότε, αν δεν υπάρχει, ο άνθρωπος είναι κυρίαρχος όλης της γης, όλου του σύμπαντος! Θαυμάσια! Όμως πώς θα 'ναι ενάρετος χωρίς Θεό; Να το πρόβλημα! Επιμένω. Γιατί τότε ποιον θ' αγαπήσει ο άνθρωπος! Ποιον θα ευγνωμονεί, ποιον θα υμνεί; Ο Ρακίτιν γελάει. Ο Ρακίτιν λέει πως μπορεί ν' αγαπήσει κανείς την ανθρωπότητα και χωρίς το Θεό. Μα κάτι τέτοιο μονάχα ένας βρομομυξιάρης μπορεί να το βεβαιώνει, εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω. Είναι εύκολο για το Ρακίτιν να ζει: «Καλύτερα, μου λέει, σήμερα ν' αγωνιστείς για ν' αποχτήσουν οι άνθρωποι ευρύτερα πολιτικά δικαιώματα ή τουλάχιστο για να μην ακριβήνει το βοδινό. Έτσι θ' αποδείξεις πιο απλά και πιο άμεσα την αγάπη σου για την ανθρωπότητα παρά με τις φιλοσοφίες». Τότε και γω τον στριμώχνω: «Όμως εσύ, χωρίς το Θεό, θ' ακριβήνεις ο ίδιος το βοδινό, αν περνάει απ' το χέρι σου, και θα βγάλεις ένα ρούβλι στο καπίκι». Θύμωσε. Γιατί τι θα πει αρετή; Απάντησέ μου, Αλιόσα. Εγώ έχω την αρετή μου κι ο Κινέζος τη δική του, θα πει λοιπόν πως η αρετή είναι κάτι σχετικό. Ή, όχι; Ή, μήπως δεν είναι σχετικό; Καταχθόνιο πρόβλημα! Δυο νύχτες δεν κοιμήθηκα, όλο σκεφτόμουνα αυτό το ζήτημα, σ' το λέω γιατί ξέρω πως δε θα γελάσεις μαζί μου. Το μόνο που με κάνει κι απορώ τώρα είναι πώς μπορούν οι άνθρωποι να ζουν και να μην τα σκέφτονται όλ' αυτά. Ματαιότης! Ο Ιβάν δεν έχει Θεό! Έχει μιαν ιδέα σε μεγαλύτερη κλίμακα απ' τη δική μου. Όμως σωπαίνει. Νομίζω πως είναι μασόνος. Τον ρώτησα —μα σωπαίνει! Θέλησα να πιώ νερό απ' την πηγή του —μα αυτός σωπαίνει. Μονάχα μια φορά είπε ένα λογάκι.

—Τι είπε; ρώτησε βιαστικά ο Αλιόσα.

—Του είπα: Μια κι είν' έτσι, θα πει πως όλα επιτρέπονται. Κείνος έσμιξε τα φρύδια: «Ο Φιόντορ Παύλοβιτς, μου λέει, ο πατερούλης μας, ήταν γουρούνι, όμως σκεφτόταν σωστά». Να τι ξεφούρνισε. Αυτό ήταν όλο. Τούτο δω έχει πιο λεβεντιά απ' το Ρακίτιν.

—Ναι, παραδέχτηκε ο Αλιόσα με πικρία. Πότε ήρθε να σε δει;

—Γι' αυτό αργότερα, τώρα έχω άλλα. Για τον Ιβάν δε σου μίλησα καθόλου σχεδόν ως τώρα. Όλο και το ανέβαλα ως την τελευταία μέρα. Όταν τελειώσει όλη η φασαρία και βγάλουν την απόφασή τους, θα σου διηγηθώ κάτι, όλα θα σ' τα διηγηθώ. Είναι κάτι τρομερό... Και συ θα με κρίνεις τότε. Όμως τώρα μην κάνεις κουβέντα για όλ' αυτά, τώρα σιωπή. Μου μιλάς για αύριο, για τη δίκη, κι όμως —το πιστεύεις;— εγώ δεν ξέρω τίποτα.

