×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 11. III. Το διαβολάκι

11. III. Το διαβολάκι

Όταν μπήκε στο δωμάτιο της Λίζας τη βρήκε μισοξαπλωμένη στην πολυθρόνα με τις ρόδες, σε κείνη την ίδια όπου καθόταν συνεχώς όταν δεν μπορούσε να περπατήσει. Δεν έκανε καμιά κίνηση να τον υποδεχτεί, μονάχα τον κάρφωσε με τη διαπεραστική της ματιά. Τα μάτια της ήταν κάπως φλογισμένα, το πρόσωπό της ωχροκίτρινο, Ο Αλιόσα απόρησε πολύ γιατί τη βρήκε πολύ αλλαγμένη κι αδυνατισμένη, αν και μόλις τρεις μέρες είχε να τη δει. Αυτή δεν του 'δωσε το χέρι. Ο Αλιόσα άγγιξε μονάχος του τα λεπτά, μακριά της δάχτυλα —κρατούσε ακίνητο το χέρι της πάνω στο φουστάνι της— κι ύστερα κάθισε σιωπηλός απέναντί της.

—Ξέρω πως βιάζεστε να πάτε στη φυλακή, είπε απότομα η Λίζα· κι η μαμά σάς καθυστέρησε δυο ολόκληρες ώρες για να σας διηγηθεί τι έγινε με τη Γιούλια.

—Πώς το μάθατε; ρώτησε ο Αλιόσα.

—Κρυφάκουγα. Τι με κοιτάτε έτσι; Θέλω να κρυφακούω και κρυφακούω· δε βλέπω τίποτα το άσκημο σ' όλ' αυτά. Δεν πρόκειται να σας ζητήσω συγνώμη.

—Φαίνεστε αναστατωμένη. Συμβαίνει τίποτα;

—Απεναντίας, είμαι πολύ χαρούμενη. Μόλις τώρα ξανασκεφτόμουνα για τριακοστή φορά τι καλά που έκανα κι αρνήθηκα να γίνω γυναίκα σας. Εσείς δεν κάνετε για σύζυγος: Μπορεί να σας παντρευόμουνα και να σας έδινα μια μέρα ένα γραμματάκι για να το πάτε σε κείνον που θ' αγαπούσα ύστερ' από σας και σεις θα το παίρνατε, θα του το πηγαίνατε και θα μου φέρνατε και την απάντηση. Και σαράντα χρονώ να γινόσαστε όλο κάτι τέτοια γραμματάκια μου θα κουβαλάγατε.

Έβαλε ξάφνου τα γέλια.

—Τα λόγια σας έχουν κάτι το άγριο μα ταυτόχρονα είναι κι αφελή, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα.

—Είναι αφελή γιατί δε σας ντρέπομαι. Όχι μονάχα δε ντρέπομαι μα κι ούτε θέλω να ντρέπομαι κι ιδιαίτερα εσάς. Αλιόσα, γιατί δε σας σέβομαι; Σας αγαπάω πάρα πολύ μα δε σας σέβομαι. Αν σας σεβόμουνα δε θα σας μιλούσα έτσι χωρίς να ντρέπομαι. Έτσι δεν είναι;

—Έτσι.

—Το πιστεύετε πως δε σας ντρέπομαι;

— Όχι, δεν το πιστεύω.

Η Λίζα γέλασε και πάλι νευρικά. Μίλαγε γρήγορα, σα να βιαζόταν.

— Έστειλα καραμέλες στον αδερφό σας, το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, στη φυλακή. Αλιόσα, ξέρετε τι ομορφούλης είσαστε; Θα σας αγαπώ τρομερά γιατί τόσο γρήγορα μου επιτρέψατε να μη σας αγαπώ.

—Γιατί με φωνάξατε σήμερα, Lise;

—Ήθελα να σας πω μιαν επιθυμία μου. Θέλω κάποιος να με βασανίσει, να με παντρευτεί κι ύστερα να με κατατυραννήσει, να με απατήσει και να μ' εγκαταλείψει. Δε θέλω να 'μαι ευτυχισμένη!

—Αγαπήσατε την αταξία;

—Ω, όχι. Δεν την θέλω την αταξία. Μα μου 'ρχεται η επιθυμία να βάλω φωτιά στο σπίτι. Κάθομαι και σκέφτομαι πως θα πλησιάσω σιγά-σιγά και θα βάλω τη φωτιά κρυφά, αυτό έτσι το θέλω, κρυφά. Τότε κείνοι θα προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά, όμως αυτή όλο και θα φουντώνει. Και γω θα τα ξέρω όλα και θα σωπαίνω. Αχ, ανοησίες! Όμως τι πλήξη!

Έκανε μια χειρονομία σα να 'ταν αηδιασμένη.

—Είναι που ζείτε πλούσια, πρόφερε σιγανά ο Αλιόσα.

—Μήπως τάχα είναι καλύτερο να 'ναι κανείς φτωχός;

—Καλύτερο είναι.

—Αυτά σας τα 'μαθε ο μακαρίτης ο καλόγερός σας. Δεν έχετε δίκιο. Ας είμαι εγώ πλούσια και όλοι οι άλλοι φτωχοί. Εγώ θα τρώω καραμέλες και θα πίνω γάλα με καϊμάκι. Και σ' αυτούς δε θα δώσω τίποτα. Αχ, μη μου λέτε τίποτα, μη μου λέτε τίποτα (είπε κουνώντας το χεράκι της αν κι ο Αλιόσα ούτε άνοιξε καν το στόμα του), τ' άκουσα πολλές φορές πια, τόσο που τα 'μαθα απ' έξω. Τι πληχτική ζωή, Θεέ μου! Αν θα γίνω φτωχιά, σίγουρα κάποιον θα σκοτώσω —μα και πλούσια να 'μαι, πάλι θα σκοτώσω ίσως— γιατί όχι δηλαδή; Ξέρετε κάτι; Θέλω να θερίσω, να θερίσω σίκαλη. Θα σας παντρευτώ και θα γίνετε μουζίκος, σωστός μουζίκος, και θα 'χουμε ένα αλογάκι. Θέλετε; Τον Καλγκάνοβ τον ξέρετε;

—Τον ξέρω.

