×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Conan Doyle, A. - Σπουδή στο Άλικο, 2.6 Συνέχιση των Απομνημονευμάτων του Τζων Γουώτσον, Ιατρού (2)

2.6 Συνέχιση των Απομνημονευμάτων του Τζων Γουώτσον, Ιατρού (2)

«Ήταν πιο κοντά στις μια παρά στις δώδεκα, και μια αγριεμένη, ψυχρή νύχτα, με τον αέρα να φυσά δυνατά και χείμαρρους βροχής. Όσο καταθλιπτικά όπως ήταν έξω, τόσο ευτυχισμένος ήμουν μέσα μου—τόσο χαρούμενος που θα είχα φωνάξει από αγαλλίαση. Αν κάποιος σας κύριοι είχε μαραζώσει για ένα πράγμα, και το είχε λαχταρήσει για είκοσι ολόκληρα χρόνια, και ύστερα άξαφνα το είχε βρει κοντά του, θα καταλαβαίνατε τα συναισθήματα του. Άναψα ένα πούρο και το κάπνισα για να ηρεμήσω τα νεύρα μου, αλλά τα χέρια μου έτρεμαν, και οι κρόταφοι μου πάλλονταν από την ταραχή. Καθώς οδηγούσα, έβλεπα τον γέρο Τζων Φερριέρ και την Λούσυ να με κοιτάζουν μέσα από το σκοτάδι και να μου χαμογελούν, όπως σας βλέπω όλους μέσα στο δωμάτιο. Για όλο το δρόμο βρίσκονταν μπροστά μου, ένας τους σε κάθε πλευρά του αλόγου μέχρι που σταμάτησα έξω από το σπίτι στο Δρόμο του Μπρίξτον.

«Ούτε ψυχή δεν φαινόταν, ούτε ήχος δεν ακουγόταν, εκτός του ακατάπαυστου ήχου της βροχής. Όταν κοίταξα μέσα από το παράθυρο είδα τον Ντρέμπερ μαζεμένο σε ένα μεθυσμένο λήθαργο. Τον κούνησα από το χέρι, «Ώρα να βγεις έξω», είπα.

«'Εντάξει, αμαξά,' είπε.

«Υποθέτω πως σκέφθηκε ότι είχαμε φτάσει στο ξενοδοχείο που είχε αναφέρει, γιατί βγήκε έξω δίχως άλλη κουβέντα, και με ακολούθησε μέσα στον κήπο. Ήμουν υποχρεωμένος να περπατάω πλάι του για να τον κρατάω όρθιο, γιατί ήταν ακόμη κάπως βαρύς. Όταν έφτασε στην πόρτα, την άνοιξα, και τον οδήγησα στο μπροστινό δωμάτιο. Σας δίνω τον λόγο μου πως για όλη την διαδρομή, ο πατέρας και η κόρη περπατούσαν μπροστά μας.

«'Είναι διαβολεμένα σκοτεινά'», είπε εκείνος, παραπατώντας ολόγυρα.

«'Θα έχουμε σύντομα φως,' είπα, τρίβοντας ένα σπίρτο και ανάβοντας ένα κερί που είχα φέρει μαζί μου. ‘Τώρα, Ένοκ Ντρέμπερ,' συνέχισα, στρεφόμενος σε εκείνον, και κρατώντας το φως στο πρόσωπο μου, ‘ποιος είμαι;'»

Με κοίταξε με θολά, μεθυσμένα μάτια για μια στιγμή, και ύστερα είδα τον τρόμο να ξεπηδά μέσα τους, και να παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά του, γεγονός που φανέρωσε πως με γνώριζε. Παραπάτησε προς τα πίσω με το πρόσωπο του να έχει χλομιάσει, και είδα ιδρώτα να κυλά από το μέτωπο του, ενώ τα δόντια του χτυπούσαν. Στην θέα αυτή, ακούμπησα την πλάτη μου πάνω στην πόρτα και γέλασα δυνατά και για αρκετή ώρα. Πάντοτε ήξερα πως η εκδίκηση θα ήταν γλυκιά, όμως ποτέ δεν είχα ελπίσει για εκείνη την ψυχική αγαλλίαση που με κατείχε εκείνη την στιγμή.

