×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 8. VI. Εγώ είμαι που φτάνω!

8. VI. Εγώ είμαι που φτάνω!

Στο μεταξύ τ' αμάξι του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς πετούσε. Ως το Μόκρογιε ήταν είκοσι βέρστια και κάτι, μα η τρόικα του Αντρέι κάλπαζε έτσι που θα φτάνανε σε μιαν ώρα κι ένα τέταρτο. Το γρήγορο τρέξιμο σα να φρεσκάρισε ξαφνικά το Μίτια. O αέρας ήταν τσουχτερός και δροσερός, στον καθάριο ουρανό λάμπανε μεγάλα αστέρια. Ήταν η ίδια εκείνη νύχτα, ίσως μάλιστα η ίδια ώρα που ο Αλιόσα πέφτοντας στη γη «ορκιζόταν εκστατικά να την αγαπάει στον αιώνα τον άπαντα». Μα η ψυχή του Μίτια ήταν θολή, πολύ θολή, και, αν και τη σπάραζαν πολλά τούτη τη στιγμή, όλη του η ύπαρξη έτεινε ακατανίκητα προς αυτήν, μονάχα σ' αυτήν, τη βασίλισσά του, που έτρεχε κοντά της για να τη δει για τελευταία φορά. Ένα μονάχα θα πω: Δεν είχε κανένα δισταγμό η καρδιά του. Ίσως να μη με πιστέψουν αν πω πως αυτός ο ζηλιάρης δεν ένιωθε γι' αυτόν τον καινούργιο αντίζηλο που παρουσιάστηκε τόσο αναπάντεχα, γι' αυτόν τον «αξιωματικό», καμιά ζήλεια. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος θα τον ζήλευε αμέσως κι ίσως να 'βαφε και πάλι τα τρομερά του χέρια με αίμα. Όμως γι' αυτόν, γι' αυτόν τον «πρώτο» της, τώρα, καθώς πετούσε με την τρόικά του, δεν αισθανόταν ούτε ζήλεια, ούτε μίσος, ούτε καν εχθρότητα —η αλήθεια είναι πως δεν τον είχε δει ακόμα.

«Πάνω σ' αυτό δεν μπορεί να 'χει κανείς καμιάν αντίρρηση. Αυτό είναι δικό της και δικό του δικαίωμα. Είναι η πρώτη της αγάπη, που δεν τη ξέχασε κι ας περάσανε πέντε χρόνια: Θα πει λοιπόν πως μονάχα αυτόν αγαπούσε όλ' αυτά τα χρόνια. Εγώ, εγώ γιατί ανακατεύτηκα; Τι δουλειά έχω γω μαζί τους; Παραμέρισε, Μίτια, άσ' τους να περάσουν! Μα και τι είμαι τώρα πια; Τώρα και χωρίς τον αξιωματικό όλα τελείωσαν πια, και να μην παρουσιαζόταν πάλι δε θα μπορούσε τίποτα να γίνει».

Μ' αυτά τα λόγια πάνω-κάτω θα μπορούσε να εκφράσει τα αισθήματά του, αν μπορούσε να σκεφτεί. Όλη του η αποφασιστικότητα γεννήθηκε χωρίς σκέψη, μονομιάς, την αισθάνθηκε αμέσως και την παραδέχτηκε πλέρια μ' όλα της τα επακόλουθα, στης Φένιας ακόμα απ' τα πρώτα της κιόλας λόγια. Όμως, παρ' όλο που πήρε την απόφαση, ένιωθε κάποια ασάφεια στην ψυχή του, κάποια ασάφεια που τον βασάνιζε- ούτε κι η απόφαση δεν του 'δωσε τη γαλήνη. Ήταν στιγμές που τον παραξένευε κιόλας αυτό —μην τάχα δεν είχε γράψει πια ο ίδιος την καταδίκη του στο χαρτί: «Θα τιμωρήσω τον εαυτό μου»; Και το χαρτάκι δεν ήταν εδώ, στην τσέπη του, έτοιμο; Δε γέμισε το πιστόλι; Δεν αποφάσισε με ποιον τρόπο θα υποδεχτεί αύριο την πρώτη ζεστή αχτίδα «του χρυσομάλλη Φοίβου»; Κι όμως δεν μπορούσε να ξοφλήσει με το παρελθόν, μ' ό,τι είχε αφήσει πίσω του. Αυτό το αισθανόταν τόσο βαθιά μέσα του που βασανιζόταν κι αυτή η σκέψη τού δάγκωνε την ψυχή και τον γέμιζε απόγνωση. Για μια στιγμή θέλησε να σταματήσει τ' αμάξι, να πηδήξει στο δρόμο, να βγάλει το γεμάτο πιστόλι του και να ξεμπερδεύει χωρίς να περιμένει τα χαράματα. Όμως η στιγμή αυτή έλαμψε κι έσβησε σα μια σπίθα. Η τρόικα έτρεχε, πετούσε, κι όσο πλησίαζε στο σκοπό του, τόσο η σκέψη για κείνην, για κείνην μονάχα, όλο και περισσότερο τον κυρίευε κι έδιωχνε απ' την καρδιά του όλα τ' άλλα τρομερά οράματα. Ω, το 'θελε τόσο πολύ να την κοιτάξει, έστω και για μια στιγμή, έστω κι από μακριά!