—Όλο όνειρα κάνει. Λέει: Ποιος ο λόγος να ζει κανείς αληθινά; Καλύτερα να ονειροπολεί. Μπορείς να ονειρεύεσαι τα πιο εύθυμα πράματα ενώ η ζωή είναι πληχτική. Μα σύντομα θα παντρευτεί- μου 'κανε και μένα ερωτική εξομολόγηση. Ξέρετε ν' αμολάτε σβούρες;

—Ξέρω.

—Αυτόν τον βλέπω σα σβούρα: Θα μπορούσε κανείς να τον αμολήσει κι ύστερα όλο και να τον χτυπάει, να τον χτυπάει με το καμτσίκι για να γυρίζει γρηγορότερα: Θα τον παντρευτώ και θα τον αμολάω σ' όλη μου τη ζωή.. Δε σας πιάνει ντροπή που κάθεστε μαζί μου;

— Όχι.

—Θυμώνετε τρομερά γιατί δε μιλάω για άγια πράματα. Δε θέλω να 'μαι άγια. Τι θα μου κάνουν στον άλλο κόσμο για το μεγαλύτερο αμάρτημα; Αυτό θα πρέπει να το ξέρετε με λεπτομέρειες.

—Ο Θεός θα σας καταδικάσει, είπε ο Αλιόσα κοιτάζοντάς την καλά-καλά.

—Αυτό θέλω και γω. Θα 'θελα να πήγαινα κει πέρα, να με καταδικάζανε και τότε γω να τους έβαζα τα γέλια κατάμουτρα και να τους κορόιδευα όλους. Το θέλω πολύ, μα πάρα πολύ, να βάλω φωτιά στο σπίτι, στο δικό μας σπίτι, δε με πιστεύετε;

—Γιατί όχι; Υπάρχουν και παιδιά ακόμα, κάπου δώδεκα χρονώ, που θέλουν να βάλουν φωτιά σε κάτι και βάζουν. Είναι κάτι σαν αρρώστια.

—Ψέματα, ψέματα, ας υπάρχουν τέτοια παιδιά, όμως εγώ δε λέω γι' αυτό.

—Εσείς νομίζετε πως το κακό είναι καλό: Σίγουρα είναι μια παροδική κρίση που ίσως να 'ναι συνέπεια της περασμένης αρρώστιας σας.

—Κι όμως εσείς με περιφρονείτε! Δεν υπάρχει καμιά αρρώστια σ' όλ' αυτά. Δε θέλω να κάνω το καλό. Θέλω να κάνω το κακό. Αυτό είν' όλο.

—Γιατί να κάνετε το κακό;

—Για να μη μείνει πουθενά τίποτα. Αχ, τι καλά θα' τανε αν δεν έμενε πουθενά τίποτα! Ξέρετε, Αλιόσα, σκέφτομαι καμιά φορά να κάνω πολλές, πάρα πολλές κακές και ποταπές πράξεις και θέλω να τις κάνω αθόρυβα κι ύστερα ξαφνικά να το μάθουν όλοι. Θα με τριγυρίσουν τότε και θα με δείχνουν με το δάχτυλο και γω θα τους κοιτάω όλους κατάματα. Αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Γιατί είναι έτσι ευχάριστο, Αλιόσα;

— Έτσι. Νιώθει κανείς την ανάγκη να καταστρέψει κάτι καλό ή, όπως είπατε και σεις, να το πυρπολήσει. Συμβαίνει κι αυτό.

—Δεν το είπα μονάχα, θα το κάνω κιόλας.

—Το πιστεύω.

—Αχ, πόσο σας αγαπώ που μου λέτε το πιστεύω. Και το ξέρω πως δε λέτε καθόλου, μα καθόλου ψέματα. Μήπως νομίζετε πως σας τα λέω όλ' αυτά επίτηδες για να σας κοροϊδέψω;

— Όχι, δεν το νομίζω... αν κι ίσως να νιώθετε λιγάκι κι αυτή την ανάγκη.

—Λιγάκι ναι. Ποτέ δε σας λέω ψέματα, πρόφερε και τα μάτια της αστράψανε.

Ο Αλιόσα περισσότερο απ' όλα απορούσε με τη σοβαρότητά της. Ούτε ίχνος αστεϊσμού ή κοροϊδίας δε διακρινόταν τώρα στο πρόσωπό της, ενώ πρώτα η ευθυμία κι ο παιχνιδιάρικος τόνος δεν έλειπαν ούτε και στις πιο «σοβαρές» στιγμές της.

—Είναι στιγμές που οι άνθρωποι αγαπάνε το έγκλημα, πρόφερε σκεφτικός ο Αλιόσα.

—Ναι, ναι! Τη δική μου σκέψη είπατε- όλοι τ' αγαπάνε και πάντα τ' αγαπάνε κι όχι μονάχα «κάποιες στιγμές». Όμως, λες και κάποτε συμφώνησαν όλοι να λένε ψέματα πάνω σ' αυτό, κι από τότε όλο και λένε ψέματα. Όλοι λένε πως απεχθάνονται το κακό όμως μέσα τους τ' αγαπάνε.

—Εξακολουθείτε ακόμα να διαβάζετε άσεμνα βιβλία;

—Διαβάζω. Η μαμά τα διαβάζει και τα κρύβει κάτω απ' το μαξιλάρι της. Τότε εγώ πάω και της τα κλέβω.

—Πώς δε ντρέπεστε να καταστρέφετε τον εαυτό σας;

—Θέλω και τον καταστρέφω. Υπάρχει εδώ στην πολιτεία μας ένα αγόρι που ξαπλώθηκε ανάμεσα στις ράγες και πέρασε από πάνω του το τρένο. Τι τυχερός! Ακούστε, τώρα δικάζουνε τον αδερφό σας επειδή σκότωσε τον πατέρα του κι ολονών τούς αρέσει που τον σκότωσε.

