×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 8. VII. Ο πρώτος και αναμφισβήτητος

8. VII. Ο πρώτος και αναμφισβήτητος

O Μίτια με τα γρήγορα και μεγάλα του βήματα στο τραπέζι.

— Κύριοι, άρχισε να λέει δυνατά, σχεδόν φωνάζοντας μα και κομπιάζοντας στην κάθε λέξη- εγώ... εγώ ήρθα έτσι μονάχα! Μη φοβάστε, ξεφώνισε· τίποτα δε θα κάνω, τίποτα, είπε και γύρισε ξαφνικά προς το μέρος της Γκρούσενκας που είχε γείρει πάνω στην πολυθρόνα προς το μέρος του Καλγκάνοβ κι αρπάχτηκε γερά απ' το μπράτσο του. Εγώ... και γω ταξιδεύω. Ως το πρωί θα μείνω μονάχα. Κύριοι, μπορεί να μείνει ένας περαστικός ταξιδιώτης... ως το πρωί μαζί σας; Μονάχα ως το πρωί, για τελευταία φορά, σ' αυτό το δωμάτιο;

`Καθώς τα 'λεγε αυτά είχε γυρίσει προς τον παχουλό ανθρωπάκο που καθόταν στο ντιβάνι και κάπνιζε τσιμπούκι. Εκείνος έβγαλε το τσιμπούκι απ' το στόμα του κι είπε αυστηρά:

— Πάνιε (κύριε), εδώ είμαστε αντρ-νου (μεταξύ μας). Υπάρχουν κι άλλα δωμάτια.

— Πώς, εσείς εδώ, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Μα τι λέτε! φώναξε ξαφνικά ο Καλγκάνοβ. Καθίστε, καθίστε! Καλώς ορίσατε.

— Καλησπέρα, ακριβέ μου... ανεχτίμητε άνθρωπε! Εγώ πάντα σας εκτιμούσα... είπε χαρούμενα ο Μίτια και του άπλωσε αμέσως το χέρι πάνω απ' το τραπέζι.

— Αχ, τι δυνατά μου το σφίξατε! Λίγο ακόμα και θα μου σπάγατε τα δάχτυλα, γέλασε ο Καλγκάνοβ.

—Έτσι σφίγγει πάντα όταν χαιρετάει, πάντα έτσι! είπε εύθυμα η Γκρούσενκα που χαμογελούσε δειλά ακόμα.

Φαίνεται πως βεβαιώθηκε ξαφνικά ότι ο Μίτια δε θα κάνει φασαρίες και τον κοίταζε με τρομερή περιέργεια αν και κάπως ανήσυχη ακόμα. Όλη του η στάση είχε κάτι που την έκανε ν' απορήσει τρομερά. Καθόλου δεν το περίμενε πως θα μπει μέσα και θα μιλήσει έτσι μια τέτοια στιγμή.

— Καλησπέρα σας, είπε με συρτή φωνή κι ο τσιφλικάς Μαξίμοβ. O Μίτια όρμησε προς το μέρος του.

— Καλησπέρα. Και σεις εδώ; Χαίρω πολύ που είσαστε και σεις εδώ! Κύριοι, κύριοι, εγώ... ξαναγύρισε και πάλι στον Πολωνό με το τσιμπούκι γιατί ήταν φανερό πως τον θεωρούσε σημαντικότερο απ' όλους. Έτρεχα... Ήθελα να περάσω την τελευταία μου μέρα, την τελευταία μου ώρα σ' αυτό το δωμάτιο, σ' αυτό το ίδιο το δωμάτιο... όπου λάτρεψα κι εγώ... τη βασίλισσά μου!... Συγνώμη, πάνιε! φώναξε με έξαρση. Πετούσα κι έκανα όρκο... Ω, μη φοβάστε, τούτη είναι η τελευταία μου νύχτα! Ας πιούμε, πάνιε, στη φιλία μας. Τώρα θα φέρουν το κρασί... Έφερα αυτά εδώ. (Έβγαλε για κάποιον ανεξήγητο λόγο το μάτσο τα κατοστάρικα). Α, σε παρακαλώ, πάνιε! Θέλω μουσική, φασαρία, φωνές, όλα όσα γίνανε και τότε... Μα το σκουλήκι, το άχρηστο σκουλήκι θα συρθεί πάνω στο χώμα και θα εξαφανιστεί! Θέλω να θυμηθώ την ημέρα της χαράς μου, τώρα την τελευταία μου νύχτα...

Πνίγηκε σχεδόν. Ήθελε να πει πολλά, πάρα πολλά, μα βγήκαν από το στόμα του μονάχα μερικά παράξενα επιφωνήματα. O Πολωνός τον κοίταζε ακίνητος, κοίταζε το μάτσο τα λεφτά, τη Γκρούσενκα κι ήταν φανερό πως δεν ήξερε πώς να φερθεί.

— Αν το θέλει η κρουλέβα μου... άρχισε να λέει.

— Τι κρουλέβα είν' αυτή; Ρήγισσα δηλαδή; τον διέκοψε ξαφνικά η Γκρούσενκα. Μου φαίνεται αστείο όταν σας ακούω να μιλάτε έτσι. Κάτσε, Μίτια. Γιατί τα λες όλ' αυτά; Μη μας τρομάζεις, παρακαλώ. Δε θα μας φοβίσεις πια, έτσι δεν είναι; Αν όχι, τότε είμαι πολύ ευχαριστημένη που ήρθες...

— Εγώ; Εγώ να σας φοβίσω, φώναξε ξαφνικά ο Μίτια σηκώνοντας τα χέρια του. Ω, τραβήξτε το δρόμο σας, προσπεράστε, δε θα σας εμποδίσω!...

Και ξάφνου, εντελώς αναπάντεχα για όλους και φυσικά χωρίς κι ο ίδιος να το περιμένει, έπεσε σε μια καρέκλα κι έβαλε τα κλάματα γυρίζοντας το κεφάλι του προς τον απέναντι τοίχο κι αρπάζοντας γερά με τα χέρια του τη ράχη της καρέκλας, λες και την αγκάλιαζε.

— Έλα τώρα, έλα, μην κάνεις έτσι! είπε μαλώνοντάς τον η Γκρούσενκα. Έτσι ακριβώς ήταν κι όταν ερχόταν στο σπίτι μου. Έλεγε, έλεγε και γω λέξη δεν καταλάβαινα. Μια φορά είχε βάλει πάλι τα κλάματα, να, όπως και τώρα. Ντροπή! Μα γιατί κλαις λοιπόν; Να υπήρχε κάνας λόγος!... πρόσθεσε αινιγματικά τονίζοντας κάπως ερεθισμένα αυτά τα λόγια.

— Εγώ... εγώ δεν κλαίω... Λοιπόν, καλησπέρα σας!

Γύρισε απότομα στην καρέκλα και ξαφνικά γέλασε, όχι όμως με το ξύλινο, κοφτό του γέλιο μα με κάποιο αθόρυβο, παρατεταμένο, νευρικό γέλιο που τον τράνταζε ολάκερα.

— Ωραία, ωραία... Ξαναβρήκαμε λοιπόν το κέφι μας, είμαστε και πάλι εύθυμοι! είπε η Γκρούσενκα. Είμαι πολύ χαρούμενη που ήρθες, πολύ χαρούμενη, Μίτια, τ' ακούς; Είμαι πολύ χαρούμενη. Θέλω να μείνεις μαζί μας, είπε επιταχτικά σα να μίλαγε σ' όλους, αν κι ήταν φανερό πως το 'λεγε σε κείνον που καθόταν στο ντιβάνι. Το θέλω, το θέλω! Κι αν θα φύγει αυτός, τότε και γω θα φύγω. Να! πρόσθεσε και τα μάτια της ξάφνου πέταξαν σπίθες.

— Ότι πει η βασίλισσά μου είναι νόμος! πρόφερε ο Πολωνός και φίλησε με αβρότητα το χέρι της Γκρούσενκας. Παρακαλώ τον κύριο να μας κάνει παρέα! στράφηκε κι είπε ευγενικά στο Μίτια. O Μίτια σηκώθηκε απότομα κι ήταν φανερό πώς είχε σκοπό να ξαναβγάλει λόγο μα το πράμα τελείωσε εντελώς διαφορετικά:

— Ας πιούμε, πάνιε! είπε μονάχα. Όλοι γέλασαν.

— Θεέ μου! Και γω νόμιζα πως θα ξαναρχίσει πάλι τις φλυαρίες, φώναξε νευριασμένη η Γκρούσενκα. Άκου, Μίτια, πρόσθεσε πεισματάρικα· μη σηκώνεσαι έτσι άλλη φορά. Όσο για τη σαμπάνια που 'φερες, αυτό είναι περίφημο. Θα πιώ και γω, το λικέρ το σιχαίνομαι. Μα το καλύτερο απ' όλα είναι που ήρθες κι ο ίδιος, αλλιώς έπληττα τόσο... Μα γιατί ήρθες; Πάλι για να γλεντήσεις; Βάλε λοιπόν τα λεφτά σου στην τσέπη! Πού τα βρήκες τόσα;

O Μίτια, που έσφιγγε ακόμα τα χαρτονομίσματα στο χέρι του, —που όλοι και ιδιαίτερα οι δυο Πολωνοί τα 'χαν προσέξει— τα 'χωσε βιαστικά και συγχυσμένα στην τσέπη. Κοκκίνισε. Την ίδια εκείνη στιγμή ο ξενοδόχος έφερε μιαν ανοιγμένη μποτίλια σαμπάνια και ποτήρια. O Μίτια άρπαξε το μπουκάλι μα τα 'χε τόσο χαμένα που ξέχασε τι έπρεπε να το κάνει. Του το πήρε ο Καλγκάνοβ και γέμισε τα ποτήρια.

— Ακόμα, ακόμα ένα μπουκάλι! φώναξε ο Μίτια στον ξενοδόχο και ξεχνώντας να τσουγκρίσει το ποτήρι του με τον Πολωνό, που τόσο επίσημα τον καλούσε να πιούνε για να συμφιλιωθούν, κατέβασε ξαφνικά το ποτήρι του μονάχος, χωρίς να περιμένει κανέναν.

Τότε ξαφνικά η έκφραση του προσώπου του άλλαξε ολότελα. Έχασε το επίσημο και τραγικό ύφος που είχε όταν μπήκε. Τώρα το πρόσωπό του έγινε κάπως παιδιάστικο. Σα να ημέρεψε ξάφνου και να 'γινε όλος ταπεινοσύνη. Τους κοίταζε όλους δειλά και χαρούμενα, χαχανίζοντας συχνά και νευρικά, με μιαν ευγνώμονη έκφραση ένοχου μικρού σκυλιού που τ' άφησαν και πάλι να 'ρθει κοντά τους και το ξαναχάιδεψαν. Λες και τα ξέχασε όλα, τους κοίταζε με θαυμασμό και χαμογελούσε παιδιάστικα. Τη Γκρούσενκα την κοίταζε αδιάκοπα και γελούσε. Έφερε την καρέκλα του δίπλα στην πολυθρόνα της. Σιγά-σιγά άρχισε να προσέχει και τους δυο Πολωνούς, χωρίς να μπορεί να τους καλοκαταλάβει. O Πολωνός που καθόταν στο ντιβάνι του 'κανε εντύπωση με το ύφος του, την πολωνική προφορά και, το κυριότερο, με το τσιμπούκι του.

