×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Conan Doyle, A. - Σπουδή στο Άλικο, 2.5 Οι Άγγελοι της Εκδίκησης (1)

2.5 Οι Άγγελοι της Εκδίκησης (1)

Ολόκληρη την νύχτα η πορεία τους πέρασε μέσα από δαιδαλώδεις στενωπούς και πάνω από τραχιά και σπαρμένα βράχια μονοπάτια. Αρκετές φορές έχασαν τον δρόμο τους, αλλά η βαθιά γνώση του Χόουπ για τα βουνά τους έφερνε και πάλι πίσω στο δρόμο τους κάθε φορά. Όταν χάραξε, μια σκηνή μαγευτικής μολονότι άγριας ομορφιάς απλώθηκε εμπρός τους. Προς κάθε κατεύθυνση οι ψηλές χιονισμένες βουνοκορφές τους περιτριγύριζαν, ξεχωρίζοντας η μια πάνω από την ράχη της άλλης στον μακρινό ορίζοντα. Τόσο απότομες ήταν οι βραχώδεις πλαγιές προς κάθε πλευρά, ώστε τα πεύκα και τα αγριόπευκα έμοιαζαν να κρέμονται πάνω από τα κεφάλια τους, και πως χρειαζόταν ένα μονάχα φύσημα του αέρα για να τα κάνει να πέσουν πάνω τους. Και ο συγκεκριμένος φόβος δεν αποτελούσε κύημα της φαντασίας τους, γιατί η γυμνή κοιλάδα ήταν διάσπαρτη από δέντρα και βράχια τα οποία είχαν πέσει καθ' αυτόν τον τρόπο. Ακόμη και καθώς περνούσαν, ένας μεγάλος βράχος κύλησε με ένα τραχύ κοφτό ήχο ο οποίος ξύπνησε τις αντηχήσεις μέσα στα σιωπηλά χάσματα, και ξάφνιασε τα κουρασμένα άλογα κάνοντας τα να αρχίσουν να καλπάζουν.

Καθώς ο ήλιος σηκώθηκε αργά πάνω από τον ανατολικό ορίζοντα, οι κορυφές των ψηλών βουνών φωτίστηκαν η μια μετά την άλλη, σαν λάμπες σε γιορτή, μέχρι που όλες τους κοκκίνισαν και έλαμπαν. Το μαγευτικό θέαμα ευθύμησε τις καρδιές των τριών φυγάδων και τους έδωσε ανανεωμένη δύναμη. Σε έναν άγριο χείμαρρο ο οποίος ξεχυνόταν από μια ρεματιά σταμάτησαν και πότισαν τα άλογα τους, καθώς μοιράστηκαν ένα βιαστικό πρωινό. Η Λούσυ και ο πατέρας της ευχαρίστως θα ξεκουράζονταν λίγο ακόμη, όμως ο Τζέφερσον Χόουπ ήταν ανένδοτος. «Θα βρίσκονται πλέον στο κατόπι μας», είπε. «Τα πάντα εξαρτώνται από την βιάση μας. Όταν φτάσουμε με ασφάλεια στο Κάρσον θα μπορέσουμε να αναπαυτούμε για την υπόλοιπη ζωή μας.»

Κατά την διάρκεια ολόκληρης της μέρας εκείνης συνέχισαν να προχωρούν με δυσκολία μέσα από τα στενά μονοπάτια, και μέχρι το βράδυ υπολόγιζαν πως βρίσκονταν περισσότερο από τριάντα μίλια μακριά από τους εχθρούς τους. Μόλις νύχτωσε διάλεξαν την βάση ενός γκρεμού, όπου τα βράχια τους προσέφεραν κάποια προστασία από τον παγερό άνεμο, και εκεί στριμωγμένοι κοντά για ζεστασιά, χάρηκαν μερικές ώρες ύπνου. Πριν το χάραμα, όμως, είχαν σηκωθεί και πάρει τον δρόμο τους για άλλη μια φορά. Δεν είδαν σημάδι κάποιων διωκτών τους, και ο Τζέφερσον Χόουπ άρχισε να σκέφτεται πως ήταν αρκετά μακριά από την περιοχή επιρροής της τρομερής οργάνωσης της οποίας την έχθρα είχαν επισύρει. Ελάχιστα γνώριζε σχετικά με το πόσο μακριά εκείνο το σιδερένιο χέρι μπορούσε να απλώσει, ή το πόσο σύντομα θα έπεφτε πάνω τους και θα τους σύντριβε.