—Τους αρέσει που σκότωσε τον πατέρα;

—Τους αρέσει, ολονών τούς αρέσει! Όλοι λένε πως είναι τρομερό, όμως μέσα τους τούς αρέσει τρομερά. Και μένα μ' αρέσει.

—Ναι, στα λόγια σας για όλους υπάρχει κάποια δόση αλήθειας, είπε σιγανά ο Αλιόσα.

—Αχ, τι ιδέες που έχετε! ξεφώνισε ενθουσιασμένη η Λίζα. Κι είσαστε και καλόγερος! Δε θα με πιστέψετε, Αλιόσα, αν σας πω πόσο πολύ σας εκτιμάω επειδή ποτέ σας δε λέτε ψέματα. Θέλω να σας διηγηθώ ένα αστείο μου όνειρο: Είναι φορές που βλέπω στον ύπνο μου διαβόλους, είναι, λέει, νύχτα και γω είμαι στην κάμαρά μου μ' ένα αναμμένο κερί μονάχα και ξαφνικά το δωμάτιο γεμίζει με διαβόλους, σ' όλες τις γωνιές, κάτω απ' το τραπέζι, ανοίγουν την πόρτα και βλέπω πίσω τους ολάκερο κοπάδι από δαύτους· θέλουν να μπούνε κι αυτοί μέσα και να μ' αρπάξουν. Με πλησιάζουν κι είναι έτοιμοι να μ' αρπάξουν όμως εγώ κάνω το σταυρό μου και τότε κείνοι πισωπατούν μα δε φεύγουν, περιμένουν κοντά στην πόρτα και στις γωνιές. Τότε μου 'ρχεται η αβάσταχτη επιθυμία να βρίσω φωναχτά το Θεό και τον βρίζω και κείνοι χαίρονται και ξανάρχονται να μ' αρπάξουν, όμως εγώ κάνω πάλι το σταυρό μου και κείνοι ξαναφεύγουν. Είναι πολύ διασκεδαστικό, σου κόβεται η ανάσα.

— Έχω δει και γω τέτοιο όνειρο, είπε ξαφνικά ο Αλιόσα.

—Μα είναι δυνατόν; φώναξε η Λίζα απορημένη. Ακούστε, Αλιόσα, μη γελάτε, αυτό είναι πολύ σπουδαίο: Μπορεί τάχα

δυο άνθρωποι να δουν το ίδιο όνειρο;

—Φαίνεται πως μπορεί.

—Αλιόσα, σας το ξαναλέω, αυτό είναι πολύ σοβαρό, εξακολούθησε η Λίζα με κάποια υπερβολική απορία. Το σπουδαίο δεν είναι το όνειρο μα το πως κι οι δυο μας είδαμε το ίδιο. Ποτέ δε μου λέτε ψέματα, μη μου πείτε και τώρα: Αλήθεια το είδατε και σεις; Δε με κοροϊδεύετε;

—Αλήθεια σας λέω.

Η Λίζα ήταν για κάποιο λόγο τρομερά κατάπληχτη και για λίγο έμεινε σιωπηλή.

—Αλιόσα, πρέπει να 'ρχεστε, πρέπει να 'ρχεστε να με βλέπετε συχνότερα, πρόφερε ικετευτικά.

—Θα 'ρχομαι πάντα, σ' όλη μου τη ζωή, απάντησε σταθερά ο Αλιόσα.

—Μονάχα σε σας μιλάω, άρχισε πάλι η Λίζα. Μονάχα στον εαυτό μου λέω τις σκέψεις μου και σε σας. Σε σας μονάχα απ' ολόκληρο τον κόσμο. Και μάλιστα σε σας τα λέω πιο εύκολα απ' όσο στον εαυτό μου. Κι ούτε σας ντρέπομαι. Αλιόσα, γιατί δε σας ντρέπομαι καθόλου, μα καθόλου; Αλιόσα, είναι αλήθεια πως οι Εβραίοι κλέβουν παιδιά το Πάσχα και τα σφάζουν;

—Δεν ξέρω.

— Έχω ένα βιβλίο, διάβασα για μια δίκη που έγινε κάπου. Ένας Εβραίος, αφού έκοψε πρώτα τα δαχτυλάκια ενός τετράχρονου παιδιού, το σταύρωσε ύστερα στον τοίχο, το κάρφωσε κει με καρφιά κι ύστερα στη δίκη είπε πως τ' αγοράκι πέθανε γρήγορα, σε τέσσερις ώρες. Γρήγορα, μα την αλήθεια! Είπε ακόμα: Στέναζε, όλο στέναζε και κείνος στεκόταν και το καμάρωνε. Αυτό είναι όμορφο!

— Όμορφο;

— Όμορφο. Είναι φορές που σκέφτομαι πως το σταυρώνω εγώ. Τ' αγοράκι θα κρέμεται κει και θα στενάζει και γω θα κάθομαι απέναντί του και θα τρώω κομπόστα ανανά. Μ' αρέσει πολύ η κομπόστα ανανά. Εσάς σας αρέσει;

Ο Αλιόσα την κοίταζε σιωπηλός. Το ωχροκίτρινο πρόσωπό της παραμορφώθηκε, τα μάτια της φλογίστηκαν.

—Ξέρετε, μόλις διάβασα αυτή την ιστορία για τον Εβραίο όλη τη νύχτα αναταραζόμουνα απ' τους λυγμούς. Φανταζόμουνα το παιδάκι που φώναζε και στέναζε (τα τετράχρονα αγόρια έχουν συνείδηση τι τους συμβαίνει), όμως δεν έλεγε να μου ξεκολλήσει η σκέψη για την κομπόστα. Το πρωί έστειλα ένα γράμμα σε κάποιον και του 'λεγα να 'ρθει το δίχως άλλο. Ήρθε και γω τότε του διηγήθηκα ξαφνικά για τ' αγοράκι και την κομπόστα, όλα του τα διηγήθηκα όλα, και του είπα πως αυτό είναι όμορφο. Κείνος έβαλε ξαφνικά τα γέλια κι είπε πως στ' αλήθεια όμορφο είναι. Ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε. Πέντε λεπτά έμεινε όλα κι όλα. Με περιφρονούσε; Με περιφρονούσε τάχα; Πέστε μου, Αλιόσα, πέστε μου, με περιφρονούσε ή όχι; είπε αυτή κι ανασηκώθηκε. Τα μάτια της σπιθοβολούσαν.

