×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 10. ΙΙΙ. Ο μαθητής

10. ΙΙΙ. Ο μαθητής

Μα ο Κόλια δεν την άκουγε πια. Τώρα μπορούσε επιτέλους να φύγει. Βγαίνοντας έξω, κοίταξε γύρω του, τίναξε τους ώμους κι είπε:

«Βρε! Παγωνιά!»

Τράβηξε ίσα το δρόμο, ύστερα έστριψε σ' ένα στενό για να βγει στην πλατεία της Αγοράς. Ένα σπίτι πριν απ' την πλατεία σταμάτησε δίπλα σε μιαν εξώπορτα, έβγαλε τη σφυρίχτρα του και σφύριξε μ' όλη του τη δύναμη σα να 'δινε κάποιο σύνθημα. Δεν περίμενε πάνω από 'να λεπτό όταν, ξαφνικά, βγήκε τρέχοντας απ' την εξώπορτα ένα κοκκινομάγουλο αγόρι, κάπου έντεκα χρονώ. Φορούσε κι αυτό ένα ζεστό παλτό, καθαρό και κομψό μάλιστα. Ήταν ο Σμούροβ που πήγαινε στην προκαταρκτική του γυμνασίου (ο Κόλια τον πέρναγε δυο τάξεις). Ήτανε γιος ενός πλούσιου υπαλλήλου κι οι γονείς του δεν τον αφήνανε να κάνει παρέα με τον Κρασότκιν γιατί αυτός ο τελευταίος ήταν γνωστός ταραξίας και παλαβιάρης. Φαίνεται λοιπόν πως τώρα ο Σμούροβ το 'σκασε κρυφά απ' το σπίτι του. Αυτός ο Σμούροβ —ίσως να το θυμάται ο αναγνώστης— ήταν σε κείνη την παρέα των παιδιών που εδώ και δυο μήνες πετροβολούσαν τον Ηλιούσα. Αυτός ο ίδιος είχε μιλήσει για τον Ηλιούσα στον Αλιόσα Καραμάζοβ.

— Είναι μια ώρα κιόλας που σας περιμένω, Κρασότκιν, είπε με αποφασιστικό ύφος ο Σμούροβ, και τα δυο αγόρια προχώρησαν προς την πλατεία.

— Ναι, άργησα, απάντησε ο Κρασότκιν. Υπάρχουν λόγοι. Δε θα σε δείρουνε που 'ρχεσαι μαζί μου;

— Τι λέτε κει, μήπως τάχα με δέρνουν ποτέ; Είναι κι ο Περεζβόν μαζί σας;

— Κι ο Παρεζβόν!

— Θα τον πάτε κι αυτόν κει πέρα;

— Θα τον πάω.

— Αχ, τι καλά αν ήταν ο Ζούτσκα!

— Αυτό δεν μπορεί να γίνει. O Ζούτσκα δεν υπάρχει πια. O Ζούτσκα εξαφανίστηκε στο έρεβος του αγνώστου.

— Αχ, δε θα μπορούσαμε τάχα, είπε ο Σμούροβ και ξάφνου κοντοστάθηκε· δε θα μπορούσαμε... ο Ηλιούσα λέει πως κι ο Ζούτσκα ήταν αναμαλλιάρης και σταχτής σαν τον Περεζβόν. Δε θα μπορούσαμε λοιπόν να του πούμε πως αυτός είν' ο Ζούτσκα; Ίσως και να το πιστέψει.

— Πρώτον, μαθητή μου, μάθε να μισείς το ψεύδος. Δεύτερον δεν πρέπει να ψεύδεσαι ούτε και για καλό. Μα το κυριότερο, ελπίζω να μην τους είπες τίποτα κει πέρα πως θα 'ρθω.

— Θεός φυλάξοι, καταλαβαίνω δα. Όμως με τον Περεζβόν δε θα τα καταφέρουμε να τον παρηγορήσουμε, αναστέναξε ο Σμούροβ. Ξέρεις κάτι; ο πατέρας του, ο λοχαγός, το ξέφτι δηλαδή, μας έλεγε πως θα του φέρει σήμερα ένα κουτάβι, έναν πραγματικό μικρούλικο μολοσσό με μαύρη μύτη. Νομίζει πως έτσι θα ησυχάσει τον Ηλιούσα —μα θα τα καταφέρει τάχα;

— O Ηλιούσα πώς πάει;

— Αχ, άσχημα, πολύ άσχημα. Νομίζω πως έχει φυματίωση. Τις αισθήσεις του τις έχει, μονάχα που αναπνέει γρήγορα-γρήγορα, άσκημα αναπνέει. Τις προάλλες παρακάλεσε να τον σηκώσουν, του φόρεσαν τα παπουτσάκια του, άρχισε να περπατάει μα δεν μπορούσε να κρατηθεί στα πόδια του. «Αχ, λέει, στο 'λεγα, μπαμπά, πως αυτά μου τα παπούτσια δεν είναι καλά. Είναι παλιά. Μ' αυτά και πρώτα δεν μπορούσα να περπατήσω εύκολα». Νόμιζε πως τα παπούτσια φταίγανε που δεν μπορούσε να κρατηθεί στα πόδια του, μα αυτό ήταν απ' την εξάντληση. Δεν τη βγάζει τη βδομάδα. Πηγαίνει και τον βλέπει ο Χερτσενστούμπε. Τώρα είναι και πάλι πλούσιοι, έχουν πολλά λεφτά.

—Τους παλιανθρώπους.

—Ποιοι είναι παλιάνθρωποι;

—Οι γιατροί. Όλο το γιατρικό σκυλολόι γενικά, κι ο κάθε γιατρός χωριστά. Εγώ αρνιέμαι την ιατρική. Είναι άχρηστο πράμα. Ας είναι. Όλ' αυτά θα τα εξετάσω για να βεβαιωθώ καλύτερα. Όμως τι συναισθηματισμός είν' αυτός που σας έπιασε; Άκουσα πως μαζεύεται κει πέρα όλη η τάξη.

— Όχι, όλη, όμως καμιά δεκαριά τον επισκεφτόμαστε κάθε μέρα. Αυτό δεν είναι κακό.

— Θα 'θελα να 'ξερα τι ρόλο παίζει σ' όλ' αυτά ο Αλεξέι Καραμάζοβ. Αύριο μεθαύριο δικάζουνε τον αδερφό του για ένα τόσο τρομερό έγκλημα κι αυτός έχει καιρό για συναισθηματισμούς με τα παιδιά!

— Δεν υπάρχει κανένας συναισθηματισμός σ' όλ' αυτά. Αφού κι ο ίδιος πας τώρα να συμφιλιωθείς με τον Ηλιούσα.

—Να συμφιλιωθώ! Αστεία έκφραση. Όμως, εδώ που τα λέμε, δεν επιτρέπω σε κανένα να κάνει ανάλυση των πράξεων μου.

— Πόσο θα χαρεί ο Ηλιούσα όταν σε δει! Ούτε να το φανταστεί δεν μπορούσε πως θα πήγαινες. Γιατί, γιατί δεν ήθελες τόσον καιρό να πας; φώναξε ξάφνου με ζέση ο Σμούροβ.

— Αυτό είναι δική μου δουλειά, μικρέ μου, κι όχι δική σου. Εγώ πάω κει γιατί το θέλω από μόνος μου. Όμως εσάς σας κουβάλησε όλους ο Αλεξέι Καραμάζοβ. Θα πει λοιπόν πως έχουμε μια διαφορά. Και πού ξέρεις; Ίσως να μην έχω καθόλου σκοπό να συμφιλιωθώ. Ανόητη έκφραση.

