×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 10. ΙΙ. Το παιδομάνι

10. ΙΙ. Το παιδομάνι

Tο λοιπόν κείνο το κρύο πρωινό του Νοέμβρη ο Κόλια Κρασότκιν καθόταν στο σπίτι. Ήταν Κυριακή και δεν είχαν σχολείο. Το ρολόι είχε κιόλας χτυπήσει έντεκα κι αυτός οπωσδήποτε έπρεπε να βγει έξω «για μιαν εξαιρετικά σπουδαία υπόθεση».

Όμως βρισκόταν ολομόναχος στο σπίτι και μάλιστα έπρεπε να μείνει κει πέρα και να το φυλάει γιατί όλοι οι μεγαλύτεροι του ένοικοι είχαν φύγει· είχε συμβεί κάτι αναπάντεχο και παράξενο: Στο σπίτι της χήρας Κρασότκινα νοικιαζόταν ένα μικρό διαμέρισμα —δυο δωμάτια όλα-όλα— κι έμενε εκεί η γυναίκα ενός γιατρού με τα δυο μικρά παιδιά της. Ήταν συνομήλικη με την Άννα Φιοντόροβνα και στενή φιλενάδα της. O γιατρός, πριν από 'να χρόνο, είχε πάει κάπου στα μέρη του Ορεμπούργκ κι ύστερα στην Τασκένδη, όμως εδώ κι έξι μήνες χαθήκανε τα ίχνη του. Κι αν δεν ήταν η φιλία της κυρίας Κρασότκινας, σίγουρα η παρατημένη γυναίκα του γιατρού θα στέρευε ολόκληρη απ' το πολύ το κλάμα. Και λοιπόν, λες και την κατάτρεχε η Μοίρα, κείνη την ίδια νύχτα του Σαββάτου προς την Κυριακή, η Κατερίνα, η μοναδική υπηρέτρια της γυναίκας του γιατρού, ανακοίνωσε ξαφνικά κι αναπάντεχα στην κυρία της, πως επρόκειτο ως το πρωί να γίνει μητέρα. Πώς έγινε και δεν το παρατήρησε κανένας ως τα τώρα; Αυτό πια ήταν σωστό θαύμα. Η κατάπληκτη γυναίκα του γιατρού σκέφτηκε αμέσως πως πρέπει, όσο είναι ακόμα καιρός, να πάει την Κατερίνα στο σπίτι της μαμής όπου υπήρχαν οι σχετικές ευκολίες. Κι επειδή με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να χάσει την υπηρέτριά της, πραγματοποίησε αμέσως την απόφαση. Μα δεν ήταν αυτό μονάχα: Έμεινε κι η ίδια μαζί της στο σπίτι της μαμής. Το πρωί χρειάστηκε για κάποιο λόγο κι η φιλική βοήθεια της ίδιας της κυρίας Κρασότκινα που μπορούσε σ' αυτή την περίπτωση να παρακαλέσει κάποιον για κάτι και γενικά να κάνει κάποια εκδούλευση. Έτσι κι οι δυο κυρίες είχαν φύγει. Η υπηρέτρια της κυρίας Κρασότκινας, η κυρά-Αγάθια, είχε πάει στην Αγορά κι ο Κόλια βρέθηκε να φυλάει τους δυο «μπόμπιρες» —έτσι έλεγε ο Κόλια το μικρό αγόρι και το κοριτσάκι της γυναίκας του γιατρού. O Κόλια δε φοβόταν καθόλου να φυλάει το σπίτι. Ήταν εξάλλου κι ο Περεζβόν μαζί του που ο Κόλια τον είχε διατάξει να κάτσει κάτω στην είσοδο, κάτω από 'ναν πάγκο «ακίνητος». O Κόλια έκοβε βόλτες στα δωμάτια και κάθε φορά που έμπαινε στην είσοδο, το σκυλί ανασήκωνε ικετευτικά το κεφάλι του και χτυπούσε δυνατά δυο φορές το πάτωμα με την ουρά του. Όμως, αλίμονο. Το σφύριγμα δεν ακουγόταν. O Κόλια κοίταζε άγρια το δύστυχο ζωντανό και κείνο έμενε και πάλι ακίνητο, υπάκουο και φοβισμένο. Αν ανησυχούσε για κάτι ο Κόλια ήταν μονάχα για τους «μπόμπιρες». Εννοείται πως την ξαφνική περιπέτεια της Κατερίνας, ο Κόλια την αντίκρυζε με τη βαθύτερη δυνατή περιφρόνηση, όμως τα πιτσιρδέλια, που μείνανε τώρα ολομόναχα, τ' αγαπούσε πολύ και τους είχε δώσει κιόλας ένα παιδικό βιβλίο. Η Νάστια ήταν οχτώ χρονώ, κι ήξερε να διαβάζει, κι ο μικρότερος μπόμπιρας, το εφτάχρονο αγόρι, ο Κόστια, άκουγε πάντα με μεγάλη ευχαρίστηση όταν του διάβαζε η αδερφή του. O Κρασότκιν θα μπορούσε φυσικά να τους διασκεδάσει περισσότερο, να τους βάλει δηλαδή τον έναν πίσω απ' τον άλλον και να παίξουν έτσι τα στρατιωτάκια ή ακόμα να παίξουν κρυφτό σ' ολάκερο το σπίτι. Αυτό το 'χε κάνει πια πολλές φορές κι ούτε το θεωρούσε υποτιμητικό για την αξιοπρέπειά του, τόσο που στο σχολείο διαδόθηκε μια φορά πως ο Κρασότκιν παίζει με τα παιδάκια της νοικάρισσας τ' αλογάκια, σκύβει και τ' αφήνει να τον πηδάνε, κάνει τ' άλογο και κείνα τους καβαλάρηδες κ.