×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), II. Αφέντης και Δούλος

II. Αφέντης και Δούλος

Το καλό άλογο, με μια επιδέξια στροφή, έστριψε και με ζωηρό βήμα προχώρησε στον πατημένο δρόμο του συνοικισμού.

- Και του λόγου σου πώς μου τρύπωσες εδώ πέρα; Δος μου το μαστίγι, Νικήτα! Φώναξε ο Βασίλη Αντρέιτς με φανερό καμάρι στο διάδοχό του, που καθόταν ζαρωμένος κοντά στο Νικήτα. Να σου δείξω εγώ! Άντε, τρέχα στη μαμά σου, διαολάκι!

Το παιδί μ' ένα πήδημα βρέθηκε έξω από το έλκηθρο κι έτρεξε στο σπίτι. Ο Μουχόρτη έπαιρνε φόρα σιγά-σιγά ώσπου ρίχτηκε με καλπασμό στο δρόμο. Ο συνοικισμός Κρεστί που βρισκόταν το σπίτι του Βασίλη Αντρέιτς απαρτιζόταν όλο-όλο από έξι σπίτια. Μόλις προσπέρασαν και το τελευταίο σπιτάκι που ήτανε η κατοικία του σιδηρουργού, ένιωσαν αμέσως πως ο αέρας ήτανε πολύ πιο δυνατός απ' ό,τι είχανε φανταστεί. Ο δρόμος, σχεδόν δε διακρινόταν πια. Τ' αχνάρια π' άφηνε το έλκηθρο τα έσβηνε αμέσως η ορμή του αέρα και το δρόμο τον ακολουθούσαν μονάχα γιατί βρισκόταν ψηλότερα από την υπόλοιπη περιοχή. Το χιόνι στροβιλιζόταν πέρα για πέρα και δεν διακρινόταν καθόλου η γραμμή κείνη που ενώνει τη γη με τον ουρανό. Το δάσος του Τελιάτινο που πάντα φαινόταν τόσο ξεκάθαρα τώρα μονάχα κάπου-κάπου αχνομαύριζε ανάμεσα από την πυκνή χιονόσκονη. Ο αέρας φυσούσε από την αριστερή μεριά κι έστριβε με πείσμα αντίθετα τη χαίτη του Μουχόρτη και την πλούσια ουρά του που ο Νικήτα την είχε δέσει σ' ένα σφιχτό κόμπο. Ο πλατύς γιακάς του Νικήτα, που καθόταν από τη μεριά του αέρα σφιγγόταν πάνω στο πρόσωπό του και τη μύτη του.

- Δεν μπορεί να τρέξει μ' όλη τη φόρα, εξαιτίας του καιρού, παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς, καμαρώνοντας το καλό άλογό του. Κάποτε που πήγα με δαύτο στο Πασούτινο, φτάσαμε εκεί περά σε μισή ώρα.

- Ό,τι και να πεις, τούτο το άλογο είναι καλό μια φορά, είπε ο Νικήτα. - Σώπασαν για λίγο. Μα ο Βασίλη Αντρέιτς είχε όρεξη για κουβέντα.

- Δεν μου λες, έκανα καλά που παράγγειλα της νοικοκυρά σου να μην πολυκαλοπιάνει το βαρελά; - είπε πάλι με τη δυνατή φωνή του ο Βασίλη Αντρέιτς, τόσο σίγουρος, πως ο Νικήτα θα έπρεπε να κολακευόταν κουβεντιάζοντας μ' έναν τόσο σημαντικό και σοφό κύριο σαν κι εκείνον, και τόσο ευχαριστημένο για τα πείραγμα του, που ούτε καν του πέρασε από το νου πως το θέμα αυτό μπορούσε να είναι δυσάρεστο στον άλλο.

Ο Νικήτα πάλι δεν άκουσε την πρώτη φορά τα λόγια τ' αφεντικού του καθώς τα παράσυρε η ορμή του αέρα. Έτσι ο Βασίλη Αντρέιτς επανέλαβε πιο δυνατά και πιο συλλαβιστά το πείραγμα του για το βαρελά.

- Ο Θεός μαζί τους, Βασίλη Αντρέιτς εγώ δεν ανακατώνομαι σ' αυτές τις υποθέσεις. Φτάνει να μη μου κακομεταχειρίζεται το παιδί. Αλλιώς, ο Θεός μαζί της.

- Σωστά, παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς. Και λοιπόν τι αποφάσισες, θ' αγοράσεις άλογο κατά την άνοιξη; - άρχισε άλλο θέμα για κουβέντα.

- Μα, δε θα τ' αποφύγω, αποκρίθηκε ο Νικήτα, σιάζοντας το γιακά του πανωφοριού του και σκύβοντας προς το μέρος του αφεντικού. - Τώρα το θέμα κινούσε το ενδιαφέρον του και για τούτο δεν ήθελε να χάσει καμία λέξη. - Ο μικρός μεγάλωσε, πρέπει τώρα ο ίδιος να οργώνει, γιατί όλον τον καιρό νοικιάζουμε, πρόσθεσε.