— Δεν μας κουβάλησε καθόλου ο Καραμάζοβ. Τα παιδιά άρχισαν να πηγαίνουν από μόνα τους, στην αρχή φυσικά μαζί με τον Καραμάζοβ. Και δεν έγινε τίποτα, καμιά ανοησία. Στην αρχή πήγε ένας, ύστερα κι άλλος, κι άλλος. O πατέρας ήταν καταχαρούμενος που πηγαίναμε. Ξέρεις κάτι; Σίγουρα θα τρελαθεί άμα πεθάνει ο Ηλιούσα. Το βλέπει και μόνος του πως θα πεθάνει ο Ηλιούσα. Όμως είναι πολύ χαρούμενος που γίναμε και πάλι φίλοι με τον Ηλιούσα. O Ηλιούσα ρώταγε για σένα μα δεν είπε τίποτ' άλλο. Ρώταγε κι ύστερα σώπαινε. Κι ο πατέρας του θα τρελαθεί ή θα κρεμαστεί. Και πριν απ' αυτό σαν τρελός έκανε. Είναι, ξέρεις, ευγενικός άνθρωπος και τότε είχε γίνει λάθος. Για όλα φταίει κείνος ο πατροκτόνος που τον έδειρε τότε στην ταβέρνα.

— Όμως ο Καραμάζοβ μένει αίνιγμα για μένα. Θα μπορούσα από καιρό πια να γνωριστώ μαζί του, σε μερικές περιπτώσεις όμως μ' αρέσει να 'μαι ακατάδεχτος. Είναι και τούτο ακόμα: Έχω σχηματίσει μια γνώμη για δαύτονε που θα πρέπει να εξετάσω και να δω αν είναι σωστή.

O Κόλια σώπασε σοβαρός. Το ίδιο κι ο Σμούροβ. Εννοείται πως ο Σμούροβ ένιωθε μιαν αληθινή ευλάβεια για τον Κρασότκιν κι ούτε τολμούσε καν να ονειρευτεί πως είναι ίσος του. Τώρα είχε ενδιαφερθεί εξαιρετικά γιατί ο Κόλια του εξήγησε πως πηγαίνει από μόνος του. Σίγουρα λοιπόν κάποιο αίνιγμα θα υπήρχε σ' αυτή την ξαφνική απόφαση του Κόλια να πάει εκεί. Διασχίζανε την πλατεία της Αγοράς όπου είχαν μαζευτεί πολλά κάρα που 'χαν έρθει απ' τα γύρω χωριά. Οι γυναίκες της πολιτείας πουλάγανε κάτω απ' τις τέντες τους κουλούρια, κλωστές κ.τ.λ. Κάτι τέτοιες κυριακάτικες συναθροίσεις τις λένε με μεγάλη αφέλεια «εμποροπανηγύρεις». Τέτοιες γίνονται πολλές μέσα στο χρόνο. O Περεζβόν έτρεχε δω και κει καταχαρούμενος κι όλο έστριβε δεξιά κι αριστερά για να πάει να μυρίσει κάτι που του 'χε κάνει εντύπωση. Όταν συναντιόνταν μ' άλλα σκυλιά, μυριζότανε και μ' αυτά πολύ πρόθυμα, μ' όλους τους σκυλίσιους κανόνες της συμπεριφοράς.

— Μ' αρέσει να παρατηρώ την πραγματικότητα, Σμούροβ, άρχισε να λέει ξαφνικά ο Κόλια. Πρόσεξες πώς μυρίζονται τα σκυλιά όταν συναντιώνται; Φαίνεται πως υπάρχει εδώ κάποιος φυσικός νόμος.

— Ναι, κι είναι λιγάκι αστείος.

— Όχι δα, δεν έχεις και τόσο δίκιο. Στη φύση δεν υπάρχει τίποτα το κωμικό, άσχετο αν του φαίνεται έτσι του ανθρώπου. Σ' αυτό φταίνε οι προκαταλήψεις του. Αν μπορούσαν τα σκυλιά να σκέφτονται και να μας κάνουν κριτική, σίγουρα θα βρίσκανε τόσα αν όχι και περισσότερα γελοία πράματα στις κοινωνικές σχέσεις των κυρίων τους. Είμαι απόλυτα βέβαιος πως εμείς κάνουμε πολύ περισσότερες ανοησίες. Αυτό είναι σκέψη του Ρακίτιν. Μια θαυμάσια σκέψη. Είμαι σοσιαλιστής, Σμούροβ.

— Και τι θα πει σοσιαλιστής; ρώτησε ο Σμούροβ.

— Θα πει να 'ναι όλοι ίσοι, όλοι να 'χουν κοινή περιουσία, να μην υπάρχει γάμος, κι η θρησκεία κι οι νόμοι να μην είναι καθόλου υποχρεωτικοί... και τα ρέστα. Είσαι μικρός ακόμα γι' αυτά. Κρύο που κάνει ωστόσο.

— Ναι. Δώδεκα βαθμοί. Πριν από λίγο ο πατέρας μου κοίταξε το θερμόμετρο.

— Πρόσεξες, Σμούροβ, πως στην καρδιά του χειμώνα, όταν έχουμε δεκαπέντε ή και δεκαοχτώ βαθμούς, μας φαίνεται πως δεν κάνει και τόσο κρύο όσο τώρα λόγου χάρη, στην αρχή του χειμώνα, όταν η θερμοκρασία πέφτει απότομα στους δώδεκα βαθμούς κι όταν επιπλέον το χιόνι είναι λιγοστό; Αυτό γίνεται γιατί οι άνθρωποι δε συνηθίσανε ακόμα στο κρύο. Όλα είναι συνήθεια, ακόμα κι οι κρατικές κι οι πολιτικές σχέσεις. Η συνήθεια είναι ο κυριότερος κινητήριος μοχλός. Για κοίτα κει τι αστείος αυτός ο μουζίκος.

O Κόλια έδειξε έναν αρκετά ψηλό μουζίκο που φόραγε ένα κοντογούνι από προβιά. Το πρόσωπό του ήταν καλόκαρδο. Στεκόταν δίπλα στο κάρο του και χτυπούσε τα γαντοφορεμένα χέρια του για να ζεσταθεί. Η μακριά κοκκινωπή γενειάδα του είχε κρουσταλλιάσει απ' την παγωνιά.

— Τα γένια του μουζίκου παγώσανε! φώναξε δυνατά και περιπαιχτικά ο Κόλια καθώς περνάγανε δίπλα του.

— Και αλλωνών παγώσανε, είπε ήσυχα και αποφθεγματικά ο μουζίκος.

— Μην τον πειράζεις, είπε ο Σμούροβ.

— Δεν βαριέσαι, δεν θα θυμώσει, είναι καλός. Γεια χαρά, Ματβέι.

— Γεια σου.

— Μα τι; Ματβέι σε λένε;

— Ναι. Δεν το 'ξερες;

— Δεν το 'ξερα. Έτσι στην τύχη το 'πα.

— Για φαντάσου. Είσαι μαθητής;

— Μαθητής;

— Για πες μου. Τις τρως;

— Ε, όσο να 'ναι...

— Πονάς;

— Οι ξυλιές πάντα πονάνε.

— Εχ, ψεύτρα ζήση! αναστέναξε από καρδιάς ο μουζίκος.

— Γεια σου, Ματβέι.