τ.λ. Όμως ο Κόλια απάντησε περήφανα πως αν έπαιζε τέτοια παιχνίδια με συνομήλικούς του στην «εποχή μας» θα 'ταν βέβαια ντροπή, όμως αυτός το έκανε για να διασκεδάσει τους «μπόμπιρες» επειδή τους αγαπάει. Και κανένας δεν έχει δικαίωμα ν' ανακατεύεται στα αισθήματά του. Γι' αυτό κιόλας τα δυο πιτσιρδέλια τον λατρεύανε. Όμως αυτή τη φορά δεν είχε καιρό για παιχνίδια. Είχε μια πολύ σπουδαία προσωπική του δουλειά, σχεδόν μυστηριώδη, όμως η ώρα περνούσε κι η Αγάθια, που θα μπορούσε να προσέξει τα παιδιά, δεν έλεγε να γυρίσει απ' την Αγορά. Είχε περάσει πολλές φορές πια τον προθάλαμο και μισανοίγοντας την πόρτα στο δωμάτιο του γιατρού κοίταζε ανήσυχος τους «μπόμπιρες» που κάθονταν υπακούοντας στη διαταγή του και διαβάζανε. Κάθε φορά που άνοιγε την πόρτα τού χαμογελούσαν σιωπηλά και περίμεναν πως να, τώρα θα μπει μέσα και θα τους σκαρώσει τίποτα διασκεδαστικό κι αξιοθαύμαστο. Μα ο Κόλια ήταν ταραγμένος και δεν έμπαινε μέσα. Τέλος το ρολόι χτύπησε έντεκα κι ο Κόλια πήρε πια την σταθερή απόφαση πως αν σε δέκα λεπτά δεν έρθει η «καταραμένη» Αγάθια, θα φύγει το δίχως άλλο, αφού φυσικά βάλει τους «μπόμπιρες», να του υποσχεθούν πως δε θα φοβηθούν μονάχοι τους, δε θα κάνουν αταξίες και δε θα βάλουν τα κλάματα. Καθώς τα σκεφτόταν αυτά φόρεσε το χειμωνιάτικο παλτό του με το γούνινο γιακά, κρέμασε στον ώμο του τη σάκα του και, παρ' όλο που η μητέρα του τον συμβούλευε πάντα να βάζει τις γαλότσες του «όταν κάνει παγωνιά», τις κοίταξε μονάχα περιφρονητικά κει που βρίσκονταν κάτω απ' την κρεμάστρα και βγήκε απ' το δωμάτιο. O Περεζβόν, βλέποντάς τον ντυμένο, άρχισε να χτυπάει δυνατά την ουρά του στο πάτωμα. Τόλμησε μάλιστα να γαυγίσει παραπονιάρικα μα ο Κόλια, βλέποντας τούτη την ακατάσχετη ανυπομονησία του σκυλιού, έβγαλε το συμπέρασμα πως αυτό βλάφτει την πειθαρχία και τον κράτησε ακόμα ένα λεπτό κάτω απ' τον πάγκο. Μονάχα αφού άνοιξε την πόρτα που 'βγαζε στον προθάλαμο, του σφύριξε. Το σκυλί πήδησε σαν τρελό κι άρχισε να χοροπηδάει ολόγυρά του ενθουσιασμένο. Αφού πέρασε τον προθάλαμο, ο Κόλια άνοιξε την πόρτα των πιτσιρίκων. Κάθονταν όπως και πριν μπροστά στο τραπεζάκι μα δε διαβάζανε πια, μονάχα συζητούσαν ζωηρά για κάποιο ζήτημα. Τα παιδιά αυτά λογομαχούσανε συχνά μεταξύ τους για τα περίεργα φαινόμενα της ζωής. Στις τέτοιες περιπτώσεις πάντα έβγαινε να 'χει δίκιο η Νάστια σα μεγαλύτερη που ήταν. O Κόστια, όταν δε συμφωνούσε μαζί της, πήγαινε πάντα και ζητούσε τη γνώμη του Κόλια Κρασότκιν. Η απόφασή του είχε αναντίρρητο κύρος και για τα δυο μέρη. Τούτη τη φορά ο Κόλια ενδιαφέρθηκε με τον καυγά των πιτσιρίκων και σταμάτησε στην πόρτα για ν' ακούσει. Τα μικρά είδανε πως τους ακούει και βάλανε όλα τους τα δυνατά.

