05. Η ιτιά που δέρνει (2)
"Εκεί!" φώναξε ο Χάρι, κάνοντας τον Ρον και τη Χέντβιχ να αναπηδήσουν. "Ίσια μπροστά!"
Ψηλά πάνω στο λόφο, στην όχθη της λίμνης, διαγράφονταν στο σκοτεινό ορίζοντα οι σιλουέτες των πυργίσκων του κάστρου "Χόγκουαρτς". Αλλά το αυτοκίνητο είχε αρχίσει να τρέμει και ελάττωνε συνεχώς ταχύτητα.
"Έλα, βρε", το καλόπιασε ο Ρον χτυπώντας χαϊδευτικά το τιμόνι, "κοντεύουμε..."
Η μηχανή βόγκηξε. Από το καπό έβγαιναν λεπτές στήλες καπνού. Ο Χάρι συνειδητοποίησε ότι είχε αρπαχτεί από τις άκρες του καθίσματος καθώς πετούσαν προς τη λίμνη.
Το αυτοκίνητο τραντάχτηκε απότομα. Ο Χάρι έριξε μια ματιά από το παράθυρο και είδε ενάμισι περίπου χιλιόμετρο χαμηλότερα τη στιλπνή μαύρη γυάλινη επιφάνεια της λίμνης. Οι αρθρώσεις του Ρον είχαν ασπρίσει στο τιμόνι. Το αυτοκίνητο τραντάχτηκε ξανά.
"Έλα, βρε", μουρμούρισε ο Ρον.
Πετούσαν πάνω από τη λίμνη... Το κάστρο ήταν ακριβώς μπροστά τους... Ο Ρον πάτησε τέρμα το γκάζι. Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος, μετά ένα τσαφ κι η μηχανή έσβησε.
"Ω, όχι", αναφώνησε ο Ρον μέσα στη σιωπή.
Η μύτη του αυτοκινήτου πήρε κλίση προς το έδαφος. Έπεφταν, όλο και πιο γρήγορα, και μάλιστα γραμμή προς τα συμπαγή τείχη του κάστρου.
"Όχιιιιιι!" ούρλιαξε ο Ρον γυρίζοντας σπασμωδικά το τιμόνι.
Απέφυγαν την τελευταία στιγμή τα σκοτεινά πέτρινα τείχη, καθώς το αυτοκίνητο διέγραφε ένα μεγάλο τόξο, περνώντας πάνω από τα σκοτεινά θερμοκήπια, μετά από το λαχανόκηπο και τέλος πάνω από την απλωσιά της χλόης, χάνοντας ύψος ολοένα.
Ο Ρον άφησε το τιμόνι και έβγαλε το ραβδί του από την κωλότσεπη.
"Σταμάτα! Σταμάτα!" κραύγασε χτυπώντας το ταμπλό και το τζάμι μπροστά του.
Αλλά η πτώση τους δεν ανακόπηκε, ούτε και το έδαφος έπαψε να πλησιάζει απειλητικά προς το μέρος τους.
"Πρόσεξε το δέντρο!" ούρλιαξε ο Χάρι σκύβοντας να πιάσει το τιμόνι.
Αλλά ήταν αργά...
Μπαμ!
Η πρόσκρουση στον κορμό του δέντρου συνοδεύτηκε από έναν εκκωφαντικό κρότο μετάλλου και ξύλου. Στη συνέχεια το αυτοκίνητο έπεσε στο έδαφος με ένα βαρύ γδούπο. Από τις παραμορφωμένες λαμαρίνες έβγαιναν καπνοί. Η Χέντβιχ στρίγκλιζε πανικόβλητη. Στο κεφάλι του Χάρι πετάχτηκε ένα καρούμπαλο σαν μπαλάκι του τένις στο σημείο όπου χτύπησε. Ο Ρον, δίπλα του, έβγαλε ένα μακρόσυρτο βογκητό απόγνωσης.
"Είσαι καλά;" ρώτησε με αγωνία ο Χάρι.
"Το ραβδί μου", είπε ο Ρον με ραγισμένη φωνή. "Δες πώς έγινε".
Είχε σπάσει στα δύο. Το πάνω μέρος του κρεμόταν θλιβερά, κρατημένο μόνο από μερικές ίνες ξύλου.
