×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 11. II. Το άρρωστο ποδαράκι

11. II. Το άρρωστο ποδαράκι

Η πρώτη απ' αυτές τις δουλειές ήταν στο σπίτι της κυρίας Χοχλάκοβας και τράβηξε για κει βιαστικός για να προφτάσει να πάει και στον Μίτια. Η κυρία Χοχλάκοβα, εδώ και τρεις βδομάδες τώρα, ήταν αδιάθετη. Της είχε πρηστεί από άγνωστο λόγο το πόδι και, αν και δεν ήταν στο κρεβάτι, έμενε μισοξαπλωμένη την ημέρα στο μπουντουάρ της, σε μια ντορμέζα, φορώντας ένα γοητευτικό μα ευπρεπέστατο ντεζαμπιγέ. Ο Αλιόσα σκέφτηκε κάποτε με καλόκαρδη ειρωνεία πως η κυρία Χοχλάκοβα παρ' όλη την αρρώστια της άρχισε τις κοκεταρίες. Άρχισε να μεταχειρίζεται σκουφάκια, φιογκάκια, σεμιζέτες κι ο Αλιόσα μάντευε την αιτία αν κι απόδιωχνε αυτές τις σκέψεις σαν επιπόλαιες. Τους τελευταίους δυο μήνες άρχισε να επισκέφτεται την κυρία Χοχλάκοβα, ανάμεσα σ' άλλους, κι ο νεαρός Περχότιν. Ο Αλιόσα είχε κάπου τέσσερις μέρες να 'ρθει και μόλις μπήκε βιάστηκε να πάει αμέσως στο δωμάτιο της Λίζας. Γιατί αυτήν ερχότανε να δει. Χτες ακόμα, η Λίζα του' χε στείλει την υπηρέτριά της και τον παρακαλούσε επίμονα να 'ρθει αμέσως «για μια πολύ πολύ σπουδαία υπόθεση», πράμα που για ορισμένους λόγους έκανε τον Αλιόσα να ενδιαφερθεί. Μα ενώ η υπηρέτρια είχε πάει στη Λίζα να τον αναγγείλει, η κυρία Χοχλάκοβα έμαθε από κάποιον τον ερχομό του κι έστειλε αμέσως να τον φωνάξουν να 'ρθει να τη δει «για ένα μονάχα λεπτό». Ο Αλιόσα σκέφτηκε πως καλύτερα να κάνει το χατίρι της μαμάς γιατί αλλιώς αυτή θα 'στελνε κάθε λίγο και λιγάκι και θα τον φώναζε όσο θα 'ταν στης Λίζας. Η κυρία Χοχλάκοβα, ξαπλωμένη στην ντορμέζα, ήταν κάπως πολύ γιορταστικά ντυμένη και φαινόταν να 'ναι εξαιρετικά νευρική. Τον Αλιόσα τον υποδέχτηκε με κραυγές ενθουσιασμού.

—Αιώνες, αιώνες, ολόκληρους αιώνες έχω να σας δω! Μια ολόκληρη βδομάδα, για σκεφτείτε ή μάλλον, με συγχωρείτε, τέσσερις μέρες έχω να σας δω. Ήρθατε την περασμένη Τετάρτη. Πηγαίνατε στης Lise, είμαι σίγουρη, θέλατε να πάτε κει νυχοπατώντας για να μη σας ακούσω. Καλέ μου, καλέ μου, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, αν ξέρατε πόσο μ' ανησυχεί η Lise! Όμως γι' αυτό αργότερα. Αν κι αυτό είναι το κυριότερο, όμως ας τ' αφήσουμε γι' αργότερα. Καλέ μου Αλεξέι Φιοντόροβιτς, σας εμπιστεύομαι απόλυτα τη Λίζα μου. Μετά το θάνατο του στάρετς Ζωσιμά —ο Θεός ν' αναπαύει την ψυχή τους!— (και σταυροκοπήθηκε), ύστερ' από κείνον εγώ σας θεωρώ σαν ασκητή, μ' όλο που σας πηγαίνει τόσο το νέο σας κοστούμι. Πού τον βρήκατε δω πέρα τόσο σπουδαίο ράφτη; Μα όχι, όχι, το κυριότερο δεν είναι αυτό, αυτό ας τ' αφήσουμε γι' αργότερα. Να με συγχωρείτε που σας λέω καμιά φορά Αλιόσα, είμαι γριά κι όλα μου επιτρέπονται, είπε χαμογελώντας με κοκεταρία· όμως κι αυτό ας τ' αφήσουμε γι' αργότερα. Το κυριότερο είναι να μην ξεχάσω το κυριότερο. Σας παρακαλώ να μου το θυμίζετε: Μόλις αρχίσω να φλυαρώ σεις να μου λέτε: «Και το κυριότερο;» Αχ, μα πού μπορώ να ξέρω τώρα ποιο είναι το κυριότερο! Απ' τον καιρό που η Lise πήρε πίσω την υπόσχεσή της —την παιδιάστικη υπόσχεσή της, Αλεξέι Φιοντόροβιτς— να σας παντρευτεί, θα το καταλάβατε βέβαια πως όλ' αυτά δεν ήταν άλλο από φαντασίες ενός άρρωστου κοριτσιού που έμεινε για πολύν καιρό καρφωμένο στην πολυθρόνα του —δόξα να 'χει ο Θεός τώρα πια μπορεί και περπατάει. Αυτός ο καινούργιος γιατρός που έφερε η Κατερίνα Ιβάνοβνα απ' τη Μόσχα για το δυστυχισμένο τον αδερφό σας που αύριο... Αχ, αυτό το αύριο! Πεθαίνω μονάχα που το σκέφτομαι. Από περιέργεια το κυριότερο... Με δυο λόγια αυτός ο γιατρός ήρθε χτες κι εξέτασε τη Lise... Του πλήρωσα πενήντα ρούβλια για τη βίζιτα. Όμως δεν είναι αυτό που 'θελα να πω, πάλι δεν είναι αυτό... Βλέπετε, τώρα τα μπέρδεψα ολότελα πια. Βιάζομαι. Γιατί βιάζομαι; Δεν ξέρω. Είναι τρομερό αυτό που μου συμβαίνει τελευταία: Δεν ξέρω τίποτα. Για μένα όλα τα πράματα μπερδεύτηκαν κι έγιναν ένα κουβάρι. Φοβάμαι πως θα σας κάνω να πλήξετε πριν προλάβω καλά καλά να σας δω. Αχ, Θεέ μου! Τι καθόμαστε λοιπόν, πρέπει να πάρετε έναν καφέ. Γιούλια, Γλαφύρα, καφέ!

Ο Αλιόσα την ευχαρίστησε βιαστικά κι είπε πως μόλις τώρα είχε πιει.

—Πού;

—Στης Αγκραφένας Αλεξάντροβνας.

—Σε κείνης... σε κείνης της γυναίκας! Αχ, αυτή είναι που τους πήρε όλους στο λαιμό της, όμως δεν ξέρω κιόλας, λένε πως τώρα έγινε άγια, αν και κάπως αργά. Καλύτερα να γινότανε πριν, όταν χρειαζόταν, γιατί τώρα τι τ' όφελος; Σωπάστε, σωπάστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, γιατί θέλω να σας πω τόσα πολλά που νομίζω πως δε θα πω τίποτα. Αυτή η τρομερή δίκη... οπωσδήποτε θα πάω, ετοιμάζομαι από τώρα, θα με πάνε πάνω στην πολυθρόνα με τις ρόδες, μπορώ και κάθομαι, θα 'ναι. κι άλλοι μαζί μου, είμαι μάρτυρας και γω, ξέρετε. Πώς θα μιλήσω; Πώς θα μιλήσω! Δεν ξέρω τι θα πω. Θα πρέπει να ορκιστώ, έτσι δεν είναι;

— Έτσι είναι, μα δε νομίζω πως θα μπορέσετε να παρουσιαστείτε.

—Μπορώ και κάθομαι. Αχ, με μπερδεύετε! Αυτή η δίκη, αυτή η άγρια τιμωρία κι ύστερα όλοι πάνε στη Σιβηρία, μερικοί παντρεύονται, κι όλ' αυτά γρήγορα-γρήγορα, κι όλα αλλάζουνε και στο τέλος όλοι γερνάνε, είναι κιόλας με το 'να πόδι στον τάφο. Ε, ας είναι, κουράστηκα. Αυτή η Κάτια, cette charmante personne, αυτή μου σύντριψέ όλες μου τις ελπίδες. Τώρα θ' ακολουθήσει τον έναν αδερφό σας στη Σιβηρία κι ο άλλος σας θα πάει το κατόπι της και θα μείνει σε μια γειτονική πολιτεία κι όλοι τους θα βασανίζουν ο ένας τον άλλον. Όλ' αυτά με τρελαίνουν. Προπάντων αυτός ο θόρυβος. Όλες οι εφημερίδες, στην Πετρούπολη και στη Μόσχα, γράψανε κιόλας χιλιάδες φορές για όλ' αυτά. Αχ, ναι, φανταστείτε, γράψανε και για μένα πως ήμουνα «φίλη» του αδερφού σας, δε θέλω να πω καμιά άσκημη λέξη, μα φανταστείτε λοιπόν, φανταστείτε το!

—Μα δεν είναι δυνατόν! Πού και πώς το γράψανε;

—Τώρ' αμέσως θα σας το δείξω. Χτες την πήρα, χτες και το διάβασα. Να, εδώ, στην εφημερίδα Φήμες, της Πετρούπολης. Αυτές οι Φήμες άρχισαν να βγαίνουν φέτος, εμένα μ' αρέσουν τρομερά οι φήμες και γράφτηκα συνδρομήτρια και να που έκανα κακό του κεφαλιού μου: Να τι φήμες αποδείχτηκε πως ήτανε. Να, εδώ, είναι, διαβάστε.

Κι έδωσε στον Αλιόσα την εφημερίδα που 'χε κάτω απ' το μαξιλάρι της.