- Καλά. Αγόρασε ένα από τα δικά μου, δε θα στο δώσω ακριβά! - ξεφώνισε ο Βασίλη Αντρέιτς νιώθοντας κάποια υπερδιέγερση ότι εξαιτίας αυτού θα κατέληγε στην κερδοσκοπία, που ήτανε η αγαπημένη του απασχόληση κι απορροφούσε όλες του τις πνευματικές δυνάμεις.

- Κι αν όχι, τότες μου δίνετε καμιά δεκαπενταριά ρουβλάκια κι αγοράζω ένα στο αλογοπάζαρο, είπε ο Νικήτα που ήξερε πως κείνα τα δεύτερα άλογα του αφεντικού του δεν άξιζαν παραπάνω από εφτά ρούβλια το ένα, μα ο Βασίλη Αντρέιτς πουλώντας σ' αυτόν ένα από δαύτα θα του υπολόγιζε ίσαμε είκοσι πέντε ρούβλια και τότε θα περνούσε μισός χρόνος δίχως να δει πεντάρα, ίσαμε που να ξοφλήσει.

- Θα σου δώσω ένα καλό άλογο. Νοιάζομαι για σένα, σαν για το ίδιο τον εαυτό μου. Με το χέρι στην καρδιά. Ο Μπρεχουνόβ δε θ' αδικήσει άνθρωπο. Ας ζημιωθώ εγώ, δε σκοτίστηκα. Όχι σαν κάποιους άλλους. Με το χέρι στην καρδιά, ξεφώνισε με εκείνο το ύφος, που κατάφερνε να πείθει στα λόγια του και τους πουλητές και τους αγοραστές του, ένα άλογο πρώτης!

- Πάει καλά, παρατήρησε αναστενάζοντας ο Νικήτα και αφού πείστηκε πως δε είχε τίποτ' άλλο ν' ακούσει, παράτησε το γιακά του και τον άφηκε να του σκεπάσει τ' αυτί και το πρόσωπο.

Κάπου μισή ώρα προχώρησαν σιωπηλοί. Ο αέρας διαπερνούσε το χέρι και το πλευρό του Νικήτα εκεί που το κοντογούνι του ήτανε σκισμένο. Ζάρωνε όσο μπορούσε κι ανάσαινε μέσα στο σηκωμένο γιακά του που του έκρυβε το στόμα, για την ώρα δεν πολυκρύωνε.

- Τι λες; Να τραβήξουμε από το Καραμίσεβο ή να κόψουμε ολόισα, ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

Από το Καραμίσεβο ο δρόμος ήτανε πιο στρωτός και πιο περιποιημένος μα έπεφτε μακρύτερα. Ενώ αν τραβούσαν ίσα ήτανε πιο κοντά, όμως ο δρόμος όχι τόσο καλός και πολύ παραμελημένος. Ο Νικήτα σκέφτηκε λιγάκι.

- Από το Καραμίσεβο αν και πιο μακριά, μα ο δρόμος είναι πιο καλός, είπε στο τέλος.

- Ναι μα να τραβήξουμε ίσα μονάχα λίγο αν προχωρήσουμε, δίχως να χάσουμε το δρόμο, θα βρεθούμε στο δάσος κι από κει είναι καλά, επέμεινε ο Βασίλη Αντρέιτς, που προτιμούσε να τραβήξουν ίσα.

- Όπως ορίζετε, έκανε ο Νικήτα και παράτησε πάλι το γιακά του.

Ο Βασίλη Αντρέιτς, έτσι κι έκανε κι αφού προχώρησε ίσαμε μισό βέρστι έστριψε αριστερά.

Ο αέρας τώρα τους ερχόταν κατά πρόσωπο. Κι άρχισε να χιονίζει ελαφρά. Ο Βασίλη Αντρέιτς κρατούσε τα γκέμια, φούσκωνε τα μάγουλα του και ξεφυσούσε κάτω από τα μουστάκια του. Ο Νικήτα μισοκοιμόταν.

Έτσι προχώρησαν σιωπηλοί κάπου δέκα λεπτά. Ξαφνικά κάτι είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Ε τι; - ρώτησε ο Νικήτα ανοίγοντας τα μάτια του.

Ο Βασίλη Αντρέιτς δεν αποκρίθηκε, παρά έσκυβε και κοίταζε ερευνητικά προς τα πίσω και μπροστά πέρα απ' τ' άλογο. Ο Μουχόρτη που ήτανε καταϊδρωμένος, προχωρούσε αργά.

- Ε τι; - ξαναρώτησε ο Νικήτα.

- Τι, τι; - τον κορόιδεψε ο Βασίλη Αντρέιτς. Δεν βλέπω τα σημάδια του δρόμου! Χάσαμε το δρόμο φαίνεται!