Ο Χάρι άνοιξε το στόμα του να του πει πως ήταν σίγουρο ότι θα κατάφερναν να το επισκευάσουν στο σχολείο, αλλά δεν πρόλαβε να μιλήσει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάτι χτύπησε από τα πλάγια το αυτοκίνητο με τη φόρα εξαγριωμένου ταύρου, στέλνοντας τον Χάρι πάνω στον Ρον. Ταυτόχρονα το αυτοκίνητο δεχόταν ένα δεύτερο, εξίσου ισχυρό χτύπημα, αυτή τη φορά στην οροφή του.
"Τι... Τι συμβαί... ;"
Ο Ρον κοίταξε κοντανασαίνοντας. Κι ενώ ο Χάρι τεντωνόταν για να δει μαζί του, αντίκρισαν ένα κλαδί χοντρό σαν πύθωνας να χτυπά με δύναμη το τζάμι. Δέχονταν επίθεση απ' το δέντρο! Ο κορμός του είχε διπλωθεί στα δύο και τα ροζιασμένα κλαδιά του χτυπούσαν όπου έφταναν.
"Αααχ!" είπε ο Ρον καθώς άλλο ένα στρεβλωμένο κλαδί έκανε ένα βαθούλωμα στην πόρτα. Τα τζάμια έτρεμαν τώρα από τους ραβδισμούς που έριχναν βροχή τα κλωνάρια, ενώ ένα κλαδί χοντρό σαν πολιορκητικός κριός χτυπούσε ρυθμικά την οροφή, η οποία ήταν έτοιμη να υποχωρήσει...
"Πάμε να φύγουμε!" κραύγασε ο Ρον ρίχνοντας όλο το βάρος του στην πόρτα.
Αλλά την επόμενη στιγμή ένα άλλο κλαδί χτύπησε την πόρτα και τον πέταξε στην αγκαλιά του Χάρι.
"Δε μας σώζει τίποτα!" είπε ο Ρον καθώς η οροφή βούλιαζε.
Αλλά ξαφνικά το δάπεδο του αυτοκινήτου άρχισε να δονείται. Η μηχανή είχε πάρει μπροστά.
"Όπισθεν!" φώναξε ο Χάρι.
Το αυτοκίνητο πράγματι όρμησε προς τα πίσω. Το δέντρο προσπαθούσε ακόμη να τους χτυπήσει. Όταν βγήκαν από την ακτίνα του, άκουγαν ακόμη τις ρίζες του να τρίζουν, καθώς κόντευε να ξεριζωθεί στην προσπάθειά του να τους φτάσει.
"Παρά τρίχα", είπε λαχανιασμένος ο Ρον. "Μπράβο, αυτοκινητάκι μου".
Όμως η υπομονή του αυτοκινήτου είχε εξαντληθεί. Οι πόρτες άνοιξαν με κρότο κι ο Χάρι ένιωσε το κάθισμά του να γέρνει προς τα έξω. Πριν το καλοκαταλάβει, βρέθηκε ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο υγρό έδαφος. Δυνατοί γδούποι του έδωσαν να καταλάβει ότι το αυτοκίνητο πέταγε τις αποσκευές τους από το πορτμπαγκάζ. Το κλουβί της Χέντβιχ εκσφενδονίστηκε στον αέρα και άνοιξε. Η κουκουβάγια πετάχτηκε έξω με ένα δυνατό, οργισμένο κρώξιμο και άρχισε να πετάει προς το κάστρο, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της.
Μετά, το αυτοκίνητο, στραπατσαρισμένο, γδαρμένο και βγάζοντας καπνούς, απομακρύνθηκε στο σκοτάδι με τα πίσω φώτα του να λάμπουν θυμωμένα.
"Γύρνα πίσω!" κραύγασε ο Ρον κουνώντας το σπασμένο ραβδί του. "Θα με σκοτώσει ο μπαμπάς!"
Αλλά το αυτοκίνητο χάθηκε από τα μάτια τους με ένα τελευταίο ρουθούνισμα της εξάτμισής του.
"Τι γκαντεμιά είναι αυτή!" είπε απελπισμένος ο Ρον καθώς έσκυβε να πάρει στην αγκαλιά του τον Σκάμπερς, τον αρουραίο. "Απ' όλα τα δέντρα που υπάρχουν, εμείς πήγαμε και τρακάραμε σ' αυτό που ρίχνει ξύλο". Κοίταξε πίσω από τον ώμο του, το αιωνόβιο δέντρο να κουνάει ακόμα απειλητικά τα κλαδιά του.
