×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Παραμύθι Χωρίς Όνομα, Π Δελτα, Γ’. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (1)

Γ’. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (1)

Τρεχάτος ξανανέβηκε στο παλάτι ο Πανουργάκος και

μπήκε στο δωμάτιο, όπου Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλοπούλες και παρακόρες, καθισμένοι όλοι στο γύρο, κοίταζαν, ξεκαρδισμένοι στα γέλια, τα στραβομούτσουνα και τα καραγκιοζιλίκια που έκανε ένας τζοτζές κοντός, καμπούρης και στραβοκάνης.

Πλάγι στο παράθυρο στέκουνταν το Βασιλόπουλο που κουβέντιαζε με την Ειρηνούλα, και της έλεγε τις ομορφιές του δάσους που είχε πάγει το απόγευμα.

Οι φωνές των άλλων, σαν μπήκε ο Πανουργάκος, διέκοψαν την κουβέντα τους, και τα δυο αδέλφια γύρισαν ξαφνισμένα.

Ο αρχικαγκελάριος άνοιξε με υπερηφάνεια το σακούλι του, και από μέσα έβγαλε δυο κότες ψημένες, τρεις μποτίλιες κρασί, ένα μεγάλο παστίτσιο, κι ένα καλάθι κατακόκκινες φράουλες.

— Τα έφερα, Αφέντη μου, από τον Άρχοντα εξάδελφο σου, αποκρίθηκε στα ρωτήματα του Βασιλιά.

— Γεια σου, καλέ μου Πανουργάκο! είπε ο Αστόχαστος. Αύριο θύμισέ μου να σου δώσω το Διαμαντοστόλιστο Μεγαλόσταυρο της Αχαλίνωτου Αφοσιώσεως, γιατί σου αξίζει.

— Δεν έχει πια κανένα παράσημο στο σεντούκι, είπε με δισταγμό ο αρχικαγκελάριος.

— Δεν έχει;… Χμ… Δεν πειράζει, σου δίνω το δίπλωμά του.

Ο Πανουργάκος έριξε πάλι μια ματιά στα πετράδια της κορώνας, σούφρωσε τα χείλια του κι ετοιμάζουνταν ν' απαντήσει.

Μα το Βασιλόπουλο τον πρόλαβε και είπε του πατέρα του:

— Βασιλιά μου και πατέρα μου, ο άνθρωπος αυτός λέγει ψέματα. Βέβαια δεν πήγε στου Άρχοντα εξαδέλφου μας. Πότε πρόφθασε κιόλα; Χρειάζεται δυο μέρες να πάγει και άλλες τόσες να γυρίσει. Ρώτησε τον πού βρήκε αυτά τα φαγιά, και, ώσπου να το μάθεις, να μη φάγει κανείς τίποτα! πρόσθεσε πιάνοντας το χέρι της Ζήλιως, την ώρα που ετοιμάζουνταν να βουτήσει το δάχτυλο της στο παστίτσιο.

Ο Βασιλιάς κοντοστάθηκε.

— Αλήθεια; Θέλεις δυο μέρες να πας στου Άρχοντα εξαδέλφου μου; ρώτησε τον Πανουργάκο.

Αυτός τα έχασε, άρχισε κάτι εξηγήσεις, μπερδεύτηκε και σταμάτησε.

— Πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, τα φαγιά αυτά είναι κλεμμένα. Και σου ζητώ σα χάρη να υποχρεώσεις αυτόν να τα γυρίσει εκεί που τα πήρε.

Ο Βασιλιάς έσπρωξε νευρικά την κορώνα ως πίσω κι έτριψε το μέτωπο του με το χτένι του χεριού του. Η ιδέα να χάσει το φαγί του δεν του ήρχουνταν καθόλου.

— Μα πού ξέρεις εσύ πόσον καιρό χρειάζεται κανείς να πάγει στο βασίλειο του εξαδέλφου μας; ρώτησε στενοχωρεμένος.

— Μ' έστειλες εκεί μια φορά, για να ζητήσω φλουριά. Το ξέχασες, πατέρα; Εγώ το θυμούμαι! αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Έκανα δυο μέρες να πάγω, και άλλες δυο να γυρίσω. Και τέσσερεις μέρες περίμενα εκεί, ώσπου να δω τον Άρχοντα του τόπου. Γιατί ο εξάδελφος Βασιλιάς δε δέχεται ζητιάνους, παρά μόνο σαν του έλθει το κέφι.

Το υπερήφανο ύφος του γιου του άρχισε να θυμώνει το Βασιλιά.

— Εσύ πήγες πεζή. Ο Πανουργάκος θα πήρε άλογο, είπε απότομα.

— Δρόμος δεν υπάρχει, και από τους βράχους άλογο δεν περνά. Μα κι αν είχε δρόμο, πάλι δε θα πρόφθαινε.

— Με σκότισες! φώναξε ο Βασιλιάς. Επιτέλους πες πως πέταξε και μη με ζαλίζεις πια, ειδεμή σε χώνω στη φυλακή και ας πα να 'σαι ο αυριανός Βασιλιάς.

Και κάθισε στο φαγί, χωρίς να χάσει καιρό, μαζί με τις γυναίκες, τον Πανουργάκο και τον Τζοτζέ, που από τη χαρά του έκανε μια τούμπα, κουδουνίζοντας τα κυπριά 1 της παρδαλής του φορεσιάς.

Το Βασιλόπουλο άρπαξε το χέρι της Ειρηνούλας.

— Έλα μαζί μου, είπε, θα σκάσω εδώ μέσα!

Βγήκαν έξω μαζί, και σιωπηλά, με δυσκολία, σκοντάφτοντας στα σκοτεινά, κατέβηκαν το βουνό.

Στον κάμπο σταμάτησε η Ειρηνούλα.

— Πού πάμε; ρώτησε. 1

Κυπρί: κουδούνι

— Όπου και αν είναι, μα μακριά, μακριά από αυτό το βασίλειο, όπου γίνονται τέτοια πράματα!

— Θέλεις να εκπατριστείς;

— Ναι! ναι! ναι! Να φύγω από τον καταραμένο τούτον τόπο και να τον ξεχάσω!

Η Ειρηνούλα δεν αποκρίθηκε.