Περί τα μέσα της δεύτερης μέρας της φυγής τους οι φτωχικές τους προμήθειες άρχισαν να τελειώνουν. Το γεγονός ελάχιστα ανησύχησε τον κυνηγό, ωστόσο, γιατί υπήρχε αρκετό κυνήγι στα βουνά και κατά το παρελθόν είχε συχνά χρειαστεί να στηριχθεί στο τουφέκι του για τα προς το ζην. Διαλέγοντας μια προφυλαγμένη κώχη, σώριασε μερικά ξερά κλαδιά και άναψε μια καλή φωτιά, στην οποία οι σύντροφοι του θα μπορούσαν να ζεσταθούν, γιατί βρίσκονταν σχεδόν χίλια-πεντακόσια μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, και ο αέρας ήταν τσουχτερός και οξύς. Έχοντας δέσει τα ζώα, και αποχαιρετίσει την Λούσυ, έριξε το όπλο του πάνω στον ώμο, και ξεκίνησε να βρει οτιδήποτε η τύχη έφερνε στον δρόμο του. Κοιτάζοντας πίσω είδε τον γέρο και το νεαρό κορίτσι να σκύβουν πάνω από την δυνατή φωτιά, καθώς τα τρία ζώα στέκονταν ακίνητα πιο πίσω. Κατόπιν τα βράχια που παρεμβλήθηκαν τους έκρυψαν από τα μάτια του.

Περπάτησε για κάνα δυο μίλια στη μια ρεματιά κατόπιν της άλλης δίχως επιτυχία, μολονότι από τα ίχνη πάνω στους κορμούς των δέντρων, και άλλες ενδείξεις, έκρινε πως έπρεπε να υπάρχουν αρκετές αρκούδες στην περιοχή. Εν τέλει, έπειτα από δυο με τρεις ώρες άκαρπης έρευνας, σκεπτόταν να επιστρέψει πίσω με βαριά καρδιά, όταν ρίχνοντας μια ματιά προς τα πάνω είδε ένα θέαμα το οποίο έστειλε μια ανατριχίλα ευχαρίστησης στην καρδιά του. Στην άκρη μιας προεξέχουσας κορυφής, εκατόν-πενήντα με διακόσια μέτρα από πάνω του, στεκόταν ένα πλάσμα που έμοιαζε με πρόβατο, αλλά οπλισμένο με μεγάλα κέρατα. Το αγριοκάτσικο (big-horn)—γιατί έτσι λέγεται—ενεργούσε, προφανώς, σαν φύλακας κάποιου κοπαδιού το οποίο ήταν αόρατο στον κυνηγό· μα ευτυχώς κατευθυνόταν προς την αντίθετη κατεύθυνση, και δεν τον είχε αντιληφθεί. Ξαπλωμένος χάμω, ακούμπησε το τουφέκι του πάνω σε έναν βράχο, και σκόπευσε σταθερά και με προσοχή πριν τραβήξει την σκανδάλη. Το ζώο τινάχτηκε στον αέρα, έκανε ένα δυο κλονισμένα βήματα για μια στιγμή στην άκρη του βαράθρου, και έπειτα έπεσε βαριά μέσα στην κοιλάδα από κάτω.

Το πλάσμα ήταν αρκετά βαρύ για το σηκώσει, έτσι ο κυνηγός αρκέσθηκε να κόψει ένα μπούτι και μέρος από τα πλευρά. Με το τρόπαιο του στους ώμους, βιαστικά ακολούθησε το δρόμο του γυρισμού, γιατί η νύχτα είχε αρχίσει να βαθαίνει. Μόλις που είχε ξεκινήσει, όμως, όταν συνειδητοποίησε την δυσκολία που αντιμετώπιζε. Στον ενθουσιασμό του είχε περιπλανηθεί μακρύτερα από τις ρεματιές τις οποίες γνώριζε, και δεν ήταν εύκολη η ανεύρεση του μονοπατιού που είχε ακολουθήσει. Η κοιλάδα στην οποία είχε βρεθεί χωριζόταν και ξανά χωριζόταν σε πολλά φαράγγια, τα οποία έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους που ήταν αδύνατον να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο. Ακολούθησε ένα για κάνα μίλι ή κάπου τόσο μέχρι που έφτασε σε έναν ορεινό χείμαρρο τον οποίο ήταν σίγουρος πως δεν είχε ξαναδεί πριν. Πεπεισμένος πως είχε πάρει την λάθος στροφή, δοκίμασε άλλο ένα, μα με το ίδιο αποτέλεσμα. Η νύχτα βάθαινε γοργά, και είχε σχεδόν σκοτεινιάσει πριν επιτέλους βρεθεί σε ένα στενό μονοπάτι το οποίο γνώριζε. Ακόμη και τότε δεν ήταν εύκολο να παραμείνει στο σωστό μονοπάτι, γιατί το φεγγάρι δεν είχε ανατείλει ακόμη, και τα ψηλά βράχια σε κάθε πλευρά έκαναν το σκοτάδι περισσότερο βαθύ. Κουρασμένος από το φορτίο του, και εξαντλημένος από την προσπάθεια, παραπατούσε ακολουθώντας το, κρατώντας το κουράγιο του στην σκέψη πως κάθε βήμα τον έφερνε πιο κοντά στην Λούσυ, και πως κουβαλούσε αρκετό κρέας για να τους εξασφαλίσει τροφή για το υπόλοιπο του ταξιδιού τους.

