×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 10. ΙV. Ο Ζούτσκα

10. ΙV. Ο Ζούτσκα

O Κόλια πήρε ύφος σοβαρό, ακούμπησε στο φράχτη και περίμενε να φανεί ο Αλιόσα. Ναι, από καιρό τώρα ήθελε να τον γνωρίσει. Είχε ακούσει πολλά γι' αυτόν απ' τις διηγήσεις των φίλων του μα ως τα τώρα έπαιρνε μια στάση περιφρονητικής αδιαφορίας όταν του μιλούσαν γι' αυτόν, τον «κριτικάριζε» μάλιστα όταν του τύχαινε ευκαιρία. Όμως μέσα του ήθελε πολύ, πάρα πολύ να τον γνωρίσει: Απ' τις διηγήσεις που 'χε ακούσει ένιωσε πως ο Αλιόσα ήταν συμπαθητικός με τον τρόπο του κι ελκυστικός συνάμα. Τούτη η στιγμή λοιπόν ήταν σημαντική. Πρώτο και κύριο θα 'πρεπε να κρατήσει την αξιοπρέπειά του και να του δείξει πως δεν τον έχει και πολύ πολύ ανάγκη.

«Αλλιώς θα νομίσει πως είμαι δεκατριώ χρονώ και θα με πάρει για ένα παιδί σαν και τ' άλλα που γνώρισε. Τι βρίσκει και κάνει παρέα μ' αυτά τα παιδιά; Αυτά θα τα ρωτήσω όταν γνωριστούμε. Κρίμα μονάχα που 'μαι τόσο κοντός. O Τούζικοβ είναι πιο μικρός από μένα κι όμως με περνάει μισό κεφάλι. Όμως το πρόσωπό μου είναι έξυπνο. Δεν είμαι όμορφος, το ξέρω πως το μούτρο μου είναι κακοφτιαγμένο, όμως είναι έξυπνο. Πρέπει κιόλας να μην εκδηλωθώ απ' την πρώτη στιγμή γιατί αν τύχει και το ρίξω στις διαχυτικότητες και του ανοίξω αμέσως την αγκαλιά μου θα νομίσει πως... φτου, πόσο άσχημο θα είναι αν θα νομίσει!...»

Αυτά σκεφτόταν ανήσυχος ο Κόλια και προσπαθούσε να πάρει όσο γίνεται πιο αδιάφορο ύφος. Το σπουδαιότερο που τον βασάνιζε ήταν το κοντό του μπόι, όχι τόσο το κακοφτιαγμένο του πρόσωπο όσο το κοντό του μπόι. Στο σπίτι του, σε μια γωνιά του δωματίου, είχε σημειώσει από πέρσι ακόμα στον τοίχο το μπόι του κι από τότε, κάθε δυο μήνες, πήγαινε και στεκόταν στη γωνιά για να ξαναμετρηθεί: Πόσο ψήλωσε τάχα; Όμως αλίμονο! Ψήλωσε πολύ λίγο κι αυτό τον έφερνε ώρες-ώρες σ' απόγνωση. Όσο για το πρόσωπο, αυτό δεν ήταν καθόλου «κακοφτιαγμένο», απεναντίας μάλιστα ήταν αρκετά συμπαθητικό. Άσπρο, κάπως χλομό, με ελαφρούς κόκκινους λεκέδες. Τα σταχτιά, όχι πολύ μεγάλα μα ζωηρά του μάτια, κοιτάζανε θαρρετά και συχνά φωτίζονταν από συγκίνηση. Τα σαγόνια ήταν κάπως πλατιά, τα χείλη μικρά, όχι πολύ παχιά μα πολύ κόκκινα. Η μύτη μικρή κι ανασηκωμένη.

«Πλακουτσομύτης είμαι, εντελώς πλακουτσομύτης», μουρμούριζε ο Κόλια κάθε φορά που κοιταζόταν στον καθρέφτη κι έφευγε αγανακτισμένος. «Μα μήπως τάχα είναι έξυπνο το πρόσωπό μου;» σκεφτόταν καμιά φορά, αμφιβάλλοντας και γι' αυτό ακόμα.

Όμως δεν πρέπει να νομίσει κανείς πως το μπόι και το πρόσωπό του ήταν το μόνο που τον απασχολούσε. Απεναντίας όσο κι αν υπόφερε πάντα μπροστά στον καθρέφτη, ξεχνούσε γρήγορα πως ήταν «κακομούτσουνος» και «παραδινόταν ολόκληρος στις ιδέες και στην πραγματική ζωή», όπως ονόμαζε ο ίδιος τη δράση του.

Ο Αλιόσα βγήκε σύντομα και πλησίασε βιαστικός τον Κόλια. Όταν ήρθε αρκετά κοντά του, ο Κόλια πρόσεξε πως το πρόσωπο του Αλιόσα ήταν εξαιρετικά χαρούμενο.

«Επειδή ήρθα γω είναι τόσο χαρούμενος τάχα;» σκέφτηκε ευχαριστημένος ο Κόλια.

Με τούτη την ευκαιρία ας σημειώσουμε πως ο Αλιόσα είχε αλλάξει πολύ απ' τον καιρό που τον αφήσαμε: Είχε βγάλει το ράσο και φόραγε μια πολύ καλοραμμένη ρεντιγκότα, μαλακό καπέλο, και τα μαλλιά του τα 'χε κόψει κοντά. Όλ' αυτά του πηγαίνανε πολύ κι ήταν πολύ όμορφος έτσι. Το καλοκάγαθο πρόσωπό του ήταν πάντα χαρούμενο, όμως η χαρά του αυτή ήταν πάντα γαλήνια και ήρεμη. O Κόλια απόρησε σαν τον είδε γιατί ο Αλιόσα δε φόραγε παλτό. Φαίνεται πως βγήκε πολύ βιαστικός. Πλησιάζοντας του 'δωσε πρώτος το χέρι.

— Να που ήρθατε λοιπόν επιτέλους. Πόσο σας περιμέναμε όλοι μας από καιρό τώρα.

— Υπήρχαν λόγοι που δεν ερχόμουνα, που θα τους μάθετε τώρα. Πάντως χαίρω πολύ για τη γνωριμία. Είναι καιρός τώρα που περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία... άκουσα πολλά για σας, μουρμούριζε λαχανιάζοντας λιγάκι ο Κόλια.

— Μα θα μπορούσαμε να γνωριστούμε και δίχως αυτή την ευκαιρία, έχω ακούσει και γω πολλά για σας, όμως κρίμα που αργήσατε να 'ρθετε εδώ πέρα.

— Για πέστε μου, πώς πάνε δω τα πράγματα;

— O Ηλιούσα είναι πολύ άσχημα. Σίγουρα θα πεθάνει.

— Τι λέτε! Πρέπει να παραδεχτείτε, Καραμάζοβ, πως η ιατρική είναι μια ατιμία και τίποτ' άλλο, φώναξε μ' έξαψη ο Κόλια.

— O Ηλιούσα σας θυμόταν συχνά, πολύ συχνά, ακόμα και στον ύπνο του, ξέρετε, όταν παραμιλούσε. Φαίνεται πως σας αγαπούσε πάρα πολύ πρώτα... πριν από κείνο το περιστατικό... με το σουγιαδάκι. Είναι και μια άλλα αιτία... Για πέστε μου, δικό σας είν' αυτό το σκυλί;

— Δικό μου. Είναι ο Περεζβόν.