- Σταματήστε τότε. Να κοιτάξω, να δω πού βρισκόμαστε, είπε ο Νικήτα. Μ' ένα ανάλαφρο πήδημα βρέθηκε έξω από το έλκηθρο, τράβηξε το μαστίγι κάτω από τ' άχυρα, που το είχε χωμένο, και τράβηξε αριστερά από τη μεριά που καθόταν.

Εκείνη τη χρονιά το χιόνι δεν ήτανε πολύ βαθύ, κι έτσι μπορούσε κάποιος να διακρίνει το δρόμο, μα όσο να 'ναι κάπου-κάπου έφτανε ίσαμε το γόνατο και γιόμιζαν έτσι τα ποδήματα του Νικήτα. Αυτός προχωρούσε έψαχνε με τα πόδια και με το μαστίγι, μα δρόμο δεν ανακάλυπτε πουθενά.

- Λοιπόν; - τον ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς, σαν ξαναγύρισε κοντά του.

- Δεν έχει δρόμο από τούτη τη μεριά. Πρέπει να πάω να κοιτάξω από την άλλη.

- Να, εκεί δα, κάτι μαυρίζει. Κατά εκεί πήγαινε να δεις τι είναι είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

Ο Νικήτα πήγε και κατά εκεί, πλησίασε κείνο που μαύριζε, που δεν ήταν παρά χώματα σωριασμένα από τα φθινοπωρινά οργώματα. Αφού έκανε ένα γύρο κι από τη δεξιά μεριά, ο Νικήτα ξαναγύρισε κοντά στο έλκηθρο, τίναξε τα χιόνια πάνωθέ του και μέσα από τα ποδήματά του, και ξανακάθισε στη θέση του.

- Πρέπει να τραβήξουμε από τη δεξιά μεριά, είπε αποφασιστικά. Ο αέρας πρωτύτερα μου ερχόταν αριστερά, μα τώρα μου έρχεται κατάμουτρα. Τραβάτε δεξιά, πρόσθεσε.

Ο Βασίλη Αντρέιτς υπάκουσε και έστριψε δεξιά. Όμως δρόμος πάντα δε φαινόταν. Προχώρησαν έτσι κάμποση ώρα. Ο αέρας δυνάμωνε και το χιόνι επίσης.

- Κατά πως φαίνεται, Βασίλη Αντρέιτς, χάσαμε ολότελα το δρόμο, παρατήρησε ξαφνικά ο Νικήτα μ' ένα χαιρέκακο ύψος. Τι είναι εκείνο, εκεί; - πρόσθεσε δείχνοντας κάποια μαύρα κοτσάνια πατάτας, που πρόβαλαν κατ' απ' το χιόνι.

Ο Βασίλη Αντρέιτς σταμάτησε το άλογο που ήτανε πια καταϊδρωμένο και * με κόπο μετακινούσε τα πόδια του.

- Τι είναι; - ρώτησε.

- Είναι, πως βρεθήκαμε στον κάμπο του Ζαχάροβσκι. Να που βρισκόμαστε.

- Ψέματα λες, γκρίνιασε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Δε λέω ψέματα, Βασίλη Αντρέιτς. Αλήθεια σου λέω, επέμεινε ο Νικήτα. Αυτό νιώθετε κι απ' το έλκηθρο ακόμα, πως περνάμε πάνω από πατατοχώραφα. Να κι οι σωροί παραπέρα, που ετοίμασαν τα κοτσάνια για να τα κουβαλήσουν. Είναι τα χωράφια της φάμπρικας Ζαχάροβσκι.

- Για φαντάσου, που βρεθήκαμε! - απόρησε ο Βασίλη Αντρέιτς. Και τώρα τι γίνεται; Μπορείς να μου πεις;

- Το μόνο, να προχωρήστε όλο ίσια και κάπου θα μας βγάλει η άκρη. Αν όχι στη Ζαχάροβκα, όμως μπορεί να βρεθούμε στο αρχοντικό.

Ο Βασίλη Αντρέιτς παραδέχτηκε τη γνώμη του και τράβηξε ίσα. Προχώρησαν έτσι αρκετή ώρα. Πότε περνούσαν από γυμνωμένα χωράφια και το έλκηθρο σκόνταφτε και τραμπαλιζόταν πάνω στους παγωμένους σβώλους τα χώματα. Πότε πάλι περνούσαν από χωράφια θερισμένα που ανάμεσα απ' το χιόνι διακρίνονταν τ' απομεινάρια της θερισμένης φθινοπωριάτικης κι ανοιξιάτικης σποράς, κάποια αχυράκια που στροβιλίζονταν στην πνοή του αέρα. Πότε πάλι περνούσαν από βαθύ και παντού το ίδιο κατάλευκο και ομαλό χιόνι, που τίποτ' άλλο δε διακρινόταν ανάμεσά του.

Το χιόνι έπεφτε από πάνω και κάπου-κάπου υψωνόταν και κάτωθέ τους. Το άλογο ήτανε φανερό, ότι είχε κουραστεί πια. Πνιγόταν στον ιδρώτα και προχωρούσε αργά. Ξαφνικά παραπάτησε και βρέθηκε χωμένο σε κάποια λακκούβα, άγνωστο αν ήτανε χαντάκι ή ρεματιά. Ο Βασίλη Αντρέιτς έκανε να το σταματήσει. Μα ο Νικήτα έμπηξε τις φωνές.

