17. Ο άνθρωπος με τα δύο πρόσωπα (2)
«Τι κρίμα!» είπε. «Το πρώτο πράγμα που με ρωτάς, δεν μπορώ δυστυχώς να το απαντήσω. Όχι τώρα, όχι σήμερα δηλαδή... Κάποτε θα μάθεις... Για την ώρα, καλύτερα να το ξεχάσεις, Χάρι. Το ξέρω πως δε σ' αρέσει αυτό, αλλά όταν θα είσαι μεγαλύτερος... και έτοιμος... θα το καταλάβεις μόνος σου».
Από τον τόνο της φωνής του και μόνο, ο Χάρι ήταν σίγουρος πως δεν είχε νόημα να επιμείνει.
«Γιατί όμως ο Κούιρελ καιγόταν κάθε φορά που με άγγιζε;» ρώτησε κατόπιν.
«Η μητέρα σου πέθανε για να σε σώσει, Χάρι», αποκρίθηκε ο Ντάμπλντορ. «Κι αν υπάρχει ένα πράγμα που ο Βόλντεμορτ δεν καταλαβαίνει, αυτό είναι η αγάπη. Για αυτό και δεν κατάλαβε ποτέ πως μια αγάπη τόσο δυνατή, όσο αυτή της μητέρας σου για σένα, πάντα αφήνει το σημάδι της. Δεν είναι κάτι που φαίνεται... αλλά όποιος έχει αγαπηθεί τόσο πολύ, ακόμη κι αν το πρόσωπο που τον αγάπησε δεν υπάρχει πια, έχει γύρω του μια αόρατη προστασία για πάντα. Αυτή η προστασία υπάρχει στο δέρμα σου, Χάρι. Γι' αυτό ο Κούιρελ, ο οποίος μοιραζόταν το μίσος, την πλεονεξία, τη φιλοδοξία, ακόμη και την ίδια του την ψυχή με τον Βόλντεμορτ, δεν μπορούσε να σ' αγγίξει... Το ν' αγγίξει ένα άτομο σημαδεμένο από αγάπη, όπως εσύ, σήμαινε γι' αυτόν θάνατο».
Τελειώνοντας τη φράση του, ο Ντάμπλντορ γύρισε το κεφάλι του κι άρχισε να κοιτάζει ένα πουλί που είχε καθίσει στο περβάζι του παραθύρου. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Χάρι να στεγνώσει τα δακρυσμένα μάτια του με την άκρη του σεντονιού του. Κι όταν ήταν σίγουρος πως η φωνή του θα ακουγόταν και πάλι σταθερή, ξαναρώτησε:
«Και τον αόρατο μανδύα, κύριε, ποιος μου τον έστειλε;»
«Εεε... Ο πατέρας σου τον είχε αφήσει στα χέρια μου και... σκέφτηκα πως μπορεί να σου άρεσε», αποκρίθηκε ο Ντάμπλντορ με πονηρό χαμόγελο. «Πολύ χρήσιμο αντικείμενο... Ο πατέρας σου τον χρησιμοποιούσε για να κατεβαίνει κρυφά στις κουζίνες και να κλέβει φαγητά, όταν ήταν μαθητής εδώ».
«Και είναι και κάτι άλλο, κύριε...»
«Λέγε, Χάρι».
«Ο Κούιρελ είπε πως ο Σνέιπ...»
«Ο καθηγητής Σνέιπ, Χάρι», τον διόρθωσε ο Ντάμπλντορ.
«Ναι, αυτός... Ο Κούιρελ είπε πως με μισεί επειδή μισούσε και τον πατέρα μου. Είναι αλήθεια αυτό;»
«Ναι. Αντιπαθούσαν πολύ ο ένας τον άλλον, αυτό είναι βέβαιο... Όπως εσύ κι ο Μαλφόι, ας πούμε! Και μετά ο πατέρας σου έκανε κάτι που ο Σνέιπ δεν μπόρεσε ποτέ να του το συγχωρήσει...»
«Τι έκανε;»
«Του έσωσε τη ζωή».
«Τι;» ρώτησε κατάπληκτος ο Χάρι.