"Έλα", είπε κουρασμένος ο Χάρι, "πάμε στο σχολείο..."
Δεν ήταν η θριαμβευτική άφιξη που ονειρεύονταν. Έπιασαν από τα πλάγια τα μπαούλα τους και άρχισαν να τα σέρνουν στη χλοερή πλαγιά, προς τις επιβλητικές δρύινες πόρτες της εισόδου του "Χόγκουαρτς", ξεπαγιασμένοι και μωλωπισμένοι.
"Νομίζω πως η γιορτή έχει ήδη αρχίσει", είπε ο Ρον αφήνοντας το μπαούλο του στη βάση της σκάλας της εισόδου και πλησιάζοντας αθόρυβα σε ένα φωτισμένο παράθυρο για να κοιτάξει μέσα. "Ει, έλα να δεις, Χάρι. Γίνεται η επιλογή!"
Ο Χάρι πλησίασε βιαστικά και κοίταξαν μαζί από το φωτισμένο παράθυρο.
Στη μεγάλη τραπεζαρία αμέτρητα κεριά αιωρούνταν στον αέρα πάνω από τέσσερα μακριά τραπέζια, τα γεμάτα παιδιά, κάνοντας τα χρυσά πιάτα και τις κούπες να αστράφτουν. Πάνω ψηλά η μαγική οροφή που καθρέφτιζε τον ουρανό έλαμπε από αστέρια.
Μέσα από το "δάσος" των μυτερών μαύρων καπέλων του "Χόγκουαρτς", ο Χάρι διέκρινε τη μακριά ουρά των κατατρομαγμένων πρωτοετών που έμπαιναν στην αίθουσα. Ανάμεσά τους βρισκόταν και η Τζίνι, που ξεχώριζε εύκολα χάρη στο ζωηρό χρώμα των μαλλιών της, το σήμα κατατεθέν όλων των Ουέσλι. Στο μεταξύ η καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ, η διοπτροφόρος μάγισσα που είχε τα μαλλιά της μαζεμένα κότσο, τοποθετούσε το περίφημο καπέλο με το οποίο γινόταν η επιλογή στο "Χόγκουαρτς" πάνω σε ένα σκαμνάκι, μπροστά στους νεοφερμένους.
Το παλιό αυτό καπέλο, το βρόμικο, τριμμένο και χιλιομπαλωμένο, κατένειμε τους πρωτοετείς στους τέσσερις κοιτώνες του "Χόγκουαρτς": τον Γκρίφιντορ, τον Χάφλπαφλ, τον Ράβενκλοου και τον Σλίθεριν. Ο Χάρι θυμόταν καλά την πρώτη φορά που το φόρεσε κι αυτός, πριν από ένα χρόνο ακριβώς, περιμένοντας τρομοκρατημένος την ετυμηγορία του, ενώ το καπέλο του μιλούσε ψιθυριστά στο αφτί.
Για μερικά εφιαλτικά δευτερόλεπτα φοβήθηκε ότι θα τον τοποθετούσε στο Σλίθεριν, τον κοιτώνα που είχε βγάλει τους περισσότερους κακούς μάγους και μάγισσες από κάθε άλλον, αλλά τελικά τον έβαλε στο Γκρίφιντορ, εκεί όπου ήταν και ο Ρον, η Ερμιόνη και οι υπόλοιποι Ουέσλι. Το τελευταίο τρίμηνο ο Χάρι και ο Ρον είχαν βοηθήσει το Γκρίφιντορ να κερδίσει το σχολικό πρωτάθλημα, νικώντας το Σλίθεριν για πρώτη φορά μετά από επτά χρόνια.
Ένα μικροκαμωμένο αγόρι με μαύρα μαλλιά κλήθηκε να φορέσει το καπέλο. Το βλέμμα του Χάρι το προσπέρασε για να σταματήσει στον καθηγητή Ντάμπλντορ, το διευθυντή της σχολής, ο οποίος παρακολουθούσε την επιλογή από το τραπέζι του διδακτικού προσωπικού, με τη μακριά ασημένια γενειάδα και τα γυαλιά του να λάμπουν στο φως των κεριών. Μερικές θέσεις παρακάτω ο Χάρι είδε τον Γκιλντρόι Λόκχαρτ, ο οποίος φορούσε έναν μπλε μανδύα στο χρώμα της θάλασσας. Κι εκεί, στο τέλος του τραπεζιού, καθόταν ο Χάγκριντ, γιγαντόσωμος και τριχωτός, κι έπινε του καλού καιρού από το ποτήρι του.