- Γιατί το σταματάτε; Μια και χώθηκε κάπου, πρέπει να δούμε τι γίνεται τώρα. Έλα, έλα καλό μου, έλα αγαπούλα μου! - καλόπιασε με χαρούμενη φωνή τ' άλογο, καθώς μ' ένα πήδημα βρέθηκε κοντά του, και χώθηκε κι αυτός στο χαντάκι.

Το άλογο με μια προσπάθεια τράβηξε το έλκηθρο έξω από το χαντάκι, στην απέναντι μεριά.

- Πού βρισκόμαστε λοιπόν; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Τώρα θα το μάθουμε! - αποκρίθηκε ο Νικήτα. Τραβάτε κι όλο κάπου και θα μας βγαλ' η άκρη.

- Μα να, εκείνο κει πρέπει να 'ναι το δάσος του Γοριάτσκινο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς, δείχνοντας κάτι που μαύριζε ανάμεσα απ' το χιόνι πέρα.

- Άμα κοντοζυγώνουμε, θα το δούμε, αυτό το δάσος, γκρίνιασε ο Νικήτα.

Ο Νικήτα έβλεπε πως από τη μεριά που φαινόταν κείνο που μαύριζε, ο αέρας ξεπετούσε κάποια στενόμακρα φύλλα κι απ' αυτό καταλάβαινε πως δεν δάσος, μα συνοικισμός, όμως δεν είχε διάθεση να το πει. Και πραγματικά, δεν πρόλαβαν ν' απομακρυνθούν μήτε δέκα οργιές από το χαντάκι, όταν βρέθηκαν μπροστά σε δέντρα που υψώνονταν, κι ανάδιναν κάποιο μελαγχολικό θρόισμα. Ο Νικήτα σωστά το είχε μαντέψει. Δεν επρόκειτο για δάσος, παρά για μια σειρά ψηλά δέντρα, που διατηρούσαν ακόμα κάπου-κάπου μερικά φύλλα, που παράδερναν στην πνοή του αέρα. Τα δέντρα αυτά πρέπει να τα είχαν φυτεμένα στο χαντάκι κάποιου αλωνιού. Σαν κοντοζύγωσαν στα δέντρα που τόσο μελαγχολικά βούιζαν καθώς τ' ανατάραζε ο χειμωνιάτικος αέρας, το άλογο σήκωσε ξαφνικά τα μπροστινά πόδια του ψηλά, ύστερα και τα πισινά και τράβηξε σ' ένα ψήλωμα το έλκηθρο, ύστερα έστριψε αριστερά και προχώρησε δίχως να χώνεται στο χιόνι ίσαμε το γόνατο. Είχανε βρεθεί πια σε δρόμο.

- Να, που φτάσαμε κιόλας, μα δεν ξέρομε πού, είπε ο Νικήτα.

Το άλογο δίχως να παραδέρνει, τράβηξε στον πατημένο δρόμο και δεν πρόλαβαν να κάνουν μήτε σαράντα οργιές, όταν είδαν να μαυρίζει παραμπρός κάποιο μακρόστενο αμπάρι που η σκεπή του ήτανε πέρα για πέρα πασπαλισμένη με παχύ στρώμα χιονιού, κι ο δυνατός αέρας δεν τ' άφηνε στιγμή ήσυχο. Σαν προσπέρασαν το αμπάρι, ο δρόμος έστριβε από τη μεριά του αέρα και το έλκηθρο βρέθηκε πάνω σε σωριασμένο χιόνι. Μα παραμπρός διακρινόταν κάποιο στενό, ανάμεσα σε δυο σπίτια κι αυτό σήμαινε πως ο αέρας είχε σωριάσει κείνο το χιόνι κι έπρεπε να το περάσουν. Και πραγματικά, άμα πέρασαν πάνω από το χιονοσωρό, βρέθηκαν σε δρόμο. Στην αυλή του ακρινού σπιτιού έμεναν απλωμένα και παράδερναν απελπιστικά στα φυσήματα του αέρα ρούχα της μπουγάδας: δυο πουκάμισα, το ένα άσπρο και το άλλο κόκκινο, σώβρακο, λουρίδες πανί που τυλίγουν τα πόδια αντί για κάλτσες και μια φούστα. Τα ρούχα είχανε παγώσει και κουνιόταν μονοκόμματα στον αέρα. Πιότερο απ' όλα το άσπρο πουκάμισο, με τεντωμένα τα μακριά μανίκια του.

- Για κοίτα κει την τεμπέλα γυναίκα που παράτησε απλωμένα τα ρούχα γιορτή-μέρα, λες κι απόθανε, παρατήρησε ο Νικήτα καθώς αντίκρισαν τα ρούχα.