— Γεια σου. Είσαι καλό παλικαράκι.

Τα παιδιά συνεχίσανε το δρόμο τους.

— Αυτός είναι καλός μουζίκος, άρχισε να λέει ο Κόλια στο Σμούροβ. Μ' αρέσει να μιλάω με το λαό και πάντα είμ' έτοιμος να παραδεχτώ τα προτερήματά του.

— Γιατί του 'πες ψέματα πως μας δέρνουνε; ρώτησε ο Σμούροβ.

— Έπρεπε, βλέπεις, να τον κάνω να ευχαριστηθεί!

— Πώς αυτό;

— Βλέπεις, Σμούροβ, δε μ' αρέσει να μη με καταλαβαίνουν και να με ξαναρωτάνε. Υπάρχουν μερικά πράματα που ούτε καν μπορείς να τα εξηγήσεις. O μουζίκος νομίζει πως το μαθητή τον δέρνουνε και πρέπει να τον δέρνουνε: Τι μαθητής είναι, σου λέει ο άλλος, άμα δεν τον δέρνουνε; Αν του 'λεγα λοιπόν άξαφνα πως δε μας δέρνουνε, αυτός θα πικραινόταν. Όμως νομίζω πως και συ δεν τα καταλαβαίνεις αυτά. Με το λαό πρέπει να ξέρεις να μιλάς.

— Μονάχα μην πειράξεις κανέναν, σε παρακαλώ, γιατί θα γίνει πάλι καμιά ιστορία όπως και τότε με κείνη τη χήνα.

— Τι; φοβάσαι;

— Μη γελάς, Κόλια, μα το Θεό, φοβάμαι. O πατέρας μου θα θυμώσει πολύ. Μου 'χουν απαγορέψει αυστηρά να σε κάνω παρέα.

— Μην ανησυχείς, τούτη τη φορά δε θα συμβεί τίποτα. Γεια σου, Νατάσα, φώναξε σε μιαν εμπόρισσα που κάτι πούλαγε κάτω από μια τέντα.

— Από πού κι ως πού με λες Νατάσα; Τ' όνομά μου είναι Μάρια, φώναξε η εμπόρισσα, μια γυναίκα αρκετά νέα ακόμα.

— Χαίρω πολύ που σε λένε Μάρια. Γεια χαρά.

— Κοίτα κει το ζιζάνιο! Το στόμα του μυρίζει γάλα ακόμα κι άρχισε κιόλας να πειράζει τα κορίτσια.

— Βιάζομαι τώρα. Δεν έχω καιρό να σ' ακούσω. Θα μου τα πεις την άλλη Κυριακή, είπε ο Κόλια χειρονομώντας, λες και κείνη του είχε κολλήσει κι όχι αυτός.

— Τι έχω, βρε, να σου πω την Κυριακή; Εσύ μου κόλλησες κι όχι εγώ. Παλιόπαιδο! έβαλε τις φωνές η Μάρια. Σου χρειάζεται ένα γερό ξύλο για να μάθεις. Πειραχτήριο!

Οι άλλες εμπόρισσες, που 'χαν τους πάγκους τους δίπλα στον πάγκο της Μάριας, αρχίσανε να γελάνε όταν ξάφνου κατέφτασε απ' την εμπορική στοά τρέχοντας ένας θυμωμένος νεαρός που 'μοιαζε να 'ναι υπάλληλος σ' εμπορικό κατάστημα. Φαίνεται πως δεν ήταν απ' την πολιτεία μας. Φορούσε ένα μακρύ μπλε καφτάνι κι ένα πηλήκιο με γείσο. Ήταν αρκετά νέος, τα μαλλιά του σγουρά και σκουρόξανθα, το πρόσωπό του μακρουλό, χλομό και γεμάτο πανάδες. Φαινόταν ανόητα αναστατωμένος κι άρχισε αμέσως να φοβερίζει τον Κόλια με τη γροθιά του.

— Σε ξέρω γω, ξεφώνιζε ερεθισμένος· σε ξέρω!

O Κόλια τον κοίταζε επίμονα, μα δεν τα κατάφερνε να θυμηθεί πότε και πώς έτυχε να τσακωθεί μ' αυτόν τον άνθρωπο. Μα μήπως τάχα με λίγους μάλωνε στο δρόμο; Πού να τους θυμάται όλους.

— Με ξέρεις; τον ρώτησε ειρωνικά.

— Σε ξέρω! Σε ξέρω! έλεγε και ξανάλεγε σα βλάκας ο άλλος.

— Τόσο το καλύτερο για σένα. Όμως τώρα βιάζομαι. Γειά χαρά!

— Γιατί κάνεις αταξίες; φώναζε ο υπάλληλος. Πάλι αταξίες κάνεις; Σε ξέρω! Πάλι αταξίες κάνεις;

— Αυτό, αδερφέ μου, δεν είναι δική σου δουλειά που είμαι άταχτος, πρόφερε ο Κόλια.

Είχε σταματήσει και τον περιεργαζόταν.

— Πώς έτσι δεν είναι δική μου;

— Αυτό που σου λέω. Δεν είναι δική σου.

— Ποιανού είναι λοιπόν; Ποιανού είναι τότες;

— Είναι, αδερφέ μου, δουλειά του Τρύφωνα Νικήτιτς κι όχι δική σου!

— Ποιανού Τρύφωνα Νικήτιτς; ρώτησε ηλίθια ο νέος εντελώς πια αποβλακωμένος.

Όμως η έξαψή του δεν είχε περάσει ακόμα. O Κόλια τον κοίταξε σοβαρός από πάνω ως κάτω.

— Πήγες στην Ανάληψη; τον ρώτησε ξαφνικά αυστηρά κι επίμονα.

— Σε ποιαν Ανάληψη; Γιατί να πάω; Όχι, δεν πήγα, είπε ο άλλος που τα 'χασε λιγάκι.

— Το Σαμπανέγιεβ τον ξέρεις; ξαναρώτησε ο Κόλια ακόμα πιο επίμονα κι αυστηρά.

— Για ποιον Σαμπανέγιεβ μιλάς; Όχι, δεν τον ξέρω.

— Ε, άι στο διάολο λοιπόν αφού είναι έτσι! είπε ξάφνου ο Κόλια και γυρίζοντας απότομα δεξιά προχώρησε βιαστικός, λες και δεν καταδεχότανε να μιλήσει μ' ένα στουρνάρι που δεν ήξερε ούτε τον Σαμπανέγιεβ.

— Ε, στάσου! Για ποιον Σαμπανέγιεβ μιλάς; του φώναξε ο νέος ερεθισμένος. Τι ήταν αυτά που έλεγε; ρώτησε ξαφνικά γυρίζοντας στις εμπόρισσες και κοιτάζοντάς τες ανόητα.

Οι εμπόρισσες βάλανε τα γέλια.

— Έξυπνο παιδί, πρόφερε μια απ' αυτές.

— Για ποιον Σαμπανέγιεβ μου είπε; έλεγε και ξανάλεγε ο νέος έξω φρενών κουνώντας το δεξί του χέρι.

— Μα θα πρέπει να 'ναι κείνος που δούλευε άλλοτες στου Κουζμιτσόβ, αυτός θα 'ναι! είπε ξαφνικά μια εμπόρισσα.

O νέος την κοίταζε σα χαμένος.