«Ε, και λοιπόν; Καλά, ας καπνίζει τσιμπούκι», τον ατένιζε ο Μίτια.

Το κάπως πλαδαρωμένο, σχεδόν σαραντάχρονο πρόσωπο του Πολωνού, με την πολύ μικρή μύτη που από κάτω της ξεπετιόταν ένα αναιδέστατο μουστακάκι, λεπτό, καλοστριμμένο, με μαντέκα, δεν προκάλεσε στο Μίτια καμιά απορία προς το παρόν. Ακόμα κι η παλιοπερούκα του Πολωνού, που θα 'ταν φτιαγμένη στη Σιβηρία, με τα μαλλιά χτενισμένα ανόητα προς τα μπρος στους κροτάφους —ούτε κι αυτή δεν εξέπληξε το Μίτια.

«Μια και φοράει περούκα, θα πει πως καλά κάνει», εξακολουθούσε να τον ατενίζει ηλίθια.

O άλλος Πολωνός που καθόταν κοντά στον τοίχο, ήταν πιο νέος από κείνον που καθόταν στο ντιβάνι. Κοίταζε όλη την παρέα με θράσος κι ακαταδεξιά κι άκουγε τις κουβέντες σωπαίνοντας περιφρονητικά. Το μόνο που 'κανε εντύπωση στο Μίτια ήταν το πολύ ψηλό του ανάστημα, εντελώς δυσανάλογο με το ανάστημα του Πολωνού που καθόταν στο ντιβάνι.

«Άμα σηκωθεί θα 'ναι σίγουρα κάπου δυο μέτρα», σκέφτηκε για μια στιγμή ο Μίτια.

Σκέφτηκε ακόμα πως αυτός ο ψηλός Πολωνός θα 'ταν κατά πάσαν πιθανότητα φίλος κι ακόλουθος του Πολωνού που καθόταν στο ντιβάνι, ένα είδος «σωματοφύλακά» του και πως ο ψηλός Πολωνός είναι υποταχτικός του κοντού με το τσιμπούκι. Μα κι αυτά φαίνονταν στο Μίτια πολύ ωραία και αδιαμφισβήτητα. Στο μικρό σκυλάκι είχε εκμηδενιστεί κάθε είδος αντιζηλίας. Όσο για τον αινιγματικό τόνο των φράσεων της Γκρούσενκας —δεν είχε καταλάβει τίποτα. Καταλάβαινε μονάχα, με την καρδιά του ολότρεμη, πως εκείνη ήταν καλή μαζί του, πως τον είχε συγχωρέσει και τον έβαλε να κάτσει δίπλα της. Συνεπάρθηκε ολάκερος από χαρά βλέποντας πως εκείνη ήπιε μια γουλιά σαμπάνια. Ωστόσο η ξαφνική γενική σιωπή που επικράτησε στην παρέα, του 'κανε εντύπωση κι άρχισε να τους κοιτάει όλους με μάτια γεμάτα προσμονή:

«Γιατί όμως καθόμαστε; Γιατί δεν αρχίζετε τίποτα, κύριοι;» σα να 'λεγε το ερωτηματικό του βλέμμα.

— Μα να, αυτός μας ξεφουρνίζει κάτι χωρατά που μας κάνει και σκάμε στα γέλια, άρχισε ξαφνικά ο Καλγκάνοβ δείχνοντας το Μαξίμοβ σα να 'χε μαντέψει τη σκέψη του Μίτια.

O Μίτια στύλωσε ορμητικά τα μάτια του στον Καλγκάνοβ κι ύστερα τα 'στρεψε αμέσως στο Μαξίμοβ.

— Χωρατά;

Κι άξαφνα χαρούμενος, άγνωστο γιατί, ξέσπασε στο σύντομο, ξύλινο γέλιο του, χι! χι!

— Ναι, φανταστείτε, ισχυρίζεται πως δήθεν ολάκερο το ιππικό μας γύρω στα 1820 παντρεύτηκε Πολωνίδες· σαχλαμάρες, έτσι δεν είναι;

— Πολωνίδες; επανέλαβε ο Μίτια ολότελα πια συνεπαρμένος από θαυμασμό.

O Καλγκάνοβ καταλάβαινε πολύ καλά τις σχέσεις του Μίτια με τη Γκρούσενκα, μάντευε επίσης και για τον Πολωνό —μα όλ' αυτά δεν τον απασχολούσαν πολύ, ίσως μάλιστα και καθόλου- το ενδιαφέρον του στρεφόταν στο Μαξίμοβ. Βρέθηκε εδώ με τον Μαξίμοβ εντελώς τυχαία και συνάντησε τους Πολωνούς εδώ στο πανδοχείο για πρώτη φορά στη ζωή του. Όσο για τη Γκρούσενκα την ήξερε κιόλας και μάλιστα μια φορά είχε πάει σπίτι της με κάποιον τότε δεν της άρεσε καθόλου. Εδώ όμως η Γκρούσενκα τον κοίταζε με μεγάλη τρυφερότητα, πριν έρθει μάλιστα ο Μίτια τον χάιδευε, μα αυτός είχε απομείνει αδιάφορος στις περιποιήσεις της. Ήταν ένας νέος καμιά εικοσαριά χρονώ, κομψότατα ντυμένος, μ' ένα χαριτωμένο κατάλευκο προσωπάκι και με ωραία πυκνά καστανόξανθα μαλλιά. Μα αυτό το κάτασπρο προσωπάκι φωτιζόταν από δυο υπέροχα ανοιχτογάλανα μάτια, με έξυπνη και κάποτε βαθιά έκφραση, δυσανάλογη με την ηλικία του, παρ' όλο που η στάση του και τα λόγια του έμοιαζαν κάποτε εντελώς παιδιάστικα-αυτό όμως δεν τον ενοχλούσε καθόλου κι είχε μάλιστα επίγνωση. Γενικά ήταν πολύ ιδιόρρυθμος, και μάλιστα ιδιότροπος, αν και πάντα ευπροσήγορος. Μερικές φορές στην έκφραση του προσώπου του άστραφτε κάτι το ακίνητο και πεισματάρικο: Σας κοίταζε, σας άκουγε κι όμως φαινόταν να σκέφτεται επίμονα κάτι δικό του. Άλλοτε γινόταν νωθρός και ράθυμος, άλλοτε άρχιζε ξάφνου να παθιάζεται και μερικές φορές για την πιο ασήμαντη φαινομενικά αιτία.

— Φανταστείτε. Είναι τέσσερις μέρες τώρα που τον κουβαλάω μαζί μου, συνέχισε αυτός σέρνοντας κάπως τεμπέλικα τα λόγια του, όμως χωρίς καμιά ξιπασιά, με πλέρια φυσικότητα. Από τότε, (το θυμάστε;) που ο αδερφός σας τον πέταξε απ' τ' αμάξι και παραλίγο να πέσει. Τότε ενδιαφέρθηκα πολύ γι' αυτόν και τον πήρα στο χωριό, μα τώρα όλο σαχλαμάρες λέει, τόσο που ντρέπομαι γιατί τον κάνω παρέα. Τώρα τον πάω πίσω...

— O κύριος πότε είδε Πολωνέζα κυρία και λέει πράματα που δεν μπορεί να 'γιναν, είπε ο Πολωνός με το τσιμπούκι στο Μαξίμοβ.

O Πολωνός με το τσιμπούκι μίλαγε ρούσικα αρκετά καλά, πολύ καλύτερα τουλάχιστον απ' όσο υποκρινόταν τώρα. Όταν μεταχειριζόταν ρούσικες λέξεις, τις διέστρεφε και τις πρόφερε πολωνικά.

— Μα αφού εγώ ο ίδιος παντρεύτηκα μια Πολωνέζα κυρία, απάντησε χαχανίζοντας ο Μαξίμοβ.

— Καλά, μα μήπως υπηρετούσατε στο ιππικό; Εσείς μιλάγατε για το ιππικό. Μπας κι είσαστε του ιππικού; ανακατεύτηκε αμέσως ο Καλγκάνοβ στην κουβέντα.

— Μα και βέβαια, μπορεί να 'ναι του ιππικού; Χα-χα! φώναξε ο Μίτια που άκουγε λαίμαργα και κοίταζε ερωτηματικά μια τον ένα και μια τον άλλον όταν άρχιζε να μιλάει, λες κι ένας Θεός ξέρει τι περίμενε ν' ακούσει.

— Όχι, βλέπετε, στράφηκε προς το μέρος του ο Μαξίμοβ· λέω πως κείνες κει οι μικρές Πολωνιδούλες, οι ομορφούτσικες... μόλις χορέψουν μ' έναν ουλάνο μας μια μαζούρκα... μόλις τηνε χορέψουνε τη μαζούρκα, χοπ, πηδάει στα γόνατά του, σα γατούλα... ασπρούλα... κι ο παν-πατέρας κι η πάνη-μάνα το βλέπουν και το επιτρέπουν... και το επιτρέπουν δηλαδής... κι ο ουλάνος την άλλη κιόλας μέρα ζητάει την χείρα της... να πώς γίνεται δηλαδής... πάει και ζητάει την χείρα της, χι-χι! χαχάνισε τελειώνοντας ο Μαξίμοβ.

— O παν είναι πρόστυχος! γρύλισε ξαφνικά ο ψηλός Πολωνός που καθόταν στην καρέκλα με το 'να πόδι πάνω στ' άλλο, κι άλλαξε πόδι.

O Μίτια το μόνο που πρόσεξε ήταν η πελώρια μπότα του με τη χοντρή και βρόμικη σόλα. Μα και γενικά οι δυο Πολωνοί φοράγανε αρκετά λιγδιασμένα ρούχα.

— Έλα πάλι! Αμέσως, πρόστυχος! Γιατί, μήπως βρίζει; είπε ξαφνικά θυμωμένη η Γκρούσενκα.

— O κύριος θα 'δε τίποτα χωριάτισσες όταν πήγε στην Πολωνία, κυρία Αγριππίνα, κι όχι δεσποινίδες, είπε ο Πολωνός με το τσιμπούκι στη Γκρούσενκα.

— Βάζω στοίχημα πως έτσι είναι! είπε περιφρονητικά ο ψηλός Πολωνός που καθόταν στην καρέκλα.

— Ορίστε μας! Αφήστε τον να μιλήσει. O κόσμος μιλάει. Γιατί δεν τον αφήνετε; Εγώ διασκεδάζω μαζί του, γρύλισε η Γκρούσενκα.

— Εγώ δεν εμποδίζω, κυρία μου, πρόφερε ο Πολωνός με την περούκα και κοίταξε επίμονα τη Γκρούσενκα.

Ύστερα σώπασε ποζάτος κι άρχισε να πιπιλάει ξανά την πίπα του.

