×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 10. VI. Πρόωρη εξέλιξη

10. VI. Πρόωρη εξέλιξη

Τί λέτε να του πει ο γιατρός; ρώτησε βιαστικά ο Κόλια. Τι αποκρουστικό που είναι το μούτρο του. Ψέματα; Τη σιχαίνομαι την Ιατρική!

— O Ηλιούσα θα πεθάνει. Αυτό νομίζω πως είναι σίγουρο πια, απάντησε λυπημένα ο Αλιόσα.

— Παλιάνθρωποι! Όλοι οι γιατροί είναι παλιάνθρωποι κι η επιστήμη τους πρόστυχη! Όμως χάρηκα πολύ που σας γνώρισα, Καραμάζοβ. Από καιρό τώρα το ήθελα να σας γνωρίσω. Κρίμα που συναντηθήκαμε σε μια τόσο μελαγχολική στιγμή.

O Κόλια ήθελε να πει κάτι ακόμα πιο φλογερό, ακόμα πιο διαχυτικό, όμως κάτι σα να τον εμπόδιζε. O Αλιόσα το παρατήρησε, χαμογέλασε του 'σφιξε το χέρι.

— Από καιρό σας εκτιμάω και σας νομίζω για σπάνιο άνθρωπο, μουρμούρισε και πάλι ο Κόλια χάνοντας και μπερδεύοντας τα λόγια του. Άκουσα πως είσαστε μυστικιστής και πως μείνατε για κάμποσον καιρό στο μοναστήρι. Ξέρω πως είστε μυστικιστής όμως αυτό... δε μ' εμπόδισε. Η επαφή με την πραγματικότητα θα σας γιατρέψει... Με κάτι φύσεις σαν τη δική σας πάντα έτσι γίνεται.

— Τι εννοείτε όταν λέτε μυστικιστής; Από τι θα με γιατρέψει; ρώτησε απορώντας λιγάκι ο Αλιόσα.

— Ε, ο Θεός... και τα ρέστα.

— Πώς; Μα δεν πιστεύετε στο Θεό;

— Απεναντίας. Δεν έχω καμιάν αντίρρηση να υπάρχει Θεός. Βέβαια ο Θεός είναι μονάχα μια υπόθεση... μα... παραδέχομαι πως χρειάζεται για την τάξη... για την παγκόσμια αρμονία και τα λοιπά... κι αν δεν υπήρχε θα 'πρεπε να τον εφεύρουμε, πρόσθεσε ο Κόλια αρχίζοντας να κοκκινίζει.

Φαντάστηκε ξαφνικά πως ο Αλιόσα θα νομίζει τώρα ότι προσπαθεί να επιδείξει τις γνώσεις του, να του δείξει πως είναι «μεγάλος».

«Κι όμως εγώ καθόλου δεν το θέλω να του κάνω τον παντογνώστη», σκέφτηκε θυμωμένα ο Κόλια.

Τον έπιασε ξάφνου μια τρομερή φούρκα.

— Ομολογώ πως δε χωνεύω καθόλου όλες αυτές τις συζητήσεις, είπε απότομα. Μήπως τάχα δεν μπορεί ν' αγαπάει κανείς την ανθρωπότητα χωρίς να πιστεύει στο Θεό; Τι λέτε σεις; O Βολταίρος δεν πίστευε στο Θεό κι όμως αγαπούσε την ανθρωπότητα. Ψέματα; («Πάλι, πάλι», σκέφτηκε ο Κόλια).

— O Βολταίρος πίστευε στο Θεό μα νομίζω πως πίστευε λίγο, και μου φαίνεται πως και λίγο την αγαπούσε την ανθρωπότητα, πρόφερε ο Αλιόσα σιγά, συγκρατημένα και με μεγάλη φυσικότητα, λες και κουβέντιαζε μ' ένα συνομήλικο ή και μεγαλύτερό του.

Του Κόλια τού 'κανε εντύπωση πως ο Αλιόσα εξέφρασε τη γνώμη του για το Βολταίρο χωρίς καμιά βεβαιότητα και το ότι ο Αλιόσα τον αφήνει αυτόν, το μικρό Κόλια, ν' αποφασίσει αν έχει ή δεν έχει δίκιο.

— Έχετε διαβάσει Βολταίρο; ρώτησε τελειώνοντας ο Αλιόσα.

— Όχι, δηλαδή ναι... διάβασα τον Αγαθούλη σε μια ρούσικη μετάφραση... σε μια παλιά, απαίσια, κωμική μετάφραση... («Πάλι, πάλι!»)

— Και τον καταλάβατε;

— Ω, ναι όλα... δηλαδή... γιατί νομίζετε πως μπορεί και να μην τα κατάλαβα; Υπάρχουν φυσικά πολλές αισχρολογίες κει μέσα...

Το καταλαβαίνω βέβαια πως είν' ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα και γράφτηκε για να υποστηριχτεί μια θέση... μπερδεύτηκε πια εντελώς ο Κόλια. Είμαι σοσιαλιστής, Καραμάζοβ, είμαι αδιόρθωτος σοσιαλιστής, είπε ξαφνικά χωρίς λόγο.

— Σοσιαλιστής; είπε γελώντας ο Αλιόσα. Μα πότε προφτάσατε λοιπόν; Είστε, αν δεν κάνω λάθος, μόλις δεκατριώ χρονώ. Έτσι δεν είναι;

O Κόλια έγινε έξω φρενών.

— Πρώτα-πρώτα δεν είμαι δεκατριώ μα δεκατεσσάρω, σε δυο βδομάδες κλείνω τα δεκατέσσερα, είπε ξαναμμένος. Δεύτερο, δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχουν τα χρόνια μου μ' αυτά που λέμε; Το σπουδαίο είναι οι πεποιθήσεις μου κι όχι το πόσων χρονών είμαι. Ψέματα;

— Όταν θα μεγαλώσετε, θα καταλάβετε και μόνος σας τι επίδραση έχει η ηλικία στις πεποιθήσεις. Νομίζω όμως πως οι γνώμες αυτές δεν είν' εντελώς δικές σας, απάντησε ήρεμα ο Αλιόσα, μα ο Κόλια τον διέκοψε και πάλι μ' έξαψη.

— Μα τι λέτε! Το ξέρω πως εσείς το μόνο που παραδέχεστε είναι η υπακοή κι ο μυστικισμός. Πρέπει να συμφωνήσετε μαζί μου ότι η χριστιανική θρησκεία, λόγου χάρη, ωφέλησε μονάχα τους πλούσιους και τους αφεντάδες γιατί μ' αυτήν μπορέσανε και κρατήσανε στη σκλαβιά τις κατώτερες τάξεις. Ψέματα;

— Αχ, ξέρω πού τα διαβάσατε όλ' αυτά. Σίγουρα κάποιος θα σας δασκάλεψε! αναφώνησε ο Αλιόσα.