«Ναι, αυτό που άκουσες», απάντησε ο Ντάμπλντορ. «Είναι περίεργο πώς δουλεύουν καμιά φορά τα μυαλά των ανθρώπων. Ο καθηγητής Σνέιπ δεν το χώνεψε ποτέ, να χρωστά ευγνωμοσύνη στον άνθρωπο που μισούσε. Και πιστεύω πως γι' αυτό προσπάθησε τόσο πολύ να προστατέψει εσένα εδώ, στο "Χόγκουάρτς". Πίστευε πως έτσι θα ξεπλήρωνε μια για πάντα το "χρέος" του προς τον πατέρα σου, ελεύθερος πια να μισεί τη μνήμη του πατέρα σου...»
Ο Χάρι προσπάθησε να καταλάβει αυτή τη λογική, αλλά αμέσως ένιωσε πονοκέφαλο και σταμάτησε.
«Και... είναι κάτι ακόμη», είπε διστακτικά.
«Λέγε, λοιπόν...»
«Πώς βρέθηκε στην τσέπη μου η φιλοσοφική λίθος;»
«Α, χαίρομαι πολύ που με ρώτησες γι' αυτό, Χάρι. Βλέπεις, αυτή ήταν μια από τις καλύτερες ιδέες που είχα ποτέ. Μεταξύ μας, νιώθω πολύ περήφανος. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως μόνο κάποιος που ήθελε να βρει τη φιλοσοφική λίθο — να τη βρει, όχι να τη χρησιμοποιήσει — θα μπορούσε να δει στον καθρέφτη τον εαυτό του να το κάνει. Διαφορετικά θα έβλεπε τον εαυτό του να πίνει το ελιξήριο της ζωής ή να φτιάχνει χρυσάφι! Πρέπει να παραδεχθώ πως ήταν καταπληκτική ιδέα. Ακόμη και τώρα, όταν το σκέφτομαι, μένω κατάπληκτος! Τώρα, όμως, φτάνουν οι ερωτήσεις... Γιατί δε δοκιμάζεις μερικά απ' αυτά τα γλυκά. Α, βλέπω εδώ τα φασόλια σε όλες τις γεύσεις!... Στα νιάτα μου, Χάρι, είχα την ατυχία να φάω ένα με τη γεύση του εμετού κι από τότε τα αντιπάθησα. Δεν πιστεύω όμως να κινδυνεύω, αν διαλέξω ένα με τη γεύση του καφέ...»
Ο Ντάμπλντορ χαμογέλασε κι έβαλε στο στόμα του ένα σκούρο καστανό φασόλι. Αμέσως έκανε μια γκριμάτσα αηδίας και το έφτυσε μακριά.
«Πάλι άτυχος!» είπε. «Δεν είναι καφές, αλλά κερί για τα αφτιά!...»
Ο Χάρι ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
--
Η κυρία Πόμφρι, η νοσοκόμα, ήταν καλή γυναίκα, αλλά πολύ αυστηρή.
«Μόνο πέντε λεπτά!» την παρακάλεσε ο Χάρι.
«Αποκλείεται!»
«Τότε γιατί αφήσατε τον καθηγητή Ντάμπλντορ...»
«Άλλο αυτό. Είναι ο διευθυντής μας... Εσύ, όμως, Χάρι, χρειάζεσαι ανάπαυση!»
«Μα αναπαύομαι!» διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Να, εδώ είμαι, ξαπλωμένος στο κρεβάτι! Ελάτε, κυρία Πόμφρι...»
«Καλά, λοιπόν», υποχώρησε εκείνη. «Αλλά μόνο πέντε λεπτά!»
Κι άφησε τον Ρον και την Ερμιόνη να μπουν μέσα. «Χάρι!» είπαν και τα δυο παιδιά μ' ένα στόμα.
Η Ερμιόνη έδειχνε πάλι έτοιμη να τον αγκαλιάσει. Ο Χάρι ανακουφίστηκε που η Ερμιόνη συγκρατήθηκε, γιατί το κεφάλι του πονούσε ακόμη πολύ.
«Χάρι, είμαστε σίγουροι ότι... Ο Ντάμπλντορ ήταν τόσο ανήσυχος για σένα!»