«'Παλιοτόμαρο! '» είπα· ‘Σε κυνήγησα από την Πόλη του Σαλτ Λέηκ μέχρι την Αγία Πετρούπολη, και πάντοτε μου ξέφευγες. Τώρα, επιτέλους οι περιπλανήσεις σου έφτασαν στο τέλος, γιατί είτε εσύ είτε εγώ δε θα δούμε ποτέ ξανά τον ήλιο να ανατέλλει την επόμενη μέρα.' Μαζεύτηκε ακόμη μακρύτερα καθώς μιλούσα, και έβλεπα στο πρόσωπο του πως με θεωρούσε τρελό. Και ήμουν την ώρα εκείνη. Οι παλμοί χτυπούσαν στους κροτάφους μου σαν βαριές, και πιστεύω πως θα είχα πέσει σε κάποια κρίση αν το αίμα δεν είχε ξεχυθεί από τη μύτη μου και με ανακουφίσει.

«'Τι έχεις να πεις για την Λούσυ Φερριέρ τώρα;' Φώναξα, κλειδώνοντας την πόρτα, και κουνώντας του το κλειδί κατάμουτρα. ‘Η τιμωρία άργησε να έρθει, αλλά επιτέλους σε πρόφτασε.' Είδα τα άνανδρα χείλη του να τρέμουν καθώς μιλούσα. Θα με είχε ικετέψει για την ζωή του, όμως ήξερε καλά πως ήταν μάταιο.

«'Θα με δολοφονούσες;» τραύλισε.

«'Δεν υπάρχει κανένας φόνος,' απάντησα. ‘Ποιος μιλά για φόνο ενός λυσσασμένου σκύλου; Ποιο το έλεος σου πάνω στην φτωχή μου αγαπούλα, όταν την έσυρες μακριά από τον δολοφονημένο πατέρα της, και την φυλάκισες στο καταραμένο και ξεδιάντροπο χαρέμι σου.'

«'Δε σκότωσα εγώ τον πατέρα της,' φώναξε.

«'Εσύ όμως ράγισες την αθώα της καρδούλα,' ούρλιαξα, προτείνοντας απότομα το κουτί μπροστά του. ‘Ας μας κρίνει ο μεγαλοδύναμος Θεός. Διάλεξε και κατάπιε. Το ένα έχει το θάνατο και το άλλο την ζωή. Θα πάρω όποιο αφήσεις. Ας δούμε αν υπάρχει δικαιοσύνη πάνω στη γη, η αν μας κυβερνά η τύχη.'

«Τραβήχτηκε μακριά με αγριεμένες φωνές και ικεσίες για έλεος, όμως εγώ τράβηξα το μαχαίρι μου και το κράτησα στον λαιμό του ώσπου με υπάκουσε. Έπειτα κατάπια το άλλο, και σταθήκαμε αντικρίζοντας ο ένας τον άλλο σιωπηλοί για ένα λεπτό ή και περισσότερο, περιμένοντας να δούμε ποιος θα ζούσε και ποιος θα πέθαινε. Δε θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα που αναδύθηκε στο πρόσωπο του όταν οι πρώτες ενδείξεις τον έκαναν να καταλάβει πως το δηλητήριο βρισκόταν στον οργανισμό του; Γέλασα μόλις το είδα, και κράτησα την νυφική βέρα της Λούσυ μπροστά στα μάτια του. Μονάχα για μια στιγμή, γιατί η δράση του αλκαλοειδούς ήταν γοργή. Ένας σπασμός πόνου παραμόρφωσε τα χαρακτηριστικά του· τίναξε τα χέρια του μπροστά, παραπάτησε, κι ύστερα, με μια τραχιά κραυγή, έπεσε βαριά στο πάτωμα. Τον γύρισα από την άλλη με το πόδι μου, και ακούμπησα το χέρι μου πάνω στην καρδιά του. Δεν υπήρξε καμιά κίνηση. Ήταν νεκρός!