— Δεν είναι ο Ζούτσκα; είπε ο Αλιόσα και κοίταξε λυπημένος τον Κόλια στα μάτια. Χάθηκε ο Ζούτσκα;

— Το ξέρω δα πως θα θέλατε όλοι σας να 'ναι ο Ζούτσκα, είπε ο Κόλια και χαμογέλασε αινιγματικά. Ακούστε, Καραμάζοβ, θα σας εξηγήσω αμέσως τι συμβαίνει, γι' αυτό κιόλας σας φώναξα, για να σας τα πω όλα προτού μπούμε μέσα, άρχισε να λέει ζωηρά. Που λέτε, Καραμάζοβ, την άνοιξη ο Ηλιούσα πήγε στην προκαταρκτική. Ε, ξέρετε βέβαια τι θα πει προκαταρκτική. Όλο άταχτα μικρά παιδιά. Τον Ηλιούσα άρχισαν αμέσως να τον πειράζουν. Εγώ είμαι δυο τάξεις παραπάνω και το λοιπόν τα βλέπω όλ' αυτά από μακριά, τα παρατηρώ από απόσταση. Βλέπω πως το παιδί είναι μικρό, αδύνατο, όμως δεν το βάζει κάτω, έρχεται στα χέρια, είναι περήφανος, τα μάτια του αστράφτουν. Μ' αρέσουν κάτι τέτοιοι. Όμως οι άλλοι όλο και περισσότερο του μπαίνανε στη μύτη. Το σπουδαιότερο ήταν πως φόραγε τότε ένα τριμμένο σακάκι, το παντελόνι του του 'ρχόταν πολύ κοντό και τα παπούτσια του χάσκανε. Τα παιδιά τον κοροϊδεύανε και γι' αυτό. Τον ταπείνωναν. Αυτά, που λέτε, δε μ' αρέσουν. Τον υπερασπίστηκα λοιπόν αμέσως. Εγώ τους δέρνω, όμως αυτοί με λατρεύουνε, το ξέρατε αυτό, Καραμάζοβ; καυχήθηκε με διαχυτικότητα ο Κόλια. Γενικά τ' αγαπώ τα παιδιά. Και τώρ' ακόμα πρέπει να φροντίζω στο σπίτι δυο πιτσιρδέλια, σήμερα αυτά με καθυστέρησαν. Το λοιπόν τον Ηλιούσα δεν τον χτυπούσανε πια και γω τον πήρα υπό την προστασία μου. Βλέπω πως το παιδί είναι περήφανο, ναι περήφανο —ακούτε με και μένα, κάτι ξέρω— όμως υποτάχτηκε κι έγινε σκλάβος μου σχεδόν. Εκτελεί την παραμικρή διαταγή μου, με υπακούει σα να 'μουν Θεός, προσπαθεί ν' αντιγράψει τα φερσίματά μου. Στα διαλείμματα ερχόταν κατευθείαν σε μένα και κάναμε βόλτες μαζί. Τις Κυριακές το ίδιο. Στο Γυμνάσιο κοροϊδεύουν εκείνους που πιάνουν τόσο στενές φιλίες με μικρότερούς τους, όμως όλ' αυτά είναι προλήψεις. Δεν έχω δίκιο; Τον διδάσκω λοιπόν, τον μορφώνω —γιατί δηλαδή; δεν μπορώ να τον μορφώσω τάχα αφού τον συμπαθώ; αφού και σεις, Καραμάζοβ, κάνετε παρέα μ' όλ' αυτά τα μικρά. Θα πει λοιπόν πως θέλετε να καθοδηγήσετε τη νέα γενιά, να τους αναπτύξετε, να φανείτε χρήσιμος. Έτσι δεν είναι; ομολογώ πως αυτό ακριβώς περισσότερο από κάθε άλλο γνώρισμα του χαρακτήρα σας μ' έκανε να ενδιαφερθώ όταν άκουσα να μιλάνε για σας. Όμως ας ξανάρθουμε στον Ηλιούσα. Που λέτε, παρατηρώ πως στο παιδί αυτό αρχίζει ν' αναπτύσσεται, δεν ξέρω, μια κάποια συναισθηματικότητα, μια κάποια ευαισθησία. Εγώ, πρέπει να ξέρετε, δεν τα χωνεύω καθόλου όλ' αυτά τα γλυκανάλατα σαλιαρίσματα. Από γεννησιμιού μου τέτοιος είμαι. Ήταν και τ' άλλο ακόμα: Η αντίφαση. Απ' τη μια μεριά να 'ναι περήφανος κι απ' την άλλη να με υπακούει δουλικότατα. Απ' τη μια μεριά να μου είναι αφοσιωμένος σα σκλάβος κι απ' την άλλη να φλογίζονται πότε-πότε τα μάτια του και να μου αντιλέει, αρχίζει να καυγαδίζει κιόλας, γίνεται πυρ και μανία. Του ανέπτυσσα καμιά φορά διάφορες ιδέες μου: Αυτός συμφωνούσε ίσως με τις ιδέες,. όμως κάτι θα 'βρισκε να μου πει θέλοντας να εναντιωθεί σε μένα προσωπικά. Και τούτο γιατί στις τρυφερότητές του εγώ απαντούσα μ' αδιαφορία- Το λοιπόν, για να τον κάνω να χάσει αυτή την κακή συνήθεια, όσο εκείνος γινόταν πιο τρυφερός, τόσο πιο αδιάφορα του φερνόμουν εγώ. Επίτηδες το 'κανα αυτό, προμελετημένα. Είχα σκοπό να τον κάνω άνθρωπο με χαρακτήρα, να τον κάνω σταθερό κι αποφασιστικό... ε, και τα ρέστα... εσείς φυσικά και με μισή λέξη με καταλαβαίνετε.