II. Αφέντης και Δούλος II. Master and Servant II. Amo y siervo

Το καλό άλογο, με μια επιδέξια στροφή, έστριψε και με ζωηρό βήμα προχώρησε στον πατημένο δρόμο του συνοικισμού.

- Και του λόγου σου πώς μου τρύπωσες εδώ πέρα; Δος μου το μαστίγι, Νικήτα! Φώναξε ο Βασίλη Αντρέιτς με φανερό καμάρι στο διάδοχό του, που καθόταν ζαρωμένος κοντά στο Νικήτα. Να σου δείξω εγώ! Άντε, τρέχα στη μαμά σου, διαολάκι!

Το παιδί μ' ένα πήδημα βρέθηκε έξω από το έλκηθρο κι έτρεξε στο σπίτι. Ο Μουχόρτη έπαιρνε φόρα σιγά-σιγά ώσπου ρίχτηκε με καλπασμό στο δρόμο. Ο συνοικισμός Κρεστί που βρισκόταν το σπίτι του Βασίλη Αντρέιτς απαρτιζόταν όλο-όλο από έξι σπίτια. Μόλις προσπέρασαν και το τελευταίο σπιτάκι που ήτανε η κατοικία του σιδηρουργού, ένιωσαν αμέσως πως ο αέρας ήτανε πολύ πιο δυνατός απ' ό,τι είχανε φανταστεί. Ο δρόμος, σχεδόν δε διακρινόταν πια. Τ' αχνάρια π' άφηνε το έλκηθρο τα έσβηνε αμέσως η ορμή του αέρα και το δρόμο τον ακολουθούσαν μονάχα γιατί βρισκόταν ψηλότερα από την υπόλοιπη περιοχή. Το χιόνι στροβιλιζόταν πέρα για πέρα και δεν διακρινόταν καθόλου η γραμμή κείνη που ενώνει τη γη με τον ουρανό. Το δάσος του Τελιάτινο που πάντα φαινόταν τόσο ξεκάθαρα τώρα μονάχα κάπου-κάπου αχνομαύριζε ανάμεσα από την πυκνή χιονόσκονη. Ο αέρας φυσούσε από την αριστερή μεριά κι έστριβε με πείσμα αντίθετα τη χαίτη του Μουχόρτη και την πλούσια ουρά του που ο Νικήτα την είχε δέσει σ' ένα σφιχτό κόμπο. Ο πλατύς γιακάς του Νικήτα, που καθόταν από τη μεριά του αέρα σφιγγόταν πάνω στο πρόσωπό του και τη μύτη του.

- Δεν μπορεί να τρέξει μ' όλη τη φόρα, εξαιτίας του καιρού, παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς, καμαρώνοντας το καλό άλογό του. Κάποτε που πήγα με δαύτο στο Πασούτινο, φτάσαμε εκεί περά σε μισή ώρα.

- Ό,τι και να πεις, τούτο το άλογο είναι καλό μια φορά, είπε ο Νικήτα. - Σώπασαν για λίγο. Μα ο Βασίλη Αντρέιτς είχε όρεξη για κουβέντα.

- Δεν μου λες, έκανα καλά που παράγγειλα της νοικοκυρά σου να μην πολυκαλοπιάνει το βαρελά; - είπε πάλι με τη δυνατή φωνή του ο Βασίλη Αντρέιτς, τόσο σίγουρος, πως ο Νικήτα θα έπρεπε να κολακευόταν κουβεντιάζοντας μ' έναν τόσο σημαντικό και σοφό κύριο σαν κι εκείνον, και τόσο ευχαριστημένο για τα πείραγμα του, που ούτε καν του πέρασε από το νου πως το θέμα αυτό μπορούσε να είναι δυσάρεστο στον άλλο.

Ο Νικήτα πάλι δεν άκουσε την πρώτη φορά τα λόγια τ' αφεντικού του καθώς τα παράσυρε η ορμή του αέρα. Έτσι ο Βασίλη Αντρέιτς επανέλαβε πιο δυνατά και πιο συλλαβιστά το πείραγμα του για το βαρελά.

- Ο Θεός μαζί τους, Βασίλη Αντρέιτς εγώ δεν ανακατώνομαι σ' αυτές τις υποθέσεις. Φτάνει να μη μου κακομεταχειρίζεται το παιδί. Αλλιώς, ο Θεός μαζί της.

- Σωστά, παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς. Και λοιπόν τι αποφάσισες, θ' αγοράσεις άλογο κατά την άνοιξη; - άρχισε άλλο θέμα για κουβέντα.

- Μα, δε θα τ' αποφύγω, αποκρίθηκε ο Νικήτα, σιάζοντας το γιακά του πανωφοριού του και σκύβοντας προς το μέρος του αφεντικού. - Τώρα το θέμα κινούσε το ενδιαφέρον του και για τούτο δεν ήθελε να χάσει καμία λέξη. - Ο μικρός μεγάλωσε, πρέπει τώρα ο ίδιος να οργώνει, γιατί όλον τον καιρό νοικιάζουμε, πρόσθεσε.