Η καρδιά της μάτωνε που άφηνε τον τόπο όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. Τη φτώχεια του, την ερημιά του και την κακοριζικιά του ακόμα, όλα τ' αγαπούσε, γιατί ήταν τόπος της.

Σιωπηλά ακολούθησε τον αδελφό της.

Και πήγαιναν ώρες και άλλες ώρες μες στα λιθάρια και μες τα χαμόκλαδα.

Μα ήταν αμάθητη από τέτοιους δρόμους. Τα πόδια της που μόλις σκεπάζουνταν από τα σχισμένα μεταξωτά της παπουτσάκια, είχαν πληγιάσει. Η παλιά χρυσοϋφασμένη πλουμιστή φούστα της, κρέμουνταν κουρελιασμένη από τ' αγκάθια όπου σκάλωσε περνώντας.

Γύρισε και κοίταξε τον αδελφό της.

Με τα χείλια σφιγμένα και το κεφάλι ψηλά πήγαινε το Βασιλόπουλο, αδιαφορώντας για τον πόνο και την κούραση. Και το νυχτερινό αεράκι χάιδευε το μέτωπο του, παίζοντας μες στα καστανά μαλλιά του που έπεφταν σγουρά και πλούσια ως την κεντημένη του τραχηλιά.

Της φάνηκε τόσο όμορφος, που τον φίλησε.

— Ναι! Θα έλθω μαζί σου, όπου κι αν πας! του είπε.

Και με καινούριο θάρρος ξαναπήρε το δρόμο της πλάγι του.

Σε λίγο όμως η κούραση τη νίκησε. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και ακούμπησε το κεφάλι της στα διπλωμένα της γόνατα.

— Δεν μπορώ πια! μουρμούρισε.

— Ξεκουράσου λίγο, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και φεύγομε πάλι.

Και σκαρφαλώνοντας σ' έναν ψηλό βράχο, κοίταξε γύρω του.

Μακριά, μέσα από κάτι δέντρα, του φάνηκε πως έλαμπε ένα φως.

Κατέβηκε βιαστικά από το βράχο κι έτρεξε στην αδελφή του.

— Σήκω, Ειρηνούλα, είδα φως! της φώναξε. Έλα! Θα είναι κανένα σπίτι, και ίσως μας ανοίξουν και μας φιλοξενήσουν.

Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά το μέρος όπου φαίνουνταν το φως, κι έφθασαν μπροστά σ' ένα μικρό-μικρό κάτασπρο σπιτάκι.

Το Βασιλόπουλο χτύπησε την πόρτα.

— Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα μια γυναικεία φωνή.

— Άνοιξε μας, παρακάλεσε το Βασιλόπουλο. Η αδελφή μου κι εγώ ζητούμε φιλοξενία, να ζεσταθούμε και να ξεκουραστούμε λίγο.

Η πόρτα άνοιξε, και μια γριούλα με μειλίχιο πρόσωπο και κάτασπρα μαλλιά, τους έκανε νόημα να μπουν.

— Καλώς ορίσατε στο φτωχικό της κυρα-Φρόνησης, είπε. Καθήστε, παιδιά μου, να ξεκουραστείτε.

Ξαπλωμένο σ' ένα σοφά, κοιμούνταν ένα κορίτσι. Η γριά το κούνησε ‘λαφριά.

— Ξύπνα, κόρη μου, μας ήλθαν μουσαφίρηδες. Σήκω να ζεστάνεις λίγο γάλα και να φέρεις μερικά παξιμάδια.

Σηκώθηκε η κόρη και άναψε φωτιά και ζέστανε το γάλα. Ύστερα το έχυσε σε δυο κουπάκια και χαμογελώντας τα έβαλε στο τραπέζι, μαζί μ' ένα πιάτο παξιμάδια, μπροστά στα πεινασμένα αδέλφια.

Μα δεν πρόφθασε η Ειρηνούλα να φάγει, και αποκοιμήθηκε στην καρέγλα της.

Οι δυο γυναίκες την πήραν και την ξάπλωσαν στο σοφά 2.

— Κοιμήσου και συ, αρχοντόπουλο μου, είπε η γριά, και αύριο πάλι εξακολουθείς το δρόμο σου. Πας μακριά;

— Ναι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, πάγω πολύ μακριά. 2

Σοφάς: είδος καναπέ ή κρεβατιού, ενίοτε κτιστού

— Κρίμα! είπε συλλογισμένη η γριά. Και αναστενάζοντας χάιδεψε το σγουρό κεφάλι του αγοριού.

— Κρίμα; Γιατί; ρώτησε ξαφνισμένο το Βασιλόπουλο.

Μα η γριά χαμογέλασε μόνο.

— Καληνύχτα, παιδί μου, κοιμήσου ήσυχα, είναι αργά, του είπε.

Και με την κόρη της πήγε στο πλαγινό καμαράκι κι έκλεισε την πόρτα.

Το Βασιλόπουλο ξαπλώθηκε στο χαλί εμπρός στο τζάκι και προσπάθησε να κοιμηθεί. Αλλά με όλη του την κούραση, ύπνο δεν έβρισκε. Ο λόγος της γριάς κουδούνιζε μέσα στο μυαλό του, πότε δυνατά και δυσάρεστα, πότε μισοσβησμένα και σα να έρχουνταν από πολύ μακριά.

— Κρίμα!… Κρίμα!… Κρίμα!…Γιατί κρίμα; Τι εννοούσε η γριά;

Και με τη συλλογή αυτή, επιτέλους αποκοιμήθηκε.

Ο ήλιος πλημμύριζε την κάμαρα όταν ξύπνησε το πρωί. Σηκώθηκε, έτρεξε στο σοφά όπου, αν και ξυπνητή, ήταν ακόμα ξαπλωμένη η Ειρηνούλα.

— Σε περίμενα, του είπε, έλα να βγούμε. Είναι τόσο όμορφα έξω!

Στο περιβολάκι η κυραΦρόνηση άπλωνε τα ρούχα της μπουγάδας, ενόσω η κόρη της, καθισμένη σ' ένα σκαμνί, άρμεγε την αγελάδα.

Και οι δυο χαμογέλασαν σαν είδαν τ' αδέλφια.