Ξάφνου βλέπω μια μέρα πως είναι πολύ λυπημένος, μα και την άλλη το ίδιο και την παράλλη και σίγουρα δεν πρόκειται πια για το δικό μου φέρσιμο μα για κάτι άλλο πολύ πιο σοβαρό, πιο ανώτερο. «Τι τραγωδία να τον βρήκε τάχα;» Σκέφτομαι. Τον πιέζω να μου πει και τότε μαθαίνω τούτο δω: Δεν ξέρω πώς τα κατάφερε, μα γνωρίστηκε με το λακέ του μακαρίτη του πατέρα σας (που τότε ζούσε ακόμα), το Σμερντιακόβ, και κείνος τον δασκάλεψε το βλάκα να κάνει τούτο το ανόητο αστείο —τι λέω, ήταν απάνθρωπο κι άτιμο το αστείο αυτό: Του είπε να πάρει ένα κομμάτι ψωμί ψίχα, να βάλει μέσα καμιά καρφίτσα και να το πετάξει σε κανένα πεινασμένο σκυλί από κείνα που καταπίνουν αμέσως το ψωμί χωρίς να το μασήσουν και να δει τι θα απογίνει μ' αυτό το σκυλί. Το λοιπόν φτιάξανε ένα τέτοιο κομμάτι και το πέταξαν στο Ζούτσκα που γι' αυτόν έγινε τώρα όλη τούτη η ιστορία. Ήταν ένα σκυλί που τ' αφεντικά του δεν το τάιζαν καθόλου κι αυτό όλο και γαύγιζε έτσι χωρίς κανένα λόγο. (Σας αρέσουν αυτά τ' ανόητα γαυγίσματα, Καραμάζοβ; Εγώ τ' απεχθάνομαι). Το σκυλί όρμησε, κατάπιε αμέσως το ψωμί, άρχισε να ουρλιάζει και το 'βαλε στα πόδια. Έτρεχε κι όλο ούρλιαζε, αυτό μου το 'πε ο ίδιος ο Ηλιούσα. Ώσπου εξαφανίστηκε στη γωνιά του δρόμου. Μου τα ομολογεί όλα και κλαίει, κλαίει πικρά, μ' αγκαλιάζει και τρέμει ολάκερος: «Έτρεχε κι ούρλιαζε, έτρεχε κι ούρλιαζε». Αυτό μονάχα έλεγε και ξανάλεγε, φαίνεται πως του 'κανε εντύπωση. Τι να γίνει; Βλέπω πως έχει τύψεις. Το πήρα στα σοβαρά το πράμα. Ήθελα να του πατήσω και για τα προηγούμενα μια γερή κατσάδα, τόσο που ομολογώ πως προσποιήθηκα. Έκανα τάχα πως θύμωσα πολύ. Έκανες, του λέω, μια πράξη μικρόψυχη, είσαι άτιμος. Βέβαια δε θα το πω σε κανέναν, όμως προς το παρόν κόβω τις σχέσεις μαζί σου. Θα το σκεφτώ καλύτερα και θα σου στείλω το Σμούροβ να σου πει την τελειωτική μου απόφαση (εκείνο το ίδιο παιδί που ήρθε τώρα μαζί μου και που μου ήταν πάντα αφοσιωμένο). Αυτός θα σου πει αν θα τα ξαναφτιάξω μαζί σου ή αν θα σ' αφήσω για πάντα σαν παλιάνθρωπος που είσαι». Αυτό τον έπληξε τρομερά. Ομολογώ πως το κατάλαβα κείνη τη ίδια στιγμή πως ίσως του φέρθηκα πολύ αυστηρά, μα τι να γίνει; Έτσι νόμιζα τότε πως έπρεπε να κάνω. Την άλλη μέρα του στέλνω το Σμούροβ για να του πει πως «δεν του μιλάω πια» —έτσι λέμε εμείς στο σχολείο όταν θέλουμε να διακόψουμε τις σχέσεις μ' ένα φίλο μας. Όμως είχα υπ' όψη μου να τον αφήσω να περάσει απ' αυτή τη δοκιμασία μερικές μέρες μονάχα κι ύστερα, όταν θα 'βλεπα πως μετάνιωσε, θα πήγαινα και θα του 'δινα πρώτος το χέρι. Αυτό ήμουν αποφασισμένος να το κάνω το δίχως άλλο. Μα τι νομίζετε πώς έγινε; Όταν άκουσε το Σμούροβ, τα μάτια του ξάφνου άστραψαν, και του φώναξε: «Πες από μέρος μου στον Κρασότκιν πως από δω και μπρος θα πετάω σ' όλα τα σκυλιά ψωμί με καρφίτσες, σ' όλα, σ' όλα!» «Α, σκέφτομαι, παρακάνει τον καμπόσο, πρέπει να τον συνεφέρω». Άρχισα τότε να του δείχνω μιαν απόλυτη περιφρόνηση. Όταν τον συναντούσα, του γύριζα την πλάτη ή του χαμογελούσα ειρωνικά. Όπου ξαφνικά γίνεται κείνο το περιστατικό με τον πατέρα του, το ξέφτι. Το θυμάστε; Καταλαβαίνετε βέβαια πως ο Ηλιούσα δεν ήθελε και πολύ για να ερεθιστεί τρομερά. Τ' άλλα παιδιά, βλέποντας πως εγώ τον παράτησα, άρχισαν πάλι να τον κοροϊδεύουν και να του φωνάζουν: «ξέφτι, ξέφτι». Τότε ήταν που άρχισαν τα τσακώματα. Λυπάμαι πολύ για όλ' αυτά, γιατί καθώς φαίνεται, μια φορά τον χτύπησαν άσχημα. Και να μια μέρα, στην αυλή, την ώρα που βγαίναμε απ' την τάξη, όρμησε αυτός μονάχος του πάνω σ' όλους. Εγώ στεκόμουν δέκα βήματα πιο πέρα και τον κοίταζα. Σας ορκίζομαι πως δε θυμάμαι να γέλαγα τότε —απεναντίας τον λυπήθηκα τρομερά. Λίγο ακόμα και θα 'παιρνα το μέρος του. Όμως ξάφνου αυτός συνάντησε το βλέμμα μου. Δεν ξέρω πώς του φάνηκε, μα έβγαλε αναπάντεχα το σουγιαδάκι του, όρμησε κατά πάνω μου και με χτύπησε στο δεξί μηρό, να, εδώ πέρα. Εγώ ούτε κουνήθηκα καθόλου. Ομολογώ πως μερικές φορές είμαι γενναίος, Καραμάζοβ· τον κοίταξα μονάχα με περιφρόνηση, σα να του 'λεγα: «Μήπως θέλεις να με ξαναχτυπήσεις για τη φιλία που σου 'δειξα; Εμπρός λοιπόν, είμαι στη διάθεσή σου». Όμως αυτός δε με ξαναχτύπησε, δε βάσταξε, τρόμαξε, πέταξε το σουγιαδάκι, άρχισε τα κλάματα και το 'βαλε στα πόδια. Φυσικά δεν τον μαρτύρησα και είπα και στους άλλους να μη βγάλουν τσιμουδιά για να μην το μάθουν οι δάσκαλοι. Ακόμα και στη μητέρα μου το είπα μονάχα όταν έκλεισε πια η πληγή —τι πληγή δηλαδή, γρατσουνιά ήταν. Ύστερα έμαθα πως την ίδια μέρα άρχισε τον πετροπόλεμο και σας δάγκωσε το δάχτυλο, όμως καταλαβαίνετε και μόνος σας σε τι κατάσταση βρισκόταν! Τι να γίνει; Φέρθηκα ανόητα. Όταν αρρώστησε δεν πήγα να τον συγχωρέσω, (θέλω να πω να συμφιλιωθώ μαζί του). Τώρα μετανοώ. Μονάχα που σκέφτηκα ύστερα να κάνω κάτι άλλο. Αυτή είναι όλη η ιστορία... μονάχα μου φαίνεται πως φέρθηκα ανόητα...

— Αχ, τι κρίμα, αναφώνησε ο Αλιόσα ταραγμένος, που δεν ήξερα πρώτα τις σχέσεις σας. Από καιρό θα 'ρχόμουνα τότε να σας παρακαλέσω να πάτε να τον δείτε. Όταν είχε πυρετό και παραμιλούσε έλεγε συχνά τ' όνομά σας, το πιστεύετε; ούτε να το φανταστώ δεν μπορούσα πόσο σας αγαπούσε! Ώστε δεν τον βρήκατε τον Ζούτσκα; ο πατέρας του και τα παιδιά ψάξανε σ' όλη την πολιτεία. Το πιστεύετε τάχα; Τρεις φορές τον άκουσα να λέει στον πατέρα του κλαίγοντας: «Είμαι άρρωστος γιατί σκότωσα τον Ζούτσκα. O Θεός με τιμώρησε». Ό,τι και να του πεις δε θα μπορέσεις να τον κάνεις ν' αλλάξει γνώμη! Γι' αυτό κιόλας, αν βρίσκαμε τώρα το Ζούτσκα και του δείχναμε πως δεν πέθανε, νομίζω πως θ' ανασταινόταν από τη χαρά του. Όλοι μας σε σας ελπίζαμε.

— Για πέστε μου, γιατί ελπίζατε πως θα βρω το Ζούτσκα; Δηλαδή γιατί νομίζατε πως εγώ 0α τον έβρισκα και όχι άλλος; ρώτησε με μεγάλη περιέργεια ο Κόλια.

— Λέγανε πως ψάχνετε και πως όταν τον βρείτε θα τον φέρετε. O Σμούροβ είπε μια φορά κάτι τέτοιο. Εμείς, καταλαβαίνετε, προσπαθούμε, με κάθε τρόπο να τον πείσουμε πως ο Ζούτσκα ζει. Του λέμε πως κάποιος είδε το σκυλί... Τα παιδιά κάπου βρήκανε και του φέρανε ένα ζωντανό λαγουδάκι. Εκείνος το κοίταξε για λίγο, χαμογέλασε και τους παρακάλεσε να πάνε και να το αφήσουν ελεύθερο. Έτσι κάνανε. Μόλις πριν από λίγο ο πατέρας του του 'φερε ένα μολοσσό —ένα μικρό κουταβάκι δηλαδή— νόμιζε πως θα του δώσει λίγη χαρά, όμως, καθώς φαίνεται, έγινε το αντίθετο...