«Όλο το σχολείο μιλά για σένα», είπε ο Ρον. «Πες μου, όμως. Τι ακριβώς έγινε;»
Αυτή ήταν μια από τις σπάνιες φορές, όπου η αλήθεια ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Ο Χάρι τους τα είπε όλα: για τον Κούιρελ, για τον καθρέφτη του Έριζεντ, για τη φιλοσοφική λίθο, για τον Βόλντεμορτ... Κι όταν τους είπε τι κρυβόταν κάτω από το τουρμπάνι του Κούιρελ, η Ερμιόνη άφησε να της ξεφύγει μια τρομαγμένη κραυγή.
«Ώστε η πέτρα δεν υπάρχει πια;» ρώτησε ο Ρον. «Κι ο Φλαμέλ θα πεθάνει;»
«Αυτό είπα κι εγώ», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Αλλά ο Ντάμπλντορ μου απάντησε πως... για να δεις πώς μου το είπε... Α, ναι: Για ένα ισορροπημένο μυαλό, ο θάνατος δεν είναι παρά η επόμενη μεγάλη περιπέτεια!»
«Πάντα έλεγα πως είναι μεγαλοφυία!» παρατήρησε με θαυμασμό ο Ρον.
«Τι έγινε μ' εσάς τους δυο;» ρώτησε ο Χάρι.
«Εγώ γύρισα πίσω εντάξει», αποκρίθηκε η Ερμιόνη. «Πρώτα συνέφερα τον Ρον... αυτό μου πήρε κάμποση ώρα... και μετά, πηγαίνοντας στο κλουβί με τις κουκουβάγιες, συναντήσαμε τον Ντάμπλντορ στο μεγάλο χολ. Πρέπει να τα ήξερε όλα, γιατί το μόνο που μας ρώτησε, ήταν: "Ο Χάρι πήγε να τον βρει, έτσι;" Και μετά ανέβηκε τρέχοντας στον τρίτο όροφο...»
«Λες να σε άφησε επίτηδες να το κάνεις», ρώτησε ο Ρον τον Χάρι, «και γι' αυτό να σου έδωσε τον αόρατο μανδύα του πατέρα σου;»
«Αν έκανε κάτι τέτοιο!...» ξέσπασε θυμωμένη η Ερμιόνη. «Θέλω να πω... μπορεί να είναι ο διευθυντής μας, αλλά... θα μπορούσες να σκοτωθείς, Χάρι!»
«Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος...» αποκρίθηκε αργά ο Χάρι. «Ο Ντάμπλντορ είναι περίεργος τύπος... Νομίζω πως ήθελε να μου δώσει μια ευκαιρία... Είμαι σίγουρος πως ξέρει πάντα όλα όσα γίνονται στο "Χόγκουαρτς". Πιστεύω λοιπόν ότι ήξερε τι θα κάναμε κι αντί να μας σταματήσει, μας βοηθούσε όπου χρειαζόταν. Ίσως, ακόμη, να θεωρούσε ότι είχα το δικαίωμα να 'ρθω πρόσωπο με πρόσωπο με τον Βόλντεμορτ και να τον αντιμετωπίσω, αν μπορούσα...»
«Μάλλον έχεις δίκιο, Χάρι!» είπε ο Ρον. «Λοιπόν, μέχρι αύριο πρέπει να 'χεις σηκωθεί από το κρεβάτι, γιατί έχουμε τη γιορτή για το τέλος της σχολικής χρονιάς. Βέβαια το Σλίθεριν κέρδισε πάλι το πρωτάθλημα. Στο τελευταίο ματς νικηθήκαμε από το Ράβενκλοου. Εσύ δεν έπαιξες... Τέλος πάντων, όπως κι αν έχει το πράγμα, το φαγητό αύριο θα είναι υπέροχο...»
Την άλλη στιγμή η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα φουριόζα η κυρία Πόμφρι.
«Σας άφησα δέκα λεπτά!» είπε αυστηρά. «Και τώρα, έξω!»
Ο Χάρι πέρασε μια ήσυχη νύχτα. Το επόμενο πρωί ένιωθε σχεδόν καλά!