—Πέστε μου, πρόφερε ανήσυχα ο Αλιόσα· σεις η ίδια τον φωνάξατε αυτόν τον άνθρωπο;

—Εγώ.

—Του στείλατε γράμμα;

—Ναι.

—Για να τον ρωτήσετε για το παιδάκι;

— Όχι, κάθε άλλο, κάθε άλλο. Μα μόλις μπήκε, αμέσως τον ρώτησα γι' αυτό. Κείνος μ' απάντησε, γέλασε, σηκώθηκε κι έφυγε.

—Ο άνθρωπος αυτός φέρθηκε τίμια μαζί σας, πρόφερε σιγά ο Αλιόσα.

—Εμένα με περιφρονούσε; Με ειρωνευόταν;

— Όχι, γιατί ίσως κι αυτός ο ίδιος να πιστεύει στην κομπόστα ανανά. Είναι κι αυτός πολύ άρρωστος τώρα τελευταία, Lise.

—Ναι, πιστεύει! είπε η Λίζα και τα μάτια της αστράψανε.

—Κανέναν δεν περιφρονεί, εξακολούθησε ο Αλιόσα μονάχα που δεν πιστεύει κανέναν. Και, μια και δεν πιστεύει, θα πει πως τους περιφρονεί όλους.

—Ώστε και μένα; Και μένα;

—Και σας.

—Καλό αυτό, είπε η Λίζα τρίζοντας κάπως τα δόντια της. Όταν έβαλε τα γέλια και βγήκε, ένιωσα πως είναι όμορφο να σε περιφρονούν. Και τ' αγοράκι με τα κομμένα δαχτυλάκια είναι όμορφο θέαμα και να σε περιφρονούν κι αυτό όμορφο...

Είπε και γέλασε κάπως μοχθηρά, ερεθισμένα και προκλητικά .

—Ξέρετε, Αλιόσα, ξέρετε; Θα 'θελα... Αλιόσα, σώστε με! είπε ξάφνου, σηκώθηκε απότομα και τον αγκάλιασε. Σώστε με, είπε σχεδόν στενάζοντας. Μήπως τάχα θα πω σε κανέναν όλ' αυτά που σας είπα; Όμως σας είπα; την αλήθεια, την αλήθεια, την αλήθεια! Θα σκοτωθώ γιατί τα σιχαίνομαι όλα! Δε θέλω να ζω γιατί όλα τα σιχαίνομαι, όλα, όλα! Αλιόσα, γιατί δε μ' αγαπάτε; Ούτε τόσο δα δε μ' αγαπάτε, ούτε τόσο δα! τέλειωσε σαν αλλοπαρμένη.

— Όχι, σας αγαπώ! απάντησε φλογερά ο Αλιόσα.

—Και θα κλάψετε για μένα; Θα κλάψετε;

— Θα κλάψω.

— Όχι επειδή δε θέλησα να γίνω γυναίκα σας, μα έτσι, μονάχα για μένα, μονάχα για μένα;

—Θα κλάψω.

—Ευχαριστώ! Το μόνο που μου χρειάζεται είναι τα δάκρυά σας. Όλοι οι άλλοι ας με καταδικάσουν κι ας με ποδοπατήσουν όλοι, όλοι, χωρίς καμιάν εξαίρεση! Γιατί δεν αγαπάω κανέναν. Ακούτε; Κα-νέ-ναν! Αντίθετα τους μισώ όλους. Πηγαίνετε, Αλιόσα, είναι καιρός να πάτε στον αδερφό σας! είπε ξάφνου και τον άφησε απότομα.

— Μα πώς θα μείνετε τώρα μονάχη; είπε σχεδόν τρομαγμένος ο Αλιόσα.

—Πηγαίνετε στον αδερφό σας, θα κλείσει η φυλακή, πηγαίνετε, να το καπέλο σας! Φιλείστε μου το Μίτια, πηγαίνετε, πηγαίνετε!

Και με τη βία σχεδόν έσπρωξε τον Αλιόσα έξω απ' το δωμάτιο. Αυτός την κοίταζε πικραμένος και τα 'χε σχεδόν χαμένα, όταν ξάφνου ένιωσε στο δεξί του χέρι ένα γράμμα, ένα μικρό γραμματάκι σφιχτοδιπλωμένο και σφραγισμένο. Έριξε ένα βλέμμα και διάβασε τη διεύθυνση: Ιβάν Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ. Κοίταξε πάλι τη Λίζα. Το πρόσωπό της έγινε σχεδόν άγριο.

—Να του το δώσετε, το δίχως άλλο να του το δώσετε! φώναξε αυτή τρέμοντας ολόκληρη. Σήμερα, τώρα αμέσως! Αλλιώς θα φαρμακωθώ! Γι' αυτό, γι' αυτό μονάχα σας φώναξα!

Κι έκλεισε απότομα την πόρτα. Ακούστηκε ο σύρτης. Ο Αλιόσα έβαλε το γράμμα στην τσέπη του και προχώρησε προς τη σκάλα χωρίς να περάσει απ' την κυρία Χοχλάκοβα. Την είχε μάλιστα ξεχάσει. Η Λίζα, μόλις έφυγε ο Αλιόσα, έβγαλε αμέσως το σύρτη, μισάνοιξε λιγάκι την πόρτα και, βάζοντας στη χαραμάδα το δάχτυλό της, την ξανάκλεισε μ' όλη της τη δύναμη. Ύστερα, από δέκα δεύτερό λεπτά λευτέρωσε το χέρι της και πήγε αργά στην πολυθρόνα της, κάθισε κι άρχισε να κοιτάζει επίμονα το μελανιασμένο δαχτυλάκι της και το αίμα που 'χε τρέξει κάτω απ' το νύχι της. Τα χείλη της τρέμανε και ψιθύριζε γρήγορα:

—Είμαι άτιμη, άτιμη, άτιμη άτιμη!