— Πέστε μου ακόμα, Καραμάζοβ, τι μέρος λόγου είναι αυτός ο πατέρας; Τον ξέρω, όμως τι γνώμη έχετε σεις γι' αυτόν; Είναι παλιάτσος; Καραγκιόζης;

— Αχ, όχι. Υπάρχουν, βλέπετε, άνθρωποι που έχουν καλά αισθήματα μα που είναι πολύ ταπεινωμένοι. Αν κάνουν τον καραγκιόζη είναι για να ειρωνευτούν και να χλευάσουν κείνους που δεν τολμούν να βρίσουν ανοιχτά απ' την πολύχρονη ταπεινωτική δειλία που νιώθουν μπροστά τους. Πιστέψτε με, Κρασότκιν, ένας τέτοιος καραγκιόζης είναι πολλές φορές πολύ τραγικός. Όσο γι' αυτόν, δεν υπάρχει τίποτ' άλλο στον κόσμο εκτός απ' τον Ηλιούσα. Αν πεθάνει ο Ηλιούσα ή θα τρελαθεί απ' τη λύπη του ή θα αυτοκτονήσει. Τώρα που τον βλέπω πώς κάνει, νομίζω ότι σίγουρα ένα απ' τα δυο θα συμβεί.

— Σας καταλαβαίνω, Καραμάζοβ. Βλέπω πως ξέρετε να διαβάζετε στην ψυχή των ανθρώπων, πρόφερε σοβαρά ο Κόλια.

— Μόλις σας είδα με το σκυλί, νόμισα αμέσως πως φέρνατε το Ζούτσκα.

— Δε λέω, μπορεί και να τον βρούμε αργότερα, όμως αυτός εδώ είναι ο Περεζβόν. Όταν μπούμε μέσα ελπίζω να διασκεδάσει περισσότερο τον Ηλιούσα απ' το κουτάβι. Ακούστε, Καραμάζοβ, ίσως θα πρέπει να σας πω ακόμα μερικά πράματα. Όμως, Θεέ μου, τι σας κρατάω λοιπόν! φώναξε ξάφνου παράφορα ο Κόλια. Βγήκατε χωρίς πανωφόρι σ' αυτή την παγωνιά και γω σας καθυστερώ. Τα βλέπετε, τα βλέπετε τι εγωιστής που είμαι; Ω, όλοι μας είμαστε εγωιστές, Καραμάζοβ.

— Μην ανησυχείτε. Είναι αλήθεια πως κάνει κρύο, όμως εγώ δεν κρυολογώ εύκολα. Ας μπούμε πάντως. Αλήθεια, πώς σας λένε; Ξέρω πως σας φωνάζουν Κόλια, μα όλο σας το όνομα;

— Νικολάι, Νικολάι Ιβάνοβ Κρασότκιν, ή όπως με λένε επίσημα: υιός Κρασότκιν, είπε ο Κόλια και γέλασε, όμως ξάφνου πρόσθεσε: Φυσικά δεν το χωνεύω τ' όνομά μου. Το Νικολάι.

— Και γιατί λοιπόν;

— Είναι πολύ συνηθισμένο, ρουτινιέρικο...

— Είσαστε δεκατριώ χρονώ; ρώτησε ο Αλιόσα.

— Δεκατεσσάρω. Δηλαδή σε δυο βδομάδες κλείνω τα δεκατέσσερα, λίγες μέρες μείνανε, όπως βλέπετε. Θα πρέπει να σας ομολογήσω μια μου αδυναμία, Καραμάζοβ, αποκλειστικά σε σας· αυτό το κάνω για να δείτε τι χαρακτήρας είμαι: Δεν το χωνεύω να με ρωτάνε για τα χρόνια μου... και στο κάτω-κάτω... υπάρχει λόγου χάρη μια συκοφαντία σε βάρος μου πως τάχα την περασμένη βδομάδα έπαιζα με τα παιδιά της προκαταρκτικής κλέφτες κι αστυνόμους. Το πως έπαιζα, αυτό είν' αλήθεια, μα πως έπαιξα για τον εαυτό μου, πως έπαιξα δηλαδή για δική μου ευχαρίστηση, αυτό πια είναι κακόβουλη συκοφαντία. Έχω λόγους να πιστεύω πως αυτό τ' ακούσατε και σεις, όμως εγώ δεν έπαιζα για τον εαυτό μου, έπαιζα για τ' άλλα παιδιά, γιατί αυτά μοναχά τους ποτέ δεν θα 'βρισκαν παιχνίδι να παίξουν. Κι όμως δω πέρα λέει ο καθένας ό,τι του κατέβει. Σας βεβαιώνω πως η πολιτεία μας είναι πολιτεία του κουτσομπολιού.

— Κι αν παίζατε για δική σας ευχαρίστηση τι μ' αυτό;

— Είναι, βλέπετε... Εσείς, ας πούμε, δε θα παίξετε βέβαια αλογάκια. Έτσι δεν είναι;

— Κι όμως, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα. Και στο θέατρο που πηγαίνουν οι μεγάλοι παρασταίνουν περιπέτειες διαφόρων ηρώων με ληστές και πολέμους καμιά φορά. Μήπως τάχα δεν είναι το ίδιο και το παιχνίδι σας; Στο είδος του φυσικά. Και τα παιχνίδια των νέων στα διαλείμματα με ληστές και πολέμους είναι κι αυτό η τέχνη «εν σπέρματι», μια εκδήλωση της καλλιτεχνικής ανάγκης που υπάρχει στη νεανική ψυχή. Ένα παιχνίδι είναι καμιά φορά πιο καλά μονταρισμένο απ' όσο μια θεατρική παράσταση. Η διαφορά είναι πως στο θέατρο πάμε σα θεατές για να δούμε τους ηθοποιούς ενώ στο παιχνίδι μας είμαστε μείς οι ίδιοι ηθοποιοί. Κι αυτό είναι εντελώς φυσικό.

— Έτσι πιστεύετε; Αυτή είναι η πεποίθησή σας; ρώτησε ο Κόλια κοιτάζοντάς τον επίμονα. Μα την αλήθεια, η σκέψη σας είναι αρκετά αξιοπερίεργη. Όταν θα πάω στο σπίτι θα κάτσω να τα σκεφτώ όλ' αυτά. Ομολογώ πως το περίμενα ότι από σας κάτι θα 'χω να μάθω. Θέλω να γίνω μαθητής σας, Καραμάζοβ, είπε ο Κόλια συγκινημένα και διαχυτικά.

— Και γω δικός σας, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα και του 'σφιξε το χέρι.

O Κόλια ήταν εξαιρετικά ευχαριστημένος με τον Αλιόσα. Του 'κανε εντύπωση που ο άλλος του φερνόταν εντελώς σαν ίσος προς ίσο και του μίλαγε σα να 'ταν «μεγάλος ».

— Τώρα θα σας δείξω κάτι, Καραμάζοβ, είναι θεατρική παράσταση κι αυτό, είπε και γέλασε νευρικά —γι' αυτή την παράσταση ίσα-ίσα έχω έρθει.

— Ας μπούμε πρώτα αριστερά στο δωμάτιο των σπιτονοικοκυραίων, εκεί αφήνουν όλα τα παιδιά τα παλτά τους γιατί μέσα είναι στενάχωρα και κάνει ζέστη.

— Ω, μια στιγμή θα μείνω μονάχα, θα μπω με το παλτό. O Περεζβόν θα πεθάνει και θα μείνει δω πέρα στον προθάλαμο: «Ici, Περεζβόν, πλάγιασε και πέθανε!» Βλέπετε; Πέθανε κιόλας. Εγώ θα μπω μέσα να δω πώς είναι τα πράματα κι όταν θα 'ρθει η κατάλληλη στιγμή θα του σφυρίξω και θα φωνάξω: Ici, Περεζβόν! Και θα δείτε τότε που θα ορμήσει μέσα σαν παλαβός. Πρέπει μονάχα να μην ξεχάσει ο Σμούροβ ν' ανοίξει τότε την πόρτα. Θα δώσω τις διαταγές και θα παραβρεθείτε σ' ένα νούμερο...