«Το αίμα κυλούσε από τη μύτη μου, όμως ούτε καν το είχα προσέξει. Δεν ξέρω τι με έπιασε και έγραψα πάνω στον τοίχο με αυτό. Ίσως να ήταν κάποια πονηρή ιδέα να βάλω την αστυνομία σε λάθος δρόμο, γιατί ένοιωθα ξέγνοιαστος και κεφάτος. Θυμήθηκα έναν Γερμανό που είχε βρεθεί στην Νέα Υόρκη με το RACHE γραμμένο από πάνω του, και έγινε πολύ κουβέντα εκείνο τον καιρό στις εφημερίδες πως μυστικές οργανώσεις έπρεπε να το είχαν διαπράξει. Υπέθεσα πως ότι είχε προβληματίσει τους Νεοϋορκέζους θα προβλημάτιζε και τους Λονδρέζους, έτσι βούτηξα το χέρι στο ίδιο μου το αίμα και το αποτύπωσα σε ένα βολικό σημείο του τοίχου. Έπειτα περπάτησα μέχρι την άμαξα μου και είδα πως δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, και πως η νύχτα ήταν ακόμη αγριεμένη. Είχα οδηγήσει κάποια απόσταση όταν έβαλα το χέρι μου στην τσέπη στην οποία συνήθως φυλούσα το δαχτυλίδι της Λούσυ, και ανακάλυψα πως δεν ήταν εκεί. Πάγωσα στο γεγονός, γιατί αποτελούσε το μοναδικό αναμνηστικό που είχα από εκείνη. Σκεπτόμενος πως μπορεί να μου είχε πέσει όταν έσκυψα πάνω από το σώμα του Ντρέμπερ, επέστρεψα πίσω, και αφήνοντας την άμαξα μου σε ένα πλευρικό δρόμο, πήγα θαρραλέα μέχρι το σπίτι —γιατί ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω τα πάντα παρά να χάσω το δαχτυλίδι. Όταν έφτασα εκεί, έπεσα μέσα στα χέρια ενός αστυνομικού ο οποίος έβγαινε έξω, και μονάχα υποκρινόμενος τον μεθυσμένο κατόρθωσα να αποδιώξω τις υποψίες του.

«Έτσι λοιπόν ο Ένοκ Ντρέμπερ βρήκε το τέλος του. Το μόνο που απέμενε να κάνω ήταν το ίδιο και για τον Στάνγκερσον, και έτσι να ξεπληρώσω το χρέος του Τζων Φερριέρ. Ήξερα πως διέμενε στο Ιδιωτικό Ξενοδοχείο Χάλιντεϋ, και τριγύριζα την περιοχή ολόκληρη τη μέρα, όμως εκείνος δε βγήκε ούτε στιγμή έξω. Φαντάζομαι πως κάτι υποπτεύθηκε όταν ο Ντρέμπερ δεν έκανε την εμφάνιση του. Ήταν πανούργος, ο Στάνγκερσον, και πάντοτε πρόσεχε. Αν σκεφτόταν πως θα με κρατούσε μακριά μένοντας μέσα ήταν βαθιά νυχτωμένος. Σύντομα ανακάλυψα ποιο ήταν το παράθυρο του υπνοδωματίου του, και νωρίς το επόμενο πρωί χρησιμοποιώντας κάποιες σκάλες που βρίσκονταν στο δρομάκι πίσω από το ξενοδοχείο, ανέβηκα στο δωμάτιο του την ώρα που είχε αρχίσει να χαράζει. Τον ξύπνησα και του είπα πως είχε έρθει η ώρα να λογοδοτήσει για την ζωή που είχε αφαιρέσει πριν από τόσο καιρό. Του περιέγραψα τον θάνατο του Ντρέμπερ, και του προσέφερα την ίδια επιλογή των δηλητηριασμένων χαπιών. Αντί να αδράξει την ευκαιρία της ασφάλειας που του προσφερόταν, πετάχτηκε από το κρεβάτι και έκανε να με πιάσει από τον λαιμό. Σε αυτό-άμυνα τον μαχαίρωσα στην καρδιά. Όπως και να είχε το ίδιο θα ήταν, γιατί η Θεία Πρόνοια δεν θα είχε ποτέ επιτρέψει το ένοχο χέρι του να διαλέξει οτιδήποτε εκτός του δηλητηρίου.

«Ελάχιστα απομένουν να πω ακόμη, και είναι ευτύχημα, γιατί έχω σχεδόν αποκάμει. Συνέχισα με την άμαξα για μια ακόμη μέρα ή κάπου εκεί, σκοπεύοντας να συνεχίσω μέχρι να μαζέψω αρκετά για να με φτάσουν να επιστρέψω στην Αμερική. Στεκόμουν στην αυλή όταν ένα κουρελιάρικο χαμίνι με ρώτησε αν υπήρχε ένας αμαξάς ονόματι Τζέφερσον Χόουπ, και είπε πως το αμάξι του είχε ζητηθεί από έναν κύριο στο 221Β της οδού Μπέϊκερ. Πείστηκα, δίχως να υποπτευθώ τίποτα, και το επόμενο που κατάλαβα, ήταν ο νεαρός από εδώ να μου ‘χει περάσει τις χειροπέδες και τόσο καθαρά τσακώσει όσο ποτέ στην ζωή μου. Αυτή είναι όλη η ιστορία μου, κύριοι. Ίσως να με θεωρήσετε δολοφόνο· όμως εγώ κρίνω πως είμαι τόσο ένα όργανο της δικαιοσύνης όσο και εσείς.»