Ήταν όχι μονάχα συγχυσμένη, μα σχεδόν τσακισμένη, εξουθενωμένη κι ίσως και στ' αλήθεια όλα να 'χαν γίνει ένα κουβάρι στο μυαλό της. Η είδηση της εφημερίδας ήταν πολύ χαρακτηριστική κι ήταν φυσικό να την επηρεάσει πολύ. Όμως αυτή, για καλή της τύχη, ίσως δεν μπορούσε να συγκεντρώσει τη σκέψη της σ' ένα γεγονός έτσι που σ' ένα λεπτό μπορούσε να ξεχάσει ολότελα την εφημερίδα και να μεταπηδήσει σ' ολότελα άσχετο θέμα. Ο Αλιόσα το 'ξερε από καιρό πια πως η τρομερή υπόθεση όπου έπαιζε τον κύριο ρόλο ο αδερφός του, είχε γίνει γνωστή σ' όλη τη Ρωσία και, Θεέ μου, πόσες εξωφρενικές ειδήσεις κι ανταποκρίσεις είχε διαβάσει κιόλας αυτούς τους δυο μήνες για τον αδερφό του, για τους Καραμάζοβ γενικά και γι' αυτόν τον ίδιο ακόμα. Κάποια εφημερίδα έλεγε μάλιστα πως αυτός απ' τον τρόμο του μετά το έγκλημα του αδερφού του έβαλε τα ράσα και κλείστηκε σε μοναστήρι. Μια άλλη εφημερίδα το διέψευδε αυτό κι έγραφε πως αντίθετα μαζί με το στάρετς του, το Ζωσιμά, ξαφρίσανε το ταμείο του μοναστηριού και το «σκάσανε». Η τωρινή είδηση της εφημερίδας Φήμες είχε τίτλο: «Ανταπόκρισις απ' την Σκοτοπριγκόνιεβσκ* (*Φανταστική πολιτεία που σημαίνει Χοιροστασιούπολη.) (αλίμονο, έτσι ονομάζεται η μικρή μας πολιτεία· πολύν καιρό το αποσιωπούσα) περί της υποθέσεως Καραμάζοβ». Ήταν σύντομη και για τη κυρία Χοχλάκοβα δεν έλεγε τίποτα ανοιχτά μα και γενικά δεν ανέφερε κανένα όνομα. Έλεγε μονάχα πως ο κακούργος, που σε λίγο πρόκειται να γίνει η πολύκροτη δίκη του, είναι ένας απόστρατος λοχαγός, ένας τύπος αναιδέστατος και αντιδραστικός τσιφλικάς που η κυριότερη ασχολία του ήταν να ερωτοτροπεί με διάφορες «κυρίες που έπλητταν από μόνωση» και που αυτός είχε μεγάλη επιρροή επάνω τους. Μια λοιπόν απ' αυτές τις «πλήττουσες χήρες» νεάζουσα αν κι έχει πια μεγάλη κόρη, τόσο πολύ ξελογιάστηκε μ' αυτόν που μόλις δυο ώρες πριν απ' το έγκλημα τού πρότεινε τρεις χιλιάδες ρούβλια υπό τον όρο να την απαγάγει και να πάνε αμέσως μαζί στα χρυσωρυχεία. Όμως ο κακούργος προτίμησε τάχα να σκοτώσει τον πατέρα του και να του κλέψει τις τρεις χιλιάδες ρούβλια, γιατί υπολόγιζε πως δε θα τον πιάνανε, παρά να κουβαλιέται στη Σιβηρία μαζί με τα σαραντάχρονα κάλλη της πλήττουσας χήρας του. Αυτή η ειρωνική ανταπόκριση τέλειωνε —όπως ταιριάζει δα στις τέτοιες περιπτώσεις— εκφράζοντας την ευγενή αγανάχτηση του συντάκτη για την ανηθικότητα της πατροκτονίας και γενικά του παλαιού καθεστώτος της δουλοπαροικίας. Ο Αλιόσα, αφού διάβασε με προσοχή την εφημερίδα, τη δίπλωσε και την ξανάδωσε στην κυρία Χοχλάκοβα.

—Λοιπόν; Για μένα δε λέει; άρχισε να λέει αυτή. Εγώ είμαι, εγώ του πρότεινα μιαν ώρα πριν απ' το έγκλημα τα χρυσωρυχεία και τώρα μου λένε «σαραντάχρονα κάλλη!» Μα μήπως τάχα αυτός ήταν ο σκοπός μου; Επίτηδες το 'κανε! Ας τον συγχωρέσει ο αιώνιος Κριτής για τα σαραντάχρονα κάλλη όπως τον συγχωρώ και γω όμως... όμως ξέρετε ποιος είναι; Είναι ο φίλος σας ο Ρακίτιν.

—Μπορεί, είπε ο Αλιόσα- αν και δεν άκουσα τίποτα τέτοιο.

—Αυτός είναι, αυτός είναι. Δεν μπορεί να 'ναι άλλος! Γιατί εγώ τον έδιωξα... την ξέρετε αυτή την ιστορία;

—Ξέρω πως του είπατε να μην ξανάρθει πια στο σπίτι σας, όμως για ποια αιτία, αυτό... από σας τουλάχιστο δεν τ' άκουσα.

—Α, ώστε λοιπόν από κείνον τ' ακούσατε! Τι λέει λοιπόν; Με βρίζει; Με βρίζει πολύ;

—Ναι, σας βρίζει, όμως αυτός όλους τους βρίζει. Όμως ούτε κι αυτός μου είπε για ποιο λόγο τον διώξατε. Μα και γενικά πολύ λίγο τον βλέπω τώρα τελευταία. Δεν είμαστε πια φίλοι.

—Τότε λοιπόν θα σας τα πω εγώ και —τι να γίνει;— θα παραδεχτώ πως έχω άδικο γιατί υπάρχει κάτι σ' όλα αυτά που ίσως να 'γινε κι από δικό μου φταίξιμο. Όμως αυτό το κάτι είναι ελάχιστο, ασήμαντο, τόσο που ίσως να μην υπάρχει και καθόλου. Βλέπετε, καλέ μου, (η κυρία Χοχλάκοβα πήρε ξάφνου ένα παιχνιδιάρικο ύφος και χαμογέλασε γλυκά αν και κάπως αινιγματικά), βλέπετε έχω την υποψία πως... συγχωρέστε με, Αλιόσα, σας τα λέω σα μητέρα σας... ω, όχι, απεναντίας, σα να 'σασταν σεις πατέρας μου... γιατί μια μητέρα εδώ δεν έχει θέση... Ας πούμε καλύτερα πως τα λέω σα να εξομολογιόμουν στο στάρετς Ζωσιμά, αυτό είναι το πιο σωστό, αυτό ταιριάζει με την περίσταση: Μην τάχα δε σας ονόμασα πριν από λίγο ασκητή; Το λοιπόν αυτός ο καημένος ο νέος, ο φίλος σας ο Ρακίτιν (ω, Θεέ μου, μα την αλήθεια, μου είναι αδύνατο να θυμώσω μαζί του! Θυμώνω και φουρκίζομαι μα όχι και τόσο), με δυο λόγια αυτού του νέου του ήρθε ξαφνικά, φανταστείτε, να μ' ερωτευθεί. Αυτό το παρατήρησα αργότερα, πολύ αργότερα, μα στην αρχή, εδώ κι ένα μήνα, άρχισε να 'ρχεται συχνότερα, σχεδόν κάθε μέρα αν κι από πρώτα ήμασταν γνωστοί. Εγώ δεν υποπτεύομαι τίποτα... μα να που ξάφνου, λες και με φώτισε ο Θεός, αρχίζω, με απορία μου να το παρατηρώ. Το ξέρετε βέβαια πως πριν από δυο μήνες άρχισα να δέχομαι αυτόν το σεμνό, καλό κι άξιο νέο, τον Πιοτρ Ίλιτς Περχότιν, που υπηρετεί στην πολιτεία μας. Τον συναντήσατε δα κι ο ίδιος πολλές φορές εδώ πέρα. Είναι σοβαρός κι αξιοπρεπής, ψέματα; Έρχεται δυο φορές τη βδομάδα κι όχι κάθε μέρα (αν και κάθε μέρα να 'ρχόταν, τι;) και πάντα είναι καλοντυμένος και γενικά εγώ αγαπώ τη νεολαία, Αλιόσα, τους νέους που έχουν ταλέντο, τους σεμνούς, όπως είσαστε σεις λόγου χάρη, κι αυτός έχει πολιτικό δαιμόνιο, μιλάει τόσο όμορφα, το δίχως άλλο θα κοιτάξω να τον βοηθήσω, όσο μπορώ, στην καριέρα του. Είναι ένας μέλλων διπλωμάτης. Κείνη την τρομερή μέρα μου 'σωσε σχεδόν τη ζωή όταν ήρθε νύχτα σπίτι μου. Ενώ ο φίλος σας ο Ρακίτιν έρχεται πάντα με κείνες τις μπότες του και σου τις απλώνει φαρδιά πλατιά πάνω στο χαλί... με δυο λόγια, άρχισε να μου κάνει και κάτι υπαινιγμούς και μάλιστα μια φορά όταν έφευγε μου 'σφιξε τρομερά το χέρι. Μόλις μου 'σφιξε το χέρι, άρχισε να μου πονάει το πόδι. Είχε συναντήσει κι άλλες φορές τον Περχότιν εδώ και —το πιστεύετε τάχα;— όλο μαζί του τα 'χε, όλο και κάτι θα 'βρισκε να πει γι' αυτόν. Εγώ τους κοίταζα κι από μέσα μου γελούσα. Το λοιπόν καθόμουνα μια φορά μονάχη, δηλαδή όχι, ήμουν τότε πια ξαπλωμένη, όχι καθισμένη, όπου έρχεται ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς και, φανταστείτε, μου φέρνει κάτι στιχάκια για το πονεμένο μου πόδι, περιέγραφε δηλαδή σε στίχους το πονεμένο πόδι. Για σταθείτε... πώς το 'λεγε:

Τι ωραίο ποδαράκι μόνο πρήστηκε λιγάκι...