— Στου Κουζ-μι-τσόβ; ρώτησε μια άλλη εμπόρισσα. Μα κείνονε δεν τον λένε Τρύφωνα. Τ' όνομά του είναι Κουζμά. Δεν άκουσες που τον ονομάτισε Τρύφωνα Νικήτιτς; Πα' να πει λοιπόν πως δεν είν' αυτός.

— Ξέρετε τι λέω; Δεν τον λένε ούτε Τρύφωνα ούτε Σαμπανέγιεβ. Τσίζοβ είναι το παράνομά του, είπε ξαφνικά μια τρίτη εμπόρισσα που ως τώρα σώπαινε κι άκουγε σοβαρή. Αλεξέι Ιβάνοβιτς τ' όνομά του. Αλεξέι Ιβάνοβιτς Τσίζοβ.

— Σωστά λέει, ο Τσίζοβ είναι, επιβεβαίωσε και μια τέταρτη εμπόρισσα.

O νεαρός τις κοίταζε κατάπληκτος, πότε τη μια και πότε την άλλη.

— Όμως πέστε μου, καλοί μου άνθρωποι, γιατί με ρώταγε; Για ποιο λόγο; άρχισε να ξεφωνίζει σχεδόν μ' απόγνωση. «Τον ξέρεις τον Σαμπανέγιεβ;» Ένας διάολος ξέρει τι μέρος λόγου είν' αυτός ο Σαμπανέγιεβ.

— Μα τι χοντροκέφαλος άνθρωπος είσαι συ. Αφού σου λένε πως τ' όνομά του δεν είναι Σαμπανέγιεβ μα Τσίζοβ. Αλεξέι Ιβάνοβιτς Τσίζοβ. Κατάλαβες; του φώναξε μια εμπόρισσα.

— Ποιος Τσίζοβ; Ποιος; Εδώ σε θέλω, πες μου αφού τον ξέρεις.

— Κείνος ο ψηλός, ο αναμαλλιάρης, που 'ρχόταν εδώ στο παζάρι το καλοκαίρι.

— Μα τι να τον κάνω γω αυτόν τον Τσίζοβ, καλοί μου άνθρωποι;

— Πού θες να ξέρω τι θα τον κάνεις;

— Και ποιος μπορεί να ξέρει τι τον χρειάζεσαι εσύ; Κάτι θα τον θέλεις βέβαια, πρόσθεσε μια άλλη. Αφού τσιρίζεις έτσι θα πει πως κάτι θα τον θέλεις. Με σένα μίλαγε στο κάτω-κάτω το παιδί κι όχι με μας, ανόητε άνθρωπε. Μπας και στ' αλήθεια δεν τον ξέρεις;

— Ποιον;

—Τον Τσίζοβ.

— Βρε δεν πας στο διάολο με τον Τσίζοβ σου! Θα τον σπάσω στο ξύλο! Με κορόιδεψε!

— Τον Τσίζοβ θα πας να δείρεις; Πρόσεξε μην πας για μαλλί και βγεις κουρεμένος! Βλάκας είσαι, μα το ναι!

— Δε μ' ενδιαφέρει ο Τσίζοβ, παλιογύναικο. Το παιδί θα σπάσω στο ξύλο, αυτό λέω! Πού πήγε, πιάστε τον, πιάστε τον, με κορόιδεψε!

Οι εμπόρισσες γελάγανε. O Κόλια ήταν πια μακριά κι είχε πάρει ύφος νικητή. O Σμούροβ πήγαινε δίπλα του και γύριζε πότε-πότε να δει τις εμπόρισσες που φωνάζανε. Διασκέδαζε κι αυτός τρομερά, μονάχα που φοβότανε μην τυχόν μπλέξει με τον Κόλια σε καμιά ιστορία.

— Ποιος είν' ο Σαμπανέγιεβ που τον ρώτησες; είπε ο Σμούροβ αν κ αι μάντευε την απάντηση.

— Και πού θες να ξέρω ποιος είναι; Τώρα θα μαλώνουνε ως το βράδυ. Μ' αρέσει να βάζω στα αίματα τους βλάκες σ' όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκουν. Κοίτα, να κι ένας άλλος ηλίθιος. Για κείνον κει το μουζίκο λέω. Θα 'χεις ακουστά αυτό που λένε: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανόητο από 'ναν ανόητο Γάλλο». Όμως κι η ρούσικη φυσιογνωμία δείχνει αμέσως με ποιον έχεις να κάνεις. Τι λες και συ; Δεν είναι ζωγραφισμένη στο μούτρο κείνου του μουζίκου η βλακεία;

— Άστονε, Κόλια, μην τον πειράζεις.

— Α, μπα! Τώρα πια δε με κρατάς. Έι, γεια χαρά, μουζίκο!

O μουζίκος προχωρούσε αργά προς το μέρος τους. Φαινόταν πιωμένος. Το πρόσωπό του ήταν στρογγυλό κι ανοιχτόκαρδο, το γένι του είχε μερικές άσπρες τρίχες. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το παιδί.

— Γεια σου, αν δεν το λες στ' αστεία, πρόφερε κείνος χωρίς να βιάζεται.

— Κι αν το λέω στα αστεία; είπε γελώντας ο Κόλια.

—Ε, τι να γίνει; ο Θεός μαζί σου. Τα χωρατά επιτρέπονται.

Πολλές φορές τυχαίνει ν' αστειεύεται κανείς.

—Έφταιξα, αδερφέ μου, χωράτεψα.

—Ε, ο Θεός να σε συγχωρέσει.

—Εσύ με συγχωρνάς;

— Από καρδιάς. Τράβα στην ευχή του Θεού.

— Για κοίτα κει. Σα να μου φαίνεται πως είσαι έξυπνος μουζίκος.

— Είμαι πιο έξυπνος από σένα, είπε αναπάντεχα και το ίδιο σοβαρά σαν και πρώτα ο μουζίκος.

— Λες; είπε λιγάκι ξαφνιασμένος ο Κόλια.

Άκου με και μένα.

— Ίσως να 'χεις και δίκιο.

— Αυτό λέω και γω.

— Γεια σου λοιπόν, μουζίκο.

— Γεια σου.

— Υπάρχουν, βλέπεις, μουζίκοι και μουζίκοι, είπε ο Κόλια στο Σμούροβ ύστερ' από λίγο. Πού να το 'ξερα πως θα πέσω σ' έναν έξυπνο; Είμαι πάντα έτοιμος να παραδεχτώ πως ο λαός έχει κι έξυπνους ανθρώπους.

Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε εντεκάμιση. Τα παιδιά βιαστήκανε και σ' όλο το δρόμο ως το σπίτι του λοχαγού Σνεγκιριόβ δε μιλήσανε σχεδόν καθόλου πια. Είκοσι βήματα μακριά απ' το σπίτι, ο Κόλια σταμάτησε κι είπε στο Σμούροβ να πάει να φωνάξει τον Καραμάζοβ.

— Θα πρέπει να κατατοπιστώ προτού μπω μέσα, είπε στο Σμούροβ.

— Μα γιατί θέλεις να τον φωνάξω; Ας μπούμε απευθείας. Όλοι τους θα ευχαριστηθούν πολύ που 'ρθες. Τι τρόπος είναι κι αυτός να κάνεις τις γνωριμίες σου έξω στην παγωνιά;

— Αυτό είναι δική μου δουλειά. Ναι, θέλω να 'ρθει να με βρει εδώ στην παγωνιά, του είπε δεσποτικά ο Κόλια (του άρεσε πολύ, να φέρνεται έτσι με τους «μικρούς») κι ο Σμούροβ έτρεξε να εκτελέσει τη διαταγή.