— Μα όχι, όχι. O κύριος από δω μίλησε σωστά, είπε μ' έξαψη ο Καλγκάνοβ, λες κι ένας Θεός ξέρει πόσο σημαντική ήταν όλη αυτή η υπόθεση. Αφού δεν πήγε στην Πολωνία πώς μιλάει για την Πολωνία; Δεν παντρευτήκατε στην Πολωνία, έτσι δεν είναι;

— Όχι. Στο Κυβερνείο του Σμολένσκ παντρεύτηκα. Μονάχα που την είχε φέρει απ' την Πολωνία ένας ουλάνος, τη γυναίκα μου δηλαδής τη μελλοντική, την πήρε μέσα απ' την καρδιά της Πολωνίας μαζί με την πάνη-μάνα και τη θεία και κάποιαν άλλη συγγένισσα που 'χε ένα μεγάλο γιο... και μου την παραχώρησε εμένα. Ήταν ένας υπολοχαγός, ένας πολύ όμορφος νέος. Στην αρχή ήθελε να την παντρευτεί ο ίδιος, μα δεν την πήρε γιατί αποδείχτηκε πως ήταν κουτσή...

— Ώστε σεις παντρευτήκατε μια κουτσή; αναφώνησε ο Καλγκάνοβ.

— Ναι, μια κουτσή. Έγινε, βλέπεις, γιατί τότε μου τη σκάσανε λιγάκι κι οι δυο τους, μου κρύψανε το μυστικό. Εγώ νόμιζα πως είναι λίγο πηδηχτούλα... όλο κι αναπηδούσε, βλέπεις, και γω νόμιζα πως το κάνει απ' την ευθυμία της...

— Απ' τη χαρά της επειδή θα σας παντρευτεί; φώναξε με μια κάπως παιδιάστικη κι ηχερή φωνή ο Καλγκάνοβ.

— Ναι, απ' τη χαρά της. Όμως αποδείχτηκε πως η αιτία ήταν εντελώς αλλιώτικη. Αργότερα, όταν, στεφανωθήκαμε, το ίδιο κείνο βράδυ, το παραδέχτηκε και μου ζήτησε πολύ συγκινημένη συγνώμη. Πήδηξε, λέει, όταν ήταν μικρή πάνω από 'να χαντάκι και τσάκισε το ποδαράκι της, χι! χι!

O Καλγκάνοβ ξεκαρδίστηκε στα γέλια κι έπεσε σχεδόν στο ντιβάνι. Γέλασε κι η Γκρούσενκα. O Μίτια βρισκόταν στον έβδομο ουρανό.

— Και ξέρετε, ξέρετε; Τώρα πια αλήθεια το είπε, αυτή τη φορά δε λέει ψέματα! φώναζε ο Καλγκάνοβ, μιλώντας στο Μίτια. Και ξέρετε; Δυο φορές παντρεύτηκε — αυτά που λέει έγιναν με την πρώτη γυναίκα του. Η δεύτερη του το 'σκασε, το ξέρετε; Του το 'σκασε και τώρα ζει και βασιλεύει, το ξέρατε αυτό;

— Μπα; είπε ο Μίτια γυρίζοντας στο Μαξίμοβ.

Το πρόσωπό του είχε μιαν εξαιρετικά απορημένη έκφραση.

— Ναι, μου το 'σκασε, μου συνέβηκε αυτό το δυσάρεστο, βεβαίωσε σεμνά ο Μαξίμοβ. Με κάποιον μοσιού το έσκασε. Μα το σπουδαιότερο είναι που φρόντισε πρώτα κι έγραψε όλο το χωριουδάκι μου στ' όνομά της. Εσύ, μου λέει, είσαι μορφωμένος άνθρωπος, μπορείς και μόνος σου να κερδίσεις το ψωμί σου. Έτσι μου την έσκασε. Γι' αυτό κιόλας μου είπε μια φορά ένας αξιοσέβαστος αρχιερέας: Η μια γυναίκα σου ήταν κουτσή, όμως η άλλη παραήταν γοργοπόδαρη, χι! χι!

— Ακούστε με, ακούστε! κόχλαζε πια ο Καλγκάνοβ. Κι όταν ακόμα λέει ψέματα —και λέει ψέματα συχνά— το κάνει μονάχα για να διασκεδάσει τους άλλους: Αυτό δεν είναι προστυχιά. Ψέματα; Μερικές φορές ξέρετε τον αγαπάω. Είναι πολύ πρόστυχος, μα με πολλή φυσικότητα. Τι λέτε και σεις; Άλλοι λένε προστυχιές με κάποιο σκοπό, για να κερδίσουν κάτι, όμως αυτός το κάνει γιατί είναι το φυσικό του τέτοιο... Φανταστείτε λόγου χάρη πως βεβαιώνει (χτες όλη τη μέρα καυγαδίζαμε γι' αυτό) πως ο Γκόγκολ στις Νεκρές Ψυχές γι' αυτόνε γράφει. Υπάρχει εκεί ένας τσιφλικάς Μαξίμοβ, (το θυμάστε;) που ο Ναζντριόβ τον έσπασε στο ξύλο και γι' αυτό πέρασε από δίκη «δια προσωπικήν προσβολήν του κτηματίου Μαξίμοβ, τον οποίον εξυλοκόπησε με βέργες διατελών εν μέθη». Το θυμάστε; Και τώρα, φανταστείτε, έχει την αξίωση πως αυτός ήταν και πως αυτόν δείρανε! Μπορεί ποτέ να γίνει κάτι τέτοιο; O Τσίτσικοβ *(Σ.τ.Μ. : O κύριος ήρωας των Νεκρών Ψυχών.) ταξίδευε το αργότερο γύρω στα 1820 ώστε λοιπόν οι χρονολογίες δε συμπίπτουν καθόλου. Δεν μπορούσαν, να τον δείρουν τότε. Δεν μπορούσαν, δεν μπορούσαν, ψέματα;

Ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς για ποιο λόγο μίλαγε με τόση έξαψη ο Καλγκάνοβ μα η έξαψή του ήταν ειλικρινής. O Μίτια συμμεριζόταν απόλυτα τον καημό του.

— Ε, μα αφού τον δείρανε, φώναξε γελώντας ο Μίτια.

— Όχι πως με δείρανε, μα έτσι, είπε ξαφνικά ο Μαξίμοβ.

— Πώς έτσι; Σας δείρανε ή όχι;

— Κτούρα γόντζινα, πάνιε; (Τι ώρα είναι;) γύρισε κι είπε όλο πλήξη ο Πολωνός με το τσιμπούκι στον Πολωνό που καθόταν στην καρέκλα.

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους: Δεν είχε κανένας τους ρολόι.

— Γιατί να μη μιλήσουμε; Αφήστε τους να κουβεντιάσουν. Επειδή δηλαδή εσείς δεν έχετε κέφι πρέπει κι οι άλλοι να κάθονται μουγκοί; του ρίχτηκε και πάλι η Γκρούσενκα που φαίνεται να τα 'βαζε μαζί του επίτηδες.

Ήταν η πρώτη φορά που ο Μίτια σαν κάτι να κατάλαβε. Τώρα κι ο Πολωνός απάντησε φανερά ερεθισμένος:

— Πάνη, για νιτς νε μούβεν πρότιβ, νιτς νε ποβεντζιάλεμ. (Εγώ δεν αντιλέω, εγώ δεν είπα τίποτα).

— Πάει καλά λοιπόν. Συνέχισε, φώναξε η Γκρούσενκα στο Μαξίμοβ. Γιατί σωπάσατε όλοι σας;

— Μα δεν αξίζει τον κόπο και να τα διηγιέται κανείς, γιατί όλ' αυτά είναι ανοησίες, είπε αμέσως ο Μαξίμοβ φανερά ευχαριστημένος και με κάποιο νάζι. Και στο βιβλίο του Γκόγκολ είναι όλα αλληγορικά, ως και τα επίθετα που έβαλε αλληγορικά είναι: O Ναζντριόβ δηλαδή δεν ήταν Ναζντριόβ μα Νόσοβ. Όσο για τον Κουβσίνικοβ, αυτό πια ούτε μοιάζει καθόλου με το πραγματικό, γιατί ο άνθρωπος λεγότανε Σκβαρνιόβ. O Φενάρντι λεγότανε πραγματικά Φενάρντι μονάχα που δεν ήταν Ιταλός μα Ρώσος Πετρόβ. Η μαμζέλ Φενάρντι ήταν ομορφούλα, φόραγε τρικό στα ομορφούλια ποδαράκια της, φουστίτσα κοντή όλο πούλιες και στριφογύριζε χορεύοντας. Όμως όχι τέσσερις ώρες, μα μονάχα τέσσερα λεπτά κι όλους τους ξεμυάλισε...

— Μα γιατί σε δείρανε, γιατί; ξεφώνιζε ο Καλγκάνοβ.

— Για τον Πιρόν, απάντησε ο Μαξίμοβ.

— Ποιος είν' αυτός ο Πιρόν; φώναξε ο Μίτια.

— O Γάλλος, ο διάσημος συγγραφέας Πιρόν. Κουτσοπίναμε τότε σε κείνο το πανηγύρι, σε μια ταβέρνα. Ήταν πολύς κόσμος. Με καλέσανε λοιπόν, και γω άρχισα αμέσως να τους λέω επιγράμματα: «Πώς είσαι έτσι, Μπουαλώ, τι κωμικά τα ρούχα σου!» Κι ο Μπουαλώ απαντάει πως ετοιμάζεται να πάει στη μασκαράτα, δηλαδή στο μπάνιο, χι—χι. Τότε αυτοί νόμισαν πως το 'πα για κείνους. Εγώ είπα αμέσως ένα άλλο, ένα που το ξέρουν όλοι οι μορφωμένοι άνθρωποι, ένα δηκτικό.

Είσαι Σαπφώ και Φάων είμαι

σ' αυτό δεν αντιλέω

όμως θρηνώ και κλαίω

που δεν μπορώ μαζί σου

στη θάλασσα να πλέω.

Τότε κείνοι προσβλήθηκαν ακόμα περισσότερο κι άρχισαν να με βρίζουν χωρίς κανένα τακτ. Εγώ, κακό του κεφαλιού μου δηλαδή, για να διορθώσω τα πράματα διηγήθηκα ένα πολύ μορφωμένο ανέκδοτο για τον Πιρόν. Πως δηλαδή δεν τον δέχτηκαν στη Γαλλική Ακαδημία κι αυτός, για να τους εκδικηθεί, έγραψε ένα επιτύμβιο:

Ci-git Piron qui ne fut rien

Pas même académicien.

(Ενθάδε κείται ο Πιρόν που δεν υπήρξε τίποτα,

Ούτε καν ακαδημαϊκός).

Τότε και κείνοι μ' αρπάξανε και με σπάσανε στο ξύλο.

— Μα γιατί, γιατί λοιπόν;

— Επειδή ήμουν σπουδαγμένος. Μήπως τάχα για λίγες αιτίες δέρνουν έναν άνθρωπο; συμπέρανε σεμνά κι αποφθεγματικά ο Μαξίμοβ.