Δεν το θυμάμαι και καλά —τους στίχους δεν τους θυμάμαι καθόλου— εδώ τους έχω, όμως θα σας τους δείξω αργότερα, όμως είναι υπέροχο, υπέροχο και, ξέρετε, δε μιλάει μονάχα για το ποδαράκι μα είναι και ηθοπλαστικό, έχει μια θαυμάσια ιδέα, μονάχα που την ξέχασα, με δυο λόγια αξίζει να γραφτεί σε λεύκωμα. Εννοείται πως εγώ τον ευχαρίστησα κι αυτός φάνηκε πως κολακεύτηκε. Μα δεν πρόφτασα να τον ευχαριστήσω όταν ξαφνικά ήρθε κι ο Πιοτρ Ίλιτς, κι ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς έγινε αμέσως πιο σκοτεινός κι απ' τη νύχτα. Κατάλαβα αμέσως πως ο Πιοτρ Ίλιτς τού χάλασε τα σχέδια γιατί σίγουρα ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς κάτι ήθελε να μου πει αμέσως ύστερα απ' τους στίχους, αυτό το προαισθανόμουνα, όμως κείνη τη στιγμή μπήκε ο Πιοτρ Ίλιτς. Όπου εγώ δείχνω στον Πιοτρ Ίλιτς τους στίχους, όμως δεν του λέω ποιος είναι ο ποιητής. Όμως είμαι βέβαιη, είμαι σίγουρη πως το κατάλαβε αμέσως αν κι ως τα τώρα δεν τ' ομολογεί και λέει πως δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ο Πιοτρ Ίλιτς έβαλε αμέσως τα γέλια κι άρχισε να τους κριτικάρει: Είναι στίχοι της κακιάς ώρας, λέει, κανένας σεμιναρίστας θα τους έγραψε, και, ξέρετε, με. τέτοια έξαψη, με τέτοια έξαψη! Τότε ο φίλος σας, αντί να γελάσει, δαιμονίστηκε κυριολεχτικά... Θεέ μου, νόμισα πως θα 'ρχονταν στα χέρια: «Εγώ, λέει, τους έγραψα και τους έγραψα γι' αστείο γιατί νομίζω πως είναι κατώτερο της αξιοπρεπείας μου να γράφω στίχους... Όμως οι στίχοι μου είναι καλοί. Του Πούσκιν σας, για τα γυναικεία ποδαράκια, έχουν σκοπό να του στήσουν κι ανδριάντα ενώ εμένα οι στίχοι μου έχουν και πολιτική γραμμή. Και σεις, λέει, είσαστε οπαδός της δουλοπαροικίας. Εσείς, λέει, δεν έχετε κανέναν ανθρωπισμό απάνω σας, εσείς δεν έχετε ιδέα απ' τα σημερινά διαφωτισμένα αισθήματα, εσάς η εξέλιξη δε σας έχει αγγίξει καθόλου, είσαστε, λέει, γραφειοκράτης και το μόνο που ξέρετε είναι να δωροδοκείστε!» Τότε πια άρχισα και γω να φωνάζω και να τους παρακαλώ να σωπάσουν. Κι ο Πιοτρ Ίλιτς δεν είναι καθόλου δειλός, ξέρετε, και πήρε ξάφνου το πιο ευγενικό ύφος: Τον κοιτάει ειρωνικά, τον ακούει και του ζητάει συγνώμη: «Δεν ήξερα, του λέει, πως είναι δικοί σας οι στίχοι, αν το 'ξερα θα τους επαινούσα... Οι ποιητές, του λέει, είναι τόσο ευερέθιστοι...» Με δυο λόγια τον ειρωνευόταν μιλώντας του τάχα με τη μεγαλύτερη ευγένεια. Αυτό μου το εξήγησε ο ίδιος αργότερα, πως όλ' αυτά τα 'λεγε ειρωνικά, όμως όταν τον πρωτάκουσα νόμισα πως μιλούσε σοβαρά. Όμως εγώ ήμουν ξαπλωμένη έτσι όπως και τώρα και σκεφτόμουνα: Θα 'ναι ή δε θα 'ναι καθωσπρέπει να διώξω τώρα το Μιχαήλ Ιβάνοβιτς επειδή μιλάει άσχημα μέσα στο σπίτι μου σ' έναν επισκέπτη μου; Και —με πιστεύετε τάχα;— μένω έτσι ξαπλωμένη, έκλεισα τα μάτια και σκέφτομαι: Θα 'ναι ή δε θα 'ναι καθωσπρέπει; Κι όλο δεν μπορώ να πάρω μιαν απόφαση και βασανίζομαι, βασανίζομαι, η καρδιά μου χτυπάει: Να φωνάξω ή όχι; Μια φωνή μου 'λεγε: Φώναξε. Όμως μια άλλη μου λέει: Μη φωνάξεις! Μόλις το 'πε αυτό η άλλη φωνή, εγώ ξεφώνισα και λιποθύμησα. Καταλαβαίνετε φυσικά πως έγινε φασαρία. Σηκώθηκα ξαφνικά και λέω στο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς: Λυπάμαι που αναγκάζομαι να σας το πω, όμως δε θέλω να σας ξαναδεχτώ στο σπίτι μου. Κι έτσι τον έδιωξα. Αχ, Αλεξέι Φιοντόροβιτς! Το ξέρω και μόνη μου πως έκανα άσκημα, καθόλου δεν είχα θυμώσει μαζί του, είπα ψέματα, όμως μου φάνηκε ξαφνικά, —ξαφνικά, αυτό είναι το κυριότερο,— πως αυτή η σκηνή θα 'ναι πολύ όμορφη... Όμως —το πιστεύετε τάχα;— η σκηνή αυτή έγινε παρ' όλ' αυτά με μεγάλη φυσικότητα γιατί εγώ έκλαψα κιόλας κι αρκετές μέρες αργότερα έκλαιγα ώσπου τέλος, ξαφνικά, ύστερ' απ' το δείπνο τα ξέχασα όλα. Έχει δυο βδομάδες να 'ρθει από τότε και γω σκέφτηκα: Μα πώς λοιπόν; Δε θα 'ρθει καθόλου πια; Αυτό έγινε χτες ακριβώς, όμως το βράδυ πήρα τις Φήμες. Διάβασα κι έφριξα. Ποιος άλλος μπορούσε να τα γράψει; Αυτός τα 'γραψε, την ίδια κείνη μέρα, μόλις πήγε στο σπίτι του, κάθισε και τα 'γραψε. Τα 'στειλε και τα τυπώσανε. Περάσανε δυο βδομάδες από τότε, πρόφταινε λοιπόν. Μονάχα που μου φαίνεται, Αλιόσα, πως όλο μιλάω, μιλάω και δε λέω κείνο που πρέπει. Έτσι δεν είναι; Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς!

—Σήμερα πρέπει το δίχως άλλο να προφτάσω να δω τον αδερφό μου, τραύλισε ο Αλιόσα.

—Ακριβώς, ακριβώς! Καλά που μου το θυμίσατε! Ακούστε, τι είναι η πλήρης σύγχυσις;

—Ποια πλήρης σύγχυσις; ρώτησε απορώντας ο Αλιόσα.

—Η δικαστική πλήρης σύγχυσις. Είναι μια πλήρης σύγχυσις που γι' αυτήν όλα τα συγχωράνε. Ό,τι κι αν κάνετε, θα σας συγχωρέσουν στο λεπτό.

—Μα για ποιο πράμα μου μιλάτε;

—Να τι θέλω να πω: Αυτή η Κάτια... Αχ, είναι ένα υπέροχο πλάσμα, μονάχα που με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να καταλάβω με ποιον είναι ερωτευμένη. Να, μόλις προ ολίγου ήταν εδώ και δεν μπόρεσα να της πάρω λέξη. Τώρα τελευταία μάλιστα όλο για ασήμαντα πράματα μου μιλάει, για την υγεία μου μονάχα δηλαδή και τίποτ' άλλο, και σου παίρνει ένα ύφος, τόσο που είπα και γω: Ας είναι, ο Θεός μαζί σας... Αχ, ναι, έλεγα λοιπόν γι' αυτή την πλήρη σύγχυση: Έφτασε κείνος ο γιατρός: Το ξέρετε πως ήρθε ο γιατρός; Μα και βέβαια το ξέρετε, κείνος δα που καταλαβαίνει αν είναι τρελός κανείς ή δεν είναι, σεις ο ίδιος τον φέρατε, δηλαδή όχι σεις μα η Κάτια. Όλα η Κάτια τα κάνει! Λοιπόν να τι συμβαίνει. Είναι και βρίσκεται ένας άνθρωπος που δεν είναι καθόλου τρελός μα ξαφνικά τον πιάνει πλήρης σύγχυσις. Το μυαλό του δουλεύει, κανονικά και ξέρει τι κάνει, όμως παρ' όλ' αυτά έχει πλήρη σύγχυση. Καθώς φαίνεται λοιπόν και το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τον έπιασε πλήρης σύγχυσις. Μόλις άνοιξαν αυτά τα καινούργια δικαστήρια ανακάλυψαν αμέσως αυτή την πλήρη σύγχυση. Είναι μια απ' τις ευεργεσίες των νέων δικαστηρίων. Κείνος ο γιατρός ήρθε και με ρώταγε για κείνο το βράδυ, εκείνο δα με τα χρυσωρυχεία: «Πώς ήταν τότε;» με ρωτάει: Πώς μπορεί να μην ήταν σε πλήρη σύγχυση; Μόλις ήρθε, άρχιζε να φωνάζει: Λεφτά, λεφτά, θέλω τρεις χιλιάδες. Δώστε μου τρεις χιλιάδες. Κι ύστερα φεύγει και να, σκοτώνει. Δε θέλω, έλεγε, να σκοτώσω, δε θέλω και ξαφνικά σκοτώνει. Γι' αυτό ίσα-ίσα και θα τον συγχωρέσουν: Επειδή αντιστάθηκε κι όμως σκότωσε.

— Μα δε σκότωσε αυτός, τη διέκοψε ο Αλιόσα κάπως απότομα.

Γινόταν όλο και περισσότερο ανήσυχος κι ανυπόμονος.

—Το ξέρω, κείνος ο γέρος, ο Γρηγόρης είναι που τον σκότωσε...

—Πώς μπορεί να 'ναι ο Γρηγόρης; ξεφώνισε ο Αλιόσα.

—Αυτός είναι, αυτός. Ο Γρηγόρης. Όταν τον χτύπησε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, κείνος έμεινε για λίγο αναίσθητος, ύστερα σηκώθηκε, είδε πως η πόρτα είναι ανοιχτή, πήγε λοιπόν και σκότωσε το Φιόντορ Παύλοβιτς.