10. ΙΙΙ. Ο μαθητής 10. III. The student

Μα ο Κόλια δεν την άκουγε πια. Τώρα μπορούσε επιτέλους να φύγει. Βγαίνοντας έξω, κοίταξε γύρω του, τίναξε τους ώμους κι είπε:

«Βρε! Παγωνιά!»

Τράβηξε ίσα το δρόμο, ύστερα έστριψε σ' ένα στενό για να βγει στην πλατεία της Αγοράς. Ένα σπίτι πριν απ' την πλατεία σταμάτησε δίπλα σε μιαν εξώπορτα, έβγαλε τη σφυρίχτρα του και σφύριξε μ' όλη του τη δύναμη σα να 'δινε κάποιο σύνθημα. Δεν περίμενε πάνω από 'να λεπτό όταν, ξαφνικά, βγήκε τρέχοντας απ' την εξώπορτα ένα κοκκινομάγουλο αγόρι, κάπου έντεκα χρονώ. Φορούσε κι αυτό ένα ζεστό παλτό, καθαρό και κομψό μάλιστα. Ήταν ο Σμούροβ που πήγαινε στην προκαταρκτική του γυμνασίου (ο Κόλια τον πέρναγε δυο τάξεις). Ήτανε γιος ενός πλούσιου υπαλλήλου κι οι γονείς του δεν τον αφήνανε να κάνει παρέα με τον Κρασότκιν γιατί αυτός ο τελευταίος ήταν γνωστός ταραξίας και παλαβιάρης. Φαίνεται λοιπόν πως τώρα ο Σμούροβ το 'σκασε κρυφά απ' το σπίτι του. Αυτός ο Σμούροβ —ίσως να το θυμάται ο αναγνώστης— ήταν σε κείνη την παρέα των παιδιών που εδώ και δυο μήνες πετροβολούσαν τον Ηλιούσα. Αυτός ο ίδιος είχε μιλήσει για τον Ηλιούσα στον Αλιόσα Καραμάζοβ.

— Είναι μια ώρα κιόλας που σας περιμένω, Κρασότκιν, είπε με αποφασιστικό ύφος ο Σμούροβ, και τα δυο αγόρια προχώρησαν προς την πλατεία.

— Ναι, άργησα, απάντησε ο Κρασότκιν. Υπάρχουν λόγοι. Δε θα σε δείρουνε που 'ρχεσαι μαζί μου;

— Τι λέτε κει, μήπως τάχα με δέρνουν ποτέ; Είναι κι ο Περεζβόν μαζί σας;

— Κι ο Παρεζβόν!

— Θα τον πάτε κι αυτόν κει πέρα;

— Θα τον πάω.

— Αχ, τι καλά αν ήταν ο Ζούτσκα!

— Αυτό δεν μπορεί να γίνει. O Ζούτσκα δεν υπάρχει πια. O Ζούτσκα εξαφανίστηκε στο έρεβος του αγνώστου.

— Αχ, δε θα μπορούσαμε τάχα, είπε ο Σμούροβ και ξάφνου κοντοστάθηκε· δε θα μπορούσαμε... ο Ηλιούσα λέει πως κι ο Ζούτσκα ήταν αναμαλλιάρης και σταχτής σαν τον Περεζβόν. Δε θα μπορούσαμε λοιπόν να του πούμε πως αυτός είν' ο Ζούτσκα; Ίσως και να το πιστέψει.

— Πρώτον, μαθητή μου, μάθε να μισείς το ψεύδος. Δεύτερον δεν πρέπει να ψεύδεσαι ούτε και για καλό. Μα το κυριότερο, ελπίζω να μην τους είπες τίποτα κει πέρα πως θα 'ρθω.

— Θεός φυλάξοι, καταλαβαίνω δα. Όμως με τον Περεζβόν δε θα τα καταφέρουμε να τον παρηγορήσουμε, αναστέναξε ο Σμούροβ. Ξέρεις κάτι; ο πατέρας του, ο λοχαγός, το ξέφτι δηλαδή, μας έλεγε πως θα του φέρει σήμερα ένα κουτάβι, έναν πραγματικό μικρούλικο μολοσσό με μαύρη μύτη. Νομίζει πως έτσι θα ησυχάσει τον Ηλιούσα —μα θα τα καταφέρει τάχα;

— O Ηλιούσα πώς πάει;

— Αχ, άσχημα, πολύ άσχημα. Νομίζω πως έχει φυματίωση. Τις αισθήσεις του τις έχει, μονάχα που αναπνέει γρήγορα-γρήγορα, άσκημα αναπνέει. Τις προάλλες παρακάλεσε να τον σηκώσουν, του φόρεσαν τα παπουτσάκια του, άρχισε να περπατάει μα δεν μπορούσε να κρατηθεί στα πόδια του. «Αχ, λέει, στο 'λεγα, μπαμπά, πως αυτά μου τα παπούτσια δεν είναι καλά. Είναι παλιά. Μ' αυτά και πρώτα δεν μπορούσα να περπατήσω εύκολα». Νόμιζε πως τα παπούτσια φταίγανε που δεν μπορούσε να κρατηθεί στα πόδια του, μα αυτό ήταν απ' την εξάντληση. Δεν τη βγάζει τη βδομάδα. Πηγαίνει και τον βλέπει ο Χερτσενστούμπε. Τώρα είναι και πάλι πλούσιοι, έχουν πολλά λεφτά.

—Τους παλιανθρώπους.

—Ποιοι είναι παλιάνθρωποι;

—Οι γιατροί. Όλο το γιατρικό σκυλολόι γενικά, κι ο κάθε γιατρός χωριστά. Εγώ αρνιέμαι την ιατρική. Είναι άχρηστο πράμα. Ας είναι. Όλ' αυτά θα τα εξετάσω για να βεβαιωθώ καλύτερα. Όμως τι συναισθηματισμός είν' αυτός που σας έπιασε; Άκουσα πως μαζεύεται κει πέρα όλη η τάξη.

— Όχι, όλη, όμως καμιά δεκαριά τον επισκεφτόμαστε κάθε μέρα. Αυτό δεν είναι κακό.

— Θα 'θελα να 'ξερα τι ρόλο παίζει σ' όλ' αυτά ο Αλεξέι Καραμάζοβ. Αύριο μεθαύριο δικάζουνε τον αδερφό του για ένα τόσο τρομερό έγκλημα κι αυτός έχει καιρό για συναισθηματισμούς με τα παιδιά!

— Δεν υπάρχει κανένας συναισθηματισμός σ' όλ' αυτά. Αφού κι ο ίδιος πας τώρα να συμφιλιωθείς με τον Ηλιούσα.

—Να συμφιλιωθώ! Αστεία έκφραση. Όμως, εδώ που τα λέμε, δεν επιτρέπω σε κανένα να κάνει ανάλυση των πράξεων μου.

— Πόσο θα χαρεί ο Ηλιούσα όταν σε δει! Ούτε να το φανταστεί δεν μπορούσε πως θα πήγαινες. Γιατί, γιατί δεν ήθελες τόσον καιρό να πας; φώναξε ξάφνου με ζέση ο Σμούροβ.

— Αυτό είναι δική μου δουλειά, μικρέ μου, κι όχι δική σου. Εγώ πάω κει γιατί το θέλω από μόνος μου. Όμως εσάς σας κουβάλησε όλους ο Αλεξέι Καραμάζοβ. Θα πει λοιπόν πως έχουμε μια διαφορά. Και πού ξέρεις; Ίσως να μην έχω καθόλου σκοπό να συμφιλιωθώ. Ανόητη έκφραση.