Είχε πλέον φτάσει στο στόμιο του στενωπού στο οποίο τους είχε αφήσει. Ακόμη και μέσα στο σκοτάδι αναγνώριζε το περίγραμμα των βράχων που το περιέβαλλαν. Έπρεπε, συλλογίστηκε, να τον περιμένουν εναγωνίως, γιατί έλειπε για σχεδόν πέντε ώρες. Στην χαρά της καρδιάς του έφερε τα χέρια του στο στόμα και έκανε την στενή κοιλάδα να αντηχήσει ένα δυνατό χαιρετισμό σαν σινιάλο πως ερχόταν. Στάθηκε και αφουγκράστηκε για κάποια απάντηση. Τίποτα δεν ακούστηκε εκτός από την κραυγή του, η οποία γέμισε τις μελαγχολικές σιωπηλές ρεματιές, και έφτασε πίσω στα αυτιά του σε αναρίθμητες επαναλήψεις. Φώναξε ξανά, ακόμη πιο δυνατά ετούτη την φορά, και πάλι ούτε ψίθυρος δεν ήρθε από τους φίλους που είχε αφήσει πριν από λίγη ώρα. Ένα ασαφής, απροσδιόριστος φόβος τον κατέλαβε, και με αλλοφροσύνη ξεχύθηκε εμπρός, ρίχνοντας την πολύτιμη τροφή μέσα στην ταραχή του.

Όταν πέρασε την στροφή, είδε μπροστά του το σημείο όπου είχε αναφτεί η φωτιά. Υπήρχε ακόμη ένας σωρός από αποκαΐδια που έφεγγαν, αλλά ήταν φανερό πως δεν είχε φροντιστεί από την αναχώρηση του. Η ίδια νεκρική σιωπή βασίλευε ακόμη ολόγυρα. Με τους φόβους του να έχουν μεταβληθεί σε βεβαιότητες, συνέχισε βιαστικά. Δεν υπήρχε ψυχή ζώσα κοντά στα απομεινάρια της φωτιάς: ζώα, άντρας, κόρη, όλοι είχαν χαθεί. Ήταν ξεκάθαρο πως κάποια αιφνίδια και τρομερή συμφορά είχε συμβεί κατά την απουσία του—μια συμφορά η οποία τους είχε αγκαλιάσει όλους, και όμως δεν είχε αφήσει ίχνη πίσω της.

Σε παραζάλη και έκπληξη από το πλήγμα, ο Τζέφερσον Χόουπ ένοιωθε το κεφάλι του να στριφογυρνά, και χρειάστηκε να στηριχθεί πάνω στο τουφέκι του για να γλιτώσει το πέσιμο. Ήταν κατ' ουσία άνθρωπος της δράσης, όμως, και σύντομα ανένηψε από την προσωρινή αδυναμία του. Αρπάζοντας ένα μισό-καμένο κομμάτι ξύλου από την φωτιά το οποίο σιγόκαιγε, το φύσηξε να ανάψει, και με την βοήθεια του ερεύνησε τη μικρή τους κατασκήνωση. Το έδαφος ήταν πατημένο από τις οπλές αλόγων, φανερώνοντας πως μια μεγάλη ομάδα εφίππων είχε αιφνιδιάσει τους φυγάδες, και η κατεύθυνση των πατημασιών τους αποδείκνυε πως κατόπιν είχαν στραφεί πίσω προς την πόλη του Σαλτ Λέηκ. Να είχαν πάρει πίσω μαζί τους και τους δυο συντρόφους του; Ο Τζέφερσον Χόουπ είχε πλέον πειστεί πως έτσι είχε, όταν τα μάτια του έπεσαν πάνω σε ένα αντικείμενο το οποίο έκανε κάθε νεύρο του κορμιού του να παγώσει. Κάπου μακρύτερα στην άκρη της κατασκήνωσης υπήρχε ένας χαμηλός σωρός από κοκκινωπό χώμα, ο οποίος ήταν βέβαιο πως δεν βρισκόταν εκεί προηγουμένως. Δεν υπήρχε περίπτωση να πρόκειται για οτιδήποτε άλλο εκτός από έναν φρεσκοσκαμμένο τάφο. Καθώς ο νεαρός κυνηγός πλησίασε, αντιλήφθηκε πως ένα ξύλο είχε καρφωθεί πάνω του, με ένα κομμάτι χαρτιού κολλημένο πάνω στην διχάλα του. Η επιγραφή πάνω στο χαρτί ήταν σύντομη, αλλά στο προκείμενο:

ΤΖΩΝ ΦΕΡΡΙΕΡ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΑΛΤ ΛΕΗΚ Απεβίωσε την 4η Αυγούστου του 1860

Ο αποφασιστικός γέρος, τον οποίο είχε αφήσει πριν από τόσο λίγη ώρα, είχε χαθεί, λοιπόν, και αυτό αποτελούσε όλο του τον επικήδειο. Ο Τζέφερσον Χόουπ κοίταξε ξέφρενα ολόγυρα για να δει αν υπήρχε ένας δεύτερος τάφος, αλλά δεν υπήρχε ίχνος πουθενά. Η Λούσυ είχε μεταφερθεί πίσω από τους τρομερούς διώκτες τους για να εκπληρώσει το αρχικό της πεπρωμένο, να αποτελέσει μια από το χαρέμι κάποιου γιου των Πρεσβύτερων. Καθώς ο νεαρός συνειδητοποίησε τη μοίρα της, και την δική του αδυναμία να την αποτρέψει, ευχήθηκε, κι εκείνος, να βρισκόταν πλάι στον γέρο αγρότη στην στερνή σιωπηλή του κατοικία.

Για άλλη μια φορά, ωστόσο, το δραστήριο μυαλό του απεδίωξε το λήθαργο το οποίο πήγαζε από την απόγνωση. Αφού δεν του απέμενε τίποτα άλλο, θα αφιέρωνε τουλάχιστον την ζωή του στην εκδίκηση. Μαζί με την ακατάβλητη υπομονή και την επιμονή, ο Τζέφερσον Χόουπ κατείχε επίσης την δύναμη της άσβεστης εκδίκησης, την οποία ίσως να είχε μάθει από τους Ινδιάνους μεταξύ των οποίων είχε ζήσει. Καθώς στεκόταν πλάι στη μοναχική φωτιά, ένοιωσε πως το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να κατευνάσει την θλίψη του θα ήταν η διεξοδική και πλήρη απονομή δικαιοσύνης, από το ίδιο του το χέρι πάνω στους εχθρούς του. Η ισχυρή του θέληση και η ακαταπόνητη αντοχή του έπρεπε, όπως αποφάσισε, να αφιερωθούν σε αυτόν τον σκοπό. Με ένα βλοσυρό, ωχρό πρόσωπο, γύρισε πίσω εκεί που είχε ρίξει το φαγητό, και έχοντας ανακατέψει τα αποκαΐδια της φωτιάς, έψησε αρκετό για να έχει για μερικές μέρες. Έπειτα το έκανε ένα δέμα, και, κουρασμένος καθώς ήταν, άρχισε να βαδίζει επιστρέφοντας μέσα από τα βουνά πάνω στο μονοπάτι των εκδικητών.


2.5 Οι Άγγελοι της Εκδίκησης (1)