10. ΙV. Ο Ζούτσκα

O Κόλια πήρε ύφος σοβαρό, ακούμπησε στο φράχτη και περίμενε να φανεί ο Αλιόσα. Ναι, από καιρό τώρα ήθελε να τον γνωρίσει. Είχε ακούσει πολλά γι' αυτόν απ' τις διηγήσεις των φίλων του μα ως τα τώρα έπαιρνε μια στάση περιφρονητικής αδιαφορίας όταν του μιλούσαν γι' αυτόν, τον «κριτικάριζε» μάλιστα όταν του τύχαινε ευκαιρία. Όμως μέσα του ήθελε πολύ, πάρα πολύ να τον γνωρίσει: Απ' τις διηγήσεις που 'χε ακούσει ένιωσε πως ο Αλιόσα ήταν συμπαθητικός με τον τρόπο του κι ελκυστικός συνάμα. Τούτη η στιγμή λοιπόν ήταν σημαντική. Πρώτο και κύριο θα 'πρεπε να κρατήσει την αξιοπρέπειά του και να του δείξει πως δεν τον έχει και πολύ πολύ ανάγκη.

«Αλλιώς θα νομίσει πως είμαι δεκατριώ χρονώ και θα με πάρει για ένα παιδί σαν και τ' άλλα που γνώρισε. Τι βρίσκει και κάνει παρέα μ' αυτά τα παιδιά; Αυτά θα τα ρωτήσω όταν γνωριστούμε. Κρίμα μονάχα που 'μαι τόσο κοντός. O Τούζικοβ είναι πιο μικρός από μένα κι όμως με περνάει μισό κεφάλι. Όμως το πρόσωπό μου είναι έξυπνο. Δεν είμαι όμορφος, το ξέρω πως το μούτρο μου είναι κακοφτιαγμένο, όμως είναι έξυπνο. Πρέπει κιόλας να μην εκδηλωθώ απ' την πρώτη στιγμή γιατί αν τύχει και το ρίξω στις διαχυτικότητες και του ανοίξω αμέσως την αγκαλιά μου θα νομίσει πως... φτου, πόσο άσχημο θα είναι αν θα νομίσει!...»

Αυτά σκεφτόταν ανήσυχος ο Κόλια και προσπαθούσε να πάρει όσο γίνεται πιο αδιάφορο ύφος. Το σπουδαιότερο που τον βασάνιζε ήταν το κοντό του μπόι, όχι τόσο το κακοφτιαγμένο του πρόσωπο όσο το κοντό του μπόι. Στο σπίτι του, σε μια γωνιά του δωματίου, είχε σημειώσει από πέρσι ακόμα στον τοίχο το μπόι του κι από τότε, κάθε δυο μήνες, πήγαινε και στεκόταν στη γωνιά για να ξαναμετρηθεί: Πόσο ψήλωσε τάχα; Όμως αλίμονο! Ψήλωσε πολύ λίγο κι αυτό τον έφερνε ώρες-ώρες σ' απόγνωση. Όσο για το πρόσωπο, αυτό δεν ήταν καθόλου «κακοφτιαγμένο», απεναντίας μάλιστα ήταν αρκετά συμπαθητικό. Άσπρο, κάπως χλομό, με ελαφρούς κόκκινους λεκέδες. Τα σταχτιά, όχι πολύ μεγάλα μα ζωηρά του μάτια, κοιτάζανε θαρρετά και συχνά φωτίζονταν από συγκίνηση. Τα σαγόνια ήταν κάπως πλατιά, τα χείλη μικρά, όχι πολύ παχιά μα πολύ κόκκινα. Η μύτη μικρή κι ανασηκωμένη.

«Πλακουτσομύτης είμαι, εντελώς πλακουτσομύτης», μουρμούριζε ο Κόλια κάθε φορά που κοιταζόταν στον καθρέφτη κι έφευγε αγανακτισμένος. «Μα μήπως τάχα είναι έξυπνο το πρόσωπό μου;» σκεφτόταν καμιά φορά, αμφιβάλλοντας και γι' αυτό ακόμα.

Όμως δεν πρέπει να νομίσει κανείς πως το μπόι και το πρόσωπό του ήταν το μόνο που τον απασχολούσε. Απεναντίας όσο κι αν υπόφερε πάντα μπροστά στον καθρέφτη, ξεχνούσε γρήγορα πως ήταν «κακομούτσουνος» και «παραδινόταν ολόκληρος στις ιδέες και στην πραγματική ζωή», όπως ονόμαζε ο ίδιος τη δράση του.

Ο Αλιόσα βγήκε σύντομα και πλησίασε βιαστικός τον Κόλια. Όταν ήρθε αρκετά κοντά του, ο Κόλια πρόσεξε πως το πρόσωπο του Αλιόσα ήταν εξαιρετικά χαρούμενο.

«Επειδή ήρθα γω είναι τόσο χαρούμενος τάχα;» σκέφτηκε ευχαριστημένος ο Κόλια.

Με τούτη την ευκαιρία ας σημειώσουμε πως ο Αλιόσα είχε αλλάξει πολύ απ' τον καιρό που τον αφήσαμε: Είχε βγάλει το ράσο και φόραγε μια πολύ καλοραμμένη ρεντιγκότα, μαλακό καπέλο, και τα μαλλιά του τα 'χε κόψει κοντά. Όλ' αυτά του πηγαίνανε πολύ κι ήταν πολύ όμορφος έτσι. Το καλοκάγαθο πρόσωπό του ήταν πάντα χαρούμενο, όμως η χαρά του αυτή ήταν πάντα γαλήνια και ήρεμη. O Κόλια απόρησε σαν τον είδε γιατί ο Αλιόσα δε φόραγε παλτό. Φαίνεται πως βγήκε πολύ βιαστικός. Πλησιάζοντας του 'δωσε πρώτος το χέρι.

— Να που ήρθατε λοιπόν επιτέλους. Πόσο σας περιμέναμε όλοι μας από καιρό τώρα.

— Υπήρχαν λόγοι που δεν ερχόμουνα, που θα τους μάθετε τώρα. Πάντως χαίρω πολύ για τη γνωριμία. Είναι καιρός τώρα που περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία... άκουσα πολλά για σας, μουρμούριζε λαχανιάζοντας λιγάκι ο Κόλια.

— Μα θα μπορούσαμε να γνωριστούμε και δίχως αυτή την ευκαιρία, έχω ακούσει και γω πολλά για σας, όμως κρίμα που αργήσατε να 'ρθετε εδώ πέρα.

— Για πέστε μου, πώς πάνε δω τα πράγματα;

— O Ηλιούσα είναι πολύ άσχημα. Σίγουρα θα πεθάνει.

— Τι λέτε! Πρέπει να παραδεχτείτε, Καραμάζοβ, πως η ιατρική είναι μια ατιμία και τίποτ' άλλο, φώναξε μ' έξαψη ο Κόλια.

— O Ηλιούσα σας θυμόταν συχνά, πολύ συχνά, ακόμα και στον ύπνο του, ξέρετε, όταν παραμιλούσε. Φαίνεται πως σας αγαπούσε πάρα πολύ πρώτα... πριν από κείνο το περιστατικό... με το σουγιαδάκι. Είναι και μια άλλα αιτία... Για πέστε μου, δικό σας είν' αυτό το σκυλί;

— Δικό μου. Είναι ο Περεζβόν.

