×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 10. ΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ - I. O Κόλια...

10. ΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ - I. O Κόλια...

ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ - ΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

I. O Κόλια Κρασότκιν

Αρχές του Νοέμβρη. Στην πολιτεία μας έκανε κρύο —κάπου έντεκα βαθμοί κάτω απ' το μηδέν και τα πάντα κρουσταλλιάσανε. Τη νύχτα έριξε λίγο στεγνό χιόνι και τώρα ο αέρας, ξερός και τσουχτερός, το σηκώνει και το κυνηγάει στους σκυθρωπούς μας δρόμους και στην άδεια πλατεία της Αγοράς. Το πρωινό είναι μουντό, συννεφιασμένο, μα δε χιονίζει πια. Κοντά στην πλατεία, λίγα βήματα πέρ' απ' το μαγαζί των Πλότνικοβ είναι το μικρό σπιτάκι, καθαρούτσικο κι απ' έξω κι από μέσα, της χήρας Κρασότκινα. O άντρας της, επαρχιακός γραμματέας, είναι πολύ καιρός που πέθανε, κάπου δεκατέσσερα χρόνια, μα η χήρα, μια γυναίκα καμιά τριανταριά χρονώ κι ως τώρα ακόμα χαριτωμένη, ζει στο καθαρούτσικο σπιτάκι «απ' τα εισοδήματά της». Ζει μια ζωή τίμια και συμμαζεμένη, είναι καλότροπη και τρυφερή κι αρκετά εύθυμη. Όταν πέθανε ο άντρας της, αυτή ήταν κάπου δεκαοχτώ χρονώ. Έζησε μαζί του μόλις ένα χρόνο και του 'χε γεννήσει ένα γιο. Από τότε, αφιέρωσε όλη της τη ζωή στην ανατροφή του ορφανού της γιου, του Κόλια, και, αν και τον αγαπούσε παράφορα, όλ' αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια τα πέρασε με πίκρες και βάσανα. Περισσότερες πίκρες και λαχτάρες δοκίμασε παρά χαρές απ' αυτόν το γιο της γιατί φοβόταν αδιάκοπα πως όλο και μπορεί ν' αρρωστήσει, ν' αρπάξει κάνα συνάχι, να κάνει αταξίες, να σκαρφαλώσει σε καμιά καρέκλα και να πέσει κ.τ.λ, κ.τ.λ. Όταν ο Κόλια άρχισε να πηγαίνει στο δημοτικό και ύστερα στο γυμνάσιο, η μητέρα του βάλθηκε να μελετάει μαζί του όλα του τα μαθήματα για να τον βοηθάει και να τον προετοιμάζει. Φρόντισε να γνωριστεί με τους δασκάλους και τις γυναίκες τους, καλόπιανε και τους φίλους μάλιστα του Κόλια και τους συμμαθητές του και με του κόσμου τις πονηριές προσπαθούσε να τους κάνει να μην τον πειράζουν, να μην τον κοροϊδεύουν, να μην τον χτυπάνε. Τ' αποτέλεσμα ήταν πως τα παιδιά αρχίσανε στ' αλήθεια να τον κοροϊδεύουν γι' αυτά της τα φερσίματα και να του λένε πως τον παραχαϊδεύει η μαμάκα του. Μα τ' αγόρι κατάφερε να υπερασπιστεί μόνο του τον εαυτό του. Ήταν τολμηρός και «πολύ χεροδύναμος», όπως λέγανε τ' άλλα παιδιά στο σχολείο, καπάτσος, πεισματάρης, ανυπόταχτος και καταφερτζής. Ήταν καλός μαθητής, υπήρχε μάλιστα η φήμη πως στην Αριθμητική και στην Παγκόσμια Ιστορία βάζει κάτω ακόμα κι αυτόν τον δάσκαλο Νταρντανιέλοβ. Όμως αυτός, αν και τους κοίταζε «αφ υψηλού» σηκώνοντας ψηλά τη μυτίτσα του, ήταν καλός σύντροφος μ' όλους και ποτέ δεν κοκορευόταν. Το σεβασμό που του 'δειχναν οι συμμαθητές του τον δεχόταν σαν κάτι φυσικό, ωστόσο τους φερνόταν σαν καλός φίλος. Το κυριότερο, είχε αντίληψη του μέτρου· στις περιπτώσεις που χρειαζόταν, ήξερε να συγκρατηθεί. Στις σχέσεις του με τους δασκάλους ποτέ δεν ξεπερνούσε τη νοητή εκείνη γραμμή που πέρα απ' αυτήν η αταξία του θα γινόταν πια ασυγχώρητη και θα καταντούσε απειθαρχία και ανταρσία. Πάρ' όλ' αυτά ήταν πάντα έτοιμος —και του άρεσε— ν' αταχτεί σε κάθε κατάλληλη περίσταση, ν' αταχτεί σαν το τελευταίο χαμίνι. Κι όχι τόσο ν' αταχτεί, όσο να κάνει κάτι που θα προξενούσε εντύπωση, να κάνει μιαν έξυπνη καζούρα, να κάνει το σπουδαίο. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του ήταν το μεγάλο του φιλότιμο. Ακόμα και τη μητέρα του είχε καταφέρει να υποτάξει και της φερνόταν σχεδόν δεσποτικά. Αυτή υποτάχθηκε —ω, από καιρό πια είχε υποταχθεί— δεν μπορούσε μονάχα να υποφέρει τη σκέψη πως το παιδί της «δεν την αγαπάει αρκετά». Της φαινόταν συνεχώς πως ο Κόλια είναι «αναίσθητος» κι ήταν φορές που, κλαίγοντας υστερικά, τον κατηγορούσε γι' αυτή του την ψυχρότητα. Τ' αγόρι δεν τ' αγαπούσε κάτι τέτοια, κι όσο περισσότερο του ζητούσαν εγκαρδιότητα τόσο αυτός —λες και το 'κανε επίτηδες γινόταν πιο άκαμπτος. Όμως αυτό δεν το 'κανε με υπολογισμό, γινόταν από μόνο του γιατί τέτοιος ήταν ο χαρακτήρας του. Η μητέρα του έκανε λάθος: Αυτός την αγαπούσε πολύ, δεν του άρεσαν μονάχα τα «γλυκανάλατα σαλιαρίσματα», όπως έλεγαν οι μαθητές στη γλώσσα τους. O πατέρας του είχε αφήσει ένα ντουλάπι μ' αρκετά βιβλία. O Κόλια αγαπούσε το διάβασμα κι είχε διαβάσει πια μερικά. Τη μητέρα δεν τη δυσαρεστούσε αυτό, μονάχα που καμιά φορά στεκόταν και τον κοίταζε απορημένη καθώς εκείνος διάβαζε ώρες ολάκερες αντί να βγει έξω και να παίξει. Έτσι ο Κόλια διάβασε μερικά πράματα που δε θα 'πρεπε να διαβάσει ακόμα στην ηλικία του. Εδώ που τα λέμε, τον τελευταίο καιρό, αν και τ' αγόρι δεν αγαπούσε να ξεπερνάει ένα ορισμένο όριο στις αταξίες του, άρχισε να κάνει κάτι πράματα που τρομάξανε για καλά τη μητέρα του. Κι όχι πως έκανε τίποτα ανήθικο, μα τα καμώματά του παραήταν πια ριψοκίνδυνα και γίνονταν με μεγάλη αποκοτιά. Κείνο ακριβώς το καλοκαίρι, τον Ιούλιο, στις διακοπές, η μητέρα με το γιόκα της πήγε να περάσει καμιά βδομάδα σε μια μακρινή συγγένισσά της, που ζούσε σ' ένα χωριό κάπου εβδομήντα βέρστια μακριά απ' την πολιτεία μας. O άντρας της συγγένισσας ήταν σιδηροδρομικός υπάλληλος στο σταθμό του χωριού (απ' αυτόν τον ίδιο σταθμό πήρε το τρένο ο Ιβάν Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ όταν έφυγε για τη Μόσχα ένα μήνα αργότερα). Εκεί ο Κόλια έμαθε όλες τις λεπτομέρειες για το σιδηρόδρομο, όλους τους κανονισμούς της κίνησης. Το 'κανε αυτό γιατί καταλάβαινε πολύ καλά πως θα μπορεί να κάνει εντύπωση με τις γνώσεις του σ' όλους τους μαθητές του γυμνασίου. Όμως βρέθηκαν κει πέρα κι άλλα παιδιά κι άρχισε να κάνει παρέα μαζί τους. Άλλα μένανε στο σταθμό κι άλλα εκεί γύρω. Ήταν έξι εφτά αγόρια, όλα τους από δώδεκα ίσαμε δεκαπέντε χρονώ. Τα δυο ήταν από την πολιτεία μας. Τ' αγόρια παίζανε, κάνανε διάφορες αταξίες και την τέταρτη ή πέμπτη μέρα βάλανε ένα ακαταλόγιστο στοίχημα για δυο ρούβλια: O Κόλια ήταν ο μικρότερος απ' όλους σχεδόν, και γι' αυτό οι μεγαλύτεροι του φέρνονταν με κάποια ακαταδεξιά. Τους πρότεινε λοιπόν, από φιλότιμο ή ίσως κι από ασυγχώρητη αποκοτιά, να βάλουν στοίχημα δυο ρούβλια πως θα ξαπλωθεί ανάμεσα στις ράγες, τη νύχτα, και θα μείνει εκεί όσο να περάσει από πάνω του το τρένο των έντεκα μ' όλη του την ταχύτητα. Η αλήθεια είναι πως εξετάσανε προσεχτικά το πράμα και πειστήκανε ότι μπορεί να ξαπλωθεί κανείς και να κολλήσει στο χώμα έτσι που το τρένο δεν θα τον άγγιζε όταν θα περνούσε από πάνω του, όμως και πάλι μικρό πράμα ήταν τάχα να το νιώθεις να τρέχει από πάνω σου; O Κόλια βεβαίωνε πως θα το κάνει. Στην αρχή τον κοροϊδέψανε, τον λέγανε καυχησιάρη και φανφαρόνο, όμως τ' αποτέλεσμα ήταν να τον πεισματώσουν ακόμα περισσότερο. Το σπουδαιότερο ήταν που αυτοί οι δεκαπεντάχρονοι μεγαλύτεροι του κοκορεύονταν πολύ μπροστά του και στην αρχή δεν ήθελαν ούτε σύντροφό τους να τον έχουν αυτόν το «μικρό» κι αυτό πια του ήταν αβάσταχτα προσβλητικό. Αποφάσισαν λοιπόν να φύγουν το βράδυ και να πάνε ένα βέρστι μακριά απ' το σταθμό για να προφτάσει το τρένο να πάρει φόρα. Δεν είχε φεγγάρι κι η νύχτα δεν ήταν μονάχα σκοτεινή μα σχεδόν μαύρη. Στην ορισμένη ώρα, ο Κόλια ξάπλωσε