×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Ι’. ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ

Ι’. ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ

΄ Έτρεξε στο σπίτι του Κακομοιρίδη και τον βρήκε στο

τραπέζι με την κόρη του. Καθώς τον είδαν, σηκώθηκαν

και οι δυο.

— Κάθισε ν' ανασάνεις, φαίνεσαι κουρασμένος, είπε ο Κακομοιρίδης, προσφέροντάς του ένα σιδερένιο σκαμνί. Έφαγες;

— Δεν πεινώ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

— Καταδέξου το φτωχικό μας φαγί, παρακάλεσε ο Κακομοιρίδης.

Και για να μην τον κακοκαρδίσει, κάθισε το Βασιλόπουλο στο τραπέζι και του έφερε η κόρη ένα σιδερένιο πιάτο.

— Κακομοιρίδη, είπε τότε χωρίς περιφράσεις, είμαι ο γιος του Βασιλιά και ήρθα να σου ζητήσω μια χάρη.

Ο Κακομοιρίδης πήδηξε από την καρέγλα του.

— Ο γιος του Βασιλιά; φώναξε.

— Το Βασιλόπουλο! μουρμούρισε η κόρη.

Και οι δυο έπεσαν στα γόνατα, παραζαλισμένοι.

— Όχι, όχι, μην κάνετε έτσι, είπε το Βασιλόπουλο σηκώνοντας τους, δε σας το είπα για να σας τρομάξω, αλλά για να ζητήσω τη βοήθεια σας. Κακομοιρίδη, άκουσες τις κακές ειδήσεις; Ο θείος μας ο Βασιλιάς πέρασε τα σύνορα και προχωρεί προς το ποτάμι.

— Παναγιά μου! φώναξε η κόρη.

Ο Κακομοιρίδης έπιασε το κεφάλι του.

— Λοιπόν, ήλθε το τέλος! μούγκρισε.

— Όχι, δεν ήλθε το τέλος! είπε με δύναμη το Βασιλόπουλο. Φθάνει να το θέλομε όλοι, και θα διώξομε τον εχθρό.

— Πώς; ρώτησε αποθαρρυμένος ο Κακομοιρίδης. Όπλα δεν έχεις, στρατιώτες δεν έχεις…

— Γι' αυτό ήλθα σε σένα, διέκοψε το Βασιλόπουλο. Όπλα θα μου κάνεις, και στρατιώτες θα σηκώσω, φθάνει να μου πεις πού κρύβονται όλοι οι άντρες του τόπου. Γιατί ένα δεν είδα, μήτε στα χωράφια μήτε στους δρόμους!

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε πικρά.

— Αν πήγαινες στην ταβέρνα, θα τους έβρισκες όλους, είπε.

— Θα πάγω λοιπόν στην ταβέρνα. Εσύ ωστόσο μη χάνεις στιγμή. Φτιάσε μου όπλα.

— Μα με τι, με τι! είπε απελπισμένα ο Κακομοιρίδης. Ούτε μιαν οκά σίδερο δεν έχω πια!

Το Βασιλόπουλο έριξε μια ματιά στα σιδερένια έπιπλα γύρω του.

Ο Κακομοιρίδης μπήκε στο νόημα και χαμογέλασε:

— Να χαλάσω τελειωμένη δουλειά; είπε μελαγχολικά.

— Γιατί όχι, αν είναι ανάγκη; αποκρίθηκε με φωτιά το Βασιλόπουλο.

Μα βλέποντας τη λύπη στο πρόσωπο του σιδερά, σηκώθηκε βιαστικά:

— Θα ήταν καθήκον σου και θα το έκανες όσο και αν σου κόστιζε, είπε. Αλλά δεν είναι ανάγκη να χαλάσεις τελειωμένη δουλειά. Δείξε μου που είναι το μεταλλείο, πες μου πως να βγάλω το σίδερο, και σου φέρνω αμέσως όσο θες!

Ο Κακομοιρίδης ηλεκτρίστηκε.

— Θα ξυπνούσες πεθαμένο, εσύ, με την ψυχή σου! είπε μ' ενθουσιασμό. Δικά σου είναι τα έπιπλα μου, δική σου και η ζωή μου!

Και αρπάζοντας δυο αξίνες βγήκε έξω.

— Πάρε τη χειράμαξα, ένα σκοινί και το φανάρι, και ακολούθα μας! φώναξε της κόρης του.

Και με μεγάλα βήματα πήρε με το Βασιλόπουλο το δρόμο του μεταλλείου, ενώ πίσω ακολουθούσε η κόρη με τη χειράμαξα.

Πηγαίνοντας αντάμωσαν ένα παιδί αδύνατο και χλωμό, που σαν τους είδε άπλωσε το χέρι.

— Γιατί ζητιανεύεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Δεν έχω ψωμί, αποκρίθηκε το παιδί.

— Έλα μαζί μας. Φλουριά δεν έχω να σου δώσω, μα αν δουλέψεις καλά, θα σου δώσω φαγί να χορτάσεις.

Και το παιδί τους ακολούθησε.

Έφθασαν στα πηγάδια.

Η κρεμαστή σκάλα ήταν σπασμένη και ο Κακομοίρης δεν μπόρεσε να κατέβει.

— Δέσε το σκοινί γύρω μου, είπε το Βασιλόπουλο, θα κατέβω εγώ.

Πήρε την αξίνα, σκάλωσε το φανάρι στη ζώνη του και τον κατέβασε ο Κακομοιρίδης στο πηγάδι.

Σαν έφθασε κάτω στο μεταλλείο, είδε πως δεν ήταν καν ανάγκη να σκάψει για να βγάλει σίδερο. Πλήθος σιδερόπετρες ήταν κομμένες και μαζεμένες σωροί, και δυο-τρία πανέρια ήταν γεμάτα, παρατημένα εκεί.

Το Βασιλόπουλο φώναξε του Κακομοιρίδη να κατεβάσει το μικρό διακονιάρη, και μαζί έσυραν ένα από τα πανέρια ως το πηγάδι, το έδεσαν με το σκοινί και είπαν του Κακομοιρίδη να το τραβήξει απάνω, και αφού το αδειάσει, να τους το ξανακατεβάσει πάλι.