— Ποτέ, ποτέ δε θα πιστέψω, έλεγε με ζέση η Νάστια, πως οι μαμές βρίσκουν τα μικρά παιδάκια στα περιβόλια ανάμεσα στ' αυλάκια, κάτω απ' τα λάχανα. Τώρα είναι χειμώνας και δεν υπάρχει λάχανο σε κανένα περιβόλι.

Δεν μπορεί λοιπόν η γιαγιά να 'φερε από κει την κόρη της Κατερίνας.

— Βρε, βρε! Σφύριξε ο Κόλια.

— Κι είναι και τούτο ακόμα: Τα παιδιά τα φέρνουν μονάχα σε κείνους που παντρεύονται πρώτα.

O Κόστια κοίταζε επίμονα τη Νάστια, την άκουγε προσεχτικά κι είχε πέσει σε συλλογή.

— Νάστια, μα τι βλάκας που είσαι! πρόφερε επιτέλους σταθερά, χωρίς έξαψη. Πώς μπορεί να 'χει η Κατερίνα παιδί αφού δεν είναι παντρεμένη;

Η Νάστια κόρωσε.

— Δεν ξέρεις τι σου γίνεται, τον διέκοψε ερεθισμένη. Μπορεί να 'χε άντρα, μονάχα που τώρα ίσως να τον έχουνε στη φυλακή. Όμως αυτή γέννησε.

— Μα μήπως τάχα είναι στη φυλακή ο άντρας της; ρώτησε ο θετικός Κόστια.

— Ή, μπορεί να 'γινε και τούτο, είπε με αδημονία η Νάστια ξεχνώντας ολότελα την άλλη της υπόθεση. Δεν έχει άντρα, σ' αυτό έχεις δίκιο, όμως αυτή θέλει να παντρευτεί, άρχισε το λοιπόν να σκέφτεται με ποιο τρόπο θα μπορέσει να παντρευτεί, και σκεφτόταν, όλο σκεφτόταν ώσπου στο τέλος απόχτησε όχι άντρα μα παιδάκι.

— Ε, αν είναι έτσι, καλά τότε, συμφώνησε εντελώς νικημένος ο Κόστια.. Δεν μου το 'χες πει αυτό. Πώς ήθελες να το ξέρω;

— Βρε, τους μπόμπιρες, είπε ο Κόλια κι έκανε ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο· επικίνδυνη ράτσα του λόγου σας, βλέπω.

— Κι ο Περεζβόν μαζί σας είναι; είπε ο Κόστια μ' ένα πλατύ χαμόγελο κι άρχισε να κροταλίζει τα δάχτυλά του και να φωνάζει τον Περεζβόν.

— Ακούστε, μπόμπιρες, βρίσκουμαι σε δύσκολη θέση, άρχισε να λέει σοβαρά-σοβαρά ο Κρασότκιν, και πρέπει να με βοηθήσετε. Η Αγάθια σίγουρα έσπασε το πόδι της, έτσι πρέπει να 'γινε για να μη φανεί ως τώρα, γι' αυτό πια δεν έχω καμιά αμφιβολία —όμως πρέπει να βγω έξω το δίχως άλλο. Μ' αφήνετε να φύγω ή όχι;

Τα παιδιά αλληλοκοιτάχτηκαν ανήσυχα. Και τα γελαστά τους πρόσωπα σκοτείνιασαν. Όμως δεν καταλαβαίνανε ακόμα καλά τι τους ζητούσαν.

— Δε θα κάνετε αταξίες όσο θα λείπω; Δε θα σκαρφαλώσετε στην ντουλάπα, δε θα σπάσετε κανένα πόδι; Δε θα βάλετε τα κλάματα όταν θα μείνετε μόνα σας;

Τα πρόσωπα των παιδιών έδειξαν τρομερή αγωνία.

— Γι' αυτό εγώ θα σας έδειχνα ένα κατιτί, ένα κανονάκι μπρούντζινο που πυροβολάει μ' αληθινό μπαρούτι.

Τα πρόσωπα των παιδιών έγιναν και πάλι χαρούμενα.

— Δείξτε μας το κανονάκι, είπε παρακαλεστικά ο Κόστια ακτινοβολώντας από χαρά.

O Κρασότκιν έβαλε το χέρι του στη σάκα, κι έβγαλε ένα μικρό μπρούτζινο κανονάκι και το 'βαλε πάνω στο τραπέζι.

— Ε, πώς σας φαίνεται; Κοίτα, έχει και ρόδες, είπε και κύλησε το παιχνίδι πάνω στο τραπέζι. Και πυροβολάει, βάζεις σκάγια και πυροβολάει.

— Και σκοτώνει;

— Όλους τους σκοτώνει, φτάνει να σημαδέψεις καλά, είπε ο Κόλια κι άρχισε να τους εξηγεί πού πρέπει να μπει το μπαρούτι, από πού μπαίνουν τα σκάγια. Τους είπε ακόμα πως το κανόνι «κλωτσάει». Αυτό το τελευταίο τους έκανε μεγάλη εντύπωση.

— Έχετε μπαρούτι; ρώτησε η Νάστια.

— Έχω.

— Δείξτε μας και το μπαρούτι, είπε αυτή μ' ένα φωτεινό ικετευτικό χαμόγελο.

O Κρασότκιν ψαχούλεψε και πάλι στη σάκα του κι έβγαλε ένα μικρό μπουκαλάκι που 'χε μέσα λίγο αληθινό μπαρούτι. Σ' ένα χαρτάκι είχε τυλιγμένα μερικά σκάγια. Ξεβούλωσε το μπουκαλάκι κι έχυσε λίγο μπαρούτι στην παλάμη του.

— Να. Μονάχα μην τύχει και βρεθεί πουθενά καμιά φωτιά γιατί θα γίνει έκρηξη και θα μας ανατινάξει όλους, προειδοποίησε ο Κρασότκιν για να κάνει εντύπωση.

Τα παιδιά παρατηρούσαν το μπαρούτι μ' ευλαβικό φόβο που αύξανε ακόμα περισσότερο τη χαρά τους. Μα του Κόστια του άρεσαν περισσότερο τα σκάγια.

— Τα σκάγια δεν καίγονται; ρώτησε.

— Όχι, δεν καίγονται.

— Χαρίστε μου λίγα σκάγια, ικέτεψε ο Κόστια.

— Θα σου δώσω. Πάρε. Μονάχα μην τα δείξεις στη μητέρα σου προτού γυρίσω γιατί μπορεί να νομίσει πως είναι μπαρούτι, θα κατατρομάξει και θα σας τσακίσει στο ξύλο.