— Μα γιατί νομίζετε πως είναι απαραίτητο να τα 'χω διαβάσει; Κανένας δε με δασκάλεψε. Μπορώ και μόνος μου... Κι αν θέλετε να ξέρετε, εγώ εκτιμάω πολύ το Χριστό. Αυτός ήταν μια προσωπικότητα με μεγάλο ανθρωπισμό κι αν ζούσε στην εποχή μας θα πήγαινε αμέσως με το μέρος των επαναστατών, ίσως μάλιστα να 'παιζε σημαντικό ρόλο στο κίνημα... Σίγουρα έτσι θα γινόταν.

— Πού τα ψαρέψατε, πού τα ψαρέψατε λοιπόν όλ' αυτά; Με ποιον βλάκα μπλέξατε; φώναξε ο Αλιόσα.

— Γιατί κάνετε έτσι; Η αλήθεια δεν κρύβεται. Δε λέω, τυχαίνει να κουβεντιάζω συχνά με τον κύριο Ρακίτιν μα... Αυτό, καθώς λένε, το 'πε κι ο γερο-Μπιελίνσκη ακόμα.

— O Μπιελίνσκη; Δε θυμάμαι. Δεν το 'χει γράψει πουθενά αυτό.

— Κι αν δεν το 'γραψε, λένε πως το 'πε. Αυτό μου το 'λεγε κάποιος... Μα τι σημασία έχει...

— Το Μπιελίνσκη τον διαβάσατε;

— Βλέπετε... όχι... δε διάβασα και πολύ, μα... το μέρος όπου μιλάει για την Τατιάνα κι εξηγεί γιατί δεν πήγε με τον Ονιέγκιν, το διάβασα.

— Δεν πήγε με τον Ονιέγκιν; Μα πώς λοιπόν; Τα... καταλαβαίνετε αυτά;

— Καθώς βλέπω, νομίζετε πως είμαι παιδί ακόμα, όπως ο Σμούροβ, είπε ερεθισμένος ο Κόλια. Όμως μη νομίσετε δα πως είμαι και τόσο πολύ επαναστάτης. Πολύ συχνά διαφωνώ με τον κύριο Ρακίτιν. Αν μίλησα τώρα για την Τατιάνα, αυτό δε θα πει πως είμαι οπαδός της χειραφέτησης των γυναικών. Παραδέχομαι πως η γυναίκα είναι ένα πλάσμα υποτελές, που πρέπει να υπακούει. Les femmes tricottent, (οι γυναίκες πλέκουν) όπως είπε κι ο Ναπολέων, είπε ο Κόλια και χασκογέλασε, άγνωστο γιατί. Σ' αυτό τουλάχιστο συμφωνώ απόλυτα μ' αυτόν τον ψευτομεγάλο άντρα. Ακόμα νομίζω λόγου χάρη πως είναι ποταπό να το σκάει κανείς απ' την πατρίδα του και να πηγαίνει στην Αμερική. Τι λέω; Είναι κάτι χειρότερο ακόμα: Είναι ανόητο. Γιατί να πάει κανείς στην Αμερική όταν και στη χώρα μας μπορεί να κάνει καλό στην ανθρωπότητα; Ιδιαίτερα τώρα που υπάρχει πρόσφορο έδαφος για γόνιμη δράση. Αυτό τους είπα.

— Τι τους είπατε; Σε ποιους; Μπας και σας πρότεινε κανείς να πάτε στην Αμερική;

— Ομολογώ πως με παρακινούσαν, όμως εγώ αρνήθηκα. Αυτό, φυσικά, πρέπει να μείνει μεταξύ μας, Καραμάζοβ, ακούτε; Σε κανένα μην το πείτε. Μονάχα εσείς το μάθατε. Δεν έχω καμιά όρεξη να πέσω στα νύχια του Τρίτου Τμήματος *(Τρίτο Τμήμα της Τσαρικής Καγκελαρίας, που είχε σαν αποκλειστική αρμοδιότητα την παρακολούθηση των πολιτικών αδικημάτων και ήταν εγκατεστημένο κοντά στην Κρεμαστή Γέφυρα.) και να παίρνω μαθήματα στην Κρεμαστή Γέφυρα.

Θα θυμάσαι το κονάκι

πλάι στο Κρεμαστό Γεφύρι.

Θυμάστε; Είναι θαυμάσιο. Γιατί γελάτε; Μήπως νομίζετε πως σας είπα ψέματα; («Και τι θα γίνει αν θα μάθει πως στο ντουλάπι του πατέρα μου έχω μονάχα ένα τεύχος κείνου του περιοδικού, της Καμπάνας, και δεν έχω διαβάσει τίποτ' άλλο γι' αυτά τα ζητήματα;» Σκέφτηκε για μια στιγμή ο Κόλια κι ανατρίχιασε).

— Αχ, όχι, δε γελάω και καθόλου δεν το νομίζω πως μου 'πατε ψέματα. Όμως γι' αυτό ίσα-ίσα θλίβομαι που, αλίμονο, όλα όσα είπατε είναι αληθινά! Όμως πέστε μου, έχετε διαβάσει Πούσκιν; Τον Ονιέγκιν... Μόλις τώρα μου λέγατε για την Τατιάνα...

— Όχι, δεν τον διάβασα ακόμα, μα θέλω να τον διαβάσω. Εγώ δεν έχω προκαταλήψεις, Καραμάζοβ, θέλω ν' ακούσω και τη μια και την άλλη πλευρά. Γιατί με ρωτήσατε;

— Έτσι.

— Για πέστε μου, Καραμάζοβ, με περιφρονείτε πολύ; είπε ξάφνου ο Κόλια και τέντωσε το κορμί του σα να ετοιμαζόταν για άμυνα. Κάντε μου τη χάρη να μου το πείτε χωρίς περιστροφές.

— Αν σας περιφρονώ; είπε ο Αλιόσα και τον κοίταξε απορημένος. Μα γιατί λοιπόν; Θλίβομαι μονάχα που μια τόσο υπέροχη φύση σαν τη δική σας, που δεν άρχισε καν να ζει, έχει κιόλας διαστραφεί μ' όλες τις χοντροκομμένες ανοησίες.

— Μην ανησυχείτε για μένα, τον διέκοψε ο Κόλια που 'χε κολακευτεί απ' τα λόγια του Αλιόσα. Όμως είμαι καχύποπτος. Ναι, ηλίθια, άγαρμπα καχύποπτος. Αυτό είν' αλήθεια. Τώρα μόλις χαμογελάσατε και μου φάνηκε πως ίσως...