Τόσο συγκλονιστική ήταν η αφήγηση του ανθρώπου αυτού, και ο τρόπος του ήταν τόσο εκφραστικός ώστε όλοι μας παραμείναμε σιωπηλοί και απορροφημένοι. Ακόμη και οι επαγγελματίες ντετέκτιβ, όσο μπλαζέ κι αν ήταν όσον αφορά την κάθε λεπτομέρεια του εγκλήματος, φάνηκαν να ενδιαφέρονται ειλικρινά για την ιστορία του άντρα. Όταν τελείωσε καθίσαμε για μερικά λεπτά σε πλήρη ακινησία η οποία διακοπτόταν μόνο από τον ήχο ξυσίματος του μολυβιού του Λεστρέιντ καθώς έβαζε τις τελευταίες πινελιές στην στενογραφική καταγραφή του.

«Υπάρχει μόνο ένα σημείο το οποίο θα ήθελα κάποια περαιτέρω πληροφόρηση», είπε ο Σέρλοκ Χολμς τελικά. «Ποιος ήταν ο συνεργός σου ο οποίος ήρθε για το δακτυλίδι που είχα βάλει αγγελία;»

Ο κρατούμενος έκλεισε το μάτι χωρατατζίδικα στον φίλο μου. «Μπορώ να αναφέρω μόνο τα δικά μου μυστικά», είπε, «όμως δεν θα βάλω άλλους ανθρώπους σε μπελάδες. Είδα την αγγελία σας, και σκέφτηκα πως ίσως να ήταν κάποιο σχέδιο, είτε να ήταν το δαχτυλίδι το οποίο επιθυμούσα. Ο φίλος μου προθυμοποιήθηκε να έρθει και να δει. Πιστεύω πως θα δεχθείτε ότι το έκανε έξυπνα.»

«Ουδεμία αμφιβολία περί αυτού», είπε ο Χολμς εγκάρδια.

«Τώρα, κύριοι», σχολίασε ο Επιθεωρητής σοβαρά, «οι νομικές διαδικασίες οφείλεται να τηρηθούν. Την Πέμπτη ο κρατούμενος θα παρουσιαστεί ενώπιον των δικαστών, και η παρουσία σας θα απαιτηθεί. Μέχρι τότε θα είμαι υπεύθυνος για αυτόν.» Χτύπησε το κουδούνι καθώς μίλησε, και ο Τζέφερσον Χόουπ οδηγήθηκε έξω από δυο φύλακες, ενώ ο φίλος μου και εγώ φύγαμε από το Τμήμα και επιστρέψαμε με ένα αμάξι στην οδό Μπέϊκερ.


2.6 Συνέχιση των Απομνημονευμάτων του Τζων Γουώτσον, Ιατρού (2)

«Ήταν πιο κοντά στις μια παρά στις δώδεκα, και μια αγριεμένη, ψυχρή νύχτα, με τον αέρα να φυσά δυνατά και χείμαρρους βροχής. "It was closer to one than twelve, and a fierce, cold night, with strong winds and torrents of rain. Όσο καταθλιπτικά όπως ήταν έξω, τόσο ευτυχισμένος ήμουν μέσα μου—τόσο χαρούμενος που θα είχα φωνάξει από αγαλλίαση. As depressing as it was outside, I was so happy inside — so happy that I would have cried out in joy. Αν κάποιος σας κύριοι είχε μαραζώσει για ένα πράγμα, και το είχε λαχταρήσει για είκοσι ολόκληρα χρόνια, και ύστερα άξαφνα το είχε βρει κοντά του, θα καταλαβαίνατε τα συναισθήματα του. If any of you gentlemen had withered for one thing, and longed for it for twenty whole years, and then suddenly found it near him, you would understand his feelings. Άναψα ένα πούρο και το κάπνισα για να ηρεμήσω τα νεύρα μου, αλλά τα χέρια μου έτρεμαν, και οι κρόταφοι μου πάλλονταν από την ταραχή. Καθώς οδηγούσα, έβλεπα τον γέρο Τζων Φερριέρ και την Λούσυ να με κοιτάζουν μέσα από το σκοτάδι και να μου χαμογελούν, όπως σας βλέπω όλους μέσα στο δωμάτιο. As I drove, I saw old John Ferrier and Lucy looking at me through the darkness and smiling at me, as I see you all in the room. Για όλο το δρόμο βρίσκονταν μπροστά μου, ένας τους σε κάθε πλευρά του αλόγου μέχρι που σταμάτησα έξω από το σπίτι στο Δρόμο του Μπρίξτον. They were in front of me all the way, one on each side of the horse until I stopped outside the house on Brixton Road.

