×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, ΣΤ’. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ (2)

ΣΤ’. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ (2)

— Θα πει, πατέρα, πως το γράμμα αυτό ήταν γραμμένο για τον Πανουργάκο. Θα πει πως ο Λαγόκαρδος είναι όχι μόνο μπερμπάντης, αλλά και προδότης, και πως σε λίγες μέρες, σε λίγες ώρες ίσως, τα στρατεύματα του Άρχοντα θείου μας μπορούν να εισβάλουν στο Κράτος μας. Θα πει κι ένα άλλο: πως αυτός μοιάζει να ξέρει πράματα που δεν ξέρομε ‘μεις, δηλαδή πως δεν έχομε στρατό και πως δε θα γίνει καμιά αντίσταση στα σύνορα.

— Τι κάθεσαι και λες! είπε νευρικά ο Βασιλιάς. Δεν έχομε, λέει στρατό! Κολοκύθια με τη ρίγανη! Χιλιάδες στρατιώτες ρίχνω στο βασίλειο του θείου μου, οπόταν θελήσω. Κι εκατό καράβια, όλο σίδερο σκεπασμένα, κατεβάζει το ποτάμι με την πρώτη μου προσταγή! Δεν έχομε, λέει, στρατό! Θα τον κρεμάσω να τον φαν τα όρνια, τον πρώτο που θα τολμήσει να ξαναπεί τέτοιο λόγο!

Κι έξω φρενών ο Βασιλιάς έσπρωξε την κορώνα στην κορυφή του κεφαλιού του, και με μεγάλα βήματα πήγε και ήλθε δυο-τρεις φορές στην κάμαρα.

Το Βασιλόπουλο κοίταξε με μάτια λυπημένα το γαϊδουρίσιο κελι, που από πάνω από την κονσόλα, με την τενεκεδένια κορώνα περασμένη ανάμεσα στ' αυτιά του, έμοιαζε να τους κοροϊδεύει.

— Πατέρα, είπε στο τέλος, φώναξε τον αρχιστράτηγο. Εκείνος θα μας δώσει τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε.

Ο Βασιλιάς χτύπησε το κουδούνι κι ευθύς παρουσιάστηκε ο υπασπιστής Πολύδωρος.

— Φώναξε αμέσως τον αρχιστράτηγο, διέταξε ο Βασιλιάς, και ξανάρχισε πάλι το νευρικό του περίπατο.

Ο υπασπιστής υποκλίθηκε κι έκανε να φύγει. Μα στην πόρτα σταμάτησε.

— Αφέντη… μουρμούρισε, δεν ξέρω ποιος είναι ο αρχιστράτηγος.

— Δεν ξέρεις; φώναξε με θυμό ο Άρχοντας. Δεν ξέρεις;

Και αλλάζοντας τόνο:

— Χμ… ουτ' εγώ δεν ξέρω πια πώς τον λένε… Τι ήθελε τώρα να πάγει να σκοτωθεί ο τενεκές ο Πανουργάκος! Αυτός τα φρόντιζε και τα ήξερε όλα αυτά στα πέντε δάχτυλα!… Φώναξε λοιπόν τον πρωτοβεστιάριο Κατρακυλάκο.

Ο Πολύδωρος υποκλίθηκε κι έφυγε.

Δυο λεπτά αργότερα επέστρεψε με τον πρωτοβεστιάριο.

Ο κυρ-Κατρακυλάκος ήταν κοντός και χοντρός, με πρησμένα κρεμαστά μάγουλα, και τόσο μεγάλη κοιλιά, που δεν μπορούσε ποτέ να περάσει από πόρτα ή από έπιπλο κοντά χωρίς να σκουντουφλήσει.

— Κατρακυλάκο, είπε ο Βασιλιάς επιτακτικά, φώναξε αμέσως τον αρχιστράτηγο.

— Αφέντη, αποκρίθηκε ο Κατρακυλάκος, μάταια προσπαθώντας να λυγίσει τη μέση του για να υποκλιθεί. Αφέντη, πάνε δυο χρόνια που δεν έχομε πια αρχιστράτηγο.

Ο Βασιλιάς παρά λίγο να πνιγεί από την αγανάκτηση του. Όλο του το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι, και μελάνιασε.

— Τι λες;… Τι λες; ψέλλισε, και η φωνή του κόπηκε και τίποτε άλλο δεν μπόρεσε ν' αρθρώσει.

— Αφέντη, επανέλαβε ατάραχα ο Κατρακυλάκος, ο τελευταίος μας αρχιστράτηγος ήταν ο κυρ-Μασκαρόπουλος. Είναι παραπάνω από δυο χρόνια που ξεπούλησε το σπίτι του και πήγε στα ξένα, όπου όλοι τον ξέρουν για τον πιο πλούσιο τραπεζίτη.

— Και πού βρήκε τα φλουριά; βροντοφώνησε ο Βασιλιάς.

— Μυστήριο, Αφέντη μου.

— Φώναξε αμέσως το στόλαρχο, διέταξε νευρικά ο Βασιλιάς. Και άρχισε πάλι να περπατά απάνω-κάτω.

Μα καθώς γύρισε, με τα χέρια σταυρωμένα και το μέτωπο σκυμμένο και συννεφιασμένο, σκουντούφλησε στη βαρελόμορφη κοιλιά

του κυρ-Κατρακυλάκου, που δεν είχε προφθάσει να την παραμερίσει.

— Τι κάνεις λοιπόν; Φώναξε, σου είπα, το στόλαρχο! είπε θυμωμένα.

Χωρίς να ταραχθεί, δοκίμασε πάλι να υποκλιθεί ο πρωτοβεστιάριος.

— Δεν έχομε στόλαρχο, Αφέντη, είπε ήσυχα.

Ο Βασιλιάς έπεσε στο σοφά. Τα γόνατα του κόπηκαν, μαζί και η φωνή του, κι έμεινε αφανισμένος.

— Τι γίνηκε ο στόλαρχος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Μεγαλέμπορος στα ξένα, Αφέντη μου, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος. Κάνει σίδερα.

— Πού βρήκε και αυτός τόσα φλουριά; φώναξε φρενιασμένος ο Βασιλιάς.