—Μα γιατί; Γιατί;

—Μα επειδή τον έπιασε πλήρης σύγχυσις. Όταν τον χτύπησε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, αυτός συνήλθε ύστερ' από λίγο και τον έπιασε πλήρης σύγχυσις, πήγε και σκότωσε. Λέει βέβαια πως δε σκότωσε, όμως μπορεί και να μην το θυμάται κιόλας. Μονάχα που... ξέρετε τι λέω; Πολύ καλύτερο θα 'ναι αν σκότωσε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Μα έτσι και θα 'γινε σίγουρα και, αν και λέω πως ο Γρηγόρης ήταν ο φονιάς, όμως σίγουρα σκότωσε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, και καλύτερα, πολύ καλύτερα που 'γινε έτσι! Αχ, δεν είναι καλύτερα επειδή σκότωσε ένας γιος τον πατέρα του, δεν τον επαινώ γι' αυτό, τα παιδιά απεναντίας πρέπει να σέβονται τους γονείς τους, όμως παρ' όλ' αυτά καλύτερα αν ήταν αυτός γιατί τότε δε θα χρειαστεί να λυπηθείτε καθόλου, μια και σκότωσε χωρίς να ξέρει τι του γίνεται ή για να το πω καλύτερα, ξέροντας τι του γινότανε μα μη ξέροντας πώς του 'ρθε να το κάνει. Ναι, ας τον συγχωρέσουν. Αυτό θα 'ναι τόσο ανθρωπιστικό! Ας δούνε όλοι τη φιλανθρωπία των νέων δικαστηρίων και, ξέρετε, εγώ δεν ήξερα τίποτ' απ' όλ' αυτά και μόλις το 'μαθα χτες μου 'κανε τόσο μεγάλη εντύπωση που θέλησα αμέσως να στείλω κάποιον να σας φωνάξει. Ύστερα, αν τον συγχωρέσουν, να τον φέρετε αμέσως εδώ για γεύμα, εγώ θα φωνάξω τους γνωστούς μου και θα πιούμε όλοι μαζί εις υγείαν των νέων δικαστηρίων. Δε νομίζω να 'ναι επικίνδυνος, εξάλλου θα καλέσω πάρα πολλούς, έτσι που θα μπορούμε, όποτε θέλουμε, να τον βγάλουμε έξω αν τυχόν και κάνει τίποτα, κι ύστερα μπορεί να γίνει κι αυτός δικαστής σε καμιά πολιτεία, γιατί κείνοι που δυστυχήσανε δικάζουνε καλύτερα απ' όλους. Μα το κυριότερο είναι τούτο: Ποιον δεν τον πιάνει στην εποχή μας η πλήρης σύγχυσις; Εσείς, εγώ, όλοι μας έχουμε πλήρη σύγχυση. Μπορώ να σας φέρω όσα παραδείγματα θέλετε. Κάθεται ένας και τραγουδάει μια ρομάντζα: Ξάφνου κάτι δεν του αρέσει, βγάζει το πιστόλι του και σκοτώνει όποιον τύχει κι όμως του τα συγχωρούν όλα. Δεν πάει πολύς καιρός που το διάβασα, όλοι οι γιατροί το επιβεβαιώσανε. Τώρα οι γιατροί επιβεβαιώνουν, όλα τα επιβεβαιώνουν. Μα γιατί να σας μιλάω γι' άγνωστους ανθρώπους; Και τη Lise την έχει πιάσει πλήρης σύγχυσις· χτες μ' έκανε κι έκλαψα, προχτές το ίδιο και μονάχα σήμερα το κατάλαβα πως για όλα της τα καμώματα φταίει η πλήρης σύγχυσις. Ωχ, η Lise, πόσες πίκρες με ποτίζει! Νομίζω πως έχει χάσει ολότελα τα λογικά της. Γιατί σας φώναξε; Σας φώναξε ή μήπως ήρθατε έτσι μόνος σας;

—Ναι, με φώναξε και τώρα θα πάω να τη δω, είπε αποφασιστικά ο Αλιόσα και σηκώθηκε.

—Αχ, καλέ μου, καλέ μου Αλεξέι Φιοντόροβιτς, αυτό ίσως να 'ναι ίσα-ίσα το κυριότερο, ξεφώνισε η κυρία Χοχλάκοβα κι έβαλε ξαφνικά τα κλάματα. Μάρτυς μου ο Θεός πως σας εμπιστεύομαι απόλυτα τη Lise και δε με πειράζει που σας φώναξε κρυφά απ' τη μητέρα της. Όμως στον Ιβάν Φιοντόροβιτς, τον αδερφό σας, με συγχωρείτε, μα δεν μπορώ να του εμπιστευτώ την κόρη μου με ελαφριά καρδιά αν κι εξακολουθώ να τον νομίζω για ιπποτικότατο νέο. Και, φανταστείτε, ήρθε και είδε τη Lise και γω δεν ήξερα τίποτα.

—Πώς; Τι; Πότε; ρώτησε ο Αλιόσα τρομερά απορημένος. Δεν ξανακάθισε πια, στεκόταν και την άκουγε όρθιος.

—Θα σας τα διηγηθώ όλα, ίσως-ίσως γι' αυτό σας φώναξα κιόλας γιατί, μα την αλήθεια, ούτε ξέρω πια γιατί σας φώναξα. Να τι συμβαίνει: Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, από τότε που ξανάρθε απ' τη Μόσχα, δυο φορές μ' επισκέφτηκε όλες κι όλες. Την πρώτη φορά μου 'κανε μια τυπική επίσκεψη και τη δεύτερη —αυτό έγινε πριν από μερικές μέρες— έμαθε πως ήταν εδώ η Κάτια κι ήρθε. Φυσικά εγώ δεν είχα την αξίωση να μ' επισκέφτεται συχνότερα γιατί ήξερα πόσα τρεχάματα είχε τώρα, vous comprenez, cette affaire et la mort terrible de votre papa, (καταλαβαίνετε, αυτή η υπόθεση κι ο τρομερός θάνατος του μπαμπά σας), όμως μια μέρα μαθαίνω ξάφνου πως ξανάρθε, μα όχι σε μένα, στη Lise, αυτό έγινε εδώ κι έξι μέρες, έμεινε πέντε λεπτά κι έφυγε. Το 'μαθα μόλις τρεις μέρες αργότερα απ' τη Γλαφύρα, έτσι που μου 'ρθε σαν κεραμίδα. Φωνάζω αμέσως τη Lise κι αυτή γελάει: νόμιζε, λέει, πως κοιμόσαστε κι ήρθε να με ρωτήσει για την υγεία σας. Ναι, έτσι και ήταν! Μονάχα που η Lise, η Lise, ω Θεέ μου, πόσες πίκρες με ποτίζει! Φανταστείτε, μια νύχτα, εδώ και τέσσερις μέρες, κείνην ακριβώς που ήρθατε την τελευταία φορά, την έπιασε κρίση, φωνές, κακό, υστερισμοί! Γιατί εγώ δεν παθαίνω ποτέ υστερισμούς; Και την άλλη μέρα πάλι κρίση, και την άλλη και να χτες αυτή η πλήρης σύγχυσις. Όπου αυτή ξάφνου μου φωνάζει: «Μισώ τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, απαιτώ να μην τον δέχεστε πια στο σπίτι μας! Να του κλείσετε την πόρτα». Εγώ έμεινα με το στόμα ανοιχτό και της είπα: Από πού κι ως πού πρέπει να κόψω τις σχέσεις μου μ' έναν τέτοιο αξιοπρεπή νέο που 'ναι τόσο μορφωμένος και δυστυχισμένος, γιατί, όπως και να το πάρετε, όλες αυτές οι ιστορίες είναι δυστυχία κι όχι ευτυχία, ψέματα; Τότε αυτή άρχισε να γελάει και μάλιστα προσβλητικά. Όμως εγώ χάρηκα, νόμισα πως την έκανα να ευθυμήσει και τώρα πια δε θα παθαίνει κρίσεις κι εξάλλου το 'χα κι η ίδια σκοπό να ζητήσω εξηγήσεις απ' τον Ιβάν Φιοντόροβιτς για τις παράξενες επισκέψεις του που γίνανε χωρίς την άδειά μου. Όμως σήμερα το πρωί μόλις ξύπνησε η Λίζα, θύμωσε με τη Γιούλια και —φανταστείτε— τη χαστούκισε. Όμως αυτό είναι τερατώδες, εγώ στις υπηρέτριές μου μιλάω με το σεις. Ξάφνου, ύστερ' από μιαν ώρα, αγκαλιάζει τα πόδια της Γιούλιας και τα φιλάει. Έστειλε ύστερα να μου πούνε πως δε θα 'ρθει να με δει κι ούτε θέλει να με ξέρει κι όταν πήγα γω κούτσα-κούτσα στο δωμάτιό της ρίχτηκε στην αγκαλιά μου και με γέμισε φιλιά κι έκλαιγε, όμως μ' έβγαλε έξω χωρίς να μου πει λέξη έτσι που και πάλι δεν έμαθα τίποτα. Τώρα, καλέ μου Αλεξέι Φιοντόροβιτς, σε σας μονάχα έχω όλες μου τις ελπίδες και καταλαβαίνετε βέβαια πως κρατάτε τη μοίρα μου στα χέρια σας. Σας ικετεύω να πάτε να δείτε τη Lise και να μάθετε τι συμβαίνει —σεις μονάχα μπορείτε να το καταφέρετε αυτό — και να 'ρθείτε να μου τα πείτε όλα, σε μένα, σε μένα τη μητέρα, γιατί, καταλαβαίνετε βέβαια, αλλιώς θα πεθάνω αν εξακολουθήσουν όλ' αυτά ή θα φύγω απ' το σπίτι. Δεν μπορώ άλλο πια, είμαι υπομονετική μα έχει κι η υπομονή τα όριά της και τότε... τότε θα γίνουν φριχτά πράματα. Αχ, Θεέ μου, επιτέλους, Πιοτρ Ίλιτς! ξεφώνισε καταχαρούμενη η κυρία Χοχλάκοβα μόλις είδε τον Πιοτρ Ίλιτς Περχότιν να μπαίνει. Αργήσατε, αργήσατε! Λοιπόν; Καθίστε, πέστε μου, αποφασίστε την τύχη μου. Λοιπόν αυτός ο καινούριος δικηγόρος; Μα πού πάτε λοιπόν, Αλεξέι Φιοντόροβιτς;

—Πάω να δω τη Lise.

—Αχ, ναι! Κοιτάξτε μην τύχει και ξεχάσετε αυτό που σας παρακάλεσα. Εδώ κρίνεται η μοίρα μου, η μοίρα μου!

—Μα και βέβαια δε θα το ξεχάσω, αν είναι δυνατόν... όμως άργησα πολύ, μουρμούρισε ξεφεύγοντας ο Αλιόσα.

—Όχι, το δίχως άλλο, το δίχως άλλο να τα καταφέρετε και να 'ρθείτε, κι όχι «αν είναι δυνατόν», αλλιώς θα πεθάνω! του φώναξε το κατόπι του η κυρία Χοχλάκοβα, μα ο Αλιόσα είχε βγει πια απ' το δωμάτιο.


