×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντίκενς, Κ. - Χριστουγεννιάτικη Ιστορία (Andreas Playmobilegolas), 3. Το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρόντος

3. Το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρόντος

Όταν ξύπνησε ο Σκρούτζ, το ρολόι χτυπούσε μία. Μια κατακόκκινη λάμψη ερχόταν απ' τη σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τη ρόμπα του και πήγε να δει τι συμβαίνει. Η σάλα είχε μεταμορφωθεί! Από το πάτωμα ως το ταβάνι ήταν στολισμένη με κισσό, λιόπρινο και ιξό. Στο τζάκι έκαιγε μία ζωηρή φωτιά και στη γωνιά υψωνόταν ένας τεράστιος σωρός από φαγητά-γαλοπούλες, χήνες, πατάτες, μήλα, καρύδια – ενώ πάνω στην κορυφή καθόταν χαμογελαστός ένας γίγαντας μ' ένα δαυλό αναμμένο στο αριστερό του χέρι.

«Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρόντος», του φώναξε φιλικά. «Έλα!». Ο Σκρούτζ παρατήρησε το Πνεύμα. Ήταν ντυμένο μ' ένα μακρύ λευκό χιτώνα. Και πάνω στα μακριά μαύρα του μαλλιά φορούσε ένα στεφάνι από λιόπρινο.

«Πήγαινε με όπου θέλεις», ξερόβηξε ο Σκρούτζ. «Πήρα ήδη μερικά μαθήματα απ' το συνάδελφό σου. Είμαι έτοιμος να παρακολουθήσω και τα δικά σου».

«Τότε πιάσου από τον ποδόγυρο του χιτώνα μου», απάντησε ο γίγαντας.

Η χαρούμενη σάλα, η διακόσμηση, τα φαγητά, όλα εξαφανίστηκαν.

Βρέθηκαν έξω από το σπίτι του υπαλλήλου του, του Μπόμπ Κράτσιτ και κοίταξαν από το παράθυρο. Η κυρία Κράτσιτ και οι τρεις κόρες της φορούσαν παλιά φθαρμένα φορέματα, στολισμένα όμως με κορδέλες για τη γιορτή, και κάθονταν στο τραπέζι. Ξαφνικά, μπήκαν τρέχοντας δυό αγοράκια.

«Μυρίσαμε γαλοπούλα ψητή! Τι καλά! Μοσχοβολά από το δρόμο!» φώναξαν με ενθουσιασμό. Πίσω τους ερχόταν ο πατέρας τους. Στους ώμους του κουβαλούσε το μικρότερο γιό του, τον Τιμ. Τον απέθεσε προσεκτικά στο πάτωμα. Το παιδί ήταν άρρωστο και βάδιζε με δεκανίκι.

Κάθησαν όλοι στο γιορτινό τραπέζι. Η μικρή γαλοπούλα μοιράστηκε πολύ προσεκτικά ώστε να φτάσει για όλους. Πάντως η σκηνή ήταν χαρούμενη. Οι δυό γονείς πρόσεχαν ιδιαίτερα τον ανάπηρο Τιμ. Ένα χαμόγελο φώτισε το χλωμό του προσωπάκι.

«Πνεύμα», ρώτησε με ξαφνικό ενδιαφέρον ο Σκρούτζ, «ο μικρός Τιμ θα… ζήσει ακόμη για πολύ;».

«Χμμ… τον περιβάλλουν σκιές. Αν το μέλλον δεν τις μεταβάλει, το παιδάκι θα πεθάνει! Αλλά εσένα τι σε νοιάζει; Ένα στόμα λιγότερο σε τούτο τον πυκνοκατοικημένο κόσμο. Έτσι δεν είναι;».

Ο Σκρούτζ τότε θυμήθηκε ότι ο ίδιος είχε επαναλάβει πολλές φορές αυτή τη φράση. Και κατέβασε το κεφάλι ντροπιασμένος.