— Γνώση, κόρη μου, δώσε στα παιδιά να πιούν από το γάλα που αρμέγεις, πριν κρυώσει, είπε η γριά. Καθήστε, αρχοντόπουλά μου. Θα κάνει καλόν καιρό για το ταξίδι σας.

Το Βασιλόπουλο θυμήθηκε το λόγο που του είχε πει την παραμονή.

- Μάνα, της είπε, γιατί βρίσκεις κρίμα που φεύγω μακριά;

Μα η γριά είχε δουλειές στο σπίτι.

— Δεν έχω καιρό, αρχοντόπουλο μου, είπε. Η Γνώση θα σου αποκριθεί. Αγκαλά εκείνη τα ξέρει ολ' αυτά καλύτερα και από μένα.

Και πήγε στο μαγειριό της να ετοιμάσει το φαγί.

— Πες μου εσύ, Γνώση, είπε πάλι το Βασιλόπουλο, γιατί λέγει η μάνα σου πως είναι κρίμα να φύγω μακριά;

Η κόρη δίστασε. Ύστερα είπε δειλά:

— Γιατί ο γιος του Βασιλιά δεν πρέπει ν' αφήνει τον τόπο του.

Το Βασιλόπουλο ξαφνίστηκε.

— Πώς το ξέρεις ποιος είμαι; ρώτησε.

— Σε ξέρει η μάνα μου. Μια φορά καθόμαστε κι εμείς στο παλάτι. Μα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε.

— Και γιατί φύγατε;

— Γιατί άλλες παρακόρες πήραν τη θέση της μητέρας μου και δεν μπορούσαμε πια να μείνουμε. Φύγαμε από το παλάτι και καθίσαμε

σ' ένα σπιτάκι στη χώρα, στο ρίζωμα του βουνού. Μα οι καινούριες παρακόρες μας έδιωξαν και από κει, και φύγαμε και πήγαμε πιο μακριά, και ακόμα πιο μακριά, και στο τέλος ήλθαμε δω, στην άκρη του βασιλείου, όπου δε μας βλέπει κανείς, ούτε μας σχετίζεται άνθρωπος. Και ζούμε, ολομόναχες, στη μοναξιά της εξοχής που άλλοτε ήταν κατάφυτη και κατοικημένη, μα που τώρα είναι όλο πέτρες κι ερημιά.

— Κι εμείς να έλθομε δω! είπε η Ειρηνούλα. Είναι τόσο ήσυχα και όμορφα!

— Δεν μπορείτε σεις, είπε η Γνώση.

— Γιατί; ρώτησε το Βασιλόπουλο.

— Γιατί πρέπει να μείνεις ανάμεσα στο λαό σου.

— Αχ, δεν μπορώ! αναφώνησε το Βασιλόπουλο. Δεν ξέρεις τι είναι ο λαός μου, το παλάτι, όλος ο τόπος…

— Διόρθωσέ τον, αποκρίθηκε η κόρη.

— Εγώ; Πώς; Μα είμαι ακόμα παιδί, δεν ξέρω τίποτα, δεν έμαθα τίποτα, δεν είμαι τίποτα.

Η κόρη τον κοίταξε συλλογισμένη.

— Γιατί θέλησες να φύγεις; ρώτησε.

— Γιατί πονούσα πολύ μέσα στην κακοήθεια και στην αταξία του παλατιού.

— Λοιπόν θα πει πως έχεις μέσα σου κάτι, που αξίζει πιότερο από κείνα που δεν έμαθες.

— Τι έχω;

— Έχεις φιλοτιμία και αξιοπρέπεια.

Το Βασιλόπουλο συλλογίστηκε λίγο. Ύστερα ρώτησε:

— Και τι μου χρησιμεύουν αυτά;

— Χρησιμεύουν να βρεις μέσα σου τη δύναμη και τη θέληση να ξαναφτιάσεις το έθνος σου.

— Μα πώς! Πώς!

— Ξέρω κι εγώ τι να σου πω; Εγώ να ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα πίσω και θα γύριζα σ' όλο το βασίλειο. Μη μείνεις κλεισμένος στο παλάτι, παρά μίλησε με το λαό σου, γνώρισε τον, ζήσε κοντά του και μάθε την αιτία του κακού. Ζήσε και στη φύση, άκουσε τι θα σου πουν τα πουλιά και τα δέντρα και τα λουλούδια και τα έντομα. Να ήξερες εκεί πόσες αλήθειες μαθαίνει κανείς, πόσα παραδείγματα βρίσκει!… Και οπόταν θελήσεις, έλα πάλι να μας βρεις.

Το Βασιλόπουλο έμεινε συλλογισμένο πολλήν ώραν. Ύστερα είπε:

— Θα πάγω πίσω, Γνώση, και θα γυρίσω σε όλο το βασίλειο. Ευχαριστώ.

Θέλησε να την αποχαιρετήσει, μα η κόρη τον εσταμάτησε.

— Δε θες να σταθείς ακόμα λίγο; ρώτησε. Είσαι κατακουρελιασμένος και συ και η αδελφή σου. Έχω κάτι να χαρίσω της Βασιλοπούλας που θα της χρησιμεύσει πολύ.

Έβγαλε από την τσέπη της μια θήκη με βελόνες κι ένα κουβάρι κλωστή, και της τα έδωσε.

— Βλέπεις, είπε, δεν είναι μεγάλο δώρο, ούτε ακριβό. Είναι όμως πολύτιμο.

Η Ειρηνούλα κοίταζε την κλωστή και τις βελόνες χωρίς να καταλαβαίνει.

— Τι είναι αυτά; ρώτησε.

— Πώς; Δε ράβεις; ρώτησε η Γνώση.

— Όχι, ούτε είδα ποτέ άλλον να ράβει.

— Θέλεις να μάθεις; Έλα να σου δείξω.

Κάθισε η Γνώση στο κατώφλι του σπιτιού πήρε τη σχισμένη τραχηλιά της Ειρηνούλας κι έραψε τις τρύπες.

Η Ειρηνούλα κοίταζε με θαυμασμό και απορία.

— Δωσ' μου να δοκιμάσω κι εγώ! παρακάλεσε.