11. II. Το άρρωστο ποδαράκι

Η πρώτη απ' αυτές τις δουλειές ήταν στο σπίτι της κυρίας Χοχλάκοβας και τράβηξε για κει βιαστικός για να προφτάσει να πάει και στον Μίτια. Η κυρία Χοχλάκοβα, εδώ και τρεις βδομάδες τώρα, ήταν αδιάθετη. Της είχε πρηστεί από άγνωστο λόγο το πόδι και, αν και δεν ήταν στο κρεβάτι, έμενε μισοξαπλωμένη την ημέρα στο μπουντουάρ της, σε μια ντορμέζα, φορώντας ένα γοητευτικό μα ευπρεπέστατο ντεζαμπιγέ. Ο Αλιόσα σκέφτηκε κάποτε με καλόκαρδη ειρωνεία πως η κυρία Χοχλάκοβα παρ' όλη την αρρώστια της άρχισε τις κοκεταρίες. Άρχισε να μεταχειρίζεται σκουφάκια, φιογκάκια, σεμιζέτες κι ο Αλιόσα μάντευε την αιτία αν κι απόδιωχνε αυτές τις σκέψεις σαν επιπόλαιες. Τους τελευταίους δυο μήνες άρχισε να επισκέφτεται την κυρία Χοχλάκοβα, ανάμεσα σ' άλλους, κι ο νεαρός Περχότιν. Ο Αλιόσα είχε κάπου τέσσερις μέρες να 'ρθει και μόλις μπήκε βιάστηκε να πάει αμέσως στο δωμάτιο της Λίζας. Γιατί αυτήν ερχότανε να δει. Χτες ακόμα, η Λίζα του' χε στείλει την υπηρέτριά της και τον παρακαλούσε επίμονα να 'ρθει αμέσως «για μια πολύ πολύ σπουδαία υπόθεση», πράμα που για ορισμένους λόγους έκανε τον Αλιόσα να ενδιαφερθεί. Μα ενώ η υπηρέτρια είχε πάει στη Λίζα να τον αναγγείλει, η κυρία Χοχλάκοβα έμαθε από κάποιον τον ερχομό του κι έστειλε αμέσως να τον φωνάξουν να 'ρθει να τη δει «για ένα μονάχα λεπτό». Ο Αλιόσα σκέφτηκε πως καλύτερα να κάνει το χατίρι της μαμάς γιατί αλλιώς αυτή θα 'στελνε κάθε λίγο και λιγάκι και θα τον φώναζε όσο θα 'ταν στης Λίζας. Η κυρία Χοχλάκοβα, ξαπλωμένη στην ντορμέζα, ήταν κάπως πολύ γιορταστικά ντυμένη και φαινόταν να 'ναι εξαιρετικά νευρική. Τον Αλιόσα τον υποδέχτηκε με κραυγές ενθουσιασμού.

—Αιώνες, αιώνες, ολόκληρους αιώνες έχω να σας δω! Μια ολόκληρη βδομάδα, για σκεφτείτε ή μάλλον, με συγχωρείτε, τέσσερις μέρες έχω να σας δω. Ήρθατε την περασμένη Τετάρτη. Πηγαίνατε στης Lise, είμαι σίγουρη, θέλατε να πάτε κει νυχοπατώντας για να μη σας ακούσω. Καλέ μου, καλέ μου, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, αν ξέρατε πόσο μ' ανησυχεί η Lise! Όμως γι' αυτό αργότερα. Αν κι αυτό είναι το κυριότερο, όμως ας τ' αφήσουμε γι' αργότερα. Καλέ μου Αλεξέι Φιοντόροβιτς, σας εμπιστεύομαι απόλυτα τη Λίζα μου. Μετά το θάνατο του στάρετς Ζωσιμά —ο Θεός ν' αναπαύει την ψυχή τους!— (και σταυροκοπήθηκε), ύστερ' από κείνον εγώ σας θεωρώ σαν ασκητή, μ' όλο που σας πηγαίνει τόσο το νέο σας κοστούμι. Πού τον βρήκατε δω πέρα τόσο σπουδαίο ράφτη; Μα όχι, όχι, το κυριότερο δεν είναι αυτό, αυτό ας τ' αφήσουμε γι' αργότερα. Να με συγχωρείτε που σας λέω καμιά φορά Αλιόσα, είμαι γριά κι όλα μου επιτρέπονται, είπε χαμογελώντας με κοκεταρία· όμως κι αυτό ας τ' αφήσουμε γι' αργότερα. Το κυριότερο είναι να μην ξεχάσω το κυριότερο. Σας παρακαλώ να μου το θυμίζετε: Μόλις αρχίσω να φλυαρώ σεις να μου λέτε: «Και το κυριότερο;» Αχ, μα πού μπορώ να ξέρω τώρα ποιο είναι το κυριότερο! Απ' τον καιρό που η Lise πήρε πίσω την υπόσχεσή της —την παιδιάστικη υπόσχεσή της, Αλεξέι Φιοντόροβιτς— να σας παντρευτεί, θα το καταλάβατε βέβαια πως όλ' αυτά δεν ήταν άλλο από φαντασίες ενός άρρωστου κοριτσιού που έμεινε για πολύν καιρό καρφωμένο στην πολυθρόνα του —δόξα να 'χει ο Θεός τώρα πια μπορεί και περπατάει. Αυτός ο καινούργιος γιατρός που έφερε η Κατερίνα Ιβάνοβνα απ' τη Μόσχα για το δυστυχισμένο τον αδερφό σας που αύριο... Αχ, αυτό το αύριο! Πεθαίνω μονάχα που το σκέφτομαι. Από περιέργεια το κυριότερο... Με δυο λόγια αυτός ο γιατρός ήρθε χτες κι εξέτασε τη Lise... Του πλήρωσα πενήντα ρούβλια για τη βίζιτα. Όμως δεν είναι αυτό που 'θελα να πω, πάλι δεν είναι αυτό... Βλέπετε, τώρα τα μπέρδεψα ολότελα πια. Βιάζομαι. Γιατί βιάζομαι; Δεν ξέρω. Είναι τρομερό αυτό που μου συμβαίνει τελευταία: Δεν ξέρω τίποτα. Για μένα όλα τα πράματα μπερδεύτηκαν κι έγιναν ένα κουβάρι. Φοβάμαι πως θα σας κάνω να πλήξετε πριν προλάβω καλά καλά να σας δω. Αχ, Θεέ μου! Τι καθόμαστε λοιπόν, πρέπει να πάρετε έναν καφέ. Γιούλια, Γλαφύρα, καφέ!

Ο Αλιόσα την ευχαρίστησε βιαστικά κι είπε πως μόλις τώρα είχε πιει.

—Πού;

—Στης Αγκραφένας Αλεξάντροβνας.

—Σε κείνης... σε κείνης της γυναίκας! Αχ, αυτή είναι που τους πήρε όλους στο λαιμό της, όμως δεν ξέρω κιόλας, λένε πως τώρα έγινε άγια, αν και κάπως αργά. Καλύτερα να γινότανε πριν, όταν χρειαζόταν, γιατί τώρα τι τ' όφελος; Σωπάστε, σωπάστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, γιατί θέλω να σας πω τόσα πολλά που νομίζω πως δε θα πω τίποτα. Αυτή η τρομερή δίκη... οπωσδήποτε θα πάω, ετοιμάζομαι από τώρα, θα με πάνε πάνω στην πολυθρόνα με τις ρόδες, μπορώ και κάθομαι, θα 'ναι. κι άλλοι μαζί μου, είμαι μάρτυρας και γω, ξέρετε. Πώς θα μιλήσω; Πώς θα μιλήσω! Δεν ξέρω τι θα πω. Θα πρέπει να ορκιστώ, έτσι δεν είναι;

— Έτσι είναι, μα δε νομίζω πως θα μπορέσετε να παρουσιαστείτε.

—Μπορώ και κάθομαι. Αχ, με μπερδεύετε! Αυτή η δίκη, αυτή η άγρια τιμωρία κι ύστερα όλοι πάνε στη Σιβηρία, μερικοί παντρεύονται, κι όλ' αυτά γρήγορα-γρήγορα, κι όλα αλλάζουνε και στο τέλος όλοι γερνάνε, είναι κιόλας με το 'να πόδι στον τάφο. Ε, ας είναι, κουράστηκα. Αυτή η Κάτια, cette charmante personne, αυτή μου σύντριψέ όλες μου τις ελπίδες. Τώρα θ' ακολουθήσει τον έναν αδερφό σας στη Σιβηρία κι ο άλλος σας θα πάει το κατόπι της και θα μείνει σε μια γειτονική πολιτεία κι όλοι τους θα βασανίζουν ο ένας τον άλλον. Όλ' αυτά με τρελαίνουν. Προπάντων αυτός ο θόρυβος. Όλες οι εφημερίδες, στην Πετρούπολη και στη Μόσχα, γράψανε κιόλας χιλιάδες φορές για όλ' αυτά. Αχ, ναι, φανταστείτε, γράψανε και για μένα πως ήμουνα «φίλη» του αδερφού σας, δε θέλω να πω καμιά άσκημη λέξη, μα φανταστείτε λοιπόν, φανταστείτε το!

—Μα δεν είναι δυνατόν! Πού και πώς το γράψανε;

—Τώρ' αμέσως θα σας το δείξω. Χτες την πήρα, χτες και το διάβασα. Να, εδώ, στην εφημερίδα Φήμες, της Πετρούπολης. Αυτές οι Φήμες άρχισαν να βγαίνουν φέτος, εμένα μ' αρέσουν τρομερά οι φήμες και γράφτηκα συνδρομήτρια και να που έκανα κακό του κεφαλιού μου: Να τι φήμες αποδείχτηκε πως ήτανε. Να, εδώ, είναι, διαβάστε.

Κι έδωσε στον Αλιόσα την εφημερίδα που 'χε κάτω απ' το μαξιλάρι της.