— Δεν μας κουβάλησε καθόλου ο Καραμάζοβ. Τα παιδιά άρχισαν να πηγαίνουν από μόνα τους, στην αρχή φυσικά μαζί με τον Καραμάζοβ. Και δεν έγινε τίποτα, καμιά ανοησία. Στην αρχή πήγε ένας, ύστερα κι άλλος, κι άλλος. O πατέρας ήταν καταχαρούμενος που πηγαίναμε. Ξέρεις κάτι; Σίγουρα θα τρελαθεί άμα πεθάνει ο Ηλιούσα. Το βλέπει και μόνος του πως θα πεθάνει ο Ηλιούσα. Όμως είναι πολύ χαρούμενος που γίναμε και πάλι φίλοι με τον Ηλιούσα. O Ηλιούσα ρώταγε για σένα μα δεν είπε τίποτ' άλλο. Ρώταγε κι ύστερα σώπαινε. Κι ο πατέρας του θα τρελαθεί ή θα κρεμαστεί. Και πριν απ' αυτό σαν τρελός έκανε. Είναι, ξέρεις, ευγενικός άνθρωπος και τότε είχε γίνει λάθος. Για όλα φταίει κείνος ο πατροκτόνος που τον έδειρε τότε στην ταβέρνα.

— Όμως ο Καραμάζοβ μένει αίνιγμα για μένα. Θα μπορούσα από καιρό πια να γνωριστώ μαζί του, σε μερικές περιπτώσεις όμως μ' αρέσει να 'μαι ακατάδεχτος. Είναι και τούτο ακόμα: Έχω σχηματίσει μια γνώμη για δαύτονε που θα πρέπει να εξετάσω και να δω αν είναι σωστή.

O Κόλια σώπασε σοβαρός. Το ίδιο κι ο Σμούροβ. Εννοείται πως ο Σμούροβ ένιωθε μιαν αληθινή ευλάβεια για τον Κρασότκιν κι ούτε τολμούσε καν να ονειρευτεί πως είναι ίσος του. Τώρα είχε ενδιαφερθεί εξαιρετικά γιατί ο Κόλια του εξήγησε πως πηγαίνει από μόνος του. Σίγουρα λοιπόν κάποιο αίνιγμα θα υπήρχε σ' αυτή την ξαφνική απόφαση του Κόλια να πάει εκεί. Διασχίζανε την πλατεία της Αγοράς όπου είχαν μαζευτεί πολλά κάρα που 'χαν έρθει απ' τα γύρω χωριά. Οι γυναίκες της πολιτείας πουλάγανε κάτω απ' τις τέντες τους κουλούρια, κλωστές κ.τ.λ. Κάτι τέτοιες κυριακάτικες συναθροίσεις τις λένε με μεγάλη αφέλεια «εμποροπανηγύρεις». Τέτοιες γίνονται πολλές μέσα στο χρόνο. O Περεζβόν έτρεχε δω και κει καταχαρούμενος κι όλο έστριβε δεξιά κι αριστερά για να πάει να μυρίσει κάτι που του 'χε κάνει εντύπωση. Όταν συναντιόνταν μ' άλλα σκυλιά, μυριζότανε και μ' αυτά πολύ πρόθυμα, μ' όλους τους σκυλίσιους κανόνες της συμπεριφοράς.

— Μ' αρέσει να παρατηρώ την πραγματικότητα, Σμούροβ, άρχισε να λέει ξαφνικά ο Κόλια. Πρόσεξες πώς μυρίζονται τα σκυλιά όταν συναντιώνται; Φαίνεται πως υπάρχει εδώ κάποιος φυσικός νόμος.

— Ναι, κι είναι λιγάκι αστείος.

— Όχι δα, δεν έχεις και τόσο δίκιο. Στη φύση δεν υπάρχει τίποτα το κωμικό, άσχετο αν του φαίνεται έτσι του ανθρώπου. Σ' αυτό φταίνε οι προκαταλήψεις του. Αν μπορούσαν τα σκυλιά να σκέφτονται και να μας κάνουν κριτική, σίγουρα θα βρίσκανε τόσα αν όχι και περισσότερα γελοία πράματα στις κοινωνικές σχέσεις των κυρίων τους. Είμαι απόλυτα βέβαιος πως εμείς κάνουμε πολύ περισσότερες ανοησίες. Αυτό είναι σκέψη του Ρακίτιν. Μια θαυμάσια σκέψη. Είμαι σοσιαλιστής, Σμούροβ.

— Και τι θα πει σοσιαλιστής; ρώτησε ο Σμούροβ.

— Θα πει να 'ναι όλοι ίσοι, όλοι να 'χουν κοινή περιουσία, να μην υπάρχει γάμος, κι η θρησκεία κι οι νόμοι να μην είναι καθόλου υποχρεωτικοί... και τα ρέστα. Είσαι μικρός ακόμα γι' αυτά. Κρύο που κάνει ωστόσο.

— Ναι. Δώδεκα βαθμοί. Πριν από λίγο ο πατέρας μου κοίταξε το θερμόμετρο.

— Πρόσεξες, Σμούροβ, πως στην καρδιά του χειμώνα, όταν έχουμε δεκαπέντε ή και δεκαοχτώ βαθμούς, μας φαίνεται πως δεν κάνει και τόσο κρύο όσο τώρα λόγου χάρη, στην αρχή του χειμώνα, όταν η θερμοκρασία πέφτει απότομα στους δώδεκα βαθμούς κι όταν επιπλέον το χιόνι είναι λιγοστό; Αυτό γίνεται γιατί οι άνθρωποι δε συνηθίσανε ακόμα στο κρύο. Όλα είναι συνήθεια, ακόμα κι οι κρατικές κι οι πολιτικές σχέσεις. Η συνήθεια είναι ο κυριότερος κινητήριος μοχλός. Για κοίτα κει τι αστείος αυτός ο μουζίκος.

O Κόλια έδειξε έναν αρκετά ψηλό μουζίκο που φόραγε ένα κοντογούνι από προβιά. Το πρόσωπό του ήταν καλόκαρδο. Στεκόταν δίπλα στο κάρο του και χτυπούσε τα γαντοφορεμένα χέρια του για να ζεσταθεί. Η μακριά κοκκινωπή γενειάδα του είχε κρουσταλλιάσει απ' την παγωνιά.

— Τα γένια του μουζίκου παγώσανε! φώναξε δυνατά και περιπαιχτικά ο Κόλια καθώς περνάγανε δίπλα του.

— Και αλλωνών παγώσανε, είπε ήσυχα και αποφθεγματικά ο μουζίκος.

— Μην τον πειράζεις, είπε ο Σμούροβ.

— Δεν βαριέσαι, δεν θα θυμώσει, είναι καλός. Γεια χαρά, Ματβέι.

— Γεια σου.

— Μα τι; Ματβέι σε λένε;

— Ναι. Δεν το 'ξερες;

— Δεν το 'ξερα. Έτσι στην τύχη το 'πα.

— Για φαντάσου. Είσαι μαθητής;

— Μαθητής;

— Για πες μου. Τις τρως;

— Ε, όσο να 'ναι...

— Πονάς;

— Οι ξυλιές πάντα πονάνε.

— Εχ, ψεύτρα ζήση! αναστέναξε από καρδιάς ο μουζίκος.

— Γεια σου, Ματβέι.