Πήρε τη βελόνα κι έραψε το φόρεμά της, ύστερα τα μεταξωτά της παπουτσάκια, και τα χρυσά κορδόνια που έδεναν τα πέδιλα του αδελφού της και που ήταν όλο κόμποι, ύστερα την παλιωμένη του τραχηλιά και τα σχισμένα ρούχα του.

Τόσο ωραία τα έραψε, που, αφού τελείωσε, της φάνηκαν όλα σαν καινούρια.

— Τι διασκεδαστικό που είναι! είπε μ' ενθουσιασμό. Εσύ, Γνώση, ράβεις πολύ;

— Ράβω σαν τελειώσω τις δουλειές μου.

— Κάνεις και άλλες δουλειές; Πες μου, τι;

— Όλες τις δουλειές του σπιτιού. Συγυρίζω, πλένω, μαγειρεύω, ζυμώνω, σκάβω το περιβόλι…

— Μπα! διέκοψε η Ειρηνούλα. Εγώ δεν κάνω τίποτα και βαριούμαι φοβερά! Να, σήμερα το πρωί, ώσπου να ξυπνήσει ο αδελφός μου, περνούσα και ξαναπερνούσα το χέρι μου μες στις αχτίδες του ήλιου και κοίταζα τα σκονάκια που χοροπηδούσαν, έτσι, για να περνά η ώρα. Δεν ξέρω πώς να σκοτώσω τις ατέλειωτες ώρες της ημέρας!


Γ’. ΣΤΟ ΦΤΩΧΙΚΟ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΝΗΣΗΣ (1) C. IN THE POORHOUSE OF KYRA-FRONISIS (1) Γ'. DANS L'HOSPICE DE MME JOY (1)

Τρεχάτος ξανανέβηκε στο παλάτι ο Πανουργάκος και Running back to the palace, Panourgakos went up to the palace and

μπήκε στο δωμάτιο, όπου Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλοπούλες και παρακόρες, καθισμένοι όλοι στο γύρο, κοίταζαν, ξεκαρδισμένοι στα γέλια, τα στραβομούτσουνα και τα καραγκιοζιλίκια που έκανε ένας τζοτζές κοντός, καμπούρης και στραβοκάνης. entered the room, where the King, Queen, Queen's Maidens and Paracortes, all seated in the round, looked on, laughing, at the squinting and clowning that a short, hunchbacked, crooked-eyed, hunchbacked, and crooked-eyed jock was doing.

Πλάγι στο παράθυρο στέκουνταν το Βασιλόπουλο που κουβέντιαζε με την Ειρηνούλα, και της έλεγε τις ομορφιές του δάσους που είχε πάγει το απόγευμα. Side by side at the window stood Vassilopoulos, chatting with Irinula, and telling her of the beauties of the forest he had gone to in the afternoon.

Οι φωνές των άλλων, σαν μπήκε ο Πανουργάκος, διέκοψαν την κουβέντα τους, και τα δυο αδέλφια γύρισαν ξαφνισμένα. The voices of the others, as Panourgakos entered, interrupted their conversation, and the two brothers turned around in surprise.

Ο αρχικαγκελάριος άνοιξε με υπερηφάνεια το σακούλι του, και από μέσα έβγαλε δυο κότες ψημένες, τρεις μποτίλιες κρασί, ένα μεγάλο παστίτσιο, κι ένα καλάθι κατακόκκινες φράουλες. The archchancellor proudly opened his bag, and from it he took out two roast chickens, three bowls of wine, a large pastiche, and a basket of red strawberries.

— Τα έφερα, Αφέντη μου, από τον Άρχοντα εξάδελφο σου, αποκρίθηκε στα ρωτήματα του Βασιλιά. — I brought them, my Master, from your Lord Cousin, answered the King's questions.

— Γεια σου, καλέ μου Πανουργάκο! - Hello, my good Pannourga! είπε ο Αστόχαστος. Αύριο θύμισέ μου να σου δώσω το Διαμαντοστόλιστο Μεγαλόσταυρο της Αχαλίνωτου Αφοσιώσεως, γιατί σου αξίζει. Tomorrow remind me to give you the Diamond Star Grand Cross of Unbridled Devotion, because you deserve it.

— Δεν έχει πια κανένα παράσημο στο σεντούκι, είπε με δισταγμό ο αρχικαγκελάριος. - "There are no more medals in the chest," said the Chancellor with hesitation.

— Δεν έχει;… Χμ… Δεν πειράζει, σου δίνω το δίπλωμά του. - He doesn't have... Uh... Never mind, I'll give you his license.

Ο Πανουργάκος έριξε πάλι μια ματιά στα πετράδια της κορώνας, σούφρωσε τα χείλια του κι ετοιμάζουνταν ν' απαντήσει. Panourgakos glanced again at the crown jewels, pursed his lips and prepared to answer.

Μα το Βασιλόπουλο τον πρόλαβε και είπε του πατέρα του: But Vassilopoulos beat him to it and told his father:

— Βασιλιά μου και πατέρα μου, ο άνθρωπος αυτός λέγει ψέματα. - My king and my father, this man lies. Βέβαια δεν πήγε στου Άρχοντα εξαδέλφου μας. Of course he didn't go to our cousin Lord. Πότε πρόφθασε κιόλα; Χρειάζεται δυο μέρες να πάγει και άλλες τόσες να γυρίσει. When did it even arrive? It takes two days for it to freeze and another two days for it to come back. Ρώτησε τον πού βρήκε αυτά τα φαγιά, και, ώσπου να το μάθεις, να μη φάγει κανείς τίποτα! Ask him where he found these fayas, and until you know, don't eat anything! πρόσθεσε πιάνοντας το χέρι της Ζήλιως, την ώρα που ετοιμάζουνταν να βουτήσει το δάχτυλο της στο παστίτσιο.

Ο Βασιλιάς κοντοστάθηκε.

— Αλήθεια; Θέλεις δυο μέρες να πας στου Άρχοντα εξαδέλφου μου; ρώτησε τον Πανουργάκο. - Truth; Do you want two days to go to my Lord cousin? asked Panourgakos.

Αυτός τα έχασε, άρχισε κάτι εξηγήσεις, μπερδεύτηκε και σταμάτησε. He lost it, started to explain something, got confused and stopped.