«Θέλω να πάω στη γιορτή!» είπε στην κυρία Πόμφρι, καθώς εκείνη τακτοποιούσε τα κουτιά με τα γλυκίσματα στο κομοδίνο του. «Μπορώ, έτσι;»
«Ο καθηγητής Ντάμπλντορ λέει ότι μπορείς», αποκρίθηκε εκείνη, με ύφος όμως που έδειχνε καθαρά ότι δε συμφωνούσε με τον καθηγητή. «Κι έχεις κι άλλον επισκέπτη...»
«Α, ωραία!» είπε ο Χάρι. «Ποιος είναι;»
Την ίδια στιγμή ο Χάγκριντ γλίστρησε μέσα από τη μισάνοιχτη πόρτα. Όπως πάντα όταν βρισκόταν σε κλειστούς χώρους, ο δασοφύλακας φάνταζε τεράστιος. Διστακτικά, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του Χάρι, τον κοίταξε κι έβαλε τα κλάματα.
«Εγώ... φταίω... για... όλα!» είπε, κρύβοντας το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες του. «Εγώ είπα σ' αυτό το τέρας πώς να περάσει μπροστά από τον Λουλούκο! Ήταν το μόνο που δεν ήξερε κι εγώ του το είπα! Θα μπορούσες να είχες σκοτωθεί, Χάρι... Κι όλα αυτά για ένα αβγό δράκου! Ορκίζομαι να μην ξαναπιώ ποτέ στη ζωή μου! Θα 'πρεπε να με διώξουν από το "Χόγκουαρτς" και να μ' αναγκάσουν να ζήσω με τους Μαγκλ...»
«Έλα τώρα, Χάγκριντ!» τον παρηγόρησε ο Χάρι, αναστατωμένος που έβλεπε τα δάκρυα να κυλούν στα γένια του δασοφύλακα. «Έτσι κι αλλιώς, ο Βόλντεμορτ θα το μάθαινε! Αργά ή γρήγορα θα το μάθαινε, ακόμη κι αν δεν του το 'λεγες εσύ...»
«Θα μπορούσες να είχες σκοτωθεί!» ξαναείπε ο Χάγκριντ ανάμεσα στους λυγμούς του. «Και μη λες αυτό το όνομα!»
«Βόλντεμορτ!» φώναξε ο Χάρι, τόσο δυνατά, που ο Χάγκριντ σταμάτησε αμέσως να κλαίει. «Τον γνώρισα, μίλησα μαζί του και θα τον λέω με τ' όνομά του! Έλα τώρα, Χάγκριντ, δεν υπάρχει λόγος να κάνεις έτσι... Σώσαμε την πέτρα από τα χέρια του. Εκείνος εξαφανίστηκε και μπορεί να μην ξαναγυρίσει ποτέ... Όλα καλά, λοιπόν! Γιατί δε δοκιμάζεις έναν απ' αυτούς τους σοκολατένιους βατράχους... έχω τόσους πολλούς...»
Ο Χάγκριντ σκούπισε τη μύτη του με την ανάποδη του χεριού του.
«Α, παραλίγο να το ξεχάσω!» είπε κατόπιν ο Χάγκριντ. «Έχω ένα δώρο για σένα».
«Όχι κανένα σάντουιτς με κρέας τράγου;» ρώτησε ανήσυχος ο Χάρι κι ο Χάγκριντ χαμογέλασε, για πρώτη φορά.
«Δε μοιάζει με σάντουιτς, μοιάζει;» τον ρώτησε ύστερα, δείχνοντάς του ένα χοντρό άλμπουμ για φωτογραφίες.
Ο Χάρι το άνοιξε. Είδε τον πατέρα του και τη μητέρα του να του χαμογελούν μέσα απ' όλες τις σελίδες.
«Ο Ντάμπλντορ μου έδωσε τις φωτογραφίες για να τις κατατάξω», του εξήγησε ο Χάγκριντ. «Έστειλε κουκουβάγιες σε όλους τους παλιούς συμμαθητές των γονιών σου, ζητώντας τους φωτογραφίες, γιατί ήξερε πως εσύ δεν έχεις καμιά από την οικογένειά σου... Σ' αρέσει, Χάρι;»
Από τη συγκίνηση, ο Χάρι δεν μπορούσε να μιλήσει, ο Χάγκριντ όμως κατάλαβε.