— Η μαμά ποτέ δε μας δέρνει, παρατήρησε αμέσως η Νάστια.

— Το ξέρω, ο λόγος το λέει. Ποτέ μην κρύβετε τίποτα απ' τη μητέρα σας, όμως αυτή τη φορά ας είναι. Μη λέτε τίποτα προτού να 'ρθω εγώ. Λοιπόν, μπορώ να φύγω ή όχι; Θα κλάψετε;

— Θα κλά-ψου-με, είπε μακρόσυρτα ο Κόστια έτοιμος να βάλει τα κλάματα.

— Θα κλάψουμε, σίγουρα θα κλάψουμε! είπε τρομαγμένα η Νάστια.

— Ωχ, παιδιά, παιδιά! Τι επικίνδυνη που είναι η ηλικία σας. Θα πρέπει να μείνω μαζί σας κι η ώρα περνάει. Ουφ.

— Διατάξτε τον Περεζβόν να κάνει τον πεθαμένο, παρακάλεσε ο Κόστια.

— Ναι, το βλέπω πως θα πρέπει να βάλουμε μπρος και τον Περεζβόν. Ici, Περεζβόν!

Κι ο Κόλια άρχισε να διατάζει το σκυλί και κείνο έκανε πια ό,τι ήξερε. Ήταν ένα αναμαλλιάρικο σκυλί, όχι πολύ μεγάλο, σταχτί με μενεξελιές αποχρώσεις. Το δεξί του μάτι ήταν στραβό, τ' αριστερό αυτί σκισμένο στην άκρη. Τσίριζε και χοροπηδούσε, καθόταν σούζα, περπατούσε στα πισινά του πόδια, έπεφτε ανάσκελα κι έμενε ακίνητο σαν πεθαμένο. Ενώ ο Περεζβόν έκανε τον ψόφιο, η πόρτα άνοιξε και φάνηκε στο κατώφλι η Αγάθια, η χοντρή υπηρέτρια της κυρίας Κρασότκινας, μια χωριάτισσα όλο φακίδες, κάπου σαράντα χρονώ. Κράταγε το δίχτυ με τα ψώνια. Σταμάτησε κει και βάλθηκε να κοιτάει το σκυλί. O Κόλια όσο κι αν περίμενε την Αγάθια, δε διέκοψε την παράσταση. Κράτησε τον Περεζβόν πεθαμένο όση ώρα έπρεπε και τέλος του σφύριξε: το σκυλί σηκώθηκε κι άρχισε να πηδάει απ' τη χαρά του που 'κανε το καθήκον του.

— Μωρέ σκυλί! πρόφερε η Αγάθια.

— Γιατί άργησες, αντιπρόσωπε του γυναικείου φύλου; ρώτησε άγρια ο Κρασότκιν.

— Του γυναικείου φύλου! Για δες τον πιτσιρίκο.

— Πιτσιρίκος;

— Και βέβαια πιτσιρίκος. Τι σε νοιάζει γιατί άργησα; Μιας κι άργησα θα πει πως είχα το λόγο μου, μουρμούριζε η Αγάθια αρχίζοντας κάτι να φτιάχνει κοντά στη σόμπα.

Όμως δεν φαινόταν καθόλου θυμωμένη, ούτε δυσαρεστημένη. Απεναντίας την ευχαριστούσε που της δόθηκε ευκαιρία να σπάσει κέφι με τ' αφεντόπουλο.

— Άκου ελαφρόμυαλη γριά, άρχισε να λέει ο Κρασότκιν καθώς σηκωνόταν απ' το ντιβάνι. Μπορείς να μου ορκιστείς σ' ό,τι ιερότερο υπάρχει σ' αυτό τον κόσμο και ξέχωρα απ' αυτό να μου κάνεις και κανέναν άλλον όρκο, πως θα 'χεις τα μάτια σου δεκατέσσερα και θα προσέχεις τα πιτσιρδέλια όσο εγώ θα λείπω; Γιατί φεύγω τώρ' αμέσως.

— Και γιατί να σου ορκιστώ; Και χωρίς τον όρκο θα τα προσέξω, γέλασε η Αγάθια.

— Όχι, απαιτώ να μου ορκιστείς στη σωτηρία της ψυχής σου. Αλλιώς δε φεύγω.

— Μη φεύγεις. Εμένα τι με νοιάζει; Έξω κάνει και κρύο, κάτσε δω καλύτερα.

— Ακούστε, γύρισε κι είπε ο Κόλια στα παιδιά· αυτή η γυναίκα θα μείνει μαζί σας ώσπου να 'ρθω εγώ ή ώσπου να 'ρθει η μητέρα σας που ώρα είναι να γυρίσει κι αυτή. Εκτός απ' αυτό θα σας δώσει κάτι να κολατσίσετε. Θα τους δώσεις τίποτα, Αγάθια;

—Μπορεί.

—Γειά σας λοιπόν, πιτσιρδέλια, φεύγω ήσυχος. Όμως εσύ, γιαγιάκα, είπε σοβαρά και με χαμηλή φωνή καθώς περνούσε δίπλα απ' την Αγάθια, ελπίζω να μην ξαναπείς τις συνηθισμένες γυναικείες σας βλακείες στα παιδιά για την Κατερίνα! Θα φεισθείς την αθώα τους ηλικία. Ici, Περεζβόν!

— Άι στο καλό σου, γρύλλισε θυμωμένη πια η Αγάθια. Μικρομέγαλε! Θα 'πρεπε, λέω, να του δώσουν ένα χέρι ξύλο για τούτα τα λόγια του.