— Πατέρα, είπε το Βασιλόπουλο, τα φαγιά αυτά είναι κλεμμένα. - "Father," said Vassilopoulos, "these paints are stolen. Και σου ζητώ σα χάρη να υποχρεώσεις αυτόν να τα γυρίσει εκεί που τα πήρε. And I ask you as a favor to oblige him to return them to where he took them.

Ο Βασιλιάς έσπρωξε νευρικά την κορώνα ως πίσω κι έτριψε το μέτωπο του με το χτένι του χεριού του. The King nervously pushed the crown back and rubbed his forehead with the comb of his hand. Η ιδέα να χάσει το φαγί του δεν του ήρχουνταν καθόλου. The idea of losing his food did not suit him at all.

— Μα πού ξέρεις εσύ πόσον καιρό χρειάζεται κανείς να πάγει στο βασίλειο του εξαδέλφου μας; ρώτησε στενοχωρεμένος. — But how do you know how long it takes to get to our cousin's kingdom? he asked distressed.

— Μ' έστειλες εκεί μια φορά, για να ζητήσω φλουριά. — You sent me there once, to ask for gold. Το ξέχασες, πατέρα; Εγώ το θυμούμαι! Have you forgotten, Father? I remember! αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο. Vassilopoulos replied. Έκανα δυο μέρες να πάγω, και άλλες δυο να γυρίσω. It took me two days to go, and another two to come back. Και τέσσερεις μέρες περίμενα εκεί, ώσπου να δω τον Άρχοντα του τόπου. And four days I waited there until I saw the Lord of the place. Γιατί ο εξάδελφος Βασιλιάς δε δέχεται ζητιάνους, παρά μόνο σαν του έλθει το κέφι. Because the King's cousin does not accept beggars, except when he feels like it.

Το υπερήφανο ύφος του γιου του άρχισε να θυμώνει το Βασιλιά. His son's haughty manner began to anger the King.

— Εσύ πήγες πεζή. - You went on foot. Ο Πανουργάκος θα πήρε άλογο, είπε απότομα. Panourgakos must have taken a horse, he said abruptly.

— Δρόμος δεν υπάρχει, και από τους βράχους άλογο δεν περνά. - There is no road, and no horse can pass by the rocks. Μα κι αν είχε δρόμο, πάλι δε θα πρόφθαινε. But even if he had a way, he still wouldn't get there.

— Με σκότισες! - You killed me! φώναξε ο Βασιλιάς. cried the King. Επιτέλους πες πως πέταξε και μη με ζαλίζεις πια, ειδεμή σε χώνω στη φυλακή και ας πα να 'σαι ο αυριανός Βασιλιάς. Finally say you've flown and don't bother me anymore, or I'll put you in jail and let you be tomorrow's King.

Και κάθισε στο φαγί, χωρίς να χάσει καιρό, μαζί με τις γυναίκες, τον Πανουργάκο και τον Τζοτζέ, που από τη χαρά του έκανε μια τούμπα, κουδουνίζοντας τα κυπριά 1 της παρδαλής του φορεσιάς. And he sat down on the couch, without wasting time, together with the women, Panourgakos and Joze, who for joy did a somersault, jingling the cyprias 1 of his frilled costume.

Το Βασιλόπουλο άρπαξε το χέρι της Ειρηνούλας. Vassilopoulos grabbed Irene's hand.

— Έλα μαζί μου, είπε, θα σκάσω εδώ μέσα! — Come with me, he said, I'll pop in here!

Βγήκαν έξω μαζί, και σιωπηλά, με δυσκολία, σκοντάφτοντας στα σκοτεινά, κατέβηκαν το βουνό. They went out together, and silently, with difficulty, stumbling in the dark, descended the mountain.

Στον κάμπο σταμάτησε η Ειρηνούλα. In the plain Irinula stopped.

— Πού πάμε; ρώτησε. - Where are we going? he asked. 1 1

Κυπρί: κουδούνι Carp: bell

— Όπου και αν είναι, μα μακριά, μακριά από αυτό το βασίλειο, όπου γίνονται τέτοια πράματα! — Wherever it is, but far, far from this kingdom, where such things are done!

— Θέλεις να εκπατριστείς; - You want to expatriate?

— Ναι! ναι! ναι! Να φύγω από τον καταραμένο τούτον τόπο και να τον ξεχάσω! To get out of this cursed place and forget it!

Η Ειρηνούλα δεν αποκρίθηκε.

Η καρδιά της μάτωνε που άφηνε τον τόπο όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει. Her heart was bleeding for leaving the place where she had been born and raised. Τη φτώχεια του, την ερημιά του και την κακοριζικιά του ακόμα, όλα τ' αγαπούσε, γιατί ήταν τόπος της. Its poverty, its desolation and even its roughness, she loved it all, because it was her place.

Σιωπηλά ακολούθησε τον αδελφό της. Silently she followed her brother.

Και πήγαιναν ώρες και άλλες ώρες μες στα λιθάρια και μες τα χαμόκλαδα. And they went on for hours and hours and hours in the stones and in the dungeons.

Μα ήταν αμάθητη από τέτοιους δρόμους. But she was unmarred by such roads. Τα πόδια της που μόλις σκεπάζουνταν από τα σχισμένα μεταξωτά της παπουτσάκια, είχαν πληγιάσει. Her feet, barely covered by her torn silk slippers, were cold. Η παλιά χρυσοϋφασμένη πλουμιστή φούστα της, κρέμουνταν κουρελιασμένη από τ' αγκάθια όπου σκάλωσε περνώντας. Her old gold-woven plumed skirt hung tattered from the thorns where she had stumbled past.

Γύρισε και κοίταξε τον αδελφό της. She turned and looked at her brother.

Με τα χείλια σφιγμένα και το κεφάλι ψηλά πήγαινε το Βασιλόπουλο, αδιαφορώντας για τον πόνο και την κούραση. With his lips pressed together and his head held high, Vassilopoulos went on his way, not caring about pain and fatigue. Και το νυχτερινό αεράκι χάιδευε το μέτωπο του, παίζοντας μες στα καστανά μαλλιά του που έπεφταν σγουρά και πλούσια ως την κεντημένη του τραχηλιά. And the night breeze caressed his forehead, playing through his brown hair that fell curly and rich to his embroidered nape.