— Τα έκανε τώρα τελευταία.

— Μα με τι; Με τι;

— Με τα σίδερα των καραβιών.

Ο Βασιλιάς ανατινάχθηκε. Σηκώθηκε μ' έναν πήδο κι έτρεξε κατά την πόρτα.

— Τρελάθηκαν όλοι! Όλοι! φώναξε.

Και βλέποντας τον υπασπιστή Πολύδωρο στην πόρτα:

— Σήμανε το προσκλητήριο αμέσως, διέταξε, να μαζευθεί ο στρατός όλος, απ' όλες τις άκρες του βασιλείου!

Και βγήκε τρεχάτος, με το μανδύα του που πετούσε απλωμένος πίσω του, σα φουσκωμένο πανί καραβιού.

Το Βασιλόπουλο τον ακολούθησε, και πίσω μακριά, λαχανιασμένος και ολοστρόγγυλος, κατρακυλούσε ο πρωτοβεστιάριος.

Ο Πολύδωρος, από τον πύργο, εσήμανε το προσκλητήριο με τη μεγάλη σάλπιγγα.

Ο Βασιλιάς και ο γιος του έτρεξαν χωρίς να σταματήσουν ως τους στρατώνες.

Εμπρός στην πόρτα βρήκαν το γερο-φρούραρχο, αγουροξυπνημένο και μισοντυμένο, σαστισμένο, σαν αποβλακωμένο. Γύρευε να καταλάβει την έννοια του σκοπού της σάλπιγγας, που τόσα χρόνια δεν την είχε ακούσει.

— Πού είναι οι στρατιώτες; Σύναξε τους όλους εδώ, αμέσως! πρόσταξε ο Βασιλιάς.

Τα γόνατα του γερο-φρούραρχου κόπηκαν κι έπεσε χάμω καθιστός.

Δεύτερη φορά, από πάνω από τον πύργο, ο υπασπιστής εσήμανε το προσκλητήριο. Κι έξαφνα, στη γωνιά της πλατείας, από ένα κρασάδικο βγήκε ένας κουτσός, έτρεξε στους στρατώνες, τράβηξε από κάτω από το στρώμα του μια σκουριασμένη λόγχη χωρίς μύτη, και

φθάνοντας κούτσα - κούτσα μπροστά στο Βασιλιά και το Βασιλόπουλο, παρουσίασε τα όπλα.

— Τι είναι αυτός; ρώτησε ο Βασιλιάς.

— Ο στρατός, Αφέντη, αποκρίθηκε ο κουτσός.

— Δεν έχω όρεξη για αστεία, είπε ο Βασιλιάς. Ξέρεις σε ποιον μιλάς;

— Στον Αφέντη μου και Βασιλιά μου, αποκρίθηκε πάλι ο κουτσός, χωρίς ν' αλλάξει τη στάση του.

— Λοιπόν εξαφανίσου πριν θυμώσω. Τώρα θα βγει ο στρατός, και κουρελιάρηδες σαν και σένα δεν πρέπει να είναι στη μέση.

— Εγώ είμαι ο στρατός, Αφέντη, είπε πάλι ο κουτσός.

— Είναι τρελός ή αυθάδης; ρώτησε ο Βασιλιάς, γυρίζοντας στο φρούραρχο που έμενε καθισμένος εκεί που είχε πέσει, με τα πόδια γυμνά μες στις πατημένες του παντούφλες.

Ο γέρος χωρίς να κουνήσει, αποκρίθηκε ζαλισμένα:

— Ούτε τρελός ούτε αυθάδης. Είναι ο στρατός.

— Πού είναι η φρουρά; Πού είναι το ιππικό και οι λογχοφόροι; ρώτησε σιγά το Βασιλόπουλο, νομίζοντας πως από την τρομάρα του ο φρούραρχος τα είχε χάσει.

Αλλά ο γέρος άπλωσε το χέρι κι έδειξε τον κουτσό.

— Να η φρουρά, να και ο στρατός, αποκρίθηκε. Άλλο στρατιώτη δεν έχω. Ανεβείτε, σα θέλετε, στους στρατώνες, να δείτε αν σας λέγω ψέματα.

Κι επειδή Βασιλιάς και Βασιλόπουλο έμεναν ακίνητοι, μη θέλοντας να πιστέψουν, ο γέρος εξακολούθησε:

— Θυμάστε ακόμα τα παλιά χρόνια, Αφεντάδες μου. Πέρασαν και πάνε και ούτε θα ξανάρθουν πια.

Εκείνη την ώρα κατάφθανε ο κυρ-Κατρακυλάκος, κόκκινος και ιδρωμένος από το τρέξιμο.

Ο Βασιλιάς του έδειξε το γεροφρούραρχο, που εξακολουθούσε να κάθεται χάμω, και με το χέρι του έκαμε νόημα πως έπαθε το κεφάλι του.

— Δεν είναι καλά, είπε σιγά.

— Καλά είναι, Αφέντη, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος, και σου λέγει την αλήθεια. Δεν έχει στρατιώτες…

— Μα τι παραμύθια λες! διέκοψε ο Βασιλιάς που άρχισε πάλι να θυμώνει. Ας φωνάξει τους αξιωματικούς και θα σου δείξω εγώ τι είναι ο στρατός μου.

Και γυρίζοντας στο γέρο:

— Φέρε ευθύς το στρατηγό… το στρατηγό… πώς τον λεν; Δεν πειράζει τ' όνομα, φέρε ένα στρατηγό, ξεφώνισε εξαγριωμένος.

— Δεν έχει εδώ στρατηγό, Αφέντη, αποκρίθηκε τρέμοντας ο φρούραρχος.

— Λοιπόν φώναξε το σωματάρχη!

— Δεν έχει σωματάρχη!

— Φώναξε όποιον θέλεις, μα φώναξε κάποιον! ξεφώνισε ο Βασιλιάς έξω φρενών.

— Όλοι εδώ είμαστε, Αφέντη! είπε ο γέρος με ύφος αξιοθρήνητο.