10. ΙΙ. Το παιδομάνι 10. II. The paedomani

Tο λοιπόν κείνο το κρύο πρωινό του Νοέμβρη ο Κόλια Κρασότκιν καθόταν στο σπίτι. Ήταν Κυριακή και δεν είχαν σχολείο. Το ρολόι είχε κιόλας χτυπήσει έντεκα κι αυτός οπωσδήποτε έπρεπε να βγει έξω «για μιαν εξαιρετικά σπουδαία υπόθεση».

Όμως βρισκόταν ολομόναχος στο σπίτι και μάλιστα έπρεπε να μείνει κει πέρα και να το φυλάει γιατί όλοι οι μεγαλύτεροι του ένοικοι είχαν φύγει· είχε συμβεί κάτι αναπάντεχο και παράξενο: Στο σπίτι της χήρας Κρασότκινα νοικιαζόταν ένα μικρό διαμέρισμα —δυο δωμάτια όλα-όλα— κι έμενε εκεί η γυναίκα ενός γιατρού με τα δυο μικρά παιδιά της. Ήταν συνομήλικη με την Άννα Φιοντόροβνα και στενή φιλενάδα της. O γιατρός, πριν από 'να χρόνο, είχε πάει κάπου στα μέρη του Ορεμπούργκ κι ύστερα στην Τασκένδη, όμως εδώ κι έξι μήνες χαθήκανε τα ίχνη του. Κι αν δεν ήταν η φιλία της κυρίας Κρασότκινας, σίγουρα η παρατημένη γυναίκα του γιατρού θα στέρευε ολόκληρη απ' το πολύ το κλάμα. Και λοιπόν, λες και την κατάτρεχε η Μοίρα, κείνη την ίδια νύχτα του Σαββάτου προς την Κυριακή, η Κατερίνα, η μοναδική υπηρέτρια της γυναίκας του γιατρού, ανακοίνωσε ξαφνικά κι αναπάντεχα στην κυρία της, πως επρόκειτο ως το πρωί να γίνει μητέρα. Πώς έγινε και δεν το παρατήρησε κανένας ως τα τώρα; Αυτό πια ήταν σωστό θαύμα. Η κατάπληκτη γυναίκα του γιατρού σκέφτηκε αμέσως πως πρέπει, όσο είναι ακόμα καιρός, να πάει την Κατερίνα στο σπίτι της μαμής όπου υπήρχαν οι σχετικές ευκολίες. Κι επειδή με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να χάσει την υπηρέτριά της, πραγματοποίησε αμέσως την απόφαση. Μα δεν ήταν αυτό μονάχα: Έμεινε κι η ίδια μαζί της στο σπίτι της μαμής. Το πρωί χρειάστηκε για κάποιο λόγο κι η φιλική βοήθεια της ίδιας της κυρίας Κρασότκινα που μπορούσε σ' αυτή την περίπτωση να παρακαλέσει κάποιον για κάτι και γενικά να κάνει κάποια εκδούλευση. Έτσι κι οι δυο κυρίες είχαν φύγει. Η υπηρέτρια της κυρίας Κρασότκινας, η κυρά-Αγάθια, είχε πάει στην Αγορά κι ο Κόλια βρέθηκε να φυλάει τους δυο «μπόμπιρες» —έτσι έλεγε ο Κόλια το μικρό αγόρι και το κοριτσάκι της γυναίκας του γιατρού. O Κόλια δε φοβόταν καθόλου να φυλάει το σπίτι. Ήταν εξάλλου κι ο Περεζβόν μαζί του που ο Κόλια τον είχε διατάξει να κάτσει κάτω στην είσοδο, κάτω από 'ναν πάγκο «ακίνητος». O Κόλια έκοβε βόλτες στα δωμάτια και κάθε φορά που έμπαινε στην είσοδο, το σκυλί ανασήκωνε ικετευτικά το κεφάλι του και χτυπούσε δυνατά δυο φορές το πάτωμα με την ουρά του. Όμως, αλίμονο. Το σφύριγμα δεν ακουγόταν. O Κόλια κοίταζε άγρια το δύστυχο ζωντανό και κείνο έμενε και πάλι ακίνητο, υπάκουο και φοβισμένο. Αν ανησυχούσε για κάτι ο Κόλια ήταν μονάχα για τους «μπόμπιρες». Εννοείται πως την ξαφνική περιπέτεια της Κατερίνας, ο Κόλια την αντίκρυζε με τη βαθύτερη δυνατή περιφρόνηση, όμως τα πιτσιρδέλια, που μείνανε τώρα ολομόναχα, τ' αγαπούσε πολύ και τους είχε δώσει κιόλας ένα παιδικό βιβλίο. Η Νάστια ήταν οχτώ χρονώ, κι ήξερε να διαβάζει, κι ο μικρότερος μπόμπιρας, το εφτάχρονο αγόρι, ο Κόστια, άκουγε πάντα με μεγάλη ευχαρίστηση όταν του διάβαζε η αδερφή του. O Κρασότκιν θα μπορούσε φυσικά να τους διασκεδάσει περισσότερο, να τους βάλει δηλαδή τον έναν πίσω απ' τον άλλον και να παίξουν έτσι τα στρατιωτάκια ή ακόμα να παίξουν κρυφτό σ' ολάκερο το σπίτι. Αυτό το 'χε κάνει πια πολλές φορές κι ούτε το θεωρούσε υποτιμητικό για την αξιοπρέπειά του, τόσο που στο σχολείο διαδόθηκε μια φορά πως ο Κρασότκιν παίζει με τα παιδάκια της νοικάρισσας τ' αλογάκια, σκύβει και τ' αφήνει να τον πηδάνε, κάνει τ' άλογο και κείνα τους καβαλάρηδες κ.