— Ε, φτάνει, δε θέλω πια να σας ακούω. Νόμιζα πως θα 'ταν διασκεδαστικότερο, τον έκοψε ξαφνικά η Γκρούσενκα.

O Μίτια ταράχτηκε κι αμέσως έπαψε να γελάει. O ψηλός Πολωνός σηκώθηκε και με το υπεροπτικό ύφος ανθρώπου που πλήττει γιατί βρέθηκε σ' ανάρμοστη γι' αυτόν παρέα άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω στο δωμάτιο με τα χέρια πίσω.

—Για δες τον που κόβει βόλτες! είπε η Γκρούσενκα και τον κοίταξε περιφρονητικά.

O Μίτια ανησύχησε περισσότερο. Εξάλλου είχε παρατηρήσει πως ο Πολωνός που καθόταν στο ντιβάνι τον κοιτάζει ερεθισμένος.

—Κύριε, φώναξε ο Μίτια —ας πιούμε, κύριοι! Και με τον άλλον κύριο το ίδιο. Ας πιούμε όλοι μαζί!

Πήρε αμέσως τρία ποτήρια και τα γέμισε σαμπάνια.

— Στην υγειά της Πολωνίας, κύριοι, πίνω στην υγειά της Πολωνίας σας, για τα πολωνικά χώματα! φώναξε ο Μίτια.

— Μπάρντζο μι το μίλο, πάνιε, ας πιούμε (αυτό μ' ευχαριστεί πολύ, κύριε), πρόφερε επίσημα και συγκαταβατικά ο Πολωνός που καθόταν στο ντιβάνι και πήρε το ποτήρι του.

— Κι ο άλλος κύριος να πιει, πώς τον λένε; Έι, εκλαμπρότατε, πάρε το ποτήρι σου! έλεγε φουριόζος ο Μίτια.

— Είναι ο κύριος Βρουμπλέβσκη, είπε ο Πολωνός που καθόταν στο ντιβάνι.

O κύριος Βρουμπλέβσκη πλησίασε αργά και βαρύς στο τραπέζι και πήρε το ποτήρι του.

— Στην υγειά της Πολωνίας, κύριοι. Ούρα! ξεφώνισε ο Μίτια σηκώνοντας το ποτήρι του.

Ήπιανε κι οι τρεις. O Μίτια άρπαξε το μπουκάλι και ξαναγέμισε τα ποτήρια.

— Τώρα στην υγειά της Ρωσίας, κύριοι, κι ας αδερφωθούμε.

— Γέμισε και τα δικά μας ποτήρια, είπε η Γκρούσενκα· θέλω και γω να πιώ στην υγειά της Ρωσίας.

— Και γω, είπε ο Καλγκάνοβ.

— Και γω δε θα έλεγα όχι... αφού είναι για τη Ρωσία μας, τη γριά γιαγιακούλα μας, είπε μ' ένα μικρό γελάκι ο Μαξίμοβ.

— Όλοι, όλοι! φώναξε ο Μίτια. Ξενοδόχε, φέρε κι άλλα μπουκάλια.

Φέρανε τα υπόλοιπα τρία μπουκάλια απ' αυτά που 'χε φέρει μαζί του ο Μίτια. Αυτός γέμισε τα ποτήρια.

— Στην υγειά της Ρωσίας. Ούρα! φώναξε και πάλι.

Όλοι, εκτός απ' τους Πολωνούς, ήπιανε. Η Γκρούσενκα άδειασε μονομιάς όλο το ποτήρι της. Όμως οι Πολωνοί ούτε άγγιξαν καθόλου τα δικά τους.

— Μα πώς έτσι, κύριοι; Έτσι είσαστε; αναφώνησε ο Μίτια. Τι πάθατε;

O κύριος Βρουμπλέβσκη πήρε το ποτήρι, το σήκωσε κι είπε μ' επίσημη φωνή.

— Στην υγειά της Ρωσίας με τα σύνορα του εφτακόσια εβδομήντα δυο!

— Ότο μπόρντζο, πάνκινε! (Έτσι μάλιστα!) φώναξε ο άλλος Πολωνός κι αμέσως αδειάσανε κι οι δυο τα ποτήρια τους.

— Ηλίθιοι που είσαστε, κύριοι! του ξέφυγε ξαφνικά του Μίτια. — Κύριε!! φώναξαν κι οι δυο τους απειλητικά και κοίταζαν το Μίτια σα θυμωμένα κοκόρια.

Περισσότερο είχε θυμώσει ο κύριος Βρουμπλέβσκη.

— Αλέ νε μόζνο νε μετς σλαμπόστσι ντο σβογιέγκο κράιου; είπε αγαναχτισμένος. (Μπορεί να μην αγαπάει κανείς τη χώρα του;)

— Σιωπή! Μη μαλώνετε! Δε θέλω καυγάδες! φώναξε επιταχτικά η Γκρούσενκα και χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα. Το πρόσωπό της φλογίστηκε, τα μάτια της άστραψαν. Το ποτήρι που μόλις είχε πιει εκδηλωνόταν κιόλας. O Μίτια κατατρόμαξε.

— Κύριοι, ζητώ συγνώμη! Εγώ φταίω, δε θα το ξανακάνω πια. Βρουμπλέβσκη, κύριε Βρουμπλέβσκη, δε θα το ξανακάνω!...

Σωριάστηκε στην πολυθρόνα της κι έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε απ' το διπλανό δωμάτιο η χορωδία των κοριτσιών του Μόκρογιε που μαζεύτηκαν επιτέλους. Λέγανε ένα συναρπαστικό χορευτικό τραγούδι.

— Αυτό καταντάει Σόδομα! ξεφώνισε ξαφνικά ο παν Βρουμπλέβσκη. Ξενοδόχε, διώξε τις ξεδιάντροπες!

O ξενοδόχος, που από ώρα τώρα κρυφοκοίταζε περίεργος απ' την πόρτα, ακούγοντας τις φωνές και βλέποντας πως οι επισκέπτες μαλώσανε, μπήκε αμέσως στο δωμάτιο.

— Τι φωνάζεις; Τι ξελαρυγγιάζεσαι; γύρισε κι είπε στο Βρουμπλέβσκη με μιαν ανεξήγητη αγένεια.

— Χτήνος! ούρλιαξε ο παν Βρουμπλέβσκη.

— Χτήνος; Και σύ με τι χαρτιά έπαιζες τώρα; Σου έδωσα μια τράπουλα μα εσύ την έκρυψες! Έπαιζες με σημαδεμένα χαρτιά! Αν θέλω σ' εξορίζω τώρα αμέσως στη Σιβηρία, το ξέρεις αυτό; είναι το ίδιο σα να παραχάραξες χαρτονόμισμα...

Και πλησιάζοντας στο ντιβάνι έχωσε τα δάχτυλά του ανάμεσα στο ερεσίνωτο και στο μαξιλάρι κι έβγαλε από κει μιαν ασφράγιστη τράπουλα.

— Να η τράπουλά μου! Ασφράγιστη!

Τη σήκωσε και την έδειξε σ' όλους.

— Τον είδα που έκρυψε τη δίκιά μου τράπουλα και την άλλαξε με τη δίκιά του. Είσαι ένας χαρτοκλέφτης και μας κάνεις και τον κύριο!

— Και γω είδα τον άλλον παν να κλέβει δυο φορές στα χαρτιά, φώναξε ο Καλγκάνοβ.

— Αχ, τι ντροπή, τι αίσχος! φώναξε η Γκρούσενκα χτυπώντας τα χέρια της και κατακοκκίνησε απ' την ντροπή της. Θεέ μου, πώς κατάντησε έτσι αυτός ο άνθρωπος;

— Και γω το υποπτεύτηκα, φώναξε ο Μίτια. Μα δεν πρόφτασε να το πει κι ο Βρουμπλέβσκη, λυσσώντας απ' το κακό του γύρισε ξάφνου προς τη Γκρούσενκα και φοβερίζοντάς τη με τη γροθιά του, άρχισε να φωνάζει.

— Παλιοβρόμα, γυναίκα του δρόμου!

Μα δεν πρόφτασε καλά-καλά να τελειώσει κι ο Μίτια όρμησε πάνω του, τον άρπαξε και με τα δυο του χέρια, τον σήκωσε ψηλά και τον κουβάλησε έτσι στο διπλανό δωμάτιο απ' όπου μόλις τώρα είχαν βγει.

— Τον ακούμπησα στο πάτωμα κει μέσα! είπε γυρίζοντας αμέσως. Είχε λαχανιάσει απ' την ταραχή του. Αντιστέκεται ο κανάγιας, όμως δε θα ξαναβγεί από κει μέσα...

Έκλεισε το ένα φύλλο της πόρτας και κρατώντας ανοιχτό το άλλο, φώναξε στον κοντό παν.

— Εκλαμπρότατε, δε θα θέλατε και σεις να κοπιάσετε μέσα; ταπεινώς παρακαλούμεν σας!

— Πατερούλη Μήτρι Φιοντόροβιτς, είπε ο Τρύφωνας Μπορίσιτς· πάρ' τους λοιπόν τα λεφτά, όσα σου πήρανε τουλάχιστο. Αφού είναι το ίδιο σα να σ' τα κλέψανε.

— Εγώ δε θέλω να τους πάρω τα πενήντα μου ρούβλια, είπε ξαφνικά ο Καλγκάνοβ.

— Ούτε και γω τα θέλω τα διακόσια μου, ούτε και γω τα θέλω! φώναξε ο Μίτια. Με κανέναν τρόπο δε θα τα πάρω, ας τα κρατήσει για παρηγοριά.

— Μπράβο, Μίτια! Υπέροχα! φώναξε η Γκρούσενκα και ένας τόνος μοχθηρίας αντήχησε στην κραυγή της. O κοντός παν, κατακόκκινος απ' τη φούρκα του, μα χωρίς να χάσει καθόλου την πόζα του, προχώρησε προς την πόρτα. Όμως, ξάφνου, σταμάτησε και, γυρίζοντας προς την Γκρούσενκα, είπε:

— Πάνη, γεζέλι χτές ιστσ ζα μνόιου ιντζμί, γέσλι νιεμπίβαϊ ζντρόβα! (Πάνη, αν θες να 'ρθεις μαζί μου, έλα. Αν όχι, έχε γειά!)

Κι επίσημα, ξεφυσώντας από αγανάκτηση και φιλότιμο, δρασκέλισε την πόρτα. O άνθρωπος είχε σταθερό χαρακτήρα. Ύστερα απ' αυτά που 'χαν γίνει, διατηρούσε ακόμα την ελπίδα πως η πάνη θα τον ακολουθήσει. Τόσο μεγάλη ιδέα είχε για τον εαυτό του. O Μίτια έκλεισε πίσω του την πόρτα.

— Κλειδώστε τους, είπε ο Καλγκάνοβ. Μα η κλειδαριά έκλεισε από τη μέσα μεριά. Είχαν κλειδωθεί μονάχοι τους.

— Θαυμάσια! ξαναφώναξε η Γκρούσενκα θυμωμένα κι άσπλαχνα. Θαυμάσια! Αυτό και του πρέπει!