— Γεια σου. Είσαι καλό παλικαράκι.

Τα παιδιά συνεχίσανε το δρόμο τους.

— Αυτός είναι καλός μουζίκος, άρχισε να λέει ο Κόλια στο Σμούροβ. Μ' αρέσει να μιλάω με το λαό και πάντα είμ' έτοιμος να παραδεχτώ τα προτερήματά του.

— Γιατί του 'πες ψέματα πως μας δέρνουνε; ρώτησε ο Σμούροβ.

— Έπρεπε, βλέπεις, να τον κάνω να ευχαριστηθεί!

— Πώς αυτό;

— Βλέπεις, Σμούροβ, δε μ' αρέσει να μη με καταλαβαίνουν και να με ξαναρωτάνε. Υπάρχουν μερικά πράματα που ούτε καν μπορείς να τα εξηγήσεις. O μουζίκος νομίζει πως το μαθητή τον δέρνουνε και πρέπει να τον δέρνουνε: Τι μαθητής είναι, σου λέει ο άλλος, άμα δεν τον δέρνουνε; Αν του 'λεγα λοιπόν άξαφνα πως δε μας δέρνουνε, αυτός θα πικραινόταν. Όμως νομίζω πως και συ δεν τα καταλαβαίνεις αυτά. Με το λαό πρέπει να ξέρεις να μιλάς.

— Μονάχα μην πειράξεις κανέναν, σε παρακαλώ, γιατί θα γίνει πάλι καμιά ιστορία όπως και τότε με κείνη τη χήνα.

— Τι; φοβάσαι;

— Μη γελάς, Κόλια, μα το Θεό, φοβάμαι. O πατέρας μου θα θυμώσει πολύ. Μου 'χουν απαγορέψει αυστηρά να σε κάνω παρέα.

— Μην ανησυχείς, τούτη τη φορά δε θα συμβεί τίποτα. Γεια σου, Νατάσα, φώναξε σε μιαν εμπόρισσα που κάτι πούλαγε κάτω από μια τέντα.

— Από πού κι ως πού με λες Νατάσα; Τ' όνομά μου είναι Μάρια, φώναξε η εμπόρισσα, μια γυναίκα αρκετά νέα ακόμα.

— Χαίρω πολύ που σε λένε Μάρια. Γεια χαρά.

— Κοίτα κει το ζιζάνιο! Το στόμα του μυρίζει γάλα ακόμα κι άρχισε κιόλας να πειράζει τα κορίτσια.

— Βιάζομαι τώρα. Δεν έχω καιρό να σ' ακούσω. Θα μου τα πεις την άλλη Κυριακή, είπε ο Κόλια χειρονομώντας, λες και κείνη του είχε κολλήσει κι όχι αυτός.

— Τι έχω, βρε, να σου πω την Κυριακή; Εσύ μου κόλλησες κι όχι εγώ. Παλιόπαιδο! έβαλε τις φωνές η Μάρια. Σου χρειάζεται ένα γερό ξύλο για να μάθεις. Πειραχτήριο!

Οι άλλες εμπόρισσες, που 'χαν τους πάγκους τους δίπλα στον πάγκο της Μάριας, αρχίσανε να γελάνε όταν ξάφνου κατέφτασε απ' την εμπορική στοά τρέχοντας ένας θυμωμένος νεαρός που 'μοιαζε να 'ναι υπάλληλος σ' εμπορικό κατάστημα. Φαίνεται πως δεν ήταν απ' την πολιτεία μας. Φορούσε ένα μακρύ μπλε καφτάνι κι ένα πηλήκιο με γείσο. Ήταν αρκετά νέος, τα μαλλιά του σγουρά και σκουρόξανθα, το πρόσωπό του μακρουλό, χλομό και γεμάτο πανάδες. Φαινόταν ανόητα αναστατωμένος κι άρχισε αμέσως να φοβερίζει τον Κόλια με τη γροθιά του.

— Σε ξέρω γω, ξεφώνιζε ερεθισμένος· σε ξέρω!

O Κόλια τον κοίταζε επίμονα, μα δεν τα κατάφερνε να θυμηθεί πότε και πώς έτυχε να τσακωθεί μ' αυτόν τον άνθρωπο. Μα μήπως τάχα με λίγους μάλωνε στο δρόμο; Πού να τους θυμάται όλους.

— Με ξέρεις; τον ρώτησε ειρωνικά.

— Σε ξέρω! Σε ξέρω! έλεγε και ξανάλεγε σα βλάκας ο άλλος.

— Τόσο το καλύτερο για σένα. Όμως τώρα βιάζομαι. Γειά χαρά!

— Γιατί κάνεις αταξίες; φώναζε ο υπάλληλος. Πάλι αταξίες κάνεις; Σε ξέρω! Πάλι αταξίες κάνεις;

— Αυτό, αδερφέ μου, δεν είναι δική σου δουλειά που είμαι άταχτος, πρόφερε ο Κόλια.

Είχε σταματήσει και τον περιεργαζόταν.

— Πώς έτσι δεν είναι δική μου;

— Αυτό που σου λέω. Δεν είναι δική σου.

— Ποιανού είναι λοιπόν; Ποιανού είναι τότες;

— Είναι, αδερφέ μου, δουλειά του Τρύφωνα Νικήτιτς κι όχι δική σου!

— Ποιανού Τρύφωνα Νικήτιτς; ρώτησε ηλίθια ο νέος εντελώς πια αποβλακωμένος.

Όμως η έξαψή του δεν είχε περάσει ακόμα. O Κόλια τον κοίταξε σοβαρός από πάνω ως κάτω.

— Πήγες στην Ανάληψη; τον ρώτησε ξαφνικά αυστηρά κι επίμονα.

— Σε ποιαν Ανάληψη; Γιατί να πάω; Όχι, δεν πήγα, είπε ο άλλος που τα 'χασε λιγάκι.

— Το Σαμπανέγιεβ τον ξέρεις; ξαναρώτησε ο Κόλια ακόμα πιο επίμονα κι αυστηρά.

— Για ποιον Σαμπανέγιεβ μιλάς; Όχι, δεν τον ξέρω.

— Ε, άι στο διάολο λοιπόν αφού είναι έτσι! είπε ξάφνου ο Κόλια και γυρίζοντας απότομα δεξιά προχώρησε βιαστικός, λες και δεν καταδεχότανε να μιλήσει μ' ένα στουρνάρι που δεν ήξερε ούτε τον Σαμπανέγιεβ.

— Ε, στάσου! Για ποιον Σαμπανέγιεβ μιλάς; του φώναξε ο νέος ερεθισμένος. Τι ήταν αυτά που έλεγε; ρώτησε ξαφνικά γυρίζοντας στις εμπόρισσες και κοιτάζοντάς τες ανόητα.

Οι εμπόρισσες βάλανε τα γέλια.

— Έξυπνο παιδί, πρόφερε μια απ' αυτές.

— Για ποιον Σαμπανέγιεβ μου είπε; έλεγε και ξανάλεγε ο νέος έξω φρενών κουνώντας το δεξί του χέρι.

— Μα θα πρέπει να 'ναι κείνος που δούλευε άλλοτες στου Κουζμιτσόβ, αυτός θα 'ναι! είπε ξαφνικά μια εμπόρισσα.

O νέος την κοίταζε σα χαμένος.

— Στου Κουζ-μι-τσόβ; ρώτησε μια άλλη εμπόρισσα. Μα κείνονε δεν τον λένε Τρύφωνα. Τ' όνομά του είναι Κουζμά. Δεν άκουσες που τον ονομάτισε Τρύφωνα Νικήτιτς; Πα' να πει λοιπόν πως δεν είν' αυτός.