Ήταν όχι μονάχα συγχυσμένη, μα σχεδόν τσακισμένη, εξουθενωμένη κι ίσως και στ' αλήθεια όλα να 'χαν γίνει ένα κουβάρι στο μυαλό της. Η είδηση της εφημερίδας ήταν πολύ χαρακτηριστική κι ήταν φυσικό να την επηρεάσει πολύ. Όμως αυτή, για καλή της τύχη, ίσως δεν μπορούσε να συγκεντρώσει τη σκέψη της σ' ένα γεγονός έτσι που σ' ένα λεπτό μπορούσε να ξεχάσει ολότελα την εφημερίδα και να μεταπηδήσει σ' ολότελα άσχετο θέμα. Ο Αλιόσα το 'ξερε από καιρό πια πως η τρομερή υπόθεση όπου έπαιζε τον κύριο ρόλο ο αδερφός του, είχε γίνει γνωστή σ' όλη τη Ρωσία και, Θεέ μου, πόσες εξωφρενικές ειδήσεις κι ανταποκρίσεις είχε διαβάσει κιόλας αυτούς τους δυο μήνες για τον αδερφό του, για τους Καραμάζοβ γενικά και γι' αυτόν τον ίδιο ακόμα. Κάποια εφημερίδα έλεγε μάλιστα πως αυτός απ' τον τρόμο του μετά το έγκλημα του αδερφού του έβαλε τα ράσα και κλείστηκε σε μοναστήρι. Μια άλλη εφημερίδα το διέψευδε αυτό κι έγραφε πως αντίθετα μαζί με το στάρετς του, το Ζωσιμά, ξαφρίσανε το ταμείο του μοναστηριού και το «σκάσανε». Η τωρινή είδηση της εφημερίδας Φήμες είχε τίτλο: «Ανταπόκρισις απ' την Σκοτοπριγκόνιεβσκ* (*Φανταστική πολιτεία που σημαίνει Χοιροστασιούπολη.) (αλίμονο, έτσι ονομάζεται η μικρή μας πολιτεία· πολύν καιρό το αποσιωπούσα) περί της υποθέσεως Καραμάζοβ». Ήταν σύντομη και για τη κυρία Χοχλάκοβα δεν έλεγε τίποτα ανοιχτά μα και γενικά δεν ανέφερε κανένα όνομα. Έλεγε μονάχα πως ο κακούργος, που σε λίγο πρόκειται να γίνει η πολύκροτη δίκη του, είναι ένας απόστρατος λοχαγός, ένας τύπος αναιδέστατος και αντιδραστικός τσιφλικάς που η κυριότερη ασχολία του ήταν να ερωτοτροπεί με διάφορες «κυρίες που έπλητταν από μόνωση» και που αυτός είχε μεγάλη επιρροή επάνω τους. Μια λοιπόν απ' αυτές τις «πλήττουσες χήρες» νεάζουσα αν κι έχει πια μεγάλη κόρη, τόσο πολύ ξελογιάστηκε μ' αυτόν που μόλις δυο ώρες πριν απ' το έγκλημα τού πρότεινε τρεις χιλιάδες ρούβλια υπό τον όρο να την απαγάγει και να πάνε αμέσως μαζί στα χρυσωρυχεία. Όμως ο κακούργος προτίμησε τάχα να σκοτώσει τον πατέρα του και να του κλέψει τις τρεις χιλιάδες ρούβλια, γιατί υπολόγιζε πως δε θα τον πιάνανε, παρά να κουβαλιέται στη Σιβηρία μαζί με τα σαραντάχρονα κάλλη της πλήττουσας χήρας του. Αυτή η ειρωνική ανταπόκριση τέλειωνε —όπως ταιριάζει δα στις τέτοιες περιπτώσεις— εκφράζοντας την ευγενή αγανάχτηση του συντάκτη για την ανηθικότητα της πατροκτονίας και γενικά του παλαιού καθεστώτος της δουλοπαροικίας. Ο Αλιόσα, αφού διάβασε με προσοχή την εφημερίδα, τη δίπλωσε και την ξανάδωσε στην κυρία Χοχλάκοβα.

—Λοιπόν; Για μένα δε λέει; άρχισε να λέει αυτή. Εγώ είμαι, εγώ του πρότεινα μιαν ώρα πριν απ' το έγκλημα τα χρυσωρυχεία και τώρα μου λένε «σαραντάχρονα κάλλη!» Μα μήπως τάχα αυτός ήταν ο σκοπός μου; Επίτηδες το 'κανε! Ας τον συγχωρέσει ο αιώνιος Κριτής για τα σαραντάχρονα κάλλη όπως τον συγχωρώ και γω όμως... όμως ξέρετε ποιος είναι; Είναι ο φίλος σας ο Ρακίτιν.

—Μπορεί, είπε ο Αλιόσα- αν και δεν άκουσα τίποτα τέτοιο.

—Αυτός είναι, αυτός είναι. Δεν μπορεί να 'ναι άλλος! Γιατί εγώ τον έδιωξα... την ξέρετε αυτή την ιστορία;

—Ξέρω πως του είπατε να μην ξανάρθει πια στο σπίτι σας, όμως για ποια αιτία, αυτό... από σας τουλάχιστο δεν τ' άκουσα.

—Α, ώστε λοιπόν από κείνον τ' ακούσατε! Τι λέει λοιπόν; Με βρίζει; Με βρίζει πολύ;

—Ναι, σας βρίζει, όμως αυτός όλους τους βρίζει. Όμως ούτε κι αυτός μου είπε για ποιο λόγο τον διώξατε. Μα και γενικά πολύ λίγο τον βλέπω τώρα τελευταία. Δεν είμαστε πια φίλοι.

—Τότε λοιπόν θα σας τα πω εγώ και —τι να γίνει;— θα παραδεχτώ πως έχω άδικο γιατί υπάρχει κάτι σ' όλα αυτά που ίσως να 'γινε κι από δικό μου φταίξιμο. Όμως αυτό το κάτι είναι ελάχιστο, ασήμαντο, τόσο που ίσως να μην υπάρχει και καθόλου. Βλέπετε, καλέ μου, (η κυρία Χοχλάκοβα πήρε ξάφνου ένα παιχνιδιάρικο ύφος και χαμογέλασε γλυκά αν και κάπως αινιγματικά), βλέπετε έχω την υποψία πως... συγχωρέστε με, Αλιόσα, σας τα λέω σα μητέρα σας... ω, όχι, απεναντίας, σα να 'σασταν σεις πατέρας μου... γιατί μια μητέρα εδώ δεν έχει θέση... Ας πούμε καλύτερα πως τα λέω σα να εξομολογιόμουν στο στάρετς Ζωσιμά, αυτό είναι το πιο σωστό, αυτό ταιριάζει με την περίσταση: Μην τάχα δε σας ονόμασα πριν από λίγο ασκητή; Το λοιπόν αυτός ο καημένος ο νέος, ο φίλος σας ο Ρακίτιν (ω, Θεέ μου, μα την αλήθεια, μου είναι αδύνατο να θυμώσω μαζί του! Θυμώνω και φουρκίζομαι μα όχι και τόσο), με δυο λόγια αυτού του νέου του ήρθε ξαφνικά, φανταστείτε, να μ' ερωτευθεί. Αυτό το παρατήρησα αργότερα, πολύ αργότερα, μα στην αρχή, εδώ κι ένα μήνα, άρχισε να 'ρχεται συχνότερα, σχεδόν κάθε μέρα αν κι από πρώτα ήμασταν γνωστοί. Εγώ δεν υποπτεύομαι τίποτα... μα να που ξάφνου, λες και με φώτισε ο Θεός, αρχίζω, με απορία μου να το παρατηρώ. Το ξέρετε βέβαια πως πριν από δυο μήνες άρχισα να δέχομαι αυτόν το σεμνό, καλό κι άξιο νέο, τον Πιοτρ Ίλιτς Περχότιν, που υπηρετεί στην πολιτεία μας. Τον συναντήσατε δα κι ο ίδιος πολλές φορές εδώ πέρα. Είναι σοβαρός κι αξιοπρεπής, ψέματα; Έρχεται δυο φορές τη βδομάδα κι όχι κάθε μέρα (αν και κάθε μέρα να 'ρχόταν, τι;) και πάντα είναι καλοντυμένος και γενικά εγώ αγαπώ τη νεολαία, Αλιόσα, τους νέους που έχουν ταλέντο, τους σεμνούς, όπως είσαστε σεις λόγου χάρη, κι αυτός έχει πολιτικό δαιμόνιο, μιλάει τόσο όμορφα, το δίχως άλλο θα κοιτάξω να τον βοηθήσω, όσο μπορώ, στην καριέρα του. Είναι ένας μέλλων διπλωμάτης. Κείνη την τρομερή μέρα μου 'σωσε σχεδόν τη ζωή όταν ήρθε νύχτα σπίτι μου. Ενώ ο φίλος σας ο Ρακίτιν έρχεται πάντα με κείνες τις μπότες του και σου τις απλώνει φαρδιά πλατιά πάνω στο χαλί... με δυο λόγια, άρχισε να μου κάνει και κάτι υπαινιγμούς και μάλιστα μια φορά όταν έφευγε μου 'σφιξε τρομερά το χέρι. Μόλις μου 'σφιξε το χέρι, άρχισε να μου πονάει το πόδι. Είχε συναντήσει κι άλλες φορές τον Περχότιν εδώ και —το πιστεύετε τάχα;— όλο μαζί του τα 'χε, όλο και κάτι θα 'βρισκε να πει γι' αυτόν. Εγώ τους κοίταζα κι από μέσα μου γελούσα. Το λοιπόν καθόμουνα μια φορά μονάχη, δηλαδή όχι, ήμουν τότε πια ξαπλωμένη, όχι καθισμένη, όπου έρχεται ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς και, φανταστείτε, μου φέρνει κάτι στιχάκια για το πονεμένο μου πόδι, περιέγραφε δηλαδή σε στίχους το πονεμένο πόδι. Για σταθείτε... πώς το 'λεγε:

Τι ωραίο ποδαράκι μόνο πρήστηκε λιγάκι...