ανάμεσα στις ράγες. Οι υπόλοιποι πέντε που 'χαν βάλει το στοίχημα περιμένανε κει δίπλα, ανάμεσα στους θάμνους. Η καρδιά τους σφιγγόταν, αρχίσανε να φοβούνται και να μετανιώνουν γι' αυτό που κάνανε. Τέλος ακούστηκε από μακριά ο θόρυβος του τρένου που ξεκινούσε απ' το σταθμό· σε λίγο δυο κόκκινες φωτιές λάμψανε μέσα στο σκοτάδι καθώς το χαλύβδινο θηρίο ζύγωνε με πάταγο. «Φεύγα, φεύγα απ' τις γραμμές!» Φωνάξανε στον Κόλια τα παιδιά που άρχισαν να τρέμουν απ' το φόβο τους, μα ήταν αργά πια. Το τρένο είχε φτάσει και πέρασε από μπροστά τους. Τα παιδιά όρμησαν στις ράγες. O Κόλια κοιτόταν ακίνητος. Εκείνοι αρχίσανε να τον σκουντάνε, να τον ανασηκώνουν. Τότε κείνος σηκώθηκε ξαφνικά και κατέβηκε αμίλητος απ' το ανάχωμα. Τους είπε πως επίτηδες κοιτόταν έτσι, τάχα αναίσθητος, για να τους τρομάξει. Μα η αλήθεια ήταν πως πραγματικά είχε χάσει τις αισθήσεις του. Αυτό τ' ομολόγησε κι ο ίδιος, πολύν καιρό αργότερα, στη μητέρα του. Έτσι απόκτησε οριστικά τη φήμη του «άτρομου». Γύρισε στο σπίτι, στο σταθμό, κατάχλομος, άσπρος σαν πανί. Την άλλη μέρα αρρώστησε ελαφρά από ένα νευρικό πυρετό, όμως ήταν πολύ κεφάτος κι ευχαριστημένος. Όλ' αυτά δε μαθεύτηκαν παρά αργότερα, στην πολιτεία πια, και μιλούσαν γι' αυτά στο σχολείο κι έφτασαν και στ' αυτιά του Διευθυντή του Γυμνασίου. Όμως η μητέρα του Κόλια φρόντισε να μην τιμωρήσουν το παιδάκι της. Τη βοήθησε σ' αυτό κι ο δάσκαλος Νταρντανιέλοβ που τον σέβονταν όλοι κι είχε επιρροή. Κι έτσι η υπόθεση σταμάτησε εκεί. Αυτός ο Νταρντανιέλοβ ήταν εργένης, αρκετά νέος κι έτρεφε από χρόνια ένα παράξενο πάθος για την κυρία Κρασότκινα. Εδώ κι ένα χρόνο μάλιστα είχε ριψοκινδυνέψει τρέμοντας και καρδιοχτυπώντας από φόβο και αβρότητα να της ζητήσει το χέρι της. Εκείνη αρνήθηκε ορθά κοφτά γιατί νόμιζε πως αν δεχόταν θ' απιστούσε στο παιδί της. Κι όμως ο Νταρντανιέλοβ, από μερικές ακαθόριστες ενδείξεις θα 'χε ίσως το δικαίωμα να ελπίζει πως δεν είναι και τόσο δυσάρεστος στη θελκτική μα ωστόσο υπερβολικά αγνή και ντελικάτη χήρα. Φαίνεται πως κείνη η τρέλα του Κόλια έσπασε τον πάγο. Η μητέρα του Κόλια, για ν' ανταμείψει το Νταρντανιέλοβ για την υπεράσπιση του γιου της, του 'κανε έναν υπαινιγμό πως θα μπορούσε να ελπίζει, για πολύ αργότερα φυσικά, μα ο Νταρντανιέλοβ ήταν φαινόμενο τιμιότητας και αβρότητας τόσο που του 'φτανε κι αυτό το λίγο για να τον κάνει προς το παρόν απόλυτα ευτυχισμένο. Τ' αγόρι τ' αγαπούσε, θα το θεωρούσε όμως ταπεινωτικό να του κάνει χατίρια και στο σχολείο του φερνόταν αυστηρά. Κι είχε πολλές απαιτήσεις απ' αυτόν. Μα ο Κόλια κι από μόνος του δεν ήθελε να 'χει μαζί του πολλές οικειότητες. Ήξερε πάντα το μάθημα, ήταν ο δεύτερος μαθητής στην τάξη, απαντούσε ξερά στο Νταρντανιέλοβ κι όλα τα παιδιά πιστεύανε κι ήταν σίγουρα πως στην Παγκόσμια Ιστορία μπορούσε να τον κάνει «να τα χάσει». Πραγματικά, μια φορά ο Κόλια τον ρώτησε: Ποιος ίδρυσε την πόλη της Τροίας; O Νταρντανιέλοβ μίλησε τότε γενικά για τους λαούς, για τις μεταναστεύσεις και τις αποδημίες τους, για τα βάθη των αιώνων, για τις μυθοπλασίες, όμως δεν μπόρεσε να του πει τα ονόματα εκείνων που θεμελίωσαν την Τροία. Βρήκε μάλιστα πως η ερώτηση δεν υπήρχε λόγος να γίνει, γιατί ήταν και δίχως ουσιαστικό περιεχόμενο. Μα τα παιδιά βεβαιώθηκαν πια πως ο Νταρντανιέλοβ δεν ήξερε ποιος ίδρυσε την Τροία. O Κόλια είχε διαβάσει για την ίδρυση της Τροίας στο Σμαράγντοβ που τον βρήκε στη βιβλιοθήκη του πατέρα του. Τ' αποτέλεσμα ήταν πως όλοι οι μαθητές άρχισαν να ενδιαφέρονται σοβαρά για το ποιος ήταν ο ιδρυτής της Τροίας. Μα ο Κρασότκιν δεν έλεγε το μυστικό του κι έτσι έμενε ο μοναδικός παντογνώστης.