— Μα ο στρατός…

— Δεν έχει στρατό πια, πέρασε ο στρατός, τελείωσε ο στρατός, του κάκου τον γυρεύεις, Αφέντη μου! Μείναμε ‘μείς οι δυο, ο μάγειρας μου κι εγώ!

Ο Βασιλιάς έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια.

— Τρελάθηκα εγώ; Μήπως δεν καταλαβαίνω;… Μα λες παραμύθια! ξέσπασε πάλι με θυμό. Ξέρω πως έχω στρατό, γιατί κάθε χρόνο πληρώνω γι' αυτόν…

Και αλλάζοντας τόνο:

— Τι πληρώνω γι' αυτόν; ρώτησε τον πρωτοβεστιάριο.

— Δεν ξέρω, Αφέντη. Τους λογαριασμούς αυτούς τους έκανες με τον αρχικαγκελάριο. Εγώ δεν τους έβλεπα ποτέ.

— Πληρώνω… χμ… πληρώνω πολλά, εξακολούθησε ο Βασιλιάς νευρικά. Και για το στόλο μου πληρώνω… άλλα τόσα. Πού είναι ο στόλος; Στα καράβια θα βρίσκονται και οι στρατιώτες! Πού είναι τα καράβια;

Κανείς δεν ήξερε να του πει.

Με τη γωνιά του μανδύα του σκούπισε τον ιδρώτα που έστεκε σα χάντρες στο μέτωπο του.

— Πάμε στο ναύσταθμο, πρόσταξε.

Και με το γιο του, βιαστικά πήγε στον ποταμό, ενώ πίσω, μακριά, κατρακυλιστά, ακολουθούσε ο δυστυχισμένος ο πρωτοβεστιάριος.

Έφθασαν στο ποτάμι που έτρεχε ήσυχο και διάφανο, ανάμεσα στις πράσινες δασωμένες όχθες, όπου σπίτι δε φαίνουνταν, όσο μακριά και αν πήγαινε το μάτι.

Μόνο δυο παλιοφελούκες δεμένες στην ξηρά μ' ένα μακρύ σκοινί, κουνιούνταν τεμπέλικα στ' ασημένια νερά, ενωμένες και βασταγμένες πλάγι-πλάγι με μια καρφωμένη φαρδιά σανίδα.

Στην πλώρη της μιας κοιμούνταν ένας κουλός με το στόμα ανοιχτό.

Ο Βασιλιάς κοίταξε πάνω και κάτω του ποταμού, μα άλλο δεν είδε παρά χορτάρι πράσινο, δέντρα πολλά, και μερικές πέτρες πεσμένες από έναν ερειπωμένο τοίχο, μαύρες πια από τον καιρό και την υγρασία.

— Πάμε παρακάτω, είπε κι έκανε μερικά βήματα.

Μα δε βρήκε καράβια, ούτε ναύσταθμο.

— Ξέρεις εσύ πού είναι; ρώτησε ο Βασιλιάς τον κυρ- Κατρακυλάκο, που έφθανε μισοπεθαμένος από τον ασυνήθιστο κόπο της πρωινής του.

— Δεν ξέρω, Αφέντη, ποτέ μου δεν ήλθα τόσο μακριά, αποκρίθηκε λαχανιασμένος. Μα να ρωτήσομε αυτόν τον ψαρά που κοιμάται.

Και βάζοντας τα χέρια εμπρός στο στόμα, σα χωνί, φώναξε:

— Ε!… βαρκάρη!… ξύπνα!…

Ο κουλός αργοκούνησε το μόνο του χέρι, μα δεν ξύπνησε.

— Στάσου, είπε το Βασιλόπουλο.

Και τραβώντας το σκοινί, πλησίασε τις φελούκες στη γη.

— Βαρκάρη! Ε, βαρκάρη! φώναξε πάλι ο κυρ-Κατρακυλάκος.

Ο κουλός ξύπνησε, ανασηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια.

— Τι τρέχει; ρώτησε με νυσταγμένη φωνή.

— Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε ο Βασιλιάς.

Μ' έναν πήδο σηκώθηκε ο κουλός και χαιρέτησε στρατιωτικά.

— Παρών! φώναξε.

— Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε πάλι ο Βασιλιάς νομίζοντας πως δεν είχε καταλάβει.

— Παρών! επανέλαβε ο κουλός λίγο πιο δυνατά, χωρίς να κόψει το χαιρετισμό του.

— Δεν καταλαβαίνει! είπε αποθαρρυμένος ο Βασιλιάς. Άνθρωπε μου, ακούς τι σου λέγω; Πού είναι τα καράβια και οι ναύτες;

— Παρών, παρών, παρών, ξεφώνισε ο κουλός με τόση δύναμη, που πρήστηκαν οι φλέβες του λαιμού του, ενώ σα σανίδα τεντωμένος εξακολουθούσε να χαιρετά στρατιωτικά.

Το Βασιλόπουλο προσπάθησε να συνεννοηθεί μαζί του.

— Γυρεύομε τα καράβια του Βασιλιά, εξήγησε.

— Παρών! επανέλαβε ο κουλός. Ο Βασιλικός στόλος, «Τρομάρα» και «Αντάρα», παρών! Το ναυτικό της Αφεντιάς του του Βασιλιά, παρών!

Ο Αστόχαστος αναπήδησε.

— Τι; φώναξε με φρίκη. Τι ονόματα είπες;

— «Τρομάρα» και «Αντάρα», η τραπεζαρία και η κρεβατοκάμαρα μου. Στη διάθεση σας, σα θέτε να τις επισκεφθείτε, είπε ο κουλός μ' ένα χαμόγελο που χώριζε το στόμα του από το ένα αυτί ως το άλλο.

Το Βασιλόπουλο χλώμιασε.

— Και ο ναύσταθμος; Πού είναι ο ναύσταθμος; ρώτησε.

— Παρών! αποκρίθηκε πάλι ο κουλός, δείχνοντας τις μαυρισμένες πέτρες που έφθαναν ως το ποτάμι.

— Στάσου, είπε νευρικά ο Βασιλιάς παραμερίζοντας το γιο του. Δε σε καταλαβαίνει. Άκου δω, άνθρωπε μου, πες μου πού κάθεται ο στόλαρχος;

Ο κουλός άπλωσε το χέρι του κατά τη δύση.