Δεν το θυμάμαι και καλά —τους στίχους δεν τους θυμάμαι καθόλου— εδώ τους έχω, όμως θα σας τους δείξω αργότερα, όμως είναι υπέροχο, υπέροχο και, ξέρετε, δε μιλάει μονάχα για το ποδαράκι μα είναι και ηθοπλαστικό, έχει μια θαυμάσια ιδέα, μονάχα που την ξέχασα, με δυο λόγια αξίζει να γραφτεί σε λεύκωμα. Εννοείται πως εγώ τον ευχαρίστησα κι αυτός φάνηκε πως κολακεύτηκε. Μα δεν πρόφτασα να τον ευχαριστήσω όταν ξαφνικά ήρθε κι ο Πιοτρ Ίλιτς, κι ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς έγινε αμέσως πιο σκοτεινός κι απ' τη νύχτα. Κατάλαβα αμέσως πως ο Πιοτρ Ίλιτς τού χάλασε τα σχέδια γιατί σίγουρα ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς κάτι ήθελε να μου πει αμέσως ύστερα απ' τους στίχους, αυτό το προαισθανόμουνα, όμως κείνη τη στιγμή μπήκε ο Πιοτρ Ίλιτς. Όπου εγώ δείχνω στον Πιοτρ Ίλιτς τους στίχους, όμως δεν του λέω ποιος είναι ο ποιητής. Όμως είμαι βέβαιη, είμαι σίγουρη πως το κατάλαβε αμέσως αν κι ως τα τώρα δεν τ' ομολογεί και λέει πως δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ο Πιοτρ Ίλιτς έβαλε αμέσως τα γέλια κι άρχισε να τους κριτικάρει: Είναι στίχοι της κακιάς ώρας, λέει, κανένας σεμιναρίστας θα τους έγραψε, και, ξέρετε, με. τέτοια έξαψη, με τέτοια έξαψη! Τότε ο φίλος σας, αντί να γελάσει, δαιμονίστηκε κυριολεχτικά... Θεέ μου, νόμισα πως θα 'ρχονταν στα χέρια: «Εγώ, λέει, τους έγραψα και τους έγραψα γι' αστείο γιατί νομίζω πως είναι κατώτερο της αξιοπρεπείας μου να γράφω στίχους... Όμως οι στίχοι μου είναι καλοί. Του Πούσκιν σας, για τα γυναικεία ποδαράκια, έχουν σκοπό να του στήσουν κι ανδριάντα ενώ εμένα οι στίχοι μου έχουν και πολιτική γραμμή. Και σεις, λέει, είσαστε οπαδός της δουλοπαροικίας. Εσείς, λέει, δεν έχετε κανέναν ανθρωπισμό απάνω σας, εσείς δεν έχετε ιδέα απ' τα σημερινά διαφωτισμένα αισθήματα, εσάς η εξέλιξη δε σας έχει αγγίξει καθόλου, είσαστε, λέει, γραφειοκράτης και το μόνο που ξέρετε είναι να δωροδοκείστε!» Τότε πια άρχισα και γω να φωνάζω και να τους παρακαλώ να σωπάσουν. Κι ο Πιοτρ Ίλιτς δεν είναι καθόλου δειλός, ξέρετε, και πήρε ξάφνου το πιο ευγενικό ύφος: Τον κοιτάει ειρωνικά, τον ακούει και του ζητάει συγνώμη: «Δεν ήξερα, του λέει, πως είναι δικοί σας οι στίχοι, αν το 'ξερα θα τους επαινούσα... Οι ποιητές, του λέει, είναι τόσο ευερέθιστοι...» Με δυο λόγια τον ειρωνευόταν μιλώντας του τάχα με τη μεγαλύτερη ευγένεια. Αυτό μου το εξήγησε ο ίδιος αργότερα, πως όλ' αυτά τα 'λεγε ειρωνικά, όμως όταν τον πρωτάκουσα νόμισα πως μιλούσε σοβαρά. Όμως εγώ ήμουν ξαπλωμένη έτσι όπως και τώρα και σκεφτόμουνα: Θα 'ναι ή δε θα 'ναι καθωσπρέπει να διώξω τώρα το Μιχαήλ Ιβάνοβιτς επειδή μιλάει άσχημα μέσα στο σπίτι μου σ' έναν επισκέπτη μου; Και —με πιστεύετε τάχα;— μένω έτσι ξαπλωμένη, έκλεισα τα μάτια και σκέφτομαι: Θα 'ναι ή δε θα 'ναι καθωσπρέπει; Κι όλο δεν μπορώ να πάρω μιαν απόφαση και βασανίζομαι, βασανίζομαι, η καρδιά μου χτυπάει: Να φωνάξω ή όχι; Μια φωνή μου 'λεγε: Φώναξε. Όμως μια άλλη μου λέει: Μη φωνάξεις! Μόλις το 'πε αυτό η άλλη φωνή, εγώ ξεφώνισα και λιποθύμησα. Καταλαβαίνετε φυσικά πως έγινε φασαρία. Σηκώθηκα ξαφνικά και λέω στο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς: Λυπάμαι που αναγκάζομαι να σας το πω, όμως δε θέλω να σας ξαναδεχτώ στο σπίτι μου. Κι έτσι τον έδιωξα. Αχ, Αλεξέι Φιοντόροβιτς! Το ξέρω και μόνη μου πως έκανα άσκημα, καθόλου δεν είχα θυμώσει μαζί του, είπα ψέματα, όμως μου φάνηκε ξαφνικά, —ξαφνικά, αυτό είναι το κυριότερο,— πως αυτή η σκηνή θα 'ναι πολύ όμορφη... Όμως —το πιστεύετε τάχα;— η σκηνή αυτή έγινε παρ' όλ' αυτά με μεγάλη φυσικότητα γιατί εγώ έκλαψα κιόλας κι αρκετές μέρες αργότερα έκλαιγα ώσπου τέλος, ξαφνικά, ύστερ' απ' το δείπνο τα ξέχασα όλα. Έχει δυο βδομάδες να 'ρθει από τότε και γω σκέφτηκα: Μα πώς λοιπόν; Δε θα 'ρθει καθόλου πια; Αυτό έγινε χτες ακριβώς, όμως το βράδυ πήρα τις Φήμες. Διάβασα κι έφριξα. Ποιος άλλος μπορούσε να τα γράψει; Αυτός τα 'γραψε, την ίδια κείνη μέρα, μόλις πήγε στο σπίτι του, κάθισε και τα 'γραψε. Τα 'στειλε και τα τυπώσανε. Περάσανε δυο βδομάδες από τότε, πρόφταινε λοιπόν. Μονάχα που μου φαίνεται, Αλιόσα, πως όλο μιλάω, μιλάω και δε λέω κείνο που πρέπει. Έτσι δεν είναι; Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς!

—Σήμερα πρέπει το δίχως άλλο να προφτάσω να δω τον αδερφό μου, τραύλισε ο Αλιόσα.

—Ακριβώς, ακριβώς! Καλά που μου το θυμίσατε! Ακούστε, τι είναι η πλήρης σύγχυσις;

—Ποια πλήρης σύγχυσις; ρώτησε απορώντας ο Αλιόσα.

—Η δικαστική πλήρης σύγχυσις. Είναι μια πλήρης σύγχυσις που γι' αυτήν όλα τα συγχωράνε. Ό,τι κι αν κάνετε, θα σας συγχωρέσουν στο λεπτό.

—Μα για ποιο πράμα μου μιλάτε;

—Να τι θέλω να πω: Αυτή η Κάτια... Αχ, είναι ένα υπέροχο πλάσμα, μονάχα που με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να καταλάβω με ποιον είναι ερωτευμένη. Να, μόλις προ ολίγου ήταν εδώ και δεν μπόρεσα να της πάρω λέξη. Τώρα τελευταία μάλιστα όλο για ασήμαντα πράματα μου μιλάει, για την υγεία μου μονάχα δηλαδή και τίποτ' άλλο, και σου παίρνει ένα ύφος, τόσο που είπα και γω: Ας είναι, ο Θεός μαζί σας... Αχ, ναι, έλεγα λοιπόν γι' αυτή την πλήρη σύγχυση: Έφτασε κείνος ο γιατρός: Το ξέρετε πως ήρθε ο γιατρός; Μα και βέβαια το ξέρετε, κείνος δα που καταλαβαίνει αν είναι τρελός κανείς ή δεν είναι, σεις ο ίδιος τον φέρατε, δηλαδή όχι σεις μα η Κάτια. Όλα η Κάτια τα κάνει! Λοιπόν να τι συμβαίνει. Είναι και βρίσκεται ένας άνθρωπος που δεν είναι καθόλου τρελός μα ξαφνικά τον πιάνει πλήρης σύγχυσις. Το μυαλό του δουλεύει, κανονικά και ξέρει τι κάνει, όμως παρ' όλ' αυτά έχει πλήρη σύγχυση. Καθώς φαίνεται λοιπόν και το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τον έπιασε πλήρης σύγχυσις. Μόλις άνοιξαν αυτά τα καινούργια δικαστήρια ανακάλυψαν αμέσως αυτή την πλήρη σύγχυση. Είναι μια απ' τις ευεργεσίες των νέων δικαστηρίων. Κείνος ο γιατρός ήρθε και με ρώταγε για κείνο το βράδυ, εκείνο δα με τα χρυσωρυχεία: «Πώς ήταν τότε;» με ρωτάει: Πώς μπορεί να μην ήταν σε πλήρη σύγχυση; Μόλις ήρθε, άρχιζε να φωνάζει: Λεφτά, λεφτά, θέλω τρεις χιλιάδες. Δώστε μου τρεις χιλιάδες. Κι ύστερα φεύγει και να, σκοτώνει. Δε θέλω, έλεγε, να σκοτώσω, δε θέλω και ξαφνικά σκοτώνει. Γι' αυτό ίσα-ίσα και θα τον συγχωρέσουν: Επειδή αντιστάθηκε κι όμως σκότωσε.

— Μα δε σκότωσε αυτός, τη διέκοψε ο Αλιόσα κάπως απότομα.

Γινόταν όλο και περισσότερο ανήσυχος κι ανυπόμονος.

—Το ξέρω, κείνος ο γέρος, ο Γρηγόρης είναι που τον σκότωσε...

—Πώς μπορεί να 'ναι ο Γρηγόρης; ξεφώνισε ο Αλιόσα.

—Αυτός είναι, αυτός. Ο Γρηγόρης. Όταν τον χτύπησε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, κείνος έμεινε για λίγο αναίσθητος, ύστερα σηκώθηκε, είδε πως η πόρτα είναι ανοιχτή, πήγε λοιπόν και σκότωσε το Φιόντορ Παύλοβιτς.