Ο Χάρι ήταν ο τελευταίος που κατέβηκε εκείνο το βράδυ στην αίθουσα όπου γινόταν η γιορτή για το τέλος της σχολικής χρονιάς. Τον είχε καθυστερήσει η κυρία Πόμφρι, βάζοντάς του για τελευταία φορά θερμόμετρο. Η μεγάλη τραπεζαρία ήταν πια γεμάτη. Οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με γιρλάντες στα χρώματα του Σλίθεριν, πράσινο κι ασημένιο, επειδή το Σλίθεριν είχε κερδίσει το πρωτάθλημα για έβδομη συνεχή χρονιά. Ένα πανό μ' ένα τεράστιο φίδι ζωγραφισμένο επάνω του —το έμβλημα του Σλίθεριν— κρεμόταν πάνω από το τραπέζι των καθηγητών.
Όταν ο Χάρι μπήκε μέσα, απλώθηκε μονομιάς σιωπή. Μετά ξανάρχισαν όλοι να μιλούν δυνατά. Ο Χάρι γλίστρησε σ' ένα κάθισμα ανάμεσα στον Ρον και την Ερμιόνη. Προσποιήθηκε ότι δεν έβλεπε τ' άλλα παιδιά, τα οποία σηκώνονταν όρθια για να μπορέσουν να τον δουν.
Ευτυχώς ο Ντάμπλντορ ήρθε σχεδόν αμέσως κι η φασαρία σταμάτησε.
«Άλλη μια σχολική χρονιά τελείωσε!» τους είπε σ' εύθυμο τόνο. «Κι εγώ πρέπει να σας απασχολήσω με τα βαρετά λόγια ενός γέρου καθηγητή, προτού απολαύσετε το αποψινό μας γεύμα... Ας είναι, θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος. Πρέπει να πω, λοιπόν, πως η χρονιά που πέρασε, ήταν καταπληκτική. Ελπίζω τα κεφάλια σας να είναι τώρα λίγο πιο γεμάτα απ' ό,τι πέρυσι. Μην ανησυχείτε, όμως, γιατί έχετε μπροστά σας ολόκληρο το καλοκαίρι για να τ' αφήσετε να αδειάσουν!...»
Γέλια ακολούθησαν αυτά τα λόγια.
«Και τώρα, ας έρθουμε στο πρωτάθλημα», συνέχισε ο Ντάμπλντορ. «Όπως όλοι πια ξέρετε, το Γκρίφιντορ είναι στην τέταρτη θέση, με τριακόσιους δώδεκα βαθμούς, το Χάφλπαφλ στην τρίτη, με τριακόσιους πενήντα δύο βαθμούς, το Ράβενκλοου στη δεύτερη, με τετρακόσιους είκοσι έξι βαθμούς, και το Σλίθεριν στην πρώτη, με τετρακόσιους εβδομήντα δύο βαθμούς. Το Σλίθεριν, λοιπόν, κέρδισε πάλι το πρωτάθλημα...»
Αμέσως ζητωκραυγές και χαρούμενα γέλια ξέσπασαν στο τραπέζι των παιδιών του Σλίθεριν. Ο Χάρι είδε τον Ντράκο Μαλφόι να χτυπά ενθουσιασμένος με δύναμη το καπέλο του στην επιφάνεια του τραπεζιού κι η καρδιά του σφίχτηκε.
«Ναι, ναι, συγχαρητήρια, Σλίθεριν!» είπε κατόπιν ο Ντάμπλντορ. «Υπάρχουν, όμως, και μερικά πρόσφατα γεγονότα που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας... Γεγονότα που πρέπει ν' ανταμειφθούν... Εγώ, λοιπόν, θα δώσω ακόμη μερικούς βαθμούς».
Βαριά σιωπή έπεσε στην αίθουσα και τα χαμόγελα των παιδιών του Σλίθεριν έσβησαν από τα πρόσωπά τους.