— Δεν είναι ο Ζούτσκα; είπε ο Αλιόσα και κοίταξε λυπημένος τον Κόλια στα μάτια. Χάθηκε ο Ζούτσκα;

— Το ξέρω δα πως θα θέλατε όλοι σας να 'ναι ο Ζούτσκα, είπε ο Κόλια και χαμογέλασε αινιγματικά. Ακούστε, Καραμάζοβ, θα σας εξηγήσω αμέσως τι συμβαίνει, γι' αυτό κιόλας σας φώναξα, για να σας τα πω όλα προτού μπούμε μέσα, άρχισε να λέει ζωηρά. Που λέτε, Καραμάζοβ, την άνοιξη ο Ηλιούσα πήγε στην προκαταρκτική. Ε, ξέρετε βέβαια τι θα πει προκαταρκτική. Όλο άταχτα μικρά παιδιά. Τον Ηλιούσα άρχισαν αμέσως να τον πειράζουν. Εγώ είμαι δυο τάξεις παραπάνω και το λοιπόν τα βλέπω όλ' αυτά από μακριά, τα παρατηρώ από απόσταση. Βλέπω πως το παιδί είναι μικρό, αδύνατο, όμως δεν το βάζει κάτω, έρχεται στα χέρια, είναι περήφανος, τα μάτια του αστράφτουν. Μ' αρέσουν κάτι τέτοιοι. Όμως οι άλλοι όλο και περισσότερο του μπαίνανε στη μύτη. Το σπουδαιότερο ήταν πως φόραγε τότε ένα τριμμένο σακάκι, το παντελόνι του του 'ρχόταν πολύ κοντό και τα παπούτσια του χάσκανε. Τα παιδιά τον κοροϊδεύανε και γι' αυτό. Τον ταπείνωναν. Αυτά, που λέτε, δε μ' αρέσουν. Τον υπερασπίστηκα λοιπόν αμέσως. Εγώ τους δέρνω, όμως αυτοί με λατρεύουνε, το ξέρατε αυτό, Καραμάζοβ; καυχήθηκε με διαχυτικότητα ο Κόλια. Γενικά τ' αγαπώ τα παιδιά. Και τώρ' ακόμα πρέπει να φροντίζω στο σπίτι δυο πιτσιρδέλια, σήμερα αυτά με καθυστέρησαν. Το λοιπόν τον Ηλιούσα δεν τον χτυπούσανε πια και γω τον πήρα υπό την προστασία μου. Βλέπω πως το παιδί είναι περήφανο, ναι περήφανο —ακούτε με και μένα, κάτι ξέρω— όμως υποτάχτηκε κι έγινε σκλάβος μου σχεδόν. Εκτελεί την παραμικρή διαταγή μου, με υπακούει σα να 'μουν Θεός, προσπαθεί ν' αντιγράψει τα φερσίματά μου. Στα διαλείμματα ερχόταν κατευθείαν σε μένα και κάναμε βόλτες μαζί. Τις Κυριακές το ίδιο. Στο Γυμνάσιο κοροϊδεύουν εκείνους που πιάνουν τόσο στενές φιλίες με μικρότερούς τους, όμως όλ' αυτά είναι προλήψεις. Δεν έχω δίκιο; Τον διδάσκω λοιπόν, τον μορφώνω —γιατί δηλαδή; δεν μπορώ να τον μορφώσω τάχα αφού τον συμπαθώ; αφού και σεις, Καραμάζοβ, κάνετε παρέα μ' όλ' αυτά τα μικρά. Θα πει λοιπόν πως θέλετε να καθοδηγήσετε τη νέα γενιά, να τους αναπτύξετε, να φανείτε χρήσιμος. Έτσι δεν είναι; ομολογώ πως αυτό ακριβώς περισσότερο από κάθε άλλο γνώρισμα του χαρακτήρα σας μ' έκανε να ενδιαφερθώ όταν άκουσα να μιλάνε για σας. Όμως ας ξανάρθουμε στον Ηλιούσα. Που λέτε, παρατηρώ πως στο παιδί αυτό αρχίζει ν' αναπτύσσεται, δεν ξέρω, μια κάποια συναισθηματικότητα, μια κάποια ευαισθησία. Εγώ, πρέπει να ξέρετε, δεν τα χωνεύω καθόλου όλ' αυτά τα γλυκανάλατα σαλιαρίσματα. Από γεννησιμιού μου τέτοιος είμαι. Ήταν και τ' άλλο ακόμα: Η αντίφαση. Απ' τη μια μεριά να 'ναι περήφανος κι απ' την άλλη να με υπακούει δουλικότατα. Απ' τη μια μεριά να μου είναι αφοσιωμένος σα σκλάβος κι απ' την άλλη να φλογίζονται πότε-πότε τα μάτια του και να μου αντιλέει, αρχίζει να καυγαδίζει κιόλας, γίνεται πυρ και μανία. Του ανέπτυσσα καμιά φορά διάφορες ιδέες μου: Αυτός συμφωνούσε ίσως με τις ιδέες,. όμως κάτι θα 'βρισκε να μου πει θέλοντας να εναντιωθεί σε μένα προσωπικά. Και τούτο γιατί στις τρυφερότητές του εγώ απαντούσα μ' αδιαφορία- Το λοιπόν, για να τον κάνω να χάσει αυτή την κακή συνήθεια, όσο εκείνος γινόταν πιο τρυφερός, τόσο πιο αδιάφορα του φερνόμουν εγώ. Επίτηδες το 'κανα αυτό, προμελετημένα. Είχα σκοπό να τον κάνω άνθρωπο με χαρακτήρα, να τον κάνω σταθερό κι αποφασιστικό... ε, και τα ρέστα... εσείς φυσικά και με μισή λέξη με καταλαβαίνετε.