—Μα γιατί; Γιατί;

—Μα επειδή τον έπιασε πλήρης σύγχυσις. Όταν τον χτύπησε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, αυτός συνήλθε ύστερ' από λίγο και τον έπιασε πλήρης σύγχυσις, πήγε και σκότωσε. Λέει βέβαια πως δε σκότωσε, όμως μπορεί και να μην το θυμάται κιόλας. Μονάχα που... ξέρετε τι λέω; Πολύ καλύτερο θα 'ναι αν σκότωσε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Μα έτσι και θα 'γινε σίγουρα και, αν και λέω πως ο Γρηγόρης ήταν ο φονιάς, όμως σίγουρα σκότωσε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, και καλύτερα, πολύ καλύτερα που 'γινε έτσι! Αχ, δεν είναι καλύτερα επειδή σκότωσε ένας γιος τον πατέρα του, δεν τον επαινώ γι' αυτό, τα παιδιά απεναντίας πρέπει να σέβονται τους γονείς τους, όμως παρ' όλ' αυτά καλύτερα αν ήταν αυτός γιατί τότε δε θα χρειαστεί να λυπηθείτε καθόλου, μια και σκότωσε χωρίς να ξέρει τι του γίνεται ή για να το πω καλύτερα, ξέροντας τι του γινότανε μα μη ξέροντας πώς του 'ρθε να το κάνει. Ναι, ας τον συγχωρέσουν. Αυτό θα 'ναι τόσο ανθρωπιστικό! Ας δούνε όλοι τη φιλανθρωπία των νέων δικαστηρίων και, ξέρετε, εγώ δεν ήξερα τίποτ' απ' όλ' αυτά και μόλις το 'μαθα χτες μου 'κανε τόσο μεγάλη εντύπωση που θέλησα αμέσως να στείλω κάποιον να σας φωνάξει. Ύστερα, αν τον συγχωρέσουν, να τον φέρετε αμέσως εδώ για γεύμα, εγώ θα φωνάξω τους γνωστούς μου και θα πιούμε όλοι μαζί εις υγείαν των νέων δικαστηρίων. Δε νομίζω να 'ναι επικίνδυνος, εξάλλου θα καλέσω πάρα πολλούς, έτσι που θα μπορούμε, όποτε θέλουμε, να τον βγάλουμε έξω αν τυχόν και κάνει τίποτα, κι ύστερα μπορεί να γίνει κι αυτός δικαστής σε καμιά πολιτεία, γιατί κείνοι που δυστυχήσανε δικάζουνε καλύτερα απ' όλους. Μα το κυριότερο είναι τούτο: Ποιον δεν τον πιάνει στην εποχή μας η πλήρης σύγχυσις; Εσείς, εγώ, όλοι μας έχουμε πλήρη σύγχυση. Μπορώ να σας φέρω όσα παραδείγματα θέλετε. Κάθεται ένας και τραγουδάει μια ρομάντζα: Ξάφνου κάτι δεν του αρέσει, βγάζει το πιστόλι του και σκοτώνει όποιον τύχει κι όμως του τα συγχωρούν όλα. Δεν πάει πολύς καιρός που το διάβασα, όλοι οι γιατροί το επιβεβαιώσανε. Τώρα οι γιατροί επιβεβαιώνουν, όλα τα επιβεβαιώνουν. Μα γιατί να σας μιλάω γι' άγνωστους ανθρώπους; Και τη Lise την έχει πιάσει πλήρης σύγχυσις· χτες μ' έκανε κι έκλαψα, προχτές το ίδιο και μονάχα σήμερα το κατάλαβα πως για όλα της τα καμώματα φταίει η πλήρης σύγχυσις. Ωχ, η Lise, πόσες πίκρες με ποτίζει! Νομίζω πως έχει χάσει ολότελα τα λογικά της. Γιατί σας φώναξε; Σας φώναξε ή μήπως ήρθατε έτσι μόνος σας;

—Ναι, με φώναξε και τώρα θα πάω να τη δω, είπε αποφασιστικά ο Αλιόσα και σηκώθηκε.

—Αχ, καλέ μου, καλέ μου Αλεξέι Φιοντόροβιτς, αυτό ίσως να 'ναι ίσα-ίσα το κυριότερο, ξεφώνισε η κυρία Χοχλάκοβα κι έβαλε ξαφνικά τα κλάματα. Μάρτυς μου ο Θεός πως σας εμπιστεύομαι απόλυτα τη Lise και δε με πειράζει που σας φώναξε κρυφά απ' τη μητέρα της. Όμως στον Ιβάν Φιοντόροβιτς, τον αδερφό σας, με συγχωρείτε, μα δεν μπορώ να του εμπιστευτώ την κόρη μου με ελαφριά καρδιά αν κι εξακολουθώ να τον νομίζω για ιπποτικότατο νέο. Και, φανταστείτε, ήρθε και είδε τη Lise και γω δεν ήξερα τίποτα.

—Πώς; Τι; Πότε; ρώτησε ο Αλιόσα τρομερά απορημένος. Δεν ξανακάθισε πια, στεκόταν και την άκουγε όρθιος.

—Θα σας τα διηγηθώ όλα, ίσως-ίσως γι' αυτό σας φώναξα κιόλας γιατί, μα την αλήθεια, ούτε ξέρω πια γιατί σας φώναξα. Να τι συμβαίνει: Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, από τότε που ξανάρθε απ' τη Μόσχα, δυο φορές μ' επισκέφτηκε όλες κι όλες. Την πρώτη φορά μου 'κανε μια τυπική επίσκεψη και τη δεύτερη —αυτό έγινε πριν από μερικές μέρες— έμαθε πως ήταν εδώ η Κάτια κι ήρθε. Φυσικά εγώ δεν είχα την αξίωση να μ' επισκέφτεται συχνότερα γιατί ήξερα πόσα τρεχάματα είχε τώρα, vous comprenez, cette affaire et la mort terrible de votre papa, (καταλαβαίνετε, αυτή η υπόθεση κι ο τρομερός θάνατος του μπαμπά σας), όμως μια μέρα μαθαίνω ξάφνου πως ξανάρθε, μα όχι σε μένα, στη Lise, αυτό έγινε εδώ κι έξι μέρες, έμεινε πέντε λεπτά κι έφυγε. Το 'μαθα μόλις τρεις μέρες αργότερα απ' τη Γλαφύρα, έτσι που μου 'ρθε σαν κεραμίδα. Φωνάζω αμέσως τη Lise κι αυτή γελάει: νόμιζε, λέει, πως κοιμόσαστε κι ήρθε να με ρωτήσει για την υγεία σας. Ναι, έτσι και ήταν! Μονάχα που η Lise, η Lise, ω Θεέ μου, πόσες πίκρες με ποτίζει! Φανταστείτε, μια νύχτα, εδώ και τέσσερις μέρες, κείνην ακριβώς που ήρθατε την τελευταία φορά, την έπιασε κρίση, φωνές, κακό, υστερισμοί! Γιατί εγώ δεν παθαίνω ποτέ υστερισμούς; Και την άλλη μέρα πάλι κρίση, και την άλλη και να χτες αυτή η πλήρης σύγχυσις. Όπου αυτή ξάφνου μου φωνάζει: «Μισώ τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, απαιτώ να μην τον δέχεστε πια στο σπίτι μας! Να του κλείσετε την πόρτα». Εγώ έμεινα με το στόμα ανοιχτό και της είπα: Από πού κι ως πού πρέπει να κόψω τις σχέσεις μου μ' έναν τέτοιο αξιοπρεπή νέο που 'ναι τόσο μορφωμένος και δυστυχισμένος, γιατί, όπως και να το πάρετε, όλες αυτές οι ιστορίες είναι δυστυχία κι όχι ευτυχία, ψέματα; Τότε αυτή άρχισε να γελάει και μάλιστα προσβλητικά. Όμως εγώ χάρηκα, νόμισα πως την έκανα να ευθυμήσει και τώρα πια δε θα παθαίνει κρίσεις κι εξάλλου το 'χα κι η ίδια σκοπό να ζητήσω εξηγήσεις απ' τον Ιβάν Φιοντόροβιτς για τις παράξενες επισκέψεις του που γίνανε χωρίς την άδειά μου. Όμως σήμερα το πρωί μόλις ξύπνησε η Λίζα, θύμωσε με τη Γιούλια και —φανταστείτε— τη χαστούκισε. Όμως αυτό είναι τερατώδες, εγώ στις υπηρέτριές μου μιλάω με το σεις. Ξάφνου, ύστερ' από μιαν ώρα, αγκαλιάζει τα πόδια της Γιούλιας και τα φιλάει. Έστειλε ύστερα να μου πούνε πως δε θα 'ρθει να με δει κι ούτε θέλει να με ξέρει κι όταν πήγα γω κούτσα-κούτσα στο δωμάτιό της ρίχτηκε στην αγκαλιά μου και με γέμισε φιλιά κι έκλαιγε, όμως μ' έβγαλε έξω χωρίς να μου πει λέξη έτσι που και πάλι δεν έμαθα τίποτα. Τώρα, καλέ μου Αλεξέι Φιοντόροβιτς, σε σας μονάχα έχω όλες μου τις ελπίδες και καταλαβαίνετε βέβαια πως κρατάτε τη μοίρα μου στα χέρια σας. Σας ικετεύω να πάτε να δείτε τη Lise και να μάθετε τι συμβαίνει —σεις μονάχα μπορείτε να το καταφέρετε αυτό — και να 'ρθείτε να μου τα πείτε όλα, σε μένα, σε μένα τη μητέρα, γιατί, καταλαβαίνετε βέβαια, αλλιώς θα πεθάνω αν εξακολουθήσουν όλ' αυτά ή θα φύγω απ' το σπίτι. Δεν μπορώ άλλο πια, είμαι υπομονετική μα έχει κι η υπομονή τα όριά της και τότε... τότε θα γίνουν φριχτά πράματα. Αχ, Θεέ μου, επιτέλους, Πιοτρ Ίλιτς! ξεφώνισε καταχαρούμενη η κυρία Χοχλάκοβα μόλις είδε τον Πιοτρ Ίλιτς Περχότιν να μπαίνει. Αργήσατε, αργήσατε! Λοιπόν; Καθίστε, πέστε μου, αποφασίστε την τύχη μου. Λοιπόν αυτός ο καινούριος δικηγόρος; Μα πού πάτε λοιπόν, Αλεξέι Φιοντόροβιτς;

—Πάω να δω τη Lise.

—Αχ, ναι! Κοιτάξτε μην τύχει και ξεχάσετε αυτό που σας παρακάλεσα. Εδώ κρίνεται η μοίρα μου, η μοίρα μου!

—Μα και βέβαια δε θα το ξεχάσω, αν είναι δυνατόν... όμως άργησα πολύ, μουρμούρισε ξεφεύγοντας ο Αλιόσα.

—Όχι, το δίχως άλλο, το δίχως άλλο να τα καταφέρετε και να 'ρθείτε, κι όχι «αν είναι δυνατόν», αλλιώς θα πεθάνω! του φώναξε το κατόπι του η κυρία Χοχλάκοβα, μα ο Αλιόσα είχε βγει πια απ' το δωμάτιο.