τ.λ. Όμως ο Κόλια απάντησε περήφανα πως αν έπαιζε τέτοια παιχνίδια με συνομήλικούς του στην «εποχή μας» θα 'ταν βέβαια ντροπή, όμως αυτός το έκανε για να διασκεδάσει τους «μπόμπιρες» επειδή τους αγαπάει. Και κανένας δεν έχει δικαίωμα ν' ανακατεύεται στα αισθήματά του. Γι' αυτό κιόλας τα δυο πιτσιρδέλια τον λατρεύανε. Όμως αυτή τη φορά δεν είχε καιρό για παιχνίδια. Είχε μια πολύ σπουδαία προσωπική του δουλειά, σχεδόν μυστηριώδη, όμως η ώρα περνούσε κι η Αγάθια, που θα μπορούσε να προσέξει τα παιδιά, δεν έλεγε να γυρίσει απ' την Αγορά. Είχε περάσει πολλές φορές πια τον προθάλαμο και μισανοίγοντας την πόρτα στο δωμάτιο του γιατρού κοίταζε ανήσυχος τους «μπόμπιρες» που κάθονταν υπακούοντας στη διαταγή του και διαβάζανε. Κάθε φορά που άνοιγε την πόρτα τού χαμογελούσαν σιωπηλά και περίμεναν πως να, τώρα θα μπει μέσα και θα τους σκαρώσει τίποτα διασκεδαστικό κι αξιοθαύμαστο. Μα ο Κόλια ήταν ταραγμένος και δεν έμπαινε μέσα. Τέλος το ρολόι χτύπησε έντεκα κι ο Κόλια πήρε πια την σταθερή απόφαση πως αν σε δέκα λεπτά δεν έρθει η «καταραμένη» Αγάθια, θα φύγει το δίχως άλλο, αφού φυσικά βάλει τους «μπόμπιρες», να του υποσχεθούν πως δε θα φοβηθούν μονάχοι τους, δε θα κάνουν αταξίες και δε θα βάλουν τα κλάματα. Καθώς τα σκεφτόταν αυτά φόρεσε το χειμωνιάτικο παλτό του με το γούνινο γιακά, κρέμασε στον ώμο του τη σάκα του και, παρ' όλο που η μητέρα του τον συμβούλευε πάντα να βάζει τις γαλότσες του «όταν κάνει παγωνιά», τις κοίταξε μονάχα περιφρονητικά κει που βρίσκονταν κάτω απ' την κρεμάστρα και βγήκε απ' το δωμάτιο. O Περεζβόν, βλέποντάς τον ντυμένο, άρχισε να χτυπάει δυνατά την ουρά του στο πάτωμα. Τόλμησε μάλιστα να γαυγίσει παραπονιάρικα μα ο Κόλια, βλέποντας τούτη την ακατάσχετη ανυπομονησία του σκυλιού, έβγαλε το συμπέρασμα πως αυτό βλάφτει την πειθαρχία και τον κράτησε ακόμα ένα λεπτό κάτω απ' τον πάγκο. Μονάχα αφού άνοιξε την πόρτα που 'βγαζε στον προθάλαμο, του σφύριξε. Το σκυλί πήδησε σαν τρελό κι άρχισε να χοροπηδάει ολόγυρά του ενθουσιασμένο. Αφού πέρασε τον προθάλαμο, ο Κόλια άνοιξε την πόρτα των πιτσιρίκων. Κάθονταν όπως και πριν μπροστά στο τραπεζάκι μα δε διαβάζανε πια, μονάχα συζητούσαν ζωηρά για κάποιο ζήτημα. Τα παιδιά αυτά λογομαχούσανε συχνά μεταξύ τους για τα περίεργα φαινόμενα της ζωής. Στις τέτοιες περιπτώσεις πάντα έβγαινε να 'χει δίκιο η Νάστια σα μεγαλύτερη που ήταν. O Κόστια, όταν δε συμφωνούσε μαζί της, πήγαινε πάντα και ζητούσε τη γνώμη του Κόλια Κρασότκιν. Η απόφασή του είχε αναντίρρητο κύρος και για τα δυο μέρη. Τούτη τη φορά ο Κόλια ενδιαφέρθηκε με τον καυγά των πιτσιρίκων και σταμάτησε στην πόρτα για ν' ακούσει. Τα μικρά είδανε πως τους ακούει και βάλανε όλα τους τα δυνατά.