Της φάνηκε τόσο όμορφος, που τον φίλησε. She found him so handsome that she kissed him.

— Ναι! Θα έλθω μαζί σου, όπου κι αν πας! I will come with you, wherever you go! του είπε.

Και με καινούριο θάρρος ξαναπήρε το δρόμο της πλάγι του. And with renewed courage she made her way to his side again.

Σε λίγο όμως η κούραση τη νίκησε. But soon fatigue overcame her. Κάθισε στην άκρη του δρόμου και ακούμπησε το κεφάλι της στα διπλωμένα της γόνατα. She sat on the side of the road and rested her head on her folded knees.

— Δεν μπορώ πια! — I can't anymore! μουρμούρισε.

— Ξεκουράσου λίγο, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, και φεύγομε πάλι. - Rest a little, replied Vassilopoulos, and off we go again.

Και σκαρφαλώνοντας σ' έναν ψηλό βράχο, κοίταξε γύρω του. And climbing up on a high rock, he looked around.

Μακριά, μέσα από κάτι δέντρα, του φάνηκε πως έλαμπε ένα φως. Far away, through some trees, it seemed to him that a light was shining.

Κατέβηκε βιαστικά από το βράχο κι έτρεξε στην αδελφή του. He hurried down from the rock and ran to his sister.

— Σήκω, Ειρηνούλα, είδα φως! - Get up, Irene, I saw a light! της φώναξε. he shouted at her. Έλα! Θα είναι κανένα σπίτι, και ίσως μας ανοίξουν και μας φιλοξενήσουν. It will be no house, and perhaps they will open and host us.

Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά το μέρος όπου φαίνουνταν το φως, κι έφθασαν μπροστά σ' ένα μικρό-μικρό κάτασπρο σπιτάκι. And they went on their way again towards the place where the light was visible, and came to a little white house.

Το Βασιλόπουλο χτύπησε την πόρτα. Vassilopoulos knocked on the door.

— Ποιος είναι; ρώτησε από μέσα μια γυναικεία φωνή. - Who is it?" asked a female voice from inside.

— Άνοιξε μας, παρακάλεσε το Βασιλόπουλο. - Let us in, beg Vassilopoulos. Η αδελφή μου κι εγώ ζητούμε φιλοξενία, να ζεσταθούμε και να ξεκουραστούμε λίγο. My sister and I are looking for hospitality, to warm up and get some rest.

Η πόρτα άνοιξε, και μια γριούλα με μειλίχιο πρόσωπο και κάτασπρα μαλλιά, τους έκανε νόημα να μπουν. The door opened, and an old lady with a small face and white hair beckoned them in.

— Καλώς ορίσατε στο φτωχικό της κυρα-Φρόνησης, είπε. - "Welcome to the poor house of Lady Spring," he said. Καθήστε, παιδιά μου, να ξεκουραστείτε. Sit down, my children, and rest.

Ξαπλωμένο σ' ένα σοφά, κοιμούνταν ένα κορίτσι. Lying on a sofa, a girl was sleeping. Η γριά το κούνησε ‘λαφριά. The old woman shook it off.

— Ξύπνα, κόρη μου, μας ήλθαν μουσαφίρηδες. - Wake up, my daughter, we've got musketeers. Σήκω να ζεστάνεις λίγο γάλα και να φέρεις μερικά παξιμάδια. Get up and heat some milk and get some nuts.

Σηκώθηκε η κόρη και άναψε φωτιά και ζέστανε το γάλα. The daughter got up and lit a fire and warmed the milk. Ύστερα το έχυσε σε δυο κουπάκια και χαμογελώντας τα έβαλε στο τραπέζι, μαζί μ' ένα πιάτο παξιμάδια, μπροστά στα πεινασμένα αδέλφια. Then he poured it into two cups and smilingly placed them on the table, along with a plate of nuts, in front of the hungry brothers.

Μα δεν πρόφθασε η Ειρηνούλα να φάγει, και αποκοιμήθηκε στην καρέγλα της. But Irinoula didn't have time to eat, and fell asleep on her chair.

Οι δυο γυναίκες την πήραν και την ξάπλωσαν στο σοφά 2. The two women picked her up and laid her down on Wise 2.

— Κοιμήσου και συ, αρχοντόπουλο μου, είπε η γριά, και αύριο πάλι εξακολουθείς το δρόμο σου. - "You sleep too, my little brat," said the old woman, "and tomorrow you can go on your way again. Πας μακριά; Are you going away?

— Ναι, αποκρίθηκε το Βασιλόπουλο, πάγω πολύ μακριά. - Yes, replied Vassilopoulos, I'm going too far. 2

Σοφάς: είδος καναπέ ή κρεβατιού, ενίοτε κτιστού Sofa: a type of sofa or bed, sometimes built-in

— Κρίμα! είπε συλλογισμένη η γριά. said the old woman thoughtfully. Και αναστενάζοντας χάιδεψε το σγουρό κεφάλι του αγοριού. And sighing, he stroked the boy's curly head.

— Κρίμα; Γιατί; ρώτησε ξαφνισμένο το Βασιλόπουλο. - What a pity? Why?" asked Vassilopoulos in surprise.

Μα η γριά χαμογέλασε μόνο. But the old woman only smiled.

— Καληνύχτα, παιδί μου, κοιμήσου ήσυχα, είναι αργά, του είπε. - Good night, my child, sleep well, it's late, she said to him.

Και με την κόρη της πήγε στο πλαγινό καμαράκι κι έκλεισε την πόρτα. And she and her daughter went into the side chamber and shut the door.

Το Βασιλόπουλο ξαπλώθηκε στο χαλί εμπρός στο τζάκι και προσπάθησε να κοιμηθεί. Vassilopoulos lay down on the carpet in front of the fireplace and tried to sleep. Αλλά με όλη του την κούραση, ύπνο δεν έβρισκε. But with all his fatigue, he could not sleep. Ο λόγος της γριάς κουδούνιζε μέσα στο μυαλό του, πότε δυνατά και δυσάρεστα, πότε μισοσβησμένα και σα να έρχουνταν από πολύ μακριά. The old woman's words rang in his mind, sometimes loud and unpleasant, sometimes half-quiet and as if they were coming from far away.