8. VII. Ο πρώτος και αναμφισβήτητος 8. VII. The first and indisputable

O Μίτια με τα γρήγορα και μεγάλα του βήματα στο τραπέζι.

— Κύριοι, άρχισε να λέει δυνατά, σχεδόν φωνάζοντας μα και κομπιάζοντας στην κάθε λέξη- εγώ... εγώ ήρθα έτσι μονάχα! Μη φοβάστε, ξεφώνισε· τίποτα δε θα κάνω, τίποτα, είπε και γύρισε ξαφνικά προς το μέρος της Γκρούσενκας που είχε γείρει πάνω στην πολυθρόνα προς το μέρος του Καλγκάνοβ κι αρπάχτηκε γερά απ' το μπράτσο του. Εγώ... και γω ταξιδεύω. Ως το πρωί θα μείνω μονάχα. Κύριοι, μπορεί να μείνει ένας περαστικός ταξιδιώτης... ως το πρωί μαζί σας; Μονάχα ως το πρωί, για τελευταία φορά, σ' αυτό το δωμάτιο;

`Καθώς τα 'λεγε αυτά είχε γυρίσει προς τον παχουλό ανθρωπάκο που καθόταν στο ντιβάνι και κάπνιζε τσιμπούκι. Εκείνος έβγαλε το τσιμπούκι απ' το στόμα του κι είπε αυστηρά:

— Πάνιε (κύριε), εδώ είμαστε αντρ-νου (μεταξύ μας). Υπάρχουν κι άλλα δωμάτια.

— Πώς, εσείς εδώ, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Μα τι λέτε! φώναξε ξαφνικά ο Καλγκάνοβ. Καθίστε, καθίστε! Καλώς ορίσατε.

— Καλησπέρα, ακριβέ μου... ανεχτίμητε άνθρωπε! Εγώ πάντα σας εκτιμούσα... είπε χαρούμενα ο Μίτια και του άπλωσε αμέσως το χέρι πάνω απ' το τραπέζι.

— Αχ, τι δυνατά μου το σφίξατε! Λίγο ακόμα και θα μου σπάγατε τα δάχτυλα, γέλασε ο Καλγκάνοβ.

—Έτσι σφίγγει πάντα όταν χαιρετάει, πάντα έτσι! είπε εύθυμα η Γκρούσενκα που χαμογελούσε δειλά ακόμα.

Φαίνεται πως βεβαιώθηκε ξαφνικά ότι ο Μίτια δε θα κάνει φασαρίες και τον κοίταζε με τρομερή περιέργεια αν και κάπως ανήσυχη ακόμα. Όλη του η στάση είχε κάτι που την έκανε ν' απορήσει τρομερά. Καθόλου δεν το περίμενε πως θα μπει μέσα και θα μιλήσει έτσι μια τέτοια στιγμή.

— Καλησπέρα σας, είπε με συρτή φωνή κι ο τσιφλικάς Μαξίμοβ. O Μίτια όρμησε προς το μέρος του.

— Καλησπέρα. Και σεις εδώ; Χαίρω πολύ που είσαστε και σεις εδώ! Κύριοι, κύριοι, εγώ... ξαναγύρισε και πάλι στον Πολωνό με το τσιμπούκι γιατί ήταν φανερό πως τον θεωρούσε σημαντικότερο απ' όλους. Έτρεχα... Ήθελα να περάσω την τελευταία μου μέρα, την τελευταία μου ώρα σ' αυτό το δωμάτιο, σ' αυτό το ίδιο το δωμάτιο... όπου λάτρεψα κι εγώ... τη βασίλισσά μου!... Συγνώμη, πάνιε! φώναξε με έξαρση. Πετούσα κι έκανα όρκο... Ω, μη φοβάστε, τούτη είναι η τελευταία μου νύχτα! Ας πιούμε, πάνιε, στη φιλία μας. Τώρα θα φέρουν το κρασί... Έφερα αυτά εδώ. (Έβγαλε για κάποιον ανεξήγητο λόγο το μάτσο τα κατοστάρικα). Α, σε παρακαλώ, πάνιε! Θέλω μουσική, φασαρία, φωνές, όλα όσα γίνανε και τότε... Μα το σκουλήκι, το άχρηστο σκουλήκι θα συρθεί πάνω στο χώμα και θα εξαφανιστεί! Θέλω να θυμηθώ την ημέρα της χαράς μου, τώρα την τελευταία μου νύχτα...

Πνίγηκε σχεδόν. Ήθελε να πει πολλά, πάρα πολλά, μα βγήκαν από το στόμα του μονάχα μερικά παράξενα επιφωνήματα. O Πολωνός τον κοίταζε ακίνητος, κοίταζε το μάτσο τα λεφτά, τη Γκρούσενκα κι ήταν φανερό πως δεν ήξερε πώς να φερθεί.

— Αν το θέλει η κρουλέβα μου... άρχισε να λέει.

— Τι κρουλέβα είν' αυτή; Ρήγισσα δηλαδή; τον διέκοψε ξαφνικά η Γκρούσενκα. Μου φαίνεται αστείο όταν σας ακούω να μιλάτε έτσι. Κάτσε, Μίτια. Γιατί τα λες όλ' αυτά; Μη μας τρομάζεις, παρακαλώ. Δε θα μας φοβίσεις πια, έτσι δεν είναι; Αν όχι, τότε είμαι πολύ ευχαριστημένη που ήρθες...

— Εγώ; Εγώ να σας φοβίσω, φώναξε ξαφνικά ο Μίτια σηκώνοντας τα χέρια του. Ω, τραβήξτε το δρόμο σας, προσπεράστε, δε θα σας εμποδίσω!...

Και ξάφνου, εντελώς αναπάντεχα για όλους και φυσικά χωρίς κι ο ίδιος να το περιμένει, έπεσε σε μια καρέκλα κι έβαλε τα κλάματα γυρίζοντας το κεφάλι του προς τον απέναντι τοίχο κι αρπάζοντας γερά με τα χέρια του τη ράχη της καρέκλας, λες και την αγκάλιαζε.

— Έλα τώρα, έλα, μην κάνεις έτσι! είπε μαλώνοντάς τον η Γκρούσενκα. Έτσι ακριβώς ήταν κι όταν ερχόταν στο σπίτι μου. Έλεγε, έλεγε και γω λέξη δεν καταλάβαινα. Μια φορά είχε βάλει πάλι τα κλάματα, να, όπως και τώρα. Ντροπή! Μα γιατί κλαις λοιπόν; Να υπήρχε κάνας λόγος!... πρόσθεσε αινιγματικά τονίζοντας κάπως ερεθισμένα αυτά τα λόγια.

— Εγώ... εγώ δεν κλαίω... Λοιπόν, καλησπέρα σας!

Γύρισε απότομα στην καρέκλα και ξαφνικά γέλασε, όχι όμως με το ξύλινο, κοφτό του γέλιο μα με κάποιο αθόρυβο, παρατεταμένο, νευρικό γέλιο που τον τράνταζε ολάκερα.

— Ωραία, ωραία... Ξαναβρήκαμε λοιπόν το κέφι μας, είμαστε και πάλι εύθυμοι! είπε η Γκρούσενκα. Είμαι πολύ χαρούμενη που ήρθες, πολύ χαρούμενη, Μίτια, τ' ακούς; Είμαι πολύ χαρούμενη. Θέλω να μείνεις μαζί μας, είπε επιταχτικά σα να μίλαγε σ' όλους, αν κι ήταν φανερό πως το 'λεγε σε κείνον που καθόταν στο ντιβάνι. Το θέλω, το θέλω! Κι αν θα φύγει αυτός, τότε και γω θα φύγω. Να! πρόσθεσε και τα μάτια της ξάφνου πέταξαν σπίθες.

— Ότι πει η βασίλισσά μου είναι νόμος! πρόφερε ο Πολωνός και φίλησε με αβρότητα το χέρι της Γκρούσενκας. Παρακαλώ τον κύριο να μας κάνει παρέα! στράφηκε κι είπε ευγενικά στο Μίτια. O Μίτια σηκώθηκε απότομα κι ήταν φανερό πώς είχε σκοπό να ξαναβγάλει λόγο μα το πράμα τελείωσε εντελώς διαφορετικά:

— Ας πιούμε, πάνιε! είπε μονάχα. Όλοι γέλασαν.

— Θεέ μου! Και γω νόμιζα πως θα ξαναρχίσει πάλι τις φλυαρίες, φώναξε νευριασμένη η Γκρούσενκα. Άκου, Μίτια, πρόσθεσε πεισματάρικα· μη σηκώνεσαι έτσι άλλη φορά. Όσο για τη σαμπάνια που 'φερες, αυτό είναι περίφημο. Θα πιώ και γω, το λικέρ το σιχαίνομαι. Μα το καλύτερο απ' όλα είναι που ήρθες κι ο ίδιος, αλλιώς έπληττα τόσο... Μα γιατί ήρθες; Πάλι για να γλεντήσεις; Βάλε λοιπόν τα λεφτά σου στην τσέπη! Πού τα βρήκες τόσα;

O Μίτια, που έσφιγγε ακόμα τα χαρτονομίσματα στο χέρι του, —που όλοι και ιδιαίτερα οι δυο Πολωνοί τα 'χαν προσέξει— τα 'χωσε βιαστικά και συγχυσμένα στην τσέπη. Κοκκίνισε. Την ίδια εκείνη στιγμή ο ξενοδόχος έφερε μιαν ανοιγμένη μποτίλια σαμπάνια και ποτήρια. O Μίτια άρπαξε το μπουκάλι μα τα 'χε τόσο χαμένα που ξέχασε τι έπρεπε να το κάνει. Του το πήρε ο Καλγκάνοβ και γέμισε τα ποτήρια.

— Ακόμα, ακόμα ένα μπουκάλι! φώναξε ο Μίτια στον ξενοδόχο και ξεχνώντας να τσουγκρίσει το ποτήρι του με τον Πολωνό, που τόσο επίσημα τον καλούσε να πιούνε για να συμφιλιωθούν, κατέβασε ξαφνικά το ποτήρι του μονάχος, χωρίς να περιμένει κανέναν.

Τότε ξαφνικά η έκφραση του προσώπου του άλλαξε ολότελα. Έχασε το επίσημο και τραγικό ύφος που είχε όταν μπήκε. Τώρα το πρόσωπό του έγινε κάπως παιδιάστικο. Σα να ημέρεψε ξάφνου και να 'γινε όλος ταπεινοσύνη. Τους κοίταζε όλους δειλά και χαρούμενα, χαχανίζοντας συχνά και νευρικά, με μιαν ευγνώμονη έκφραση ένοχου μικρού σκυλιού που τ' άφησαν και πάλι να 'ρθει κοντά τους και το ξαναχάιδεψαν. Λες και τα ξέχασε όλα, τους κοίταζε με θαυμασμό και χαμογελούσε παιδιάστικα. Τη Γκρούσενκα την κοίταζε αδιάκοπα και γελούσε. Έφερε την καρέκλα του δίπλα στην πολυθρόνα της. Σιγά-σιγά άρχισε να προσέχει και τους δυο Πολωνούς, χωρίς να μπορεί να τους καλοκαταλάβει. O Πολωνός που καθόταν στο ντιβάνι του 'κανε εντύπωση με το ύφος του, την πολωνική προφορά και, το κυριότερο, με το τσιμπούκι του.