«Για τον Ρον Ουέσλι», συνέχισε ο Ντάμπλντορ, «για την καλύτερη παρτίδα σκάκι που παίχτηκε εδώ και χρόνια στο "Χόγκουαρτς", δίνω στο Γκρίφιντορ πενήντα βαθμούς!»
Το πρόσωπο του Ρον έγινε τόσο κόκκινο, που έμοιαζε τώρα σαν ραπανάκι με ξανθοκόκκινα μαλλιά. Οι ζητωκραυγές των παιδιών του Γκρίφινιορ αντήχησαν τόσο δυνατά, που έκαναν τα τζάμια να τρίξουν. Ο Χάρι άκουσε τον επιμελητή Πέρσι να λέει περήφανα στους διπλανούς του: «Ο αδελφός μου είναι! Ο μικρός μου αδελφός! Κατάφερε να διασχίσει νικητής τη μαγική σκακιέρα της καθηγήτριας ΜακΓκόναγκαλ!...»
«Για την Ερμιόνη Γκρέιντζερ», συνέχισε ο Ντάμπλντορ, όταν η φασαρία σταμάτησε, «για την ψυχραιμία και τη λογική της σε μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση... δίνω στο Γκρίφιντορ άλλους πενήντα βαθμούς!»
Η Ερμιόνη έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στα σταυρωμένα μπράτσα της. Ο Χάρι ήταν σίγουρος ότι είχε βάλει τα κλάματα. Οι συμμαθητές του χοροπηδούσαν και φώναζαν, έξαλλοι από χαρά, γιατί η βαθμολογία τους είχε ανέβει κατά εκατό ολόκληρους βαθμούς!
«Και τέλος, για τον Χάρι Πότερ...» είπε ο Ντάμπλντορ κι η σιωπή στην αίθουσα έγινε ξαφνικά απόλυτη, «για το θάρρος και τον ηρωισμό του, δίνω στο Γκρίφιντορ άλλους εξήντα βαθμούς!»
Αυτή τη φορά ο θόρυβος ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Όσοι μπορούσαν να κάνουν πρόσθεση ενώ χοροπηδούσαν από τη χαρά τους, θα ήξεραν πως το Γκρίφιντορ είχε τώρα τετρακόσιους εβδομήντα δύο βαθμούς, ακριβώς όσους και το Σλίθεριν! Αυτό σήμαινε ισοπαλία στο πρωτάθλημα... Δεν έδινε ο Ντάμπλντορ έναν ακόμη βαθμό στον Χάρι, μόνον έναν...
Ο Ντάμπλντορ σήκωσε ψηλά και τα δυο του χέρια κι η φασαρία σιγά σιγά καταλάγιασε.
«Υπάρχουν πολλά είδη θάρρους», είπε κατόπιν ο Ντάμπλντορ. «Χρειάζεται πολύ θάρρος για ν' αντιμετωπίσει κανείς τους εχθρούς του, αλλά πολύ περισσότερο για να υποστηρίξει τους φίλους του. Γι' αυτόν το λόγο και χάριν του Νέβιλ Λονγκμπότομ, δίνω στο Γκρίφιντορ άλλους δέκα βαθμούς!»
Αν κάποιος στεκόταν εκείνη τη στιγμή έξω από τη μεγάλη τραπεζαρία, θα νόμιζε ότι είχε γίνει το λιγότερο έκρηξη — τόσο δυνατός ήταν ο θόρυβος που ξέσπασε. Ο Χάρι, ο Ρον κι η Ερμιόνη πετάχτηκαν όρθιοι κι άρχισαν να ζητωκραυγάζουν, ενώ ο Νέβιλ, κατάχλομος αλλά ευχαριστημένος, εξαφανίστηκε κάτω από μια ομάδα συμμαθητών του, οι οποίοι προσπαθούσαν να τον αγκαλιάσουν όλοι μαζί. Ο Χάρι, ενώ συνέχιζε να ζητωκραυγάζει, σκούντησε με τον αγκώνα του τον Ρον και του έδειξε το τραπέζι των παιδιών του Σλίθεριν. Ο Μαλφόι φαινόταν έτοιμος να λιποθυμήσει από την απογοήτευση!