Μετά το περιστατικό του τρένου, οι σχέσεις του Κόλια με τη μητέρα του αλλάξανε κάπως. Όταν η Άννα Φιοντόροβνα (η χήρα του Κρασότκιν) έμαθε το κατόρθωμα του γιόκα της, μόνο που δεν τρελάθηκε απ' τη φρίκη της. Έπαθε τόσο δυνατές κρίσεις υστερίας που επαναλαμβάνονταν κάμποσες μέρες συνέχεια, τόσο που ο Κόλια τρόμαξε για καλά και της έδωσε το λόγο της τιμής του πως δε θα ξανακάνει ποτέ παρόμοιες αταξίες. Ορκίστηκε γονατίζοντας μπροστά στα εικονίσματα στη μνήμη του πατέρα του —αυτό το ζήτησε η ίδια η Κρασότκινα— και παρ' όλο τον «αντρισμό του» έβαλε τα κλάματα σαν εξάχρονο παιδί. Μάνα και γιος αγκαλιάζονταν ασταμάτητα απ' τη συγκίνηση όλη κείνη τη μέρα και κλαίγανε με λυγμούς. Το άλλο πρωί ο Κόλια ξύπνησε «αναίσθητος» όπως και πρώτα, έγινε όμως πιο σιωπηλός, πιο σεμνός, πιο σοβαρός και πιο σκεφτικός. Είναι αλήθεια πως ύστερα από ενάμιση μήνα τον πιάσανε μπλεγμένο σε μιαν άλλη αταξία και τ' όνομά του αυτή τη φορά έφτασε ως τον ειρηνοδίκη. Όμως τούτη τη φορά δεν ήταν τίποτα σοβαρό, ένα ανόητο χωρατό είχε κάνει, μα ούτε ήταν κι όλο το φταίξιμο δικό του. Όμως γι' αυτό θα μιλήσουμε αργότερα αν μας δοθεί η ευκαιρία. Η μητέρα του εξακολουθούσε να 'ναι ανήσυχη και να βασανίζεται κι οι ελπίδες του Νταρντανιέλοβ όλο και μεγάλωναν όσο μεγάλωναν κι οι ανησυχίες της. Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως ο Κόλια διαισθανόταν και καταλάβαινε τις βλέψεις του Νταρντανιέλοβ και φυσικά τον περιφρονούσε πολύ για τη «συναισθηματικότητά» του. Στην αρχή μάλιστα είχε την αγένεια να εκφράζει τούτη την περιφρόνησή του και στη μητέρα του κάνοντάς της υπαινιγμούς και δίνοντάς της να καταλάβει πως ξέρει τι πασκίζει να καταφέρει ο Νταρντανιέλοβ. Μα ύστερα απ' το περιστατικό του τρένου άλλαξε διαγωγή και σ' αυτό το σημείο. Υπαινιγμούς δεν έκανε καθόλου πια και μπροστά στη μητέρα του μιλούσε με σεβασμό για το Νταρντανιέλοβ. Αυτό το κατάλαβε αμέσως η αισθαντική Άννα Φιοντόροβνα κι η καρδιά της πλημμύρισε ευγνωμοσύνη. Μα αν τύχαινε να πει κανένας ξένος την παραμικρή κουβέντα για το Νταρντανιέλοβ μπροστά στον Κόλια, κατακοκκίνιζε απ' την ντροπή της σαν τριαντάφυλλο. Κάτι τέτοιες στιγμές ο Κόλια κοίταζε σκυθρωπός απ' το παράθυρο ή εξέταζε προσεχτικά τα παπούτσια του ή φώναζε άγρια τον Περεζβόν, ένα κατσαρομάλλικο κι αρκετά βρόμικο σκυλί που εδώ κι ένα μήνα το 'φερε ξαφνικά από κάπου, το κράταγε στο σπίτι και δεν το 'δειχνε σε κανέναν απ' τους φίλους του. Το τυραννούσε φριχτά μαθαίνοντάς του όλα τα κόλπα και τα γυμνάσματα. Τόσο που το σκυλί γρύλιζε λυπητερά όταν αυτός πήγαινε στο σχολείο κι ούρλιαζε από ενθουσιασμό όταν γυρνούσε. Χοροπήδαγε τότε σα δαιμονισμένο, στεκόταν σούζα, έπεφτε στο πάτωμα κι έκανε τον ψόφιο κ.τ.λ. Με δυο λόγια έκανε το καθετί που είχε μάθει χωρίς να του το ζητάνε μα μόνο και μόνο απ' τον ενθουσιασμό του κι από καλοσύνη του.

Μα νομίζω πως ξέχασα να πω πως ο Κόλια Κρασότκιν ήταν κείνο το ίδιο αγόρι που ο γνωστός πια στον αναγνώστη Ηλιούσα, ο γιος του απόστρατου λοχαγού Σνεγκιριόβ, τον είχε χτυπήσει στο μηρό μ' ένα σουγιαδάκι, θέλοντας να υπερασπιστεί τον πατέρα του που οι μαθητές είχαν αρχίσει να τον κοροϊδεύουν λέγοντάς τον «ξέφτι».


10. ΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ - I. O Κόλια...

ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ - ΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

I. O Κόλια Κρασότκιν

Αρχές του Νοέμβρη. Στην πολιτεία μας έκανε κρύο —κάπου έντεκα βαθμοί κάτω απ' το μηδέν και τα πάντα κρουσταλλιάσανε. Τη νύχτα έριξε λίγο στεγνό χιόνι και τώρα ο αέρας, ξερός και τσουχτερός, το σηκώνει και το κυνηγάει στους σκυθρωπούς μας δρόμους και στην άδεια πλατεία της Αγοράς. Το πρωινό είναι μουντό, συννεφιασμένο, μα δε χιονίζει πια. Κοντά στην πλατεία, λίγα βήματα πέρ' απ' το μαγαζί των Πλότνικοβ είναι το μικρό σπιτάκι, καθαρούτσικο κι απ' έξω κι από μέσα, της χήρας Κρασότκινα. O άντρας της, επαρχιακός γραμματέας, είναι πολύ καιρός που πέθανε, κάπου δεκατέσσερα χρόνια, μα η χήρα, μια γυναίκα καμιά τριανταριά χρονώ κι ως τώρα ακόμα χαριτωμένη, ζει στο καθαρούτσικο σπιτάκι «απ' τα εισοδήματά της». Ζει μια ζωή τίμια και συμμαζεμένη, είναι καλότροπη και τρυφερή κι αρκετά εύθυμη. Όταν πέθανε ο άντρας της, αυτή ήταν κάπου δεκαοχτώ χρονώ. Έζησε μαζί του μόλις ένα χρόνο και του 'χε γεννήσει ένα γιο. Από τότε, αφιέρωσε όλη της τη ζωή στην ανατροφή του ορφανού της γιου, του Κόλια, και, αν και τον αγαπούσε παράφορα, όλ' αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια τα πέρασε με πίκρες και βάσανα. Περισσότερες πίκρες και λαχτάρες δοκίμασε παρά χαρές απ' αυτόν το γιο της γιατί φοβόταν αδιάκοπα πως όλο και μπορεί ν' αρρωστήσει, ν' αρπάξει κάνα συνάχι, να κάνει αταξίες, να σκαρφαλώσει σε καμιά καρέκλα και να πέσει κ.τ.λ, κ.τ.λ. Όταν ο Κόλια άρχισε να πηγαίνει στο δημοτικό και ύστερα στο γυμνάσιο, η μητέρα του βάλθηκε να μελετάει μαζί του όλα του τα μαθήματα για να τον βοηθάει και να τον προετοιμάζει. Φρόντισε να γνωριστεί με τους δασκάλους και τις γυναίκες τους, καλόπιανε και τους φίλους μάλιστα του Κόλια και τους συμμαθητές του και με του κόσμου τις πονηριές προσπαθούσε να τους κάνει να μην τον πειράζουν, να μην τον κοροϊδεύουν, να μην τον χτυπάνε. Τ' αποτέλεσμα ήταν πως τα παιδιά αρχίσανε στ' αλήθεια να τον κοροϊδεύουν γι' αυτά της τα φερσίματα και να του λένε πως τον παραχαϊδεύει η μαμάκα του. Μα τ' αγόρι κατάφερε να υπερασπιστεί μόνο του τον εαυτό του. Ήταν τολμηρός και «πολύ χεροδύναμος», όπως λέγανε τ' άλλα παιδιά στο σχολείο, καπάτσος, πεισματάρης, ανυπόταχτος και καταφερτζής. Ήταν καλός μαθητής, υπήρχε μάλιστα η φήμη πως στην Αριθμητική και στην Παγκόσμια Ιστορία βάζει κάτω ακόμα κι αυτόν τον δάσκαλο Νταρντανιέλοβ. Όμως αυτός, αν και τους κοίταζε «αφ υψηλού» σηκώνοντας ψηλά τη μυτίτσα του, ήταν καλός σύντροφος μ' όλους και ποτέ δεν κοκορευόταν. Το σεβασμό που του 'δειχναν οι συμμαθητές του τον δεχόταν σαν κάτι φυσικό, ωστόσο τους φερνόταν σαν καλός φίλος. Το κυριότερο, είχε αντίληψη του μέτρου· στις περιπτώσεις που χρειαζόταν, ήξερε να συγκρατηθεί. Στις σχέσεις του με τους δασκάλους ποτέ δεν ξεπερνούσε τη νοητή εκείνη γραμμή που πέρα απ' αυτήν η αταξία του θα γινόταν πια ασυγχώρητη και θα καταντούσε απειθαρχία και ανταρσία. Πάρ' όλ' αυτά ήταν πάντα έτοιμος —και του άρεσε— ν' αταχτεί σε κάθε κατάλληλη περίσταση, ν' αταχτεί σαν το τελευταίο χαμίνι. Κι όχι τόσο ν' αταχτεί, όσο να κάνει κάτι που θα προξενούσε εντύπωση, να κάνει μιαν έξυπνη καζούρα, να κάνει το σπουδαίο. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του ήταν το μεγάλο του φιλότιμο. Ακόμα και τη μητέρα του είχε καταφέρει να υποτάξει και της φερνόταν σχεδόν δεσποτικά. Αυτή υποτάχθηκε —ω, από καιρό πια είχε υποταχθεί— δεν μπορούσε μονάχα να υποφέρει τη σκέψη πως το παιδί της «δεν την αγαπάει αρκετά». Της φαινόταν συνεχώς πως ο Κόλια είναι «αναίσθητος» κι ήταν φορές που, κλαίγοντας υστερικά, τον κατηγορούσε γι' αυτή του την ψυχρότητα. Τ' αγόρι δεν τ' αγαπούσε κάτι τέτοια, κι όσο περισσότερο του ζητούσαν εγκαρδιότητα τόσο αυτός —λες και το 'κανε επίτηδες γινόταν πιο άκαμπτος. Όμως αυτό δεν το 'κανε με υπολογισμό, γινόταν από μόνο του γιατί τέτοιος ήταν ο χαρακτήρας του. Η μητέρα του έκανε λάθος: Αυτός την αγαπούσε πολύ, δεν του άρεσαν μονάχα τα «γλυκανάλατα σαλιαρίσματα», όπως έλεγαν οι μαθητές στη γλώσσα τους. O πατέρας του είχε αφήσει ένα ντουλάπι μ' αρκετά βιβλία. O Κόλια αγαπούσε το διάβασμα κι είχε διαβάσει πια μερικά. Τη μητέρα δεν τη δυσαρεστούσε αυτό, μονάχα που καμιά φορά στεκόταν και τον κοίταζε απορημένη καθώς εκείνος διάβαζε ώρες ολάκερες αντί να βγει έξω και να παίξει. Έτσι ο Κόλια διάβασε μερικά πράματα που δε θα 'πρεπε να διαβάσει ακόμα στην ηλικία του. Εδώ που τα λέμε, τον τελευταίο καιρό, αν και τ' αγόρι δεν αγαπούσε να ξεπερνάει ένα ορισμένο όριο στις αταξίες του, άρχισε να κάνει κάτι πράματα που τρομάξανε για καλά τη μητέρα του. Κι όχι πως έκανε τίποτα ανήθικο, μα τα καμώματά του παραήταν πια ριψοκίνδυνα και γίνονταν με μεγάλη αποκοτιά. Κείνο ακριβώς το καλοκαίρι, τον Ιούλιο, στις διακοπές, η μητέρα με το γιόκα της πήγε να περάσει καμιά βδομάδα σε μια μακρινή συγγένισσά της, που ζούσε σ' ένα χωριό κάπου εβδομήντα βέρστια μακριά απ' την πολιτεία μας. O άντρας της συγγένισσας ήταν σιδηροδρομικός υπάλληλος στο σταθμό του χωριού (απ' αυτόν τον ίδιο σταθμό πήρε το τρένο ο Ιβάν Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ όταν έφυγε για τη Μόσχα ένα μήνα αργότερα). Εκεί ο Κόλια έμαθε όλες τις λεπτομέρειες για το σιδηρόδρομο, όλους τους κανονισμούς της κίνησης. Το 'κανε αυτό γιατί καταλάβαινε πολύ καλά πως θα μπορεί να κάνει εντύπωση με τις γνώσεις του σ' όλους τους μαθητές του γυμνασίου. Όμως βρέθηκαν κει πέρα κι άλλα παιδιά κι άρχισε να κάνει παρέα μαζί τους. Άλλα μένανε στο σταθμό κι άλλα εκεί γύρω. Ήταν έξι εφτά αγόρια, όλα τους από δώδεκα ίσαμε δεκαπέντε χρονώ. Τα δυο ήταν από την πολιτεία μας. Τ' αγόρια παίζανε, κάνανε διάφορες αταξίες και την τέταρτη ή πέμπτη μέρα βάλανε ένα ακαταλόγιστο στοίχημα για δυο ρούβλια: O Κόλια ήταν ο μικρότερος απ' όλους σχεδόν, και γι' αυτό οι μεγαλύτεροι του φέρνονταν με κάποια ακαταδεξιά. Τους πρότεινε λοιπόν, από φιλότιμο ή ίσως κι από ασυγχώρητη αποκοτιά, να βάλουν στοίχημα δυο ρούβλια πως θα ξαπλωθεί ανάμεσα στις ράγες, τη νύχτα, και θα μείνει εκεί όσο να περάσει από πάνω του το τρένο των έντεκα μ' όλη του την ταχύτητα. Η αλήθεια είναι πως εξετάσανε προσεχτικά το πράμα και πειστήκανε ότι μπορεί να ξαπλωθεί κανείς και να κολλήσει στο χώμα έτσι που το τρένο δεν θα τον άγγιζε όταν θα περνούσε από πάνω του, όμως και πάλι μικρό πράμα ήταν τάχα να το νιώθεις να τρέχει από πάνω σου; O Κόλια βεβαίωνε πως θα το κάνει. Στην αρχή τον κοροϊδέψανε, τον λέγανε καυχησιάρη και φανφαρόνο, όμως τ' αποτέλεσμα ήταν να τον πεισματώσουν ακόμα περισσότερο. Το σπουδαιότερο ήταν που αυτοί οι δεκαπεντάχρονοι μεγαλύτεροι του κοκορεύονταν πολύ μπροστά του και στην αρχή δεν ήθελαν ούτε σύντροφό τους να τον έχουν αυτόν το «μικρό» κι αυτό πια του ήταν αβάσταχτα προσβλητικό. Αποφάσισαν λοιπόν να φύγουν το βράδυ και να πάνε ένα βέρστι μακριά απ' το σταθμό για να προφτάσει το τρένο να πάρει φόρα. Δεν είχε φεγγάρι κι η νύχτα δεν ήταν μονάχα σκοτεινή μα σχεδόν μαύρη. Στην ορισμένη ώρα, ο Κόλια ξάπλωσε ανάμεσα στις ράγες. Οι υπόλοιποι πέντε που 