Ξαφνικά, χωρίς το Πνεύμα να προσθέσει άλλη λέξη, βρέθηκαν στο σπίτι του ανιψιού του. «Ο θείος Σκρούτζ μας θεωρεί τρελούς που γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα. Κι έτσι, αρνήθηκε να φάει μαζί μας σήμερα», είπε ο Φρεντ.

«Τι απαίσιος άνθρωπος», αναστέναξε η γυναίκα του υποτιμητικά και οι καλεσμένοι κούνησαν τα κεφάλια γιατί συμφώνησαν μαζί της. Αλλά ο Φρεντ πρόσθεσε πικραμένος: «Εγώ, πάντως, λυπάμαι ειλικρινά που ο θείος έχασε μία ευκαιρία να χαρεί. Και τώρα, παρ' όλο που δε βρίσκεται μαζί μας, θα ήθελα να του εκφράσω τις καλύτερες ευχές μου». Κι αμέσως σήκωσε το ποτήρι και ήπιε στην υγειά του θείου του.

Γρήγορα όμως η χαρούμενη ομήγυρη ξέχασε τον Σκρούτζ. Έπαιξαν μουσική, χόρεψαν, διασκέδασαν με παντομίμα. Ο Σκρούτζ, που τόσο του άρεσε αυτό το παιχνίδι, συμμετείχε όλο χαρά, ξεχνώντας ότι κανείς δεν μπορούσε να τον δει η να τον ακούσει. Το Πνεύμα τον παρακολουθούσε κι έμοιαζε να το γλεντάει μαζί του. Αλλά σύντομα ήρθε η ώρα να φύγουν. «Έχουμε να επισκεφτούμε πολλά μέρη ακόμη ώσπου να περάσει η νύχτα», είπε το Πνεύμα.

Και οδήγησε τον Σκρούτζ έξω από το σπίτι. Περπάτησαν μέσα στο κρύο και στο χιονόνερο, σε βρωμερά στενά και δρομάκια περίεργα, κι ακόμη κάτω από τις σκοτεινές γέφυρες της πόλης. Εκεί ο Σκρούτζ είδε δυστυχισμένους ανθρώπους που, κολλημένοι σφιχτά ο ένας πάνω στον άλλον, προσπαθούσαν να ζεσταθούν. Ανάμεσα τους τριγύριζαν παιδάκια που ζητιάνευαν φαγητό απ' τους περαστικούς. Κάπου μακριά, ένα ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.

Ο Σκρούτζ, τρομοκρατημένος απ' την τόση αθλιότητα, αναζήτησε το γιγάντιο Πνεύμα. Αλλά εκείνο είχε εξαφανιστεί.


3. Το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρόντος 3\. The Christmas Spirit of the Present 3. Günümüzün Noel Ruhu

Όταν ξύπνησε ο Σκρούτζ, το ρολόι χτυπούσε μία. When Scrooge awoke, the clock was striking one. Μια κατακόκκινη λάμψη ερχόταν απ' τη σάλα. A crimson glow was coming from the hall. Σηκώθηκε, φόρεσε τη ρόμπα του και πήγε να δει τι συμβαίνει. He got up, put on his robe and went to see what was going on. Η σάλα είχε μεταμορφωθεί! The hall had been transformed! Από το πάτωμα ως το ταβάνι ήταν στολισμένη με κισσό, λιόπρινο και ιξό. From floor to ceiling it was decorated with ivy, lioprino and gorse. Στο τζάκι έκαιγε μία ζωηρή φωτιά και στη γωνιά υψωνόταν ένας τεράστιος σωρός από φαγητά-γαλοπούλες, χήνες, πατάτες, μήλα, καρύδια – ενώ πάνω στην κορυφή καθόταν χαμογελαστός ένας γίγαντας μ' ένα δαυλό αναμμένο στο αριστερό του χέρι. A lively fire was burning in the hearth, and in the corner rose a huge pile of food—turkeys, geese, potatoes, apples, walnuts—while on the top sat a smiling giant with a burning torch in his left hand.

«Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρόντος», του φώναξε φιλικά. "I am the Christmas Spirit of the Present," she called to him amiably. «Έλα!». Ο Σκρούτζ παρατήρησε το Πνεύμα. Scrooge noticed the Spirit. Ήταν ντυμένο μ' ένα μακρύ λευκό χιτώνα. He was dressed in a long white robe. Και πάνω στα μακριά μαύρα του μαλλιά φορούσε ένα στεφάνι από λιόπρινο. And on his long black hair he wore a crown of lioprino.

«Πήγαινε με όπου θέλεις», ξερόβηξε ο Σκρούτζ. "Go with me wherever you want," snapped Scrooge. «Πήρα ήδη μερικά μαθήματα απ' το συνάδελφό σου. "I already took some lessons from your colleague. Είμαι έτοιμος να παρακολουθήσω και τα δικά σου». I'm ready to watch yours too."

«Τότε πιάσου από τον ποδόγυρο του χιτώνα μου», απάντησε ο γίγαντας. "Then take hold of the hem of my tunic," replied the giant.

Η χαρούμενη σάλα, η διακόσμηση, τα φαγητά, όλα εξαφανίστηκαν. The happy hall, the decoration, the food, everything disappeared.

Βρέθηκαν έξω από το σπίτι του υπαλλήλου του, του Μπόμπ Κράτσιτ και κοίταξαν από το παράθυρο. They found themselves outside the house of his employee, Bob Cratchit, and looked through the window. Η κυρία Κράτσιτ και οι τρεις κόρες της φορούσαν παλιά φθαρμένα φορέματα, στολισμένα όμως με κορδέλες για τη γιορτή, και κάθονταν στο τραπέζι. Mrs. Cratchit and her three daughters were wearing old worn-out dresses, but decorated with festive ribbons, and were sitting at the table. Ξαφνικά, μπήκαν τρέχοντας δυό αγοράκια. Suddenly, two little boys came running in.

«Μυρίσαμε γαλοπούλα ψητή! “We smelled roast turkey! Τι καλά! How nice! Μοσχοβολά από το δρόμο!» φώναξαν με ενθουσιασμό. Musk shoots from the street! " they shouted enthusiastically. Πίσω τους ερχόταν ο πατέρας τους. Their father was coming behind them. Στους ώμους του κουβαλούσε το μικρότερο γιό του, τον Τιμ. On his shoulders he carried his youngest son, Tim. Τον απέθεσε προσεκτικά στο πάτωμα. He carefully placed him on the floor. Το παιδί ήταν άρρωστο και βάδιζε με δεκανίκι. The child was sick and walked with a crutch.

Κάθησαν όλοι στο γιορτινό τραπέζι. They all sat down at the festive table. Η μικρή γαλοπούλα μοιράστηκε πολύ προσεκτικά ώστε να φτάσει για όλους. The small turkey was very carefully divided so that it arrived for everyone. Πάντως η σκηνή ήταν χαρούμενη. However, the scene was happy. Οι δυό γονείς πρόσεχαν ιδιαίτερα τον ανάπηρο Τιμ. The two parents took special care of the disabled Tim. Ένα χαμόγελο φώτισε το χλωμό του προσωπάκι. A smile lit up his pale face.

«Πνεύμα», ρώτησε με ξαφνικό ενδιαφέρον ο Σκρούτζ, «ο μικρός Τιμ θα… ζήσει ακόμη για πολύ;». "Spirit," asked Scrooge with sudden interest, "will little Tim… live much longer?"

«Χμμ… τον περιβάλλουν σκιές. “Hmm… shadows surround him. Αν το μέλλον δεν τις μεταβάλει, το παιδάκι θα πεθάνει! If the future does not change them, the child will die! Αλλά εσένα τι σε νοιάζει; Ένα στόμα λιγότερο σε τούτο τον πυκνοκατοικημένο κόσμο. But what do you care? One less mouth in this crowded world. Έτσι δεν είναι;». Is not that right;".

Ο Σκρούτζ τότε θυμήθηκε ότι ο ίδιος είχε επαναλάβει πολλές φορές αυτή τη φράση. Scrooge then remembered that he himself had repeated this phrase many times. Και κατέβασε το κεφάλι ντροπιασμένος. And he hung his head in shame. Et il baissa la tête de honte.