— Τώρα, μικρέ, κάνε κι εσύ το ίδιο, είπε το Βασιλόπουλο αφού γέμισαν μερικά πανέρια. Και σαν τελειώσεις τη δουλειά, έλα να σου δώσω φαγί.

Και δέθηκε πάλι το Βασιλόπουλο με το σκοινί, και ανέβηκε.

Βρήκε τον Κακομοιρίδη, που με την αξίνα του κομμάτιαζε τις σιδερόπετρες, χώριζε το μέταλλο από το χώμα και το έριχνε μέσα στη χειράμαξα.

— Πήγαινε τώρα στο σπίτι, είπε της κόρης του, άδειασε ‘κει το σίδερο και φέρε μου πίσω τη χειράμαξα.

Και ρώτησε το Βασιλόπουλο:

— Φεύγεις, Αφέντη;

— Ναι! πηγαίνω στην ταβέρνα. Η ώρα περνά και πρέπει να μαζέψω στρατιώτες, για να πολεμήσουν με τα σπαθιά και τις λόγχες που θα φτιάσεις εσύ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο.

Και ξεκίνησε με την κόρη του Κακομοιρίδη.

Στο δρόμο κουβέντιαζαν.

— Του κάκου ελπίζεις πως θα μπορέσεις να πολεμήσεις τους εχθρούς, Αφέντη, είπε περίλυπη η κόρη. Δεν έχεις στρατιώτες.

— Θα βρω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Γι' αυτό πάγω στην ταβέρνα.

— Δε θα σε ακολουθήσουν, δεν τους μέλει πια για τον τόπο και αν χαθεί, δεν έχουν στο κεφάλι άλλο παρά παιχνίδι και κρασί. Μα και αν σε ακολουθούσαν, πώς θα προφθάσει μόνος ο πατέρας μου, να φτιάσει τόσα όπλα; Ύστερα ο πατέρας μου είναι σιδεράς, ξέρει βέλη να κάνει και λόγχες, όχι όμως τόξα και κοντάρια. Δε δουλεύει το ξύλο.

— Σωστό αυτό που λες, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Μα τι γίνηκαν όλοι οι τεχνίτες που δούλευαν πρωτύτερα με τον πατέρα σου;

— Άλλος έφυγε, άλλος έπιασε άλλη δουλειά. Ο καλύτερος, που ήταν ο αδελφός του, άνοιξε δικό του συνεργείο. Μα πήγαν στραβά οι δουλειές του και τώρα δεν κάνει πια τίποτα.

— Πού είναι; ρώτησε το Βασιλόπουλο. Θα πάγω να τον βρω και θα τον φέρω…

Η κόρη αργοκούνησε το κεφάλι.

— Του κάκου θα χάσεις τα λόγια σου, δε θα έλθει κανείς χωρίς φλουριά!

— Θα δοκιμάσω. Ο θείος σου δουλεύει το ξύλο;

— Βέβαια, είναι από τους πιο επιτήδειους τεχνίτες για όπλα.

— Και πού μπορώ να τον βρω;

— Στην ταβέρνα, σαν όλους τους άλλους.

— Πάγω να τον πάρω. Ψήσε φαγί για περισσότερους, είπε ζωηρά το Βασιλόπουλο, θα σου τον φέρω στο δείπνο.

Κι έφυγε τρεχάτος κατά τη χώρα.

Ίσα στην ταβέρνα πήγε. Η πόρτα ήταν ανοιχτή.

Μερικοί νέοι, χλωμοί και κακορίζικοι, έπιναν γύρω σ' ένα βρώμικο σανιδένιο τραπέζι. Άλλοι, πεσμένοι χάμω, κοιμούνταν βαριά, και άλλοι πάλι, μισοξαπλωμένοι στο τραπέζι, έπαιζαν ζάρια ή ρουχάλιζαν με το κεφάλι ακουμπισμένο στα διπλωμένα τους χέρια.

Ένας άνθρωπος, με το ποτήρι στο χέρι, διηγούνταν τα νιάτα του με βραχνή φωνή.

Το Βασιλόπουλο κάθισε αντίκρυ του. Από την ομοιότητα, κατάλαβε πως αυτός ήταν ο αδελφός του Κακομοιρίδη.

— Ήταν τα καλά χρόνια εκείνα, σα ζούσε και βασίλευε ο Συνετός Α', Θεός σχωρέσ' τον, έλεγε αναστενάζοντας ο άνθρωπος. Τότε ποιος κάθουνταν σε ταβέρνες να πίνει; Ούτε πατούσαμε το πόδι μας.

— Και ποιος σε αναγκάζει να έρχεσαι τώρα, γέρο; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Ποιος; Η κακοριζικιά του τόπου. Πώς να σκοτώσει κανείς την ώρα του, αν δεν έλθει και στην ταβέρνα; Τότε ήταν αλλιώτικα. Τότε δουλεύαμε. Όχι σαν τούτα δω τα παιδιά!…

— Γιατί δε δουλεύεις και τώρα;

Ο άνθρωπος στέναξε.

— Βαρέθηκα να δουλεύω άσκοπα, είπε με κούραση.

Τα μάτια του Βασιλόπουλου άναψαν.

— Δούλεψε λοιπόν για ένα σκοπό, είπε και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά στα στήθια του.

— Αμ' αν ήταν να έβρισκα σκοπό, δε θα κάθουμουν εδώ! αποκρίθηκε ο άνθρωπος.

— Ούτ' εμείς, γερο-Κακομοίρη! είπε ένας νέος με μάτια που σπιθοβολούσαν από το κρασί. Δωσ' μας λίγο κέρδος, και να δεις με τι καρδιά δουλεύομε!

— Για το σκοπό ή για το κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Το ίδιο κάνει.

— Όχι, δεν κάνει το ίδιο, είπε με φωτιά το Βασιλόπουλο, γιατί ποιος από σας εδώ θέλει να δουλέψει, εγώ να του δώσω δουλειά. Μα θα είναι για ένα σκοπό μεγάλο και ιερό που δεν αφήνει κέρδος.