— Στα ξένα, είπε σύντομα.

— Και ο ναύαρχος… ο ναύαρχος… ένας ναύαρχος που να πάρει η ευχή!

— Δεν έχομε τέτοιο πράμα εδώ.

— Κυβερνήτες, ναύτες, καράβια, για το Θεό, που είναι όλα αυτά;

— Παρών, είπε πάλι ο κουλός.

Και δείχνοντας με καμάρι τις φελούκες:

— Στόλος, παρών.

Ύστερα χτυπώντας το στήθος του:

— Κυβερνήτης, ναύτης και τα λοιπά, παρών! Άλλο μη γυρεύεις, Αφέντη, δεν έχει.

Μάζεψε από μέσα από τη φελούκα του μια σανίδα και την έσπρωξε στη στεριά, όπου τη στήριξε.

— Κοπιάστε στο παλατάκι μου, είπε με το φαρδύ του χαμόγελο, λυγισμένος ως κάτω και απλώνοντας το χέρι του στο στήθος με όλα τα δάχτυλα ανοιχτά. Δούλος σας, Αφεντάδες μου!

— Πάμε σπίτι, πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, εμάθαμε όσα θέλαμε να ξέρομε.

Και με σκυφτό κεφάλι πήραν το δρόμο του πύργου.


ΣΤ’. ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΛΟΣ ΠΑΡΩΝ (2) F'. ARMY AND PALACE OF PAROS (2) F'. ARMÉE ET PALAIS DE PAROS (2)

— Θα πει, πατέρα, πως το γράμμα αυτό ήταν γραμμένο για τον Πανουργάκο. — He will say, father, that this letter was written for Panourgakos. Θα πει πως ο Λαγόκαρδος είναι όχι μόνο μπερμπάντης, αλλά και προδότης, και πως σε λίγες μέρες, σε λίγες ώρες ίσως, τα στρατεύματα του Άρχοντα θείου μας μπορούν να εισβάλουν στο Κράτος μας. He will say that Lagocardos is not only a rogue, but also a traitor, and that in a few days, in a few hours perhaps, the troops of our Lord Uncle may invade our State. Θα πει κι ένα άλλο: πως αυτός μοιάζει να ξέρει πράματα που δεν ξέρομε ‘μεις, δηλαδή πως δεν έχομε στρατό και πως δε θα γίνει καμιά αντίσταση στα σύνορα. He will say another thing: that he seems to know things that we did not know, that is, that we do not have an army and that there will be no resistance at the borders.

— Τι κάθεσαι και λες! — What are you sitting and saying! είπε νευρικά ο Βασιλιάς. the King said nervously. Δεν έχομε, λέει στρατό! We don't have an army, he says! Κολοκύθια με τη ρίγανη! Pumpkins with oregano! Χιλιάδες στρατιώτες ρίχνω στο βασίλειο του θείου μου, οπόταν θελήσω. I throw thousands of soldiers into my uncle's kingdom, if I will. Κι εκατό καράβια, όλο σίδερο σκεπασμένα, κατεβάζει το ποτάμι με την πρώτη μου προσταγή! And a hundred ships, all covered with iron, shall go down the river at my first command! Δεν έχομε, λέει, στρατό! He says we have no army! Θα τον κρεμάσω να τον φαν τα όρνια, τον πρώτο που θα τολμήσει να ξαναπεί τέτοιο λόγο! I will hang him to the vultures, the first one who dares to say such a thing again!

Κι έξω φρενών ο Βασιλιάς έσπρωξε την κορώνα στην κορυφή του κεφαλιού του, και με μεγάλα βήματα πήγε και ήλθε δυο-τρεις φορές στην κάμαρα. And in a frenzy the King thrust the crown upon the top of his head, and with great strides went and came two or three times into the chamber.

Το Βασιλόπουλο κοίταξε με μάτια λυπημένα το γαϊδουρίσιο κελι, που από πάνω από την κονσόλα, με την τενεκεδένια κορώνα περασμένη ανάμεσα στ' αυτιά του, έμοιαζε να τους κοροϊδεύει. The Vasilopoulos looked with sad eyes at the donkey cell, which from above the console, with the tin crown passed between his ears, seemed to be mocking them.

— Πατέρα, είπε στο τέλος, φώναξε τον αρχιστράτηγο. — Father, he said at last, called the commander-in-chief. Εκείνος θα μας δώσει τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε. He will give us the information we need.

Ο Βασιλιάς χτύπησε το κουδούνι κι ευθύς παρουσιάστηκε ο υπασπιστής Πολύδωρος. The King rang the bell and the adjutant Polydoros immediately appeared.

— Φώναξε αμέσως τον αρχιστράτηγο, διέταξε ο Βασιλιάς, και ξανάρχισε πάλι το νευρικό του περίπατο. — Immediately call the commander-in-chief, ordered the King, and resumed his nervous walk.

Ο υπασπιστής υποκλίθηκε κι έκανε να φύγει. The adjutant bowed and made to leave. Μα στην πόρτα σταμάτησε. But at the door he stopped.

— Αφέντη… μουρμούρισε, δεν ξέρω ποιος είναι ο αρχιστράτηγος. - Master... he muttered, I don't know who the commander-in-chief is.

— Δεν ξέρεις; φώναξε με θυμό ο Άρχοντας. - Don't you know?" cried the Lord angrily. Δεν ξέρεις;

Και αλλάζοντας τόνο: And changing tone:

— Χμ… ουτ' εγώ δεν ξέρω πια πώς τον λένε… Τι ήθελε τώρα να πάγει να σκοτωθεί ο τενεκές ο Πανουργάκος! — Hmm... I don't even know his name anymore... Why did Panourgakos want to kill the tin man! Αυτός τα φρόντιζε και τα ήξερε όλα αυτά στα πέντε δάχτυλα!… Φώναξε λοιπόν τον πρωτοβεστιάριο Κατρακυλάκο. He took care of them and knew all of this in the back of his hand!... So he called the protovestiary Katrakylakos.

Ο Πολύδωρος υποκλίθηκε κι έφυγε. Polydorus bowed and left.