«Ούτε ψυχή δεν φαινόταν, ούτε ήχος δεν ακουγόταν, εκτός του ακατάπαυστου ήχου της βροχής. Όταν κοίταξα μέσα από το παράθυρο είδα τον Ντρέμπερ μαζεμένο σε ένα μεθυσμένο λήθαργο. Τον κούνησα από το χέρι, «Ώρα να βγεις έξω», είπα.

«'Εντάξει, αμαξά,' είπε.

«Υποθέτω πως σκέφθηκε ότι είχαμε φτάσει στο ξενοδοχείο που είχε αναφέρει, γιατί βγήκε έξω δίχως άλλη κουβέντα, και με ακολούθησε μέσα στον κήπο. "I guess he thought we had arrived at the hotel he had mentioned, because he went out without further ado, and followed me into the garden. Ήμουν υποχρεωμένος να περπατάω πλάι του για να τον κρατάω όρθιο, γιατί ήταν ακόμη κάπως βαρύς. I had to walk beside him to keep him upright, because he was still a bit heavy. Όταν έφτασε στην πόρτα, την άνοιξα, και τον οδήγησα στο μπροστινό δωμάτιο. Σας δίνω τον λόγο μου πως για όλη την διαδρομή, ο πατέρας και η κόρη περπατούσαν μπροστά μας. I give you my word that for the whole journey, the father and the daughter were walking in front of us.

«'Είναι διαβολεμένα σκοτεινά'», είπε εκείνος, παραπατώντας ολόγυρα. "They are devilishly dark," he said, stumbling all around.

«'Θα έχουμε σύντομα φως,' είπα, τρίβοντας ένα σπίρτο και ανάβοντας ένα κερί που είχα φέρει μαζί μου. "'We will have light soon,' I said, rubbing a match and lighting a candle I had brought with me. ‘Τώρα, Ένοκ Ντρέμπερ,' συνέχισα, στρεφόμενος σε εκείνον, και κρατώντας το φως στο πρόσωπο μου, ‘ποιος είμαι;'»

Με κοίταξε με θολά, μεθυσμένα μάτια για μια στιγμή, και ύστερα είδα τον τρόμο να ξεπηδά μέσα τους, και να παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά του, γεγονός που φανέρωσε πως με γνώριζε. Παραπάτησε προς τα πίσω με το πρόσωπο του να έχει χλομιάσει, και είδα ιδρώτα να κυλά από το μέτωπο του, ενώ τα δόντια του χτυπούσαν. Στην θέα αυτή, ακούμπησα την πλάτη μου πάνω στην πόρτα και γέλασα δυνατά και για αρκετή ώρα. At this view, I leaned my back against the door and laughed out loud for a long time. Πάντοτε ήξερα πως η εκδίκηση θα ήταν γλυκιά, όμως ποτέ δεν είχα ελπίσει για εκείνη την ψυχική αγαλλίαση που με κατείχε εκείνη την στιγμή. I always knew that revenge would be sweet, but I had never hoped for that mental delight that possessed me at that moment.

«'Παλιοτόμαρο! '» είπα· ‘Σε κυνήγησα από την Πόλη του Σαλτ Λέηκ μέχρι την Αγία Πετρούπολη, και πάντοτε μου ξέφευγες. Τώρα, επιτέλους οι περιπλανήσεις σου έφτασαν στο τέλος, γιατί είτε εσύ είτε εγώ δε θα δούμε ποτέ ξανά τον ήλιο να ανατέλλει την επόμενη μέρα.' Μαζεύτηκε ακόμη μακρύτερα καθώς μιλούσα, και έβλεπα στο πρόσωπο του πως με θεωρούσε τρελό. He huddled even farther as I spoke, and I could see in his face that he thought I was crazy. Και ήμουν την ώρα εκείνη. Οι παλμοί χτυπούσαν στους κροτάφους μου σαν βαριές, και πιστεύω πως θα είχα πέσει σε κάποια κρίση αν το αίμα δεν είχε ξεχυθεί από τη μύτη μου και με ανακουφίσει. The pulses were pounding on my temples like heavy, and I think I would have had a seizure if the blood had not flowed from my nose and relieved me.