— Αχ, μα εγώ χαμογέλασα για εντελώς άλλο λόγο. Να γιατί: Δεν είναι πολύς καιρός που διάβασα μια γνώμη, ενός Γερμανού που έχει ζήσει στη Ρωσία, για τη σύγχρονη σπουδάζουσα νεολαία μας. «Δείξτε», γράφει, «σ' ένα Ρώσο μαθητή που δεν έχει ιδέα από αστερισμούς το χάρτη τ' ουρανού κι αυτός αύριο κιόλας θα σας τον επιστρέψει διορθωμένο». Ήθελε να πει δηλαδή πως οι Ρώσοι μαθητές δεν ξέρουν τίποτα κι όμως έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους.

— Αχ, μα αυτό είναι ολότελα σωστό! είπε γελώντας ο Κόλια. Σωστότατο. Πέτυχε διάνα! Μπράβο του του Γερμανού! Όμως θα πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν είδε και τα καλά αυτής της κατάστασης. Τι λέτε και σεις; Ας έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας. Αυτό προέρχεται απ' τη μικρή μας ηλικία και θα διορθωθεί, αν βέβαια χρειαστεί να διορθωθεί. Όμως το ανεξάρτητο πνεύμα που αποχτάμε απ' τα παιδικά μας ακόμα χρόνια; Το θάρρος της γνώμης και των πεποιθήσεων; Όλ' αυτά δε σας λένε τίποτα; Ή, μήπως προτιμάτε τη δική τους υποταγή στις αυθεντίες; Όμως, όπως και να 'ναι, ωραία το είπε ο Γερμανός! Μπράβο, Γερμανέ! Μα παρ' όλ' αυτά τους Γερμανούς πρέπει να τους πνίξουμε. Ας είναι όσο θέλουν δυνατοί στις επιστήμες, όμως τους αξίζει να τους πνίξουμε...

— Μα γιατί να τους πνίξουμε λοιπόν; είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα.

— Ας είναι, φαίνεται πως είπα μια ανοησία, το παραδέχομαι. Είμαι κάποτε τρομερά παιδί. Κι όταν είμαι χαρούμενος για κάτι δεν μπορώ να συγκρατηθώ κι είμαι έτοιμος να ξεφουρνίσω του κόσμου τις ανοησίες. Μα για σταθείτε. Καθόμαστε, δω πέρα και φλυαρούμε για όλ' αυτά τ' ασήμαντα πράματα, όμως ο γιατρός δε λέει να βγει από κει μέσα. Ίσως όμως να εξετάσει και τη «μητερούλα» και την παράλυτη Νίνοτσκα. Ξέρετε, αυτή η Νίνοτσκα μ' άρεσε. Όταν έβγαινα μου ψιθύρισε: «Γιατί δεν ερχόσαστε τόσον καιρό;» Κι η φωνή της είχε έναν τόνο επίπληξης. Νομίζω πως είναι πολύ καλόκαρδη και τη συμπονάει κανείς τόσο!

— Ναι, ναι! Τώρα που θα 'ρχεστε θα δείτε τι καλή που είναι. Θα σας ωφελήσει πολύ να γνωριστείτε με κάτι τέτοιους ανθρώπους, για να μάθετε να εκτιμάτε μερικά πράματα που θα τα καταλάβετε μονάχα όταν κάνετε παρέα μ' αυτούς, είπε με θέρμη ο Αλιόσα. Θα γίνετε άλλος άνθρωπος.

— Ω, πόσο λυπάμαι κι ελεεινολογώ τον εαυτό μου που δεν ήρθα πιο πριν! αναφώνησε πικραμένα ο Κόλια.

— Ναι, κρίμα! Το είδατε και μόνος σας πόσο χάρηκε ο καημένος ο μικρούλης! Πόσο υπόφερε περιμένοντάς σας!

— Μη μου τα θυμίζετε! Με πληγώνετε. Μα νομίζω πως μου αξίζει: Αν δεν ερχόμουν αυτό το 'κανα από εγωισμό κι από μια ποταπή αυταρχικότητα· σ' όλη μου τη ζωή προσπαθώ ν' απαλλαγώ απ' αυτά μα δεν τα καταφέρνω. Τώρα το βλέπω. Είμαι παλιάνθρωπος σε πολλά, Καραμάζοβ!

— Όχι, είσαστε μια θαυμάσια φύση αν και διεστραμμένη και καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί είχατε τόση επίδραση σ' αυτό το ευγενικό και παθολογικά αισθαντικό αγόρι!, απάντησε φλογερά ο Αλιόσα.

— Εμένα μου τα λέτε αυτά; φώναξε ο Κόλια. Και γω νόμιζα, (ακόμα και τώρα μου πέρασε κάμποσες φορές αυτή η σκέψη) πως με περιφρονείτε! Ω, αν ξέρατε πόση σημασία δίνω στη γνώμη σας!

— Ώστε στ' αλήθεια λοιπόν είσαστε τόσο φιλύποπτος; Σ' αυτή την ηλικία! Τότε που διηγόσαστε μέσα στο δωμάτιο —θα το πιστέψετε; Σκέφτηκα αμέσως πως είστε εξαιρετικά φιλύποπτος.

— Αλήθεια; Το σκεφτήκατε; Είστε πολύ παρατηρητικός. Κόβω το κεφάλι μου πως τούτη η σκέψη σάς πέρασε απ' το νου τη στιγμή που διηγόμουνα για τη χήνα. Σε κείνο ίσα-ίσα το σημείο φαντάστηκα πως με κοιτάτε με βαθιά περιφρόνηση γιατί θέλησα να κάνω τον καμπόσο. Και τότε ξαφνικά σας μίσησα κι άρχισα να λέω ανοησίες. Το ίδιο φαντάστηκα και δω πέρα τη στιγμή που 'λεγα πως «αν δεν υπήρχε Θεός, θα 'πρεπε να τον εφεύρουμε». Σκέφτηκα τότε πως βιάζομαι πολύ να επιδείξω τις γνώσεις μου, μια και τη φράση αυτή την έχω διαβάσει σε κάποιο βιβλίο. Μα σας ορκίζουμαι πως δε βιαζόμουνα να σας επιδείξω αυτά που ξέρω από ματαιοδοξία, μα κι έτσι, και γω δεν ξέρω καλά-καλά γιατί, απ' τη χαρά μου ίσως, μα το Θεό, απ' τη χαρά μου θα 'γινε... αν και το ξέρω πολύ καλά πως είναι ντροπή να ενοχλείς τους άλλους μόνο και μόνο επειδή εσύ είσαι χαρούμενος. Όμως τώρα είμαι βέβαιος πως δε με περιφρονείτε κι όλ' αυτά ήταν δικές μου φαντασίες. Ω, Καραμάζοβ, είμαι πολύ δυστυχισμένος. Φαντάζομαι καμιά φορά, ένας Θεός ξέρει τι, να, πως τάχα όλοι γελάνε μαζί μου, όλος ο κόσμος και τότε είμ' έτοιμος ν' ανατρέψω όλη την τάξη των πραγμάτων.