Δυο λεπτά αργότερα επέστρεψε με τον πρωτοβεστιάριο. Two minutes later he returned with the protobestiary.

Ο κυρ-Κατρακυλάκος ήταν κοντός και χοντρός, με πρησμένα κρεμαστά μάγουλα, και τόσο μεγάλη κοιλιά, που δεν μπορούσε ποτέ να περάσει από πόρτα ή από έπιπλο κοντά χωρίς να σκουντουφλήσει. Mr. Katrakylakos was short and stout, with swollen, droopy cheeks, and such a large belly that he could never pass a door or near a piece of furniture without stumbling.

— Κατρακυλάκο, είπε ο Βασιλιάς επιτακτικά, φώναξε αμέσως τον αρχιστράτηγο. - Katrakylaco, said the King imperatively, he immediately called the commander-in-chief.

— Αφέντη, αποκρίθηκε ο Κατρακυλάκος, μάταια προσπαθώντας να λυγίσει τη μέση του για να υποκλιθεί. - 'Master,' replied Katrakylakos, vainly trying to bend his back to bow. Αφέντη, πάνε δυο χρόνια που δεν έχομε πια αρχιστράτηγο. Master, it's been two years since we've had a commander-in-chief.

Ο Βασιλιάς παρά λίγο να πνιγεί από την αγανάκτηση του. The King almost choked with indignation. Όλο του το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι, και μελάνιασε. All his blood rushed to his head, and he bruised.

— Τι λες;… Τι λες; ψέλλισε, και η φωνή του κόπηκε και τίποτε άλλο δεν μπόρεσε ν' αρθρώσει. — What are you saying?… What are you saying? he squealed, and his voice broke and he could articulate nothing else.

— Αφέντη, επανέλαβε ατάραχα ο Κατρακυλάκος, ο τελευταίος μας αρχιστράτηγος ήταν ο κυρ-Μασκαρόπουλος. — Master, repeated Katrakylakos calmly, our last commander-in-chief was Mr. Maskaropoulos. Είναι παραπάνω από δυο χρόνια που ξεπούλησε το σπίτι του και πήγε στα ξένα, όπου όλοι τον ξέρουν για τον πιο πλούσιο τραπεζίτη. It's been more than two years since he sold his house and went abroad, where everyone knows him as the richest banker.

— Και πού βρήκε τα φλουριά; βροντοφώνησε ο Βασιλιάς. - And where did he get the coins?" the King thundered.

— Μυστήριο, Αφέντη μου. - A mystery, my lord.

— Φώναξε αμέσως το στόλαρχο, διέταξε νευρικά ο Βασιλιάς. — Call the captain immediately, ordered the King nervously. Και άρχισε πάλι να περπατά απάνω-κάτω. And he started walking up and down again.

Μα καθώς γύρισε, με τα χέρια σταυρωμένα και το μέτωπο σκυμμένο και συννεφιασμένο, σκουντούφλησε στη βαρελόμορφη κοιλιά But as he turned, arms crossed and brow bent and cloudy, he poked at the barrel-shaped belly

του κυρ-Κατρακυλάκου, που δεν είχε προφθάσει να την παραμερίσει. of Mr. Froggy, who had not had time to put her aside.

— Τι κάνεις λοιπόν; Φώναξε, σου είπα, το στόλαρχο! - So what are you doing? I told you, call the admiral! είπε θυμωμένα.

Χωρίς να ταραχθεί, δοκίμασε πάλι να υποκλιθεί ο πρωτοβεστιάριος. Without being disturbed, he tried again to bow to the protobestrian.

— Δεν έχομε στόλαρχο, Αφέντη, είπε ήσυχα. - "We have no steward, Master," he said quietly.

Ο Βασιλιάς έπεσε στο σοφά. The King fell to wisely. Τα γόνατα του κόπηκαν, μαζί και η φωνή του, κι έμεινε αφανισμένος. His knees were cut off, his voice with them, and he was left devastated.

— Τι γίνηκε ο στόλαρχος; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - What happened to the admiral? asked Vassilopoulos.

— Μεγαλέμπορος στα ξένα, Αφέντη μου, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος. - "A great merchant in foreign countries, my lord," replied the protobestrian. Κάνει σίδερα. He makes irons.

— Πού βρήκε και αυτός τόσα φλουριά; φώναξε φρενιασμένος ο Βασιλιάς. - Where did he get so many coins?" cried the King, frantically.

— Τα έκανε τώρα τελευταία. - He's been doing it lately.

— Μα με τι; Με τι; - But with what? With what?

— Με τα σίδερα των καραβιών. - With the irons of the ships.

Ο Βασιλιάς ανατινάχθηκε. The King was blown up. Σηκώθηκε μ' έναν πήδο κι έτρεξε κατά την πόρτα. He stood up with a forearm and ran towards the door.

— Τρελάθηκαν όλοι! - They all went crazy! Όλοι! φώναξε.

Και βλέποντας τον υπασπιστή Πολύδωρο στην πόρτα: And seeing Adjutant Polydoros at the door:

— Σήμανε το προσκλητήριο αμέσως, διέταξε, να μαζευθεί ο στρατός όλος, απ' όλες τις άκρες του βασιλείου! - He sounded the summons at once, he ordered the whole army to be gathered from all parts of the kingdom!

Και βγήκε τρεχάτος, με το μανδύα του που πετούσε απλωμένος πίσω του, σα φουσκωμένο πανί καραβιού. And he came out running, with his cloak flying behind him like a billowing sail of a ship's sail.

Το Βασιλόπουλο τον ακολούθησε, και πίσω μακριά, λαχανιασμένος και ολοστρόγγυλος, κατρακυλούσε ο πρωτοβεστιάριος. Vassilopoulos followed him, and far behind him, panting and all round, the protovestrian was rolling down.

Ο Πολύδωρος, από τον πύργο, εσήμανε το προσκλητήριο με τη μεγάλη σάλπιγγα. Polydoros, from the tower, sounded the summons with the great trumpet.

Ο Βασιλιάς και ο γιος του έτρεξαν χωρίς να σταματήσουν ως τους στρατώνες. The King and his son ran without stopping to the barracks.

