×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 10. VII. Ο Ηλιούσα

10. VII. Ο Ηλιούσα

O γιατρός βγήκε τυλιγμένος στη γούνα του και φορώντας το γούνινο κασκέτο του. Το πρόσωπό του ήταν θυμωμένο και φαινόταν σχεδόν αηδιασμένος, λες και φοβόταν ακόμα μήπως λερωθεί κάπου. Έριξε ένα βλέμμα στον προθάλαμο και κοίταξε αυστηρά τον Αλιόσα και τον Κόλια. O Αλιόσα πήγε στην πόρτα κι έκανε νόημα στον αμαξά να πλησιάσει. O λοχαγός βγήκε τρέχοντας πίσω απ' το γιατρό και κάνοντας συνεχώς υποκλίσεις τον σταμάτησε για να του πει δυο τελευταίες λέξεις. Το πρόσωπο του φτωχού ήταν παραμορφωμένο απ' τον πόνο, το βλέμμα του τρομαγμένο.

— Εξοχότατε, εξοχότατε... είναι δυνατόν... άρχισε να λέει μα δεν τελείωσε τη φράση, μονάχα χτύπησε με απόγνωση τα χέρια κοιτάζοντας ολοένα το γιατρό με μιαν ύστατη ικεσία, λες κι απ' τα λόγια που θα 'λεγε εξαρτιόταν τώρα η τύχη του φτωχού του παιδιού.

— Τι να γίνει! Δεν είμαι Θεός, είπε ο γιατρός αδιάφορα αν κι από συνήθεια με επιβλητικό τόνο.

— Γιατρέ... εξοχότατε... και θα συμβεί σύντομα... σύντομα;

— Να είστε έ-τοι-μοι για το καθετί, πρόφερε τονίζοντας την κάθε συλλαβή ο γιατρός και, χαμηλώνοντας το βλέμμα, ετοιμάστηκε να περάσει το κατώφλι για ν' ανέβει στ' αμάξι.

— Εξοχότατε, για όνομα του Χριστού! τον σταμάτησε τρομαγμένος για μιαν ακόμα φορά ο λοχαγός. Εξοχότατε!... Μα είναι δυνατό να μην υπάρχει πια καμιά, μα καμιά, καμιά σωτηρία;

— Δεν ε-ξαρ-τά-ται πια από μένα, πρόφερε ανυπόμονος ο γιατρός. Κι όμως, χμ, είπε και ξάφνου κοντοστάθηκε. Αν μπορούσατε λόγου χάρη να στεί-λε-τε... τον άρρωστό σας... τώρ' αμέσως και χωρίς καμιά χρονοτριβή (τα λόγια «τώρ' αμέσως και χωρίς καμιά χρονοτριβή» ο γιατρός τα πρόφερε όχι μονάχα αυστηρά μα σχεδόν άγρια τόσο που ο λοχαγός ανατρίχιασε) στις Συ-ρα-κού-σες, τότε... λόγω των νέων ευ-με-νών κλι-μα-το-λογι-κών συνθηκών... ίσως να πα-ρε-τη-ρεί-το...

— Στις Συρακούσες! φώναξε ο λοχαγός σα να μην καταλάβαινε τίποτα ακόμα.

— Οι Συρακούσες είναι στη Σικελία, είπε ξάφνου δυνατά ο Κόλια για να του εξηγήσει τι του λέει ο γιατρός.

Αυτός τον κοίταξε.

— Στη Σικελία! Πατερούλη μου, εξοχότατε, είπε σα χαμένος ο λοχαγός. Μα δεν είδατε λοιπόν; πρόσθεσε δείχνοντας τριγύρω την κατάσταση του σπιτιού του, κι η μητερούλα, η φαμίλια;

—Την οικογένεια θα πρέπει να την πάτε στον Καύκασο, νωρίς την άνοιξη... την κόρη σας στον Καύκασο, και τη σύζυγό σας, αφού κάνει λουτρά στον Καύ-κα-σο για τους ρευματισμούς της... αμέσως ύστερα να τη στεί-λε-τε στο Παρίσι, στην κλινική του ψυ-χι-ά-τρου Λε-πε-λε-τιέ, θα μπορούσα ίσως να σας δώσω ένα σημείωμα γι' αυτόν και τότε... ίσως να παρετηρείτο...