Ξάφνου βλέπω μια μέρα πως είναι πολύ λυπημένος, μα και την άλλη το ίδιο και την παράλλη και σίγουρα δεν πρόκειται πια για το δικό μου φέρσιμο μα για κάτι άλλο πολύ πιο σοβαρό, πιο ανώτερο. «Τι τραγωδία να τον βρήκε τάχα;» Σκέφτομαι. Τον πιέζω να μου πει και τότε μαθαίνω τούτο δω: Δεν ξέρω πώς τα κατάφερε, μα γνωρίστηκε με το λακέ του μακαρίτη του πατέρα σας (που τότε ζούσε ακόμα), το Σμερντιακόβ, και κείνος τον δασκάλεψε το βλάκα να κάνει τούτο το ανόητο αστείο —τι λέω, ήταν απάνθρωπο κι άτιμο το αστείο αυτό: Του είπε να πάρει ένα κομμάτι ψωμί ψίχα, να βάλει μέσα καμιά καρφίτσα και να το πετάξει σε κανένα πεινασμένο σκυλί από κείνα που καταπίνουν αμέσως το ψωμί χωρίς να το μασήσουν και να δει τι θα απογίνει μ' αυτό το σκυλί. Το λοιπόν φτιάξανε ένα τέτοιο κομμάτι και το πέταξαν στο Ζούτσκα που γι' αυτόν έγινε τώρα όλη τούτη η ιστορία. Ήταν ένα σκυλί που τ' αφεντικά του δεν το τάιζαν καθόλου κι αυτό όλο και γαύγιζε έτσι χωρίς κανένα λόγο. (Σας αρέσουν αυτά τ' ανόητα γαυγίσματα, Καραμάζοβ; Εγώ τ' απεχθάνομαι). Το σκυλί όρμησε, κατάπιε αμέσως το ψωμί, άρχισε να ουρλιάζει και το 'βαλε στα πόδια. Έτρεχε κι όλο ούρλιαζε, αυτό μου το 'πε ο ίδιος ο Ηλιούσα. Ώσπου εξαφανίστηκε στη γωνιά του δρόμου. Μου τα ομολογεί όλα και κλαίει, κλαίει πικρά, μ' αγκαλιάζει και τρέμει ολάκερος: «Έτρεχε κι ούρλιαζε, έτρεχε κι ούρλιαζε». Αυτό μονάχα έλεγε και ξανάλεγε, φαίνεται πως του 'κανε εντύπωση. Τι να γίνει; Βλέπω πως έχει τύψεις. Το πήρα στα σοβαρά το πράμα. Ήθελα να του πατήσω και για τα προηγούμενα μια γερή κατσάδα, τόσο που ομολογώ πως προσποιήθηκα. Έκανα τάχα πως θύμωσα πολύ. Έκανες, του λέω, μια πράξη μικρόψυχη, είσαι άτιμος. Βέβαια δε θα το πω σε κανέναν, όμως προς το παρόν κόβω τις σχέσεις μαζί σου. Θα το σκεφτώ καλύτερα και θα σου στείλω το Σμούροβ να σου πει την τελειωτική μου απόφαση (εκείνο το ίδιο παιδί που ήρθε τώρα μαζί μου και που μου ήταν πάντα αφοσιωμένο). Αυτός θα σου πει αν θα τα ξαναφτιάξω μαζί σου ή αν θα σ' αφήσω για πάντα σαν παλιάνθρωπος που είσαι». Αυτό τον έπληξε τρομερά. Ομολογώ πως το κατάλαβα κείνη τη ίδια στιγμή πως ίσως του φέρθηκα πολύ αυστηρά, μα τι να γίνει; Έτσι νόμιζα τότε πως έπρεπε να κάνω. Την άλλη μέρα του στέλνω το Σμούροβ για να του πει πως «δεν του μιλάω πια» —έτσι λέμε εμείς στο σχολείο όταν θέλουμε να διακόψουμε τις σχέσεις μ' ένα φίλο μας. Όμως είχα υπ' όψη μου να τον αφήσω να περάσει απ' αυτή τη δοκιμασία μερικές μέρες μονάχα κι ύστερα, όταν θα 'βλεπα πως μετάνιωσε, θα πήγαινα και θα του 'δινα πρώτος το χέρι. Αυτό ήμουν αποφασισμένος να το κάνω το δίχως άλλο. Μα τι νομίζετε πώς έγινε; Όταν άκουσε το Σμούροβ, τα μάτια του ξάφνου άστραψαν, και του φώναξε: «Πες από μέρος μου στον Κρασότκιν πως από δω και μπρος θα πετάω σ' όλα τα σκυλιά ψωμί με καρφίτσες, σ' όλα, σ' όλα!» «Α, σκέφτομαι, παρακάνει τον καμπόσο, πρέπει να τον συνεφέρω». Άρχισα τότε να του δείχνω μιαν απόλυτη περιφρόνηση. Όταν τον συναντούσα, του γύριζα την πλάτη ή του χαμογελούσα ειρωνικά. Όπου ξαφνικά γίνεται κείνο το περιστατικό με τον πατέρα του, το ξέφτι. Το θυμάστε; Καταλαβαίνετε βέβαια πως ο Ηλιούσα δεν ήθελε και πολύ για να ερεθιστεί τρομερά. Τ' άλλα παιδιά, βλέποντας πως εγώ τον παράτησα, άρχισαν πάλι να τον κοροϊδεύουν και να του φωνάζουν: «ξέφτι, ξέφτι». Τότε ήταν που άρχισαν τα τσακώματα. Λυπάμαι πολύ για όλ' αυτά, γιατί καθώς φαίνεται, μια φορά τον χτύπησαν άσχημα. Και να μια μέρα, στην αυλή, την ώρα που βγαίναμε απ' την τάξη, όρμησε αυτός μονάχος του πάνω σ' όλους. Εγώ στεκόμουν δέκα βήματα πιο πέρα και τον κοίταζα. Σας ορκίζομαι πως δε θυμάμαι να γέλαγα τότε —απεναντίας τον λυπήθηκα τρομερά. Λίγο ακόμα και θα 'παιρνα το μέρος του. Όμως ξάφνου αυτός συνάντησε το βλέμμα μου. Δεν ξέρω πώς του φάνηκε, μα έβγαλε αναπάντεχα το σουγιαδάκι του, όρμησε κατά πάνω μου και με χτύπησε στο δεξί μηρό, να, εδώ πέρα. Εγώ ούτε κουνήθηκα καθόλου. Ομολογώ πως μερικές φορές είμαι γενναίος, Καραμάζοβ· τον κοίταξα μονάχα με περιφρόνηση, σα να του 'λεγα: «Μήπως θέλεις να με ξαναχτυπήσεις για τη φιλία που σου 'δειξα; Εμπρός λοιπόν, είμαι στη διάθεσή σου». Όμως αυτός δε με ξαναχτύπησε, δε βάσταξε, τρόμαξε, πέταξε το σουγιαδάκι, άρχισε τα κλάματα και το 'βαλε στα πόδια. Φυσικά δεν τον μαρτύρησα και είπα και στους άλλους να μη βγάλουν τσιμουδιά για να μην το μάθουν οι δάσκαλοι. Ακόμα και στη μητέρα μου το είπα μονάχα όταν έκλεισε πια η πληγή —τι πληγή δηλαδή, γρατσουνιά ήταν. Ύστερα έμαθα πως την ίδια μέρα άρχισε τον πετροπόλεμο και σας δάγκωσε το δάχτυλο, όμως καταλαβαίνετε και μόνος σας σε τι κατάσταση βρισκόταν! Τι να γίνει; Φέρθηκα ανόητα. Όταν αρρώστησε δεν πήγα να τον συγχωρέσω, (θέλω να πω να συμφιλιωθώ μαζί του). Τώρα μετανοώ. Μονάχα που σκέφτηκα ύστερα να κάνω κάτι άλλο. Αυτή είναι όλη η ιστορία... μονάχα μου φαίνεται πως φέρθηκα ανόητα...

— Αχ, τι κρίμα, αναφώνησε ο Αλιόσα ταραγμένος, που δεν ήξερα πρώτα τις σχέσεις σας. Από καιρό θα 'ρχόμουνα τότε να σας παρακαλέσω να πάτε να τον δείτε. Όταν είχε πυρετό και παραμιλούσε έλεγε συχνά τ' όνομά σας, το πιστεύετε; ούτε να το φανταστώ δεν μπορούσα πόσο σας αγαπούσε! Ώστε δεν τον βρήκατε τον Ζούτσκα; ο πατέρας του και τα παιδιά ψάξανε σ' όλη την πολιτεία. Το πιστεύετε τάχα; Τρεις φορές τον άκουσα να λέει στον πατέρα του κλαίγοντας: «Είμαι άρρωστος γιατί σκότωσα τον Ζούτσκα. O Θεός με τιμώρησε». Ό,τι και να του πεις δε θα μπορέσεις να τον κάνεις ν' αλλάξει γνώμη! Γι' αυτό κιόλας, αν βρίσκαμε τώρα το Ζούτσκα και του δείχναμε πως δεν πέθανε, νομίζω πως θ' ανασταινόταν από τη χαρά του. Όλοι μας σε σας ελπίζαμε.

— Για πέστε μου, γιατί ελπίζατε πως θα βρω το Ζούτσκα; Δηλαδή γιατί νομίζατε πως εγώ 0α τον έβρισκα και όχι άλλος; ρώτησε με μεγάλη περιέργεια ο Κόλια.

— Λέγανε πως ψάχνετε και πως όταν τον βρείτε θα τον φέρετε. O Σμούροβ είπε μια φορά κάτι τέτοιο. Εμείς, καταλαβαίνετε, προσπαθούμε, με κάθε τρόπο να τον πείσουμε πως ο Ζούτσκα ζει. Του λέμε πως κάποιος είδε το σκυλί... Τα παιδιά κάπου βρήκανε και του φέρανε ένα ζωντανό λαγουδάκι. Εκείνος το κοίταξε για λίγο, χαμογέλασε και τους παρακάλεσε να πάνε και να το αφήσουν ελεύθερο. Έτσι κάνανε. Μόλις πριν από λίγο ο πατέρας του του 'φερε ένα μολοσσό —ένα μικρό κουταβάκι δηλαδή— νόμιζε πως θα του δώσει λίγη χαρά, όμως, καθώς φαίνεται, έγινε το αντίθετο...