— Και βασανίζετε τους γύρω σας; είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα.

— Και βασανίζω τους γύρω μου, ιδιαίτερα τη μητέρα μου. Πέστε μου, Καραμάζοβ, είμαι πολύ γελοίος αυτή τη στιγμή;

— Μα μην το σκέφτεστε αυτό, μην το σκέφτεστε καθόλου! αναφώνησε ο Αλιόσα. Μα και τι θα πει γελοίος; Μήπως τάχα είναι λίγες οι φορές που ο άνθρωπος είναι ή φαίνεται γελοίος; Τώρα τελευταία όλοι οι άνθρωποι που 'χουν κάποιες ικανότητες φοβούνται μήπως φανούν γελοίοι κι έτσι γίνονται δυστυχισμένοι. Το μόνο που μου κάνει εντύπωση είναι που αρχίσατε να το αισθάνεστε τόσο νωρίς αν και, για να λέμε την αλήθεια, δεν είστε ο μόνος που έχω δει ως τα τώρα. Και τα παιδιά ακόμα αρχίσανε να υποφέρουν απ' αυτό. Καταντάει τρέλα σχεδόν. Μέσα σ' αυτό τον εγωισμό ενσαρκώθηκε ο διάβολος κι έχει καταχτήσει όλη τη γενιά μας. Ναι, ο διάβολος, πρόσθεσε ο Αλιόσα χωρίς να χαμογελάσει καθόλου, όπως νόμιζε ο Κόλια που τον κοίταζε επίμονα. Είσαστε και σεις όπως όλοι, συμπέρανε ο Αλιόσα. Δηλαδή όπως οι πολλοί, όμως δεν πρέπει να 'μαστε όπως όλοι.

— Κι αν ακόμα όλοι είναι έτσι;

— Ναι, κι αν ακόμα όλοι είναι έτσι. Και μόνος αν πρόκειται να μείνετε, να είσαστε αλλιώτικος. Μα και στ' αλήθεια δεν είσαστε σαν τους άλλους. Να, τώρα μόλις δε ντραπήκατε να παραδεχτείτε μερικά σας ελαττώματα, ακόμα και μερικές σας γελοιότητες. Και ποιος τα ομολογεί αυτά σήμερα; Κανένας. Ούτε καν νιώθουν την ανάγκη να κάνουν αυτοκριτική. Να είστε λοιπόν αλλιώτικος απ' τους άλλους και δεν έχει καμιά σημασία αν πρόκειται να μείνετε μόνος.

— Θαυμάσια! Δεν έπεσα έξω όταν πίστευα πως θα μπορέσετε να με παρηγορήσετε. Ω, πόσο επιθυμούσα να σας γνωρίσω, Καραμάζοβ! Πόσον καιρό επιζητούσα να σας συναντήσω! Είναι αλήθεια πως με σκεφτόσαστε και σεις; Πριν από λίγο είπατε πως και σεις με σκεφτόσαστε.

— Ναι, άκουσα να μιλάνε για σας και σας σκεφτόμουνα... και, αν και με ρωτήσατε από φιλαυτία, όμως αυτό δεν είναι κακό.

— Ξέρετε, Καραμάζοβ, έχω την εντύπωση πως η εξήγησή μας μοιάζει με ερωτική εξομολόγηση, πρόφερε ο Κόλια με αδυνατισμένη και ντροπαλή φωνή. Δεν είναι γελοίο αυτό, δεν είναι γελοίο;

— Καθόλου δεν είναι γελοίο, μα και γελοίο να 'τανε δεν πειράζει γιατί είναι ωραίο, είπε ο Αλιόσα μ' ένα φωτεινό χαμόγελο.

— Κι όμως, Καραμάζοβ, πρέπει να παραδεχτείτε πως και σεις ντρέπεστε τώρα λιγάκι... Το βλέπω στα μάτια σας, είπε ο Κόλια και χαμογέλασε πονηρά και σχεδόν ευτυχισμένα.

— Γιατί να ντρέπομαι;

— Τότε γιατί κοκκινίσατε;

— Εσείς με κάνατε και κοκκίνισα! γέλασε ο Αλιόσα και πραγματικά έγινε κατακόκκινος. Ναι, δε λέω, ντρέπομαι λιγάκι, ένας Θεός ξέρει γιατί, δεν ξέρω γιατί, ψέλλισε ο Αλιόσα κάπως σα να τα 'χε λίγο χαμένα.

— Ω, πόσο σας αγαπώ και πόσο σας εκτιμώ αυτή τη στιγμή επειδή και σεις ντρέπεστε για κάποιον ανεξήγητο λόγο! Γιατί και σεις είσαστε σαν και μένα! φώναξε ενθουσιασμένος ο Κόλια. Τα μάγουλά του είχαν φλογιστεί, τα μάτια του αστράφτανε.

— Ακούστε, Κόλια, εδώ που τα λέμε θα δυστυχήσετε πολύ στη ζωή σας, είπε ξάφνου ο Αλιόσα χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει γιατί.

— Το ξέρω, το ξέρω. Πώς τα μαντεύετε όλα! επιβεβαίωσε αμέσως ο Κόλια.

— Όμως γενικά θ' αγαπήσετε τη ζωή.

— Ακριβώς! Ζήτω! Είσαστε προφήτης! Ω, εμείς οι δυο θα ταιριάξουμε, Καραμάζοβ. Ξέρετε, αυτό που μ' ενθουσιάζει περισσότερο απ' όλα είναι που μου φέρνεστε σα να 'μουνα εντελώς ίσος σας. Όμως δεν είμαστε ίσοι, καθόλου δεν είμαστε ίσοι, εσείς είσαστε ανώτερος. Όμως θα ταιριάξουμε. Όλο τον τελευταίο μήνα έλεγα: «Ή, θα γίνουμε αμέσως φίλοι αχώριστοι, ή απ' την πρώτη κιόλας φορά θα χωρίσουμε εχθροί μέχρι τάφου!»

— Και λέγοντάς τα αυτά, μ' αγαπούσατε βέβαια! είπε ο Αλιόσα γελώντας χαρούμενα.

— Σας αγαπούσα, σας αγαπούσα τρομερά, σας αγαπούσα και σας σκεφτόμουνα! Πώς τα μαντεύετε όλα; Μπα, να κι ο γιατρός.

Θεέ μου, τι θα πει άραγε; Κοιτάτε το πρόσωπό του!