Ολόκληρη την νύχτα η πορεία τους πέρασε μέσα από δαιδαλώδεις στενωπούς και πάνω από τραχιά και σπαρμένα βράχια μονοπάτια. Throughout the night, their path passed through labyrinthine alleys and over rough and scattered rocky paths. Αρκετές φορές έχασαν τον δρόμο τους, αλλά η βαθιά γνώση του Χόουπ για τα βουνά τους έφερνε και πάλι πίσω στο δρόμο τους κάθε φορά. Όταν χάραξε, μια σκηνή μαγευτικής μολονότι άγριας ομορφιάς απλώθηκε εμπρός τους. When he carved, a scene of enchanting though wild beauty unfolded before them. Προς κάθε κατεύθυνση οι ψηλές χιονισμένες βουνοκορφές τους περιτριγύριζαν, ξεχωρίζοντας η μια πάνω από την ράχη της άλλης στον μακρινό ορίζοντα. Τόσο απότομες ήταν οι βραχώδεις πλαγιές προς κάθε πλευρά, ώστε τα πεύκα και τα αγριόπευκα έμοιαζαν να κρέμονται πάνω από τα κεφάλια τους, και πως χρειαζόταν ένα μονάχα φύσημα του αέρα για να τα κάνει να πέσουν πάνω τους. Και ο συγκεκριμένος φόβος δεν αποτελούσε κύημα της φαντασίας τους, γιατί η γυμνή κοιλάδα ήταν διάσπαρτη από δέντρα και βράχια τα οποία είχαν πέσει καθ' αυτόν τον τρόπο. Ακόμη και καθώς περνούσαν, ένας μεγάλος βράχος κύλησε με ένα τραχύ κοφτό ήχο ο οποίος ξύπνησε τις αντηχήσεις μέσα στα σιωπηλά χάσματα, και ξάφνιασε τα κουρασμένα άλογα κάνοντας τα να αρχίσουν να καλπάζουν.

Καθώς ο ήλιος σηκώθηκε αργά πάνω από τον ανατολικό ορίζοντα, οι κορυφές των ψηλών βουνών φωτίστηκαν η μια μετά την άλλη, σαν λάμπες σε γιορτή, μέχρι που όλες τους κοκκίνισαν και έλαμπαν. Το μαγευτικό θέαμα ευθύμησε τις καρδιές των τριών φυγάδων και τους έδωσε ανανεωμένη δύναμη. Σε έναν άγριο χείμαρρο ο οποίος ξεχυνόταν από μια ρεματιά σταμάτησαν και πότισαν τα άλογα τους, καθώς μοιράστηκαν ένα βιαστικό πρωινό. In a wild torrent that poured out of a ravine, they stopped and watered their horses as they shared a hurried breakfast. Η Λούσυ και ο πατέρας της ευχαρίστως θα ξεκουράζονταν λίγο ακόμη, όμως ο Τζέφερσον Χόουπ ήταν ανένδοτος. «Θα βρίσκονται πλέον στο κατόπι μας», είπε. «Τα πάντα εξαρτώνται από την βιάση μας. "Everything depends on our haste. Όταν φτάσουμε με ασφάλεια στο Κάρσον θα μπορέσουμε να αναπαυτούμε για την υπόλοιπη ζωή μας.»

Κατά την διάρκεια ολόκληρης της μέρας εκείνης συνέχισαν να προχωρούν με δυσκολία μέσα από τα στενά μονοπάτια, και μέχρι το βράδυ υπολόγιζαν πως βρίσκονταν περισσότερο από τριάντα μίλια μακριά από τους εχθρούς τους. Μόλις νύχτωσε διάλεξαν την βάση ενός γκρεμού, όπου τα βράχια τους προσέφεραν κάποια προστασία από τον παγερό άνεμο, και εκεί στριμωγμένοι κοντά για ζεστασιά, χάρηκαν μερικές ώρες ύπνου. Πριν το χάραμα, όμως, είχαν σηκωθεί και πάρει τον δρόμο τους για άλλη μια φορά. Δεν είδαν σημάδι κάποιων διωκτών τους, και ο Τζέφερσον Χόουπ άρχισε να σκέφτεται πως ήταν αρκετά μακριά από την περιοχή επιρροής της τρομερής οργάνωσης της οποίας την έχθρα είχαν επισύρει. They saw no sign of some of their persecutors, and Jefferson Hope began to think that they were far enough away from the sphere of influence of the formidable organization they had hated. Ελάχιστα γνώριζε σχετικά με το πόσο μακριά εκείνο το σιδερένιο χέρι μπορούσε να απλώσει, ή το πόσο σύντομα θα έπεφτε πάνω τους και θα τους σύντριβε. Little did he know about how far that iron hand could reach, or how soon it would fall on them and crush them.