— Γιατρέ, γιατρέ μου! Μα βλέπετε δα!

Άνοιξε ξάφνου και πάλι τα χέρια του ο λοχαγός δείχοντας με απόγνωση τους γυμνούς ασοβάτιστους τοίχους του διαδρόμου.

— Αυτό πια δεν είναι δική -μου δουλειά, χαμογέλασε ο γιατρός. Είπα μονάχα εκείνο που μπορούσε να πει η ε-πι-στή-μη απαντώντας στην ερώτησή σας για τα τελευταία μέσα. Όσο για τ' άλλα... λυπάμαι μα...

— Μην ανησυχείτε, θεραπευτή, το σκυλί μου δε θα σας δαγκώσει, είπε δυνατά ο Κόλια παρατηρώντας πως ο γιατρός κοίταζε λίγο ανήσυχος τον Περεζβόν που στεκόταν στο κατώφλι. Στη φωνή του ακούστηκε ένας τόνος θυμού. Τον είπε επίτηδες «θεραπευτή» αντί γιατρό και το 'κανε, όπως το είπε αργότερα ο ίδιος, «για να τον προσβάλει):.

— Τι συμβαίνει; όρθωσε το κεφάλι του ο γιατρός και κάρφωσε με έκπληξη τα μάτια του στον Κόλια. Ποιος είν' αυτός; γύρισε ξάφνου στον Αλιόσα, λες και ζήταγε απ' αυτόν εξηγήσεις.

— Το αφεντικό του Περεζβόν, θεραπευτή μου, μην ανησυχείτε για την προσωπικότητά μου, είπε και πάλι κοφτά ο Κόλια.

— Πώς; Τι τρέχει; ξαναρώτησε ο γιατρός μην καταλαβαίνοντας για ποιον Περεζβόν του μιλάνε.

— Νερό στ' αυλάκι. Χαίρετε, θεραπευτή μου, θα ξαναϊδωθούμε στις Συρακούσες.

— Ποιος είν' αυτός; Ποιος; Ποιος; έκανε ξάφνου τρομερά φουρκισμένος ο γιατρός.

— Κάποιος μαθητής, γιατρέ, ένα τρελόπαιδο, μην του δίνετε σημασία, είπε βιαστικά σμίγοντας τα φρύδια ο Αλιόσα. Κόλια, σωπάστε! φώναξε στον Κρασότκιν. Δεν πρέπει να του δίνετε σημασία, γιατρέ, ξανάπε κάπως ανυπόμονα.

— Τού χρειάζεται ένα γερό ξύ-λο, ένα καλό ξύ-λο του χρειάζεται! είπε χτυπώντας το πόδι στο πάτωμα ο γιατρός που για κάποιο λόγο έγινε έξω φρενών.

— Κι όμως ξέρετε κάτι, θεραπευτή μου; O Περεζβόν μου δαγκώνει! πρόφερε ο Κόλια κι η φωνή του έτρεμε.

Είχε χλομιάσει και τα μάτια του άστραφταν.

— Ici, Περεζβόν!

— Κόλια, μια λέξη ακόμα να πείτε, ποτέ μου πια δε θα σας μιλήσω, φώναξε επιταχτικά ο Αλιόσα.

— Θεραπευτή, ένας μονάχα άνθρωπος υπάρχει σ' όλο τον κόσμο που μπορεί να διατάξει το Νικολάι Κρασότκιν, κι είναι αυτός εδώ!

O Κόλια έδειξε τον Αλιόσα.

— Τον υπακούω. Χαίρετε! είπε κι ανοίγοντας βιαστικά την πόρτα μπήκε στο δωμάτιο.

O Περεζβόν όρμησε το κατόπι του. O γιατρός έμεινε ακόμα για λίγα δευτερόλεπτα στη θέση του σα μαρμαρωμένος κοιτάζοντας τον Αλιόσα, ύστερα έφτυσε και βγαίνοντας έξω προχώρησε προς το αμάξι λέγοντας δυνατά:

— Αυτό πια, αυτό πια, δεν ξέρω και γω...

O λοχαγός τσακίστηκε να τον βοηθήσει ν' ανέβει στ' αμάξι. O Αλιόσα μπήκε στο δωμάτιο. O Κόλια στεκόταν κοντά στο κρεβατάκι του Ηλιούσα. O Ηλιούσα τον κράταγε απ' το χέρι και φώναζε τον πατέρα του. Σε λίγο μπήκε κι ο λοχαγός.