— Ποτέ, ποτέ δε θα πιστέψω, έλεγε με ζέση η Νάστια, πως οι μαμές βρίσκουν τα μικρά παιδάκια στα περιβόλια ανάμεσα στ' αυλάκια, κάτω απ' τα λάχανα. Τώρα είναι χειμώνας και δεν υπάρχει λάχανο σε κανένα περιβόλι.

Δεν μπορεί λοιπόν η γιαγιά να 'φερε από κει την κόρη της Κατερίνας.

— Βρε, βρε! Σφύριξε ο Κόλια.

— Κι είναι και τούτο ακόμα: Τα παιδιά τα φέρνουν μονάχα σε κείνους που παντρεύονται πρώτα.

O Κόστια κοίταζε επίμονα τη Νάστια, την άκουγε προσεχτικά κι είχε πέσει σε συλλογή.

— Νάστια, μα τι βλάκας που είσαι! πρόφερε επιτέλους σταθερά, χωρίς έξαψη. Πώς μπορεί να 'χει η Κατερίνα παιδί αφού δεν είναι παντρεμένη;

Η Νάστια κόρωσε.

— Δεν ξέρεις τι σου γίνεται, τον διέκοψε ερεθισμένη. Μπορεί να 'χε άντρα, μονάχα που τώρα ίσως να τον έχουνε στη φυλακή. Όμως αυτή γέννησε.

— Μα μήπως τάχα είναι στη φυλακή ο άντρας της; ρώτησε ο θετικός Κόστια.

— Ή, μπορεί να 'γινε και τούτο, είπε με αδημονία η Νάστια ξεχνώντας ολότελα την άλλη της υπόθεση. Δεν έχει άντρα, σ' αυτό έχεις δίκιο, όμως αυτή θέλει να παντρευτεί, άρχισε το λοιπόν να σκέφτεται με ποιο τρόπο θα μπορέσει να παντρευτεί, και σκεφτόταν, όλο σκεφτόταν ώσπου στο τέλος απόχτησε όχι άντρα μα παιδάκι.

— Ε, αν είναι έτσι, καλά τότε, συμφώνησε εντελώς νικημένος ο Κόστια.. Δεν μου το 'χες πει αυτό. Πώς ήθελες να το ξέρω;

— Βρε, τους μπόμπιρες, είπε ο Κόλια κι έκανε ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο· επικίνδυνη ράτσα του λόγου σας, βλέπω.

— Κι ο Περεζβόν μαζί σας είναι; είπε ο Κόστια μ' ένα πλατύ χαμόγελο κι άρχισε να κροταλίζει τα δάχτυλά του και να φωνάζει τον Περεζβόν.

— Ακούστε, μπόμπιρες, βρίσκουμαι σε δύσκολη θέση, άρχισε να λέει σοβαρά-σοβαρά ο Κρασότκιν, και πρέπει να με βοηθήσετε. Η Αγάθια σίγουρα έσπασε το πόδι της, έτσι πρέπει να 'γινε για να μη φανεί ως τώρα, γι' αυτό πια δεν έχω καμιά αμφιβολία —όμως πρέπει να βγω έξω το δίχως άλλο. Μ' αφήνετε να φύγω ή όχι;

Τα παιδιά αλληλοκοιτάχτηκαν ανήσυχα. Και τα γελαστά τους πρόσωπα σκοτείνιασαν. Όμως δεν καταλαβαίνανε ακόμα καλά τι τους ζητούσαν.

— Δε θα κάνετε αταξίες όσο θα λείπω; Δε θα σκαρφαλώσετε στην ντουλάπα, δε θα σπάσετε κανένα πόδι; Δε θα βάλετε τα κλάματα όταν θα μείνετε μόνα σας;

Τα πρόσωπα των παιδιών έδειξαν τρομερή αγωνία.

— Γι' αυτό εγώ θα σας έδειχνα ένα κατιτί, ένα κανονάκι μπρούντζινο που πυροβολάει μ' αληθινό μπαρούτι.

Τα πρόσωπα των παιδιών έγιναν και πάλι χαρούμενα.

— Δείξτε μας το κανονάκι, είπε παρακαλεστικά ο Κόστια ακτινοβολώντας από χαρά.

O Κρασότκιν έβαλε το χέρι του στη σάκα, κι έβγαλε ένα μικρό μπρούτζινο κανονάκι και το 'βαλε πάνω στο τραπέζι.

— Ε, πώς σας φαίνεται; Κοίτα, έχει και ρόδες, είπε και κύλησε το παιχνίδι πάνω στο τραπέζι. Και πυροβολάει, βάζεις σκάγια και πυροβολάει.

— Και σκοτώνει;

— Όλους τους σκοτώνει, φτάνει να σημαδέψεις καλά, είπε ο Κόλια κι άρχισε να τους εξηγεί πού πρέπει να μπει το μπαρούτι, από πού μπαίνουν τα σκάγια. Τους είπε ακόμα πως το κανόνι «κλωτσάει». Αυτό το τελευταίο τους έκανε μεγάλη εντύπωση.

— Έχετε μπαρούτι; ρώτησε η Νάστια.

— Έχω.

— Δείξτε μας και το μπαρούτι, είπε αυτή μ' ένα φωτεινό ικετευτικό χαμόγελο.

O Κρασότκιν ψαχούλεψε και πάλι στη σάκα του κι έβγαλε ένα μικρό μπουκαλάκι που 'χε μέσα λίγο αληθινό μπαρούτι. Σ' ένα χαρτάκι είχε τυλιγμένα μερικά σκάγια. Ξεβούλωσε το μπουκαλάκι κι έχυσε λίγο μπαρούτι στην παλάμη του.

— Να. Μονάχα μην τύχει και βρεθεί πουθενά καμιά φωτιά γιατί θα γίνει έκρηξη και θα μας ανατινάξει όλους, προειδοποίησε ο Κρασότκιν για να κάνει εντύπωση.

Τα παιδιά παρατηρούσαν το μπαρούτι μ' ευλαβικό φόβο που αύξανε ακόμα περισσότερο τη χαρά τους. Μα του Κόστια του άρεσαν περισσότερο τα σκάγια.

— Τα σκάγια δεν καίγονται; ρώτησε.

— Όχι, δεν καίγονται.

— Χαρίστε μου λίγα σκάγια, ικέτεψε ο Κόστια.

— Θα σου δώσω. Πάρε. Μονάχα μην τα δείξεις στη μητέρα σου προτού γυρίσω γιατί μπορεί να νομίσει πως είναι μπαρούτι, θα κατατρομάξει και θα σας τσακίσει στο ξύλο.