10. VI. Πρόωρη εξέλιξη 10. VI. Early evolution

Τί λέτε να του πει ο γιατρός; ρώτησε βιαστικά ο Κόλια. Τι αποκρουστικό που είναι το μούτρο του. Ψέματα; Τη σιχαίνομαι την Ιατρική!

— O Ηλιούσα θα πεθάνει. Αυτό νομίζω πως είναι σίγουρο πια, απάντησε λυπημένα ο Αλιόσα.

— Παλιάνθρωποι! Όλοι οι γιατροί είναι παλιάνθρωποι κι η επιστήμη τους πρόστυχη! Όμως χάρηκα πολύ που σας γνώρισα, Καραμάζοβ. Από καιρό τώρα το ήθελα να σας γνωρίσω. Κρίμα που συναντηθήκαμε σε μια τόσο μελαγχολική στιγμή.

O Κόλια ήθελε να πει κάτι ακόμα πιο φλογερό, ακόμα πιο διαχυτικό, όμως κάτι σα να τον εμπόδιζε. O Αλιόσα το παρατήρησε, χαμογέλασε του 'σφιξε το χέρι.

— Από καιρό σας εκτιμάω και σας νομίζω για σπάνιο άνθρωπο, μουρμούρισε και πάλι ο Κόλια χάνοντας και μπερδεύοντας τα λόγια του. Άκουσα πως είσαστε μυστικιστής και πως μείνατε για κάμποσον καιρό στο μοναστήρι. Ξέρω πως είστε μυστικιστής όμως αυτό... δε μ' εμπόδισε. Η επαφή με την πραγματικότητα θα σας γιατρέψει... Με κάτι φύσεις σαν τη δική σας πάντα έτσι γίνεται.

— Τι εννοείτε όταν λέτε μυστικιστής; Από τι θα με γιατρέψει; ρώτησε απορώντας λιγάκι ο Αλιόσα.

— Ε, ο Θεός... και τα ρέστα.

— Πώς; Μα δεν πιστεύετε στο Θεό;

— Απεναντίας. Δεν έχω καμιάν αντίρρηση να υπάρχει Θεός. Βέβαια ο Θεός είναι μονάχα μια υπόθεση... μα... παραδέχομαι πως χρειάζεται για την τάξη... για την παγκόσμια αρμονία και τα λοιπά... κι αν δεν υπήρχε θα 'πρεπε να τον εφεύρουμε, πρόσθεσε ο Κόλια αρχίζοντας να κοκκινίζει.

Φαντάστηκε ξαφνικά πως ο Αλιόσα θα νομίζει τώρα ότι προσπαθεί να επιδείξει τις γνώσεις του, να του δείξει πως είναι «μεγάλος».

«Κι όμως εγώ καθόλου δεν το θέλω να του κάνω τον παντογνώστη», σκέφτηκε θυμωμένα ο Κόλια.

Τον έπιασε ξάφνου μια τρομερή φούρκα.

— Ομολογώ πως δε χωνεύω καθόλου όλες αυτές τις συζητήσεις, είπε απότομα. Μήπως τάχα δεν μπορεί ν' αγαπάει κανείς την ανθρωπότητα χωρίς να πιστεύει στο Θεό; Τι λέτε σεις; O Βολταίρος δεν πίστευε στο Θεό κι όμως αγαπούσε την ανθρωπότητα. Ψέματα; («Πάλι, πάλι», σκέφτηκε ο Κόλια).

— O Βολταίρος πίστευε στο Θεό μα νομίζω πως πίστευε λίγο, και μου φαίνεται πως και λίγο την αγαπούσε την ανθρωπότητα, πρόφερε ο Αλιόσα σιγά, συγκρατημένα και με μεγάλη φυσικότητα, λες και κουβέντιαζε μ' ένα συνομήλικο ή και μεγαλύτερό του.

Του Κόλια τού 'κανε εντύπωση πως ο Αλιόσα εξέφρασε τη γνώμη του για το Βολταίρο χωρίς καμιά βεβαιότητα και το ότι ο Αλιόσα τον αφήνει αυτόν, το μικρό Κόλια, ν' αποφασίσει αν έχει ή δεν έχει δίκιο.

— Έχετε διαβάσει Βολταίρο; ρώτησε τελειώνοντας ο Αλιόσα.

— Όχι, δηλαδή ναι... διάβασα τον Αγαθούλη σε μια ρούσικη μετάφραση... σε μια παλιά, απαίσια, κωμική μετάφραση... («Πάλι, πάλι!»)

— Και τον καταλάβατε;

— Ω, ναι όλα... δηλαδή... γιατί νομίζετε πως μπορεί και να μην τα κατάλαβα; Υπάρχουν φυσικά πολλές αισχρολογίες κει μέσα...

Το καταλαβαίνω βέβαια πως είν' ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα και γράφτηκε για να υποστηριχτεί μια θέση... μπερδεύτηκε πια εντελώς ο Κόλια. Είμαι σοσιαλιστής, Καραμάζοβ, είμαι αδιόρθωτος σοσιαλιστής, είπε ξαφνικά χωρίς λόγο.

— Σοσιαλιστής; είπε γελώντας ο Αλιόσα. Μα πότε προφτάσατε λοιπόν; Είστε, αν δεν κάνω λάθος, μόλις δεκατριώ χρονώ. Έτσι δεν είναι;

O Κόλια έγινε έξω φρενών.

— Πρώτα-πρώτα δεν είμαι δεκατριώ μα δεκατεσσάρω, σε δυο βδομάδες κλείνω τα δεκατέσσερα, είπε ξαναμμένος. Δεύτερο, δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχουν τα χρόνια μου μ' αυτά που λέμε; Το σπουδαίο είναι οι πεποιθήσεις μου κι όχι το πόσων χρονών είμαι. Ψέματα;

— Όταν θα μεγαλώσετε, θα καταλάβετε και μόνος σας τι επίδραση έχει η ηλικία στις πεποιθήσεις. Νομίζω όμως πως οι γνώμες αυτές δεν είν' εντελώς δικές σας, απάντησε ήρεμα ο Αλιόσα, μα ο Κόλια τον διέκοψε και πάλι μ' έξαψη.

— Μα τι λέτε! Το ξέρω πως εσείς το μόνο που παραδέχεστε είναι η υπακοή κι ο μυστικισμός. Πρέπει να συμφωνήσετε μαζί μου ότι η χριστιανική θρησκεία, λόγου χάρη, ωφέλησε μονάχα τους πλούσιους και τους αφεντάδες γιατί μ' αυτήν μπορέσανε και κρατήσανε στη σκλαβιά τις κατώτερες τάξεις. Ψέματα;

— Αχ, ξέρω πού τα διαβάσατε όλ' αυτά. Σίγουρα κάποιος θα σας δασκάλεψε! αναφώνησε ο Αλιόσα.