— Πέστε μου ακόμα, Καραμάζοβ, τι μέρος λόγου είναι αυτός ο πατέρας; Τον ξέρω, όμως τι γνώμη έχετε σεις γι' αυτόν; Είναι παλιάτσος; Καραγκιόζης;

— Αχ, όχι. Υπάρχουν, βλέπετε, άνθρωποι που έχουν καλά αισθήματα μα που είναι πολύ ταπεινωμένοι. Αν κάνουν τον καραγκιόζη είναι για να ειρωνευτούν και να χλευάσουν κείνους που δεν τολμούν να βρίσουν ανοιχτά απ' την πολύχρονη ταπεινωτική δειλία που νιώθουν μπροστά τους. Πιστέψτε με, Κρασότκιν, ένας τέτοιος καραγκιόζης είναι πολλές φορές πολύ τραγικός. Όσο γι' αυτόν, δεν υπάρχει τίποτ' άλλο στον κόσμο εκτός απ' τον Ηλιούσα. Αν πεθάνει ο Ηλιούσα ή θα τρελαθεί απ' τη λύπη του ή θα αυτοκτονήσει. Τώρα που τον βλέπω πώς κάνει, νομίζω ότι σίγουρα ένα απ' τα δυο θα συμβεί.

— Σας καταλαβαίνω, Καραμάζοβ. Βλέπω πως ξέρετε να διαβάζετε στην ψυχή των ανθρώπων, πρόφερε σοβαρά ο Κόλια.

— Μόλις σας είδα με το σκυλί, νόμισα αμέσως πως φέρνατε το Ζούτσκα.

— Δε λέω, μπορεί και να τον βρούμε αργότερα, όμως αυτός εδώ είναι ο Περεζβόν. Όταν μπούμε μέσα ελπίζω να διασκεδάσει περισσότερο τον Ηλιούσα απ' το κουτάβι. Ακούστε, Καραμάζοβ, ίσως θα πρέπει να σας πω ακόμα μερικά πράματα. Όμως, Θεέ μου, τι σας κρατάω λοιπόν! φώναξε ξάφνου παράφορα ο Κόλια. Βγήκατε χωρίς πανωφόρι σ' αυτή την παγωνιά και γω σας καθυστερώ. Τα βλέπετε, τα βλέπετε τι εγωιστής που είμαι; Ω, όλοι μας είμαστε εγωιστές, Καραμάζοβ.

— Μην ανησυχείτε. Είναι αλήθεια πως κάνει κρύο, όμως εγώ δεν κρυολογώ εύκολα. Ας μπούμε πάντως. Αλήθεια, πώς σας λένε; Ξέρω πως σας φωνάζουν Κόλια, μα όλο σας το όνομα;

— Νικολάι, Νικολάι Ιβάνοβ Κρασότκιν, ή όπως με λένε επίσημα: υιός Κρασότκιν, είπε ο Κόλια και γέλασε, όμως ξάφνου πρόσθεσε: Φυσικά δεν το χωνεύω τ' όνομά μου. Το Νικολάι.

— Και γιατί λοιπόν;

— Είναι πολύ συνηθισμένο, ρουτινιέρικο...

— Είσαστε δεκατριώ χρονώ; ρώτησε ο Αλιόσα.

— Δεκατεσσάρω. Δηλαδή σε δυο βδομάδες κλείνω τα δεκατέσσερα, λίγες μέρες μείνανε, όπως βλέπετε. Θα πρέπει να σας ομολογήσω μια μου αδυναμία, Καραμάζοβ, αποκλειστικά σε σας· αυτό το κάνω για να δείτε τι χαρακτήρας είμαι: Δεν το χωνεύω να με ρωτάνε για τα χρόνια μου... και στο κάτω-κάτω... υπάρχει λόγου χάρη μια συκοφαντία σε βάρος μου πως τάχα την περασμένη βδομάδα έπαιζα με τα παιδιά της προκαταρκτικής κλέφτες κι αστυνόμους. Το πως έπαιζα, αυτό είν' αλήθεια, μα πως έπαιξα για τον εαυτό μου, πως έπαιξα δηλαδή για δική μου ευχαρίστηση, αυτό πια είναι κακόβουλη συκοφαντία. Έχω λόγους να πιστεύω πως αυτό τ' ακούσατε και σεις, όμως εγώ δεν έπαιζα για τον εαυτό μου, έπαιζα για τ' άλλα παιδιά, γιατί αυτά μοναχά τους ποτέ δεν θα 'βρισκαν παιχνίδι να παίξουν. Κι όμως δω πέρα λέει ο καθένας ό,τι του κατέβει. Σας βεβαιώνω πως η πολιτεία μας είναι πολιτεία του κουτσομπολιού.

— Κι αν παίζατε για δική σας ευχαρίστηση τι μ' αυτό;

— Είναι, βλέπετε... Εσείς, ας πούμε, δε θα παίξετε βέβαια αλογάκια. Έτσι δεν είναι;

— Κι όμως, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα. Και στο θέατρο που πηγαίνουν οι μεγάλοι παρασταίνουν περιπέτειες διαφόρων ηρώων με ληστές και πολέμους καμιά φορά. Μήπως τάχα δεν είναι το ίδιο και το παιχνίδι σας; Στο είδος του φυσικά. Και τα παιχνίδια των νέων στα διαλείμματα με ληστές και πολέμους είναι κι αυτό η τέχνη «εν σπέρματι», μια εκδήλωση της καλλιτεχνικής ανάγκης που υπάρχει στη νεανική ψυχή. Ένα παιχνίδι είναι καμιά φορά πιο καλά μονταρισμένο απ' όσο μια θεατρική παράσταση. Η διαφορά είναι πως στο θέατρο πάμε σα θεατές για να δούμε τους ηθοποιούς ενώ στο παιχνίδι μας είμαστε μείς οι ίδιοι ηθοποιοί. Κι αυτό είναι εντελώς φυσικό.

— Έτσι πιστεύετε; Αυτή είναι η πεποίθησή σας; ρώτησε ο Κόλια κοιτάζοντάς τον επίμονα. Μα την αλήθεια, η σκέψη σας είναι αρκετά αξιοπερίεργη. Όταν θα πάω στο σπίτι θα κάτσω να τα σκεφτώ όλ' αυτά. Ομολογώ πως το περίμενα ότι από σας κάτι θα 'χω να μάθω. Θέλω να γίνω μαθητής σας, Καραμάζοβ, είπε ο Κόλια συγκινημένα και διαχυτικά.

— Και γω δικός σας, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα και του 'σφιξε το χέρι.

O Κόλια ήταν εξαιρετικά ευχαριστημένος με τον Αλιόσα. Του 'κανε εντύπωση που ο άλλος του φερνόταν εντελώς σαν ίσος προς ίσο και του μίλαγε σα να 'ταν «μεγάλος ».

— Τώρα θα σας δείξω κάτι, Καραμάζοβ, είναι θεατρική παράσταση κι αυτό, είπε και γέλασε νευρικά —γι' αυτή την παράσταση ίσα-ίσα έχω έρθει.

— Ας μπούμε πρώτα αριστερά στο δωμάτιο των σπιτονοικοκυραίων, εκεί αφήνουν όλα τα παιδιά τα παλτά τους γιατί μέσα είναι στενάχωρα και κάνει ζέστη.

— Ω, μια στιγμή θα μείνω μονάχα, θα μπω με το παλτό. O Περεζβόν θα πεθάνει και θα μείνει δω πέρα στον προθάλαμο: «Ici, Περεζβόν, πλάγιασε και πέθανε!» Βλέπετε; Πέθανε κιόλας. Εγώ θα μπω μέσα να δω πώς είναι τα πράματα κι όταν θα 'ρθει η κατάλληλη στιγμή θα του σφυρίξω και θα φωνάξω: Ici, Περεζβόν! Και θα δείτε τότε που θα ορμήσει μέσα σαν παλαβός. Πρέπει μονάχα να μην ξεχάσει ο Σμούροβ ν' ανοίξει τότε την πόρτα. Θα δώσω τις διαταγές και θα παραβρεθείτε σ' ένα νούμερο...