— Κοροϊδεύεις, πατριώτη! είπε γελώντας ο νέος.

— Δεν κοροϊδεύω. Ο εχθρός είναι μέσα στον τόπο!

Ο νέος σηκώθηκε, έσκυψε από πάνω από το τραπέζι και κοίταξε το Βασιλόπουλο.

— Τι δουλειά μας προτείνεις; ρώτησε σοβαρά.

— Τη δουλειά που έχει χρέος να κάνει κάθε πατριώτης την ώρα του κινδύνου.

— Μας προτείνεις δηλαδή να γίνομε στρατιώτες και να πάμε να σκοτωθούμε για του δεσπότη τα ποδήματα;

— Όχι, αλλά για την Πατρίδα και για το Βασιλιά!

— Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! είπε ο νέος με αναμμένα μάτια. Η Πατρίδα είναι λέξη, και ο Βασιλιάς είναι κούτσουρο!

Η προσβολή έτσουξε το Βασιλόπουλο σαν καμτσικιά.

Σηκώθηκε από την καρέγλα του, και τρέμοντας από αγανάκτηση αποκρίθηκε:

— Πατρίδα είναι ο τόπος σας και ο Βασιλιάς είναι αρχηγός σας!

Γενικό γέλιο του αποκρίθηκε.

— Ο τόπος μας εδώ πέρα είναι σίγουρος, ο εχθρός δεν περνά το ποτάμι! είπε ένας με φωνή βραχνή από το μεθύσι. Όσοι κάθονται από την άλλη μεριά, ας φροντίσουν για τον εαυτό τους.

— Για δες αρχηγό που τον έχομε! φώναξε άλλος. Κρυμμένος πίσω από τα παράθυρα του θα μας πάγει στον πόλεμο!

— Και χωρίς όπλα! πρόσθεσε τρίτος χαχανίζοντας.

— Ας βγει ο Βασιλιάς πρώτος, να μας δείξει πώς πολεμάνε! φώναξε κάποιος.

— Ας βγει ο Βασιλιάς κι εγώ να του φτιάσω όπλα! είπε ο γερο- Κακομοίρης.

Χλωμός σαν το κερί, και με σταυρωμένα χέρια, στέκουνταν ανάμεσα τους ο γιος του Βασιλιά.

— Γερο-Κακομοίρη, είπε με τρανταχτερή φωνή, έχω το λόγο σου! Ο Βασιλιάς εγέρασε και δε βαστά στον κόπο. Μα ο γιος του θα βγει και θα του φτιάσεις όπλα!

— Μπράβο, είπε ο γέρος. Φθάνει όμως να βγει το Βασιλόπουλο.

— Ας βγει το Βασιλόπουλο, είπε ο νέος με τ' αναμμένα μάτια, και όλοι μας να τον ακολουθήσομε.

Το Βασιλόπουλο γύρισε και τον κοίταξε στο πρόσωπο.

— Θυμήσου τα λόγια που είπες, σαν έλθει η ώρα, είπε βαθιά ταραγμένος, και γυρνώντας στον άλλο: Γερο-Κακομοίρη, είπε, ο αδελφός σου άρχισε να φτιάνει τα όπλα που χρειάζεται το Βασιλόπουλο για να βγει με στρατό. Δε θα τον βοηθήσεις;

Ο γέρος ξαφνίστηκε.

— Μιλάς σοβαρά; ρώτησε.

— Σοβαρότατα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Οπόταν θελήσεις, έλα στο σπίτι σου να βεβαιωθείς.

Και βγήκε χωρίς να κοιτάξει πίσω του.

Ο γέρος τον κυνήγησε και τον πρόφθασε λίγα βήματα παρακάτω.

— Δε μου εξηγείς τα λόγια σου; ρώτησε.

— Είμαι ο γιος του Βασιλιά, είπε το Βασιλόπουλο. Φλουριά δεν έχω να σε πληρώσω, μα σου το ζητώ στ' όνομα της Πατρίδας, φτιάσε μου όπλα!

Ο γερο-Κακομοίρης τα έχασε. Έπεσε στα γόνατα κι έμεινε άφωνος.

— Έρχεσαι; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Διάταξε, Αφέντη! μουρμούρισε ο γέρος. Είμαι δικός σου!

Το Βασιλόπουλο τον σήκωσε.

— Έχεις εργαλεία; ρώτησε.

— Έχω!

— Έλα λοιπόν στου αδελφού σου. Δεν πρέπει ούτε μιαν ώρα να χάσομε, και ο Κακομοιρίδης μας περιμένει.

Και πήγαν μαζί στο σπίτι του σιδερά.

Τους περίμενε τωόντι, αν και ήταν πια αργά. Μόνο το φτωχόπαιδο είχε φάγει και αποκοιμηθεί σε μια γωνιά του μαγειριού.

— Αύριο θα έχομε και άλλους τέτοιους εργάτες, είπε χαμογελώντας ο Κακομοιρίδης. Επιστρέφοντας απαντήσαμε ένα-δυο ζητιανόπαιδα, και ο μικρός τους διηγήθηκε πώς κέρδισε, δουλεύοντας, το βραδινό του φαγί, και όλα μου ζήτησαν δουλειά με την ίδια πληρωμή. Τους είπα να έλθουν. Μας συμφέρει, εξακολούθησε ο Κακομοιρίδης. Την ώρα που ανεβάζουν σιδερόπετρες από τα πηγάδια, εγώ δουλεύω εδώ και δε χάνεται καιρός.

Κάθισαν στο τραπέζι. Μα το Βασιλόπουλο δε θέλησε να μείνει. Ζήτησε μόνο ένα κομμάτι ψωμί να φάγει στο δρόμο, πηγαίνοντας στου δασκάλου, όπου ήθελε ακόμα να μελετήσει πριν πιάσει δουλειά με τους δυο αρχιμαστόρους.