Εμπρός στην πόρτα βρήκαν το γερο-φρούραρχο, αγουροξυπνημένο και μισοντυμένο, σαστισμένο, σαν αποβλακωμένο. In the doorway they found the old chieftain, shaven and half-dressed, dazed, as if stupefied. Γύρευε να καταλάβει την έννοια του σκοπού της σάλπιγγας, που τόσα χρόνια δεν την είχε ακούσει. He was anxious to understand the meaning of the purpose of the trumpet, which he had not heard for so many years.

— Πού είναι οι στρατιώτες; Σύναξε τους όλους εδώ, αμέσως! - Where are the soldiers? Assemble them all here, immediately! πρόσταξε ο Βασιλιάς. the King commanded.

Τα γόνατα του γερο-φρούραρχου κόπηκαν κι έπεσε χάμω καθιστός. The knees of the old general were cut and he fell to the ground sitting down.

Δεύτερη φορά, από πάνω από τον πύργο, ο υπασπιστής εσήμανε το προσκλητήριο. The second time, from above the tower, the adjutant shouted the summons. Κι έξαφνα, στη γωνιά της πλατείας, από ένα κρασάδικο βγήκε ένας κουτσός, έτρεξε στους στρατώνες, τράβηξε από κάτω από το στρώμα του μια σκουριασμένη λόγχη χωρίς μύτη, και And suddenly, in the corner of the square, a lame man came out of a wine shop, ran to the barracks, pulled from under his mattress a rusty spear without a nose, and

φθάνοντας κούτσα - κούτσα μπροστά στο Βασιλιά και το Βασιλόπουλο, παρουσίασε τα όπλα. arriving limp by limp before the King and the Vassilopoulos, he presented the weapons.

— Τι είναι αυτός; ρώτησε ο Βασιλιάς. - What is he?" asked the King.

— Ο στρατός, Αφέντη, αποκρίθηκε ο κουτσός. - The army, Master, replied the lame man.

— Δεν έχω όρεξη για αστεία, είπε ο Βασιλιάς. - "I'm not in the mood for jokes," said the King. Ξέρεις σε ποιον μιλάς; Do you know who you're talking to?

— Στον Αφέντη μου και Βασιλιά μου, αποκρίθηκε πάλι ο κουτσός, χωρίς ν' αλλάξει τη στάση του. - To my Master and my King, the lame man replied again, without changing his attitude.

— Λοιπόν εξαφανίσου πριν θυμώσω. - So get out of here before I get mad. Τώρα θα βγει ο στρατός, και κουρελιάρηδες σαν και σένα δεν πρέπει να είναι στη μέση. Now the army will come out, and ragamuffins like you shouldn't be in the way.

— Εγώ είμαι ο στρατός, Αφέντη, είπε πάλι ο κουτσός. - I am the army, Master, said the lame man again.

— Είναι τρελός ή αυθάδης; ρώτησε ο Βασιλιάς, γυρίζοντας στο φρούραρχο που έμενε καθισμένος εκεί που είχε πέσει, με τα πόδια γυμνά μες στις πατημένες του παντούφλες. - Is he mad or insolent?The King asked, turning to the guardian who remained seated where he had fallen, his feet bare in his pressed slippers.

Ο γέρος χωρίς να κουνήσει, αποκρίθηκε ζαλισμένα: The old man, without flinching, replied dazedly:

— Ούτε τρελός ούτε αυθάδης. - Neither mad nor insolent. Είναι ο στρατός.

— Πού είναι η φρουρά; Πού είναι το ιππικό και οι λογχοφόροι; ρώτησε σιγά το Βασιλόπουλο, νομίζοντας πως από την τρομάρα του ο φρούραρχος τα είχε χάσει. - Where's the guard? Where are the cavalry and the lancers?He asked Vassilopoulos slowly, thinking that in his fright the fortress commander had lost his mind.

Αλλά ο γέρος άπλωσε το χέρι κι έδειξε τον κουτσό. But the old man held out his hand and pointed to the lame man.

— Να η φρουρά, να και ο στρατός, αποκρίθηκε. - There is the guard, there is the army, he replied. Άλλο στρατιώτη δεν έχω. I have no other soldier. Ανεβείτε, σα θέλετε, στους στρατώνες, να δείτε αν σας λέγω ψέματα. Go up to the barracks, if you like, and see if I'm lying to you.

Κι επειδή Βασιλιάς και Βασιλόπουλο έμεναν ακίνητοι, μη θέλοντας να πιστέψουν, ο γέρος εξακολούθησε: And because the King and Vassilopoulos stood still, not wanting to believe, the old man continued:

— Θυμάστε ακόμα τα παλιά χρόνια, Αφεντάδες μου. - You still remember the old days, my Masters. Πέρασαν και πάνε και ούτε θα ξανάρθουν πια. They've been and gone and they're not coming back anymore.

Εκείνη την ώρα κατάφθανε ο κυρ-Κατρακυλάκος, κόκκινος και ιδρωμένος από το τρέξιμο. At that time Mr. Froggy arrived, red and sweaty from running.

Ο Βασιλιάς του έδειξε το γεροφρούραρχο, που εξακολουθούσε να κάθεται χάμω, και με το χέρι του έκαμε νόημα πως έπαθε το κεφάλι του. The King pointed to the old man, who was still sitting at a loss, and motioned with his hand that his head was hurt.

— Δεν είναι καλά, είπε σιγά. - He's not well, he said quietly.

— Καλά είναι, Αφέντη, αποκρίθηκε ο πρωτοβεστιάριος, και σου λέγει την αλήθεια. - 'It is well, Master,' answered the chief vassal, 'and he tells you the truth. Δεν έχει στρατιώτες… He has no soldiers...

— Μα τι παραμύθια λες! - But what a fairy tale! διέκοψε ο Βασιλιάς που άρχισε πάλι να θυμώνει. interrupted the King, who was getting angry again. Ας φωνάξει τους αξιωματικούς και θα σου δείξω εγώ τι είναι ο στρατός μου. Let him call the officers and I'll show you what my army is.