«'Τι έχεις να πεις για την Λούσυ Φερριέρ τώρα;' Φώναξα, κλειδώνοντας την πόρτα, και κουνώντας του το κλειδί κατάμουτρα. "What do you have to say about Lucy Ferrier now?" I shouted, locking the door, and shaking his key. ‘Η τιμωρία άργησε να έρθει, αλλά επιτέλους σε πρόφτασε.' Είδα τα άνανδρα χείλη του να τρέμουν καθώς μιλούσα. Θα με είχε ικετέψει για την ζωή του, όμως ήξερε καλά πως ήταν μάταιο. He would have begged me for his life, but he knew it was in vain.

«'Θα με δολοφονούσες;» τραύλισε. "'Would you kill me?" stuttered.

«'Δεν υπάρχει κανένας φόνος,' απάντησα. "There is no murder," I replied. ‘Ποιος μιλά για φόνο ενός λυσσασμένου σκύλου; Ποιο το έλεος σου πάνω στην φτωχή μου αγαπούλα, όταν την έσυρες μακριά από τον δολοφονημένο πατέρα της, και την φυλάκισες στο καταραμένο και ξεδιάντροπο χαρέμι σου.'

«'Δε σκότωσα εγώ τον πατέρα της,' φώναξε.

«'Εσύ όμως ράγισες την αθώα της καρδούλα,' ούρλιαξα, προτείνοντας απότομα το κουτί μπροστά του. "But you cracked her innocent heart," I screamed, sharply suggesting the box in front of him. ‘Ας μας κρίνει ο μεγαλοδύναμος Θεός. Διάλεξε και κατάπιε. Το ένα έχει το θάνατο και το άλλο την ζωή. One has death and the other life. Θα πάρω όποιο αφήσεις. I will take whatever you leave. Ας δούμε αν υπάρχει δικαιοσύνη πάνω στη γη, η αν μας κυβερνά η τύχη.'

«Τραβήχτηκε μακριά με αγριεμένες φωνές και ικεσίες για έλεος, όμως εγώ τράβηξα το μαχαίρι μου και το κράτησα στον λαιμό του ώσπου με υπάκουσε. Έπειτα κατάπια το άλλο, και σταθήκαμε αντικρίζοντας ο ένας τον άλλο σιωπηλοί για ένα λεπτό ή και περισσότερο, περιμένοντας να δούμε ποιος θα ζούσε και ποιος θα πέθαινε. Δε θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα που αναδύθηκε στο πρόσωπο του όταν οι πρώτες ενδείξεις τον έκαναν να καταλάβει πως το δηλητήριο βρισκόταν στον οργανισμό του; Γέλασα μόλις το είδα, και κράτησα την νυφική βέρα της Λούσυ μπροστά στα μάτια του. Μονάχα για μια στιγμή, γιατί η δράση του αλκαλοειδούς ήταν γοργή. Ένας σπασμός πόνου παραμόρφωσε τα χαρακτηριστικά του· τίναξε τα χέρια του μπροστά, παραπάτησε, κι ύστερα, με μια τραχιά κραυγή, έπεσε βαριά στο πάτωμα. Τον γύρισα από την άλλη με το πόδι μου, και ακούμπησα το χέρι μου πάνω στην καρδιά του. Δεν υπήρξε καμιά κίνηση. Ήταν νεκρός!