— Μα γιατί νομίζετε πως είναι απαραίτητο να τα 'χω διαβάσει; Κανένας δε με δασκάλεψε. Μπορώ και μόνος μου... Κι αν θέλετε να ξέρετε, εγώ εκτιμάω πολύ το Χριστό. Αυτός ήταν μια προσωπικότητα με μεγάλο ανθρωπισμό κι αν ζούσε στην εποχή μας θα πήγαινε αμέσως με το μέρος των επαναστατών, ίσως μάλιστα να 'παιζε σημαντικό ρόλο στο κίνημα... Σίγουρα έτσι θα γινόταν.

— Πού τα ψαρέψατε, πού τα ψαρέψατε λοιπόν όλ' αυτά; Με ποιον βλάκα μπλέξατε; φώναξε ο Αλιόσα.

— Γιατί κάνετε έτσι; Η αλήθεια δεν κρύβεται. Δε λέω, τυχαίνει να κουβεντιάζω συχνά με τον κύριο Ρακίτιν μα... Αυτό, καθώς λένε, το 'πε κι ο γερο-Μπιελίνσκη ακόμα.

— O Μπιελίνσκη; Δε θυμάμαι. Δεν το 'χει γράψει πουθενά αυτό.

— Κι αν δεν το 'γραψε, λένε πως το 'πε. Αυτό μου το 'λεγε κάποιος... Μα τι σημασία έχει...

— Το Μπιελίνσκη τον διαβάσατε;

— Βλέπετε... όχι... δε διάβασα και πολύ, μα... το μέρος όπου μιλάει για την Τατιάνα κι εξηγεί γιατί δεν πήγε με τον Ονιέγκιν, το διάβασα.

— Δεν πήγε με τον Ονιέγκιν; Μα πώς λοιπόν; Τα... καταλαβαίνετε αυτά;

— Καθώς βλέπω, νομίζετε πως είμαι παιδί ακόμα, όπως ο Σμούροβ, είπε ερεθισμένος ο Κόλια. Όμως μη νομίσετε δα πως είμαι και τόσο πολύ επαναστάτης. Πολύ συχνά διαφωνώ με τον κύριο Ρακίτιν. Αν μίλησα τώρα για την Τατιάνα, αυτό δε θα πει πως είμαι οπαδός της χειραφέτησης των γυναικών. Παραδέχομαι πως η γυναίκα είναι ένα πλάσμα υποτελές, που πρέπει να υπακούει. Les femmes tricottent, (οι γυναίκες πλέκουν) όπως είπε κι ο Ναπολέων, είπε ο Κόλια και χασκογέλασε, άγνωστο γιατί. Σ' αυτό τουλάχιστο συμφωνώ απόλυτα μ' αυτόν τον ψευτομεγάλο άντρα. Ακόμα νομίζω λόγου χάρη πως είναι ποταπό να το σκάει κανείς απ' την πατρίδα του και να πηγαίνει στην Αμερική. Τι λέω; Είναι κάτι χειρότερο ακόμα: Είναι ανόητο. Γιατί να πάει κανείς στην Αμερική όταν και στη χώρα μας μπορεί να κάνει καλό στην ανθρωπότητα; Ιδιαίτερα τώρα που υπάρχει πρόσφορο έδαφος για γόνιμη δράση. Αυτό τους είπα.

— Τι τους είπατε; Σε ποιους; Μπας και σας πρότεινε κανείς να πάτε στην Αμερική;

— Ομολογώ πως με παρακινούσαν, όμως εγώ αρνήθηκα. Αυτό, φυσικά, πρέπει να μείνει μεταξύ μας, Καραμάζοβ, ακούτε; Σε κανένα μην το πείτε. Μονάχα εσείς το μάθατε. Δεν έχω καμιά όρεξη να πέσω στα νύχια του Τρίτου Τμήματος *(Τρίτο Τμήμα της Τσαρικής Καγκελαρίας, που είχε σαν αποκλειστική αρμοδιότητα την παρακολούθηση των πολιτικών αδικημάτων και ήταν εγκατεστημένο κοντά στην Κρεμαστή Γέφυρα.) και να παίρνω μαθήματα στην Κρεμαστή Γέφυρα.

Θα θυμάσαι το κονάκι

πλάι στο Κρεμαστό Γεφύρι.

Θυμάστε; Είναι θαυμάσιο. Γιατί γελάτε; Μήπως νομίζετε πως σας είπα ψέματα; («Και τι θα γίνει αν θα μάθει πως στο ντουλάπι του πατέρα μου έχω μονάχα ένα τεύχος κείνου του περιοδικού, της Καμπάνας, και δεν έχω διαβάσει τίποτ' άλλο γι' αυτά τα ζητήματα;» Σκέφτηκε για μια στιγμή ο Κόλια κι ανατρίχιασε).

— Αχ, όχι, δε γελάω και καθόλου δεν το νομίζω πως μου 'πατε ψέματα. Όμως γι' αυτό ίσα-ίσα θλίβομαι που, αλίμονο, όλα όσα είπατε είναι αληθινά! Όμως πέστε μου, έχετε διαβάσει Πούσκιν; Τον Ονιέγκιν... Μόλις τώρα μου λέγατε για την Τατιάνα...

— Όχι, δεν τον διάβασα ακόμα, μα θέλω να τον διαβάσω. Εγώ δεν έχω προκαταλήψεις, Καραμάζοβ, θέλω ν' ακούσω και τη μια και την άλλη πλευρά. Γιατί με ρωτήσατε;

— Έτσι.

— Για πέστε μου, Καραμάζοβ, με περιφρονείτε πολύ; είπε ξάφνου ο Κόλια και τέντωσε το κορμί του σα να ετοιμαζόταν για άμυνα. Κάντε μου τη χάρη να μου το πείτε χωρίς περιστροφές.

— Αν σας περιφρονώ; είπε ο Αλιόσα και τον κοίταξε απορημένος. Μα γιατί λοιπόν; Θλίβομαι μονάχα που μια τόσο υπέροχη φύση σαν τη δική σας, που δεν άρχισε καν να ζει, έχει κιόλας διαστραφεί μ' όλες τις χοντροκομμένες ανοησίες.

— Μην ανησυχείτε για μένα, τον διέκοψε ο Κόλια που 'χε κολακευτεί απ' τα λόγια του Αλιόσα. Όμως είμαι καχύποπτος. Ναι, ηλίθια, άγαρμπα καχύποπτος. Αυτό είν' αλήθεια. Τώρα μόλις χαμογελάσατε και μου φάνηκε πως ίσως...