- Καλά. Αγόρασε ένα από τα δικά μου, δε θα στο δώσω ακριβά! - ξεφώνισε ο Βασίλη Αντρέιτς νιώθοντας κάποια υπερδιέγερση ότι εξαιτίας αυτού θα κατέληγε στην κερδοσκοπία, που ήτανε η αγαπημένη του απασχόληση κι απορροφούσε όλες του τις πνευματικές δυνάμεις.

- Κι αν όχι, τότες μου δίνετε καμιά δεκαπενταριά ρουβλάκια κι αγοράζω ένα στο αλογοπάζαρο, είπε ο Νικήτα που ήξερε πως κείνα τα δεύτερα άλογα του αφεντικού του δεν άξιζαν παραπάνω από εφτά ρούβλια το ένα, μα ο Βασίλη Αντρέιτς πουλώντας σ' αυτόν ένα από δαύτα θα του υπολόγιζε ίσαμε είκοσι πέντε ρούβλια και τότε θα περνούσε μισός χρόνος δίχως να δει πεντάρα, ίσαμε που να ξοφλήσει.

- Θα σου δώσω ένα καλό άλογο. Νοιάζομαι για σένα, σαν για το ίδιο τον εαυτό μου. Με το χέρι στην καρδιά. Ο Μπρεχουνόβ δε θ' αδικήσει άνθρωπο. Ας ζημιωθώ εγώ, δε σκοτίστηκα. Όχι σαν κάποιους άλλους. Με το χέρι στην καρδιά, ξεφώνισε με εκείνο το ύφος, που κατάφερνε να πείθει στα λόγια του και τους πουλητές και τους αγοραστές του, ένα άλογο πρώτης!

- Πάει καλά, παρατήρησε αναστενάζοντας ο Νικήτα και αφού πείστηκε πως δε είχε τίποτ' άλλο ν' ακούσει, παράτησε το γιακά του και τον άφηκε να του σκεπάσει τ' αυτί και το πρόσωπο.

Κάπου μισή ώρα προχώρησαν σιωπηλοί. Ο αέρας διαπερνούσε το χέρι και το πλευρό του Νικήτα εκεί που το κοντογούνι του ήτανε σκισμένο. Ζάρωνε όσο μπορούσε κι ανάσαινε μέσα στο σηκωμένο γιακά του που του έκρυβε το στόμα, για την ώρα δεν πολυκρύωνε.

- Τι λες; Να τραβήξουμε από το Καραμίσεβο ή να κόψουμε ολόισα, ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

Από το Καραμίσεβο ο δρόμος ήτανε πιο στρωτός και πιο περιποιημένος μα έπεφτε μακρύτερα. Ενώ αν τραβούσαν ίσα ήτανε πιο κοντά, όμως ο δρόμος όχι τόσο καλός και πολύ παραμελημένος. Ο Νικήτα σκέφτηκε λιγάκι.

- Από το Καραμίσεβο αν και πιο μακριά, μα ο δρόμος είναι πιο καλός, είπε στο τέλος.

- Ναι μα να τραβήξουμε ίσα μονάχα λίγο αν προχωρήσουμε, δίχως να χάσουμε το δρόμο, θα βρεθούμε στο δάσος κι από κει είναι καλά, επέμεινε ο Βασίλη Αντρέιτς, που προτιμούσε να τραβήξουν ίσα.

- Όπως ορίζετε, έκανε ο Νικήτα και παράτησε πάλι το γιακά του.

Ο Βασίλη Αντρέιτς, έτσι κι έκανε κι αφού προχώρησε ίσαμε μισό βέρστι έστριψε αριστερά.

Ο αέρας τώρα τους ερχόταν κατά πρόσωπο. Κι άρχισε να χιονίζει ελαφρά. Ο Βασίλη Αντρέιτς κρατούσε τα γκέμια, φούσκωνε τα μάγουλα του και ξεφυσούσε κάτω από τα μουστάκια του. Ο Νικήτα μισοκοιμόταν.

Έτσι προχώρησαν σιωπηλοί κάπου δέκα λεπτά. Ξαφνικά κάτι είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Ε τι; - ρώτησε ο Νικήτα ανοίγοντας τα μάτια του.

Ο Βασίλη Αντρέιτς δεν αποκρίθηκε, παρά έσκυβε και κοίταζε ερευνητικά προς τα πίσω και μπροστά πέρα απ' τ' άλογο. Ο Μουχόρτη που ήτανε καταϊδρωμένος, προχωρούσε αργά.

- Ε τι; - ξαναρώτησε ο Νικήτα.

- Τι, τι; - τον κορόιδεψε ο Βασίλη Αντρέιτς. Δεν βλέπω τα σημάδια του δρόμου! Χάσαμε το δρόμο φαίνεται!