«Ε, και λοιπόν; Καλά, ας καπνίζει τσιμπούκι», τον ατένιζε ο Μίτια.

Το κάπως πλαδαρωμένο, σχεδόν σαραντάχρονο πρόσωπο του Πολωνού, με την πολύ μικρή μύτη που από κάτω της ξεπετιόταν ένα αναιδέστατο μουστακάκι, λεπτό, καλοστριμμένο, με μαντέκα, δεν προκάλεσε στο Μίτια καμιά απορία προς το παρόν. Ακόμα κι η παλιοπερούκα του Πολωνού, που θα 'ταν φτιαγμένη στη Σιβηρία, με τα μαλλιά χτενισμένα ανόητα προς τα μπρος στους κροτάφους —ούτε κι αυτή δεν εξέπληξε το Μίτια.

«Μια και φοράει περούκα, θα πει πως καλά κάνει», εξακολουθούσε να τον ατενίζει ηλίθια.

O άλλος Πολωνός που καθόταν κοντά στον τοίχο, ήταν πιο νέος από κείνον που καθόταν στο ντιβάνι. Κοίταζε όλη την παρέα με θράσος κι ακαταδεξιά κι άκουγε τις κουβέντες σωπαίνοντας περιφρονητικά. Το μόνο που 'κανε εντύπωση στο Μίτια ήταν το πολύ ψηλό του ανάστημα, εντελώς δυσανάλογο με το ανάστημα του Πολωνού που καθόταν στο ντιβάνι.

«Άμα σηκωθεί θα 'ναι σίγουρα κάπου δυο μέτρα», σκέφτηκε για μια στιγμή ο Μίτια.

Σκέφτηκε ακόμα πως αυτός ο ψηλός Πολωνός θα 'ταν κατά πάσαν πιθανότητα φίλος κι ακόλουθος του Πολωνού που καθόταν στο ντιβάνι, ένα είδος «σωματοφύλακά» του και πως ο ψηλός Πολωνός είναι υποταχτικός του κοντού με το τσιμπούκι. Μα κι αυτά φαίνονταν στο Μίτια πολύ ωραία και αδιαμφισβήτητα. Στο μικρό σκυλάκι είχε εκμηδενιστεί κάθε είδος αντιζηλίας. Όσο για τον αινιγματικό τόνο των φράσεων της Γκρούσενκας —δεν είχε καταλάβει τίποτα. Καταλάβαινε μονάχα, με την καρδιά του ολότρεμη, πως εκείνη ήταν καλή μαζί του, πως τον είχε συγχωρέσει και τον έβαλε να κάτσει δίπλα της. Συνεπάρθηκε ολάκερος από χαρά βλέποντας πως εκείνη ήπιε μια γουλιά σαμπάνια. Ωστόσο η ξαφνική γενική σιωπή που επικράτησε στην παρέα, του 'κανε εντύπωση κι άρχισε να τους κοιτάει όλους με μάτια γεμάτα προσμονή:

«Γιατί όμως καθόμαστε; Γιατί δεν αρχίζετε τίποτα, κύριοι;» σα να 'λεγε το ερωτηματικό του βλέμμα.

— Μα να, αυτός μας ξεφουρνίζει κάτι χωρατά που μας κάνει και σκάμε στα γέλια, άρχισε ξαφνικά ο Καλγκάνοβ δείχνοντας το Μαξίμοβ σα να 'χε μαντέψει τη σκέψη του Μίτια.

O Μίτια στύλωσε ορμητικά τα μάτια του στον Καλγκάνοβ κι ύστερα τα 'στρεψε αμέσως στο Μαξίμοβ.

— Χωρατά;

Κι άξαφνα χαρούμενος, άγνωστο γιατί, ξέσπασε στο σύντομο, ξύλινο γέλιο του, χι! χι!

— Ναι, φανταστείτε, ισχυρίζεται πως δήθεν ολάκερο το ιππικό μας γύρω στα 1820 παντρεύτηκε Πολωνίδες· σαχλαμάρες, έτσι δεν είναι;

— Πολωνίδες; επανέλαβε ο Μίτια ολότελα πια συνεπαρμένος από θαυμασμό.

O Καλγκάνοβ καταλάβαινε πολύ καλά τις σχέσεις του Μίτια με τη Γκρούσενκα, μάντευε επίσης και για τον Πολωνό —μα όλ' αυτά δεν τον απασχολούσαν πολύ, ίσως μάλιστα και καθόλου- το ενδιαφέρον του στρεφόταν στο Μαξίμοβ. Βρέθηκε εδώ με τον Μαξίμοβ εντελώς τυχαία και συνάντησε τους Πολωνούς εδώ στο πανδοχείο για πρώτη φορά στη ζωή του. Όσο για τη Γκρούσενκα την ήξερε κιόλας και μάλιστα μια φορά είχε πάει σπίτι της με κάποιον τότε δεν της άρεσε καθόλου. Εδώ όμως η Γκρούσενκα τον κοίταζε με μεγάλη τρυφερότητα, πριν έρθει μάλιστα ο Μίτια τον χάιδευε, μα αυτός είχε απομείνει αδιάφορος στις περιποιήσεις της. Ήταν ένας νέος καμιά εικοσαριά χρονώ, κομψότατα ντυμένος, μ' ένα χαριτωμένο κατάλευκο προσωπάκι και με ωραία πυκνά καστανόξανθα μαλλιά. Μα αυτό το κάτασπρο προσωπάκι φωτιζόταν από δυο υπέροχα ανοιχτογάλανα μάτια, με έξυπνη και κάποτε βαθιά έκφραση, δυσανάλογη με την ηλικία του, παρ' όλο που η στάση του και τα λόγια του έμοιαζαν κάποτε εντελώς παιδιάστικα-αυτό όμως δεν τον ενοχλούσε καθόλου κι είχε μάλιστα επίγνωση. Γενικά ήταν πολύ ιδιόρρυθμος, και μάλιστα ιδιότροπος, αν και πάντα ευπροσήγορος. Μερικές φορές στην έκφραση του προσώπου του άστραφτε κάτι το ακίνητο και πεισματάρικο: Σας κοίταζε, σας άκουγε κι όμως φαινόταν να σκέφτεται επίμονα κάτι δικό του. Άλλοτε γινόταν νωθρός και ράθυμος, άλλοτε άρχιζε ξάφνου να παθιάζεται και μερικές φορές για την πιο ασήμαντη φαινομενικά αιτία.

— Φανταστείτε. Είναι τέσσερις μέρες τώρα που τον κουβαλάω μαζί μου, συνέχισε αυτός σέρνοντας κάπως τεμπέλικα τα λόγια του, όμως χωρίς καμιά ξιπασιά, με πλέρια φυσικότητα. Από τότε, (το θυμάστε;) που ο αδερφός σας τον πέταξε απ' τ' αμάξι και παραλίγο να πέσει. Τότε ενδιαφέρθηκα πολύ γι' αυτόν και τον πήρα στο χωριό, μα τώρα όλο σαχλαμάρες λέει, τόσο που ντρέπομαι γιατί τον κάνω παρέα. Τώρα τον πάω πίσω...

— O κύριος πότε είδε Πολωνέζα κυρία και λέει πράματα που δεν μπορεί να 'γιναν, είπε ο Πολωνός με το τσιμπούκι στο Μαξίμοβ.

O Πολωνός με το τσιμπούκι μίλαγε ρούσικα αρκετά καλά, πολύ καλύτερα τουλάχιστον απ' όσο υποκρινόταν τώρα. Όταν μεταχειριζόταν ρούσικες λέξεις, τις διέστρεφε και τις πρόφερε πολωνικά.

— Μα αφού εγώ ο ίδιος παντρεύτηκα μια Πολωνέζα κυρία, απάντησε χαχανίζοντας ο Μαξίμοβ.

— Καλά, μα μήπως υπηρετούσατε στο ιππικό; Εσείς μιλάγατε για το ιππικό. Μπας κι είσαστε του ιππικού; ανακατεύτηκε αμέσως ο Καλγκάνοβ στην κουβέντα.

— Μα και βέβαια, μπορεί να 'ναι του ιππικού; Χα-χα! φώναξε ο Μίτια που άκουγε λαίμαργα και κοίταζε ερωτηματικά μια τον ένα και μια τον άλλον όταν άρχιζε να μιλάει, λες κι ένας Θεός ξέρει τι περίμενε ν' ακούσει.

— Όχι, βλέπετε, στράφηκε προς το μέρος του ο Μαξίμοβ· λέω πως κείνες κει οι μικρές Πολωνιδούλες, οι ομορφούτσικες... μόλις χορέψουν μ' έναν ουλάνο μας μια μαζούρκα... μόλις τηνε χορέψουνε τη μαζούρκα, χοπ, πηδάει στα γόνατά του, σα γατούλα... ασπρούλα... κι ο παν-πατέρας κι η πάνη-μάνα το βλέπουν και το επιτρέπουν... και το επιτρέπουν δηλαδής... κι ο ουλάνος την άλλη κιόλας μέρα ζητάει την χείρα της... να πώς γίνεται δηλαδής... πάει και ζητάει την χείρα της, χι-χι! χαχάνισε τελειώνοντας ο Μαξίμοβ.

— O παν είναι πρόστυχος! γρύλισε ξαφνικά ο ψηλός Πολωνός που καθόταν στην καρέκλα με το 'να πόδι πάνω στ' άλλο, κι άλλαξε πόδι.

O Μίτια το μόνο που πρόσεξε ήταν η πελώρια μπότα του με τη χοντρή και βρόμικη σόλα. Μα και γενικά οι δυο Πολωνοί φοράγανε αρκετά λιγδιασμένα ρούχα.

— Έλα πάλι! Αμέσως, πρόστυχος! Γιατί, μήπως βρίζει; είπε ξαφνικά θυμωμένη η Γκρούσενκα.

— O κύριος θα 'δε τίποτα χωριάτισσες όταν πήγε στην Πολωνία, κυρία Αγριππίνα, κι όχι δεσποινίδες, είπε ο Πολωνός με το τσιμπούκι στη Γκρούσενκα.

— Βάζω στοίχημα πως έτσι είναι! είπε περιφρονητικά ο ψηλός Πολωνός που καθόταν στην καρέκλα.

— Ορίστε μας! Αφήστε τον να μιλήσει. O κόσμος μιλάει. Γιατί δεν τον αφήνετε; Εγώ διασκεδάζω μαζί του, γρύλισε η Γκρούσενκα.

— Εγώ δεν εμποδίζω, κυρία μου, πρόφερε ο Πολωνός με την περούκα και κοίταξε επίμονα τη Γκρούσενκα.

Ύστερα σώπασε ποζάτος κι άρχισε να πιπιλάει ξανά την πίπα του.