Το σπίτι του δασκάλου ήταν μακριά. Πήγε τρεχάτος, μελέτησε, έγραψε, και τρεχάτος πάλι γύρισε στου Κακομοιρίδη το σπίτι, όπου για ώρες δούλεψαν το σίδερο που έβγαινε πυρωμένο από το φουρνέλο.

Τα μεσάνυχτα, οι δυο αδελφοί παράτησαν σφυρί και τόρνο.

Ο Κακομοιρίδης θέλησε να δώσει στο Βασιλόπουλο το δικό του κρεβάτι. Μ' αυτό δε δέχθηκε. Έπρεπε, είπε, να γυρίσει στο παλάτι, να μάθει τα νέα.

Βιαστικά πήρε πάλι το δρόμο της χώρας. Μα ήταν τόσο κουρασμένος, που δυο-τρεις φορές κάθισε στο χώμα να ξεκουραστεί. Τον έπαιρνε τότε ο ύπνος, και, για να μην κοιμηθεί, σηκώνουνταν πάλι και ξανάρχιζε το τρέξιμο.

Με κόπο έφθασε στο ρίζωμα του βουνού και τράβηξε για το παλάτι. Προσπάθησε να τρέξει, μα η κούραση τον νίκησε. Κάθισε σε μια πέτρα ν' ανασάνει, τα μάτια του έκλεισαν μονάχα τους, και αποκοιμήθηκε βαθιά.


Ι’. ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ Ι'. В ТАВЕРНЕ

΄ Έτρεξε στο σπίτι του Κακομοιρίδη και τον βρήκε στο "He ran to the house of Kakomiridis and found him in the

τραπέζι με την κόρη του. Καθώς τον είδαν, σηκώθηκαν

και οι δυο.

— Κάθισε ν' ανασάνεις, φαίνεσαι κουρασμένος, είπε ο Κακομοιρίδης, προσφέροντάς του ένα σιδερένιο σκαμνί. - "Sit down and breathe, you look tired," said Kakomiridis, offering him an iron stool. Έφαγες; Did you eat?

— Δεν πεινώ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - I am not hungry, replied Vassilopoulos.

— Καταδέξου το φτωχικό μας φαγί, παρακάλεσε ο Κακομοιρίδης. - Accept our poor food, begged Kakomiridis.

Και για να μην τον κακοκαρδίσει, κάθισε το Βασιλόπουλο στο τραπέζι και του έφερε η κόρη ένα σιδερένιο πιάτο. And in order not to make him feel bad, Vassilopoulos sat down at the table and the daughter brought him an iron plate.

— Κακομοιρίδη, είπε τότε χωρίς περιφράσεις, είμαι ο γιος του Βασιλιά και ήρθα να σου ζητήσω μια χάρη. - "Poor fellow," he then said, without enunciation, "I am the King's son and I have come to ask you a favour.

Ο Κακομοιρίδης πήδηξε από την καρέγλα του. Kakomiridis jumped out of his chair.

— Ο γιος του Βασιλιά; φώναξε. - The King's son? he cried.

— Το Βασιλόπουλο! - Vassilopoulos! μουρμούρισε η κόρη. the daughter muttered.

Και οι δυο έπεσαν στα γόνατα, παραζαλισμένοι. They both fell to their knees, dazed.

— Όχι, όχι, μην κάνετε έτσι, είπε το Βασιλόπουλο σηκώνοντας τους, δε σας το είπα για να σας τρομάξω, αλλά για να ζητήσω τη βοήθεια σας. - "No, no, don't do that," said Vassilopoulos, lifting them up, "I didn't tell you that to frighten you, but to ask for your help. Κακομοιρίδη, άκουσες τις κακές ειδήσεις; Ο θείος μας ο Βασιλιάς πέρασε τα σύνορα και προχωρεί προς το ποτάμι. Poor guy, did you hear the bad news? Our Uncle King has crossed the border and is heading for the river.

— Παναγιά μου! φώναξε η κόρη.

Ο Κακομοιρίδης έπιασε το κεφάλι του. Kakomiridis grabbed his head.

— Λοιπόν, ήλθε το τέλος! μούγκρισε.

— Όχι, δεν ήλθε το τέλος! - No, this is not the end! είπε με δύναμη το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos said forcefully. Φθάνει να το θέλομε όλοι, και θα διώξομε τον εχθρό. It is enough that we all want it, and we will drive out the enemy.

— Πώς; ρώτησε αποθαρρυμένος ο Κακομοιρίδης. - "How?" asked Kakomiridis, discouraged. Όπλα δεν έχεις, στρατιώτες δεν έχεις… You have no weapons, you have no soldiers...

— Γι' αυτό ήλθα σε σένα, διέκοψε το Βασιλόπουλο. - That's why I came to you, interrupted Vassilopoulos. Όπλα θα μου κάνεις, και στρατιώτες θα σηκώσω, φθάνει να μου πεις πού κρύβονται όλοι οι άντρες του τόπου. Thou shalt give me arms, and I will raise up soldiers, if thou wilt tell me where all the men of the land are hiding. Γιατί ένα δεν είδα, μήτε στα χωράφια μήτε στους δρόμους! Because I didn't see one, neither in the fields nor in the streets!

Ο Κακομοιρίδης χαμογέλασε πικρά. Kakomiridis smiled bitterly.

— Αν πήγαινες στην ταβέρνα, θα τους έβρισκες όλους, είπε. - "If you went to the tavern, you'd find them all," he said.

— Θα πάγω λοιπόν στην ταβέρνα. - So I'm going to the tavern. Εσύ ωστόσο μη χάνεις στιγμή. You, however, do not waste a moment. Φτιάσε μου όπλα. Make me weapons.

— Μα με τι, με τι! - But with what, with what! είπε απελπισμένα ο Κακομοιρίδης. Kakomiridis said desperately. Ούτε μιαν οκά σίδερο δεν έχω πια! I don't even have a single ounce of iron anymore!

Το Βασιλόπουλο έριξε μια ματιά στα σιδερένια έπιπλα γύρω του. Vasilopoulos glanced at the iron furniture around him.