'χαν βάλει το στοίχημα περιμένανε κει δίπλα, ανάμεσα στους θάμνους. Η καρδιά τους σφιγγόταν, αρχίσανε να φοβούνται και να μετανιώνουν γι' αυτό που κάνανε. Τέλος ακούστηκε από μακριά ο θόρυβος του τρένου που ξεκινούσε απ' το σταθμό· σε λίγο δυο κόκκινες φωτιές λάμψανε μέσα στο σκοτάδι καθώς το χαλύβδινο θηρίο ζύγωνε με πάταγο. «Φεύγα, φεύγα απ' τις γραμμές!» Φωνάξανε στον Κόλια τα παιδιά που άρχισαν να τρέμουν απ' το φόβο τους, μα ήταν αργά πια. Το τρένο είχε φτάσει και πέρασε από μπροστά τους. Τα παιδιά όρμησαν στις ράγες. O Κόλια κοιτόταν ακίνητος. Εκείνοι αρχίσανε να τον σκουντάνε, να τον ανασηκώνουν. Τότε κείνος σηκώθηκε ξαφνικά και κατέβηκε αμίλητος απ' το ανάχωμα. Τους είπε πως επίτηδες κοιτόταν έτσι, τάχα αναίσθητος, για να τους τρομάξει. Μα η αλήθεια ήταν πως πραγματικά είχε χάσει τις αισθήσεις του. Αυτό τ' ομολόγησε κι ο ίδιος, πολύν καιρό αργότερα, στη μητέρα του. Έτσι απόκτησε οριστικά τη φήμη του «άτρομου». Γύρισε στο σπίτι, στο σταθμό, κατάχλομος, άσπρος σαν πανί. Την άλλη μέρα αρρώστησε ελαφρά από ένα νευρικό πυρετό, όμως ήταν πολύ κεφάτος κι ευχαριστημένος. Όλ' αυτά δε μαθεύτηκαν παρά αργότερα, στην πολιτεία πια, και μιλούσαν γι' αυτά στο σχολείο κι έφτασαν και στ' αυτιά του Διευθυντή του Γυμνασίου. Όμως η μητέρα του Κόλια φρόντισε να μην τιμωρήσουν το παιδάκι της. Τη βοήθησε σ' αυτό κι ο δάσκαλος Νταρντανιέλοβ που τον σέβονταν όλοι κι είχε επιρροή. Κι έτσι η υπόθεση σταμάτησε εκεί. Αυτός ο Νταρντανιέλοβ ήταν εργένης, αρκετά νέος κι έτρεφε από χρόνια ένα παράξενο πάθος για την κυρία Κρασότκινα. Εδώ κι ένα χρόνο μάλιστα είχε ριψοκινδυνέψει τρέμοντας και καρδιοχτυπώντας από φόβο και αβρότητα να της ζητήσει το χέρι της. Εκείνη αρνήθηκε ορθά κοφτά γιατί νόμιζε πως αν δεχόταν θ' απιστούσε στο παιδί της. Κι όμως ο Νταρντανιέλοβ, από μερικές ακαθόριστες ενδείξεις θα 'χε ίσως το δικαίωμα να ελπίζει πως δεν είναι και τόσο δυσάρεστος στη θελκτική μα ωστόσο υπερβολικά αγνή και ντελικάτη χήρα. Φαίνεται πως κείνη η τρέλα του Κόλια έσπασε τον πάγο. Η μητέρα του Κόλια, για ν' ανταμείψει το Νταρντανιέλοβ για την υπεράσπιση του γιου της, του 'κανε έναν υπαινιγμό πως θα μπορούσε να ελπίζει, για πολύ αργότερα φυσικά, μα ο Νταρντανιέλοβ ήταν φαινόμενο τιμιότητας και αβρότητας τόσο που του 'φτανε κι αυτό το λίγο για να τον κάνει προς το παρόν απόλυτα ευτυχισμένο. Τ' αγόρι τ' αγαπούσε, θα το θεωρούσε όμως ταπεινωτικό να του κάνει χατίρια και στο σχολείο του φερνόταν αυστηρά. Κι είχε πολλές απαιτήσεις απ' αυτόν. Μα ο Κόλια κι από μόνος του δεν ήθελε να 'χει μαζί του πολλές οικειότητες. Ήξερε πάντα το μάθημα, ήταν ο δεύτερος μαθητής στην τάξη, απαντούσε ξερά στο Νταρντανιέλοβ κι όλα τα παιδιά πιστεύανε κι ήταν σίγουρα πως στην Παγκόσμια Ιστορία μπορούσε να τον κάνει «να τα χάσει». Πραγματικά, μια φορά ο Κόλια τον ρώτησε: Ποιος ίδρυσε την πόλη της Τροίας; O Νταρντανιέλοβ μίλησε τότε γενικά για τους λαούς, για τις μεταναστεύσεις και τις αποδημίες τους, για τα βάθη των αιώνων, για τις μυθοπλασίες, όμως δεν μπόρεσε να του πει τα ονόματα εκείνων που θεμελίωσαν την Τροία. Βρήκε μάλιστα πως η ερώτηση δεν υπήρχε λόγος να γίνει, γιατί ήταν και δίχως ουσιαστικό περιεχόμενο. Μα τα παιδιά βεβαιώθηκαν πια πως ο Νταρντανιέλοβ δεν ήξερε ποιος ίδρυσε την Τροία. O Κόλια είχε διαβάσει για την ίδρυση της Τροίας στο Σμαράγντοβ που τον βρήκε στη βιβλιοθήκη του πατέρα του. Τ' αποτέλεσμα ήταν πως όλοι οι μαθητές άρχισαν να ενδιαφέρονται σοβαρά για το ποιος ήταν ο ιδρυτής της Τροίας. Μα ο Κρασότκιν δεν έλεγε το μυστικό του κι έτσι έμενε ο μοναδικός παντογνώστης.