—Με κείνον το δικηγόρο μίλησες;

—Τι να μου κάνει ο δικηγόρος! Του τα είπα όλα. Μαλακός, κατεργάρης, πρωτευουσιάνικος. Μπερνάρ! Μονάχα που δεν πιστεύει ούτε λέξη απ' αυτά που του είπα. Πιστεύει —φαντάσου!— πως εγώ είμαι ο φονιάς. Αυτό δα το κατάλαβα απ' την πρώτη στιγμή. «Γιατί λοιπόν, τον ρωτάω, ήρθατε να με υπερασπιστείτε μια κι είν' έτσι;» Ας πάνε στο καλό τους. Μου κουβαλήσανε και γιατρό για να με βγάλει παλαβό. Αυτό δε θα τους περάσει! Η Κατερίνα Ιβάνοβνα θέλει να κάνει ως το τέλος το «καθήκον της». Ζορίζει τον εαυτό της! (Ο Μίτια χαμογέλασε πικρά.) Γάτα σωστή! Σκληρή καρδιά! Κι όμως το ξέρει πως τότε, στο Μόκρογιε, είπα γι' αυτήν πως είναι «μεγάλης οργής» γυναίκα! Της το προφτάσανε. Ναι, οι μαρτυρίες πληθύνθηκαν σαν την άμμο της θάλασσας! Ο Γρηγόρης το χαβά του. Ο Γρηγόρης είναι τίμιος, μα βλάκας. Πολλοί άνθρωποι είναι τίμιοι μονάχα επειδή είναι βλάκες. Αυτό είναι μια σκέψη του Ρακίτιν. Ο Γρηγόρης είναι εχθρός μου. Είναι άνθρωποι που καλύτερα να τους έχεις εχθρούς παρά φίλους. Αυτό το λέω για την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Φοβάμαι, ωχ, πώς φοβάμαι πως θα διηγηθεί στη δίκη για τη βαθιά υπόκλιση ύστερ' απ' τις τεσσερισήμιση χιλιάδες! Θα μου τα εξοφλήσει ως το τέλος, ως την τελευταία πεντάρα. Δεν τη θέλω τη θυσία της! Θα με καταντροπιάσουνε στη δίκη! Να δούμε πώς θα τα υπομείνω όλ' αυτά! Πήγαινε, Αλιόσα, και πες της να μην τα πει αυτά στη δίκη. Ή, μην τάχα δε γίνεται; Φτου, διάολε! Το ίδιο κάνει. Όλα μπορώ να τα υπομείνω! Δεν την λυπάμαι. Μονάχη της τα θέλει. Ηθελές τα κι έπαθές τα. Θα βγάλω και γω λόγο κει πέρα, Αλεξέι. (Χαμογέλασε και πάλι πικραμένα). Μονάχα... μονάχα η Γκρούσα, η Γκρούσα, Θεέ μου! Αυτή για ποιο λόγο θα υποφέρει τώρα τόσο; αναφώνησε ξάφνου με δάκρυα στα μάτια. Με σκοτώνει η Γκρούσα. Η σκέψη της με σκοτώνει, με σκοτώνει. Πριν από λίγο ήταν εδώ.

—Μου τα διηγήθηκε. Είχε πολλά παράπονα μαζί σου.

—Το ξέρω. Ο διάολος να με πάρει με το χαρακτήρα που έχω. Ζήλεψα! Όταν έφευγε, μετάνιωσα και τη φίλησα. Μα δεν της ζήτησα συγνώμη.

—Γιατί δεν της ζήτησες; αναφώνησε ο Αλιόσα.

Ο Μίτια γέλασε ξάφνου σχεδόν εύθυμα.