«Κι όλα αυτά σημαίνουν», φώναξε δυνατά ο Ντάμπλντορ, για ν' ακουστεί παρά το θόρυβο, καθώς τώρα στις ζητωκραυγές των παιδιών του Γκρίφιντορ είχαν προστεθεί κι αυτές των παιδιών του Χάφλπαφλ και του Ράβενκλοου που πανηγύριζαν την ήττα του Σλίθεριν, «πως η αίθουσά μας χρειάζεται αλλαγή στη διακόσμηση!»
Κατόπιν χτύπησε δυο φορές τα χέρια του. Αμέσως οι πράσινες κι ασημένιες διακοσμήσεις έγιναν κατακόκκινες. Το μεγάλο φίδι του Σλίθεριν εξαφανίστηκε απ' το πανό και τη θέση του πήρε το μεγάλο χρυσό λιοντάρι του Γκρίφιντορ. Στο τραπέζι των καθηγητών ο Σνέιπ έσφιγγε το χέρι της καθηγήτριας ΜακΓκόναγκαλ, μ' ένα προσποιητό χαμόγελο στο πρόσωπό του. Ύστερα, γύρισε το κεφάλι του και το βλέμμα του συναντήθηκε με αυτό του Χάρι. Ο Χάρι κατάλαβε ότι τα συναισθήματα του καθηγητή Σνέιπ απέναντί του δεν είχαν αλλάξει στο παραμικρό! Αυτό όμως δεν τον ενοχλούσε πια...
Το αποψινό ήταν το καλύτερο βράδυ της ζωής του — ο Χάρι ήταν απόλυτα σίγουρος γι' αυτό. Καλύτερο κι από το πρώτο ματς κουίντιτς, ή από τα Χριστούγεννα, ή από το βράδυ εκείνο που έβγαλε από τη μέση το φρικτό καλλικάντζαρο! Κι ήταν επίσης σίγουρος ότι το αποψινό βράδυ δε θα το ξεχνούσε ποτέ.
Ο Χάρι είχε ξεχάσει πως δεν είχαν βγει ακόμη τ' αποτελέσματα των διαγωνισμών. 'Οταν βγήκαν, έμεινε κατάπληκτος που αυτός κι ο Ρον είχαν περάσει και μάλιστα με καλούς βαθμούς. Φυσικά η Ερμιόνη ήρθε πρώτη απ' όλους τους πρωτοετείς. Ακόμη κι ο Νέβιλ πέρασε, γιατί ο καλός βαθμός του στη βοτανολογία ισοφάρισε τον κακό βαθμό του στα φίλτρα. Είχαν όλοι ελπίσει πως ο Γκόιλ, ο φίλος του Μαλφόι, που ήταν και χαζός και κακός, θα έμενε στην ίδια τάξη, αλλά πέρασε κι αυτός. Ήταν κρίμα... αλλά, όπως είπε ο Ρον, «δεν μπορείς να τα 'χεις όλα στη ζωή!»
Η μέρα της αναχώρησης για τις καλοκαιρινές διακοπές έφτασε. Τα ντουλάπια άδειασαν, οι βαλίτσες γέμισαν, ο χαμένος βάτραχος του Νέβιλ βρέθηκε στις τουαλέτες και σ' όλα τα παιδιά δόθηκαν αυστηρά σημειώματα, όπου τους θύμιζαν ότι τα μάγια απαγορεύονταν στη διάρκεια των διακοπών. Μετά ο Χάγκριντ ήρθε για να τους πάει στις βάρκες που θα τους περνούσαν απέναντι. Γρήγορα όλοι βρέθηκαν στο Χόγκουαρτς Εξπρές. Το ταξίδι κύλησε ευχάριστα. Κι όταν άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σπίτια των Μαγκλ, τα παιδιά έβγαλαν τις μακριές ρόμπες και τους μανδύες τους και φόρεσαν παντελόνια και μπουφάν. Μετά το τρένο σταμάτησε στην πλατφόρμα 9 και 3/4 του σταθμού Κινγκς Κρος, στο Λονδίνο.