— Μα όχι, όχι. O κύριος από δω μίλησε σωστά, είπε μ' έξαψη ο Καλγκάνοβ, λες κι ένας Θεός ξέρει πόσο σημαντική ήταν όλη αυτή η υπόθεση. Αφού δεν πήγε στην Πολωνία πώς μιλάει για την Πολωνία; Δεν παντρευτήκατε στην Πολωνία, έτσι δεν είναι;

— Όχι. Στο Κυβερνείο του Σμολένσκ παντρεύτηκα. Μονάχα που την είχε φέρει απ' την Πολωνία ένας ουλάνος, τη γυναίκα μου δηλαδής τη μελλοντική, την πήρε μέσα απ' την καρδιά της Πολωνίας μαζί με την πάνη-μάνα και τη θεία και κάποιαν άλλη συγγένισσα που 'χε ένα μεγάλο γιο... και μου την παραχώρησε εμένα. Ήταν ένας υπολοχαγός, ένας πολύ όμορφος νέος. Στην αρχή ήθελε να την παντρευτεί ο ίδιος, μα δεν την πήρε γιατί αποδείχτηκε πως ήταν κουτσή...

— Ώστε σεις παντρευτήκατε μια κουτσή; αναφώνησε ο Καλγκάνοβ.

— Ναι, μια κουτσή. Έγινε, βλέπεις, γιατί τότε μου τη σκάσανε λιγάκι κι οι δυο τους, μου κρύψανε το μυστικό. Εγώ νόμιζα πως είναι λίγο πηδηχτούλα... όλο κι αναπηδούσε, βλέπεις, και γω νόμιζα πως το κάνει απ' την ευθυμία της...

— Απ' τη χαρά της επειδή θα σας παντρευτεί; φώναξε με μια κάπως παιδιάστικη κι ηχερή φωνή ο Καλγκάνοβ.

— Ναι, απ' τη χαρά της. Όμως αποδείχτηκε πως η αιτία ήταν εντελώς αλλιώτικη. Αργότερα, όταν, στεφανωθήκαμε, το ίδιο κείνο βράδυ, το παραδέχτηκε και μου ζήτησε πολύ συγκινημένη συγνώμη. Πήδηξε, λέει, όταν ήταν μικρή πάνω από 'να χαντάκι και τσάκισε το ποδαράκι της, χι! χι!

O Καλγκάνοβ ξεκαρδίστηκε στα γέλια κι έπεσε σχεδόν στο ντιβάνι. Γέλασε κι η Γκρούσενκα. O Μίτια βρισκόταν στον έβδομο ουρανό.

— Και ξέρετε, ξέρετε; Τώρα πια αλήθεια το είπε, αυτή τη φορά δε λέει ψέματα! φώναζε ο Καλγκάνοβ, μιλώντας στο Μίτια. Και ξέρετε; Δυο φορές παντρεύτηκε — αυτά που λέει έγιναν με την πρώτη γυναίκα του. Η δεύτερη του το 'σκασε, το ξέρετε; Του το 'σκασε και τώρα ζει και βασιλεύει, το ξέρατε αυτό;

— Μπα; είπε ο Μίτια γυρίζοντας στο Μαξίμοβ.

Το πρόσωπό του είχε μιαν εξαιρετικά απορημένη έκφραση.

— Ναι, μου το 'σκασε, μου συνέβηκε αυτό το δυσάρεστο, βεβαίωσε σεμνά ο Μαξίμοβ. Με κάποιον μοσιού το έσκασε. Μα το σπουδαιότερο είναι που φρόντισε πρώτα κι έγραψε όλο το χωριουδάκι μου στ' όνομά της. Εσύ, μου λέει, είσαι μορφωμένος άνθρωπος, μπορείς και μόνος σου να κερδίσεις το ψωμί σου. Έτσι μου την έσκασε. Γι' αυτό κιόλας μου είπε μια φορά ένας αξιοσέβαστος αρχιερέας: Η μια γυναίκα σου ήταν κουτσή, όμως η άλλη παραήταν γοργοπόδαρη, χι! χι!

— Ακούστε με, ακούστε! κόχλαζε πια ο Καλγκάνοβ. Κι όταν ακόμα λέει ψέματα —και λέει ψέματα συχνά— το κάνει μονάχα για να διασκεδάσει τους άλλους: Αυτό δεν είναι προστυχιά. Ψέματα; Μερικές φορές ξέρετε τον αγαπάω. Είναι πολύ πρόστυχος, μα με πολλή φυσικότητα. Τι λέτε και σεις; Άλλοι λένε προστυχιές με κάποιο σκοπό, για να κερδίσουν κάτι, όμως αυτός το κάνει γιατί είναι το φυσικό του τέτοιο... Φανταστείτε λόγου χάρη πως βεβαιώνει (χτες όλη τη μέρα καυγαδίζαμε γι' αυτό) πως ο Γκόγκολ στις Νεκρές Ψυχές γι' αυτόνε γράφει. Υπάρχει εκεί ένας τσιφλικάς Μαξίμοβ, (το θυμάστε;) που ο Ναζντριόβ τον έσπασε στο ξύλο και γι' αυτό πέρασε από δίκη «δια προσωπικήν προσβολήν του κτηματίου Μαξίμοβ, τον οποίον εξυλοκόπησε με βέργες διατελών εν μέθη». Το θυμάστε; Και τώρα, φανταστείτε, έχει την αξίωση πως αυτός ήταν και πως αυτόν δείρανε! Μπορεί ποτέ να γίνει κάτι τέτοιο; O Τσίτσικοβ *(Σ.τ.Μ. : O κύριος ήρωας των Νεκρών Ψυχών.) ταξίδευε το αργότερο γύρω στα 1820 ώστε λοιπόν οι χρονολογίες δε συμπίπτουν καθόλου. Δεν μπορούσαν, να τον δείρουν τότε. Δεν μπορούσαν, δεν μπορούσαν, ψέματα;

Ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς για ποιο λόγο μίλαγε με τόση έξαψη ο Καλγκάνοβ μα η έξαψή του ήταν ειλικρινής. O Μίτια συμμεριζόταν απόλυτα τον καημό του.

— Ε, μα αφού τον δείρανε, φώναξε γελώντας ο Μίτια.

— Όχι πως με δείρανε, μα έτσι, είπε ξαφνικά ο Μαξίμοβ.

— Πώς έτσι; Σας δείρανε ή όχι;

— Κτούρα γόντζινα, πάνιε; (Τι ώρα είναι;) γύρισε κι είπε όλο πλήξη ο Πολωνός με το τσιμπούκι στον Πολωνό που καθόταν στην καρέκλα.

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους: Δεν είχε κανένας τους ρολόι.

— Γιατί να μη μιλήσουμε; Αφήστε τους να κουβεντιάσουν. Επειδή δηλαδή εσείς δεν έχετε κέφι πρέπει κι οι άλλοι να κάθονται μουγκοί; του ρίχτηκε και πάλι η Γκρούσενκα που φαίνεται να τα 'βαζε μαζί του επίτηδες.

Ήταν η πρώτη φορά που ο Μίτια σαν κάτι να κατάλαβε. Τώρα κι ο Πολωνός απάντησε φανερά ερεθισμένος:

— Πάνη, για νιτς νε μούβεν πρότιβ, νιτς νε ποβεντζιάλεμ. (Εγώ δεν αντιλέω, εγώ δεν είπα τίποτα).

— Πάει καλά λοιπόν. Συνέχισε, φώναξε η Γκρούσενκα στο Μαξίμοβ. Γιατί σωπάσατε όλοι σας;

— Μα δεν αξίζει τον κόπο και να τα διηγιέται κανείς, γιατί όλ' αυτά είναι ανοησίες, είπε αμέσως ο Μαξίμοβ φανερά ευχαριστημένος και με κάποιο νάζι. Και στο βιβλίο του Γκόγκολ είναι όλα αλληγορικά, ως και τα επίθετα που έβαλε αλληγορικά είναι: O Ναζντριόβ δηλαδή δεν ήταν Ναζντριόβ μα Νόσοβ. Όσο για τον Κουβσίνικοβ, αυτό πια ούτε μοιάζει καθόλου με το πραγματικό, γιατί ο άνθρωπος λεγότανε Σκβαρνιόβ. O Φενάρντι λεγότανε πραγματικά Φενάρντι μονάχα που δεν ήταν Ιταλός μα Ρώσος Πετρόβ. Η μαμζέλ Φενάρντι ήταν ομορφούλα, φόραγε τρικό στα ομορφούλια ποδαράκια της, φουστίτσα κοντή όλο πούλιες και στριφογύριζε χορεύοντας. Όμως όχι τέσσερις ώρες, μα μονάχα τέσσερα λεπτά κι όλους τους ξεμυάλισε...

— Μα γιατί σε δείρανε, γιατί; ξεφώνιζε ο Καλγκάνοβ.

— Για τον Πιρόν, απάντησε ο Μαξίμοβ.

— Ποιος είν' αυτός ο Πιρόν; φώναξε ο Μίτια.

— O Γάλλος, ο διάσημος συγγραφέας Πιρόν. Κουτσοπίναμε τότε σε κείνο το πανηγύρι, σε μια ταβέρνα. Ήταν πολύς κόσμος. Με καλέσανε λοιπόν, και γω άρχισα αμέσως να τους λέω επιγράμματα: «Πώς είσαι έτσι, Μπουαλώ, τι κωμικά τα ρούχα σου!» Κι ο Μπουαλώ απαντάει πως ετοιμάζεται να πάει στη μασκαράτα, δηλαδή στο μπάνιο, χι—χι. Τότε αυτοί νόμισαν πως το 'πα για κείνους. Εγώ είπα αμέσως ένα άλλο, ένα που το ξέρουν όλοι οι μορφωμένοι άνθρωποι, ένα δηκτικό.

Είσαι Σαπφώ και Φάων είμαι

σ' αυτό δεν αντιλέω

όμως θρηνώ και κλαίω

που δεν μπορώ μαζί σου

στη θάλασσα να πλέω.

Τότε κείνοι προσβλήθηκαν ακόμα περισσότερο κι άρχισαν να με βρίζουν χωρίς κανένα τακτ. Εγώ, κακό του κεφαλιού μου δηλαδή, για να διορθώσω τα πράματα διηγήθηκα ένα πολύ μορφωμένο ανέκδοτο για τον Πιρόν. Πως δηλαδή δεν τον δέχτηκαν στη Γαλλική Ακαδημία κι αυτός, για να τους εκδικηθεί, έγραψε ένα επιτύμβιο:

Ci-git Piron qui ne fut rien

Pas même académicien.

(Ενθάδε κείται ο Πιρόν που δεν υπήρξε τίποτα,

Ούτε καν ακαδημαϊκός).

Τότε και κείνοι μ' αρπάξανε και με σπάσανε στο ξύλο.

— Μα γιατί, γιατί λοιπόν;

— Επειδή ήμουν σπουδαγμένος. Μήπως τάχα για λίγες αιτίες δέρνουν έναν άνθρωπο; συμπέρανε σεμνά κι αποφθεγματικά ο Μαξίμοβ.