— Μπαμπά, μπαμπά, έλα δω... εμείς... ψέλλισε ο Ηλιούσα εξαιρετικά ταραγμένος μα δεν μπόρεσε να συνεχίσει και ξαφνικά άπλωσε τ' αδυνατισμένα χεράκια του και τους αγκάλιασε και τους δυο μονομιάς, όσο πιο σφιχτά μπορούσε, τον Κόλια και τον πατέρα του και σφίχτηκε πάνω τους.

O λοχαγός αναταραζόταν σύγκορμος απ' τους άφωνους λυγμούς του. Τα χείλη και το σαγόνι του Κόλια τρέμανε σπασμωδικά.

— Μπαμπά, μπαμπά! Πόσο σε λυπάμαι! πρόφερε πικραμένα ο Ηλιούσα.

— Ηλιούσετσκα... καλούλη μου... ο γιατρός είπε... θα γίνεις καλά... θα 'μαστε ευτυχισμένοι... ο γιατρός... άρχισε να λέει ο λοχαγός.

— Αχ, μπαμπά! Ξέρω πια τι σου είπε ο καινούργιος γιατρός... είδα! αναφώνησε ο Ηλιούσα και τους έσφιξε και πάλι στη μικρή αγκαλιά του μ' όλη του τη δύναμη κρύβοντας το πρόσωπό του στον ώμο του πατέρα του.

— Μην κλαις, μπαμπά... κι όταν θα πεθάνω, πάρε έν' άλλο παιδί και να 'ναι όμορφο... μονάχος σου να το διαλέξεις απ' όλα τ' αγόρια για να 'ναι καλό, να τον λες Ηλιούσα και να τον αγαπάς αντί για μένα...

— Σώπα, γέρο, θα γίνεις καλά! φώναξε ξάφνου ο Κόλια σα να θύμωσε.

— Όμως εμένα, μπαμπά, εμένα μη με ξεχνάς ποτέ, εξακολούθησε ο Ηλιούσα. Να 'ρχεσαι στον τάφο μου... και ξέρεις τι λέω; Να με θάψεις κοντά στη μεγάλη πέτρα μας, κει που πηγαίναμε περίπατο και να 'ρχεσαι κει πέρα τα βράδια μαζί με τον Κρασότκιν... Κι ο Περεζβόν... Εγώ θα σας περιμένω... Μπαμπά, μπαμπά!

Η φωνή του κόπηκε, μένανε κι οι τρεις τους αγκαλιασμένοι και σωπαίνανε. Έκλαιγε σιγά στην πολυθρόνα της κι η Νίνοτσκα και ξάφνου, βλέποντάς τους όλους να κλαίνε, έβαλε τα κλάματα κι η μητερούλα.

— Ηλιούσετσκα! Ηλιούσετσκα! φώναζε.

O Κρασότκιν λευτερώθηκε ξάφνου απ' τ' αγκάλιασμα του Ηλιούσα.

— Γεια σου, γέρο, με περιμένει η μητέρα μου για το φαΐ, πρόφερε βιαστικά. Τι κρίμα που δεν την προειδοποίησα! Θ' ανησυχεί πολύ... Μα μόλις φάω θα ξανάρθω αμέσως, θα μείνω όλη τη μέρα, όλο το βράδυ, και να δεις τι πολλά έχω να σου διηγηθώ! θα φέρω και τον Περεζβόν. Όμως τώρα θα τον πάρω μαζί μου γιατί αν θα μείνει μονάχος του, θ' αρχίσει να ουρλιάζει και δε θα σ' αφήσει να ησυχάσεις. Γεια χαρά! είπε και βγήκε τρέχοντας στο διάδρομο.

Δεν ήθελε να κλάψει, όμως στο διάδρομο δεν κρατήθηκε πια κι όταν βγήκε ο Αλιόσα τον βρήκε να κλαίει.

— Κόλια, πρέπει το δίχως άλλο να κρατήσετε το λόγο σας και να 'ρθείτε, αλλιώς ο Ηλιούσα θα λυπηθεί τρομερά, είπε επιταχτικά ο Αλιόσα.