—Ο Θεός να σε φυλάει, αθώο μου αγόρι, να μη ζητήσεις ποτέ σου συγνώμη από μια γυναίκα π' αγαπάς! Προπαντός απ' την αγαπημένη σου, απ' αυτήν προπαντός, όσο και να 'φταιξες απέναντί της! Γιατί η γυναίκα είναι, αδερφέ μου, —ένας διάολος ξέρει τι είναι— σ' αυτά τουλάχιστο τα ζητήματα κάτι σκαμπάζω! Κάνε πως παραδέχεσαι το λάθος σου και πες της «εγώ φταίω, συγνώμη, συγχώρα με»: Τότε είναι που θ' αρχίσει να σου ψέλνει τον αναβαλλόμενο! Ποτέ δε θα σε συγχωρέσει απλά κι ανοιχτόκαρδα, μα θα σε ταπεινώσει, θα σε κάνει σκουπίδι, θα θυμηθεί το καθετί, ακόμα κι όσα δε γίνανε ποτέ, τίποτα δε θα ξεχάσει, θα προσθέσει και δικά της και μονάχα τότε θα σε συγχωρέσει. Κι αυτό θα το κάνει η καλύτερη γυναίκα! Άσε πια τις άλλες! Θα ξεσκαλίσει τα πιο ασήμαντα και θα σου τα κοπανίσει τόσο αιμοβόρα πλάσματα είναι —άκου με που σου λέω— αυτοί οι άγγελοι που χωρίς αυτούς μας είναι αδύνατο να ζήσουμε! Σ' το λέω ειλικρινά, αγαπημένε μου, πως κάθε τίμιος άνθρωπος πρέπει να 'ναι κάτω απ' την εξουσία κάποιας γυναίκας. Αυτή είναι η πεποίθησή μου. Όχι μια πεποίθηση αλλά ένα αίσθημα. Ο άντρας πρέπει να 'ναι μεγαλόψυχος κι αυτό δεν πρόκειται να τον ταπεινώσει. Ούτε έναν ήρωά δε θα τον ταπείνωνε κάτι τέτοιο, ούτε κι αυτόν τον Καίσαρα! Όμως παρ' όλ' αυτά μη ζητάς ποτέ συγνώμη, ποτέ και για τίποτα. Να τον θυμάσαι αυτόν τον κανόνα: Σου τον δίδαξε ο αδερφός σου ο Μίτια, που καταστράφηκε απ' τις γυναίκες. Όχι, μπορώ να κάνω ό,τι άλλο για να δικαιωθώ στα μάτια της Γκρούσενκας, όχι όμως να της ζητήσω συγχώρεση. Τη λατρεύω, Αλεξέι, τη λατρεύω! Μονάχα που δεν το βλέπει αυτό, όχι, όλο λίγη της φαίνεται η αγάπη μου. Και με βασανίζει. Με την αγάπη της με βασανίζει. Άλλοτε δεν ήταν τίποτα! Άλλοτε βασανιζόμουνα μονάχα απ' την καταχθόνια λυγεράδα του κορμιού της, μα τώρα έβαλα όλη της την ψυχή μες στη δική μου και χάρη σ' αυτήν έγινα άνθρωπος! Θα μας στεφανώσουν τάχα; Αν δε γίνει αυτό, θα πεθάνω από ζήλεια. Κάθε μέρα, κάτι θα ονειρευτώ γι' αυτήν... Τι σου είπε για μένα;

Ο Αλιόσα του διηγήθηκε όλη την κουβέντα του με τη Γκρούσενκα. Ο Μίτια τον άκουσε προσεχτικά, σε πολλά μέρη τον ρώτησε για λεπτομέρειες κι έμεινε ευχαριστημένος.

—Ώστε δε θύμωσε λοιπόν που ζηλεύω! αναφώνησε. Σωστή γυναίκα! «Και γω σκληρόκαρδη είμαι». Ουχ, τις αγαπώ τις σκληρόκαρδες, αν και δεν το χωνεύω να με ζηλεύουνε, δεν το χωνεύω! Θα τσακωνόμαστε. Όμως θα την αγαπώ παντοτινά. Θα μας στεφανώσουν τάχα; Τους κατάδικους τους στεφανώνουν; Εδώ είναι το ζήτημα. Μα χωρίς αυτήν δεν μπορώ να ζήσω...

Ο Μίτια έκανε μια βόλτα στο δωμάτιο σκυθρωπός. Σχεδόν σκοτείνιαζε. Ξάφνου έδειξε μεγάλη ταραχή.

— Ώστε σου είπε πως έχουμε ένα μυστικό, ε; Κάναμε, λέει, συνωμοσία οι τρεις μας εναντίον της κι είναι ανακατεμένη κι η «Κάτκα»; Ε, λοιπόν όχι, Γκρούσενκα, δεν είν' έτσι. Εδώ έπεσες έξω. Έπεσες έξω σαν κουτούτσικο θηλυκό! Αλιόσα, καλέ μου, ας γίνει ό,τι γίνει! Θα σου πω το μυστικό μας.