— Κρίμα!… Κρίμα!… Κρίμα!…Γιατί κρίμα; Τι εννοούσε η γριά; - Too bad!... Too bad!... Too bad!... Too bad!... Why too bad? What did the old woman mean?

Και με τη συλλογή αυτή, επιτέλους αποκοιμήθηκε. And with this collection, he finally fell asleep.

Ο ήλιος πλημμύριζε την κάμαρα όταν ξύπνησε το πρωί. The sun was flooding the chamber when he woke up in the morning. Σηκώθηκε, έτρεξε στο σοφά όπου, αν και ξυπνητή, ήταν ακόμα ξαπλωμένη η Ειρηνούλα. He got up, ran to the sofa where, although awake, Ireneula was still lying.

— Σε περίμενα, του είπε, έλα να βγούμε. — I was waiting for you, she told him, let's go out. Είναι τόσο όμορφα έξω! It's so beautiful outside!

Στο περιβολάκι η κυραΦρόνηση άπλωνε τα ρούχα της μπουγάδας, ενόσω η κόρη της, καθισμένη σ' ένα σκαμνί, άρμεγε την αγελάδα. In the orchard, Mrs. Pronouncement was laying out the laundry, while her daughter, sitting on a stool, was milking the cow.

Και οι δυο χαμογέλασαν σαν είδαν τ' αδέλφια. They both smiled as if they saw the brothers.

— Γνώση, κόρη μου, δώσε στα παιδιά να πιούν από το γάλα που αρμέγεις, πριν κρυώσει, είπε η γριά. Καθήστε, αρχοντόπουλά μου. Sit down, my little bastards. Θα κάνει καλόν καιρό για το ταξίδι σας. It will make good weather for your trip.

Το Βασιλόπουλο θυμήθηκε το λόγο που του είχε πει την παραμονή. Vassilopoulos remembered what he had told him the night before.

- Μάνα, της είπε, γιατί βρίσκεις κρίμα που φεύγω μακριά; - Mother, he said to her, why do you find it a pity that I go away?

Μα η γριά είχε δουλειές στο σπίτι. But the old woman had work to do at home.

— Δεν έχω καιρό, αρχοντόπουλο μου, είπε. - I don't have time, my little bastard, he said. Η Γνώση θα σου αποκριθεί. Knowledge will respond to you. Αγκαλά εκείνη τα ξέρει ολ' αυτά καλύτερα και από μένα. She knows all this better than I do.

Και πήγε στο μαγειριό της να ετοιμάσει το φαγί. And she went to her kitchen to prepare the food.

— Πες μου εσύ, Γνώση, είπε πάλι το Βασιλόπουλο, γιατί λέγει η μάνα σου πως είναι κρίμα να φύγω μακριά; — You tell me, Gnosis, said the Vasilopoulos again, why does your mother say that it is a shame for me to go far away?

Η κόρη δίστασε. The daughter hesitated. Ύστερα είπε δειλά: Then he said timidly:

— Γιατί ο γιος του Βασιλιά δεν πρέπει ν' αφήνει τον τόπο του. — Because the King's son must not leave his place.

Το Βασιλόπουλο ξαφνίστηκε. Vassilopoulos was surprised.

— Πώς το ξέρεις ποιος είμαι; ρώτησε. — How do you know who I am? asked.

— Σε ξέρει η μάνα μου. — My mother knows you. Μια φορά καθόμαστε κι εμείς στο παλάτι. Once we too sit in the palace. Μα πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. But many years have passed since then.

— Και γιατί φύγατε; - And why did you leave?

— Γιατί άλλες παρακόρες πήραν τη θέση της μητέρας μου και δεν μπορούσαμε πια να μείνουμε. — Because other concubines took my mother's place and we could no longer stay. Φύγαμε από το παλάτι και καθίσαμε We left the palace and sat down

σ' ένα σπιτάκι στη χώρα, στο ρίζωμα του βουνού. in a little house in the country at the foot of the mountain. Μα οι καινούριες παρακόρες μας έδιωξαν και από κει, και φύγαμε και πήγαμε πιο μακριά, και ακόμα πιο μακριά, και στο τέλος ήλθαμε δω, στην άκρη του βασιλείου, όπου δε μας βλέπει κανείς, ούτε μας σχετίζεται άνθρωπος. But the new paracoras drove us from there too, and we left and went further, and still further, and at last we came here, to the edge of the kingdom, where no one sees us, not even a human being relates to us. Και ζούμε, ολομόναχες, στη μοναξιά της εξοχής που άλλοτε ήταν κατάφυτη και κατοικημένη, μα που τώρα είναι όλο πέτρες κι ερημιά. And we live, all alone, in the solitude of the countryside that was once verdant and populated, but which is now all stones and wilderness.

— Κι εμείς να έλθομε δω! - We should come here too! είπε η Ειρηνούλα. Είναι τόσο ήσυχα και όμορφα! It is so quiet and beautiful!

— Δεν μπορείτε σεις, είπε η Γνώση. — You cannot, said Knowledge.

— Γιατί; ρώτησε το Βασιλόπουλο. - Why? asked Vassilopoulos.

— Γιατί πρέπει να μείνεις ανάμεσα στο λαό σου. - Because you must stay among your people.

— Αχ, δεν μπορώ! - Oh, I can't! αναφώνησε το Βασιλόπουλο. Δεν ξέρεις τι είναι ο λαός μου, το παλάτι, όλος ο τόπος… You don't know what my people are, the palace, the whole place...

— Διόρθωσέ τον, αποκρίθηκε η κόρη. - Correct him, the daughter replied.

— Εγώ; Πώς; Μα είμαι ακόμα παιδί, δεν ξέρω τίποτα, δεν έμαθα τίποτα, δεν είμαι τίποτα. - Me? How? But I'm still a child, I know nothing, I've learned nothing, I'm nothing.

Η κόρη τον κοίταξε συλλογισμένη. The daughter looked at him thoughtfully.

— Γιατί θέλησες να φύγεις; ρώτησε. - Why did you want to leave? he asked.

— Γιατί πονούσα πολύ μέσα στην κακοήθεια και στην αταξία του παλατιού. - For I was in great pain in the malice and disorder of the palace.