— Η μαμά ποτέ δε μας δέρνει, παρατήρησε αμέσως η Νάστια.

— Το ξέρω, ο λόγος το λέει. Ποτέ μην κρύβετε τίποτα απ' τη μητέρα σας, όμως αυτή τη φορά ας είναι. Μη λέτε τίποτα προτού να 'ρθω εγώ. Λοιπόν, μπορώ να φύγω ή όχι; Θα κλάψετε;

— Θα κλά-ψου-με, είπε μακρόσυρτα ο Κόστια έτοιμος να βάλει τα κλάματα.

— Θα κλάψουμε, σίγουρα θα κλάψουμε! είπε τρομαγμένα η Νάστια.

— Ωχ, παιδιά, παιδιά! Τι επικίνδυνη που είναι η ηλικία σας. Θα πρέπει να μείνω μαζί σας κι η ώρα περνάει. Ουφ.

— Διατάξτε τον Περεζβόν να κάνει τον πεθαμένο, παρακάλεσε ο Κόστια.

— Ναι, το βλέπω πως θα πρέπει να βάλουμε μπρος και τον Περεζβόν. Ici, Περεζβόν!

Κι ο Κόλια άρχισε να διατάζει το σκυλί και κείνο έκανε πια ό,τι ήξερε. Ήταν ένα αναμαλλιάρικο σκυλί, όχι πολύ μεγάλο, σταχτί με μενεξελιές αποχρώσεις. Το δεξί του μάτι ήταν στραβό, τ' αριστερό αυτί σκισμένο στην άκρη. Τσίριζε και χοροπηδούσε, καθόταν σούζα, περπατούσε στα πισινά του πόδια, έπεφτε ανάσκελα κι έμενε ακίνητο σαν πεθαμένο. Ενώ ο Περεζβόν έκανε τον ψόφιο, η πόρτα άνοιξε και φάνηκε στο κατώφλι η Αγάθια, η χοντρή υπηρέτρια της κυρίας Κρασότκινας, μια χωριάτισσα όλο φακίδες, κάπου σαράντα χρονώ. Κράταγε το δίχτυ με τα ψώνια. Σταμάτησε κει και βάλθηκε να κοιτάει το σκυλί. O Κόλια όσο κι αν περίμενε την Αγάθια, δε διέκοψε την παράσταση. Κράτησε τον Περεζβόν πεθαμένο όση ώρα έπρεπε και τέλος του σφύριξε: το σκυλί σηκώθηκε κι άρχισε να πηδάει απ' τη χαρά του που 'κανε το καθήκον του.

— Μωρέ σκυλί! πρόφερε η Αγάθια.

— Γιατί άργησες, αντιπρόσωπε του γυναικείου φύλου; ρώτησε άγρια ο Κρασότκιν.

— Του γυναικείου φύλου! Για δες τον πιτσιρίκο.

— Πιτσιρίκος;

— Και βέβαια πιτσιρίκος. Τι σε νοιάζει γιατί άργησα; Μιας κι άργησα θα πει πως είχα το λόγο μου, μουρμούριζε η Αγάθια αρχίζοντας κάτι να φτιάχνει κοντά στη σόμπα.

Όμως δεν φαινόταν καθόλου θυμωμένη, ούτε δυσαρεστημένη. Απεναντίας την ευχαριστούσε που της δόθηκε ευκαιρία να σπάσει κέφι με τ' αφεντόπουλο.

— Άκου ελαφρόμυαλη γριά, άρχισε να λέει ο Κρασότκιν καθώς σηκωνόταν απ' το ντιβάνι. Μπορείς να μου ορκιστείς σ' ό,τι ιερότερο υπάρχει σ' αυτό τον κόσμο και ξέχωρα απ' αυτό να μου κάνεις και κανέναν άλλον όρκο, πως θα 'χεις τα μάτια σου δεκατέσσερα και θα προσέχεις τα πιτσιρδέλια όσο εγώ θα λείπω; Γιατί φεύγω τώρ' αμέσως.

— Και γιατί να σου ορκιστώ; Και χωρίς τον όρκο θα τα προσέξω, γέλασε η Αγάθια.

— Όχι, απαιτώ να μου ορκιστείς στη σωτηρία της ψυχής σου. Αλλιώς δε φεύγω.

— Μη φεύγεις. Εμένα τι με νοιάζει; Έξω κάνει και κρύο, κάτσε δω καλύτερα.

— Ακούστε, γύρισε κι είπε ο Κόλια στα παιδιά· αυτή η γυναίκα θα μείνει μαζί σας ώσπου να 'ρθω εγώ ή ώσπου να 'ρθει η μητέρα σας που ώρα είναι να γυρίσει κι αυτή. Εκτός απ' αυτό θα σας δώσει κάτι να κολατσίσετε. Θα τους δώσεις τίποτα, Αγάθια;

—Μπορεί.

—Γειά σας λοιπόν, πιτσιρδέλια, φεύγω ήσυχος. Όμως εσύ, γιαγιάκα, είπε σοβαρά και με χαμηλή φωνή καθώς περνούσε δίπλα απ' την Αγάθια, ελπίζω να μην ξαναπείς τις συνηθισμένες γυναικείες σας βλακείες στα παιδιά για την Κατερίνα! Θα φεισθείς την αθώα τους ηλικία. Ici, Περεζβόν!

— Άι στο καλό σου, γρύλλισε θυμωμένη πια η Αγάθια. Μικρομέγαλε! Θα 'πρεπε, λέω, να του δώσουν ένα χέρι ξύλο για τούτα τα λόγια του.