06. Γκιλντρόι Λόκχαρτ (3)
"Έξοχα!" χαμογέλασε πλατιά ο Λόκχαρτ. "Έξοχα! Δέκα βαθμοί για το Γκρίφιντορ! Και τώρα, δουλειά..."
Έσκυψε πίσω από την έδρα και ανέσυρε ένα μεγάλο κλουβί, σκεπασμένο από πάνω με ένα κάλυμμα. Ύστερα το ακούμπησε πάνω στην έδρα.
"Σας προειδοποιώ! Αποστολή μου είναι να σας εξοπλίσω ενάντια στα αθλιότερα όντα του κόσμου των μάγων! Στο μάθημα αυτό θα έρθετε αντιμέτωποι με τους χειρότερους φόβους σας. Αλλά να ξέρετε ότι δε θα πάθετε κανένα κακό όσο εγώ βρίσκομαι εδώ. Σας ζητώ να κρατήσετε την ψυχραιμία σας".
Άθελά του ο Χάρι ξεπρόβαλε το κεφάλι πίσω από τη στοίβα των βιβλίων για να δει καλύτερα το κλουβί. Ο Λόκχαρτ έπιανε εκείνη τη στιγμή το κάλυμμα. Ο Ντιν και ο Σίμους είχαν σταματήσει τώρα να γελάνε. Ο Νέβιλ ζάρωσε στο θρανίο της πρώτης σειράς.
"Σας παρακαλώ να μην αρχίσετε να ουρλιάζετε", είπε ο Λόκχαρτ με σιγανή φωνή. "Μπορεί να εξαγριωθούν".
Ενώ όλη τάξη κρατούσε την ανάσα της, ο Λόκχαρτ τράβηξε το κάλυμμα.
"Ορίστε", είπε δραματικά ο Λόκχαρτ, "νεράιδες της Κορνουάλης που μόλις πιάστηκαν".
Ο Σίμους Μίλιγκαν δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Του ξέφυγε ένας καγχασμός, τον οποίον ακόμη κι ο Λόκχαρτ εξέλαβε ως τέτοιο και όχι ως κραυγή τρόμου.
"Ορίστε;" χαμογέλασε στον Σίμους.
"Ε... Δε... Δεν είναι και πολύ... Επικίνδυνες, έτσι δεν είναι;"
"Μην είσαι και τόσο σίγουρος!" είπε ο Λόκχαρτ κουνώντας ενοχλημένος το δάχτυλο στον Σίμους. "Είναι αυτές κάτι μούτρα!"
Οι νεράιδες είχαν χρώμα μπλε ελεκτρίκ, ύψος γύρω στα δεκαπέντε εκατοστά, μακρόστενα πρόσωπα και φωνές τόσο τσιριχτές, που ήταν σαν να άκουγες παπαγαλάκια να τσακώνονται. Μόλις το κάλυμμα τραβήχτηκε, άρχισαν να φλυαρούν και να πετάγονται από τη μια πλευρά του κλουβιού στην άλλη, να τραντάζουν τα κάγκελα και να κάνουν παράξενες γκριμάτσες σε όσους ήταν κοντά τους.
"Ωραία λοιπόν", είπε δυνατά ο Λόκχαρτ. "Για να δούμε τώρα τι θα κάνετε!"
Και άνοιξε το κλουβί. Επακολούθησε πανδαιμόνιο. Οι νεράιδες πετάχτηκαν σαν ρουκέτες προς κάθε κατεύθυνση. Δύο γράπωσαν από τα αφτιά τον Νέβιλ και τον σήκωσαν στον αέρα. Άλλες διέφυγαν από τα κλειστά παράθυρα, γεμίζοντας τα τελευταία θρανία σπασμένα γυαλιά.
Οι υπόλοιπες βάλθηκαν να τα κάνουν όλα γυαλιά καρφιά μέσα στην τάξη. Τελικά αποδείχτηκαν πιο αποτελεσματικές κι από εξαγριωμένο ρινόκερο. Πήραν τα μελανοδοχεία και τα άδειασαν πάνω στα παιδιά, έσκισαν βιβλία και χαρτιά, έριξαν τις εικόνες από τους τοίχους, αναποδογύρισαν το καλάθι των αχρήστων, άρπαξαν τσάντες και βιβλία και τα πέταξαν από τα σπασμένα παράθυρα. Μέσα σε λίγα λεπτά τα μισά παιδιά είχαν ζητήσει καταφύγιο κάτω από τα θρανία τους, ενώ ο Νέβιλ κρεμόταν από το φωτιστικό του ταβανιού.
"Ελάτε, παιδιά, πιάστε τες, πιάστε τες, δεν είναι παρά νεράιδες..." φώναζε ο Λόκχαρτ. Ανασκουμπώθηκε, σήκωσε το ραβδί του και βρυχήθηκε: "Πεσκιπίξι πεστερνόμι!" Τα λόγια του δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Μια νεράιδα έπιασε το ραβδί του και το πέταξε κι αυτό έξω από το παράθυρο. Ο Λόκχαρτ ξεροκατάπιε και βούτηξε κι εκείνος κάτω από την έδρα του. Μάλιστα παραλίγο να του έρθει κατακέφαλα ο Νέβιλ, όταν μια στιγμή αργότερα το φωτιστικό ξεκόλλησε από το ταβάνι κι έπεσε.
Χτύπησε το κουδούνι κι όλοι έτρεξαν του σκοτωμού προς την πόρτα.
Αφού τα πράγματα ηρέμησαν κάπως, ο Λόκχαρτ βγήκε κάτω από την έδρα του και βλέποντας τον Χάρι, τον Ρον και την Ερμιόνη να πλησιάζουν στην πόρτα της τάξης, τούς φώναξε:
"Παιδιά, εσείς οι τρεις μαζέψτε τις υπόλοιπες και βάλτε τες στο κλουβί".
Και λέγοντας αυτά, πέρασε από μπροστά τους κι έκλεισε βιαστικά πίσω του την πόρτα.
"Δεν πιστεύω στα μάτια μου!" βόγκηξε ο Ρον καθώς μια νεράιδα του τραβούσε με δύναμη το αφτί.
"Ήθελε να μας μεταδώσει λίγη από την πείρα του", είπε η Ερμιόνη.
Κι αφού ακινητοποίησε δύο νεράιδες μαζί με ένα επιδέξιο, καθηλωτικό ξόρκι, τις έβαλε στο κλουβί τους.
"Την πείρα του;" είπε ο Χάρι. "Αυτός δεν ξέρει τι του γίνεται, Ερμιόνη".
"Δε θέλω να ακούω βλακείες", είπε η Ερμιόνη. "Διάβασες τα βιβλία του; Είδες τι εκπληκτικά πράγματα έχει κάνει; ..."
"Λέει ότι έχει κάνει", μουρμούρισε ο Ρον.