Μετά το περιστατικό του τρένου, οι σχέσεις του Κόλια με τη μητέρα του αλλάξανε κάπως. Όταν η Άννα Φιοντόροβνα (η χήρα του Κρασότκιν) έμαθε το κατόρθωμα του γιόκα της, μόνο που δεν τρελάθηκε απ' τη φρίκη της. Έπαθε τόσο δυνατές κρίσεις υστερίας που επαναλαμβάνονταν κάμποσες μέρες συνέχεια, τόσο που ο Κόλια τρόμαξε για καλά και της έδωσε το λόγο της τιμής του πως δε θα ξανακάνει ποτέ παρόμοιες αταξίες. Ορκίστηκε γονατίζοντας μπροστά στα εικονίσματα στη μνήμη του πατέρα του —αυτό το ζήτησε η ίδια η Κρασότκινα— και παρ' όλο τον «αντρισμό του» έβαλε τα κλάματα σαν εξάχρονο παιδί. Μάνα και γιος αγκαλιάζονταν ασταμάτητα απ' τη συγκίνηση όλη κείνη τη μέρα και κλαίγανε με λυγμούς. Το άλλο πρωί ο Κόλια ξύπνησε «αναίσθητος» όπως και πρώτα, έγινε όμως πιο σιωπηλός, πιο σεμνός, πιο σοβαρός και πιο σκεφτικός. Είναι αλήθεια πως ύστερα από ενάμιση μήνα τον πιάσανε μπλεγμένο σε μιαν άλλη αταξία και τ' όνομά του αυτή τη φορά έφτασε ως τον ειρηνοδίκη. Όμως τούτη τη φορά δεν ήταν τίποτα σοβαρό, ένα ανόητο χωρατό είχε κάνει, μα ούτε ήταν κι όλο το φταίξιμο δικό του. Όμως γι' αυτό θα μιλήσουμε αργότερα αν μας δοθεί η ευκαιρία. Η μητέρα του εξακολουθούσε να 'ναι ανήσυχη και να βασανίζεται κι οι ελπίδες του Νταρντανιέλοβ όλο και μεγάλωναν όσο μεγάλωναν κι οι ανησυχίες της. Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως ο Κόλια διαισθανόταν και καταλάβαινε τις βλέψεις του Νταρντανιέλοβ και φυσικά τον περιφρονούσε πολύ για τη «συναισθηματικότητά» του. Στην αρχή μάλιστα είχε την αγένεια να εκφράζει τούτη την περιφρόνησή του και στη μητέρα του κάνοντάς της υπαινιγμούς και δίνοντάς της να καταλάβει πως ξέρει τι πασκίζει να καταφέρει ο Νταρντανιέλοβ. Μα ύστερα απ' το περιστατικό του τρένου άλλαξε διαγωγή και σ' αυτό το σημείο. Υπαινιγμούς δεν έκανε καθόλου πια και μπροστά στη μητέρα του μιλούσε με σεβασμό για το Νταρντανιέλοβ. Αυτό το κατάλαβε αμέσως η αισθαντική Άννα Φιοντόροβνα κι η καρδιά της πλημμύρισε ευγνωμοσύνη. Μα αν τύχαινε να πει κανένας ξένος την παραμικρή κουβέντα για το Νταρντανιέλοβ μπροστά στον Κόλια, κατακοκκίνιζε απ' την ντροπή της σαν τριαντάφυλλο. Κάτι τέτοιες στιγμές ο Κόλια κοίταζε σκυθρωπός απ' το παράθυρο ή εξέταζε προσεχτικά τα παπούτσια του ή φώναζε άγρια τον Περεζβόν, ένα κατσαρομάλλικο κι αρκετά βρόμικο σκυλί που εδώ κι ένα μήνα το 'φερε ξαφνικά από κάπου, το κράταγε στο σπίτι και δεν το 'δειχνε σε κανέναν απ' τους φίλους του. Το τυραννούσε φριχτά μαθαίνοντάς του όλα τα κόλπα και τα γυμνάσματα. Τόσο που το σκυλί γρύλιζε λυπητερά όταν αυτός πήγαινε στο σχολείο κι ούρλιαζε από ενθουσιασμό όταν γυρνούσε. Χοροπήδαγε τότε σα δαιμονισμένο, στεκόταν σούζα, έπεφτε στο πάτωμα κι έκανε τον ψόφιο κ.τ.λ. Με δυο λόγια έκανε το καθετί που είχε μάθει χωρίς να του το ζητάνε μα μόνο και μόνο απ' τον ενθουσιασμό του κι από καλοσύνη του.

Μα νομίζω πως ξέχασα να πω πως ο Κόλια Κρασότκιν ήταν κείνο το ίδιο αγόρι που ο γνωστός πια στον αναγνώστη Ηλιούσα, ο γιος του απόστρατου λοχαγού Σνεγκιριόβ, τον είχε χτυπήσει στο μηρό μ' ένα σουγιαδάκι, θέλοντας να υπερασπιστεί τον πατέρα του που οι μαθητές είχαν αρχίσει να τον κοροϊδεύουν λέγοντάς τον «ξέφτι».