Ο Κακομοιρίδης μπήκε στο νόημα και χαμογέλασε: Kakomiridis got the hint and smiled:

— Να χαλάσω τελειωμένη δουλειά; είπε μελαγχολικά. - To spoil a finished job? he said gloomily.

— Γιατί όχι, αν είναι ανάγκη; αποκρίθηκε με φωτιά το Βασιλόπουλο. - Why not, if necessary?replied Vassilopoulos with fire.

Μα βλέποντας τη λύπη στο πρόσωπο του σιδερά, σηκώθηκε βιαστικά: But seeing the sadness on the blacksmith's face, he got up in a hurry:

— Θα ήταν καθήκον σου και θα το έκανες όσο και αν σου κόστιζε, είπε. - It would be your duty and you would do it no matter what it cost you, he said. Αλλά δεν είναι ανάγκη να χαλάσεις τελειωμένη δουλειά. But you don't have to mess up a finished job. Δείξε μου που είναι το μεταλλείο, πες μου πως να βγάλω το σίδερο, και σου φέρνω αμέσως όσο θες! Show me where the mine is, tell me how to get the iron out, and I'll get you as much as you want right away!

Ο Κακομοιρίδης ηλεκτρίστηκε. Kakomiridis was electrified.

— Θα ξυπνούσες πεθαμένο, εσύ, με την ψυχή σου! - You'd wake up dead, you, with your soul! είπε μ' ενθουσιασμό. he said enthusiastically. Δικά σου είναι τα έπιπλα μου, δική σου και η ζωή μου! Yours is my furniture, yours is my life!

Και αρπάζοντας δυο αξίνες βγήκε έξω. And grabbing two pickaxes he went out.

— Πάρε τη χειράμαξα, ένα σκοινί και το φανάρι, και ακολούθα μας! - Take the handcart, a rope and the lantern, and follow us! φώναξε της κόρης του. he shouted of his daughter.

Και με μεγάλα βήματα πήρε με το Βασιλόπουλο το δρόμο του μεταλλείου, ενώ πίσω ακολουθούσε η κόρη με τη χειράμαξα. And with long strides he and Vassilopoulos took the road to the mine, while the daughter followed behind with her handcart.

Πηγαίνοντας αντάμωσαν ένα παιδί αδύνατο και χλωμό, που σαν τους είδε άπλωσε το χέρι. On their way they met a child, thin and pale, who, when he saw them, stretched out his hand.

— Γιατί ζητιανεύεις; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - Why are you begging? asked Vassilopoulos.

— Δεν έχω ψωμί, αποκρίθηκε το παιδί. - "I have no bread," replied the child.

— Έλα μαζί μας. - Come with us. Φλουριά δεν έχω να σου δώσω, μα αν δουλέψεις καλά, θα σου δώσω φαγί να χορτάσεις. I have no riches to give you, but if you work hard, I'll give you food to fill you up.

Και το παιδί τους ακολούθησε. And the child followed them.

Έφθασαν στα πηγάδια. They reached the wells.

Η κρεμαστή σκάλα ήταν σπασμένη και ο Κακομοίρης δεν μπόρεσε να κατέβει. The hanging ladder was broken and Poor guy couldn't get down.

— Δέσε το σκοινί γύρω μου, είπε το Βασιλόπουλο, θα κατέβω εγώ. - Tie the rope around me, said Vassilopoulos, I'll go down.

Πήρε την αξίνα, σκάλωσε το φανάρι στη ζώνη του και τον κατέβασε ο Κακομοιρίδης στο πηγάδι. He took the axe, stuck the lantern in his belt and Kakomiridis lowered him down the well.

Σαν έφθασε κάτω στο μεταλλείο, είδε πως δεν ήταν καν ανάγκη να σκάψει για να βγάλει σίδερο. When he got down to the mine, he saw that he didn't even have to dig for iron. Πλήθος σιδερόπετρες ήταν κομμένες και μαζεμένες σωροί, και δυο-τρία πανέρια ήταν γεμάτα, παρατημένα εκεί. A multitude of iron stones were cut and piled in heaps, and two or three bundles were full, abandoned there.

Το Βασιλόπουλο φώναξε του Κακομοιρίδη να κατεβάσει το μικρό διακονιάρη, και μαζί έσυραν ένα από τα πανέρια ως το πηγάδι, το έδεσαν με το σκοινί και είπαν του Κακομοιρίδη να το τραβήξει απάνω, και αφού το αδειάσει, να τους το ξανακατεβάσει πάλι. Vassilopoulos called to Kakomiridis to lower the little deacon, and together they dragged one of the cloths to the well, tied it with the rope, and told Kakomiridis to pull it up, and after emptying it, to lower it again.

— Τώρα, μικρέ, κάνε κι εσύ το ίδιο, είπε το Βασιλόπουλο αφού γέμισαν μερικά πανέρια. - "Now, boy, you do the same," said Vassilopoulos after they had filled a few pans. Και σαν τελειώσεις τη δουλειά, έλα να σου δώσω φαγί. And when you finish the job, come back here and I'll feed you.

Και δέθηκε πάλι το Βασιλόπουλο με το σκοινί, και ανέβηκε. And Vassilopoulos was again bound with the rope, and went up.

Βρήκε τον Κακομοιρίδη, που με την αξίνα του κομμάτιαζε τις σιδερόπετρες, χώριζε το μέταλλο από το χώμα και το έριχνε μέσα στη χειράμαξα. He found Kakomiridis, who with his axe was chopping up the iron stones, separating the metal from the earth and throwing it into the handaxe.

— Πήγαινε τώρα στο σπίτι, είπε της κόρης του, άδειασε ‘κει το σίδερο και φέρε μου πίσω τη χειράμαξα. - Now go to the house, he said to his daughter, empty the iron there, and bring me back the handcuffs.

Και ρώτησε το Βασιλόπουλο: And he asked Vassilopoulos:

— Φεύγεις, Αφέντη; - Leaving, Master?