«Το αίμα κυλούσε από τη μύτη μου, όμως ούτε καν το είχα προσέξει. "Blood was flowing from my nose, but I had not even noticed it. Δεν ξέρω τι με έπιασε και έγραψα πάνω στον τοίχο με αυτό. I do not know what caught me and I wrote on the wall with it. Ίσως να ήταν κάποια πονηρή ιδέα να βάλω την αστυνομία σε λάθος δρόμο, γιατί ένοιωθα ξέγνοιαστος και κεφάτος. Θυμήθηκα έναν Γερμανό που είχε βρεθεί στην Νέα Υόρκη με το RACHE γραμμένο από πάνω του, και έγινε πολύ κουβέντα εκείνο τον καιρό στις εφημερίδες πως μυστικές οργανώσεις έπρεπε να το είχαν διαπράξει. I remembered a German who was in New York with the RACHE written on it, and there was a lot of talk in the newspapers at the time that secret organizations should have done it. Υπέθεσα πως ότι είχε προβληματίσει τους Νεοϋορκέζους θα προβλημάτιζε και τους Λονδρέζους, έτσι βούτηξα το χέρι στο ίδιο μου το αίμα και το αποτύπωσα σε ένα βολικό σημείο του τοίχου. I assumed that whatever had troubled the New Yorkers would trouble the Londoners, so I dipped my hand in my own blood and imprinted it on a convenient spot on the wall. Έπειτα περπάτησα μέχρι την άμαξα μου και είδα πως δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, και πως η νύχτα ήταν ακόμη αγριεμένη. Είχα οδηγήσει κάποια απόσταση όταν έβαλα το χέρι μου στην τσέπη στην οποία συνήθως φυλούσα το δαχτυλίδι της Λούσυ, και ανακάλυψα πως δεν ήταν εκεί. I had driven some distance when I put my hand in the pocket in which I usually kept Lucy's ring, and discovered that it was not there. Πάγωσα στο γεγονός, γιατί αποτελούσε το μοναδικό αναμνηστικό που είχα από εκείνη. Σκεπτόμενος πως μπορεί να μου είχε πέσει όταν έσκυψα πάνω από το σώμα του Ντρέμπερ, επέστρεψα πίσω, και αφήνοντας την άμαξα μου σε ένα πλευρικό δρόμο, πήγα θαρραλέα μέχρι το σπίτι —γιατί ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω τα πάντα παρά να χάσω το δαχτυλίδι. Thinking that it might have fallen on me when I leaned over Dreber's body, I turned back, and leaving my carriage on a side road, I dared to go home — because I was ready to face everything rather than lose the ring. Όταν έφτασα εκεί, έπεσα μέσα στα χέρια ενός αστυνομικού ο οποίος έβγαινε έξω, και μονάχα υποκρινόμενος τον μεθυσμένο κατόρθωσα να αποδιώξω τις υποψίες του. When I got there, I fell into the hands of a policeman who was coming out, and only by pretending to be drunk did I manage to dispel his suspicions.

«Έτσι λοιπόν ο Ένοκ Ντρέμπερ βρήκε το τέλος του. Το μόνο που απέμενε να κάνω ήταν το ίδιο και για τον Στάνγκερσον, και έτσι να ξεπληρώσω το χρέος του Τζων Φερριέρ. All I had to do was do the same for Stangerson, and thus pay off John Ferrier's debt. Ήξερα πως διέμενε στο Ιδιωτικό Ξενοδοχείο Χάλιντεϋ, και τριγύριζα την περιοχή ολόκληρη τη μέρα, όμως εκείνος δε βγήκε ούτε στιγμή έξω. Φαντάζομαι πως κάτι υποπτεύθηκε όταν ο Ντρέμπερ δεν έκανε την εμφάνιση του. I imagine something was suspected when Dreber did not show up. Ήταν πανούργος, ο Στάνγκερσον, και πάντοτε πρόσεχε. Αν σκεφτόταν πως θα με κρατούσε μακριά μένοντας μέσα ήταν βαθιά νυχτωμένος. If he thought he would keep me away by staying inside he was deep in the night. Σύντομα ανακάλυψα ποιο ήταν το παράθυρο του υπνοδωματίου του, και νωρίς το επόμενο πρωί χρησιμοποιώντας κάποιες σκάλες που βρίσκονταν στο δρομάκι πίσω από το ξενοδοχείο, ανέβηκα στο δωμάτιο του την ώρα που είχε αρχίσει να χαράζει. Τον ξύπνησα και του είπα πως είχε έρθει η ώρα να λογοδοτήσει για την ζωή που είχε αφαιρέσει πριν από τόσο καιρό. Του περιέγραψα τον θάνατο του Ντρέμπερ, και του προσέφερα την ίδια επιλογή των δηλητηριασμένων χαπιών. Αντί να αδράξει την ευκαιρία της ασφάλειας που του προσφερόταν, πετάχτηκε από το κρεβάτι και έκανε να με πιάσει από τον λαιμό. Σε αυτό-άμυνα τον μαχαίρωσα στην καρδιά. In self-defense I stabbed him in the heart. Όπως και να είχε το ίδιο θα ήταν, γιατί η Θεία Πρόνοια δεν θα είχε ποτέ επιτρέψει το ένοχο χέρι του να διαλέξει οτιδήποτε εκτός του δηλητηρίου. Whatever it was, it would be, because Divine Providence would never have allowed his guilty hand to choose anything but poison.