11. III. Το διαβολάκι 11. III. The devil

Όταν μπήκε στο δωμάτιο της Λίζας τη βρήκε μισοξαπλωμένη στην πολυθρόνα με τις ρόδες, σε κείνη την ίδια όπου καθόταν συνεχώς όταν δεν μπορούσε να περπατήσει. Δεν έκανε καμιά κίνηση να τον υποδεχτεί, μονάχα τον κάρφωσε με τη διαπεραστική της ματιά. Τα μάτια της ήταν κάπως φλογισμένα, το πρόσωπό της ωχροκίτρινο, Ο Αλιόσα απόρησε πολύ γιατί τη βρήκε πολύ αλλαγμένη κι αδυνατισμένη, αν και μόλις τρεις μέρες είχε να τη δει. Αυτή δεν του 'δωσε το χέρι. Ο Αλιόσα άγγιξε μονάχος του τα λεπτά, μακριά της δάχτυλα —κρατούσε ακίνητο το χέρι της πάνω στο φουστάνι της— κι ύστερα κάθισε σιωπηλός απέναντί της.

—Ξέρω πως βιάζεστε να πάτε στη φυλακή, είπε απότομα η Λίζα· κι η μαμά σάς καθυστέρησε δυο ολόκληρες ώρες για να σας διηγηθεί τι έγινε με τη Γιούλια.

—Πώς το μάθατε; ρώτησε ο Αλιόσα.

—Κρυφάκουγα. Τι με κοιτάτε έτσι; Θέλω να κρυφακούω και κρυφακούω· δε βλέπω τίποτα το άσκημο σ' όλ' αυτά. Δεν πρόκειται να σας ζητήσω συγνώμη.

—Φαίνεστε αναστατωμένη. Συμβαίνει τίποτα;

—Απεναντίας, είμαι πολύ χαρούμενη. Μόλις τώρα ξανασκεφτόμουνα για τριακοστή φορά τι καλά που έκανα κι αρνήθηκα να γίνω γυναίκα σας. Εσείς δεν κάνετε για σύζυγος: Μπορεί να σας παντρευόμουνα και να σας έδινα μια μέρα ένα γραμματάκι για να το πάτε σε κείνον που θ' αγαπούσα ύστερ' από σας και σεις θα το παίρνατε, θα του το πηγαίνατε και θα μου φέρνατε και την απάντηση. Και σαράντα χρονώ να γινόσαστε όλο κάτι τέτοια γραμματάκια μου θα κουβαλάγατε.

Έβαλε ξάφνου τα γέλια.

—Τα λόγια σας έχουν κάτι το άγριο μα ταυτόχρονα είναι κι αφελή, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα.

—Είναι αφελή γιατί δε σας ντρέπομαι. Όχι μονάχα δε ντρέπομαι μα κι ούτε θέλω να ντρέπομαι κι ιδιαίτερα εσάς. Αλιόσα, γιατί δε σας σέβομαι; Σας αγαπάω πάρα πολύ μα δε σας σέβομαι. Αν σας σεβόμουνα δε θα σας μιλούσα έτσι χωρίς να ντρέπομαι. Έτσι δεν είναι;

—Έτσι.

—Το πιστεύετε πως δε σας ντρέπομαι;

— Όχι, δεν το πιστεύω.

Η Λίζα γέλασε και πάλι νευρικά. Μίλαγε γρήγορα, σα να βιαζόταν.

— Έστειλα καραμέλες στον αδερφό σας, το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, στη φυλακή. Αλιόσα, ξέρετε τι ομορφούλης είσαστε; Θα σας αγαπώ τρομερά γιατί τόσο γρήγορα μου επιτρέψατε να μη σας αγαπώ.

—Γιατί με φωνάξατε σήμερα, Lise;

—Ήθελα να σας πω μιαν επιθυμία μου. Θέλω κάποιος να με βασανίσει, να με παντρευτεί κι ύστερα να με κατατυραννήσει, να με απατήσει και να μ' εγκαταλείψει. Δε θέλω να 'μαι ευτυχισμένη!

—Αγαπήσατε την αταξία;

—Ω, όχι. Δεν την θέλω την αταξία. Μα μου 'ρχεται η επιθυμία να βάλω φωτιά στο σπίτι. Κάθομαι και σκέφτομαι πως θα πλησιάσω σιγά-σιγά και θα βάλω τη φωτιά κρυφά, αυτό έτσι το θέλω, κρυφά. Τότε κείνοι θα προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά, όμως αυτή όλο και θα φουντώνει. Και γω θα τα ξέρω όλα και θα σωπαίνω. Αχ, ανοησίες! Όμως τι πλήξη!

Έκανε μια χειρονομία σα να 'ταν αηδιασμένη.

—Είναι που ζείτε πλούσια, πρόφερε σιγανά ο Αλιόσα.

—Μήπως τάχα είναι καλύτερο να 'ναι κανείς φτωχός;

—Καλύτερο είναι.

—Αυτά σας τα 'μαθε ο μακαρίτης ο καλόγερός σας. Δεν έχετε δίκιο. Ας είμαι εγώ πλούσια και όλοι οι άλλοι φτωχοί. Εγώ θα τρώω καραμέλες και θα πίνω γάλα με καϊμάκι. Και σ' αυτούς δε θα δώσω τίποτα. Αχ, μη μου λέτε τίποτα, μη μου λέτε τίποτα (είπε κουνώντας το χεράκι της αν κι ο Αλιόσα ούτε άνοιξε καν το στόμα του), τ' άκουσα πολλές φορές πια, τόσο που τα 'μαθα απ' έξω. Τι πληχτική ζωή, Θεέ μου! Αν θα γίνω φτωχιά, σίγουρα κάποιον θα σκοτώσω —μα και πλούσια να 'μαι, πάλι θα σκοτώσω ίσως— γιατί όχι δηλαδή; Ξέρετε κάτι; Θέλω να θερίσω, να θερίσω σίκαλη. Θα σας παντρευτώ και θα γίνετε μουζίκος, σωστός μουζίκος, και θα 'χουμε ένα αλογάκι. Θέλετε; Τον Καλγκάνοβ τον ξέρετε;

—Τον ξέρω.