— Λοιπόν θα πει πως έχεις μέσα σου κάτι, που αξίζει πιότερο από κείνα που δεν έμαθες. — Well, he will say that you have something in you, which is worth more than what you didn't learn.

— Τι έχω;

— Έχεις φιλοτιμία και αξιοπρέπεια. - You have ambition and dignity.

Το Βασιλόπουλο συλλογίστηκε λίγο. Vassilopoulos pondered a moment. Ύστερα ρώτησε:

— Και τι μου χρησιμεύουν αυτά; - And what good are they to me?

— Χρησιμεύουν να βρεις μέσα σου τη δύναμη και τη θέληση να ξαναφτιάσεις το έθνος σου. - They serve to find within you the strength and the will to rebuild your nation.

— Μα πώς! - But how! Πώς!

— Ξέρω κι εγώ τι να σου πω; Εγώ να ήμουν στη θέση σου, θα πήγαινα πίσω και θα γύριζα σ' όλο το βασίλειο. — Do I know what to tell you too? If I were you, I'd go back and look around the whole kingdom. Μη μείνεις κλεισμένος στο παλάτι, παρά μίλησε με το λαό σου, γνώρισε τον, ζήσε κοντά του και μάθε την αιτία του κακού. Do not stay shut up in the palace, but talk with your people, know them, live near them and learn the cause of evil. Ζήσε και στη φύση, άκουσε τι θα σου πουν τα πουλιά και τα δέντρα και τα λουλούδια και τα έντομα. Live in nature too, listen to what the birds and trees and flowers and insects will tell you. Να ήξερες εκεί πόσες αλήθειες μαθαίνει κανείς, πόσα παραδείγματα βρίσκει!… Και οπόταν θελήσεις, έλα πάλι να μας βρεις. If only you knew there how many truths one learns, how many examples one finds!... And if you want, come and find us again.

Το Βασιλόπουλο έμεινε συλλογισμένο πολλήν ώραν. Vassilopoulos remained thoughtful for a long time. Ύστερα είπε: Then he said:

— Θα πάγω πίσω, Γνώση, και θα γυρίσω σε όλο το βασίλειο. — I will go back, Knowledge, and go round the whole kingdom. Ευχαριστώ.

Θέλησε να την αποχαιρετήσει, μα η κόρη τον εσταμάτησε. He wanted to say goodbye to her, but the daughter stopped him.

— Δε θες να σταθείς ακόμα λίγο; ρώτησε. — Don't you want to stay a little longer? asked. Είσαι κατακουρελιασμένος και συ και η αδελφή σου. You and your sister are in tatters. Έχω κάτι να χαρίσω της Βασιλοπούλας που θα της χρησιμεύσει πολύ. I have something to give Vassilopoula that will be very useful to her.

Έβγαλε από την τσέπη της μια θήκη με βελόνες κι ένα κουβάρι κλωστή, και της τα έδωσε. He took a case of needles and a ball of thread from her pocket, and gave them to her.

— Βλέπεις, είπε, δεν είναι μεγάλο δώρο, ούτε ακριβό. — You see, he said, it is not a great gift, nor an expensive one. Είναι όμως πολύτιμο. But it is valuable.

Η Ειρηνούλα κοίταζε την κλωστή και τις βελόνες χωρίς να καταλαβαίνει. Irene looked at the thread and needles without understanding.

— Τι είναι αυτά; ρώτησε. - What are these? he asked.

— Πώς; Δε ράβεις; ρώτησε η Γνώση. — How? Don't you sew? Knowledge asked.

— Όχι, ούτε είδα ποτέ άλλον να ράβει. — No, nor did I ever see another sew.

— Θέλεις να μάθεις; Έλα να σου δείξω. - Do you want to know? Come on, I'll show you.

Κάθισε η Γνώση στο κατώφλι του σπιτιού πήρε τη σχισμένη τραχηλιά της Ειρηνούλας κι έραψε τις τρύπες. Gnosis sat on the doorstep of the house and took Irene's torn neck and sewed the holes.

Η Ειρηνούλα κοίταζε με θαυμασμό και απορία. Irene looked on in admiration and wonder.

— Δωσ' μου να δοκιμάσω κι εγώ! — Let me try too! παρακάλεσε. he pleaded.

Πήρε τη βελόνα κι έραψε το φόρεμά της, ύστερα τα μεταξωτά της παπουτσάκια, και τα χρυσά κορδόνια που έδεναν τα πέδιλα του αδελφού της και που ήταν όλο κόμποι, ύστερα την παλιωμένη του τραχηλιά και τα σχισμένα ρούχα του. She took the needle and sewed her dress, then her silk shoes, and the gold laces that tied her brother's sandals, which were all in knots, then his old neck and his torn clothes.

Τόσο ωραία τα έραψε, που, αφού τελείωσε, της φάνηκαν όλα σαν καινούρια. She sewed them so well that, when she was finished, they all looked like new.

— Τι διασκεδαστικό που είναι! — What fun it is! είπε μ' ενθουσιασμό. she said excitedly. Εσύ, Γνώση, ράβεις πολύ; Do you, Knowledge, sew a lot?

— Ράβω σαν τελειώσω τις δουλειές μου. — I sew as soon as I finish my chores.

— Κάνεις και άλλες δουλειές; Πες μου, τι; — Do you do other jobs? Tell me what;

— Όλες τις δουλειές του σπιτιού. Συγυρίζω, πλένω, μαγειρεύω, ζυμώνω, σκάβω το περιβόλι… I cook, wash, cook, knead, dig the orchard...

— Μπα! διέκοψε η Ειρηνούλα. Ireneula interrupted. Εγώ δεν κάνω τίποτα και βαριούμαι φοβερά! I don't do anything and I'm terribly bored! Να, σήμερα το πρωί, ώσπου να ξυπνήσει ο αδελφός μου, περνούσα και ξαναπερνούσα το χέρι μου μες στις αχτίδες του ήλιου και κοίταζα τα σκονάκια που χοροπηδούσαν, έτσι, για να περνά η ώρα. Well, this morning, until my brother woke up, I passed and passed my hand through the sun's rays and looked at the flitting dust, thus, to pass the time. Δεν ξέρω πώς να σκοτώσω τις ατέλειωτες ώρες της ημέρας! I don't know how to kill the endless hours of the day!