- Σταματήστε τότε. Να κοιτάξω, να δω πού βρισκόμαστε, είπε ο Νικήτα. Μ' ένα ανάλαφρο πήδημα βρέθηκε έξω από το έλκηθρο, τράβηξε το μαστίγι κάτω από τ' άχυρα, που το είχε χωμένο, και τράβηξε αριστερά από τη μεριά που καθόταν.

Εκείνη τη χρονιά το χιόνι δεν ήτανε πολύ βαθύ, κι έτσι μπορούσε κάποιος να διακρίνει το δρόμο, μα όσο να 'ναι κάπου-κάπου έφτανε ίσαμε το γόνατο και γιόμιζαν έτσι τα ποδήματα του Νικήτα. Αυτός προχωρούσε έψαχνε με τα πόδια και με το μαστίγι, μα δρόμο δεν ανακάλυπτε πουθενά.

- Λοιπόν; - τον ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς, σαν ξαναγύρισε κοντά του.

- Δεν έχει δρόμο από τούτη τη μεριά. Πρέπει να πάω να κοιτάξω από την άλλη.

- Να, εκεί δα, κάτι μαυρίζει. Κατά εκεί πήγαινε να δεις τι είναι είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

Ο Νικήτα πήγε και κατά εκεί, πλησίασε κείνο που μαύριζε, που δεν ήταν παρά χώματα σωριασμένα από τα φθινοπωρινά οργώματα. Αφού έκανε ένα γύρο κι από τη δεξιά μεριά, ο Νικήτα ξαναγύρισε κοντά στο έλκηθρο, τίναξε τα χιόνια πάνωθέ του και μέσα από τα ποδήματά του, και ξανακάθισε στη θέση του.

- Πρέπει να τραβήξουμε από τη δεξιά μεριά, είπε αποφασιστικά. Ο αέρας πρωτύτερα μου ερχόταν αριστερά, μα τώρα μου έρχεται κατάμουτρα. Τραβάτε δεξιά, πρόσθεσε.

Ο Βασίλη Αντρέιτς υπάκουσε και έστριψε δεξιά. Όμως δρόμος πάντα δε φαινόταν. Προχώρησαν έτσι κάμποση ώρα. Ο αέρας δυνάμωνε και το χιόνι επίσης.

- Κατά πως φαίνεται, Βασίλη Αντρέιτς, χάσαμε ολότελα το δρόμο, παρατήρησε ξαφνικά ο Νικήτα μ' ένα χαιρέκακο ύψος. Τι είναι εκείνο, εκεί; - πρόσθεσε δείχνοντας κάποια μαύρα κοτσάνια πατάτας, που πρόβαλαν κατ' απ' το χιόνι.

Ο Βασίλη Αντρέιτς σταμάτησε το άλογο που ήτανε πια καταϊδρωμένο και * με κόπο μετακινούσε τα πόδια του.

- Τι είναι; - ρώτησε.

- Είναι, πως βρεθήκαμε στον κάμπο του Ζαχάροβσκι. Να που βρισκόμαστε.

- Ψέματα λες, γκρίνιασε ο Βασίλη Αντρέιτς.

-  Δε λέω ψέματα, Βασίλη Αντρέιτς. Αλήθεια σου λέω, επέμεινε ο Νικήτα. Αυτό νιώθετε κι απ' το έλκηθρο ακόμα, πως περνάμε πάνω από πατατοχώραφα. Να κι οι σωροί παραπέρα, που ετοίμασαν τα κοτσάνια για να τα κουβαλήσουν. Είναι τα χωράφια της φάμπρικας Ζαχάροβσκι.

- Για φαντάσου, που βρεθήκαμε! - απόρησε ο Βασίλη Αντρέιτς. Και τώρα τι γίνεται; Μπορείς να μου πεις;

- Το μόνο, να προχωρήστε όλο ίσια και κάπου θα μας βγάλει η άκρη. Αν όχι στη Ζαχάροβκα, όμως μπορεί να βρεθούμε στο αρχοντικό.

Ο Βασίλη Αντρέιτς παραδέχτηκε τη γνώμη του και τράβηξε ίσα. Προχώρησαν έτσι αρκετή ώρα. Πότε περνούσαν από γυμνωμένα χωράφια και το έλκηθρο σκόνταφτε και τραμπαλιζόταν πάνω στους παγωμένους σβώλους τα χώματα. Πότε πάλι περνούσαν από χωράφια θερισμένα που ανάμεσα απ' το χιόνι διακρίνονταν τ' απομεινάρια της θερισμένης φθινοπωριάτικης κι ανοιξιάτικης σποράς, κάποια αχυράκια που στροβιλίζονταν στην πνοή του αέρα. Πότε πάλι περνούσαν από βαθύ και παντού το ίδιο κατάλευκο και ομαλό χιόνι, που τίποτ' άλλο δε διακρινόταν ανάμεσά του.