«Ελάχιστα απομένουν να πω ακόμη, και είναι ευτύχημα, γιατί έχω σχεδόν αποκάμει. "I have little left to say, and I am happy, because I am almost exhausted. Συνέχισα με την άμαξα για μια ακόμη μέρα ή κάπου εκεί, σκοπεύοντας να συνεχίσω μέχρι να μαζέψω αρκετά για να με φτάσουν να επιστρέψω στην Αμερική. I continued with the carriage for another day or so, intending to continue until I had gathered enough to get me back to America. Στεκόμουν στην αυλή όταν ένα κουρελιάρικο χαμίνι με ρώτησε αν υπήρχε ένας αμαξάς ονόματι Τζέφερσον Χόουπ, και είπε πως το αμάξι του είχε ζητηθεί από έναν κύριο στο 221Β της οδού Μπέϊκερ. Πείστηκα, δίχως να υποπτευθώ τίποτα, και το επόμενο που κατάλαβα, ήταν ο νεαρός από εδώ να μου ‘χει περάσει τις χειροπέδες και τόσο καθαρά τσακώσει όσο ποτέ στην ζωή μου. I was convinced, without suspecting anything, and the next thing I understood, was the young man from here handcuffing me and fighting as clearly as ever in my life. Αυτή είναι όλη η ιστορία μου, κύριοι. Ίσως να με θεωρήσετε δολοφόνο· όμως εγώ κρίνω πως είμαι τόσο ένα όργανο της δικαιοσύνης όσο και εσείς.» "You may consider me a murderer, but I think I am as much an instrument of justice as you are."

Τόσο συγκλονιστική ήταν η αφήγηση του ανθρώπου αυτού, και ο τρόπος του ήταν τόσο εκφραστικός ώστε όλοι μας παραμείναμε σιωπηλοί και απορροφημένοι. Ακόμη και οι επαγγελματίες ντετέκτιβ, όσο μπλαζέ κι αν ήταν όσον αφορά την κάθε λεπτομέρεια του εγκλήματος, φάνηκαν να ενδιαφέρονται ειλικρινά για την ιστορία του άντρα. Όταν τελείωσε καθίσαμε για μερικά λεπτά σε πλήρη ακινησία η οποία διακοπτόταν μόνο από τον ήχο ξυσίματος του μολυβιού του Λεστρέιντ καθώς έβαζε τις τελευταίες πινελιές στην στενογραφική καταγραφή του. When it was over we sat for a few minutes in complete stillness which was interrupted only by the scratching sound of Lestrade pencil as he put the finishing touches on his shorthand recording.

«Υπάρχει μόνο ένα σημείο το οποίο θα ήθελα κάποια περαιτέρω πληροφόρηση», είπε ο Σέρλοκ Χολμς τελικά. «Ποιος ήταν ο συνεργός σου ο οποίος ήρθε για το δακτυλίδι που είχα βάλει αγγελία;» "Who was your accomplice who came for the ring I had placed an ad for?"

Ο κρατούμενος έκλεισε το μάτι χωρατατζίδικα στον φίλο μου. The prisoner winked at my friend. «Μπορώ να αναφέρω μόνο τα δικά μου μυστικά», είπε, «όμως δεν θα βάλω άλλους ανθρώπους σε μπελάδες. Είδα την αγγελία σας, και σκέφτηκα πως ίσως να ήταν κάποιο σχέδιο, είτε να ήταν το δαχτυλίδι το οποίο επιθυμούσα. I saw your ad, and I thought it might have been a design, or it might have been the ring I wanted. Ο φίλος μου προθυμοποιήθηκε να έρθει και να δει. Πιστεύω πως θα δεχθείτε ότι το έκανε έξυπνα.» I think you will accept that he did it smartly. "

«Ουδεμία αμφιβολία περί αυτού», είπε ο Χολμς εγκάρδια. "No doubt about it," Holmes said cordially.

«Τώρα, κύριοι», σχολίασε ο Επιθεωρητής σοβαρά, «οι νομικές διαδικασίες οφείλεται να τηρηθούν. "Now, gentlemen," the Inspector seriously commented, "the legal procedures must be followed. Την Πέμπτη ο κρατούμενος θα παρουσιαστεί ενώπιον των δικαστών, και η παρουσία σας θα απαιτηθεί. Μέχρι τότε θα είμαι υπεύθυνος για αυτόν.» Χτύπησε το κουδούνι καθώς μίλησε, και ο Τζέφερσον Χόουπ οδηγήθηκε έξω από δυο φύλακες, ενώ ο φίλος μου και εγώ φύγαμε από το Τμήμα και επιστρέψαμε με ένα αμάξι στην οδό Μπέϊκερ.