—Όλο όνειρα κάνει. Λέει: Ποιος ο λόγος να ζει κανείς αληθινά; Καλύτερα να ονειροπολεί. Μπορείς να ονειρεύεσαι τα πιο εύθυμα πράματα ενώ η ζωή είναι πληχτική. Μα σύντομα θα παντρευτεί- μου 'κανε και μένα ερωτική εξομολόγηση. Ξέρετε ν' αμολάτε σβούρες;

—Ξέρω.

—Αυτόν τον βλέπω σα σβούρα: Θα μπορούσε κανείς να τον αμολήσει κι ύστερα όλο και να τον χτυπάει, να τον χτυπάει με το καμτσίκι για να γυρίζει γρηγορότερα: Θα τον παντρευτώ και θα τον αμολάω σ' όλη μου τη ζωή.. Δε σας πιάνει ντροπή που κάθεστε μαζί μου;

— Όχι.

—Θυμώνετε τρομερά γιατί δε μιλάω για άγια πράματα. Δε θέλω να 'μαι άγια. Τι θα μου κάνουν στον άλλο κόσμο για το μεγαλύτερο αμάρτημα; Αυτό θα πρέπει να το ξέρετε με λεπτομέρειες.

—Ο Θεός θα σας καταδικάσει, είπε ο Αλιόσα κοιτάζοντάς την καλά-καλά.

—Αυτό θέλω και γω. Θα 'θελα να πήγαινα κει πέρα, να με καταδικάζανε και τότε γω να τους έβαζα τα γέλια κατάμουτρα και να τους κορόιδευα όλους. Το θέλω πολύ, μα πάρα πολύ, να βάλω φωτιά στο σπίτι, στο δικό μας σπίτι, δε με πιστεύετε;

—Γιατί όχι; Υπάρχουν και παιδιά ακόμα, κάπου δώδεκα χρονώ, που θέλουν να βάλουν φωτιά σε κάτι και βάζουν. Είναι κάτι σαν αρρώστια.

—Ψέματα, ψέματα, ας υπάρχουν τέτοια παιδιά, όμως εγώ δε λέω γι' αυτό.

—Εσείς νομίζετε πως το κακό είναι καλό: Σίγουρα είναι μια παροδική κρίση που ίσως να 'ναι συνέπεια της περασμένης αρρώστιας σας.

—Κι όμως εσείς με περιφρονείτε! Δεν υπάρχει καμιά αρρώστια σ' όλ' αυτά. Δε θέλω να κάνω το καλό. Θέλω να κάνω το κακό. Αυτό είν' όλο.

—Γιατί να κάνετε το κακό;

—Για να μη μείνει πουθενά τίποτα. Αχ, τι καλά θα' τανε αν δεν έμενε πουθενά τίποτα! Ξέρετε, Αλιόσα, σκέφτομαι καμιά φορά να κάνω πολλές, πάρα πολλές κακές και ποταπές πράξεις και θέλω να τις κάνω αθόρυβα κι ύστερα ξαφνικά να το μάθουν όλοι. Θα με τριγυρίσουν τότε και θα με δείχνουν με το δάχτυλο και γω θα τους κοιτάω όλους κατάματα. Αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Γιατί είναι έτσι ευχάριστο, Αλιόσα;

— Έτσι. Νιώθει κανείς την ανάγκη να καταστρέψει κάτι καλό ή, όπως είπατε και σεις, να το πυρπολήσει. Συμβαίνει κι αυτό.

—Δεν το είπα μονάχα, θα το κάνω κιόλας.

—Το πιστεύω.

—Αχ, πόσο σας αγαπώ που μου λέτε το πιστεύω. Και το ξέρω πως δε λέτε καθόλου, μα καθόλου ψέματα. Μήπως νομίζετε πως σας τα λέω όλ' αυτά επίτηδες για να σας κοροϊδέψω;

— Όχι, δεν το νομίζω... αν κι ίσως να νιώθετε λιγάκι κι αυτή την ανάγκη.

—Λιγάκι ναι. Ποτέ δε σας λέω ψέματα, πρόφερε και τα μάτια της αστράψανε.

Ο Αλιόσα περισσότερο απ' όλα απορούσε με τη σοβαρότητά της. Ούτε ίχνος αστεϊσμού ή κοροϊδίας δε διακρινόταν τώρα στο πρόσωπό της, ενώ πρώτα η ευθυμία κι ο παιχνιδιάρικος τόνος δεν έλειπαν ούτε και στις πιο «σοβαρές» στιγμές της.

—Είναι στιγμές που οι άνθρωποι αγαπάνε το έγκλημα, πρόφερε σκεφτικός ο Αλιόσα.

—Ναι, ναι! Τη δική μου σκέψη είπατε- όλοι τ' αγαπάνε και πάντα τ' αγαπάνε κι όχι μονάχα «κάποιες στιγμές». Όμως, λες και κάποτε συμφώνησαν όλοι να λένε ψέματα πάνω σ' αυτό, κι από τότε όλο και λένε ψέματα. Όλοι λένε πως απεχθάνονται το κακό όμως μέσα τους τ' αγαπάνε.

—Εξακολουθείτε ακόμα να διαβάζετε άσεμνα βιβλία;

—Διαβάζω. Η μαμά τα διαβάζει και τα κρύβει κάτω απ' το μαξιλάρι της. Τότε εγώ πάω και της τα κλέβω.

—Πώς δε ντρέπεστε να καταστρέφετε τον εαυτό σας;

—Θέλω και τον καταστρέφω. Υπάρχει εδώ στην πολιτεία μας ένα αγόρι που ξαπλώθηκε ανάμεσα στις ράγες και πέρασε από πάνω του το τρένο. Τι τυχερός! Ακούστε, τώρα δικάζουνε τον αδερφό σας επειδή σκότωσε τον πατέρα του κι ολονών τούς αρέσει που τον σκότωσε.

—Τους αρέσει που σκότωσε τον πατέρα;

—Τους αρέσει, ολονών τούς αρέσει! Όλοι λένε πως είναι τρομερό, όμως μέσα τους τούς αρέσει τρομερά. Και μένα μ' αρέσει.