Το χιόνι έπεφτε από πάνω και κάπου-κάπου υψωνόταν και κάτωθέ τους. Το άλογο ήτανε φανερό, ότι είχε κουραστεί πια. Πνιγόταν στον ιδρώτα και προχωρούσε αργά. Ξαφνικά παραπάτησε και βρέθηκε χωμένο σε κάποια λακκούβα, άγνωστο αν ήτανε χαντάκι ή ρεματιά. Ο Βασίλη Αντρέιτς έκανε να το σταματήσει. Μα ο Νικήτα έμπηξε τις φωνές.

- Γιατί το σταματάτε; Μια και χώθηκε κάπου, πρέπει να δούμε τι γίνεται τώρα. Έλα, έλα καλό μου, έλα αγαπούλα μου! - καλόπιασε με χαρούμενη φωνή τ' άλογο, καθώς μ' ένα πήδημα βρέθηκε κοντά του, και χώθηκε κι αυτός στο χαντάκι.

Το άλογο με μια προσπάθεια τράβηξε το έλκηθρο έξω από το χαντάκι, στην απέναντι μεριά.

- Πού βρισκόμαστε λοιπόν; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Τώρα θα το μάθουμε! - αποκρίθηκε ο Νικήτα. Τραβάτε κι όλο κάπου και θα μας βγαλ' η άκρη.

- Μα να, εκείνο κει πρέπει να 'ναι το δάσος του Γοριάτσκινο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς, δείχνοντας κάτι που μαύριζε ανάμεσα απ' το χιόνι πέρα.

- Άμα κοντοζυγώνουμε, θα το δούμε, αυτό το δάσος, γκρίνιασε ο Νικήτα.

Ο Νικήτα έβλεπε πως από τη μεριά που φαινόταν κείνο που μαύριζε, ο αέρας ξεπετούσε κάποια στενόμακρα φύλλα κι απ' αυτό καταλάβαινε πως δεν δάσος, μα συνοικισμός, όμως δεν είχε διάθεση να το πει. Και πραγματικά, δεν πρόλαβαν ν' απομακρυνθούν μήτε δέκα οργιές από το χαντάκι, όταν βρέθηκαν μπροστά σε δέντρα που υψώνονταν, κι ανάδιναν κάποιο μελαγχολικό θρόισμα. Ο Νικήτα σωστά το είχε μαντέψει. Δεν επρόκειτο για δάσος, παρά για μια σειρά ψηλά δέντρα, που διατηρούσαν ακόμα κάπου-κάπου μερικά φύλλα, που παράδερναν στην πνοή του αέρα. Τα δέντρα αυτά πρέπει να τα είχαν φυτεμένα στο χαντάκι κάποιου αλωνιού. Σαν κοντοζύγωσαν στα δέντρα που τόσο μελαγχολικά βούιζαν καθώς τ' ανατάραζε ο χειμωνιάτικος αέρας, το άλογο σήκωσε ξαφνικά τα μπροστινά πόδια του ψηλά, ύστερα και τα πισινά και τράβηξε σ' ένα ψήλωμα το έλκηθρο, ύστερα έστριψε αριστερά και προχώρησε δίχως να χώνεται στο χιόνι ίσαμε το γόνατο. Είχανε βρεθεί πια σε δρόμο.

- Να, που φτάσαμε κιόλας, μα δεν ξέρομε πού, είπε ο Νικήτα.

Το άλογο δίχως να παραδέρνει, τράβηξε στον πατημένο δρόμο και δεν πρόλαβαν να κάνουν μήτε σαράντα οργιές, όταν είδαν να μαυρίζει παραμπρός κάποιο μακρόστενο αμπάρι που η σκεπή του ήτανε πέρα για πέρα πασπαλισμένη με παχύ στρώμα χιονιού, κι ο δυνατός αέρας δεν τ' άφηνε στιγμή ήσυχο. Σαν προσπέρασαν το αμπάρι, ο δρόμος έστριβε από τη μεριά του αέρα και το έλκηθρο βρέθηκε πάνω σε σωριασμένο χιόνι. Μα παραμπρός διακρινόταν κάποιο στενό, ανάμεσα σε δυο σπίτια κι αυτό σήμαινε πως ο αέρας είχε σωριάσει κείνο το χιόνι κι έπρεπε να το περάσουν. Και πραγματικά, άμα πέρασαν πάνω από το χιονοσωρό, βρέθηκαν σε δρόμο. Στην αυλή του ακρινού σπιτιού έμεναν απλωμένα και παράδερναν απελπιστικά στα φυσήματα του αέρα ρούχα της μπουγάδας: δυο πουκάμισα, το ένα άσπρο και το άλλο κόκκινο, σώβρακο, λουρίδες πανί που τυλίγουν τα πόδια αντί για κάλτσες και μια φούστα. Τα ρούχα είχανε παγώσει και κουνιόταν μονοκόμματα στον αέρα. Πιότερο απ' όλα το άσπρο πουκάμισο, με τεντωμένα τα μακριά μανίκια του.

- Για κοίτα κει την τεμπέλα γυναίκα που παράτησε απλωμένα τα ρούχα γιορτή-μέρα, λες κι απόθανε, παρατήρησε ο Νικήτα καθώς αντίκρισαν τα ρούχα.