— Το δίχως άλλο! Ω, πόσο μετανιώνω τώρα που δεν ερχόμουνα νωρίτερα! τραύλισε κλαίγοντας ο Κόλια χωρίς να ντρέπεται πια γιατί κλαίει.

Κείνη τη στιγμή πετάχτηκε απ' το δωμάτιο ο λοχαγός κι έκλεισε αμέσως πίσω του την πόρτα. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο, τα χείλη του τρέμανε. Στάθηκε μπροστά στους δυο νέους και σήκωσε τα χέρια του.

— Δε θέλω κανένα όμορφο αγόρι! Δε θέλω άλλο αγόρι! ψιθύρισε άγρια τρίζοντας τα δόντια του. Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, κολληθείη ή γλώσσα μου...

Δεν τελείωσε τη φράση του λες και πνιγόταν, έπεσε αδύναμος στα γόνατα μπροστά στον ξύλινο πάγκο. Σφίγγοντας με τις γροθιές του το κεφάλι του άρχισε να κλαίει με αναφιλητά ξεφωνίζοντας κάπως παράξενα, προσπαθώντας όμως να πνίξει τους λυγμούς του για να μην ακουστούνε μέσα στο δωμάτιο. O Κόλια όρμησε στο δρόμο.

— Γεια σας, Καραμάζοβ! Εσείς θα 'ρθείτε; φώναξε απότομα και θυμωμένα στον Αλιόσα.

— Το βράδυ θα 'μαι δω το δίχως· άλλο.

— Τι έλεγε για την Ιερουσαλήμ; Τι 'ναι πάλι και τούτο;

— Είναι μια φράση απ' τη Βίβλο: «Εάν σε λησμονήσω, Ιερουσαλήμ», δηλαδή αν ξεχάσω ό,τι πολύτιμο έχω, αν το ανταλλάξω με τίποτ' άλλο, τότε ας με πλήξει...

— Καταλαβαίνω! Φτάνει! Κοιτάξτε να 'ρθετε και σεις! Ici, Περεζβόν! φώναξε εντελώς άγρια πια στο σκυλί και με μεγάλα, βιαστικά βήματα, τράβηξε για το σπίτι.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΤΟΜΟΥ


10. VII. Ο Ηλιούσα 10. VII. The Heliusha

O γιατρός βγήκε τυλιγμένος στη γούνα του και φορώντας το γούνινο κασκέτο του. Το πρόσωπό του ήταν θυμωμένο και φαινόταν σχεδόν αηδιασμένος, λες και φοβόταν ακόμα μήπως λερωθεί κάπου. Έριξε ένα βλέμμα στον προθάλαμο και κοίταξε αυστηρά τον Αλιόσα και τον Κόλια. O Αλιόσα πήγε στην πόρτα κι έκανε νόημα στον αμαξά να πλησιάσει. O λοχαγός βγήκε τρέχοντας πίσω απ' το γιατρό και κάνοντας συνεχώς υποκλίσεις τον σταμάτησε για να του πει δυο τελευταίες λέξεις. Το πρόσωπο του φτωχού ήταν παραμορφωμένο απ' τον πόνο, το βλέμμα του τρομαγμένο.

— Εξοχότατε, εξοχότατε... είναι δυνατόν... άρχισε να λέει μα δεν τελείωσε τη φράση, μονάχα χτύπησε με απόγνωση τα χέρια κοιτάζοντας ολοένα το γιατρό με μιαν ύστατη ικεσία, λες κι απ' τα λόγια που θα 'λεγε εξαρτιόταν τώρα η τύχη του φτωχού του παιδιού.

— Τι να γίνει! Δεν είμαι Θεός, είπε ο γιατρός αδιάφορα αν κι από συνήθεια με επιβλητικό τόνο.

— Γιατρέ... εξοχότατε... και θα συμβεί σύντομα... σύντομα;

— Να είστε έ-τοι-μοι για το καθετί, πρόφερε τονίζοντας την κάθε συλλαβή ο γιατρός και, χαμηλώνοντας το βλέμμα, ετοιμάστηκε να περάσει το κατώφλι για ν' ανέβει στ' αμάξι.