—Ναι, στα λόγια σας για όλους υπάρχει κάποια δόση αλήθειας, είπε σιγανά ο Αλιόσα.

—Αχ, τι ιδέες που έχετε! ξεφώνισε ενθουσιασμένη η Λίζα. Κι είσαστε και καλόγερος! Δε θα με πιστέψετε, Αλιόσα, αν σας πω πόσο πολύ σας εκτιμάω επειδή ποτέ σας δε λέτε ψέματα. Θέλω να σας διηγηθώ ένα αστείο μου όνειρο: Είναι φορές που βλέπω στον ύπνο μου διαβόλους, είναι, λέει, νύχτα και γω είμαι στην κάμαρά μου μ' ένα αναμμένο κερί μονάχα και ξαφνικά το δωμάτιο γεμίζει με διαβόλους, σ' όλες τις γωνιές, κάτω απ' το τραπέζι, ανοίγουν την πόρτα και βλέπω πίσω τους ολάκερο κοπάδι από δαύτους· θέλουν να μπούνε κι αυτοί μέσα και να μ' αρπάξουν. Με πλησιάζουν κι είναι έτοιμοι να μ' αρπάξουν όμως εγώ κάνω το σταυρό μου και τότε κείνοι πισωπατούν μα δε φεύγουν, περιμένουν κοντά στην πόρτα και στις γωνιές. Τότε μου 'ρχεται η αβάσταχτη επιθυμία να βρίσω φωναχτά το Θεό και τον βρίζω και κείνοι χαίρονται και ξανάρχονται να μ' αρπάξουν, όμως εγώ κάνω πάλι το σταυρό μου και κείνοι ξαναφεύγουν. Είναι πολύ διασκεδαστικό, σου κόβεται η ανάσα.

— Έχω δει και γω τέτοιο όνειρο, είπε ξαφνικά ο Αλιόσα.

—Μα είναι δυνατόν; φώναξε η Λίζα απορημένη. Ακούστε, Αλιόσα, μη γελάτε, αυτό είναι πολύ σπουδαίο: Μπορεί τάχα

δυο άνθρωποι να δουν το ίδιο όνειρο;

—Φαίνεται πως μπορεί.

—Αλιόσα, σας το ξαναλέω, αυτό είναι πολύ σοβαρό, εξακολούθησε η Λίζα με κάποια υπερβολική απορία. Το σπουδαίο δεν είναι το όνειρο μα το πως κι οι δυο μας είδαμε το ίδιο. Ποτέ δε μου λέτε ψέματα, μη μου πείτε και τώρα: Αλήθεια το είδατε και σεις; Δε με κοροϊδεύετε;

—Αλήθεια σας λέω.

Η Λίζα ήταν για κάποιο λόγο τρομερά κατάπληχτη και για λίγο έμεινε σιωπηλή.

—Αλιόσα, πρέπει να 'ρχεστε, πρέπει να 'ρχεστε να με βλέπετε συχνότερα, πρόφερε ικετευτικά.

—Θα 'ρχομαι πάντα, σ' όλη μου τη ζωή, απάντησε σταθερά ο Αλιόσα.

—Μονάχα σε σας μιλάω, άρχισε πάλι η Λίζα. Μονάχα στον εαυτό μου λέω τις σκέψεις μου και σε σας. Σε σας μονάχα απ' ολόκληρο τον κόσμο. Και μάλιστα σε σας τα λέω πιο εύκολα απ' όσο στον εαυτό μου. Κι ούτε σας ντρέπομαι. Αλιόσα, γιατί δε σας ντρέπομαι καθόλου, μα καθόλου; Αλιόσα, είναι αλήθεια πως οι Εβραίοι κλέβουν παιδιά το Πάσχα και τα σφάζουν;

—Δεν ξέρω.

— Έχω ένα βιβλίο, διάβασα για μια δίκη που έγινε κάπου. Ένας Εβραίος, αφού έκοψε πρώτα τα δαχτυλάκια ενός τετράχρονου παιδιού, το σταύρωσε ύστερα στον τοίχο, το κάρφωσε κει με καρφιά κι ύστερα στη δίκη είπε πως τ' αγοράκι πέθανε γρήγορα, σε τέσσερις ώρες. Γρήγορα, μα την αλήθεια! Είπε ακόμα: Στέναζε, όλο στέναζε και κείνος στεκόταν και το καμάρωνε. Αυτό είναι όμορφο!

— Όμορφο;

— Όμορφο. Είναι φορές που σκέφτομαι πως το σταυρώνω εγώ. Τ' αγοράκι θα κρέμεται κει και θα στενάζει και γω θα κάθομαι απέναντί του και θα τρώω κομπόστα ανανά. Μ' αρέσει πολύ η κομπόστα ανανά. Εσάς σας αρέσει;

Ο Αλιόσα την κοίταζε σιωπηλός. Το ωχροκίτρινο πρόσωπό της παραμορφώθηκε, τα μάτια της φλογίστηκαν.

—Ξέρετε, μόλις διάβασα αυτή την ιστορία για τον Εβραίο όλη τη νύχτα αναταραζόμουνα απ' τους λυγμούς. Φανταζόμουνα το παιδάκι που φώναζε και στέναζε (τα τετράχρονα αγόρια έχουν συνείδηση τι τους συμβαίνει), όμως δεν έλεγε να μου ξεκολλήσει η σκέψη για την κομπόστα. Το πρωί έστειλα ένα γράμμα σε κάποιον και του 'λεγα να 'ρθει το δίχως άλλο. Ήρθε και γω τότε του διηγήθηκα ξαφνικά για τ' αγοράκι και την κομπόστα, όλα του τα διηγήθηκα όλα, και του είπα πως αυτό είναι όμορφο. Κείνος έβαλε ξαφνικά τα γέλια κι είπε πως στ' αλήθεια όμορφο είναι. Ύστερα σηκώθηκε κι έφυγε. Πέντε λεπτά έμεινε όλα κι όλα. Με περιφρονούσε; Με περιφρονούσε τάχα; Πέστε μου, Αλιόσα, πέστε μου, με περιφρονούσε ή όχι; είπε αυτή κι ανασηκώθηκε. Τα μάτια της σπιθοβολούσαν.