Κοίταξε γύρω του, πλησίασε τον Αλιόσα που στεκόταν μπροστά του κι άρχισε να ψιθυρίζει με ύφος γεμάτο μυστήριο, αν και κανένας δεν μπορούσε να τους ακούσει—ο γέρο-φύλακας λαγοκοιμόταν στη γωνιά του, καθισμένος σ' έναν πάγκο όσο για τους σκοπούς, αυτοί ήταν μακριά!

—Θα σου τα πω όλα, άρχισε να ψιθυρίζει βιαστικά ο Μίτια. Ήθελα να σου αποκαλύψω το μυστικό αργότερα —μην τάχα μπορώ να πάρω μιαν απόφαση χωρίς τη συμβουλή σου; Είσαι το παν για μένα. Ας λέω πως ο Ιβάν είναι ανώτερος μας, όμως εσύ είσαι το χερουβείμ μου. Μονάχα τη δική σου απόφαση θ' ακούσω. Μπορεί κιόλας εσύ ίσα-ίσα να 'σαι ο ανώτερος άνθρωπος κι όχι ο Ιβάν. Εδώ, βλέπεις, είναι ζήτημα συνείδησης, ζήτημα ανώτερης συνείδησης—το μυστικό είναι τόσο σπουδαίο που δε θα μπορέσω ν' αποφασίσω μονάχος μου κι όλο το ανέβαλα για να μου πεις πρώτα τη γνώμη σου. Όμως τώρα είναι νωρίς ακόμα ν' αποφασίσουμε, γιατί πρέπει να περιμένουμε την απόφαση του δικαστηρίου: Όταν θα βγει η απόφαση, τότε και συ θ' αποφασίσεις τη μοίρα μου. Τώρα μην τ' αποφασίζεις. Θα σ' τα πω όλα, άκουσέ με μα μην αποφασίζεις. Άκου και σώπα. Όλα θα σ' τα πω. Θα σου αποκαλύψω μονάχα την κεντρική ιδέα χωρίς λεπτομέρειες, όμως εσύ μην πεις λέξη. Ούτε μια ερώτηση, ούτε μια κίνηση, σύμφωνοι; Όμως τι τ' όφελος; Έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να κρυφτώ απ' τα μάτια σου. Φοβάμαι πως το βλέμμα σου θα μου πει την απόφασή σου, έστω κι αν σωπάσεις. Ωχ, πώς το φοβάμαι! Άκου, Αλιόσα, ο αδερφός μας Ιβάν μου πρότεινε ν' αποδράσω. Λεπτομέρειες δε σου λέω. Όλα τα 'χουν υπολογίσει, όλα μπορούν να κανονιστούν. Σώπα, μη λες την απόφασή σου. Στην Αμερική μαζί με τη Γκρούσα. Χωρίς τη Γκρούσα δεν μπορώ να ζήσω! Αν δεν την αφήσουν να μ' ακολουθήσει στη Σιβηρία; Πώς θα μπορώ να την έχω κοντά μου; Τους κατάδικους τους στεφανώνουν τάχα; Ο αδερφός Ιβάν λέει πως όχι. Όμως έτσι, χωρίς τη Γκρούσα, τι θα κάνω κει πέρα κάτω απ' τη γη, με τον κασμά μου; Μονάχα το κεφάλι μου θα τσακίσω στα δυο μ' αυτό τον κασμά. Μα απ' την άλλη μεριά η συνείδηση; Έτσι δείχνομαι μικρόψυχος, απαρνιέμαι το μαρτύριο! Μου 'γινε μια υπόδειξη μα εγώ την αποδιώχνω, μου ανοίχτηκε ένας δρόμος εξαγνισμού μα εγώ κάνω μεταβολή και το σκάω. Ο Ιβάν λέει πως όταν έχει κανείς «καλή θέληση» μπορεί να γίνει στην Αμερική πολύ πιο ωφέλιμος απ' ότι θα γινόταν κάτω απ' τη γη. Ναι, μα τότε πώς θα τραγουδήσουμε τον υποχθόνιο ύμνο μας; Τι είναι η Αμερική; Η Αμερική είναι κι αυτή ματαιότης. Μα και παλιανθρωπιά νομίζω πως υπάρχει μπόλικη στην Αμερική. Αποδείχνομαι δειλός και δε θέλω να «άρω τον σταυρόν μου»! Σου το λέω, Αλεξέι, γιατί εσύ είσαι ο μόνος που μπορείς να το καταλάβεις, για τους άλλους όλ' αυτά είναι ανοησίες, παραλήρημα, όλα κείνα που σου είπα για τον ύμνο. Θα πουν πως είμαι τρελός ή βλάκας. Όμως εγώ ούτε τρελάθηκα, ούτε βλάκας είμαι. Κι ο Ιβάν με καταλαβαίνει, όταν του μιλάω για τον ύμνο, ου, πολύ καλά με καταλαβαίνει μα δεν απαντάει, σωπαίνει. Δεν πιστεύει στον ύμνο. Μη μιλάς, μη. Καταλαβαίνω απ' το βλέμμα σου: Πήρες πια την απόφασή σου! Μη με καταδικάζεις, συγχώρα με, μα χωρίς τη Γκρούσα δεν μπορώ να ζήσω, περίμενε να γίνει πρώτα η δίκη!