Μέχρι να φύγουν όλοι από την πλατφόρμα, πέρασε αρκετή ώρα. Ένας ζαρωμένος γερο-φύλακας στεκόταν κοντά στη θυρίδα των εισιτηρίων και τους άφηνε να βγαίνουν λίγοι λίγοι έξω, για να μην παρουσιαστούν ξαφνικά όλοι μαζί και βάλουν σε υποψίες τους Μαγκλ.
«Πρέπει να 'ρθείτε να μείνετε στο σπίτι μου αυτό το καλοκαίρι», είπε ο Ρον λίγο προτού αποχαιρετιστούν. «Κι οι δυο σας, εννοώ... Θα σας στείλω μια κουκουβάγια...»
«Ευχαριστώ», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Τουλάχιστον θα 'χω κάτι ευχάριστο να περιμένω...»
Άλλα παιδιά, καθώς περνούσαν μπροστά τους, αποχαιρετούσαν τον Χάρι με φιλικά λόγια.
«Διάσημος, βλέπω...» τον πείραξε ο Ρον.
«Όχι εκεί που πηγαίνω», αποκρίθηκε ο Χάρι.
Οι τρεις τους —Χάρι, Ρον κι Ερμιόνη— έφυγαν μαζί από την πλατφόρμα.
«Να τον, μαμά, να τον! Εκεί είναι, δες τον!» Ήταν η Τζίνι Ουέσλι, η μικρή αδελφή του Ρον.
«Ο Χάρι Πότερ, μαμά!» στρίγκλισε η Τζίνι. «Να τον, καλέ μαμά! Εκεί είναι!»
«Μη φωνάζεις, Τζίνι! Κι είναι αγένεια να δείχνεις με το δάχτυλο!...»
Η κυρία Ουέσλι χαμογέλασε και στους τρεις.
«Περάσατε καλά;» τους ρώτησε.
«Πολύ καλά», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Ευχαριστώ για το πουλόβερ και τα γλυκά, κυρία Ουέσλι...»
«Δεν ήταν τίποτα, χρυσό μου...»
«Έτοιμος, λοιπόν;» ακούστηκε ξαφνικά μια βαριά αντρική φωνή.
Ήταν ο θείος Βέρνον. Όπως πάντα, με κατακόκκινο πρόσωπο, χοντρό μουστάκι κι έξαλλος με τον Χάρι, ο οποίος στεκόταν στη μέση του σταθμού κρατώντας στο ένα χέρι του το κλουβί με την κουκουβάγια. Πίσω από το θείο Βέρνον στέκονταν η θεία Πετούνια κι ο Ντάντλι, οι οποίοι κοιτούσαν τον Χάρι τρομοκρατημένοι.
«Θα πρέπει να είστε η οικογένεια του Χάρι», είπε η κυρία Ουέσλι.
«Κάτι τέτοιο», αποκρίθηκε απότομα ο θείος Βέρνον. «Λοιπόν, έτοιμος, μικρέ; Δεν μπορούμε να χάσουμε εδώ όλη τη μέρα μας!»
Και γυρίζοντας την πλάτη του, άρχισε ν' απομακρύνεται.
Ο Χάρι, όμως, δεν τον ακολούθησε. Έμεινε για μια τελευταία λέξη με τον Ρον και την Ερμιόνη.
«Λοιπόν, θα ιδωθούμε προτού τελειώσει το καλοκαίρι, έτσι;» τους ρώτησε ο Χάρι.
«Ελπίζω να... να περάσεις καλά, Χάρι», είπε διστακτικά η Ερμιόνη, κοιτάζοντας το θείο Βέρνον.
«Μην ανησυχείς, θα περάσω θαυμάσια!» αποκρίθηκε ο Χάρι και τα άλλα δυο παιδιά απόρησαν με την έκφραση που πήρε το πρόσωπό του. «Οι δικοί μου δεν ξέρουν ότι τα μάγια απαγορεύονται στη διάρκεια των διακοπών. Θα περάσω λοιπόν μια χαρά με τον Ντάντλι όλο το καλοκαίρι...»