Και γυρίζοντας στο γέρο: And turning to the old man:

— Φέρε ευθύς το στρατηγό… το στρατηγό… πώς τον λεν; Δεν πειράζει τ' όνομα, φέρε ένα στρατηγό, ξεφώνισε εξαγριωμένος. - Bring the general... the general... what's his name? Never mind the name, get a general, he exclaimed in a rage.

— Δεν έχει εδώ στρατηγό, Αφέντη, αποκρίθηκε τρέμοντας ο φρούραρχος. - "There is no general here, Master," replied the fortress commander, trembling.

— Λοιπόν φώναξε το σωματάρχη! - Well, call the bodyguard!

— Δεν έχει σωματάρχη! - No bodyguard!

— Φώναξε όποιον θέλεις, μα φώναξε κάποιον! - Call whoever you want, but call someone! ξεφώνισε ο Βασιλιάς έξω φρενών. the King exclaimed furiously.

— Όλοι εδώ είμαστε, Αφέντη! - We're all here, Master! είπε ο γέρος με ύφος αξιοθρήνητο. said the old man with a pathetic look.

— Μα ο στρατός…

— Δεν έχει στρατό πια, πέρασε ο στρατός, τελείωσε ο στρατός, του κάκου τον γυρεύεις, Αφέντη μου! - No more army, no more army, the army is over, the army is finished, you're looking for the cuckoo's nest, my master! Μείναμε ‘μείς οι δυο, ο μάγειρας μου κι εγώ! It was just the two of us, my cook and me!

Ο Βασιλιάς έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. The King gripped his head with both hands.

— Τρελάθηκα εγώ; Μήπως δεν καταλαβαίνω;… Μα λες παραμύθια! - Am I crazy? Don't I understand?... But you're telling tales! ξέσπασε πάλι με θυμό. he burst out in anger again. Ξέρω πως έχω στρατό, γιατί κάθε χρόνο πληρώνω γι' αυτόν… I know I have an army because I pay for it every year...

Και αλλάζοντας τόνο:

— Τι πληρώνω γι' αυτόν; ρώτησε τον πρωτοβεστιάριο. - What do I pay for him?" he asked the first mourner.

— Δεν ξέρω, Αφέντη. Τους λογαριασμούς αυτούς τους έκανες με τον αρχικαγκελάριο. These accounts you made with the chancellor. Εγώ δεν τους έβλεπα ποτέ. I never saw them.

— Πληρώνω… χμ… πληρώνω πολλά, εξακολούθησε ο Βασιλιάς νευρικά. - I pay... um... I pay a lot, the King continued nervously. Και για το στόλο μου πληρώνω… άλλα τόσα. And for my fleet I pay... more. Πού είναι ο στόλος; Στα καράβια θα βρίσκονται και οι στρατιώτες! Where's the fleet? In the ships will be the soldiers! Πού είναι τα καράβια; Where are the ships?

Κανείς δεν ήξερε να του πει. No one knew what to tell him.

Με τη γωνιά του μανδύα του σκούπισε τον ιδρώτα που έστεκε σα χάντρες στο μέτωπο του. With the corner of his cloak he wiped the sweat that stood like beads on his forehead.

— Πάμε στο ναύσταθμο, πρόσταξε. - Let's go to the naval station, he commanded.

Και με το γιο του, βιαστικά πήγε στον ποταμό, ενώ πίσω, μακριά, κατρακυλιστά, ακολουθούσε ο δυστυχισμένος ο πρωτοβεστιάριος. And with his son, he hurriedly went to the river, while behind him, far away, tumbling, followed the unhappy protobestirian.

Έφθασαν στο ποτάμι που έτρεχε ήσυχο και διάφανο, ανάμεσα στις πράσινες δασωμένες όχθες, όπου σπίτι δε φαίνουνταν, όσο μακριά και αν πήγαινε το μάτι. They came to the river, which ran quiet and clear, between the green wooded banks, where no house could be seen, no matter how far the eye could see.

Μόνο δυο παλιοφελούκες δεμένες στην ξηρά μ' ένα μακρύ σκοινί, κουνιούνταν τεμπέλικα στ' ασημένια νερά, ενωμένες και βασταγμένες πλάγι-πλάγι με μια καρφωμένη φαρδιά σανίδα. Only two old guns tied ashore with a long rope, swaying lazily in the silvery waters, joined and supported side by side by a wide board nailed to the shore.

Στην πλώρη της μιας κοιμούνταν ένας κουλός με το στόμα ανοιχτό. In the bow of one of them was a coolie sleeping with his mouth open.

Ο Βασιλιάς κοίταξε πάνω και κάτω του ποταμού, μα άλλο δεν είδε παρά χορτάρι πράσινο, δέντρα πολλά, και μερικές πέτρες πεσμένες από έναν ερειπωμένο τοίχο, μαύρες πια από τον καιρό και την υγρασία. The King looked up and down the river, but he saw nothing but green grass, many trees, and a few stones fallen from a ruined wall, now black with weather and dampness.

— Πάμε παρακάτω, είπε κι έκανε μερικά βήματα. - Let's move on, he said and took a few steps.

Μα δε βρήκε καράβια, ούτε ναύσταθμο. But he found no ships, no naval station.

— Ξέρεις εσύ πού είναι; ρώτησε ο Βασιλιάς τον κυρ- Κατρακυλάκο, που έφθανε μισοπεθαμένος από τον ασυνήθιστο κόπο της πρωινής του. - Do you know where it is?The King asked Mr. Katrakylakos, who arrived half dead from the unusual toil of his morning.

— Δεν ξέρω, Αφέντη, ποτέ μου δεν ήλθα τόσο μακριά, αποκρίθηκε λαχανιασμένος. - "I don't know, Master, I never came that far," he replied, out of breath. Μα να ρωτήσομε αυτόν τον ψαρά που κοιμάται. But let us ask this sleeping fisherman.

Και βάζοντας τα χέρια εμπρός στο στόμα, σα χωνί, φώναξε: And putting his hands to his mouth like a funnel, he cried out:

— Ε!… βαρκάρη!… ξύπνα!… - Hey!.... boatman!... wake up!...

Ο κουλός αργοκούνησε το μόνο του χέρι, μα δεν ξύπνησε. The cook slowly moved his single hand, but he did not wake up.