— Εξοχότατε, για όνομα του Χριστού! τον σταμάτησε τρομαγμένος για μιαν ακόμα φορά ο λοχαγός. Εξοχότατε!... Μα είναι δυνατό να μην υπάρχει πια καμιά, μα καμιά, καμιά σωτηρία;

— Δεν ε-ξαρ-τά-ται πια από μένα, πρόφερε ανυπόμονος ο γιατρός. Κι όμως, χμ, είπε και ξάφνου κοντοστάθηκε. Αν μπορούσατε λόγου χάρη να στεί-λε-τε... τον άρρωστό σας... τώρ' αμέσως και χωρίς καμιά χρονοτριβή (τα λόγια «τώρ' αμέσως και χωρίς καμιά χρονοτριβή» ο γιατρός τα πρόφερε όχι μονάχα αυστηρά μα σχεδόν άγρια τόσο που ο λοχαγός ανατρίχιασε) στις Συ-ρα-κού-σες, τότε... λόγω των νέων ευ-με-νών κλι-μα-το-λογι-κών συνθηκών... ίσως να πα-ρε-τη-ρεί-το...

— Στις Συρακούσες! φώναξε ο λοχαγός σα να μην καταλάβαινε τίποτα ακόμα.

— Οι Συρακούσες είναι στη Σικελία, είπε ξάφνου δυνατά ο Κόλια για να του εξηγήσει τι του λέει ο γιατρός.

Αυτός τον κοίταξε.

— Στη Σικελία! Πατερούλη μου, εξοχότατε, είπε σα χαμένος ο λοχαγός. Μα δεν είδατε λοιπόν; πρόσθεσε δείχνοντας τριγύρω την κατάσταση του σπιτιού του, κι η μητερούλα, η φαμίλια;

—Την οικογένεια θα πρέπει να την πάτε στον Καύκασο, νωρίς την άνοιξη... την κόρη σας στον Καύκασο, και τη σύζυγό σας, αφού κάνει λουτρά στον Καύ-κα-σο για τους ρευματισμούς της... αμέσως ύστερα να τη στεί-λε-τε στο Παρίσι, στην κλινική του ψυ-χι-ά-τρου Λε-πε-λε-τιέ, θα μπορούσα ίσως να σας δώσω ένα σημείωμα γι' αυτόν και τότε... ίσως να παρετηρείτο...

— Γιατρέ, γιατρέ μου! Μα βλέπετε δα!

Άνοιξε ξάφνου και πάλι τα χέρια του ο λοχαγός δείχοντας με απόγνωση τους γυμνούς ασοβάτιστους τοίχους του διαδρόμου.

— Αυτό πια δεν είναι δική -μου δουλειά, χαμογέλασε ο γιατρός. Είπα μονάχα εκείνο που μπορούσε να πει η ε-πι-στή-μη απαντώντας στην ερώτησή σας για τα τελευταία μέσα. Όσο για τ' άλλα... λυπάμαι μα...

— Μην ανησυχείτε, θεραπευτή, το σκυλί μου δε θα σας δαγκώσει, είπε δυνατά ο Κόλια παρατηρώντας πως ο γιατρός κοίταζε λίγο ανήσυχος τον Περεζβόν που στεκόταν στο κατώφλι. Στη φωνή του ακούστηκε ένας τόνος θυμού. Τον είπε επίτηδες «θεραπευτή» αντί γιατρό και το 'κανε, όπως το είπε αργότερα ο ίδιος, «για να τον προσβάλει):.

— Τι συμβαίνει; όρθωσε το κεφάλι του ο γιατρός και κάρφωσε με έκπληξη τα μάτια του στον Κόλια. Ποιος είν' αυτός; γύρισε ξάφνου στον Αλιόσα, λες και ζήταγε απ' αυτόν εξηγήσεις.

— Το αφεντικό του Περεζβόν, θεραπευτή μου, μην ανησυχείτε για την προσωπικότητά μου, είπε και πάλι κοφτά ο Κόλια.

— Πώς; Τι τρέχει; ξαναρώτησε ο γιατρός μην καταλαβαίνοντας για ποιον Περεζβόν του μιλάνε.

— Νερό στ' αυλάκι. Χαίρετε, θεραπευτή μου, θα ξαναϊδωθούμε στις Συρακούσες.

— Ποιος είν' αυτός; Ποιος; Ποιος; έκανε ξάφνου τρομερά φουρκισμένος ο γιατρός.