Περί τα μέσα της δεύτερης μέρας της φυγής τους οι φτωχικές τους προμήθειες άρχισαν να τελειώνουν. Το γεγονός ελάχιστα ανησύχησε τον κυνηγό, ωστόσο, γιατί υπήρχε αρκετό κυνήγι στα βουνά και κατά το παρελθόν είχε συχνά χρειαστεί να στηριχθεί στο τουφέκι του για τα προς το ζην. Διαλέγοντας μια προφυλαγμένη κώχη, σώριασε μερικά ξερά κλαδιά και άναψε μια καλή φωτιά, στην οποία οι σύντροφοι του θα μπορούσαν να ζεσταθούν, γιατί βρίσκονταν σχεδόν χίλια-πεντακόσια μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, και ο αέρας ήταν τσουχτερός και οξύς. Έχοντας δέσει τα ζώα, και αποχαιρετίσει την Λούσυ, έριξε το όπλο του πάνω στον ώμο, και ξεκίνησε να βρει οτιδήποτε η τύχη έφερνε στον δρόμο του. Having tied the animals, and said goodbye to Lucy, he dropped his gun on his shoulder, and began to find whatever luck brought his way. Κοιτάζοντας πίσω είδε τον γέρο και το νεαρό κορίτσι να σκύβουν πάνω από την δυνατή φωτιά, καθώς τα τρία ζώα στέκονταν ακίνητα πιο πίσω. Κατόπιν τα βράχια που παρεμβλήθηκαν τους έκρυψαν από τα μάτια του.

Περπάτησε για κάνα δυο μίλια στη μια ρεματιά κατόπιν της άλλης δίχως επιτυχία, μολονότι από τα ίχνη πάνω στους κορμούς των δέντρων, και άλλες ενδείξεις, έκρινε πως έπρεπε να υπάρχουν αρκετές αρκούδες στην περιοχή. Εν τέλει, έπειτα από δυο με τρεις ώρες άκαρπης έρευνας, σκεπτόταν να επιστρέψει πίσω με βαριά καρδιά, όταν ρίχνοντας μια ματιά προς τα πάνω είδε ένα θέαμα το οποίο έστειλε μια ανατριχίλα ευχαρίστησης στην καρδιά του. Finally, after two to three hours of fruitless search, he was thinking of returning with a heavy heart, when he glanced up he saw a spectacle which sent a shudder of pleasure into his heart. Στην άκρη μιας προεξέχουσας κορυφής, εκατόν-πενήντα με διακόσια μέτρα από πάνω του, στεκόταν ένα πλάσμα που έμοιαζε με πρόβατο, αλλά οπλισμένο με μεγάλα κέρατα. Το αγριοκάτσικο (big-horn)—γιατί έτσι λέγεται—ενεργούσε, προφανώς, σαν φύλακας κάποιου κοπαδιού το οποίο ήταν αόρατο στον κυνηγό· μα ευτυχώς κατευθυνόταν προς την αντίθετη κατεύθυνση, και δεν τον είχε αντιληφθεί. The big-horn — why it is so called — was obviously acting as a watchdog for a herd that was invisible to the hunter; Ξαπλωμένος χάμω, ακούμπησε το τουφέκι του πάνω σε έναν βράχο, και σκόπευσε σταθερά και με προσοχή πριν τραβήξει την σκανδάλη. Το ζώο τινάχτηκε στον αέρα, έκανε ένα δυο κλονισμένα βήματα για μια στιγμή στην άκρη του βαράθρου, και έπειτα έπεσε βαριά μέσα στην κοιλάδα από κάτω.

Το πλάσμα ήταν αρκετά βαρύ για το σηκώσει, έτσι ο κυνηγός αρκέσθηκε να κόψει ένα μπούτι και μέρος από τα πλευρά. Με το τρόπαιο του στους ώμους, βιαστικά ακολούθησε το δρόμο του γυρισμού, γιατί η νύχτα είχε αρχίσει να βαθαίνει. Μόλις που είχε ξεκινήσει, όμως, όταν συνειδητοποίησε την δυσκολία που αντιμετώπιζε. Στον ενθουσιασμό του είχε περιπλανηθεί μακρύτερα από τις ρεματιές τις οποίες γνώριζε, και δεν ήταν εύκολη η ανεύρεση του μονοπατιού που είχε ακολουθήσει. Η κοιλάδα στην οποία είχε βρεθεί χωριζόταν και ξανά χωριζόταν σε πολλά φαράγγια, τα οποία έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους που ήταν αδύνατον να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο. Ακολούθησε ένα για κάνα μίλι ή κάπου τόσο μέχρι που έφτασε σε έναν ορεινό χείμαρρο τον οποίο ήταν σίγουρος πως δεν είχε ξαναδεί πριν. He followed for a mile or so until he reached a mountain stream which he was sure he had never seen before. Πεπεισμένος πως είχε πάρει την λάθος στροφή, δοκίμασε άλλο ένα, μα με το ίδιο αποτέλεσμα. Η νύχτα βάθαινε γοργά, και είχε σχεδόν σκοτεινιάσει πριν επιτέλους βρεθεί σε ένα στενό μονοπάτι το οποίο γνώριζε. The night was fast approaching, and it was almost dark before he finally found himself on a narrow path he knew. Ακόμη και τότε δεν ήταν εύκολο να παραμείνει στο σωστό μονοπάτι, γιατί το φεγγάρι δεν είχε ανατείλει ακόμη, και τα ψηλά βράχια σε κάθε πλευρά έκαναν το σκοτάδι περισσότερο βαθύ. Κουρασμένος από το φορτίο του, και εξαντλημένος από την προσπάθεια, παραπατούσε ακολουθώντας το, κρατώντας το κουράγιο του στην σκέψη πως κάθε βήμα τον έφερνε πιο κοντά στην Λούσυ, και πως κουβαλούσε αρκετό κρέας για να τους εξασφαλίσει τροφή για το υπόλοιπο του ταξιδιού τους.