— Ξέρετε τι λέω; Δεν τον λένε ούτε Τρύφωνα ούτε Σαμπανέγιεβ. Τσίζοβ είναι το παράνομά του, είπε ξαφνικά μια τρίτη εμπόρισσα που ως τώρα σώπαινε κι άκουγε σοβαρή. Αλεξέι Ιβάνοβιτς τ' όνομά του. Αλεξέι Ιβάνοβιτς Τσίζοβ.

— Σωστά λέει, ο Τσίζοβ είναι, επιβεβαίωσε και μια τέταρτη εμπόρισσα.

O νεαρός τις κοίταζε κατάπληκτος, πότε τη μια και πότε την άλλη.

— Όμως πέστε μου, καλοί μου άνθρωποι, γιατί με ρώταγε; Για ποιο λόγο; άρχισε να ξεφωνίζει σχεδόν μ' απόγνωση. «Τον ξέρεις τον Σαμπανέγιεβ;» Ένας διάολος ξέρει τι μέρος λόγου είν' αυτός ο Σαμπανέγιεβ.

— Μα τι χοντροκέφαλος άνθρωπος είσαι συ. Αφού σου λένε πως τ' όνομά του δεν είναι Σαμπανέγιεβ μα Τσίζοβ. Αλεξέι Ιβάνοβιτς Τσίζοβ. Κατάλαβες; του φώναξε μια εμπόρισσα.

— Ποιος Τσίζοβ; Ποιος; Εδώ σε θέλω, πες μου αφού τον ξέρεις.

— Κείνος ο ψηλός, ο αναμαλλιάρης, που 'ρχόταν εδώ στο παζάρι το καλοκαίρι.

— Μα τι να τον κάνω γω αυτόν τον Τσίζοβ, καλοί μου άνθρωποι;

— Πού θες να ξέρω τι θα τον κάνεις;

— Και ποιος μπορεί να ξέρει τι τον χρειάζεσαι εσύ; Κάτι θα τον θέλεις βέβαια, πρόσθεσε μια άλλη. Αφού τσιρίζεις έτσι θα πει πως κάτι θα τον θέλεις. Με σένα μίλαγε στο κάτω-κάτω το παιδί κι όχι με μας, ανόητε άνθρωπε. Μπας και στ' αλήθεια δεν τον ξέρεις;

— Ποιον;

—Τον Τσίζοβ.

— Βρε δεν πας στο διάολο με τον Τσίζοβ σου! Θα τον σπάσω στο ξύλο! Με κορόιδεψε!

— Τον Τσίζοβ θα πας να δείρεις; Πρόσεξε μην πας για μαλλί και βγεις κουρεμένος! Βλάκας είσαι, μα το ναι!

— Δε μ' ενδιαφέρει ο Τσίζοβ, παλιογύναικο. Το παιδί θα σπάσω στο ξύλο, αυτό λέω! Πού πήγε, πιάστε τον, πιάστε τον, με κορόιδεψε!

Οι εμπόρισσες γελάγανε. O Κόλια ήταν πια μακριά κι είχε πάρει ύφος νικητή. O Σμούροβ πήγαινε δίπλα του και γύριζε πότε-πότε να δει τις εμπόρισσες που φωνάζανε. Διασκέδαζε κι αυτός τρομερά, μονάχα που φοβότανε μην τυχόν μπλέξει με τον Κόλια σε καμιά ιστορία.

— Ποιος είν' ο Σαμπανέγιεβ που τον ρώτησες; είπε ο Σμούροβ αν κ αι μάντευε την απάντηση.

— Και πού θες να ξέρω ποιος είναι; Τώρα θα μαλώνουνε ως το βράδυ. Μ' αρέσει να βάζω στα αίματα τους βλάκες σ' όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκουν. Κοίτα, να κι ένας άλλος ηλίθιος. Για κείνον κει το μουζίκο λέω. Θα 'χεις ακουστά αυτό που λένε: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανόητο από 'ναν ανόητο Γάλλο». Όμως κι η ρούσικη φυσιογνωμία δείχνει αμέσως με ποιον έχεις να κάνεις. Τι λες και συ; Δεν είναι ζωγραφισμένη στο μούτρο κείνου του μουζίκου η βλακεία;

— Άστονε, Κόλια, μην τον πειράζεις.

— Α, μπα! Τώρα πια δε με κρατάς. Έι, γεια χαρά, μουζίκο!

O μουζίκος προχωρούσε αργά προς το μέρος τους. Φαινόταν πιωμένος. Το πρόσωπό του ήταν στρογγυλό κι ανοιχτόκαρδο, το γένι του είχε μερικές άσπρες τρίχες. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε το παιδί.

— Γεια σου, αν δεν το λες στ' αστεία, πρόφερε κείνος χωρίς να βιάζεται.

— Κι αν το λέω στα αστεία; είπε γελώντας ο Κόλια.

—Ε, τι να γίνει; ο Θεός μαζί σου. Τα χωρατά επιτρέπονται.

Πολλές φορές τυχαίνει ν' αστειεύεται κανείς.

—Έφταιξα, αδερφέ μου, χωράτεψα.

—Ε, ο Θεός να σε συγχωρέσει.

—Εσύ με συγχωρνάς;

— Από καρδιάς. Τράβα στην ευχή του Θεού.

— Για κοίτα κει. Σα να μου φαίνεται πως είσαι έξυπνος μουζίκος.

— Είμαι πιο έξυπνος από σένα, είπε αναπάντεχα και το ίδιο σοβαρά σαν και πρώτα ο μουζίκος.

— Λες; είπε λιγάκι ξαφνιασμένος ο Κόλια.

Άκου με και μένα.

— Ίσως να 'χεις και δίκιο.

— Αυτό λέω και γω.

— Γεια σου λοιπόν, μουζίκο.

— Γεια σου.

— Υπάρχουν, βλέπεις, μουζίκοι και μουζίκοι, είπε ο Κόλια στο Σμούροβ ύστερ' από λίγο. Πού να το 'ξερα πως θα πέσω σ' έναν έξυπνο; Είμαι πάντα έτοιμος να παραδεχτώ πως ο λαός έχει κι έξυπνους ανθρώπους.

Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε εντεκάμιση. Τα παιδιά βιαστήκανε και σ' όλο το δρόμο ως το σπίτι του λοχαγού Σνεγκιριόβ δε μιλήσανε σχεδόν καθόλου πια. Είκοσι βήματα μακριά απ' το σπίτι, ο Κόλια σταμάτησε κι είπε στο Σμούροβ να πάει να φωνάξει τον Καραμάζοβ.

— Θα πρέπει να κατατοπιστώ προτού μπω μέσα, είπε στο Σμούροβ.

— Μα γιατί θέλεις να τον φωνάξω; Ας μπούμε απευθείας. Όλοι τους θα ευχαριστηθούν πολύ που 'ρθες. Τι τρόπος είναι κι αυτός να κάνεις τις γνωριμίες σου έξω στην παγωνιά;

— Αυτό είναι δική μου δουλειά. Ναι, θέλω να 'ρθει να με βρει εδώ στην παγωνιά, του είπε δεσποτικά ο Κόλια (του άρεσε πολύ, να φέρνεται έτσι με τους «μικρούς») κι ο Σμούροβ έτρεξε να εκτελέσει τη διαταγή.