— Ναι! - Yes! πηγαίνω στην ταβέρνα. I'm going to the tavern. Η ώρα περνά και πρέπει να μαζέψω στρατιώτες, για να πολεμήσουν με τα σπαθιά και τις λόγχες που θα φτιάσεις εσύ, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. The time is passing and I must gather soldiers to fight with the swords and spears you will make, replied Vassilopoulos.

Και ξεκίνησε με την κόρη του Κακομοιρίδη. And it started with the daughter of Kakomiridis.

Στο δρόμο κουβέντιαζαν. In the street they were chatting.

— Του κάκου ελπίζεις πως θα μπορέσεις να πολεμήσεις τους εχθρούς, Αφέντη, είπε περίλυπη η κόρη. - "You hope you can fight the enemies, Master," said the daughter, confused. Δεν έχεις στρατιώτες.

— Θα βρω, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - I will, replied Vassilopoulos. Γι' αυτό πάγω στην ταβέρνα. That's why I'm going to the tavern.

— Δε θα σε ακολουθήσουν, δεν τους μέλει πια για τον τόπο και αν χαθεί, δεν έχουν στο κεφάλι άλλο παρά παιχνίδι και κρασί. - They will not follow you, they no longer care for the place, and if it is lost, they have nothing in their heads but game and wine. Μα και αν σε ακολουθούσαν, πώς θα προφθάσει μόνος ο πατέρας μου, να φτιάσει τόσα όπλα; Ύστερα ο πατέρας μου είναι σιδεράς, ξέρει βέλη να κάνει και λόγχες, όχι όμως τόξα και κοντάρια. But even if you were followed, how would my father alone be able to make so many weapons? After all, my father is a blacksmith, he can make arrows and spears, but not bows and staves. Δε δουλεύει το ξύλο. The wood doesn't work.

— Σωστό αυτό που λες, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - What you say is right, replied Vassilopoulos. Μα τι γίνηκαν όλοι οι τεχνίτες που δούλευαν πρωτύτερα με τον πατέρα σου; But what happened to all the craftsmen who used to work with your father?

— Άλλος έφυγε, άλλος έπιασε άλλη δουλειά. - Some left, others took another job. Ο καλύτερος, που ήταν ο αδελφός του, άνοιξε δικό του συνεργείο. The best one, who was his brother, opened his own garage. Μα πήγαν στραβά οι δουλειές του και τώρα δεν κάνει πια τίποτα. But his business went bad and now he doesn't do anything anymore.

— Πού είναι; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - Where is he? asked Vassilopoulos. Θα πάγω να τον βρω και θα τον φέρω… I'll go find him and I'll get him...

Η κόρη αργοκούνησε το κεφάλι. The daughter slowly shook her head.

— Του κάκου θα χάσεις τα λόγια σου, δε θα έλθει κανείς χωρίς φλουριά! - You will lose your words, no one will come without coins!

— Θα δοκιμάσω. Ο θείος σου δουλεύει το ξύλο; Is your uncle working the wood?

— Βέβαια, είναι από τους πιο επιτήδειους τεχνίτες για όπλα. - Of course, he is one of the most skilled gunsmiths.

— Και πού μπορώ να τον βρω;

— Στην ταβέρνα, σαν όλους τους άλλους. - In the tavern, like everyone else.

— Πάγω να τον πάρω. - I'll go get him. Ψήσε φαγί για περισσότερους, είπε ζωηρά το Βασιλόπουλο, θα σου τον φέρω στο δείπνο. Bake food for more people, said Vassilopoulos briskly, I'll bring it to you at dinner.

Κι έφυγε τρεχάτος κατά τη χώρα. And he ran away from the country.

Ίσα στην ταβέρνα πήγε. He barely went to the tavern. Η πόρτα ήταν ανοιχτή.

Μερικοί νέοι, χλωμοί και κακορίζικοι, έπιναν γύρω σ' ένα βρώμικο σανιδένιο τραπέζι. A few young people, pale and ill-favoured, were drinking around a dirty board table. Άλλοι, πεσμένοι χάμω, κοιμούνταν βαριά, και άλλοι πάλι, μισοξαπλωμένοι στο τραπέζι, έπαιζαν ζάρια ή ρουχάλιζαν με το κεφάλι ακουμπισμένο στα διπλωμένα τους χέρια. Some, lying down, slept heavily, and others, half-lying on the table, played dice or snooker with their heads resting on their folded hands.

Ένας άνθρωπος, με το ποτήρι στο χέρι, διηγούνταν τα νιάτα του με βραχνή φωνή. A man, glass in hand, was recounting his youth in a hoarse voice.

Το Βασιλόπουλο κάθισε αντίκρυ του. Vassilopoulos sat down opposite him. Από την ομοιότητα, κατάλαβε πως αυτός ήταν ο αδελφός του Κακομοιρίδη. From the resemblance, he knew that he was the brother of Kakomiridis.

— Ήταν τα καλά χρόνια εκείνα, σα ζούσε και βασίλευε ο Συνετός Α', Θεός σχωρέσ' τον, έλεγε αναστενάζοντας ο άνθρωπος. - Those were the good years, when Prudence I was alive and reigning, God rest his soul, the man said with a sigh. Τότε ποιος κάθουνταν σε ταβέρνες να πίνει; Ούτε πατούσαμε το πόδι μας. Then who sat in taverns drinking? We didn't even set foot in them.

— Και ποιος σε αναγκάζει να έρχεσαι τώρα, γέρο; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - "And who makes you come now, old man?" asked Vassilopoulos.

— Ποιος; Η κακοριζικιά του τόπου. - Who? The bad root of the place. Πώς να σκοτώσει κανείς την ώρα του, αν δεν έλθει και στην ταβέρνα; Τότε ήταν αλλιώτικα. How can you kill time if you don't also come to the tavern? It was different then. Τότε δουλεύαμε. Όχι σαν τούτα δω τα παιδιά!… Not like these children!...

— Γιατί δε δουλεύεις και τώρα; - Why aren't you working now?

Ο άνθρωπος στέναξε. The man groaned.

— Βαρέθηκα να δουλεύω άσκοπα, είπε με κούραση. - I'm tired of working aimlessly, he said wearily.