"Μια στιγμή..." μουρμούρισε ο Χάρι στον Ρον. "Στο τραπέζι του προσωπικού υπάρχει μια κενή θέση... Πού είναι ο Σνέιπ;"
Ο καθηγητής Σέβερους Σνέιπ ήταν ο καθηγητής τον οποίον ο Χάρι συμπαθούσε λιγότερο απ' όλους. Ήταν σκληρός, είρωνας και αντιπαθής σε όλους, εκτός από τους μαθητές του Σλίθεριν. Ο Σνέιπ δίδασκε το μάθημα των μαγικών φίλτρων.
"Μπορεί να αρρώστησε", εξέφρασε τους ευσεβείς πόθους του ο Ρον.
"Μπορεί να έφυγε", είπε ο Χάρι, "γιατί δεν του έδωσαν ούτε φέτος το μάθημα της άμυνας εναντίον των σκοτεινών τεχνών!"
"Ή, ακόμα καλύτερα, μπορεί να τον έδιωξαν!" είπε ενθουσιασμένος ο Ρον. "Θέλω να πω, κανείς εδώ πέρα δεν τον χωνεύει..."
"Μπορεί, πάλι, να περιμένει να μάθει γιατί εσείς οι δυο δεν ήρθατε με το τρένο", ακούστηκε πίσω τους μια παγερή φωνή.
Ο Χάρι γύρισε απότομα. Πίσω του στεκόταν ο Σέβερους Σνέιπ, με το μαύρο του μανδύα να ανεμίσει στον ψυχρό αέρα. Ήταν λιπόσαρκος, με ωχρό δέρμα, γαμψή μύτη και λιγδωμένα μαλλιά που έφταναν ως τους ώμους. Τους χαμογελούσε με έναν τρόπο, σαν να τους έλεγε ότι δε θα ξεμπέρδευαν εύκολα.
"Ακολουθήστε με", είπε ο Σνέιπ.
Ο Χάρι και ο Ρον ακολούθησαν τον Σνέιπ στα σκαλοπάτια, χωρίς να τολμούν να ανταλλάξουν ούτε ένα βλέμμα. Πέρασαν την επιβλητική είσοδο, τη φωτισμένη με αναμμένους πυρσούς. Γαργαλιστικές μυρωδιές έρχονταν από τη μεγάλη τραπεζαρία, αλλά ο Σνέιπ τους οδήγησε μακριά από τη ζεστασιά και το φως, σε μια στενή πέτρινη σκάλα που κατέληγε στα υπόγεια του πύργου.
"Μέσα!" είπε ανοίγοντας μια πόρτα στο μέσο του παγερού διαδρόμου και δείχνοντας το εσωτερικό του δωματίου.
Μπήκαν τρέμοντας στο γραφείο του. Στους γεμάτους σκιές τοίχους υπήρχαν ράφια με μεγάλες γυάλες, μέσα στις οποίες κολυμπούσαν κάθε λογής αηδιαστικά πράγματα. Ο Χάρι δεν ήθελε ούτε το όνομά τους να μάθει. Το τζάκι ήταν σκοτεινό και άδειο. Ο Σνέιπ έκλεισε την πόρτα και στράφηκε προς το μέρος τους.
"Λοιπόν", είπε σιγανά, "ο διάσημος Χάρι Πότερ και το πιστό τσιράκι του, ο Ουέσλι, δεν καταδέχονται το τρένο. Προτίμησαν μια επεισοδιακή άφιξη, έτσι, παιδιά;"
"Όχι, κύριε καθηγητά, αλλά το διαχωριστικό στο Κινγκς Κρος δεν..."
"Σιωπή!" τους έκοψε παγερά ο Σνέιπ. "Τι το κάνατε το αυτοκίνητο;"
Ο Ρον ξεροκατάπιε. Ο Χάρι, από την πλευρά του, θυμήθηκε την υποψία που είχε εδώ κι ένα χρόνο, ότι δηλαδή ο Σνέιπ μπορούσε και διάβαζε το μυαλό των άλλων. Αλλά μετά κατάλαβε, όταν ο Σνέιπ άνοιξε τον Ημερήσιο προφήτη εκείνης της ημέρας.