Είχε πλέον φτάσει στο στόμιο του στενωπού στο οποίο τους είχε αφήσει. Ακόμη και μέσα στο σκοτάδι αναγνώριζε το περίγραμμα των βράχων που το περιέβαλλαν. Έπρεπε, συλλογίστηκε, να τον περιμένουν εναγωνίως, γιατί έλειπε για σχεδόν πέντε ώρες. Στην χαρά της καρδιάς του έφερε τα χέρια του στο στόμα και έκανε την στενή κοιλάδα να αντηχήσει ένα δυνατό χαιρετισμό σαν σινιάλο πως ερχόταν. In the joy of his heart he put his hands to his mouth and made the narrow valley resound with a loud greeting as a signal that he was coming. Στάθηκε και αφουγκράστηκε για κάποια απάντηση. Τίποτα δεν ακούστηκε εκτός από την κραυγή του, η οποία γέμισε τις μελαγχολικές σιωπηλές ρεματιές, και έφτασε πίσω στα αυτιά του σε αναρίθμητες επαναλήψεις. Φώναξε ξανά, ακόμη πιο δυνατά ετούτη την φορά, και πάλι ούτε ψίθυρος δεν ήρθε από τους φίλους που είχε αφήσει πριν από λίγη ώρα. He shouted again, even louder this time, and again not a whisper came from the friends he had left a while ago. Ένα ασαφής, απροσδιόριστος φόβος τον κατέλαβε, και με αλλοφροσύνη ξεχύθηκε εμπρός, ρίχνοντας την πολύτιμη τροφή μέσα στην ταραχή του.

Όταν πέρασε την στροφή, είδε μπροστά του το σημείο όπου είχε αναφτεί η φωτιά. When he passed the turn, he saw in front of him the place where the fire had been lit. Υπήρχε ακόμη ένας σωρός από αποκαΐδια που έφεγγαν, αλλά ήταν φανερό πως δεν είχε φροντιστεί από την αναχώρηση του. There was still a lot of apocalyps that were coming out, but it was obvious that he had not been taken care of since his departure. Η ίδια νεκρική σιωπή βασίλευε ακόμη ολόγυρα. The same funeral silence still reigned all around. Με τους φόβους του να έχουν μεταβληθεί σε βεβαιότητες, συνέχισε βιαστικά. Δεν υπήρχε ψυχή ζώσα κοντά στα απομεινάρια της φωτιάς: ζώα, άντρας, κόρη, όλοι είχαν χαθεί. Ήταν ξεκάθαρο πως κάποια αιφνίδια και τρομερή συμφορά είχε συμβεί κατά την απουσία του—μια συμφορά η οποία τους είχε αγκαλιάσει όλους, και όμως δεν είχε αφήσει ίχνη πίσω της. It was clear that some sudden and terrible calamity had occurred in his absence — a calamity which had embraced them all, yet had left no trace behind it.