— Αχ, μα εγώ χαμογέλασα για εντελώς άλλο λόγο. Να γιατί: Δεν είναι πολύς καιρός που διάβασα μια γνώμη, ενός Γερμανού που έχει ζήσει στη Ρωσία, για τη σύγχρονη σπουδάζουσα νεολαία μας. «Δείξτε», γράφει, «σ' ένα Ρώσο μαθητή που δεν έχει ιδέα από αστερισμούς το χάρτη τ' ουρανού κι αυτός αύριο κιόλας θα σας τον επιστρέψει διορθωμένο». Ήθελε να πει δηλαδή πως οι Ρώσοι μαθητές δεν ξέρουν τίποτα κι όμως έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους.

— Αχ, μα αυτό είναι ολότελα σωστό! είπε γελώντας ο Κόλια. Σωστότατο. Πέτυχε διάνα! Μπράβο του του Γερμανού! Όμως θα πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν είδε και τα καλά αυτής της κατάστασης. Τι λέτε και σεις; Ας έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας. Αυτό προέρχεται απ' τη μικρή μας ηλικία και θα διορθωθεί, αν βέβαια χρειαστεί να διορθωθεί. Όμως το ανεξάρτητο πνεύμα που αποχτάμε απ' τα παιδικά μας ακόμα χρόνια; Το θάρρος της γνώμης και των πεποιθήσεων; Όλ' αυτά δε σας λένε τίποτα; Ή, μήπως προτιμάτε τη δική τους υποταγή στις αυθεντίες; Όμως, όπως και να 'ναι, ωραία το είπε ο Γερμανός! Μπράβο, Γερμανέ! Μα παρ' όλ' αυτά τους Γερμανούς πρέπει να τους πνίξουμε. Ας είναι όσο θέλουν δυνατοί στις επιστήμες, όμως τους αξίζει να τους πνίξουμε...

— Μα γιατί να τους πνίξουμε λοιπόν; είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα.

— Ας είναι, φαίνεται πως είπα μια ανοησία, το παραδέχομαι. Είμαι κάποτε τρομερά παιδί. Κι όταν είμαι χαρούμενος για κάτι δεν μπορώ να συγκρατηθώ κι είμαι έτοιμος να ξεφουρνίσω του κόσμου τις ανοησίες. Μα για σταθείτε. Καθόμαστε, δω πέρα και φλυαρούμε για όλ' αυτά τ' ασήμαντα πράματα, όμως ο γιατρός δε λέει να βγει από κει μέσα. Ίσως όμως να εξετάσει και τη «μητερούλα» και την παράλυτη Νίνοτσκα. Ξέρετε, αυτή η Νίνοτσκα μ' άρεσε. Όταν έβγαινα μου ψιθύρισε: «Γιατί δεν ερχόσαστε τόσον καιρό;» Κι η φωνή της είχε έναν τόνο επίπληξης. Νομίζω πως είναι πολύ καλόκαρδη και τη συμπονάει κανείς τόσο!

— Ναι, ναι! Τώρα που θα 'ρχεστε θα δείτε τι καλή που είναι. Θα σας ωφελήσει πολύ να γνωριστείτε με κάτι τέτοιους ανθρώπους, για να μάθετε να εκτιμάτε μερικά πράματα που θα τα καταλάβετε μονάχα όταν κάνετε παρέα μ' αυτούς, είπε με θέρμη ο Αλιόσα. Θα γίνετε άλλος άνθρωπος.

— Ω, πόσο λυπάμαι κι ελεεινολογώ τον εαυτό μου που δεν ήρθα πιο πριν! αναφώνησε πικραμένα ο Κόλια.

— Ναι, κρίμα! Το είδατε και μόνος σας πόσο χάρηκε ο καημένος ο μικρούλης! Πόσο υπόφερε περιμένοντάς σας!

— Μη μου τα θυμίζετε! Με πληγώνετε. Μα νομίζω πως μου αξίζει: Αν δεν ερχόμουν αυτό το 'κανα από εγωισμό κι από μια ποταπή αυταρχικότητα· σ' όλη μου τη ζωή προσπαθώ ν' απαλλαγώ απ' αυτά μα δεν τα καταφέρνω. Τώρα το βλέπω. Είμαι παλιάνθρωπος σε πολλά, Καραμάζοβ!

— Όχι, είσαστε μια θαυμάσια φύση αν και διεστραμμένη και καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί είχατε τόση επίδραση σ' αυτό το ευγενικό και παθολογικά αισθαντικό αγόρι!, απάντησε φλογερά ο Αλιόσα.

— Εμένα μου τα λέτε αυτά; φώναξε ο Κόλια. Και γω νόμιζα, (ακόμα και τώρα μου πέρασε κάμποσες φορές αυτή η σκέψη) πως με περιφρονείτε! Ω, αν ξέρατε πόση σημασία δίνω στη γνώμη σας!

— Ώστε στ' αλήθεια λοιπόν είσαστε τόσο φιλύποπτος; Σ' αυτή την ηλικία! Τότε που διηγόσαστε μέσα στο δωμάτιο —θα το πιστέψετε; Σκέφτηκα αμέσως πως είστε εξαιρετικά φιλύποπτος.

— Αλήθεια; Το σκεφτήκατε; Είστε πολύ παρατηρητικός. Κόβω το κεφάλι μου πως τούτη η σκέψη σάς πέρασε απ' το νου τη στιγμή που διηγόμουνα για τη χήνα. Σε κείνο ίσα-ίσα το σημείο φαντάστηκα πως με κοιτάτε με βαθιά περιφρόνηση γιατί θέλησα να κάνω τον καμπόσο. Και τότε ξαφνικά σας μίσησα κι άρχισα να λέω ανοησίες. Το ίδιο φαντάστηκα και δω πέρα τη στιγμή που 'λεγα πως «αν δεν υπήρχε Θεός, θα 'πρεπε να τον εφεύρουμε». Σκέφτηκα τότε πως βιάζομαι πολύ να επιδείξω τις γνώσεις μου, μια και τη φράση αυτή την έχω διαβάσει σε κάποιο βιβλίο. Μα σας ορκίζουμαι πως δε βιαζόμουνα να σας επιδείξω αυτά που ξέρω από ματαιοδοξία, μα κι έτσι, και γω δεν ξέρω καλά-καλά γιατί, απ' τη χαρά μου ίσως, μα το Θεό, απ' τη χαρά μου θα 'γινε... αν και το ξέρω πολύ καλά πως είναι ντροπή να ενοχλείς τους άλλους μόνο και μόνο επειδή εσύ είσαι χαρούμενος. Όμως τώρα είμαι βέβαιος πως δε με περιφρονείτε κι όλ' αυτά ήταν δικές μου φαντασίες. Ω, Καραμάζοβ, είμαι πολύ δυστυχισμένος. Φαντάζομαι καμιά φορά, ένας Θεός ξέρει τι, να, πως τάχα όλοι γελάνε μαζί μου, όλος ο κόσμος και τότε είμ' έτοιμος ν' ανατρέψω όλη την τάξη των πραγμάτων.

— Και βασανίζετε τους γύρω σας; είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα.

— Και βασανίζω τους γύρω μου, ιδιαίτερα τη μητέρα μου. Πέστε μου, Καραμάζοβ, είμαι πολύ γελοίος αυτή τη στιγμή;

— Μα μην το σκέφτεστε αυτό, μην το σκέφτεστε καθόλου! αναφώνησε ο Αλιόσα. Μα και τι θα πει γελοίος; Μήπως τάχα είναι λίγες οι φορές που ο άνθρωπος είναι ή φαίνεται γελοίος; Τώρα τελευταία όλοι οι άνθρωποι που 'χουν κάποιες ικανότητες φοβούνται μήπως φανούν γελοίοι κι έτσι γίνονται δυστυχισμένοι. Το μόνο που μου κάνει εντύπωση είναι που αρχίσατε να το αισθάνεστε τόσο νωρίς αν και, για να λέμε την αλήθεια, δεν είστε ο μόνος που έχω δει ως τα τώρα. Και τα παιδιά ακόμα αρχίσανε να υποφέρουν απ' αυτό. Καταντάει τρέλα σχεδόν. Μέσα σ' αυτό τον εγωισμό ενσαρκώθηκε ο διάβολος κι έχει καταχτήσει όλη τη γενιά μας. Ναι, ο διάβολος, πρόσθεσε ο Αλιόσα χωρίς να χαμογελάσει καθόλου, όπως νόμιζε ο Κόλια που τον κοίταζε επίμονα. Είσαστε και σεις όπως όλοι, συμπέρανε ο Αλιόσα. Δηλαδή όπως οι πολλοί, όμως δεν πρέπει να 'μαστε όπως όλοι.

— Κι αν ακόμα όλοι είναι έτσι;

— Ναι, κι αν ακόμα όλοι είναι έτσι. Και μόνος αν πρόκειται να μείνετε, να είσαστε αλλιώτικος. Μα και στ' αλήθεια δεν είσαστε σαν τους άλλους. Να, τώρα μόλις δε ντραπήκατε να παραδεχτείτε μερικά σας ελαττώματα, ακόμα και μερικές σας γελοιότητες. Και ποιος τα ομολογεί αυτά σήμερα; Κανένας. Ούτε καν νιώθουν την ανάγκη να κάνουν αυτοκριτική. Να είστε λοιπόν αλλιώτικος απ' τους άλλους και δεν έχει καμιά σημασία αν πρόκειται να μείνετε μόνος.

— Θαυμάσια! Δεν έπεσα έξω όταν πίστευα πως θα μπορέσετε να με παρηγορήσετε. Ω, πόσο επιθυμούσα να σας γνωρίσω, Καραμάζοβ! Πόσον καιρό επιζητούσα να σας συναντήσω! Είναι αλήθεια πως με σκεφτόσαστε και σεις; Πριν από λίγο είπατε πως και σεις με σκεφτόσαστε.

— Ναι, άκουσα να μιλάνε για σας και σας σκεφτόμουνα... και, αν και με ρωτήσατε από φιλαυτία, όμως αυτό δεν είναι κακό.

— Ξέρετε, Καραμάζοβ, έχω την εντύπωση πως η εξήγησή μας μοιάζει με ερωτική εξομολόγηση, πρόφερε ο Κόλια με αδυνατισμένη και ντροπαλή φωνή. Δεν είναι γελοίο αυτό, δεν είναι γελοίο;

— Καθόλου δεν είναι γελοίο, μα και γελοίο να 'τανε δεν πειράζει γιατί είναι ωραίο, είπε ο Αλιόσα μ' ένα φωτεινό χαμόγελο.

— Κι όμως, Καραμάζοβ, πρέπει να παραδεχτείτε πως και σεις ντρέπεστε τώρα λιγάκι... Το βλέπω στα μάτια σας, είπε ο Κόλια και χαμογέλασε πονηρά και σχεδόν ευτυχισμένα.

— Γιατί να ντρέπομαι;

— Τότε γιατί κοκκινίσατε;

— Εσείς με κάνατε και κοκκίνισα! γέλασε ο Αλιόσα και πραγματικά έγινε κατακόκκινος. Ναι, δε λέω, ντρέπομαι λιγάκι, ένας Θεός ξέρει γιατί, δεν ξέρω γιατί, ψέλλισε ο Αλιόσα κάπως σα να τα 'χε λίγο χαμένα.

— Ω, πόσο σας αγαπώ και πόσο σας εκτιμώ αυτή τη στιγμή επειδή και σεις ντρέπεστε για κάποιον ανεξήγητο λόγο! Γιατί και σεις είσαστε σαν και μένα! φώναξε ενθουσιασμένος ο Κόλια. Τα μάγουλά του είχαν φλογιστεί, τα μάτια του αστράφτανε.

— Ακούστε, Κόλια, εδώ που τα λέμε θα δυστυχήσετε πολύ στη ζωή σας, είπε ξάφνου ο Αλιόσα χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει γιατί.

— Το ξέρω, το ξέρω. Πώς τα μαντεύετε όλα! επιβεβαίωσε αμέσως ο Κόλια.

— Όμως γενικά θ' αγαπήσετε τη ζωή.

— Ακριβώς! Ζήτω! Είσαστε προφήτης! Ω, εμείς οι δυο θα ταιριάξουμε, Καραμάζοβ. Ξέρετε, αυτό που μ' ενθουσιάζει περισσότερο απ' όλα είναι που μου φέρνεστε σα να 'μουνα εντελώς ίσος σας. Όμως δεν είμαστε ίσοι, καθόλου δεν είμαστε ίσοι, εσείς είσαστε ανώτερος. Όμως θα ταιριάξουμε. Όλο τον τελευταίο μήνα έλεγα: «Ή, θα γίνουμε αμέσως φίλοι αχώριστοι, ή απ' την πρώτη κιόλας φορά θα χωρίσουμε εχθροί μέχρι τάφου!»

— Και λέγοντάς τα αυτά, μ' αγαπούσατε βέβαια! είπε ο Αλιόσα γελώντας χαρούμενα.

— Σας αγαπούσα, σας αγαπούσα τρομερά, σας αγαπούσα και σας σκεφτόμουνα! Πώς τα μαντεύετε όλα; Μπα, να κι ο γιατρός.

Θεέ μου, τι θα πει άραγε; Κοιτάτε το πρόσωπό του!