Ο Μίτια τέλειωσε σαν αλλοπαρμένος. Βάσταγε τον Αλιόσα απ' τους ώμους και κάρφωσε το άπληστο, πυρετώδικο βλέμμα του στα μάτια του.

—Τους κατάδικους τους στεφανώνουν τάχα; ξανάπε για τρίτη φορά με ικετευτική φωνή.

Ο Αλιόσα άκουγε κατάπληχτος κι είχε βαθιά συγκινηθεί.

— Ένα μονάχα θέλω να μου πεις, πρόφερε αυτός: Ο Ιβάν επιμένει πολύ; Και ποιος το σκέφτηκε πρώτος;

—Αυτός, αυτός το σκέφτηκε κι επιμένει! Δεν είχε έρθει ούτε μια φορά να με δει και ξάφνου, εδώ και μια βδομάδα, έρχεται κι αρχίζει αμέσως να μου μιλάει πάνω σ' αυτό το θέμα. Επιμένει τρομερά. Δε με παρακαλάει, με διατάζει. Δεν αμφιβάλλει καθόλου πως θα τον υπακούσω, αν και του άνοιξα την καρδιά μου, όπως και σε σένα, και του μίλησα για τον ύμνο. Μου διηγήθηκε και πώς θα γίνει η δουλειά, έχει μαζέψει όλες τις πληροφορίες, όμως γι' αυτά αργότερα. Το θέλει τόσο που λες κι αν δεν το κάνω θα τον πιάσει υστερία. Το σπουδαιότερο είναι τα λεφτά: Θα 'χεις, λέει, δέκα χιλιάδες για την απόδραση κι άλλες είκοσι για την Αμερική. Και με δέκα χιλιάδες, λέει, θα οργανώσουμε μια θαυμάσια απόδραση.

—Κι είπε να μη μου πεις τίποτα; ξαναρώτησε ο Αλιόσα.

—Σε κανέναν, μα ιδιαίτερα σε σένα. Σε σένα με κανέναν τρόπο! Σίγουρα θα φοβάται πως θα ορθωθείς μπροστά μου σα να 'σαι η συνείδησή μου. Μην του πεις πως το 'μαθές. Μην του το πεις!

— Έχεις δίκιο, είπε ο Αλιόσα. Δεν μπορεί ν' αποφασίσει κανείς προτού τελειώσει η δίκη. Μετά τη δίκη θ' αποφασίσεις μόνος σου. Τόχε θα βρεις μέσα σου έναν καινούργιο άνθρωπο, εκείνος και θ' αποφασίσει.

— Έναν καινούργιο άνθρωπο ή κανένα Μπερνάρ; Τόχε κείνος θ' αποφασίσει με τον τρόπο των Μπερνάρ! Γιατί, καθώς φαίνεται, δεν είμαι και γω πολύ καλύτερος απ' τον Μπερνάρ! είπε χαμογελώντας πικρά ο Μίτια.

—Μα πώς γίνεται λοιπόν αδερφέ μου; Δεν ελπίζεις καθόλου πως θα σ' αθωώσουνε;

Ο Μίτια ανασήκωσε σπασμωδικά τους ώμους και κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

—Αλιόσα, καλούλη μου, καιρός να πηγαίνεις! είπε ξάφνου βακχικά. Ο επόπτης κάτι φώναξε στην αυλή, χώρα θα 'ρθει και δω. Αργήσαμε και δεν κάνει. Αγκάλιασέ με γρήγορα, φίλησέ με, κάνε πάνω μου το σημείο του σταυρού, καλέ μου, για τον αυριανό σταυρό...

Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Κι ο Ιβάν, πρόφερε ξάφνου ο Μίτια μου πρότεινε να το σκάσω όμως πιστεύει πως εγώ σκότωσα!

Τα χείλη του συσπάστηκαν σ' ένα λυπημένο χαμόγελο.

—Τον ρώτησες αν το πιστεύει ή όχι; ρώτησε ο Αλιόσα.

— Όχι, δεν τον ρώτησα. Ήθελα να τον ρωτήσω μα δεν μπόρεσα, δε βρήκα το κουράγιο. Μα χι έχει να κάνει; Το καταλαβαίνω κι απ' τα μάτια του. Γεια σου λοιπόν!

Φιλήθηκαν άλλη μια φορά βιαστικά κι ο Αλιόσα είχε βγει σχεδόν όταν ξαφνικά ο Μίτια τον ξαναφώναξε:

— Έλα και στάσου μπροστά μου, έτσι.

Και ξανάδραξε τον Αλιόσα δυνατά απ' τους ώμους. Το πρόσωπό του έγινε ξάφνου κατάχλομο, τόσο που και μέσα στο μισοσκόταδο φαινόταν καθαρά τούτο το χλόμιασμα. Τα χείλη του στραβώσανε, το βλέμμα του καρφώθηκε στον Αλιόσα.

—Αλιόσα, πες μου όλη την αλήθεια, σα να μιλούσες στο Θεό: Το πιστεύεις πως εγώ σκότωσα ή όχι; Εσύ, εσύ ο ίδιος το πιστεύεις ή όχι; Όλη την αλήθεια θέλω, μη λες ψέματα! του φώναξε σαν αλλοπαρμένος.

Ο Αλιόσα νόμισε πως κάτι τον τράνταξε κι απ' την καρδιά του —αυτό το 'νοιώσε— σα να πέρασε κάτι κοφτερό.

—Τι 'ναι αυτά που λες... τραύλισε σα χαμένος.

— Όλη την αλήθεια, όλη. Μη λες ψέματα! ξανάπε ο Μίτια.

—Ούτε μια στιγμή δεν πίστεψα πως είσαι συ ο φονιάς, είπε ξάφνου ο Αλιόσα από καρδιάς κι η φωνή του έτρεμε.

Σήκωσε το δεξί του χέρι σα να 'βαζε μάρτυρα το Θεό! Μια αγαλλίαση φώτισε το πρόσωπο του Μίτια.

—Σ' ευχαριστώ! πρόφερε συρτά σα ν' αναστέναζε ύστερ' από λιποθυμία. Τώρα μ' ανάστησες... Το πιστεύεις τάχα; Ως τα τώρα φοβόμουνα να σε ρωτήσω. Ποιον; Εσένα. Εσένα! Πήγαινε λοιπόν, πήγαινε! Μου 'δωσες κουράγιο γι' αύριο, ο Θεός να σ' ευλογεί! Πήγαινε τώρα κι αγάπα τον Ιβάν!

Ο Αλιόσα βγήκε πνιγμένος στα δάκρυα. Αυτή η τόσο μεγάλη φιλυποψία του Μίτια, η τόσο μεγάλη δυσπιστία και σ' αυτόν ακόμα, τον Αλιόσα, του φανέρωσε μια τέτοια άβυσσο απαρηγόρητης θλίψης κι απελπισίας στην ψυχή του δυστυχισμένου του αδερφού που ούτε καν την υποπτευόταν πριν. Μια βαθιά, άπειρη συμπόνια τον άδραξε ξαφνικά και τον σύντριψέ. Η καρδιά του πονούσε τρομερά. «Αγάπα τον Ιβάν!» Θυμήθηκε ξάφνου τα λόγια που μόλις είχε προφέρει ο Μίτια. Τον Ιβάν ίσα-ίσα πήγαινε να δει. Απ' το πρωί ακόμα έπρεπε οπωσδήποτε να δει τον Ιβάν. Ο Ιβάν δεν τον βασάνιζε λιγότερο απ' το Μίτια και τώρα που μίλησε με τον αδερφό του, τον βασάνιζε πιότερο από κάθε άλλη φορά.