— Κάποιος μαθητής, γιατρέ, ένα τρελόπαιδο, μην του δίνετε σημασία, είπε βιαστικά σμίγοντας τα φρύδια ο Αλιόσα. Κόλια, σωπάστε! φώναξε στον Κρασότκιν. Δεν πρέπει να του δίνετε σημασία, γιατρέ, ξανάπε κάπως ανυπόμονα.

— Τού χρειάζεται ένα γερό ξύ-λο, ένα καλό ξύ-λο του χρειάζεται! είπε χτυπώντας το πόδι στο πάτωμα ο γιατρός που για κάποιο λόγο έγινε έξω φρενών.

— Κι όμως ξέρετε κάτι, θεραπευτή μου; O Περεζβόν μου δαγκώνει! πρόφερε ο Κόλια κι η φωνή του έτρεμε.

Είχε χλομιάσει και τα μάτια του άστραφταν.

— Ici, Περεζβόν!

— Κόλια, μια λέξη ακόμα να πείτε, ποτέ μου πια δε θα σας μιλήσω, φώναξε επιταχτικά ο Αλιόσα.

— Θεραπευτή, ένας μονάχα άνθρωπος υπάρχει σ' όλο τον κόσμο που μπορεί να διατάξει το Νικολάι Κρασότκιν, κι είναι αυτός εδώ!

O Κόλια έδειξε τον Αλιόσα.

— Τον υπακούω. Χαίρετε! είπε κι ανοίγοντας βιαστικά την πόρτα μπήκε στο δωμάτιο.

O Περεζβόν όρμησε το κατόπι του. O γιατρός έμεινε ακόμα για λίγα δευτερόλεπτα στη θέση του σα μαρμαρωμένος κοιτάζοντας τον Αλιόσα, ύστερα έφτυσε και βγαίνοντας έξω προχώρησε προς το αμάξι λέγοντας δυνατά:

— Αυτό πια, αυτό πια, δεν ξέρω και γω...

O λοχαγός τσακίστηκε να τον βοηθήσει ν' ανέβει στ' αμάξι. O Αλιόσα μπήκε στο δωμάτιο. O Κόλια στεκόταν κοντά στο κρεβατάκι του Ηλιούσα. O Ηλιούσα τον κράταγε απ' το χέρι και φώναζε τον πατέρα του. Σε λίγο μπήκε κι ο λοχαγός.

— Μπαμπά, μπαμπά, έλα δω... εμείς... ψέλλισε ο Ηλιούσα εξαιρετικά ταραγμένος μα δεν μπόρεσε να συνεχίσει και ξαφνικά άπλωσε τ' αδυνατισμένα χεράκια του και τους αγκάλιασε και τους δυο μονομιάς, όσο πιο σφιχτά μπορούσε, τον Κόλια και τον πατέρα του και σφίχτηκε πάνω τους.

O λοχαγός αναταραζόταν σύγκορμος απ' τους άφωνους λυγμούς του. Τα χείλη και το σαγόνι του Κόλια τρέμανε σπασμωδικά.

— Μπαμπά, μπαμπά! Πόσο σε λυπάμαι! πρόφερε πικραμένα ο Ηλιούσα.

— Ηλιούσετσκα... καλούλη μου... ο γιατρός είπε... θα γίνεις καλά... θα 'μαστε ευτυχισμένοι... ο γιατρός... άρχισε να λέει ο λοχαγός.

— Αχ, μπαμπά! Ξέρω πια τι σου είπε ο καινούργιος γιατρός... είδα! αναφώνησε ο Ηλιούσα και τους έσφιξε και πάλι στη μικρή αγκαλιά του μ' όλη του τη δύναμη κρύβοντας το πρόσωπό του στον ώμο του πατέρα του.

— Μην κλαις, μπαμπά... κι όταν θα πεθάνω, πάρε έν' άλλο παιδί και να 'ναι όμορφο... μονάχος σου να το διαλέξεις απ' όλα τ' αγόρια για να 'ναι καλό, να τον λες Ηλιούσα και να τον αγαπάς αντί για μένα...

— Σώπα, γέρο, θα γίνεις καλά! φώναξε ξάφνου ο Κόλια σα να θύμωσε.