"Σας είδαν", σφύριξε μεσ' από τα δόντια του δείχνοντας τον τίτλο: Ιπτάμενο Φορντ θορυβεί τους Μαγκλ. Άρχισε να διαβάζει δυνατά: "Δύο Μαγκλ στο Λονδίνο επιμένουν ότι είδαν ένα παλιό αυτοκίνητο να πετά πάνω από τον πύργο του Ταχυδρομείου... Το μεσημέρι, στο Νόρφολκ, η κυρία Χέτι Μπέιλις, την ώρα που άπλωνε την μπουγάδα της... Ο κύριος Άνγκους Φλιτ, κάτοικος Πεμπλς, ειδοποίησε την αστυνομία... Συνολικά έξι, εφτά Μαγκλ". Αν δεν κάνω λάθος, Ρον, ο πατέρας σου δουλεύει στο γραφείο κακής χρήσης αντικειμένων Μαγκλ;" είπε κοιτώντας τον Ρον με ένα μοχθηρό χαμόγελο. "Για φαντάσου... Ο ίδιος του ο γιος..."
Ο Χάρι ένιωσε το στομάχι του να δένεται κόμπο. Αν μάθαινε κανείς πως ο κύριος Ουέσλι είχε μαγέψει το αυτοκίνητο... Αυτό δεν το είχαν σκεφτεί...
"Περιδιαβάζοντας το πάρκο, διαπίστωσα πως προκαλέσατε σοβαρές φθορές σε μια πολύτιμη ιτιά που δέρνει", συνέχισε ο Σνέιπ.
"Το δέντρο έκανε σ' εμάς περισσότερη ζημιά απ' ότι εμείς σ' εκείνο..." πετάχτηκε ο Ρον.
"Σιωπή!" φώναξε ο Σνέιπ. "Δυστυχώς δεν είσαστε στον κοιτώνα μου και δεν είμαι εγώ αρμόδιος για την αποβολή σας. Πάω να φωνάξω εκείνους που έχουν αυτή την ευχάριστη δικαιοδοσία. Περιμένετε εδώ".
Ο Χάρι και ο Ρον χλόμιασαν και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ο Χάρι είχε ξεχάσει την πείνα του. Τώρα του ερχόταν αναγούλα. Προσπάθησε να μην κοιτάζει ένα μεγάλο γλοιώδες πράγμα που κολυμπούσε μέσα σε ένα πράσινο υγρό, στο ράφι πίσω από το γραφείο του Σνέιπ. Ακόμη κι αν ο Σνέιπ φώναζε την καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ, την υποδιευθύντρια της σχολής, η θέση τους δε θα βελτιωνόταν σε τίποτα. Μπορεί να ήταν πολύ πιο δίκαιη από τον Σνέιπ, αλλά δεν έπαυε να είναι υπερβολικά αυστηρή. Ο Σνέιπ επέστρεψε δέκα λεπτά αργότερα ακολουθούμενος, όπως ήταν αναμενόμενο, από την καθηγήτρια ΜακΓκόναγκαλ. Ο Χάρι την είχε δει να θυμώνει σε πολλές περιπτώσεις, αλλά ή είχε ξεχάσει πόσο σφιγμένα κρατούσε τα χείλη της σ' αυτές τις περιπτώσεις ή δεν την είχε ξαναδεί τόσο θυμωμένη. Μόλις μπήκε, ύψωσε το ραβδί της. Ο Χάρι κι ο Ρον λούφαξαν, αλλά εκείνη απλώς σημάδεψε το σβηστό τζάκι. Φλόγες ξεπετάχτηκαν.
"Καθίστε", είπε.
Τα δύο αγόρια κάθισαν στις καρέκλες δίπλα στο τζάκι.
"Εξηγηθείτε", είπε με τα γυαλιά της να αστράφτουν δυσοίωνα. Ο Ρον άρχισε να διηγείται την περιπέτειά τους, ξεκινώντας από το διαχωριστικό του σταθμού, το οποίο είχε αρνηθεί πεισματικά να τους επιτρέψει την είσοδο.