— Ε, φτάνει, δε θέλω πια να σας ακούω. Νόμιζα πως θα 'ταν διασκεδαστικότερο, τον έκοψε ξαφνικά η Γκρούσενκα.

O Μίτια ταράχτηκε κι αμέσως έπαψε να γελάει. O ψηλός Πολωνός σηκώθηκε και με το υπεροπτικό ύφος ανθρώπου που πλήττει γιατί βρέθηκε σ' ανάρμοστη γι' αυτόν παρέα άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω στο δωμάτιο με τα χέρια πίσω.

—Για δες τον που κόβει βόλτες! είπε η Γκρούσενκα και τον κοίταξε περιφρονητικά.

O Μίτια ανησύχησε περισσότερο. Εξάλλου είχε παρατηρήσει πως ο Πολωνός που καθόταν στο ντιβάνι τον κοιτάζει ερεθισμένος.

—Κύριε, φώναξε ο Μίτια —ας πιούμε, κύριοι! Και με τον άλλον κύριο το ίδιο. Ας πιούμε όλοι μαζί!

Πήρε αμέσως τρία ποτήρια και τα γέμισε σαμπάνια.

— Στην υγειά της Πολωνίας, κύριοι, πίνω στην υγειά της Πολωνίας σας, για τα πολωνικά χώματα! φώναξε ο Μίτια.

— Μπάρντζο μι το μίλο, πάνιε, ας πιούμε (αυτό μ' ευχαριστεί πολύ, κύριε), πρόφερε επίσημα και συγκαταβατικά ο Πολωνός που καθόταν στο ντιβάνι και πήρε το ποτήρι του.

— Κι ο άλλος κύριος να πιει, πώς τον λένε; Έι, εκλαμπρότατε, πάρε το ποτήρι σου! έλεγε φουριόζος ο Μίτια.

— Είναι ο κύριος Βρουμπλέβσκη, είπε ο Πολωνός που καθόταν στο ντιβάνι.

O κύριος Βρουμπλέβσκη πλησίασε αργά και βαρύς στο τραπέζι και πήρε το ποτήρι του.

— Στην υγειά της Πολωνίας, κύριοι. Ούρα! ξεφώνισε ο Μίτια σηκώνοντας το ποτήρι του.

Ήπιανε κι οι τρεις. O Μίτια άρπαξε το μπουκάλι και ξαναγέμισε τα ποτήρια.

— Τώρα στην υγειά της Ρωσίας, κύριοι, κι ας αδερφωθούμε.

— Γέμισε και τα δικά μας ποτήρια, είπε η Γκρούσενκα· θέλω και γω να πιώ στην υγειά της Ρωσίας.

— Και γω, είπε ο Καλγκάνοβ.

— Και γω δε θα έλεγα όχι... αφού είναι για τη Ρωσία μας, τη γριά γιαγιακούλα μας, είπε μ' ένα μικρό γελάκι ο Μαξίμοβ.

— Όλοι, όλοι! φώναξε ο Μίτια. Ξενοδόχε, φέρε κι άλλα μπουκάλια.

Φέρανε τα υπόλοιπα τρία μπουκάλια απ' αυτά που 'χε φέρει μαζί του ο Μίτια. Αυτός γέμισε τα ποτήρια.

— Στην υγειά της Ρωσίας. Ούρα! φώναξε και πάλι.

Όλοι, εκτός απ' τους Πολωνούς, ήπιανε. Η Γκρούσενκα άδειασε μονομιάς όλο το ποτήρι της. Όμως οι Πολωνοί ούτε άγγιξαν καθόλου τα δικά τους.

— Μα πώς έτσι, κύριοι; Έτσι είσαστε; αναφώνησε ο Μίτια. Τι πάθατε;

O κύριος Βρουμπλέβσκη πήρε το ποτήρι, το σήκωσε κι είπε μ' επίσημη φωνή.

— Στην υγειά της Ρωσίας με τα σύνορα του εφτακόσια εβδομήντα δυο!

— Ότο μπόρντζο, πάνκινε! (Έτσι μάλιστα!) φώναξε ο άλλος Πολωνός κι αμέσως αδειάσανε κι οι δυο τα ποτήρια τους.

— Ηλίθιοι που είσαστε, κύριοι! του ξέφυγε ξαφνικά του Μίτια. — Κύριε!! φώναξαν κι οι δυο τους απειλητικά και κοίταζαν το Μίτια σα θυμωμένα κοκόρια.

Περισσότερο είχε θυμώσει ο κύριος Βρουμπλέβσκη.

— Αλέ νε μόζνο νε μετς σλαμπόστσι ντο σβογιέγκο κράιου; είπε αγαναχτισμένος. (Μπορεί να μην αγαπάει κανείς τη χώρα του;)

— Σιωπή! Μη μαλώνετε! Δε θέλω καυγάδες! φώναξε επιταχτικά η Γκρούσενκα και χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα. Το πρόσωπό της φλογίστηκε, τα μάτια της άστραψαν. Το ποτήρι που μόλις είχε πιει εκδηλωνόταν κιόλας. O Μίτια κατατρόμαξε.

— Κύριοι, ζητώ συγνώμη! Εγώ φταίω, δε θα το ξανακάνω πια. Βρουμπλέβσκη, κύριε Βρουμπλέβσκη, δε θα το ξανακάνω!...

Σωριάστηκε στην πολυθρόνα της κι έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε απ' το διπλανό δωμάτιο η χορωδία των κοριτσιών του Μόκρογιε που μαζεύτηκαν επιτέλους. Λέγανε ένα συναρπαστικό χορευτικό τραγούδι.

— Αυτό καταντάει Σόδομα! ξεφώνισε ξαφνικά ο παν Βρουμπλέβσκη. Ξενοδόχε, διώξε τις ξεδιάντροπες!

O ξενοδόχος, που από ώρα τώρα κρυφοκοίταζε περίεργος απ' την πόρτα, ακούγοντας τις φωνές και βλέποντας πως οι επισκέπτες μαλώσανε, μπήκε αμέσως στο δωμάτιο.

— Τι φωνάζεις; Τι ξελαρυγγιάζεσαι; γύρισε κι είπε στο Βρουμπλέβσκη με μιαν ανεξήγητη αγένεια.

— Χτήνος! ούρλιαξε ο παν Βρουμπλέβσκη.

— Χτήνος; Και σύ με τι χαρτιά έπαιζες τώρα; Σου έδωσα μια τράπουλα μα εσύ την έκρυψες! Έπαιζες με σημαδεμένα χαρτιά! Αν θέλω σ' εξορίζω τώρα αμέσως στη Σιβηρία, το ξέρεις αυτό; είναι το ίδιο σα να παραχάραξες χαρτονόμισμα...

Και πλησιάζοντας στο ντιβάνι έχωσε τα δάχτυλά του ανάμεσα στο ερεσίνωτο και στο μαξιλάρι κι έβγαλε από κει μιαν ασφράγιστη τράπουλα.

— Να η τράπουλά μου! Ασφράγιστη!

Τη σήκωσε και την έδειξε σ' όλους.

— Τον είδα που έκρυψε τη δίκιά μου τράπουλα και την άλλαξε με τη δίκιά του. Είσαι ένας χαρτοκλέφτης και μας κάνεις και τον κύριο!

— Και γω είδα τον άλλον παν να κλέβει δυο φορές στα χαρτιά, φώναξε ο Καλγκάνοβ.

— Αχ, τι ντροπή, τι αίσχος! φώναξε η Γκρούσενκα χτυπώντας τα χέρια της και κατακοκκίνησε απ' την ντροπή της. Θεέ μου, πώς κατάντησε έτσι αυτός ο άνθρωπος;

— Και γω το υποπτεύτηκα, φώναξε ο Μίτια. Μα δεν πρόφτασε να το πει κι ο Βρουμπλέβσκη, λυσσώντας απ' το κακό του γύρισε ξάφνου προς τη Γκρούσενκα και φοβερίζοντάς τη με τη γροθιά του, άρχισε να φωνάζει.

— Παλιοβρόμα, γυναίκα του δρόμου!

Μα δεν πρόφτασε καλά-καλά να τελειώσει κι ο Μίτια όρμησε πάνω του, τον άρπαξε και με τα δυο του χέρια, τον σήκωσε ψηλά και τον κουβάλησε έτσι στο διπλανό δωμάτιο απ' όπου μόλις τώρα είχαν βγει.

— Τον ακούμπησα στο πάτωμα κει μέσα! είπε γυρίζοντας αμέσως. Είχε λαχανιάσει απ' την ταραχή του. Αντιστέκεται ο κανάγιας, όμως δε θα ξαναβγεί από κει μέσα...

Έκλεισε το ένα φύλλο της πόρτας και κρατώντας ανοιχτό το άλλο, φώναξε στον κοντό παν.

— Εκλαμπρότατε, δε θα θέλατε και σεις να κοπιάσετε μέσα; ταπεινώς παρακαλούμεν σας!

— Πατερούλη Μήτρι Φιοντόροβιτς, είπε ο Τρύφωνας Μπορίσιτς· πάρ' τους λοιπόν τα λεφτά, όσα σου πήρανε τουλάχιστο. Αφού είναι το ίδιο σα να σ' τα κλέψανε.

— Εγώ δε θέλω να τους πάρω τα πενήντα μου ρούβλια, είπε ξαφνικά ο Καλγκάνοβ.

— Ούτε και γω τα θέλω τα διακόσια μου, ούτε και γω τα θέλω! φώναξε ο Μίτια. Με κανέναν τρόπο δε θα τα πάρω, ας τα κρατήσει για παρηγοριά.

— Μπράβο, Μίτια! Υπέροχα! φώναξε η Γκρούσενκα και ένας τόνος μοχθηρίας αντήχησε στην κραυγή της. O κοντός παν, κατακόκκινος απ' τη φούρκα του, μα χωρίς να χάσει καθόλου την πόζα του, προχώρησε προς την πόρτα. Όμως, ξάφνου, σταμάτησε και, γυρίζοντας προς την Γκρούσενκα, είπε:

— Πάνη, γεζέλι χτές ιστσ ζα μνόιου ιντζμί, γέσλι νιεμπίβαϊ ζντρόβα! (Πάνη, αν θες να 'ρθεις μαζί μου, έλα. Αν όχι, έχε γειά!)

Κι επίσημα, ξεφυσώντας από αγανάκτηση και φιλότιμο, δρασκέλισε την πόρτα. O άνθρωπος είχε σταθερό χαρακτήρα. Ύστερα απ' αυτά που 'χαν γίνει, διατηρούσε ακόμα την ελπίδα πως η πάνη θα τον ακολουθήσει. Τόσο μεγάλη ιδέα είχε για τον εαυτό του. O Μίτια έκλεισε πίσω του την πόρτα.

— Κλειδώστε τους, είπε ο Καλγκάνοβ. Μα η κλειδαριά έκλεισε από τη μέσα μεριά. Είχαν κλειδωθεί μονάχοι τους.

— Θαυμάσια! ξαναφώναξε η Γκρούσενκα θυμωμένα κι άσπλαχνα. Θαυμάσια! Αυτό και του πρέπει!