— Όμως εμένα, μπαμπά, εμένα μη με ξεχνάς ποτέ, εξακολούθησε ο Ηλιούσα. Να 'ρχεσαι στον τάφο μου... και ξέρεις τι λέω; Να με θάψεις κοντά στη μεγάλη πέτρα μας, κει που πηγαίναμε περίπατο και να 'ρχεσαι κει πέρα τα βράδια μαζί με τον Κρασότκιν... Κι ο Περεζβόν... Εγώ θα σας περιμένω... Μπαμπά, μπαμπά!

Η φωνή του κόπηκε, μένανε κι οι τρεις τους αγκαλιασμένοι και σωπαίνανε. Έκλαιγε σιγά στην πολυθρόνα της κι η Νίνοτσκα και ξάφνου, βλέποντάς τους όλους να κλαίνε, έβαλε τα κλάματα κι η μητερούλα.

— Ηλιούσετσκα! Ηλιούσετσκα! φώναζε.

O Κρασότκιν λευτερώθηκε ξάφνου απ' τ' αγκάλιασμα του Ηλιούσα.

— Γεια σου, γέρο, με περιμένει η μητέρα μου για το φαΐ, πρόφερε βιαστικά. Τι κρίμα που δεν την προειδοποίησα! Θ' ανησυχεί πολύ... Μα μόλις φάω θα ξανάρθω αμέσως, θα μείνω όλη τη μέρα, όλο το βράδυ, και να δεις τι πολλά έχω να σου διηγηθώ! θα φέρω και τον Περεζβόν. Όμως τώρα θα τον πάρω μαζί μου γιατί αν θα μείνει μονάχος του, θ' αρχίσει να ουρλιάζει και δε θα σ' αφήσει να ησυχάσεις. Γεια χαρά! είπε και βγήκε τρέχοντας στο διάδρομο.

Δεν ήθελε να κλάψει, όμως στο διάδρομο δεν κρατήθηκε πια κι όταν βγήκε ο Αλιόσα τον βρήκε να κλαίει.

— Κόλια, πρέπει το δίχως άλλο να κρατήσετε το λόγο σας και να 'ρθείτε, αλλιώς ο Ηλιούσα θα λυπηθεί τρομερά, είπε επιταχτικά ο Αλιόσα.

— Το δίχως άλλο! Ω, πόσο μετανιώνω τώρα που δεν ερχόμουνα νωρίτερα! τραύλισε κλαίγοντας ο Κόλια χωρίς να ντρέπεται πια γιατί κλαίει.

Κείνη τη στιγμή πετάχτηκε απ' το δωμάτιο ο λοχαγός κι έκλεισε αμέσως πίσω του την πόρτα. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο, τα χείλη του τρέμανε. Στάθηκε μπροστά στους δυο νέους και σήκωσε τα χέρια του.

— Δε θέλω κανένα όμορφο αγόρι! Δε θέλω άλλο αγόρι! ψιθύρισε άγρια τρίζοντας τα δόντια του. Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, κολληθείη ή γλώσσα μου...

Δεν τελείωσε τη φράση του λες και πνιγόταν, έπεσε αδύναμος στα γόνατα μπροστά στον ξύλινο πάγκο. Σφίγγοντας με τις γροθιές του το κεφάλι του άρχισε να κλαίει με αναφιλητά ξεφωνίζοντας κάπως παράξενα, προσπαθώντας όμως να πνίξει τους λυγμούς του για να μην ακουστούνε μέσα στο δωμάτιο. O Κόλια όρμησε στο δρόμο.

— Γεια σας, Καραμάζοβ! Εσείς θα 'ρθείτε; φώναξε απότομα και θυμωμένα στον Αλιόσα.

— Το βράδυ θα 'μαι δω το δίχως· άλλο.

— Τι έλεγε για την Ιερουσαλήμ; Τι 'ναι πάλι και τούτο;

— Είναι μια φράση απ' τη Βίβλο: «Εάν σε λησμονήσω, Ιερουσαλήμ», δηλαδή αν ξεχάσω ό,τι πολύτιμο έχω, αν το ανταλλάξω με τίποτ' άλλο, τότε ας με πλήξει...

— Καταλαβαίνω! Φτάνει! Κοιτάξτε να 'ρθετε και σεις! Ici, Περεζβόν! φώναξε εντελώς άγρια πια στο σκυλί και με μεγάλα, βιαστικά βήματα, τράβηξε για το σπίτι.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΤΟΜΟΥ