×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 10. V. Στο προσκέφαλο του Ηλιούσα

10. V. Στο προσκέφαλο του Ηλιούσα

Στο γνωστό μας πια δωμάτιο όπου ζούσε η οικογένεια του απόστρατου λοχαγού Σνεγκιριόβ, βρίσκονταν κείνη την ώρα πολλά παιδιά, έτσι που ήταν στενάχωρα και πνιχτικά. Όλ' αυτά τα παιδιά, όπως κι ο Σμούροβ, δε θα παραδέχονταν ποτέ πως ο Αλιόσα τους συμφιλίωσε με τον άρρωστο, όμως αυτό ακριβώς είχε γίνει. O Αλιόσα τα κατάφερε να γίνει η συμφιλίωση χωρίς «αισθηματικότητες» έτσι που κανένα παιδί δεν κατάλαβε πως όλα ήταν προσχεδιασμένα. Απεναντίας, είχαν την εντύπωση πως τα πράματα ήρθαν μόνα τους έτσι, με τον πιο φυσικό τρόπο. Για τον Ηλιούσα ήταν μεγάλη ανακούφιση αυτό. Βλέποντας τώρα τη φιλία όλων αυτών των αγοριών που πρώτα ήταν εχθροί του, είχε συγκινηθεί τρομερά. Μονάχα ο Κρασότκιν έλειπε, κι αυτό τον στεναχωρούσε πολύ. Η πιο πικρή ανάμνηση του Ηλιούσα ήταν εκείνο ίσα-ίσα το επεισόδιο με τον Κόλια. O Κρασότκιν ήταν ο μοναδικός φίλος κι υπερασπιστής του κι όμως αυτός τον χτύπησε με το σουγιά. O εξυπνούλης Σμούροβ, που ήταν ο πρώτος που 'ρθε και συμφιλιώθηκε, το καταλάβαινε καλά αυτό. Μα ο Κρασότκιν, όταν ο Σμούροβ τού είπε πως ο Αλιόσα θέλει να τον δει «για μια σπουδαία υπόθεση», απάντησε να πει στον «Καραμάζοβ» πως ξέρει και μόνος του τι πρέπει να κάνει, πως δεν έχει ανάγκη από κανενός τη συμβουλή και πως αν θα πάει στο σπίτι του άρρωστου αυτό θα το κάνει όποτε θέλει αυτός γιατί έχει «το σχέδιό του»... Όλ' αυτά γίνανε κάπου δυο βδομάδες πριν απ' αυτή την Κυριακή. Να γιατί δεν πήγε ο Αλιόσα στο σπίτι του όπως το 'χε σκοπό. Η αλήθεια είναι πως έστειλε το Σμούροβ άλλες δυο φορές. Μα και τις δυο αυτές φορές ο Κρασότκιν αρνήθηκε κατηγορηματικά κι απότομα και παράγγειλε στον Αλιόσα πως αν θα 'ρθει να τον πάρει τότε ποτέ δε θα πάει στον Ηλιούσα και πως καλά θα κάνει να τον ξεφορτώνεται. Ακόμα κι ο Σμούροβ δεν ήξερε ως την προηγούμενη μέρα πως ο Κόλια είχε αποφασίσει να επισκεφτεί τον Ηλιούσα κείνο το πρωί. Το Σάββατο το βράδυ του είπε ξερά να τον περιμένει το πρωί στο σπίτι του γιατί θα πηγαίνανε μαζί στου Σνεγκιριόβ, μα να μην τολμήσει να το πει σε κανέναν αυτό γιατί θέλει να φανεί πως πήγε τυχαία. O Σμούροβ υπάκουσε. O ίδιος ο Σμούροβ είχε ελπίσει πως ο Κρασότκιν θα ξανάβρισκε το χαμένο Ζούτσκα γιατί μια φορά του 'χε πει:

«Γαϊδούρια σωστά θα 'ναι όλοι τους αν δεν μπορέσουν να βρουν ένα σκυλί, αν βέβαια δεν έχει ψοφήσει».

Μα όταν ύστερα από κάμποσες μέρες ο Σμούροβ τον ξαναρώτησε δειλά γι' αυτό το ζήτημα ο Κόλια, θύμωσε τρομερά. «Τόσο γάιδαρος νομίζεις πως είμαι που θα κάθομαι να γυρεύω ξένα σκυλιά σ' όλη την πολιτεία, όταν έχω τον Περεζβόν; Και μήπως τάχα υπάρχει καμιά ελπίδα να 'μεινε ζωντανό ένα σκυλί που κατάπιε μιαν ολάκερη καρφίτσα; Όλ' αυτά είναι αισθηματικότητες και τίποτ' άλλο!»

Ήταν κιόλας δυο βδομάδες που ο Ηλιούσα δε σηκωνόταν πια απ' το κρεβατάκι του που βρισκόταν στη γωνιά, κάτω απ' τα εικονίσματα. Απ' την ημέρα του πετροπόλεμου, όταν δάγκωσε το δάχτυλο του Αλιόσα, δεν ξαναπήγε στο σχολείο. Αρρώστησε την ίδια κείνη μέρα κι έναν ολόκληρο μήνα δεν έβγαινε καθόλου απ' το σπίτι, μονάχα πού και πού σηκωνόταν και περπατούσε λίγο στο δωμάτιο. Στο τέλος αδυνάτισε τόσο που χωρίς τη βοήθεια του πατέρα του δεν μπορούσε να περπατήσει. O πατέρας του έτρεμε γι' αυτόν, δεν έπινε καθόλου πια, τα 'χε σχεδόν χαμένα απ' το φόβο πως θα πεθάνει το παιδάκι του. Συχνά —τις περισσότερες φορές αφού έκανε με τον Ηλιούσα μια μικρή βόλτα στο δωμάτιο υποβαστάζοντάς τον και τον ξαναπλάγιαζε ύστερα στο κρεβατάκι του— έβγαινε ξαφνικά στο διάδρομο, χωνόταν σε μια σκοτεινή γωνιά κι ακουμπώντας το μέτωπο στον τοίχο άρχιζε να κλαίει με αναφιλητά, προσπαθώντας να πνίξει τις φωνές του για να μην τον ακούσει ο Ηλιούσετσκα.

Όταν γύριζε στο δωμάτιο, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διασκεδάσει τ' αγόρι του, του διηγόταν παραμύθια, αστεία ανέκδοτα, ή παράσταινε διάφορους κωμικούς τύπους που του 'τυχε άλλοτε να συναντήσει, ακόμα μιμούνταν κι αστεία ουρλιάσματα και φωνές ζώων. Μα του Ηλιούσα δεν του άρεσε και πολύ να βλέπει τον πατέρα του να κάνει το γελωτοποιό. Προσπαθούσε να μην του δείξει πως αυτό τον δυσαρεστεί, όμως ένιωθε βαθύ πόνο που ο πατέρας του είναι ταπεινωμένος και θυμόταν πάντα το «ξέφτι» και κείνη τη » φοβερή μέρα». Και της γλυκιάς κι ανάπηρης Νίνοτσκας, της αδερφούλας του Ηλιούσκα, δεν της άρεσε να βλέπει τον πατέρα της να κάνει αυτά τ' αστεία (η Βαρβάρα Νικολάγιεβνα ήταν καιρός που 'χε φύγει για την Πετρούπολη για τις σπουδές της), όμως η βλαμμένη μητερούλα διασκέδαζε τρομερά και γέλαγε με την καρδιά της όταν ο άντρας της παράσταινε κάτι ή έκανε κωμικές χειρονομίες. Αυτό μονάχα την ησύχαζε κάπως. Όλο τον άλλο καιρό γκρίνιαζε κι έλεγε πως όλοι την ξεχάσανε, πως κανένας πια δεν τη σέβεται, πως την προσβάλανε κ.τ.λ, κ.τ.λ. Μα τις τελευταίες μέρες κι αυτή ακόμα είχε αλλάξει ξαφνικά. Όλο και περισσότερο κοίταζε τη γωνιά του Ηλιούσα κι έμενε σκεφτική. Σώπαινε, καθόταν ήσυχη, κι αν άρχιζε να κλαίει, έκλαιγε σιγανά για να μην την ακούνε. O λοχαγός πρόσεξε αυτή την αλλαγή της με πικρή απορία. Οι επισκέψεις των παιδιών στην αρχή δεν της άρεσαν καθόλου, την ερέθιζαν μονάχα, μα σε λίγο οι χαρούμενες φωνές τους κι οι ζωηρές διηγήσεις τους άρχισαν να τη διασκεδάζουν, τόσο που αν έπαυαν τα παιδιά να 'ρχονται, σίγουρα θα έπληττε τρομερά. Όταν τα παιδιά διηγόνταν τίποτα ή παίζανε, αυτή γελούσε και χτυπούσε παλαμάκια. Καμιά φορά φώναζε κανένα παιδί και το φιλούσε. Το Σμούροβ τον αγάπησε περισσότερο απ' όλους. Όσο για το λοχαγό, αυτός ήταν καταχαρούμενος κι ενθουσιασμένος και βλέποντας πως τα παιδιά έρχονται για να διασκεδάσουν τον Ηλιούσα, άρχισε να ελπίζει πως ο Ηλιούσα δεν θα 'ναι πια τόσο λυπημένος κι ίσως έτσι να γίνει γρηγορότερα καλά. Ως την τελευταία στιγμή, παρ' όλο που έτρεμε από φόβο για την τύχη του αγοριού του, δεν αμφέβαλλε πως κάτι θα συμβεί κι η αρρώστια του Ηλιούσα θα περνούσε έτσι ξαφνικά. Υποδεχόταν τους μικρούς μουσαφήριδες με ευλάβεια σχεδόν, τους περιποιόταν, ήταν πρόθυμος να τους αφήσει να τον καβαλάνε κι αυτός να περπατάει με τα τέσσερα. Πραγματικά, άρχισε κιόλας να το κάνει, μα του Ηλιούσα δεν του άρεσαν αυτά τα παιχνίδια και τα παράτησαν. Τους αγόραζε γλυκίσματα, τσουρεκάκια, καρύδια, έψηνε τσάι, έφτιαχνε σάντουιτς. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε πως όλο αυτό το διάστημα τα λεφτά δεν του έλειπαν. Κείνα τα διακόσια ρούβλια της Κατερίνας Ιβάνοβνας στο τέλος τα δέχτηκε, όπως ακριβώς το 'χε προβλέψει ο Αλιόσα. Αργότερα, όταν η Κατερίνα Ιβάνοβνα έμαθε περισσότερες λεπτομέρειες για τη κατάστασή τους και την αρρώστια του Ηλιούσα, τους επισκέφτηκε κι η ίδια, γνωρίστηκε μ' όλη την οικογένεια και τα κατάφερε να γοητέψει ακόμα και τη μισότρελη γυναίκα του λοχαγού. Από τότε τους έδινε συνεχώς λεφτά κι ο λοχαγός, τρομοκρατημένος απ' τη σκέψη πως θα πεθάνει τ' αγόρι του, ξέχασε την παλιά του ακαταδεξιά και δεχόταν ταπεινά τα βοηθήματα. Όλο αυτό το διάστημα ο γιατρός Χερτσενστούμπε επισκεφτόταν ταχτικά μέρα παρά μέρα τον άρρωστο κατ' εντολήν της Κατερίνας Ιβάνοβνας, όμως τα αποτελέσματα ήταν πολύ πενιχρά αν και του 'δινε μπόλικα φάρμακα όλων των ειδών. Όμως κείνη ακριβώς τη μέρα, δηλαδή την Κυριακή το πρωί, ο λοχαγός περίμενε έναν άλλο γιατρό απ' τη Μόσχα που τον θεωρούσαν κει πέρα διασημότητα. Τον είχε φέρει ειδικά η Κατερίνα Ιβάνοβνα πληρώνοντάς τον αδρά όχι για τον Ηλιούσετσκα μα για κάποιον άλλο σκοπό που θα μιλήσουμε γι' αυτόν παρακάτω. Όμως μια κι ήρθε τον παρακάλεσε να επισκεφτεί και τον Ηλιούσετσκα αφού πρώτα ειδοποίησε το λοχαγό. Μα για τον ερχομό του Κόλια Κρασότκιν ο Σνεγκιριόβ δεν ήξερε τίποτα, αν κι από καιρό τώρα ανυπομονούσε να 'ρθει επιτέλους αυτό το παιδί που τόσο λαχταρούσε να δει ο Ηλιούσα του. Τη στιγμή που ο Κρασότκιν άνοιξε την πόρτα, όλοι, ο λοχαγός και τα παιδιά, είχαν μαζευτεί κοντά στο κρεβατάκι του αρρώστου και περιεργάζονταν το μικρούτσικο κουτάβι που μόλις χτες είχε γεννηθεί, μα που ο λοχαγός το 'χε παραγγείλει εδώ και μια βδομάδα για να παρηγορήσει τον Ηλιούσετσκα που όλο και θλιβόταν για το χαμό του Ζούτσκα που τώρα πια θα 'χε ψοφήσει. Μα ο Ηλιούσα, που χε μάθει εδώ και τρεις μέρες πως θα του φέρουν ένα μικρούλικο σκυλάκι και μάλιστα όχι συνηθισμένο μα πραγματικό μολοσσό (πράγμα που 'χε βέβαια μεγάλη σημασία), αν κι έδειχνε από λεπτότητα πως χαίρεται για το δώρο, όλοι τους, κι ο πατέρας και τα παιδιά, το κατάλαβαν αμέσως πως τούτο το σκυλάκι ίσως να του θύμισε ακόμα περισσότερο το Ζούτσκα που αυτός τόσο άσπλαχνα τον τυράννησε. Το κουτάβι πάσκιζε να μπουσουλήσει πάνω στο κρεβάτι κι αυτός το χάιδευε με το αδύνατο, χλομό, λιπόσαρκο χέρι του, χαμογελώντας πονεμένα. Το 'βλεπε κανείς πως το σκυλάκι τού άρεσε πολύ μα... όπως και να 'ναι, δεν ήταν ο Ζούτσκα, καλύτερα να 'ταν ο Ζούτσκα κι αν είχε το Ζούτσκα και το κουτάβι μαζί, τότε πια θα 'ταν ολότελα ευτυχισμένος.

— O Κρασότκιν! φώναξε ξαφνικά ένα παιδί που είδε πρώτο τον Κόλια.

Έγινε κάποια ταραχή, τα παιδιά παραμέρισαν αφήνοντας να φανεί ο Ηλιούσα. O λοχαγός όρμησε να υποδεχτεί τον Κόλια.

— Περάστε, καλώς ορίσατε... ακριβέ μας επισκέπτη! άρχισε να του λέει. Ηλιούσετσκα, ο κύριος Κρασότκιν ήρθε να σ' επισκεφτεί.

Μα ο Κρασότκιν, αφού τον χαιρέτησε βιαστικά, έδειξε αμέσως και τους καλούς του τρόπους. Γύρισε πρώτα-πρώτα προς το μέρος της γυναίκας του λοχαγού, που καθότανε στην πολυθρόνα της (κείνην ακριβώς τη στιγμή γκρίνιαζε τρομερά γιατί τα παιδιά μαζευτήκανε μπροστά στο κρεβατάκι του Ηλιούσετσκα και δεν την άφηναν να δει το σκυλάκι), και με μεγάλη ευγένεια υποκλίθηκε μπροστά της. Ύστερα γύρισε και στη Νίνοτσκα και τη χαιρέτησε με τον ίδιο τρόπο. Αυτό το ευγενικό φέρσιμο έκανε εξαιρετικά ευχάριστη εντύπωση στην άρρωστη κυρία.

— Ένας καλοαναθρεμμένος νέος φαίνεται αμέσως, είπε αυτή δυνατά. Αν πεις και για τους άλλους μας επισκέπτες, αυτοί έρχονται καβάλα ο ένας πάνω στον άλλον.

— Τι λες, μητερούλα; Πώς έτσι, ο ένας πάνω στον άλλον; ψέλλισε ο λοχαγός χαδιάρικα μα και κάπως φοβισμένος γιατί η μητερούλα θα μπορούσε να κάνει ολόκληρη φασαρία.

— Μα ναι, έτσι μπαίνουν. Καβαλικεύουν ο ένας τον άλλον στο διάδρομο και εμφανίζονται έτσι στην πόρτα μιας καθωσπρέπει οικογένειας σαν τη δική μας. Και τους λες επισκέπτες εσύ κάτι τέτοιους;

— Μα ποιον είδες λοιπόν, μητερούλα, να μπαίνει έτσι όπως λες;

— Να, κείνο εκεί το παιδί μπήκε καβάλα σε κείνο, και κείνο κει σε κείνο...

Μα ο Κόλια στεκόταν κιόλας κοντά στο κρεβατάκι του Ηλιούσα. O άρρωστος χλόμιασε. Ανασηκώθηκε ακουμπώντας στο μαξιλάρι του και κοίταζε επίμονα, πολύ επίμονα τον Κόλια. Αυτός είχε κάπου δυο μήνες να δει το μικρό του φίλο και τώρα σταμάτησε κατάπληκτος μπροστά του. Ποτέ δε φανταζόταν πως θα 'βλεπε ένα τόσο αδυνατισμένο και χλομιασμένο προσωπάκι όπου τα μάτια καίγανε απ' τον πυρετό και φαίνονταν πολύ μεγάλα, και χεράκια τόσο διάφανα. Με πικρή κατάπληξη παρατήρησε πως η ανάσα του Ηλιούσα ήταν δύσκολη και λαχανιασμένη και τα χείλη του στεγνά. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του και του 'δωσε το χέρι. Τα 'χε σχεδόν ολότελα χαμένα.

— Λοιπόν, γέρο... πώς τα πας; πρόφερε.

Μα η φωνή του έσπασε, ο τόνος της αφέλειας κόπηκε, το πρόσωπό του άλλαξε ξάφνου έκφραση, τα χείλη του άρχισαν να τρεμουλιάζουν στις άκρες. O Ηλιούσα τού χαμογελούσε αρρωστημένα, μη μπορώντας ακόμα να προφέρει λέξη. O Κόλια σήκωσε ξαφνικά το χέρι του και χάιδεψε για κάποιον ανεξήγητο λόγο τα μαλλιά του Ηλιούσα.

— Δεν είναι τίποτα! του είπε σιγά σα να 'θελε να του δώσει θάρρος, μα ίσως κι ο ίδιος να μην ήξερε γιατί το είπε.

Για λίγο ξανάγινε και πάλι σιωπή.

— Τι βλέπω κει; Έχεις καινούργιο κουταβάκι; ρώτησε ξάφνου ο Κόλια με την πιο αδιάφορη φωνή.

— Ναι! απάντησε ο Ηλιούσα ψιθυριστά, αναπνέοντας δύσκολα.

— Έχει μαύρη μύτη, θα πει λοιπόν πως είναι άγριο, δαγκωνιάρικο, παρατήρησε ο Κόλια σοβαρά λες και το κουτάβι με τη μαύρη μύτη τον ενδιέφερε περισσότερο από το καθετί.

Κι όλ' αυτά γιατί πάλευε ακόμα με τον εαυτό του και προσπαθούσε να νικήσει τη συγκίνησή του για να μη βάλει τα κλάματα σαν κανένας «μικρός». Κι όμως δεν μπορούσε να βρει την αυτοκυριαρχία του.

— Όταν μεγαλώσει θα πρέπει να τον δένεις με αλυσίδα, ξέρω γω απ' αυτά.

— Θα γίνει τεράστιο σκυλί, φώναξε ένα παιδί απ' την ομάδα.

— Αυτό δα ο καθένας το ξέρει. Μολοσσός δεν είναι; Σα μοσχαράκι θα γίνει, ακούστηκαν ξάφνου πολλές φωνές.

— Σα μοσχαράκι, σωστό μοσχαράκι θα γίνει, είπε πλησιάζοντας βιαστικά ο λοχαγός. Επίτηδες το διάλεξα να 'ναι από τα πιο-πιο άγρια, ο πατέρας κι η μάνα του ήταν αγριόσκυλα και ψηλά... να, τόσα. Μα καθίστε λοιπόν, μπορείτε, αν θέλετε, να κάτσετε δω πέρα στο κρεβατάκι του Ηλιούσα ή και στον πάγκο. Καλώς ορίσατε, ακριβέ μας επισκέπτη, από καιρό σας περιμέναμε... Με τον Αλεξέι Φιοντόροβιτς ήρθατε;

O Κρασότκιν έκατσε στο κρεβατάκι, στα πόδια του Ηλιούσα. Καθώς ερχόταν, ίσως να 'χε σκεφτεί πώς θ' άρχιζε να μιλάει μα τώρα είχε χάσει εντελώς το νήμα.

— Όχι... ήρθα με τον Περεζβόν... Έχω ένα σκυλί που το λένε Περεζβόν. Σλάβικο όνομα. Περιμένει εκεί απ' έξω... αν του σφυρίξω θα ορμήσει στη στιγμή μέσα. Έχω και γω σκυλί, καθώς βλέπεις, είπε γυρίζοντας ξάφνου στον Ηλιούσα. Τον θυμάσαι, γέρο το Ζούτσκα;

Τον ζεμάτισε ξαφνικά μ' αυτή την ερώτηση.

Το προσωπάκι του Ηλιούσετσκα συσπάστηκε. Κοίταξε πονεμένα τον Κόλια. O Αλιόσα που στεκόταν δίπλα στην πόρτα έσμιξε τα φρύδια του κι έκανε κρυφά νόημα στον Κόλια να μη μιλάει για το Ζούτσκα μα εκείνος δεν το πρόσεξε ή έκανε πως δεν το πρόσεξε.

— Πού είναι λοιπόν... ο Ζούτσκα; ρώτησε ο Ηλιούσα με σπασμένη φωνή.

— Άσ' τα, αδερφέ μου! Πάει, χάθηκε ο Ζούτσκα σου!

O Ηλιούσα δεν είπε τίποτα μα ξανακοίταξε και πάλι επίμονα, πολύ επίμονα τον Κόλια. O Αλιόσα, μόλις συνάντησε το βλέμμα του Κόλια, του 'κανε και πάλι νόημα μα εκείνος κοίταξε πάλι αλλού, κάνοντας πως τάχα και τώρα δεν το πρόσεξε.

— Σε κάποια γωνιά θα κρύφτηκε και κει θα ψόφησε. Και πώς να μην ψοφήσει ύστερα από 'ναν τέτοιο μεζέ, έλεγε άσπλαχνα ο Κόλια, μα άρχισε και ο ίδιος για κάποιο λόγο να λαχανιάζει. Όμως εγώ έχω τον Περεζβόν... Σλάβικο όνομα του 'δωσα... Τον έφερα τώρα μαζί μου...

— Δεν τον θέλω! Πρόφερε ξάφνου ο Ηλιούσετσκα.

— Όχι, πρέπει το δίχως άλλο να τον δεις... Θα διασκεδάσεις. Γι' αυτό ακριβώς τον έφερα... Είναι το ίδιο αναμαλλιάρικο σαν και κείνο... Μου επιτρέπετε, καλή μου κυρία, να μπάσω μέσα το σκυλί μου; είπε γυρίζοντας ξαφνικά στην κυρία Σνεγκιριόβα με κάποια ακατανόητη πια ταραχή·

— Δε θέλω, δε θέλω! φώναξε με σπαραγμό στη φωνή του ο Ηλιούσα.

Κάποια μομφή έλαμψε στα μάτια του.

— Ίσως θα 'ταν καλύτερα... βιάστηκε να πει ο λοχαγός και σηκώθηκε απότομα απ' το σεντούκι όπου είχε καθίσει. Ίσως δα να 'ταν καλύτερα... άλλη φορά... τραύλισε.

Μα ο Κόλια επέμενε και φώναξε στο Σμούροβ:

«Σμούροβ, άνοιξε την πόρτα!»

Και μόλις εκείνος την άνοιξε σφύριξε με τη σφυρίχτρα του.

O Περεζβόν όρμησε τρέχοντας στο δωμάτιο.

— Πήδα, Περεζβόν, σούζα! Σούζα!

Άρχισε να ουρλιάζει ο Κόλια και σηκώθηκε όρθιος. Το σκυλί στάθηκε στα πισινά του πόδια μπροστά στο κρεβατάκι του Ηλιούσα. Τότε έγινε κάτι που κανένας δεν το περίμενε. O Ηλιούσα ανατρίχιασε και ξάφνου μετακινήθηκε ολόκληρος προς τα μπρος, έσκυψε προς το μέρος του Περεζβόν και τον κοίταζε σα μαρμαρωμένος.

— Είναι... O Ζούτσκα! φώναξε ξαφνικά κι η φωνή του ράγισε από πόνο κι ευτυχία.

— Αμέ τι νόμιζες; φώναξε μ' όλη του τη δύναμη ο Κρασότκιν με ηχηρή κι ευτυχισμένη φωνή.

Έσκυψε, πήρε το σκυλί κι ανασηκώνοντάς το το πλησίασε στον Ηλιούσα.

— Κοίτα, γέρο, βλέπεις; Το μάτι του είναι στραβό και τ' αριστερό του αυτί σκισμένο, τα ίδια σουσούμια που μου είπες τότε. Απ' αυτά τα σουσούμια τον βρήκα! Τότε αμέσως τον βρήκα, σε λίγες μέρες. Και, ξέρετε, ήταν αδέσποτο, δεν είχε κανένα αφεντικό! εξήγησε γυρίζοντας γρήγορα στον λοχαγό, στη γυναίκα του, στον Αλιόσα κι ύστερα πάλι στον Ηλιούσα. Έμενε στη μάντρα των Φιοντότοβ, όμως εκείνος δεν το τάιζε ποτέ.... Ένα περιπλανώμενο σκυλί που 'χε έρθει από χωριό. Το λοιπόν εγώ το βρήκα... Θα πει λοιπόν, γέρο, πως δεν το κατάπιε τότε το κομμάτι σου. Γιατί αν το κατάπινε σίγουρα θα ψόφαγε, αυτό δε θέλει ούτε συζήτηση! Για να ζει λοιπόν θα πει πως πρόφτασε και το 'φτυσε. Όμως εσύ δεν το πρόσεξες πως το 'φτυσε. Το 'φτυσε, μα τη γλώσσα του την αγκύλωσε γι' αυτό ούρλιαζε όπως ούρλιαζε. Έτρεχε και ούρλιαζε και συ νόμισες πως την κατάπιε την καρφίτσα. Μα ούρλιαζε γιατί τα σκυλιά έχουν πολύ λεπτό δέρμα στο στόμα.... πολύ πιο λεπτό απ' το δέρμα του ανθρώπου! ξεφώνιζε μ' αλλαγμένη φωνή ο Κόλια και το πρόσωπό του φωτίστηκε κι έλαμπε από ενθουσιασμό.

O Ηλιούσα δεν μπορούσε να βγάλει λέξη. Κοίταζε τον Κόλια με τα μεγάλα του μάτια που είχαν βγει απ' τις κόχες τους. Είχε μισανοίξει το στόμα κι ήταν άσπρος σαν πανί. Αν μπορούσε ο Κρασότκιν να φανταστεί πόσο ολέθρια επίδραση ήταν δυνατό να 'χουν όλα αυτά στην υγεία του μικρού αγοριού, ποτέ δε θα τ' αποφάσιζε να κάνει αυτό που έκανε. Μα απ' όλους που βρίσκονταν στο δωμάτιο, ίσως μονάχα ο Αλιόσα να το καταλάβαινε. Όσο για το λοχαγό, αυτός φερνόταν πια εντελώς σαν παιδί.

— O Ζούτσκα! Ώστε ο Ζούτσκα είναι αυτός; φώναξε συγκινημένος. Ηλιούσετσκα, ο Ζούτσκα είναι, ο Ζούτσκα σου! Μητερούλα, ο Ζούτσκα είναι! έλεγε και σχεδόν έκλαιγε.

— Και γω δεν το κατάλαβα! αναφώνησε πικραμένα ο Σμούροβ. Μπράβο του Κρασότκιν. Το 'πε πως θα 'βρει το σκυλί και το βρήκε!

— Το 'πε και το 'κανε! είπε χαρούμενα κάποιος άλλος.

— Μπράβο, Κρασότκιν! πρόσθεσε ένας τρίτος.

— Μπράβο, μπράβο! φώναζαν όλα τα παιδιά κι άρχισαν να χειροκροτάνε.

— Μα σταθείτε, σταθείτε λοιπόν, φώναζε όσο μπορούσε ο Κρασότκιν για ν' ακουστεί μέσα στο θόρυβο. Θα σας διηγηθώ τώρα πώς έγινε, αυτό είναι το σπουδαίο! Μόλις τον βρήκα τον κουβάλησα στο σπίτι και τον κλείδωσα μέσα, σε κανέναν δεν τον έδειχνα ως την τελευταία μέρα. Μονάχα ο Σμούροβ το 'μαθε εδώ και δυο βδομάδες μα τον βεβαίωσα πως είναι ο Περεζβόν, κι αυτός δεν υποπτεύθηκε τίποτα. Εγώ στο μεταξύ του 'μαθα όλα τα κόλπα, κοιτάχτε, κοιτάχτε όλοι τι ξέρει να κάνει! Του τα μάθαινα, γέρο, για να σ' τον φέρω σπουδαγμένο και να σου πω: Κοίτα, γέρο, τι σπουδαίο σκυλί έγινε τώρα ο Ζούτσκα σου! Μήπως έχετε κανένα κομματάκι κρέας; Θα σας δείξω τώρα ένα κόλπο που θα βαστάτε την κοιλιά σας απ' τα γέλια. Ένα κομματάκι κρέας θέλω. Δεν πιστεύω να μην έχετε ένα κομματάκι κρέας.

`O λοχαγός έτρεξε αμέσως στην κουζίνα όπου ψηνόταν το φαΐ τους. O Κόλια, για να μη χάνει πολύτιμο καιρό —τον είχε πιάσει μια τρομερή βία— φώναξε στον Περεζβόν: Πέθανε! Το σκυλί στριφογύρισε για λίγο, ξαπλώθηκε ανάσκελα κι έμεινε έτσι ακίνητο με τα τέσσερα πόδια του στον αέρα. Τα παιδιά γέλαγαν. O Ηλιούσα κοίταζε το σκύλο και χαμογελούσε πονεμένα. Μα στη «μητερούλα» άρεσε περισσότερο απ' όλους που πέθανε ο Περεζβόν. Γελούσε, κροτάλιζε τα δάχτυλά της και φώναζε:

— Περεζβόν, Περεζβόν!

— Ποτέ δε θα σηκωθεί, ποτέ, ό,τι και να του κάνετε, φώναξε ο Κόλια θριαμβευτικά και με δικαιολογημένη περηφάνια. Κι όλος ο κόσμος να τον φωνάξει δεν θα κουνήσει απ' τη θέση του, όμως μόλις του φωνάξω γω θα πηδήσει στη στιγμή! Ici, Περεζβόν!

Το σκυλί σηκώθηκε μ' έναν πήδο κι άρχισε να χοροπηδάει γαυγίζοντας χαρούμενα. Κείνη τη στιγμή μπήκε μέσα τρέχοντας ο λοχαγός μ' ένα κομματάκι βραστό βοδινό.

— Μήπως είναι πολύ ζεστό; ρώτησε βιαστικός και πολυάσχολος ο Κόλια παίρνοντας το κρέας. Όχι, δεν είναι ζεστό. Τα σκυλιά, ξέρετε, δεν αγαπάνε τα ζεστά. Κοιτάτε όλοι λοιπόν. Κοίτα, Ηλιούσετσκα, κοίτα, μα κοίτα λοιπόν, κοίτα, γέρο, γιατί δεν κοιτάς; Εγώ του τον έφερα κι αυτός δεν κοιτάει!

Το καινούργιο κόλπο ήταν τούτο: Το σκυλί έπρεπε να σταθεί σούζα και να κρατήσει πάνω στη μύτη του το δελεαστικό κομματάκι του βοδινού. Το κακόμοιρο το σκυλί έπρεπε να μείνει έτσι με το κρέας πάνω στη μύτη του όση ώρα το 'θελε τ' αφεντικό, έστω και μισή ώρα, χωρίς να κουνηθεί. Μα ο Κόλια τον κράτησε μόλις μισό λεπτό.

— Φάτο! του φώναξε.

— Κι ο Περεζβόν πέταξε το κρέας ψηλά με τη μύτη του και το 'χαψε στον αέρα. Εννοείται πως οι θεατές εκδηλώσανε αμέσως τον ενθουσιασμό τους.

— Ώστε για να γυμνάσετε το σκυλί δεν ερχόσαστε τόσον καιρό; αναφώνησε ο Αλιόσα και στη φωνή του διακρινόταν ένας τόνος επίπληξης.

— Ακριβώς, φώναξε με μεγάλη αφέλεια ο Κόλια. Ήθελα να τον παρουσιάσω σ' όλη του την αίγλη!

— Περεζβόν! Περεζβόν! κροτάλισε τ' αδύναμα δαχτυλάκια του ο Ηλιούσα προσκαλώντας το σκυλί.

— Τι κάνεις εκεί! Άστον να 'ρθει μονάχος του στο κρεβάτι σου. Ici, Περεζβόν! είπε ο Κόλια χτυπώντας με την παλάμη του το κρεβάτι.

— O Περεζβόν πήδησε σα βέλος κοντά στον Ηλιούσα. Αυτός αγκάλιασε αμέσως το κεφάλι του κι ο Περεζβόν σ' απάντηση του 'γλειψε το μάγουλο. O Ηλιούσετσκα τον έσφιξε ακόμα πιο κοντά του κι έκρυψε το πρόσωπό του στο αναμαλλιασμένο τρίχωμά του.

— Θεέ μου! Θεέ μου! ξεφώνιζε ο λοχαγός.

O Κόλια κάθισε και πάλι στο κρεβάτι του Ηλιούσα.

— Ηλιούσα, έχω να σου δείξω και κάτι άλλο ακόμα. Σου 'φερα το κανονάκι. Θυμάσαι που σου 'λεγα τότε ακόμα γι' αυτό το κανονάκι και συ μου είπες: «Αχ, πόσο θα 'θελα να το 'βλεπα και γω!» Το λοιπόν τώρα σ' το 'φερα.

Κι ο Κόλια βιαστικός, έβγαλε απ' τη σάκα του το μπρούτζινο κανονάκι. Βιαζόταν γιατί κι ο ίδιος ήταν πολύ ευτυχισμένος: Αν ήταν άλλη περίσταση θα συγκρατιόταν ώσπου να περάσει η εντύπωση που έκανε ο Περεζβόν, μα τώρα βιάστηκε αφήνοντας κατά μέρος κάθε συγκρατημό.

«Το ξέρω πως είστε κι έτσι ευτυχισμένοι, όμως εγώ θα σας χαρίσω κι άλλη ευτυχία».

Ήταν κι ο ίδιος ενθουσιασμένος.

— Αυτό το κανονάκι το 'χα βάλει από καιρό στο μάτι, ο υπάλληλος Μορόζοβ το 'χε. Για σένα, γέρο, για σένα το 'θελα. Αυτός το 'χε κει πέρα και δεν ήξερε τι να το κάνει, το 'χε απ' τον αδερφό του, το πήρα και γω λοιπόν δίνοντάς του ένα βιβλίο απ' τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου. O Συγγενής του Μωάμεθ ή Η Ιαματική Ανοησία είναι ο τίτλος του. Είναι ένα βιβλίο εκατό χρονώ, πολύ τολμηρό, τυπώθηκε στη Μόσχα όταν δεν υπήρχε ακόμα λογοκρισία κι ο Μορόζοβ τα κυνηγάει κάτι τέτοια. Μου είπε κι ευχαριστώ...

Το κανονάκι ο Κόλια το βάσταγε στο χέρι του έτσι που μπορούσαν όλοι να το βλέπουν και ν' απολαμβάνουν. O Ηλιούσα ανασηκώθηκε κι εξακολουθώντας ν' αγκαλιάζει με το δεξί του χέρι τον Περεζβόν, περιεργαζόταν ενθουσιασμένος το παιχνίδι. Το εφέ έφτασε στο κατακόρυφο όταν ο Κόλια ανακοίνωσε πως έχει και μπαρούτι και πως μπορούν τώρα αμέσως να πυροβολήσουν, «αν φυσικά δε θα ανησυχήσει αυτό τις κυρίες». Η «μητερούλα» ζήτησε να της δώσουν το παιχνίδι για να το δει καλύτερα, πράμα που έγινε αμέσως. Το μπρούτζινο κανονάκι με τις ρόδες του της άρεσε τρομερά κι άρχισε να το τσουλάει πάνω στα γόνατά της. Όταν της ζητήσανε την άδεια να πυροβολήσουν, έδωσε πρόθυμα τη συγκατάθεσή της χωρίς να καταλάβει, εδώ που τα λέμε, τι ακριβώς της ζητούσαν. O Κόλια έδειξε το μπαρούτι και τα σκάγια. O λοχαγός, σα στρατιωτικός που ήταν, έβαλε μόνος του τη γέμιση, όμως παρακάλεσε ν' αναβάλλουν την ένσφαιρη βολή γι' άλλη φορά. Βάλανε το κανονάκι στο πάτωμα με το στόμιο γυρισμένο σε μιαν άδεια γωνιά και βάλανε φωτιά μ' ένα σπίρτο. O πυροβολισμός πέτυχε απόλυτα. Η «μητερούλα» τρόμαξε, όμως αμέσως έβαλε τα γέλια απ' τη χαρά της. Τα παιδιά κοιτάζανε με βουβό ενθουσιασμό, μα περισσότερο απ' όλους ήταν ευχαριστημένος ο λοχαγός κι όλο κοίταζε τον Ηλιούσα. O Κόλια πήρε το κανονάκι και το χάρισε αμέσως στον Ηλιούσα μαζί με τα σκάγια και το μπαρούτι.

— Για σένα το 'φερα, για σένα! Από καιρό το 'χα έτοιμο, ξανάπε και πάλι απόλυτα ευτυχισμένος.

— Αχ, χαρίστε μου το εμένα! Δώστε μου εμένα το κανονάκι! άρχισε ξάφνου να παρακαλάει σα μικρή η «μητερούλα». Φαινόταν λυπημένη κι ανήσυχη γιατί φοβότανε πως δε θα της το δώσουν. O Κόλια τα 'χασε λιγάκι. O λοχαγός ανησύχησε.

— Μητερούλα, μητερούλα! είπε τρέχοντας κοντά της. Το κανονάκι είναι δικό σου, δικό σου είναι, μονάχα ας το 'χει ο Ηλιούσα γιατί αυτουνού το χαρίσανε, όμως είναι το ίδιο σα να 'ταν δικό σου, ο Ηλιούσετσκα θα σ' το δίνει κάθε φορά που θα θέλεις να παίζεις, ας το 'χετε μαζί, να 'ναι και των δυονών σας, και των δυονών σας...

— Όχι, δε θέλω να το έχουμε μαζί, θέλω να 'ναι δικό μου, μονάχα δικό μου κι όχι του Ηλιούσα, εξακολουθούσε να λέει η «μητερούλα» έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

—Μαμά, πάρτο, να, πάρτο! φώναξε ξάφνου ο Ηλιούσα. Κρασότκιν, μ' αφήνεις να το χαρίσω στη μητέρα μου; γύρισε κι είπε παρακαλεστικά στον Κόλια σα να φοβότανε πως αυτός θα προσβληθεί που χαρίζει σ' άλλον το δώρο του.

— Μα και βέβαια! συμφώνησε αμέσως ο Κρασότκιν και παίρνοντας ο ίδιος το κανονάκι απ' τα χέρια του Ηλιούσα το πρόσφερε με την πιο ευγενικιά υπόκλιση στη «μητερούλα». Αυτή δάκρυσε απ' τη συγκίνησή της.

— Ηλιούσετσκα, καλούλη μου, πάντα το 'λεγα γω πως αγαπάς τη μητερούλα σου! είπε με τρεμάμενη φωνή κι άρχισε αμέσως να τσουλάει το κανονάκι πάνω στα γόνατά της.

— Μητερούλα, άσε με να σου φιλήσω το χέρι, είπε πλησιάζοντάς την βιαστικά ο άντρας της κι αμέσως πραγματοποίησε την πρόθεσή του.

— Κείνο το παιδί είναι το καλύτερο που έχω δει ποτέ μου! είπε μ' ευγνωμοσύνη η κυρία δείχνοντας τον Κρασότκιν.

— Τώρα θα σου φέρνω όσο μπαρούτι θέλεις, Ηλιούσα. Τώρα κάνουμε μονάχοι μας μπαρούτι. O Μπαρόβικοβ έμαθε τη συνταγή: Εικοστέσσερα μέρη νίτρο, δέκα μέρη θειάφι κι έξι μέρη κάρβουνο σημύδας. Όλ' αυτά τα κοπανάς στο γουδί, ρίχνεις και νερό και τρίβεις τη ζύμη έτσι που να περάσει από μια μεμβράνη ταμπούρλου. Και το μπαρούτι είναι έτοιμο.

—O Σμούροβ μού είπε για το μπαρούτι σας, μονάχα που ο πατέρας λέει πως αυτό δεν είναι πραγματικό μπαρούτι, είπε ο Ηλιούσα.

— Πώς δεν είναι πραγματικό; είπε ο Κόλια και κοκκίνησε. Αφού ανάβει. Όμως ομολογώ πως δεν ξέρω.

— Όχι, εγώ δα δεν είπα τίποτα, βιάστηκε να πει ο λοχαγός με ένοχο ύφος. Είναι αλήθεια πως είπα ότι το πραγματικό μπαρούτι δε γίνεται έτσι, όμως αυτό δε σημαίνει δα, ότι δε μπορεί κι έτσι να γίνει.

— Δεν ξέρω, εσείς ξέρετε καλύτερα. Εμείς το βάλαμε σ' ένα βαζάκι από πομάδα και κάηκε μια χαρά όλο, άφησε πολύ λίγη καπνιά. Κι αυτό ήταν μονάχα η ζύμη, όμως αν το περάσει κανείς απ' τη μεμβράνη... Όμως φυσικά εσείς ξέρετε καλύτερα, εγώ δεν ξέρω... Το Μπούλκιν τον έδειρε ο πατέρας του για το μπαρούτι μας, τ' άκουσες; είπε ξάφνου στον Ηλιούσα.

— Τ' άκουσα, απάντησε ο Ηλιούσα.

Άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον κι απόλαυση τον Κόλια.

— Φτιάξαμε ένα ολόκληρο μπουκάλι μπαρούτι και κείνος το 'κρυψε κάτω απ' το κρεβάτι του. O πατέρας του το 'δε. Μπορεί να μας τινάξει όλους στον αέρα, είπε. Και του τις έβρεξε εκεί επί τόπου. Ήθελε να κάνει παράπονα στο γυμνάσιο. Τώρα δεν τον αφήνουνε να κάνει παρέα μαζί μου, τώρα δεν αφήνουν κανένα να κάνει μαζί μου παρέα. Το Σμούροβ κι αυτόν δεν τον αφήνουν, μου 'χει βγει τ' όνομα, βλέπεις. Λένε πως είμαι «άτρομος», είπε ο Κόλια χαμογελώντας περιφρονητικά. Απ' το περιστατικό του τρένου άρχισαν όλ' αυτά.

— Αχ, έχουμε ακούσει δα και γι' αυτό το κατόρθωμά σας! αναφώνησε ο λοχαγός. Πώς καταφέρατε και μείνατε κει πέρα ξαπλωμένος; Αλήθεια λοιπόν δε φοβηθήκατε καθόλου όταν περνούσε από πάνω σας το τρένο; Ήταν τρομαχτικό, ε;

O λοχαγός κοίταζε με κάθε τρόπο να κολακέψει τον Κόλια.

— Όχι και τόσο! πρόφερε ανέμελα ο Κόλια. Το χειρότερο στραπάτσο το 'παθε η υπόληψή μου με το περιστατικό κείνης της καταραμένης χήνας, είπε και πάλι στον Ηλιούσα.

Έκανε τάχα πως τα διηγιέται αδιάφορα, όμως δεν μπορούσε ακόμα να βρει την αυτοκυριαρχία του κι όλο και ξέφευγε απ' τον τόνο του.

— Αχ, ναι, άκουσα και για τη χήνα! είπε γελώντας χαρούμενα ο Ηλιούσα. Μου τα διηγηθήκανε, όμως δεν κατάλαβα καλά. Είναι αλήθεια πως σε πήγανε στο δικαστή;

— Ήταν ένα εντελώς ασήμαντο γεγονός που το παραφουσκώσανε όπως το συνηθάνε δα εδώ στην πολιτεία μας, άρχισε να διηγιέται με προσποιημένη αφέλεια ο Κόλια. Πέρναγα μια μέρα απ' την πλατεία. Κείνην ακριβώς τη στιγμή είχαν φέρει ένα κοπάδι χήνες. Σταματάω και τις κοιτάω. Ξάφνου ένας νεαρός, ο Βισνιακόβ —τώρα δουλεύει στους Πλότνικοβ, κάνει θελήματα— έρχεται κοντά μου και μου λέει: «Τι τις κοιτάς τις χήνες;» Τον καλοκοίταξα: Ένα μούτρο ανόητο, στρογγυλό. Θα 'ταν κάπου είκοσι χρονώ. Εγώ, ξέρετε, ποτέ δεν περιφρονώ το λαό. Μ' αρέσει να κουβεντιάζω με τους ανθρώπους του λαού... Έχουμε αποξενωθεί απ' το λαό. Αυτό πια είναι αξίωμα. Χαμογελάτε ειρωνικά, Καραμάζοβ;

— Όχι, Θεός φυλάξοι, σας ακούω πολύ προσεχτικά, είπε καλόκαρδα ο Αλιόσα κι ο φιλύποπτος Κόλια πήρε αμέσως κουράγιο.

— Η θεωρία μου, Καραμάζοβ, είναι πεντακάθαρη κι απλή, βιάστηκε να προσθέσει ευχαριστημένος. Πιστεύω στο λαό κι είμαι πάντα έτοιμος να παραδεχτώ το δίκιο του, όμως δεν έχω καθόλου σκοπό να τον παραχαϊδέψω. Αυτό είναι sine qua... Όμως ας ξανάρθουμε στη χήνα. Το λοιπόν γυρίζω σ' αυτόν το βλάκα και του λέω: «Σκέφτομαι τι τάχα να σκέφτεται η χήνα». Με κοιτάει εντελώς ανόητα: «Τι νομίζεις λοιπόν πως σκέφτεται η χήνα;» μου λέει. «Βλέπεις, του λέω, το κάρο με τη βρώμη; Χύθηκε λίγη βρώμη απ' το σακί κι η χήνα τέντωσε το λαιμό της ακριβώς κάτω απ' τη ρόδα και τρώει τους σπόρους. Βλέπεις;» «Και βέβαια το βλέπω», μου λέει. «Το λοιπόν αν τώρα προχωρήσει λιγάκι το κάρο, θα της κόψει της χήνας το λαιμό ή όχι;» «Το δίχως άλλο, μου λέει, θα της τον κόψει», και χαμογελάει πλατιά μ' ολάνοιχτο το στόμα, λες και λιώνει από ευχαρίστηση. «Ας δοκιμάσουμε, του λέω, εμπρός». «Εμπρός», μου λέει. Δεν είχαμε και πολλά να κάνουμε: Αυτός στάθηκε απαρατήρητος κοντά στο άλογο και γω δίπλα στο κάρο για να σπρώξω τη χήνα την κατάλληλη στιγμή. O αμαξάς κείνη την ώρα χάζευε, είχε πιάσει ψιλή κουβέντα με κάποιον και γω δεν χρειάστηκε καθόλου να πειράξω τη χήνα. Μονάχη της τέντωσε το λαιμό της κάτω απ' τη ρόδα για να φτάσει τους σπόρους. Έκανα νόημα στο νεαρό και κ-κρακ, κύλησε η ρόδα κι έκοψε το λαιμό της χήνας! Και να δεις που τα πράματα ήρθαν άσχημα γιατί όλοι οι μουζίκοι μάς πήρανε αμέσως χαμπάρι και καταλαβαίνεις βέβαια πως βάλανε αμέσως τις φωνές: «Επίτηδες το 'κανες!» «Όχι, δεν το 'κανα επίτηδες». «Όχι, επίτηδες!» «Στο Πταίσμα να τους πάμε», φωνάζουνε. Με πήρανε και μένα. «Και συ μαζί του ήσουνα, λένε, είσαι συνένοχός του όλη η Αγορά σε ξέρει!» Και πραγματικά, δεν ξέρω πώς, μα όλη η Αγορά μ' έχει μάθει, πρόσθεσε κάπως περήφανα ο Κόλια. Τραβήξαμε λοιπόν όλοι μας για το αυτόφωρο, εκείνοι πήραν και τη χήνα μαζί τους. Όπου βλέπω πως ο νεαρός κατατρόμαξε κι έβαλε τα κλάματα, μα την αλήθεια, σα γυναικούλα έκλαιγε. O χηνάς φώναζε: «Τι κατάσταση είν' αυτή; Έτσι μπορούν να μου κόψουν όλες τις χήνες μου!» Φέρανε φυσικά και τους μάρτυρες. O δικαστής έβγαλε αμέσως την απόφαση: Να δώσει ο νεαρός ένα ρούβλι στο χηνά και να κρατήσει τη χήνα. Κι από δω και πέρα να μην τολμήσει να το ξανακάνει. O νεαρός όλο κλαίει σα γυναικούλα: «Δε φταίω γω, λέει, αυτός μ' έβαλε να το κάνω», και δείχνει εμένα. Όπου απαντάω και γω μ' όλη μου την ψυχραιμία πως δεν τον έβαλα εγώ, εγώ μονάχα εξέφρασα τη βασική ιδέα και του το 'πα μονάχα σα σχέδιο. O δικαστής Νιεφέντοβ ψιλογέλασε, όμως αμέσως θύμωσε με τον εαυτό του για τούτο το γέλιο: «Θα σας αναφέρω αμέσως, μου λέει, στη διεύθυνση του γυμνασίου σας για να μη μου κάνετε άλλη φορά παρόμοια σχέδια, μα να μελετάτε τα μαθήματά σας». Στη διεύθυνση δε με ανέφερε —στ' αστεία το είπε αυτό— όμως το περιστατικό μαθεύτηκε και χωρίς την αναφορά. Στην πολιτεία μας δα δε μένει τίποτα κρυφό! Πιο πολύ απ' όλους οργίστηκε ο καθηγητής της κλασικής φιλολογίας Καλμπάσνικοβ, όμως με υπερασπίστηκε και πάλι ο Νταρντανιέλοβ. O Καλμπάσνικοβ έγινε άγριος σαν πράσινος γάιδαρος τώρα τελευταία και τα βάζει με όλους. Τ' άκουσες, Ηλιούσα, πως παντρεύτηκε; Πήρε την κόρη των Μιχαήλοβ με χίλια ρούβλια προίκα. Η νύφη είναι μια αλογομούρα πρώτης γραμμής. Τα παιδιά της τρίτης τάξης φτιάξανε αμέσως ένα σατιρικό επίγραμμα:

Ντόρος έγινε στην τρίτη σα μαθεύτηκε

πως ο Καλμπάσνικοβ παντρεύτηκε.

Έχει και συνέχεια πολύ αστεία, άλλη φορά θα σ' το φέρω ολόκληρο. Για το Νταρντανιέλοβ δεν έχω να πω τίποτα. Είναι άνθρωπος μορφωμένος, πραγματικά μορφωμένος. Κάτι τέτοιους τους σέβομαι χωρίς να μ' επηρεάζει καθόλου το γεγονός ότι με υπερασπίστηκε.

— Κι όμως δεν ήξερε να σου απαντήσει ποιος ίδρυσε την Τροία! είπε ξάφνου ο Σμούροβ που ήταν περήφανος τούτη τη στιγμή για τον Κρασότκιν.

Η διήγηση για τη χήνα του 'χε αρέσει πολύ.

— Ώστε είναι αλήθεια λοιπόν πως τον κάνατε να τα χάσει; βρήκε την ευκαιρία να πει τη γαλιφιά του κι ο λοχαγός. Αυτό δα τ' ακούσαμε αμέσως πως τον κάνατε να τα χάσει... O Ηλιούσετσκα ήρθε και μου τα διηγήθηκε την ίδια μέρα...

— O Κόλια, μπαμπά, όλα τα ξέρει, κανένας δεν του παραβγαίνει σ' όλο το γυμνάσιο! είπε ο Ηλιούσετσκα. Κάνει τάχα πως είναι άταχτος, όμως έρχεται πάντα πρώτος σ' όλα τα μαθήματα...

O Ηλιούσα κοίταξε αληθινά ευτυχισμένος τον Κόλια.

— Αυτό το ζήτημα της Τροίας ήταν ανοησίες, σαχλαμάρες. Και γω ο ίδιος νομίζω πως κείνη η ερώτησή μου ήταν δίχως περιεχόμενο, απάντησε με περήφανη μετριοφροσύνη ο Κόλια. Είχε καταφέρει να ξαναβρεί τον τόνο του αν και του 'μενε κάποια μικρή ανησυχία. Αισθανόταν πως βρίσκεται σ' έξαψη και πως είχε βάλει πολύ πάθος στην ιστορία της χήνας, ενώ ο Αλιόσα όλη την ώρα της διήγησης σώπαινε και στεκόταν σοβαρός έτσι που το φιλότιμο αγόρι άρχισε να νιώθει σαν κάτι να του γρατσουνάει την καρδιά:

«Μήπως σωπαίνει γιατί με περιφρονάει νομίζοντας πως πάω γυρεύοντας τον έπαινό του; Σ' αυτή την περίπτωση, αν έχει το θράσος να το νομίζει αυτό, τότε εγώ...»

— Νομίζω πως αυτό το ζήτημα είναι εντελώς ασήμαντο, ξανάπε και πάλι κοφτά.

— Εγώ ξέρω ποιος ίδρυσε την Τροία, είπε ξαφνικά κι εντελώς αναπάντεχα ένας απ' την παρέα των παιδιών που ως τα τώρα δεν είχε βγάλει λέξη σχεδόν.

Φαινόταν να 'ναι ντροπαλός, κάπου έντεκα χρονώ, πολύ χαριτωμένος. Το επίθετό του ήταν Καρτασόβ. Καθόταν δίπλα στην πόρτα. O Κόλια τον κοίταξε έκπληκτος και σοβαρός. Για το ζήτημα των ιδρυτών της Τροίας είχαν ενδιαφερθεί όλα τα παιδιά στο γυμνάσιο, όμως το πράμα έμενε μυστικό γιατί μονάχα στου Σμαράγκντοβ υπήρχε αυτή η πληροφορία. Και το Σμαράγκντοβ τον είχε μονάχα ο Κόλια. Μια φορά λοιπόν, ο Καρτασόβ πέτυχε την κατάλληλη ευκαιρία, κοίταξε κρυφά στο βιβλίο του Κόλια και βρήκε τους ιδρυτές της Τροίας. Από τότε είχε περάσει κάμποσος καιρός, όμως αυτός όλο και ντρεπότανε ν' ανακοινώσει δημόσια πως ξέρει ποιος ίδρυσε την Τροία. Και τούτο γιατί φοβόταν μην τυχόν και γίνει τίποτα, μην τυχόν και τον ντροπιάσει κατά κάποιον τρόπο ο Κόλια. Όμως τώρα δε βάσταξε πια και το είπε. Από καιρό το 'θελε δα να το πει.

— Ποιος την ίδρυσε λοιπόν; είπε ο Κόλια μ' αξιοπρέπεια και κοιτάζοντάς τον «αφ υψηλού».

Απ' την έκφραση του άλλου είχε μαντέψει κιόλας πως πραγματικά το ξέρει και προετοιμάστηκε φυσικά για όλες τις συνέπειες. Αμέσως στην ατμόσφαιρα επικράτησε κάποια σύγχυση.

— Την Τροία την ίδρυσαν ο Τεύκρος, ο Δάρδανος, ο Ίλιος κι ο Τρώος, είπε παπαγαλίστικα τ' αγόρι και κατακοκκίνησε.

Τόσο πολύ κοκκίνησε που σου 'κανε λύπη να το βλέπεις. Όμως όλα τα παιδιά τον κοίταζαν επίμονα, τον κοίταζαν ένα ολόκληρο λεπτό κι ύστερα όλ' αυτά τα επίμονα βλέμματα γύρισαν μονομιάς στον Κόλια. Αυτός εξακολουθούσε να περιεργάζεται με περιφρονητική ψυχραιμία το παιδί που 'χε το θράσος να πει πως ξέρει ποιος ίδρυσε την Τροία.

— Δηλαδή πώς την ίδρυσαν; καταδέχτηκε επιτέλους να ρωτήσει. Και τι σημαίνει γενικά αυτό που λέμε ίδρυση μιας πολιτείας ή ενός κράτους; Μήπως τάχα πήγαν κει πέρα και βάλανε ο καθένας από 'να τούβλο;

Ακούστηκαν γέλια. O ένοχος από κόκκινος έγινε πορφυρός. Σώπαινε, λίγο ακόμα και θα 'βαζε τα κλάματα. O Κόλια τον κράτησε έτσι ένα λεπτό.

— Για να μπορεί να συζητάει κανείς για κάτι τέτοια ιστορικά γεγονότα όπως είναι το θεμέλιωμα μιας εθνότητας πρέπει πρώτα απ' όλα να καταλαβαίνει τι ακριβώς σημαίνουν όλ' αυτά, είπε με ύφος νουθεσίας. Άλλωστε, εγώ δε δίνω και μεγάλη σημασία σ' όλ' αυτά τα παραμύθια, μα και γενικά δεν εκτιμάω και τόσο την Παγκόσμια Ιστορία, πρόσθεσε ξάφνου με περιφρόνηση, μιλώντας αυτή τη φορά σ' όλους.

— Την Παγκόσμια Ιστορία; ρώτησε κάπως φοβισμένα ο λοχαγός.

— Ναι, την Παγκόσμια Ιστορία. Το μόνο που μας μαθαίνει είναι μια σειρά από ανοησίες που κάνανε οι άνθρωποι και τίποτα παραπάνω. Εκτιμάω μονάχα τα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες, κοκορεύτηκε ο Κόλια και κοίταξε κλεφτά τον Αλιόσα.

Μονάχα αυτουνού τη γνώμη φοβότανε 'δω μέσα. Μα ο Αλιόσα εξακολουθούσε να σωπαίνει κι ήταν όπως και πρώτα σοβαρός. Αν έλεγε τίποτα, η κουβέντα θα τελείωνε, όμως αυτός σώπαινε κι η σιωπή του «μπορεί να σημαίνει περιφρόνηση», σκέφτηκε ο Κόλια και φουρκίστηκε ακόμα περισσότερο.

— Έχουμε και τις κλασικές γλώσσες ακόμα. Όλ' αυτά είναι τρέλα και τίποτ' άλλο... Μου φαίνεται πως και πάλι δε συμφωνείτε μαζί μου, Καραμάζοβ.

— Δε συμφωνώ, είπε ο Αλιόσα και χαμογέλασε συγκρατημένα.

— Οι κλασικές γλώσσες, αν θέλετε να σας πω καθαρά τη γνώμη μου γι' αυτές, είναι ένα μέτρο αστυνομικό, έλεγε ο Κόλια κι άρχισε σιγά-σιγά να λαχανιάζει. Τις βάλανε στο πρόγραμμα γιατί είναι πληχτικές και γιατί αμβλύνουν τις ικανότητες των μαθητών. Αρκετά βαριόμασταν κιόλας, όμως αυτοί σκεφτήκανε: Πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε τους μαθητές να βαρεθούν περισσότερο; Οι αρχαίες γλώσσες τούς ήρθανε κουτί. Έτσι νομίζω πως είναι κι ελπίζω πως ποτέ μου δε θ' αλλάξω γνώμη, είπε ο Κόλια απότομα.

Και στα δυο του μάγουλα φάνηκαν κόκκινες κηλίδες.

— Σωστά, συμφώνησε ο Σμούροβ που τον άκουγε προσεχτικά.

— Κι όμως είναι πρώτος στα Λατινικά! φώναξε κάποιος απ' την παρέα των παιδιών.

— Ναι, μπαμπά, κι όμως στα Λατινικά είναι πρώτος, είπε κι ο Ηλιούσα.

— Και τι μ' αυτό; νόμισε πως πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του ο Κόλια αν κι οι έπαινοι του άρεσαν. Παπαγαλίζω τα λατινικά γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, γιατί υποσχέθηκα στη μητέρα μου να τελειώσω το γυμνάσιο. Μια λοιπόν κι ανέλαβα μια δουλειά, νομίζω πως πρέπει να την κάνω όσο μπορώ καλύτερα. Όμως βαθιά μέσα στην καρδιά μου περιφρονώ τον κλασικισμό κι όλες αυτές τις αηδίες... Δεν συμφωνείτε, Καραμάζοβ;

— Μα από πού κι ως πού είναι «αηδίες»; είπε μ' ένα μικρό χαμόγελο ο Αλιόσα.

— Σκεφτείτε το και μόνος σας. Όλοι οι κλασικοί έχουν μεταφραστεί σ' όλες τις γλώσσες, θα πει λοιπόν πως δε μαθαίνουμε τα λατινικά για να σπουδάσουμε τους κλασικούς. O μόνος τους σκοπός είναι να μας τους επιβάλουν σαν ένα αστυνομικό μέτρο και να μας αμβλύνουν τις ικανότητές μας. Δεν είναι λοιπόν αηδίες;

— Μα ποιος σας τα 'μαθε όλ' αυτά; αναφώνησε τέλος απορημένος ο Αλιόσα.

— Πρώτα-πρώτα, νομίζω πως μπορώ και μόνος μου να τα καταλάβω, χωρίς να μου τα μάθει κανένας, όμως πρέπει να ξέρετε πως όσα σας είπα για τις μεταφράσεις των κλασικών τα είπε κι ο ίδιος ο καθηγητής Καλμπάσνικοβ μπροστά σ' όλη την τρίτη τάξη...

— Ήρθε ο γιατρός! φώναξε ξαφνικά η Νίνοτσκα που ως αυτή τη στιγμή δεν είχε βγάλει λέξη.

Πραγματικά, δίπλα στην εξώπορτα του σπιτιού είχε σταματήσει τ' αμάξι της κυρίας Χοχλάκοβα. O λοχαγός, που περίμενε όλο το πρωί το γιατρό, έτρεξε να τον υποδεχτεί. Η «μητερούλα» ετοιμάστηκε και πήρε ύφος επίσημο. O Αλιόσα πλησίασε τον Ηλιούσα και άρχισε να του ταχτοποιεί το μαξιλάρι. Η Νίνοτσκα τον παρατηρούσε με ανησυχία από την πολυθρόνα της. Τα παιδιά άρχισαν ν' αποχαιρετούν βιαστικά, μερικά υποσχέθηκαν να ξανάρθουν το βράδυ. O Κόλια φώναξε τον Περεζβόν κι αυτός πήδησε απ' το κρεβάτι.

— Δε θα φύγω, δε θα φύγω! είπε γρήγορα-γρήγορα ο Κόλια στον Ηλιούσα. Θα περιμένω στο διάδρομο και θα ξανάρθω όταν θα φύγει ο γιατρός. Θα ξανάρθω μαζί με τον Περεζβόν.

Κείνη τη στιγμή έμπαινε κιόλας ο γιατρός. Φόραγε γούνα από αρκουδοτόμαρο, είχε μακριές φαβορίτες και φρεσκοξυρισμένο σαγόνι. Μόλις πέρασε το κατώφλι σταμάτησε αναποφάσιστος. Θα του φάνηκε πως δεν ήρθε κει που 'πρεπε.

«Τι είναι δω; Που βρίσκομαι;» μουρμούρισε χωρίς να βγάζει τη γούνα του και το κασκέτο του από λουτρ.

Οι πολλοί επισκέπτες, η φτώχεια του δωματίου, τ' ασπρόρουχα που κρέμονταν σ' ένα σπάγκο στη γωνιά, τον κάνανε να τα χάσει. O λοχαγός έκανε μπροστά του μια πολύ βαθιά υπόκλιση.

— Εδώ είσαστε, εδώ, μουρμούρισε δουλόπρεπα λυγίζοντας στα δυο- εδώ σας στείλανε, σε μένα...

— Σνε-γκι-ριόβ; πρόφερε αυστηρά και δυνατά ο γιατρός. O κύριος Σνεγκιριόβ εσείς;

— Μάλιστα!

— Α!

O γιατρός έριξε ακόμα ένα βλέμμα στο δωμάτιο σα να τον αηδίαζε το θέαμα κι άφησε να γλιστρήσει η γούνα του. Όλοι πρόσεξαν το σπουδαίο παράσημο που λαμποκοπούσε στο λαιμό του. O λοχαγός άρπαξε στον αέρα τη γούνα κι ο γιατρός έβγαλε το κασκέτο του.

— Πού είναι λοιπόν ο ασθενής; ρώτησε με δυνατή κι επιταχτική φωνή.


10. V. Στο προσκέφαλο του Ηλιούσα 10. V. On the headrest of Eliusa

Στο γνωστό μας πια δωμάτιο όπου ζούσε η οικογένεια του απόστρατου λοχαγού Σνεγκιριόβ, βρίσκονταν κείνη την ώρα πολλά παιδιά, έτσι που ήταν στενάχωρα και πνιχτικά. Όλ' αυτά τα παιδιά, όπως κι ο Σμούροβ, δε θα παραδέχονταν ποτέ πως ο Αλιόσα τους συμφιλίωσε με τον άρρωστο, όμως αυτό ακριβώς είχε γίνει. O Αλιόσα τα κατάφερε να γίνει η συμφιλίωση χωρίς «αισθηματικότητες» έτσι που κανένα παιδί δεν κατάλαβε πως όλα ήταν προσχεδιασμένα. Απεναντίας, είχαν την εντύπωση πως τα πράματα ήρθαν μόνα τους έτσι, με τον πιο φυσικό τρόπο. Για τον Ηλιούσα ήταν μεγάλη ανακούφιση αυτό. Βλέποντας τώρα τη φιλία όλων αυτών των αγοριών που πρώτα ήταν εχθροί του, είχε συγκινηθεί τρομερά. Μονάχα ο Κρασότκιν έλειπε, κι αυτό τον στεναχωρούσε πολύ. Η πιο πικρή ανάμνηση του Ηλιούσα ήταν εκείνο ίσα-ίσα το επεισόδιο με τον Κόλια. O Κρασότκιν ήταν ο μοναδικός φίλος κι υπερασπιστής του κι όμως αυτός τον χτύπησε με το σουγιά. O εξυπνούλης Σμούροβ, που ήταν ο πρώτος που 'ρθε και συμφιλιώθηκε, το καταλάβαινε καλά αυτό. Μα ο Κρασότκιν, όταν ο Σμούροβ τού είπε πως ο Αλιόσα θέλει να τον δει «για μια σπουδαία υπόθεση», απάντησε να πει στον «Καραμάζοβ» πως ξέρει και μόνος του τι πρέπει να κάνει, πως δεν έχει ανάγκη από κανενός τη συμβουλή και πως αν θα πάει στο σπίτι του άρρωστου αυτό θα το κάνει όποτε θέλει αυτός γιατί έχει «το σχέδιό του»... Όλ' αυτά γίνανε κάπου δυο βδομάδες πριν απ' αυτή την Κυριακή. Να γιατί δεν πήγε ο Αλιόσα στο σπίτι του όπως το 'χε σκοπό. Η αλήθεια είναι πως έστειλε το Σμούροβ άλλες δυο φορές. Μα και τις δυο αυτές φορές ο Κρασότκιν αρνήθηκε κατηγορηματικά κι απότομα και παράγγειλε στον Αλιόσα πως αν θα 'ρθει να τον πάρει τότε ποτέ δε θα πάει στον Ηλιούσα και πως καλά θα κάνει να τον ξεφορτώνεται. Ακόμα κι ο Σμούροβ δεν ήξερε ως την προηγούμενη μέρα πως ο Κόλια είχε αποφασίσει να επισκεφτεί τον Ηλιούσα κείνο το πρωί. Το Σάββατο το βράδυ του είπε ξερά να τον περιμένει το πρωί στο σπίτι του γιατί θα πηγαίνανε μαζί στου Σνεγκιριόβ, μα να μην τολμήσει να το πει σε κανέναν αυτό γιατί θέλει να φανεί πως πήγε τυχαία. O Σμούροβ υπάκουσε. O ίδιος ο Σμούροβ είχε ελπίσει πως ο Κρασότκιν θα ξανάβρισκε το χαμένο Ζούτσκα γιατί μια φορά του 'χε πει:

«Γαϊδούρια σωστά θα 'ναι όλοι τους αν δεν μπορέσουν να βρουν ένα σκυλί, αν βέβαια δεν έχει ψοφήσει».

Μα όταν ύστερα από κάμποσες μέρες ο Σμούροβ τον ξαναρώτησε δειλά γι' αυτό το ζήτημα ο Κόλια, θύμωσε τρομερά. «Τόσο γάιδαρος νομίζεις πως είμαι που θα κάθομαι να γυρεύω ξένα σκυλιά σ' όλη την πολιτεία, όταν έχω τον Περεζβόν; Και μήπως τάχα υπάρχει καμιά ελπίδα να 'μεινε ζωντανό ένα σκυλί που κατάπιε μιαν ολάκερη καρφίτσα; Όλ' αυτά είναι αισθηματικότητες και τίποτ' άλλο!»

Ήταν κιόλας δυο βδομάδες που ο Ηλιούσα δε σηκωνόταν πια απ' το κρεβατάκι του που βρισκόταν στη γωνιά, κάτω απ' τα εικονίσματα. Απ' την ημέρα του πετροπόλεμου, όταν δάγκωσε το δάχτυλο του Αλιόσα, δεν ξαναπήγε στο σχολείο. Αρρώστησε την ίδια κείνη μέρα κι έναν ολόκληρο μήνα δεν έβγαινε καθόλου απ' το σπίτι, μονάχα πού και πού σηκωνόταν και περπατούσε λίγο στο δωμάτιο. Στο τέλος αδυνάτισε τόσο που χωρίς τη βοήθεια του πατέρα του δεν μπορούσε να περπατήσει. O πατέρας του έτρεμε γι' αυτόν, δεν έπινε καθόλου πια, τα 'χε σχεδόν χαμένα απ' το φόβο πως θα πεθάνει το παιδάκι του. Συχνά —τις περισσότερες φορές αφού έκανε με τον Ηλιούσα μια μικρή βόλτα στο δωμάτιο υποβαστάζοντάς τον και τον ξαναπλάγιαζε ύστερα στο κρεβατάκι του— έβγαινε ξαφνικά στο διάδρομο, χωνόταν σε μια σκοτεινή γωνιά κι ακουμπώντας το μέτωπο στον τοίχο άρχιζε να κλαίει με αναφιλητά, προσπαθώντας να πνίξει τις φωνές του για να μην τον ακούσει ο Ηλιούσετσκα.

Όταν γύριζε στο δωμάτιο, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διασκεδάσει τ' αγόρι του, του διηγόταν παραμύθια, αστεία ανέκδοτα, ή παράσταινε διάφορους κωμικούς τύπους που του 'τυχε άλλοτε να συναντήσει, ακόμα μιμούνταν κι αστεία ουρλιάσματα και φωνές ζώων. Μα του Ηλιούσα δεν του άρεσε και πολύ να βλέπει τον πατέρα του να κάνει το γελωτοποιό. Προσπαθούσε να μην του δείξει πως αυτό τον δυσαρεστεί, όμως ένιωθε βαθύ πόνο που ο πατέρας του είναι ταπεινωμένος και θυμόταν πάντα το «ξέφτι» και κείνη τη » φοβερή μέρα». Και της γλυκιάς κι ανάπηρης Νίνοτσκας, της αδερφούλας του Ηλιούσκα, δεν της άρεσε να βλέπει τον πατέρα της να κάνει αυτά τ' αστεία (η Βαρβάρα Νικολάγιεβνα ήταν καιρός που 'χε φύγει για την Πετρούπολη για τις σπουδές της), όμως η βλαμμένη μητερούλα διασκέδαζε τρομερά και γέλαγε με την καρδιά της όταν ο άντρας της παράσταινε κάτι ή έκανε κωμικές χειρονομίες. Αυτό μονάχα την ησύχαζε κάπως. Όλο τον άλλο καιρό γκρίνιαζε κι έλεγε πως όλοι την ξεχάσανε, πως κανένας πια δεν τη σέβεται, πως την προσβάλανε κ.τ.λ, κ.τ.λ. Μα τις τελευταίες μέρες κι αυτή ακόμα είχε αλλάξει ξαφνικά. Όλο και περισσότερο κοίταζε τη γωνιά του Ηλιούσα κι έμενε σκεφτική. Σώπαινε, καθόταν ήσυχη, κι αν άρχιζε να κλαίει, έκλαιγε σιγανά για να μην την ακούνε. O λοχαγός πρόσεξε αυτή την αλλαγή της με πικρή απορία. Οι επισκέψεις των παιδιών στην αρχή δεν της άρεσαν καθόλου, την ερέθιζαν μονάχα, μα σε λίγο οι χαρούμενες φωνές τους κι οι ζωηρές διηγήσεις τους άρχισαν να τη διασκεδάζουν, τόσο που αν έπαυαν τα παιδιά να 'ρχονται, σίγουρα θα έπληττε τρομερά. Όταν τα παιδιά διηγόνταν τίποτα ή παίζανε, αυτή γελούσε και χτυπούσε παλαμάκια. Καμιά φορά φώναζε κανένα παιδί και το φιλούσε. Το Σμούροβ τον αγάπησε περισσότερο απ' όλους. Όσο για το λοχαγό, αυτός ήταν καταχαρούμενος κι ενθουσιασμένος και βλέποντας πως τα παιδιά έρχονται για να διασκεδάσουν τον Ηλιούσα, άρχισε να ελπίζει πως ο Ηλιούσα δεν θα 'ναι πια τόσο λυπημένος κι ίσως έτσι να γίνει γρηγορότερα καλά. Ως την τελευταία στιγμή, παρ' όλο που έτρεμε από φόβο για την τύχη του αγοριού του, δεν αμφέβαλλε πως κάτι θα συμβεί κι η αρρώστια του Ηλιούσα θα περνούσε έτσι ξαφνικά. Υποδεχόταν τους μικρούς μουσαφήριδες με ευλάβεια σχεδόν, τους περιποιόταν, ήταν πρόθυμος να τους αφήσει να τον καβαλάνε κι αυτός να περπατάει με τα τέσσερα. Πραγματικά, άρχισε κιόλας να το κάνει, μα του Ηλιούσα δεν του άρεσαν αυτά τα παιχνίδια και τα παράτησαν. Τους αγόραζε γλυκίσματα, τσουρεκάκια, καρύδια, έψηνε τσάι, έφτιαχνε σάντουιτς. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε πως όλο αυτό το διάστημα τα λεφτά δεν του έλειπαν. Κείνα τα διακόσια ρούβλια της Κατερίνας Ιβάνοβνας στο τέλος τα δέχτηκε, όπως ακριβώς το 'χε προβλέψει ο Αλιόσα. Αργότερα, όταν η Κατερίνα Ιβάνοβνα έμαθε περισσότερες λεπτομέρειες για τη κατάστασή τους και την αρρώστια του Ηλιούσα, τους επισκέφτηκε κι η ίδια, γνωρίστηκε μ' όλη την οικογένεια και τα κατάφερε να γοητέψει ακόμα και τη μισότρελη γυναίκα του λοχαγού. Από τότε τους έδινε συνεχώς λεφτά κι ο λοχαγός, τρομοκρατημένος απ' τη σκέψη πως θα πεθάνει τ' αγόρι του, ξέχασε την παλιά του ακαταδεξιά και δεχόταν ταπεινά τα βοηθήματα. Όλο αυτό το διάστημα ο γιατρός Χερτσενστούμπε επισκεφτόταν ταχτικά μέρα παρά μέρα τον άρρωστο κατ' εντολήν της Κατερίνας Ιβάνοβνας, όμως τα αποτελέσματα ήταν πολύ πενιχρά αν και του 'δινε μπόλικα φάρμακα όλων των ειδών. Όμως κείνη ακριβώς τη μέρα, δηλαδή την Κυριακή το πρωί, ο λοχαγός περίμενε έναν άλλο γιατρό απ' τη Μόσχα που τον θεωρούσαν κει πέρα διασημότητα. Τον είχε φέρει ειδικά η Κατερίνα Ιβάνοβνα πληρώνοντάς τον αδρά όχι για τον Ηλιούσετσκα μα για κάποιον άλλο σκοπό που θα μιλήσουμε γι' αυτόν παρακάτω. Όμως μια κι ήρθε τον παρακάλεσε να επισκεφτεί και τον Ηλιούσετσκα αφού πρώτα ειδοποίησε το λοχαγό. Μα για τον ερχομό του Κόλια Κρασότκιν ο Σνεγκιριόβ δεν ήξερε τίποτα, αν κι από καιρό τώρα ανυπομονούσε να 'ρθει επιτέλους αυτό το παιδί που τόσο λαχταρούσε να δει ο Ηλιούσα του. Τη στιγμή που ο Κρασότκιν άνοιξε την πόρτα, όλοι, ο λοχαγός και τα παιδιά, είχαν μαζευτεί κοντά στο κρεβατάκι του αρρώστου και περιεργάζονταν το μικρούτσικο κουτάβι που μόλις χτες είχε γεννηθεί, μα που ο λοχαγός το 'χε παραγγείλει εδώ και μια βδομάδα για να παρηγορήσει τον Ηλιούσετσκα που όλο και θλιβόταν για το χαμό του Ζούτσκα που τώρα πια θα 'χε ψοφήσει. Μα ο Ηλιούσα, που χε μάθει εδώ και τρεις μέρες πως θα του φέρουν ένα μικρούλικο σκυλάκι και μάλιστα όχι συνηθισμένο μα πραγματικό μολοσσό (πράγμα που 'χε βέβαια μεγάλη σημασία), αν κι έδειχνε από λεπτότητα πως χαίρεται για το δώρο, όλοι τους, κι ο πατέρας και τα παιδιά, το κατάλαβαν αμέσως πως τούτο το σκυλάκι ίσως να του θύμισε ακόμα περισσότερο το Ζούτσκα που αυτός τόσο άσπλαχνα τον τυράννησε. Το κουτάβι πάσκιζε να μπουσουλήσει πάνω στο κρεβάτι κι αυτός το χάιδευε με το αδύνατο, χλομό, λιπόσαρκο χέρι του, χαμογελώντας πονεμένα. Το 'βλεπε κανείς πως το σκυλάκι τού άρεσε πολύ μα... όπως και να 'ναι, δεν ήταν ο Ζούτσκα, καλύτερα να 'ταν ο Ζούτσκα κι αν είχε το Ζούτσκα και το κουτάβι μαζί, τότε πια θα 'ταν ολότελα ευτυχισμένος.

— O Κρασότκιν! φώναξε ξαφνικά ένα παιδί που είδε πρώτο τον Κόλια.

Έγινε κάποια ταραχή, τα παιδιά παραμέρισαν αφήνοντας να φανεί ο Ηλιούσα. O λοχαγός όρμησε να υποδεχτεί τον Κόλια.

— Περάστε, καλώς ορίσατε... ακριβέ μας επισκέπτη! άρχισε να του λέει. Ηλιούσετσκα, ο κύριος Κρασότκιν ήρθε να σ' επισκεφτεί.

Μα ο Κρασότκιν, αφού τον χαιρέτησε βιαστικά, έδειξε αμέσως και τους καλούς του τρόπους. Γύρισε πρώτα-πρώτα προς το μέρος της γυναίκας του λοχαγού, που καθότανε στην πολυθρόνα της (κείνην ακριβώς τη στιγμή γκρίνιαζε τρομερά γιατί τα παιδιά μαζευτήκανε μπροστά στο κρεβατάκι του Ηλιούσετσκα και δεν την άφηναν να δει το σκυλάκι), και με μεγάλη ευγένεια υποκλίθηκε μπροστά της. Ύστερα γύρισε και στη Νίνοτσκα και τη χαιρέτησε με τον ίδιο τρόπο. Αυτό το ευγενικό φέρσιμο έκανε εξαιρετικά ευχάριστη εντύπωση στην άρρωστη κυρία.

— Ένας καλοαναθρεμμένος νέος φαίνεται αμέσως, είπε αυτή δυνατά. Αν πεις και για τους άλλους μας επισκέπτες, αυτοί έρχονται καβάλα ο ένας πάνω στον άλλον.

— Τι λες, μητερούλα; Πώς έτσι, ο ένας πάνω στον άλλον; ψέλλισε ο λοχαγός χαδιάρικα μα και κάπως φοβισμένος γιατί η μητερούλα θα μπορούσε να κάνει ολόκληρη φασαρία.

— Μα ναι, έτσι μπαίνουν. Καβαλικεύουν ο ένας τον άλλον στο διάδρομο και εμφανίζονται έτσι στην πόρτα μιας καθωσπρέπει οικογένειας σαν τη δική μας. Και τους λες επισκέπτες εσύ κάτι τέτοιους;

— Μα ποιον είδες λοιπόν, μητερούλα, να μπαίνει έτσι όπως λες;

— Να, κείνο εκεί το παιδί μπήκε καβάλα σε κείνο, και κείνο κει σε κείνο...

Μα ο Κόλια στεκόταν κιόλας κοντά στο κρεβατάκι του Ηλιούσα. O άρρωστος χλόμιασε. Ανασηκώθηκε ακουμπώντας στο μαξιλάρι του και κοίταζε επίμονα, πολύ επίμονα τον Κόλια. Αυτός είχε κάπου δυο μήνες να δει το μικρό του φίλο και τώρα σταμάτησε κατάπληκτος μπροστά του. Ποτέ δε φανταζόταν πως θα 'βλεπε ένα τόσο αδυνατισμένο και χλομιασμένο προσωπάκι όπου τα μάτια καίγανε απ' τον πυρετό και φαίνονταν πολύ μεγάλα, και χεράκια τόσο διάφανα. Με πικρή κατάπληξη παρατήρησε πως η ανάσα του Ηλιούσα ήταν δύσκολη και λαχανιασμένη και τα χείλη του στεγνά. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του και του 'δωσε το χέρι. Τα 'χε σχεδόν ολότελα χαμένα.

— Λοιπόν, γέρο... πώς τα πας; πρόφερε.

Μα η φωνή του έσπασε, ο τόνος της αφέλειας κόπηκε, το πρόσωπό του άλλαξε ξάφνου έκφραση, τα χείλη του άρχισαν να τρεμουλιάζουν στις άκρες. O Ηλιούσα τού χαμογελούσε αρρωστημένα, μη μπορώντας ακόμα να προφέρει λέξη. O Κόλια σήκωσε ξαφνικά το χέρι του και χάιδεψε για κάποιον ανεξήγητο λόγο τα μαλλιά του Ηλιούσα.

— Δεν είναι τίποτα! του είπε σιγά σα να 'θελε να του δώσει θάρρος, μα ίσως κι ο ίδιος να μην ήξερε γιατί το είπε.

Για λίγο ξανάγινε και πάλι σιωπή.

— Τι βλέπω κει; Έχεις καινούργιο κουταβάκι; ρώτησε ξάφνου ο Κόλια με την πιο αδιάφορη φωνή.

— Ναι! απάντησε ο Ηλιούσα ψιθυριστά, αναπνέοντας δύσκολα.

— Έχει μαύρη μύτη, θα πει λοιπόν πως είναι άγριο, δαγκωνιάρικο, παρατήρησε ο Κόλια σοβαρά λες και το κουτάβι με τη μαύρη μύτη τον ενδιέφερε περισσότερο από το καθετί.

Κι όλ' αυτά γιατί πάλευε ακόμα με τον εαυτό του και προσπαθούσε να νικήσει τη συγκίνησή του για να μη βάλει τα κλάματα σαν κανένας «μικρός». Κι όμως δεν μπορούσε να βρει την αυτοκυριαρχία του.

— Όταν μεγαλώσει θα πρέπει να τον δένεις με αλυσίδα, ξέρω γω απ' αυτά.

— Θα γίνει τεράστιο σκυλί, φώναξε ένα παιδί απ' την ομάδα.

— Αυτό δα ο καθένας το ξέρει. Μολοσσός δεν είναι; Σα μοσχαράκι θα γίνει, ακούστηκαν ξάφνου πολλές φωνές.

— Σα μοσχαράκι, σωστό μοσχαράκι θα γίνει, είπε πλησιάζοντας βιαστικά ο λοχαγός. Επίτηδες το διάλεξα να 'ναι από τα πιο-πιο άγρια, ο πατέρας κι η μάνα του ήταν αγριόσκυλα και ψηλά... να, τόσα. Μα καθίστε λοιπόν, μπορείτε, αν θέλετε, να κάτσετε δω πέρα στο κρεβατάκι του Ηλιούσα ή και στον πάγκο. Καλώς ορίσατε, ακριβέ μας επισκέπτη, από καιρό σας περιμέναμε... Με τον Αλεξέι Φιοντόροβιτς ήρθατε;

O Κρασότκιν έκατσε στο κρεβατάκι, στα πόδια του Ηλιούσα. Καθώς ερχόταν, ίσως να 'χε σκεφτεί πώς θ' άρχιζε να μιλάει μα τώρα είχε χάσει εντελώς το νήμα.

— Όχι... ήρθα με τον Περεζβόν... Έχω ένα σκυλί που το λένε Περεζβόν. Σλάβικο όνομα. Περιμένει εκεί απ' έξω... αν του σφυρίξω θα ορμήσει στη στιγμή μέσα. Έχω και γω σκυλί, καθώς βλέπεις, είπε γυρίζοντας ξάφνου στον Ηλιούσα. Τον θυμάσαι, γέρο το Ζούτσκα;

Τον ζεμάτισε ξαφνικά μ' αυτή την ερώτηση.

Το προσωπάκι του Ηλιούσετσκα συσπάστηκε. Κοίταξε πονεμένα τον Κόλια. O Αλιόσα που στεκόταν δίπλα στην πόρτα έσμιξε τα φρύδια του κι έκανε κρυφά νόημα στον Κόλια να μη μιλάει για το Ζούτσκα μα εκείνος δεν το πρόσεξε ή έκανε πως δεν το πρόσεξε.

— Πού είναι λοιπόν... ο Ζούτσκα; ρώτησε ο Ηλιούσα με σπασμένη φωνή.

— Άσ' τα, αδερφέ μου! Πάει, χάθηκε ο Ζούτσκα σου!

O Ηλιούσα δεν είπε τίποτα μα ξανακοίταξε και πάλι επίμονα, πολύ επίμονα τον Κόλια. O Αλιόσα, μόλις συνάντησε το βλέμμα του Κόλια, του 'κανε και πάλι νόημα μα εκείνος κοίταξε πάλι αλλού, κάνοντας πως τάχα και τώρα δεν το πρόσεξε.

— Σε κάποια γωνιά θα κρύφτηκε και κει θα ψόφησε. Και πώς να μην ψοφήσει ύστερα από 'ναν τέτοιο μεζέ, έλεγε άσπλαχνα ο Κόλια, μα άρχισε και ο ίδιος για κάποιο λόγο να λαχανιάζει. Όμως εγώ έχω τον Περεζβόν... Σλάβικο όνομα του 'δωσα... Τον έφερα τώρα μαζί μου...

— Δεν τον θέλω! Πρόφερε ξάφνου ο Ηλιούσετσκα.

— Όχι, πρέπει το δίχως άλλο να τον δεις... Θα διασκεδάσεις. Γι' αυτό ακριβώς τον έφερα... Είναι το ίδιο αναμαλλιάρικο σαν και κείνο... Μου επιτρέπετε, καλή μου κυρία, να μπάσω μέσα το σκυλί μου; είπε γυρίζοντας ξαφνικά στην κυρία Σνεγκιριόβα με κάποια ακατανόητη πια ταραχή·

— Δε θέλω, δε θέλω! φώναξε με σπαραγμό στη φωνή του ο Ηλιούσα.

Κάποια μομφή έλαμψε στα μάτια του.

— Ίσως θα 'ταν καλύτερα... βιάστηκε να πει ο λοχαγός και σηκώθηκε απότομα απ' το σεντούκι όπου είχε καθίσει. Ίσως δα να 'ταν καλύτερα... άλλη φορά... τραύλισε.

Μα ο Κόλια επέμενε και φώναξε στο Σμούροβ:

«Σμούροβ, άνοιξε την πόρτα!»

Και μόλις εκείνος την άνοιξε σφύριξε με τη σφυρίχτρα του.

O Περεζβόν όρμησε τρέχοντας στο δωμάτιο.

— Πήδα, Περεζβόν, σούζα! Σούζα!

Άρχισε να ουρλιάζει ο Κόλια και σηκώθηκε όρθιος. Το σκυλί στάθηκε στα πισινά του πόδια μπροστά στο κρεβατάκι του Ηλιούσα. Τότε έγινε κάτι που κανένας δεν το περίμενε. O Ηλιούσα ανατρίχιασε και ξάφνου μετακινήθηκε ολόκληρος προς τα μπρος, έσκυψε προς το μέρος του Περεζβόν και τον κοίταζε σα μαρμαρωμένος.

— Είναι... O Ζούτσκα! φώναξε ξαφνικά κι η φωνή του ράγισε από πόνο κι ευτυχία.

— Αμέ τι νόμιζες; φώναξε μ' όλη του τη δύναμη ο Κρασότκιν με ηχηρή κι ευτυχισμένη φωνή.

Έσκυψε, πήρε το σκυλί κι ανασηκώνοντάς το το πλησίασε στον Ηλιούσα.

— Κοίτα, γέρο, βλέπεις; Το μάτι του είναι στραβό και τ' αριστερό του αυτί σκισμένο, τα ίδια σουσούμια που μου είπες τότε. Απ' αυτά τα σουσούμια τον βρήκα! Τότε αμέσως τον βρήκα, σε λίγες μέρες. Και, ξέρετε, ήταν αδέσποτο, δεν είχε κανένα αφεντικό! εξήγησε γυρίζοντας γρήγορα στον λοχαγό, στη γυναίκα του, στον Αλιόσα κι ύστερα πάλι στον Ηλιούσα. Έμενε στη μάντρα των Φιοντότοβ, όμως εκείνος δεν το τάιζε ποτέ.... Ένα περιπλανώμενο σκυλί που 'χε έρθει από χωριό. Το λοιπόν εγώ το βρήκα... Θα πει λοιπόν, γέρο, πως δεν το κατάπιε τότε το κομμάτι σου. Γιατί αν το κατάπινε σίγουρα θα ψόφαγε, αυτό δε θέλει ούτε συζήτηση! Για να ζει λοιπόν θα πει πως πρόφτασε και το 'φτυσε. Όμως εσύ δεν το πρόσεξες πως το 'φτυσε. Το 'φτυσε, μα τη γλώσσα του την αγκύλωσε γι' αυτό ούρλιαζε όπως ούρλιαζε. Έτρεχε και ούρλιαζε και συ νόμισες πως την κατάπιε την καρφίτσα. Μα ούρλιαζε γιατί τα σκυλιά έχουν πολύ λεπτό δέρμα στο στόμα.... πολύ πιο λεπτό απ' το δέρμα του ανθρώπου! ξεφώνιζε μ' αλλαγμένη φωνή ο Κόλια και το πρόσωπό του φωτίστηκε κι έλαμπε από ενθουσιασμό.

O Ηλιούσα δεν μπορούσε να βγάλει λέξη. Κοίταζε τον Κόλια με τα μεγάλα του μάτια που είχαν βγει απ' τις κόχες τους. Είχε μισανοίξει το στόμα κι ήταν άσπρος σαν πανί. Αν μπορούσε ο Κρασότκιν να φανταστεί πόσο ολέθρια επίδραση ήταν δυνατό να 'χουν όλα αυτά στην υγεία του μικρού αγοριού, ποτέ δε θα τ' αποφάσιζε να κάνει αυτό που έκανε. Μα απ' όλους που βρίσκονταν στο δωμάτιο, ίσως μονάχα ο Αλιόσα να το καταλάβαινε. Όσο για το λοχαγό, αυτός φερνόταν πια εντελώς σαν παιδί.

— O Ζούτσκα! Ώστε ο Ζούτσκα είναι αυτός; φώναξε συγκινημένος. Ηλιούσετσκα, ο Ζούτσκα είναι, ο Ζούτσκα σου! Μητερούλα, ο Ζούτσκα είναι! έλεγε και σχεδόν έκλαιγε.

— Και γω δεν το κατάλαβα! αναφώνησε πικραμένα ο Σμούροβ. Μπράβο του Κρασότκιν. Το 'πε πως θα 'βρει το σκυλί και το βρήκε!

— Το 'πε και το 'κανε! είπε χαρούμενα κάποιος άλλος.

— Μπράβο, Κρασότκιν! πρόσθεσε ένας τρίτος.

— Μπράβο, μπράβο! φώναζαν όλα τα παιδιά κι άρχισαν να χειροκροτάνε.

— Μα σταθείτε, σταθείτε λοιπόν, φώναζε όσο μπορούσε ο Κρασότκιν για ν' ακουστεί μέσα στο θόρυβο. Θα σας διηγηθώ τώρα πώς έγινε, αυτό είναι το σπουδαίο! Μόλις τον βρήκα τον κουβάλησα στο σπίτι και τον κλείδωσα μέσα, σε κανέναν δεν τον έδειχνα ως την τελευταία μέρα. Μονάχα ο Σμούροβ το 'μαθε εδώ και δυο βδομάδες μα τον βεβαίωσα πως είναι ο Περεζβόν, κι αυτός δεν υποπτεύθηκε τίποτα. Εγώ στο μεταξύ του 'μαθα όλα τα κόλπα, κοιτάχτε, κοιτάχτε όλοι τι ξέρει να κάνει! Του τα μάθαινα, γέρο, για να σ' τον φέρω σπουδαγμένο και να σου πω: Κοίτα, γέρο, τι σπουδαίο σκυλί έγινε τώρα ο Ζούτσκα σου! Μήπως έχετε κανένα κομματάκι κρέας; Θα σας δείξω τώρα ένα κόλπο που θα βαστάτε την κοιλιά σας απ' τα γέλια. Ένα κομματάκι κρέας θέλω. Δεν πιστεύω να μην έχετε ένα κομματάκι κρέας.

`O λοχαγός έτρεξε αμέσως στην κουζίνα όπου ψηνόταν το φαΐ τους. O Κόλια, για να μη χάνει πολύτιμο καιρό —τον είχε πιάσει μια τρομερή βία— φώναξε στον Περεζβόν: Πέθανε! Το σκυλί στριφογύρισε για λίγο, ξαπλώθηκε ανάσκελα κι έμεινε έτσι ακίνητο με τα τέσσερα πόδια του στον αέρα. Τα παιδιά γέλαγαν. O Ηλιούσα κοίταζε το σκύλο και χαμογελούσε πονεμένα. Μα στη «μητερούλα» άρεσε περισσότερο απ' όλους που πέθανε ο Περεζβόν. Γελούσε, κροτάλιζε τα δάχτυλά της και φώναζε:

— Περεζβόν, Περεζβόν!

— Ποτέ δε θα σηκωθεί, ποτέ, ό,τι και να του κάνετε, φώναξε ο Κόλια θριαμβευτικά και με δικαιολογημένη περηφάνια. Κι όλος ο κόσμος να τον φωνάξει δεν θα κουνήσει απ' τη θέση του, όμως μόλις του φωνάξω γω θα πηδήσει στη στιγμή! Ici, Περεζβόν!

Το σκυλί σηκώθηκε μ' έναν πήδο κι άρχισε να χοροπηδάει γαυγίζοντας χαρούμενα. Κείνη τη στιγμή μπήκε μέσα τρέχοντας ο λοχαγός μ' ένα κομματάκι βραστό βοδινό.

— Μήπως είναι πολύ ζεστό; ρώτησε βιαστικός και πολυάσχολος ο Κόλια παίρνοντας το κρέας. Όχι, δεν είναι ζεστό. Τα σκυλιά, ξέρετε, δεν αγαπάνε τα ζεστά. Κοιτάτε όλοι λοιπόν. Κοίτα, Ηλιούσετσκα, κοίτα, μα κοίτα λοιπόν, κοίτα, γέρο, γιατί δεν κοιτάς; Εγώ του τον έφερα κι αυτός δεν κοιτάει!

Το καινούργιο κόλπο ήταν τούτο: Το σκυλί έπρεπε να σταθεί σούζα και να κρατήσει πάνω στη μύτη του το δελεαστικό κομματάκι του βοδινού. Το κακόμοιρο το σκυλί έπρεπε να μείνει έτσι με το κρέας πάνω στη μύτη του όση ώρα το 'θελε τ' αφεντικό, έστω και μισή ώρα, χωρίς να κουνηθεί. Μα ο Κόλια τον κράτησε μόλις μισό λεπτό.

— Φάτο! του φώναξε.

— Κι ο Περεζβόν πέταξε το κρέας ψηλά με τη μύτη του και το 'χαψε στον αέρα. Εννοείται πως οι θεατές εκδηλώσανε αμέσως τον ενθουσιασμό τους.

— Ώστε για να γυμνάσετε το σκυλί δεν ερχόσαστε τόσον καιρό; αναφώνησε ο Αλιόσα και στη φωνή του διακρινόταν ένας τόνος επίπληξης.

— Ακριβώς, φώναξε με μεγάλη αφέλεια ο Κόλια. Ήθελα να τον παρουσιάσω σ' όλη του την αίγλη!

— Περεζβόν! Περεζβόν! κροτάλισε τ' αδύναμα δαχτυλάκια του ο Ηλιούσα προσκαλώντας το σκυλί.

— Τι κάνεις εκεί! Άστον να 'ρθει μονάχος του στο κρεβάτι σου. Ici, Περεζβόν! είπε ο Κόλια χτυπώντας με την παλάμη του το κρεβάτι.

— O Περεζβόν πήδησε σα βέλος κοντά στον Ηλιούσα. Αυτός αγκάλιασε αμέσως το κεφάλι του κι ο Περεζβόν σ' απάντηση του 'γλειψε το μάγουλο. O Ηλιούσετσκα τον έσφιξε ακόμα πιο κοντά του κι έκρυψε το πρόσωπό του στο αναμαλλιασμένο τρίχωμά του.

— Θεέ μου! Θεέ μου! ξεφώνιζε ο λοχαγός.

O Κόλια κάθισε και πάλι στο κρεβάτι του Ηλιούσα.

— Ηλιούσα, έχω να σου δείξω και κάτι άλλο ακόμα. Σου 'φερα το κανονάκι. Θυμάσαι που σου 'λεγα τότε ακόμα γι' αυτό το κανονάκι και συ μου είπες: «Αχ, πόσο θα 'θελα να το 'βλεπα και γω!» Το λοιπόν τώρα σ' το 'φερα.

Κι ο Κόλια βιαστικός, έβγαλε απ' τη σάκα του το μπρούτζινο κανονάκι. Βιαζόταν γιατί κι ο ίδιος ήταν πολύ ευτυχισμένος: Αν ήταν άλλη περίσταση θα συγκρατιόταν ώσπου να περάσει η εντύπωση που έκανε ο Περεζβόν, μα τώρα βιάστηκε αφήνοντας κατά μέρος κάθε συγκρατημό.

«Το ξέρω πως είστε κι έτσι ευτυχισμένοι, όμως εγώ θα σας χαρίσω κι άλλη ευτυχία».

Ήταν κι ο ίδιος ενθουσιασμένος.

— Αυτό το κανονάκι το 'χα βάλει από καιρό στο μάτι, ο υπάλληλος Μορόζοβ το 'χε. Για σένα, γέρο, για σένα το 'θελα. Αυτός το 'χε κει πέρα και δεν ήξερε τι να το κάνει, το 'χε απ' τον αδερφό του, το πήρα και γω λοιπόν δίνοντάς του ένα βιβλίο απ' τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου. O Συγγενής του Μωάμεθ ή Η Ιαματική Ανοησία είναι ο τίτλος του. Είναι ένα βιβλίο εκατό χρονώ, πολύ τολμηρό, τυπώθηκε στη Μόσχα όταν δεν υπήρχε ακόμα λογοκρισία κι ο Μορόζοβ τα κυνηγάει κάτι τέτοια. Μου είπε κι ευχαριστώ...

Το κανονάκι ο Κόλια το βάσταγε στο χέρι του έτσι που μπορούσαν όλοι να το βλέπουν και ν' απολαμβάνουν. O Ηλιούσα ανασηκώθηκε κι εξακολουθώντας ν' αγκαλιάζει με το δεξί του χέρι τον Περεζβόν, περιεργαζόταν ενθουσιασμένος το παιχνίδι. Το εφέ έφτασε στο κατακόρυφο όταν ο Κόλια ανακοίνωσε πως έχει και μπαρούτι και πως μπορούν τώρα αμέσως να πυροβολήσουν, «αν φυσικά δε θα ανησυχήσει αυτό τις κυρίες». Η «μητερούλα» ζήτησε να της δώσουν το παιχνίδι για να το δει καλύτερα, πράμα που έγινε αμέσως. Το μπρούτζινο κανονάκι με τις ρόδες του της άρεσε τρομερά κι άρχισε να το τσουλάει πάνω στα γόνατά της. Όταν της ζητήσανε την άδεια να πυροβολήσουν, έδωσε πρόθυμα τη συγκατάθεσή της χωρίς να καταλάβει, εδώ που τα λέμε, τι ακριβώς της ζητούσαν. O Κόλια έδειξε το μπαρούτι και τα σκάγια. O λοχαγός, σα στρατιωτικός που ήταν, έβαλε μόνος του τη γέμιση, όμως παρακάλεσε ν' αναβάλλουν την ένσφαιρη βολή γι' άλλη φορά. Βάλανε το κανονάκι στο πάτωμα με το στόμιο γυρισμένο σε μιαν άδεια γωνιά και βάλανε φωτιά μ' ένα σπίρτο. O πυροβολισμός πέτυχε απόλυτα. Η «μητερούλα» τρόμαξε, όμως αμέσως έβαλε τα γέλια απ' τη χαρά της. Τα παιδιά κοιτάζανε με βουβό ενθουσιασμό, μα περισσότερο απ' όλους ήταν ευχαριστημένος ο λοχαγός κι όλο κοίταζε τον Ηλιούσα. O Κόλια πήρε το κανονάκι και το χάρισε αμέσως στον Ηλιούσα μαζί με τα σκάγια και το μπαρούτι.

— Για σένα το 'φερα, για σένα! Από καιρό το 'χα έτοιμο, ξανάπε και πάλι απόλυτα ευτυχισμένος.

— Αχ, χαρίστε μου το εμένα! Δώστε μου εμένα το κανονάκι! άρχισε ξάφνου να παρακαλάει σα μικρή η «μητερούλα». Φαινόταν λυπημένη κι ανήσυχη γιατί φοβότανε πως δε θα της το δώσουν. O Κόλια τα 'χασε λιγάκι. O λοχαγός ανησύχησε.

— Μητερούλα, μητερούλα! είπε τρέχοντας κοντά της. Το κανονάκι είναι δικό σου, δικό σου είναι, μονάχα ας το 'χει ο Ηλιούσα γιατί αυτουνού το χαρίσανε, όμως είναι το ίδιο σα να 'ταν δικό σου, ο Ηλιούσετσκα θα σ' το δίνει κάθε φορά που θα θέλεις να παίζεις, ας το 'χετε μαζί, να 'ναι και των δυονών σας, και των δυονών σας...

— Όχι, δε θέλω να το έχουμε μαζί, θέλω να 'ναι δικό μου, μονάχα δικό μου κι όχι του Ηλιούσα, εξακολουθούσε να λέει η «μητερούλα» έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

—Μαμά, πάρτο, να, πάρτο! φώναξε ξάφνου ο Ηλιούσα. Κρασότκιν, μ' αφήνεις να το χαρίσω στη μητέρα μου; γύρισε κι είπε παρακαλεστικά στον Κόλια σα να φοβότανε πως αυτός θα προσβληθεί που χαρίζει σ' άλλον το δώρο του.

— Μα και βέβαια! συμφώνησε αμέσως ο Κρασότκιν και παίρνοντας ο ίδιος το κανονάκι απ' τα χέρια του Ηλιούσα το πρόσφερε με την πιο ευγενικιά υπόκλιση στη «μητερούλα». Αυτή δάκρυσε απ' τη συγκίνησή της.

— Ηλιούσετσκα, καλούλη μου, πάντα το 'λεγα γω πως αγαπάς τη μητερούλα σου! είπε με τρεμάμενη φωνή κι άρχισε αμέσως να τσουλάει το κανονάκι πάνω στα γόνατά της.

— Μητερούλα, άσε με να σου φιλήσω το χέρι, είπε πλησιάζοντάς την βιαστικά ο άντρας της κι αμέσως πραγματοποίησε την πρόθεσή του.

— Κείνο το παιδί είναι το καλύτερο που έχω δει ποτέ μου! είπε μ' ευγνωμοσύνη η κυρία δείχνοντας τον Κρασότκιν.

— Τώρα θα σου φέρνω όσο μπαρούτι θέλεις, Ηλιούσα. Τώρα κάνουμε μονάχοι μας μπαρούτι. O Μπαρόβικοβ έμαθε τη συνταγή: Εικοστέσσερα μέρη νίτρο, δέκα μέρη θειάφι κι έξι μέρη κάρβουνο σημύδας. Όλ' αυτά τα κοπανάς στο γουδί, ρίχνεις και νερό και τρίβεις τη ζύμη έτσι που να περάσει από μια μεμβράνη ταμπούρλου. Και το μπαρούτι είναι έτοιμο.

—O Σμούροβ μού είπε για το μπαρούτι σας, μονάχα που ο πατέρας λέει πως αυτό δεν είναι πραγματικό μπαρούτι, είπε ο Ηλιούσα.

— Πώς δεν είναι πραγματικό; είπε ο Κόλια και κοκκίνησε. Αφού ανάβει. Όμως ομολογώ πως δεν ξέρω.

— Όχι, εγώ δα δεν είπα τίποτα, βιάστηκε να πει ο λοχαγός με ένοχο ύφος. Είναι αλήθεια πως είπα ότι το πραγματικό μπαρούτι δε γίνεται έτσι, όμως αυτό δε σημαίνει δα, ότι δε μπορεί κι έτσι να γίνει.

— Δεν ξέρω, εσείς ξέρετε καλύτερα. Εμείς το βάλαμε σ' ένα βαζάκι από πομάδα και κάηκε μια χαρά όλο, άφησε πολύ λίγη καπνιά. Κι αυτό ήταν μονάχα η ζύμη, όμως αν το περάσει κανείς απ' τη μεμβράνη... Όμως φυσικά εσείς ξέρετε καλύτερα, εγώ δεν ξέρω... Το Μπούλκιν τον έδειρε ο πατέρας του για το μπαρούτι μας, τ' άκουσες; είπε ξάφνου στον Ηλιούσα.

— Τ' άκουσα, απάντησε ο Ηλιούσα.

Άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον κι απόλαυση τον Κόλια.

— Φτιάξαμε ένα ολόκληρο μπουκάλι μπαρούτι και κείνος το 'κρυψε κάτω απ' το κρεβάτι του. O πατέρας του το 'δε. Μπορεί να μας τινάξει όλους στον αέρα, είπε. Και του τις έβρεξε εκεί επί τόπου. Ήθελε να κάνει παράπονα στο γυμνάσιο. Τώρα δεν τον αφήνουνε να κάνει παρέα μαζί μου, τώρα δεν αφήνουν κανένα να κάνει μαζί μου παρέα. Το Σμούροβ κι αυτόν δεν τον αφήνουν, μου 'χει βγει τ' όνομα, βλέπεις. Λένε πως είμαι «άτρομος», είπε ο Κόλια χαμογελώντας περιφρονητικά. Απ' το περιστατικό του τρένου άρχισαν όλ' αυτά.

— Αχ, έχουμε ακούσει δα και γι' αυτό το κατόρθωμά σας! αναφώνησε ο λοχαγός. Πώς καταφέρατε και μείνατε κει πέρα ξαπλωμένος; Αλήθεια λοιπόν δε φοβηθήκατε καθόλου όταν περνούσε από πάνω σας το τρένο; Ήταν τρομαχτικό, ε;

O λοχαγός κοίταζε με κάθε τρόπο να κολακέψει τον Κόλια.

— Όχι και τόσο! πρόφερε ανέμελα ο Κόλια. Το χειρότερο στραπάτσο το 'παθε η υπόληψή μου με το περιστατικό κείνης της καταραμένης χήνας, είπε και πάλι στον Ηλιούσα.

Έκανε τάχα πως τα διηγιέται αδιάφορα, όμως δεν μπορούσε ακόμα να βρει την αυτοκυριαρχία του κι όλο και ξέφευγε απ' τον τόνο του.

— Αχ, ναι, άκουσα και για τη χήνα! είπε γελώντας χαρούμενα ο Ηλιούσα. Μου τα διηγηθήκανε, όμως δεν κατάλαβα καλά. Είναι αλήθεια πως σε πήγανε στο δικαστή;

— Ήταν ένα εντελώς ασήμαντο γεγονός που το παραφουσκώσανε όπως το συνηθάνε δα εδώ στην πολιτεία μας, άρχισε να διηγιέται με προσποιημένη αφέλεια ο Κόλια. Πέρναγα μια μέρα απ' την πλατεία. Κείνην ακριβώς τη στιγμή είχαν φέρει ένα κοπάδι χήνες. Σταματάω και τις κοιτάω. Ξάφνου ένας νεαρός, ο Βισνιακόβ —τώρα δουλεύει στους Πλότνικοβ, κάνει θελήματα— έρχεται κοντά μου και μου λέει: «Τι τις κοιτάς τις χήνες;» Τον καλοκοίταξα: Ένα μούτρο ανόητο, στρογγυλό. Θα 'ταν κάπου είκοσι χρονώ. Εγώ, ξέρετε, ποτέ δεν περιφρονώ το λαό. Μ' αρέσει να κουβεντιάζω με τους ανθρώπους του λαού... Έχουμε αποξενωθεί απ' το λαό. Αυτό πια είναι αξίωμα. Χαμογελάτε ειρωνικά, Καραμάζοβ;

— Όχι, Θεός φυλάξοι, σας ακούω πολύ προσεχτικά, είπε καλόκαρδα ο Αλιόσα κι ο φιλύποπτος Κόλια πήρε αμέσως κουράγιο.

— Η θεωρία μου, Καραμάζοβ, είναι πεντακάθαρη κι απλή, βιάστηκε να προσθέσει ευχαριστημένος. Πιστεύω στο λαό κι είμαι πάντα έτοιμος να παραδεχτώ το δίκιο του, όμως δεν έχω καθόλου σκοπό να τον παραχαϊδέψω. Αυτό είναι sine qua... Όμως ας ξανάρθουμε στη χήνα. Το λοιπόν γυρίζω σ' αυτόν το βλάκα και του λέω: «Σκέφτομαι τι τάχα να σκέφτεται η χήνα». Με κοιτάει εντελώς ανόητα: «Τι νομίζεις λοιπόν πως σκέφτεται η χήνα;» μου λέει. «Βλέπεις, του λέω, το κάρο με τη βρώμη; Χύθηκε λίγη βρώμη απ' το σακί κι η χήνα τέντωσε το λαιμό της ακριβώς κάτω απ' τη ρόδα και τρώει τους σπόρους. Βλέπεις;» «Και βέβαια το βλέπω», μου λέει. «Το λοιπόν αν τώρα προχωρήσει λιγάκι το κάρο, θα της κόψει της χήνας το λαιμό ή όχι;» «Το δίχως άλλο, μου λέει, θα της τον κόψει», και χαμογελάει πλατιά μ' ολάνοιχτο το στόμα, λες και λιώνει από ευχαρίστηση. «Ας δοκιμάσουμε, του λέω, εμπρός». «Εμπρός», μου λέει. Δεν είχαμε και πολλά να κάνουμε: Αυτός στάθηκε απαρατήρητος κοντά στο άλογο και γω δίπλα στο κάρο για να σπρώξω τη χήνα την κατάλληλη στιγμή. O αμαξάς κείνη την ώρα χάζευε, είχε πιάσει ψιλή κουβέντα με κάποιον και γω δεν χρειάστηκε καθόλου να πειράξω τη χήνα. Μονάχη της τέντωσε το λαιμό της κάτω απ' τη ρόδα για να φτάσει τους σπόρους. Έκανα νόημα στο νεαρό και κ-κρακ, κύλησε η ρόδα κι έκοψε το λαιμό της χήνας! Και να δεις που τα πράματα ήρθαν άσχημα γιατί όλοι οι μουζίκοι μάς πήρανε αμέσως χαμπάρι και καταλαβαίνεις βέβαια πως βάλανε αμέσως τις φωνές: «Επίτηδες το 'κανες!» «Όχι, δεν το 'κανα επίτηδες». «Όχι, επίτηδες!» «Στο Πταίσμα να τους πάμε», φωνάζουνε. Με πήρανε και μένα. «Και συ μαζί του ήσουνα, λένε, είσαι συνένοχός του όλη η Αγορά σε ξέρει!» Και πραγματικά, δεν ξέρω πώς, μα όλη η Αγορά μ' έχει μάθει, πρόσθεσε κάπως περήφανα ο Κόλια. Τραβήξαμε λοιπόν όλοι μας για το αυτόφωρο, εκείνοι πήραν και τη χήνα μαζί τους. Όπου βλέπω πως ο νεαρός κατατρόμαξε κι έβαλε τα κλάματα, μα την αλήθεια, σα γυναικούλα έκλαιγε. O χηνάς φώναζε: «Τι κατάσταση είν' αυτή; Έτσι μπορούν να μου κόψουν όλες τις χήνες μου!» Φέρανε φυσικά και τους μάρτυρες. O δικαστής έβγαλε αμέσως την απόφαση: Να δώσει ο νεαρός ένα ρούβλι στο χηνά και να κρατήσει τη χήνα. Κι από δω και πέρα να μην τολμήσει να το ξανακάνει. O νεαρός όλο κλαίει σα γυναικούλα: «Δε φταίω γω, λέει, αυτός μ' έβαλε να το κάνω», και δείχνει εμένα. Όπου απαντάω και γω μ' όλη μου την ψυχραιμία πως δεν τον έβαλα εγώ, εγώ μονάχα εξέφρασα τη βασική ιδέα και του το 'πα μονάχα σα σχέδιο. O δικαστής Νιεφέντοβ ψιλογέλασε, όμως αμέσως θύμωσε με τον εαυτό του για τούτο το γέλιο: «Θα σας αναφέρω αμέσως, μου λέει, στη διεύθυνση του γυμνασίου σας για να μη μου κάνετε άλλη φορά παρόμοια σχέδια, μα να μελετάτε τα μαθήματά σας». Στη διεύθυνση δε με ανέφερε —στ' αστεία το είπε αυτό— όμως το περιστατικό μαθεύτηκε και χωρίς την αναφορά. Στην πολιτεία μας δα δε μένει τίποτα κρυφό! Πιο πολύ απ' όλους οργίστηκε ο καθηγητής της κλασικής φιλολογίας Καλμπάσνικοβ, όμως με υπερασπίστηκε και πάλι ο Νταρντανιέλοβ. O Καλμπάσνικοβ έγινε άγριος σαν πράσινος γάιδαρος τώρα τελευταία και τα βάζει με όλους. Τ' άκουσες, Ηλιούσα, πως παντρεύτηκε; Πήρε την κόρη των Μιχαήλοβ με χίλια ρούβλια προίκα. Η νύφη είναι μια αλογομούρα πρώτης γραμμής. Τα παιδιά της τρίτης τάξης φτιάξανε αμέσως ένα σατιρικό επίγραμμα:

Ντόρος έγινε στην τρίτη σα μαθεύτηκε

πως ο Καλμπάσνικοβ παντρεύτηκε.

Έχει και συνέχεια πολύ αστεία, άλλη φορά θα σ' το φέρω ολόκληρο. Για το Νταρντανιέλοβ δεν έχω να πω τίποτα. Είναι άνθρωπος μορφωμένος, πραγματικά μορφωμένος. Κάτι τέτοιους τους σέβομαι χωρίς να μ' επηρεάζει καθόλου το γεγονός ότι με υπερασπίστηκε.

— Κι όμως δεν ήξερε να σου απαντήσει ποιος ίδρυσε την Τροία! είπε ξάφνου ο Σμούροβ που ήταν περήφανος τούτη τη στιγμή για τον Κρασότκιν.

Η διήγηση για τη χήνα του 'χε αρέσει πολύ.

— Ώστε είναι αλήθεια λοιπόν πως τον κάνατε να τα χάσει; βρήκε την ευκαιρία να πει τη γαλιφιά του κι ο λοχαγός. Αυτό δα τ' ακούσαμε αμέσως πως τον κάνατε να τα χάσει... O Ηλιούσετσκα ήρθε και μου τα διηγήθηκε την ίδια μέρα...

— O Κόλια, μπαμπά, όλα τα ξέρει, κανένας δεν του παραβγαίνει σ' όλο το γυμνάσιο! είπε ο Ηλιούσετσκα. Κάνει τάχα πως είναι άταχτος, όμως έρχεται πάντα πρώτος σ' όλα τα μαθήματα...

O Ηλιούσα κοίταξε αληθινά ευτυχισμένος τον Κόλια.

— Αυτό το ζήτημα της Τροίας ήταν ανοησίες, σαχλαμάρες. Και γω ο ίδιος νομίζω πως κείνη η ερώτησή μου ήταν δίχως περιεχόμενο, απάντησε με περήφανη μετριοφροσύνη ο Κόλια. Είχε καταφέρει να ξαναβρεί τον τόνο του αν και του 'μενε κάποια μικρή ανησυχία. Αισθανόταν πως βρίσκεται σ' έξαψη και πως είχε βάλει πολύ πάθος στην ιστορία της χήνας, ενώ ο Αλιόσα όλη την ώρα της διήγησης σώπαινε και στεκόταν σοβαρός έτσι που το φιλότιμο αγόρι άρχισε να νιώθει σαν κάτι να του γρατσουνάει την καρδιά:

«Μήπως σωπαίνει γιατί με περιφρονάει νομίζοντας πως πάω γυρεύοντας τον έπαινό του; Σ' αυτή την περίπτωση, αν έχει το θράσος να το νομίζει αυτό, τότε εγώ...»

— Νομίζω πως αυτό το ζήτημα είναι εντελώς ασήμαντο, ξανάπε και πάλι κοφτά.

— Εγώ ξέρω ποιος ίδρυσε την Τροία, είπε ξαφνικά κι εντελώς αναπάντεχα ένας απ' την παρέα των παιδιών που ως τα τώρα δεν είχε βγάλει λέξη σχεδόν.

Φαινόταν να 'ναι ντροπαλός, κάπου έντεκα χρονώ, πολύ χαριτωμένος. Το επίθετό του ήταν Καρτασόβ. Καθόταν δίπλα στην πόρτα. O Κόλια τον κοίταξε έκπληκτος και σοβαρός. Για το ζήτημα των ιδρυτών της Τροίας είχαν ενδιαφερθεί όλα τα παιδιά στο γυμνάσιο, όμως το πράμα έμενε μυστικό γιατί μονάχα στου Σμαράγκντοβ υπήρχε αυτή η πληροφορία. Και το Σμαράγκντοβ τον είχε μονάχα ο Κόλια. Μια φορά λοιπόν, ο Καρτασόβ πέτυχε την κατάλληλη ευκαιρία, κοίταξε κρυφά στο βιβλίο του Κόλια και βρήκε τους ιδρυτές της Τροίας. Από τότε είχε περάσει κάμποσος καιρός, όμως αυτός όλο και ντρεπότανε ν' ανακοινώσει δημόσια πως ξέρει ποιος ίδρυσε την Τροία. Και τούτο γιατί φοβόταν μην τυχόν και γίνει τίποτα, μην τυχόν και τον ντροπιάσει κατά κάποιον τρόπο ο Κόλια. Όμως τώρα δε βάσταξε πια και το είπε. Από καιρό το 'θελε δα να το πει.

— Ποιος την ίδρυσε λοιπόν; είπε ο Κόλια μ' αξιοπρέπεια και κοιτάζοντάς τον «αφ υψηλού».

Απ' την έκφραση του άλλου είχε μαντέψει κιόλας πως πραγματικά το ξέρει και προετοιμάστηκε φυσικά για όλες τις συνέπειες. Αμέσως στην ατμόσφαιρα επικράτησε κάποια σύγχυση.

— Την Τροία την ίδρυσαν ο Τεύκρος, ο Δάρδανος, ο Ίλιος κι ο Τρώος, είπε παπαγαλίστικα τ' αγόρι και κατακοκκίνησε.

Τόσο πολύ κοκκίνησε που σου 'κανε λύπη να το βλέπεις. Όμως όλα τα παιδιά τον κοίταζαν επίμονα, τον κοίταζαν ένα ολόκληρο λεπτό κι ύστερα όλ' αυτά τα επίμονα βλέμματα γύρισαν μονομιάς στον Κόλια. Αυτός εξακολουθούσε να περιεργάζεται με περιφρονητική ψυχραιμία το παιδί που 'χε το θράσος να πει πως ξέρει ποιος ίδρυσε την Τροία.

— Δηλαδή πώς την ίδρυσαν; καταδέχτηκε επιτέλους να ρωτήσει. Και τι σημαίνει γενικά αυτό που λέμε ίδρυση μιας πολιτείας ή ενός κράτους; Μήπως τάχα πήγαν κει πέρα και βάλανε ο καθένας από 'να τούβλο;

Ακούστηκαν γέλια. O ένοχος από κόκκινος έγινε πορφυρός. Σώπαινε, λίγο ακόμα και θα 'βαζε τα κλάματα. O Κόλια τον κράτησε έτσι ένα λεπτό.

— Για να μπορεί να συζητάει κανείς για κάτι τέτοια ιστορικά γεγονότα όπως είναι το θεμέλιωμα μιας εθνότητας πρέπει πρώτα απ' όλα να καταλαβαίνει τι ακριβώς σημαίνουν όλ' αυτά, είπε με ύφος νουθεσίας. Άλλωστε, εγώ δε δίνω και μεγάλη σημασία σ' όλ' αυτά τα παραμύθια, μα και γενικά δεν εκτιμάω και τόσο την Παγκόσμια Ιστορία, πρόσθεσε ξάφνου με περιφρόνηση, μιλώντας αυτή τη φορά σ' όλους.

— Την Παγκόσμια Ιστορία; ρώτησε κάπως φοβισμένα ο λοχαγός.

— Ναι, την Παγκόσμια Ιστορία. Το μόνο που μας μαθαίνει είναι μια σειρά από ανοησίες που κάνανε οι άνθρωποι και τίποτα παραπάνω. Εκτιμάω μονάχα τα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες, κοκορεύτηκε ο Κόλια και κοίταξε κλεφτά τον Αλιόσα.

Μονάχα αυτουνού τη γνώμη φοβότανε 'δω μέσα. Μα ο Αλιόσα εξακολουθούσε να σωπαίνει κι ήταν όπως και πρώτα σοβαρός. Αν έλεγε τίποτα, η κουβέντα θα τελείωνε, όμως αυτός σώπαινε κι η σιωπή του «μπορεί να σημαίνει περιφρόνηση», σκέφτηκε ο Κόλια και φουρκίστηκε ακόμα περισσότερο.

— Έχουμε και τις κλασικές γλώσσες ακόμα. Όλ' αυτά είναι τρέλα και τίποτ' άλλο... Μου φαίνεται πως και πάλι δε συμφωνείτε μαζί μου, Καραμάζοβ.

— Δε συμφωνώ, είπε ο Αλιόσα και χαμογέλασε συγκρατημένα.

— Οι κλασικές γλώσσες, αν θέλετε να σας πω καθαρά τη γνώμη μου γι' αυτές, είναι ένα μέτρο αστυνομικό, έλεγε ο Κόλια κι άρχισε σιγά-σιγά να λαχανιάζει. Τις βάλανε στο πρόγραμμα γιατί είναι πληχτικές και γιατί αμβλύνουν τις ικανότητες των μαθητών. Αρκετά βαριόμασταν κιόλας, όμως αυτοί σκεφτήκανε: Πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε τους μαθητές να βαρεθούν περισσότερο; Οι αρχαίες γλώσσες τούς ήρθανε κουτί. Έτσι νομίζω πως είναι κι ελπίζω πως ποτέ μου δε θ' αλλάξω γνώμη, είπε ο Κόλια απότομα.

Και στα δυο του μάγουλα φάνηκαν κόκκινες κηλίδες.

— Σωστά, συμφώνησε ο Σμούροβ που τον άκουγε προσεχτικά.

— Κι όμως είναι πρώτος στα Λατινικά! φώναξε κάποιος απ' την παρέα των παιδιών.

— Ναι, μπαμπά, κι όμως στα Λατινικά είναι πρώτος, είπε κι ο Ηλιούσα.

— Και τι μ' αυτό; νόμισε πως πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του ο Κόλια αν κι οι έπαινοι του άρεσαν. Παπαγαλίζω τα λατινικά γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, γιατί υποσχέθηκα στη μητέρα μου να τελειώσω το γυμνάσιο. Μια λοιπόν κι ανέλαβα μια δουλειά, νομίζω πως πρέπει να την κάνω όσο μπορώ καλύτερα. Όμως βαθιά μέσα στην καρδιά μου περιφρονώ τον κλασικισμό κι όλες αυτές τις αηδίες... Δεν συμφωνείτε, Καραμάζοβ;

— Μα από πού κι ως πού είναι «αηδίες»; είπε μ' ένα μικρό χαμόγελο ο Αλιόσα.

— Σκεφτείτε το και μόνος σας. Όλοι οι κλασικοί έχουν μεταφραστεί σ' όλες τις γλώσσες, θα πει λοιπόν πως δε μαθαίνουμε τα λατινικά για να σπουδάσουμε τους κλασικούς. O μόνος τους σκοπός είναι να μας τους επιβάλουν σαν ένα αστυνομικό μέτρο και να μας αμβλύνουν τις ικανότητές μας. Δεν είναι λοιπόν αηδίες;

— Μα ποιος σας τα 'μαθε όλ' αυτά; αναφώνησε τέλος απορημένος ο Αλιόσα.

— Πρώτα-πρώτα, νομίζω πως μπορώ και μόνος μου να τα καταλάβω, χωρίς να μου τα μάθει κανένας, όμως πρέπει να ξέρετε πως όσα σας είπα για τις μεταφράσεις των κλασικών τα είπε κι ο ίδιος ο καθηγητής Καλμπάσνικοβ μπροστά σ' όλη την τρίτη τάξη...

— Ήρθε ο γιατρός! φώναξε ξαφνικά η Νίνοτσκα που ως αυτή τη στιγμή δεν είχε βγάλει λέξη.

Πραγματικά, δίπλα στην εξώπορτα του σπιτιού είχε σταματήσει τ' αμάξι της κυρίας Χοχλάκοβα. O λοχαγός, που περίμενε όλο το πρωί το γιατρό, έτρεξε να τον υποδεχτεί. Η «μητερούλα» ετοιμάστηκε και πήρε ύφος επίσημο. O Αλιόσα πλησίασε τον Ηλιούσα και άρχισε να του ταχτοποιεί το μαξιλάρι. Η Νίνοτσκα τον παρατηρούσε με ανησυχία από την πολυθρόνα της. Τα παιδιά άρχισαν ν' αποχαιρετούν βιαστικά, μερικά υποσχέθηκαν να ξανάρθουν το βράδυ. O Κόλια φώναξε τον Περεζβόν κι αυτός πήδησε απ' το κρεβάτι.

— Δε θα φύγω, δε θα φύγω! είπε γρήγορα-γρήγορα ο Κόλια στον Ηλιούσα. Θα περιμένω στο διάδρομο και θα ξανάρθω όταν θα φύγει ο γιατρός. Θα ξανάρθω μαζί με τον Περεζβόν.

Κείνη τη στιγμή έμπαινε κιόλας ο γιατρός. Φόραγε γούνα από αρκουδοτόμαρο, είχε μακριές φαβορίτες και φρεσκοξυρισμένο σαγόνι. Μόλις πέρασε το κατώφλι σταμάτησε αναποφάσιστος. Θα του φάνηκε πως δεν ήρθε κει που 'πρεπε.

«Τι είναι δω; Που βρίσκομαι;» μουρμούρισε χωρίς να βγάζει τη γούνα του και το κασκέτο του από λουτρ.

Οι πολλοί επισκέπτες, η φτώχεια του δωματίου, τ' ασπρόρουχα που κρέμονταν σ' ένα σπάγκο στη γωνιά, τον κάνανε να τα χάσει. O λοχαγός έκανε μπροστά του μια πολύ βαθιά υπόκλιση.

— Εδώ είσαστε, εδώ, μουρμούρισε δουλόπρεπα λυγίζοντας στα δυο- εδώ σας στείλανε, σε μένα...

— Σνε-γκι-ριόβ; πρόφερε αυστηρά και δυνατά ο γιατρός. O κύριος Σνεγκιριόβ εσείς;

— Μάλιστα!

— Α!

O γιατρός έριξε ακόμα ένα βλέμμα στο δωμάτιο σα να τον αηδίαζε το θέαμα κι άφησε να γλιστρήσει η γούνα του. Όλοι πρόσεξαν το σπουδαίο παράσημο που λαμποκοπούσε στο λαιμό του. O λοχαγός άρπαξε στον αέρα τη γούνα κι ο γιατρός έβγαλε το κασκέτο του.

— Πού είναι λοιπόν ο ασθενής; ρώτησε με δυνατή κι επιταχτική φωνή.