Ξαφνικά, χωρίς το Πνεύμα να προσθέσει άλλη λέξη, βρέθηκαν στο σπίτι του ανιψιού του. Suddenly, without the Spirit adding another word, they found themselves at his nephew's house. «Ο θείος Σκρούτζ μας θεωρεί τρελούς που γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα. “Uncle Scrooge thinks we're crazy for celebrating Christmas. Κι έτσι, αρνήθηκε να φάει μαζί μας σήμερα», είπε ο Φρεντ. And so, he refused to eat with us today,” said Fred.

«Τι απαίσιος άνθρωπος», αναστέναξε η γυναίκα του υποτιμητικά και οι καλεσμένοι κούνησαν τα κεφάλια γιατί συμφώνησαν μαζί της. "What an awful man," his wife sighed disparagingly, and the guests nodded in agreement with her. Αλλά ο Φρεντ πρόσθεσε πικραμένος: «Εγώ, πάντως, λυπάμαι ειλικρινά που ο θείος έχασε μία ευκαιρία να χαρεί. But Fred added bitterly: “I, however, am truly sorry that uncle has missed a chance to be happy. Και τώρα, παρ' όλο που δε βρίσκεται μαζί μας, θα ήθελα να του εκφράσω τις καλύτερες ευχές μου». And now, even though he is not with us, I would like to express my best wishes to him". Κι αμέσως σήκωσε το ποτήρι και ήπιε στην υγειά του θείου του. And immediately he raised the glass and drank to his uncle's health. Et aussitôt il leva son verre et but à la santé de son oncle.

Γρήγορα όμως η χαρούμενη ομήγυρη ξέχασε τον Σκρούτζ. But the happy omigira quickly forgot about Scrooge. Έπαιξαν μουσική, χόρεψαν, διασκέδασαν με παντομίμα. They played music, danced, had fun with pantomime. Ο Σκρούτζ, που τόσο του άρεσε αυτό το παιχνίδι, συμμετείχε όλο χαρά, ξεχνώντας ότι κανείς δεν μπορούσε να τον δει η να τον ακούσει. Scrooge, who loved this game so much, joined in happily, forgetting that no one could see or hear him. Το Πνεύμα τον παρακολουθούσε κι έμοιαζε να το γλεντάει μαζί του. The Spirit was watching him and seemed to be having fun with him. Αλλά σύντομα ήρθε η ώρα να φύγουν. But soon it was time for them to leave. «Έχουμε να επισκεφτούμε πολλά μέρη ακόμη ώσπου να περάσει η νύχτα», είπε το Πνεύμα. "We have many places yet to visit before the night falls," said the Spirit.

Και οδήγησε τον Σκρούτζ έξω από το σπίτι. And led Scrooge out of the house. Περπάτησαν μέσα στο κρύο και στο χιονόνερο, σε βρωμερά στενά και δρομάκια περίεργα, κι ακόμη κάτω από τις σκοτεινές γέφυρες της πόλης. They walked through the cold and sleet, through stinking alleys and strange streets, and even under the dark bridges of the city. Εκεί ο Σκρούτζ είδε δυστυχισμένους ανθρώπους που, κολλημένοι σφιχτά ο ένας πάνω στον άλλον, προσπαθούσαν να ζεσταθούν. There Scrooge saw unhappy people who, clinging tightly to each other, were trying to keep warm. Ανάμεσα τους τριγύριζαν παιδάκια που ζητιάνευαν φαγητό απ' τους περαστικούς. Among them, there were little children begging for food from passers-by. Κάπου μακριά, ένα ρολόι σήμανε μεσάνυχτα. Somewhere in the distance, a clock struck midnight.

Ο Σκρούτζ, τρομοκρατημένος απ' την τόση αθλιότητα, αναζήτησε το γιγάντιο Πνεύμα. Scrooge, horrified by such wretchedness, sought out the giant Spirit. Αλλά εκείνο είχε εξαφανιστεί. But that was gone.