— Στάσου, είπε το Βασιλόπουλο. - Wait, said Vassilopoulos.

Και τραβώντας το σκοινί, πλησίασε τις φελούκες στη γη. And pulling the rope, he drew the pellets to the earth.

— Βαρκάρη! Ε, βαρκάρη! Hey, boatman! φώναξε πάλι ο κυρ-Κατρακυλάκος. Mr. Froggy again shouted.

Ο κουλός ξύπνησε, ανασηκώθηκε κι έτριψε τα μάτια. The cook woke up, sat up and rubbed his eyes.

— Τι τρέχει; ρώτησε με νυσταγμένη φωνή. - What's wrong?" he asked in a sleepy voice.

— Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε ο Βασιλιάς. - Where are the fleet and the naval station? asked the King.

Μ' έναν πήδο σηκώθηκε ο κουλός και χαιρέτησε στρατιωτικά. With a bar the cook stood up and saluted militarily.

— Παρών! - Present! φώναξε.

— Πού είναι ο στόλος και ο ναύσταθμος; ρώτησε πάλι ο Βασιλιάς νομίζοντας πως δεν είχε καταλάβει. - Where are the fleet and the naval station?The King asked again, thinking he had not understood.

— Παρών! επανέλαβε ο κουλός λίγο πιο δυνατά, χωρίς να κόψει το χαιρετισμό του. repeated the cook a little louder, without cutting off his greeting.

— Δεν καταλαβαίνει! - He doesn't understand! είπε αποθαρρυμένος ο Βασιλιάς. said the King, discouraged. Άνθρωπε μου, ακούς τι σου λέγω; Πού είναι τα καράβια και οι ναύτες; My man, do you hear what I'm saying? Where are the ships and the sailors?

— Παρών, παρών, παρών, ξεφώνισε ο κουλός με τόση δύναμη, που πρήστηκαν οι φλέβες του λαιμού του, ενώ σα σανίδα τεντωμένος εξακολουθούσε να χαιρετά στρατιωτικά. - Present, present, present, present, the cook cried out with such force that the veins in his neck swelled, while like a stretched plank he continued to salute militarily.

Το Βασιλόπουλο προσπάθησε να συνεννοηθεί μαζί του. Vassilopoulos tried to communicate with him.

— Γυρεύομε τα καράβια του Βασιλιά, εξήγησε. - We're looking for the King's ships, he explained.

— Παρών! επανέλαβε ο κουλός. Ο Βασιλικός στόλος, «Τρομάρα» και «Αντάρα», παρών! The Royal Fleet, "Terror" and "Adara", present! Το ναυτικό της Αφεντιάς του του Βασιλιά, παρών! The navy of the King's Aphrodite, present!

Ο Αστόχαστος αναπήδησε. The Unforgettable bounced.

— Τι; φώναξε με φρίκη. Τι ονόματα είπες;

— «Τρομάρα» και «Αντάρα», η τραπεζαρία και η κρεβατοκάμαρα μου. - "Terror" and "Adara", my dining room and bedroom. Στη διάθεση σας, σα θέτε να τις επισκεφθείτε, είπε ο κουλός μ' ένα χαμόγελο που χώριζε το στόμα του από το ένα αυτί ως το άλλο. "At your disposal, as long as you want to visit them," said the cook with a smile that split his mouth from ear to ear.

Το Βασιλόπουλο χλώμιασε. Vassilopoulos turned pale.

— Και ο ναύσταθμος; Πού είναι ο ναύσταθμος; ρώτησε. - What about the naval station? Where is the naval station? he asked.

— Παρών! αποκρίθηκε πάλι ο κουλός, δείχνοντας τις μαυρισμένες πέτρες που έφθαναν ως το ποτάμι. the cook replied again, pointing to the blackened stones that reached down to the river.

— Στάσου, είπε νευρικά ο Βασιλιάς παραμερίζοντας το γιο του. - Wait, said the King nervously, pushing his son aside. Δε σε καταλαβαίνει. Άκου δω, άνθρωπε μου, πες μου πού κάθεται ο στόλαρχος; Listen here, man, tell me where the admiral sits?

Ο κουλός άπλωσε το χέρι του κατά τη δύση. The cook stretched out his hand in the west.

— Στα ξένα, είπε σύντομα. - In foreign countries, he said shortly.

— Και ο ναύαρχος… ο ναύαρχος… ένας ναύαρχος που να πάρει η ευχή! - And the admiral... the admiral... an admiral, damn it!

— Δεν έχομε τέτοιο πράμα εδώ. - We don't have that kind of stuff here.

— Κυβερνήτες, ναύτες, καράβια, για το Θεό, που είναι όλα αυτά; - Captains, sailors, ships, for God's sake, where are they all?

— Παρών, είπε πάλι ο κουλός. - Present, said the cook again.

Και δείχνοντας με καμάρι τις φελούκες: And proudly showing off the feluccas:

— Στόλος, παρών.

Ύστερα χτυπώντας το στήθος του: Then beating his chest:

— Κυβερνήτης, ναύτης και τα λοιπά, παρών! - Captain, sailor and all, present! Άλλο μη γυρεύεις, Αφέντη, δεν έχει. Look no further, Master, there is nothing else.

Μάζεψε από μέσα από τη φελούκα του μια σανίδα και την έσπρωξε στη στεριά, όπου τη στήριξε. He picked up a plank from inside his shroud and pushed it ashore, where he propped it up.

— Κοπιάστε στο παλατάκι μου, είπε με το φαρδύ του χαμόγελο, λυγισμένος ως κάτω και απλώνοντας το χέρι του στο στήθος με όλα τα δάχτυλα ανοιχτά. - "Rest in my palace," he said with his broad smile, bending down and stretching his hand across his chest with all his fingers open. Δούλος σας, Αφεντάδες μου! Your slave, my masters!

— Πάμε σπίτι, πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, εμάθαμε όσα θέλαμε να ξέρομε. - Let's go home, father, said Vassilopoulos, we have learned all we wanted to know.

Και με σκυφτό κεφάλι πήραν το δρόμο του πύργου. And with bowed heads they went the way of the tower.