Τα μάτια του Βασιλόπουλου άναψαν. Vassilopoulos' eyes lit up.

— Δούλεψε λοιπόν για ένα σκοπό, είπε και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά στα στήθια του. - So he worked for a cause, he said, his heart beating hard in his chest.

— Αμ' αν ήταν να έβρισκα σκοπό, δε θα κάθουμουν εδώ! - But if I were to find a purpose, I wouldn't stay here! αποκρίθηκε ο άνθρωπος. the man replied.

— Ούτ' εμείς, γερο-Κακομοίρη! - And so are we, you old bastard! είπε ένας νέος με μάτια που σπιθοβολούσαν από το κρασί. said a young man with eyes brimming with wine. Δωσ' μας λίγο κέρδος, και να δεις με τι καρδιά δουλεύομε! Give us a little profit, and see with what heart we work!

— Για το σκοπό ή για το κέρδος; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - For the purpose or for profit? he asked Vassilopoulos.

— Το ίδιο κάνει.

— Όχι, δεν κάνει το ίδιο, είπε με φωτιά το Βασιλόπουλο, γιατί ποιος από σας εδώ θέλει να δουλέψει, εγώ να του δώσω δουλειά. - No, he doesn't do the same, said Vassilopoulos with fire, because which of you here wants to work, I'll give him a job. Μα θα είναι για ένα σκοπό μεγάλο και ιερό που δεν αφήνει κέρδος. But it will be for a cause that is great and holy and leaves no profit.

— Κοροϊδεύεις, πατριώτη! - You mock me, patriot! είπε γελώντας ο νέος. the young man said laughing.

— Δεν κοροϊδεύω. Ο εχθρός είναι μέσα στον τόπο! The enemy is in the place!

Ο νέος σηκώθηκε, έσκυψε από πάνω από το τραπέζι και κοίταξε το Βασιλόπουλο. The young man stood up, leaned over the table and looked at Vassilopoulos.

— Τι δουλειά μας προτείνεις; ρώτησε σοβαρά. - What job are you proposing?" he asked seriously.

— Τη δουλειά που έχει χρέος να κάνει κάθε πατριώτης την ώρα του κινδύνου. - The job that every patriot has a duty to do in the hour of danger.

— Μας προτείνεις δηλαδή να γίνομε στρατιώτες και να πάμε να σκοτωθούμε για του δεσπότη τα ποδήματα; - Are you suggesting that we become soldiers and go and kill for the despot's bicycles?

— Όχι, αλλά για την Πατρίδα και για το Βασιλιά! - No, but for the Fatherland and for the King!

— Μα δε μ' αφήνεις ήσυχο! - But you won't leave me alone! είπε ο νέος με αναμμένα μάτια. said the young man with burning eyes. Η Πατρίδα είναι λέξη, και ο Βασιλιάς είναι κούτσουρο! The Fatherland is a word, and the King is a log!

Η προσβολή έτσουξε το Βασιλόπουλο σαν καμτσικιά. The insult stung Vassilopoulos like a bitch.

Σηκώθηκε από την καρέγλα του, και τρέμοντας από αγανάκτηση αποκρίθηκε: He rose from his chair, and trembling with indignation, he replied:

— Πατρίδα είναι ο τόπος σας και ο Βασιλιάς είναι αρχηγός σας! - Home is your country and the King is your leader!

Γενικό γέλιο του αποκρίθηκε. General laughter answered him.

— Ο τόπος μας εδώ πέρα είναι σίγουρος, ο εχθρός δεν περνά το ποτάμι! - Our place here is safe, the enemy does not cross the river! είπε ένας με φωνή βραχνή από το μεθύσι. said one in a voice hoarse with drunkenness. Όσοι κάθονται από την άλλη μεριά, ας φροντίσουν για τον εαυτό τους. Those who sit on the other side should look after themselves.

— Για δες αρχηγό που τον έχομε! - Look at the leader we have! φώναξε άλλος. Κρυμμένος πίσω από τα παράθυρα του θα μας πάγει στον πόλεμο! Hidden behind his windows he will take us to war!

— Και χωρίς όπλα! πρόσθεσε τρίτος χαχανίζοντας. added a third giggling.

— Ας βγει ο Βασιλιάς πρώτος, να μας δείξει πώς πολεμάνε! - Let the King come out first, show us how they fight! φώναξε κάποιος.

— Ας βγει ο Βασιλιάς κι εγώ να του φτιάσω όπλα! - Let the King come out and I'll make him some weapons! είπε ο γερο- Κακομοίρης. said the old man.

Χλωμός σαν το κερί, και με σταυρωμένα χέρια, στέκουνταν ανάμεσα τους ο γιος του Βασιλιά. Pale as a candle, and with crossed arms, stood among them the King's son.

— Γερο-Κακομοίρη, είπε με τρανταχτερή φωνή, έχω το λόγο σου! - 'Old man,' he said in a shrill voice, 'I have your word! Ο Βασιλιάς εγέρασε και δε βαστά στον κόπο. The King is grown up and can't be bothered. Μα ο γιος του θα βγει και θα του φτιάσεις όπλα! But his son will come out and you'll make him guns!

— Μπράβο, είπε ο γέρος. - Bravo, said the old man. Φθάνει όμως να βγει το Βασιλόπουλο. But the Vassilopoulos is coming out.

— Ας βγει το Βασιλόπουλο, είπε ο νέος με τ' αναμμένα μάτια, και όλοι μας να τον ακολουθήσομε.

Το Βασιλόπουλο γύρισε και τον κοίταξε στο πρόσωπο. Vassilopoulos turned and looked him in the face.

— Θυμήσου τα λόγια που είπες, σαν έλθει η ώρα, είπε βαθιά ταραγμένος, και γυρνώντας στον άλλο: Γερο-Κακομοίρη, είπε, ο αδελφός σου άρχισε να φτιάνει τα όπλα που χρειάζεται το Βασιλόπουλο για να βγει με στρατό. - Remember the words you said, when the time comes," he said, deeply troubled, and turning to the other: 'Old Cacolyte,' he said, 'thy brother began to make the weapons that Vassilopoulos needs to go out with an army. Δε θα τον βοηθήσεις; Aren't you going to help him?