—Πέστε μου, πρόφερε ανήσυχα ο Αλιόσα· σεις η ίδια τον φωνάξατε αυτόν τον άνθρωπο;

—Εγώ.

—Του στείλατε γράμμα;

—Ναι.

—Για να τον ρωτήσετε για το παιδάκι;

— Όχι, κάθε άλλο, κάθε άλλο. Μα μόλις μπήκε, αμέσως τον ρώτησα γι' αυτό. Κείνος μ' απάντησε, γέλασε, σηκώθηκε κι έφυγε.

—Ο άνθρωπος αυτός φέρθηκε τίμια μαζί σας, πρόφερε σιγά ο Αλιόσα.

—Εμένα με περιφρονούσε; Με ειρωνευόταν;

— Όχι, γιατί ίσως κι αυτός ο ίδιος να πιστεύει στην κομπόστα ανανά. Είναι κι αυτός πολύ άρρωστος τώρα τελευταία, Lise.

—Ναι, πιστεύει! είπε η Λίζα και τα μάτια της αστράψανε.

—Κανέναν δεν περιφρονεί, εξακολούθησε ο Αλιόσα μονάχα που δεν πιστεύει κανέναν. Και, μια και δεν πιστεύει, θα πει πως τους περιφρονεί όλους.

—Ώστε και μένα; Και μένα;

—Και σας.

—Καλό αυτό, είπε η Λίζα τρίζοντας κάπως τα δόντια της. Όταν έβαλε τα γέλια και βγήκε, ένιωσα πως είναι όμορφο να σε περιφρονούν. Και τ' αγοράκι με τα κομμένα δαχτυλάκια είναι όμορφο θέαμα και να σε περιφρονούν κι αυτό όμορφο...

Είπε και γέλασε κάπως μοχθηρά, ερεθισμένα και προκλητικά .

—Ξέρετε, Αλιόσα, ξέρετε; Θα 'θελα... Αλιόσα, σώστε με! είπε ξάφνου, σηκώθηκε απότομα και τον αγκάλιασε. Σώστε με, είπε σχεδόν στενάζοντας. Μήπως τάχα θα πω σε κανέναν όλ' αυτά που σας είπα; Όμως σας είπα; την αλήθεια, την αλήθεια, την αλήθεια! Θα σκοτωθώ γιατί τα σιχαίνομαι όλα! Δε θέλω να ζω γιατί όλα τα σιχαίνομαι, όλα, όλα! Αλιόσα, γιατί δε μ' αγαπάτε; Ούτε τόσο δα δε μ' αγαπάτε, ούτε τόσο δα! τέλειωσε σαν αλλοπαρμένη.

— Όχι, σας αγαπώ! απάντησε φλογερά ο Αλιόσα.

—Και θα κλάψετε για μένα; Θα κλάψετε;

— Θα κλάψω.

— Όχι επειδή δε θέλησα να γίνω γυναίκα σας, μα έτσι, μονάχα για μένα, μονάχα για μένα;

—Θα κλάψω.

—Ευχαριστώ! Το μόνο που μου χρειάζεται είναι τα δάκρυά σας. Όλοι οι άλλοι ας με καταδικάσουν κι ας με ποδοπατήσουν όλοι, όλοι, χωρίς καμιάν εξαίρεση! Γιατί δεν αγαπάω κανέναν. Ακούτε; Κα-νέ-ναν! Αντίθετα τους μισώ όλους. Πηγαίνετε, Αλιόσα, είναι καιρός να πάτε στον αδερφό σας! είπε ξάφνου και τον άφησε απότομα.

— Μα πώς θα μείνετε τώρα μονάχη; είπε σχεδόν τρομαγμένος ο Αλιόσα.

—Πηγαίνετε στον αδερφό σας, θα κλείσει η φυλακή, πηγαίνετε, να το καπέλο σας! Φιλείστε μου το Μίτια, πηγαίνετε, πηγαίνετε!

Και με τη βία σχεδόν έσπρωξε τον Αλιόσα έξω απ' το δωμάτιο. Αυτός την κοίταζε πικραμένος και τα 'χε σχεδόν χαμένα, όταν ξάφνου ένιωσε στο δεξί του χέρι ένα γράμμα, ένα μικρό γραμματάκι σφιχτοδιπλωμένο και σφραγισμένο. Έριξε ένα βλέμμα και διάβασε τη διεύθυνση: Ιβάν Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ. Κοίταξε πάλι τη Λίζα. Το πρόσωπό της έγινε σχεδόν άγριο.

—Να του το δώσετε, το δίχως άλλο να του το δώσετε! φώναξε αυτή τρέμοντας ολόκληρη. Σήμερα, τώρα αμέσως! Αλλιώς θα φαρμακωθώ! Γι' αυτό, γι' αυτό μονάχα σας φώναξα!

Κι έκλεισε απότομα την πόρτα. Ακούστηκε ο σύρτης. Ο Αλιόσα έβαλε το γράμμα στην τσέπη του και προχώρησε προς τη σκάλα χωρίς να περάσει απ' την κυρία Χοχλάκοβα. Την είχε μάλιστα ξεχάσει. Η Λίζα, μόλις έφυγε ο Αλιόσα, έβγαλε αμέσως το σύρτη, μισάνοιξε λιγάκι την πόρτα και, βάζοντας στη χαραμάδα το δάχτυλό της, την ξανάκλεισε μ' όλη της τη δύναμη. Ύστερα, από δέκα δεύτερό λεπτά λευτέρωσε το χέρι της και πήγε αργά στην πολυθρόνα της, κάθισε κι άρχισε να κοιτάζει επίμονα το μελανιασμένο δαχτυλάκι της και το αίμα που 'χε τρέξει κάτω απ' το νύχι της. Τα χείλη της τρέμανε και ψιθύριζε γρήγορα:

—Είμαι άτιμη, άτιμη, άτιμη άτιμη!