Σε παραζάλη και έκπληξη από το πλήγμα, ο Τζέφερσον Χόουπ ένοιωθε το κεφάλι του να στριφογυρνά, και χρειάστηκε να στηριχθεί πάνω στο τουφέκι του για να γλιτώσει το πέσιμο. Stunned and surprised by the blow, Jefferson Hope felt his head spin, and he had to lean on his rifle to escape falling. Ήταν κατ' ουσία άνθρωπος της δράσης, όμως, και σύντομα ανένηψε από την προσωρινή αδυναμία του. Αρπάζοντας ένα μισό-καμένο κομμάτι ξύλου από την φωτιά το οποίο σιγόκαιγε, το φύσηξε να ανάψει, και με την βοήθεια του ερεύνησε τη μικρή τους κατασκήνωση. Το έδαφος ήταν πατημένο από τις οπλές αλόγων, φανερώνοντας πως μια μεγάλη ομάδα εφίππων είχε αιφνιδιάσει τους φυγάδες, και η κατεύθυνση των πατημασιών τους αποδείκνυε πως κατόπιν είχαν στραφεί πίσω προς την πόλη του Σαλτ Λέηκ. Να είχαν πάρει πίσω μαζί τους και τους δυο συντρόφους του; Ο Τζέφερσον Χόουπ είχε πλέον πειστεί πως έτσι είχε, όταν τα μάτια του έπεσαν πάνω σε ένα αντικείμενο το οποίο έκανε κάθε νεύρο του κορμιού του να παγώσει. Κάπου μακρύτερα στην άκρη της κατασκήνωσης υπήρχε ένας χαμηλός σωρός από κοκκινωπό χώμα, ο οποίος ήταν βέβαιο πως δεν βρισκόταν εκεί προηγουμένως. Δεν υπήρχε περίπτωση να πρόκειται για οτιδήποτε άλλο εκτός από έναν φρεσκοσκαμμένο τάφο. It could not have been anything other than a freshly dug grave. Καθώς ο νεαρός κυνηγός πλησίασε, αντιλήφθηκε πως ένα ξύλο είχε καρφωθεί πάνω του, με ένα κομμάτι χαρτιού κολλημένο πάνω στην διχάλα του. Η επιγραφή πάνω στο χαρτί ήταν σύντομη, αλλά στο προκείμενο:

ΤΖΩΝ ΦΕΡΡΙΕΡ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΑΛΤ ΛΕΗΚ Απεβίωσε την 4η Αυγούστου του 1860

Ο αποφασιστικός γέρος, τον οποίο είχε αφήσει πριν από τόσο λίγη ώρα, είχε χαθεί, λοιπόν, και αυτό αποτελούσε όλο του τον επικήδειο. The determined old man, whom he had left so shortly before, was lost, and that was all his funeral. Ο Τζέφερσον Χόουπ κοίταξε ξέφρενα ολόγυρα για να δει αν υπήρχε ένας δεύτερος τάφος, αλλά δεν υπήρχε ίχνος πουθενά. Η Λούσυ είχε μεταφερθεί πίσω από τους τρομερούς διώκτες τους για να εκπληρώσει το αρχικό της πεπρωμένο, να αποτελέσει μια από το χαρέμι κάποιου γιου των Πρεσβύτερων. Καθώς ο νεαρός συνειδητοποίησε τη μοίρα της, και την δική του αδυναμία να την αποτρέψει, ευχήθηκε, κι εκείνος, να βρισκόταν πλάι στον γέρο αγρότη στην στερνή σιωπηλή του κατοικία. As the young man realized her fate, and his own inability to prevent it, he wished, too, that he was by the old farmer in his stern silent residence.

Για άλλη μια φορά, ωστόσο, το δραστήριο μυαλό του απεδίωξε το λήθαργο το οποίο πήγαζε από την απόγνωση. Αφού δεν του απέμενε τίποτα άλλο, θα αφιέρωνε τουλάχιστον την ζωή του στην εκδίκηση. Μαζί με την ακατάβλητη υπομονή και την επιμονή, ο Τζέφερσον Χόουπ κατείχε επίσης την δύναμη της άσβεστης εκδίκησης, την οποία ίσως να είχε μάθει από τους Ινδιάνους μεταξύ των οποίων είχε ζήσει. Καθώς στεκόταν πλάι στη μοναχική φωτιά, ένοιωσε πως το μοναδικό πράγμα που θα μπορούσε να κατευνάσει την θλίψη του θα ήταν η διεξοδική και πλήρη απονομή δικαιοσύνης, από το ίδιο του το χέρι πάνω στους εχθρούς του. As he stood by the solitary fire, he felt that the only thing that could alleviate his grief would be the thorough and complete administration of justice, by his own hand upon his enemies. Η ισχυρή του θέληση και η ακαταπόνητη αντοχή του έπρεπε, όπως αποφάσισε, να αφιερωθούν σε αυτόν τον σκοπό. Με ένα βλοσυρό, ωχρό πρόσωπο, γύρισε πίσω εκεί που είχε ρίξει το φαγητό, και έχοντας ανακατέψει τα αποκαΐδια της φωτιάς, έψησε αρκετό για να έχει για μερικές μέρες. With a flushed, pale face, he went back to where he had thrown the food, and having mixed up the remnants of the fire, cooked enough to have for a few days. Έπειτα το έκανε ένα δέμα, και, κουρασμένος καθώς ήταν, άρχισε να βαδίζει επιστρέφοντας μέσα από τα βουνά πάνω στο μονοπάτι των εκδικητών.