Ο γέρος ξαφνίστηκε. The old man was startled.

— Μιλάς σοβαρά; ρώτησε. - Are you serious? he asked.

— Σοβαρότατα, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. - Seriously, replied Vassilopoulos. Οπόταν θελήσεις, έλα στο σπίτι σου να βεβαιωθείς. Whenever you want, come to your house to make sure.

Και βγήκε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. And he went out without looking back.

Ο γέρος τον κυνήγησε και τον πρόφθασε λίγα βήματα παρακάτω. The old man chased him and caught up with him a few steps further on.

— Δε μου εξηγείς τα λόγια σου; ρώτησε. - Can't you explain your words to me?" he asked.

— Είμαι ο γιος του Βασιλιά, είπε το Βασιλόπουλο. - I am the King's son, said the King's son. Φλουριά δεν έχω να σε πληρώσω, μα σου το ζητώ στ' όνομα της Πατρίδας, φτιάσε μου όπλα! I have no money to pay you, but I ask you in the name of the Fatherland, make me weapons!

Ο γερο-Κακομοίρης τα έχασε. Old Poor guy lost it. Έπεσε στα γόνατα κι έμεινε άφωνος. He fell to his knees and was speechless.

— Έρχεσαι; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - Are you coming? asked Vassilopoulos.

— Διάταξε, Αφέντη! - Order, Master! μουρμούρισε ο γέρος. the old man muttered. Είμαι δικός σου! I'm yours!

Το Βασιλόπουλο τον σήκωσε. Vassilopoulos picked him up.

— Έχεις εργαλεία; ρώτησε. - Do you have tools? he asked.

— Έχω!

— Έλα λοιπόν στου αδελφού σου. - So come to your brother's. Δεν πρέπει ούτε μιαν ώρα να χάσομε, και ο Κακομοιρίδης μας περιμένει. We must not lose an hour, and Kakomiridis is waiting for us.

Και πήγαν μαζί στο σπίτι του σιδερά. And they went together to the blacksmith's house.

Τους περίμενε τωόντι, αν και ήταν πια αργά. He was waiting for them now, though it was too late. Μόνο το φτωχόπαιδο είχε φάγει και αποκοιμηθεί σε μια γωνιά του μαγειριού. Only the poor boy had eaten and fallen asleep in a corner of the kitchen.

— Αύριο θα έχομε και άλλους τέτοιους εργάτες, είπε χαμογελώντας ο Κακομοιρίδης. - Tomorrow we will have more such workers, said Kakomiridis with a smile. Επιστρέφοντας απαντήσαμε ένα-δυο ζητιανόπαιδα, και ο μικρός τους διηγήθηκε πώς κέρδισε, δουλεύοντας, το βραδινό του φαγί, και όλα μου ζήτησαν δουλειά με την ίδια πληρωμή. On returning we answered a couple of beggar children, and the boy told them how he earned, by working, his evening meal, and they all asked me for work for the same pay. Τους είπα να έλθουν. I told them to come. Μας συμφέρει, εξακολούθησε ο Κακομοιρίδης. It is in our interest, continued Kakomiridis. Την ώρα που ανεβάζουν σιδερόπετρες από τα πηγάδια, εγώ δουλεύω εδώ και δε χάνεται καιρός. While they're pulling iron stones up from the wells, I'm working here and no time is wasted.

Κάθισαν στο τραπέζι. They sat down at the table. Μα το Βασιλόπουλο δε θέλησε να μείνει. But Vassilopoulos didn't want to stay. Ζήτησε μόνο ένα κομμάτι ψωμί να φάγει στο δρόμο, πηγαίνοντας στου δασκάλου, όπου ήθελε ακόμα να μελετήσει πριν πιάσει δουλειά με τους δυο αρχιμαστόρους. He only asked for a piece of bread to eat on the way to the teacher's house, where he still wanted to study before going to work with the two chief masters.

Το σπίτι του δασκάλου ήταν μακριά. The teacher's house was far away. Πήγε τρεχάτος, μελέτησε, έγραψε, και τρεχάτος πάλι γύρισε στου Κακομοιρίδη το σπίτι, όπου για ώρες δούλεψαν το σίδερο που έβγαινε πυρωμένο από το φουρνέλο. He went running, studied, wrote, and ran again to Kakomiridis's house, where for hours they worked on the iron that came out of the furnace.

Τα μεσάνυχτα, οι δυο αδελφοί παράτησαν σφυρί και τόρνο. At midnight, the two brothers gave up the hammer and lathe.

Ο Κακομοιρίδης θέλησε να δώσει στο Βασιλόπουλο το δικό του κρεβάτι. Kakomiridis wanted to give Vassilopoulos his own bed. Μ' αυτό δε δέχθηκε. That's why he didn't accept. Έπρεπε, είπε, να γυρίσει στο παλάτι, να μάθει τα νέα. He said he had to go back to the palace to get the news.

Βιαστικά πήρε πάλι το δρόμο της χώρας. In a hurry he went back to the country. Μα ήταν τόσο κουρασμένος, που δυο-τρεις φορές κάθισε στο χώμα να ξεκουραστεί. But he was so tired that two or three times he sat down on the ground to rest. Τον έπαιρνε τότε ο ύπνος, και, για να μην κοιμηθεί, σηκώνουνταν πάλι και ξανάρχιζε το τρέξιμο. Then he would fall asleep, and, in order not to fall asleep, he would get up again and start running again.

Με κόπο έφθασε στο ρίζωμα του βουνού και τράβηξε για το παλάτι. With difficulty he reached the root of the mountain and pulled for the palace. Προσπάθησε να τρέξει, μα η κούραση τον νίκησε. He tried to run, but fatigue got the better of him. Κάθισε σε μια πέτρα ν' ανασάνει, τα μάτια του έκλεισαν μονάχα τους, και αποκοιμήθηκε βαθιά. He sat down on a stone to breathe, his eyes closed only, and fell fast asleep.