«Τώρα είναι μαζί του, θα κοιτάξω λοιπόν κι εγώ πώς είναι τώρα μαζί του, με τον πρώτο αγαπημένο της. Δε θέλω τίποτ' άλλο».

Και ποτέ ως τα τότε δεν πλημμύρισε τόση αγάπη το στήθος του γι' αυτήν τη μοιραία γυναίκα της ζωής του, ποτέ δεν ένιωσε αυτό το καινούργιο αδοκίμαστο αίσθημα, ένα αίσθημα αναπάντεχο και γι' αυτόν τον ίδιο, ένα αίσθημα τρυφερό μέχρις ευλάβειας, μέχρις εκμηδένισης μπροστά της.

«Και θα εκμηδενιστώ!» πρόφερε ξάφνου σε μια κρίση υστερικού ενθουσιασμού.

Είχε περάσει μια ώρα σχεδόν που τρέχανε. O Μίτια σώπαινε κι ο Αντρέι, αν και ήταν αρκετά πολυλογάς, δεν είχε πει λέξη ακόμα, λες και φοβόταν ν' ανοίξει κουβέντα. Το μόνο που 'κανε ήταν να καμτσικίζει τ' «άτια» του τα κανελιά, τα όλο νεύρο γρήγορα άλογά του. Όπου ξαφνικά ο Μίτια φώναξε τρομερά ανήσυχος:

— Αντρέι! Και τι θα γίνει αν κοιμούνται;

Τώρα μόλις του πέρασε αυτή η σκέψη, ως τα τώρα ούτε είχε σκεφτεί καθόλου αυτό το ενδεχόμενο.

— Βέβαια, θα πρέπει να υποθέσουμε πως πλαγιάσανε πια, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

O Μίτια σκυθρώπιασε: Για κοίτα κει, μα την αλήθεια... αυτός βιάζεται να φτάσει με τέτοια αισθήματα...

κι αυτοί να κοιμούνται... Ίσως να κοιμάται και κείνη εκεί... Ένα κακό αίσθημα κόχλασε μες στην καρδιά του.

— Γρήγορα, Αντρέι, δώσ' του, Αντρέι, κουνήσου! φώναξε ξέφρενα.

— Όμως μπορεί και να μην πλάγιασαν ακόμα, είπε ο Αντρέι αφού σκέφτηκε λίγο. O Τιμοφέι μου 'λεγε πως έχουν μαζευτεί πολλοί κει πέρα...

— Στο Σταθμό;

— Όχι στο Σταθμό, μα στους Πλαστουνόβ, στο χάνι, στον ελεύθερο δηλαδή Σταθμό.

— Ξέρω. Λες λοιπόν πως είναι πολλοί; Πόσοι είναι; Τι άνθρωποι είναι;

Άρχισε να ρωτάει ο Μίτια πολύ ταραγμένος μαθαίνοντας τα καινούργια μαντάτα.

— Μα κατά πως έλεγε ο Τιμοφέι, όλοι τους είναι κύριοι. Δυο είναι απ' την πολιτεία. Τι μέρος λόγου είναι δεν ξέρω, μονάχα κατά πως έλεγε ο Τιμοφέι, οι δυο τους είναι ντόπιοι κι οι άλλοι δυο είναι τάχα ξένοι. Μπορεί να 'ναι και κάνας άλλος, δεν τον ρώτησα, βλέπεις, καταλεπτώς. Άρχισαν, λέει, να παίζουν χαρτιά.

— Χαρτιά;

— Το λοιπόν ίσως και να μην κοιμούνται, μια και στρώθηκαν στο χαρτί. Τώρα θα 'ναι έντεκα παρά κάτι, όχι παραπάνω.

— Γρήγορα, Αντρέι, γρήγορα! φώναξε και πάλι νευρικά ο Μίτια.

—Θα 'θελα κάτι να σας ρωτήσω, αφεντικό, είπε ο Αντρέι αφού σώπασε για λίγο —μονάχα φοβάμαι μην τύχει και θυμώσετε μαζί μου, αφέντη.

— Τι θες;

— Πριν η Φεντόσια Μάρκοβνα έπεσε στα πόδια σας και παρακάλαγε να μην κάνετε κακό στην κυρά της και σε κάποιον άλλον... Και τώρα, αφεντικό, εγώ σας παγαίνω κει πέρα... Συμπαθάτε με, αφεντικό, έτσι για την ψυχή μου σας είπα αυτή την κουταμάρα...

O Μίτια τον άρπαξε ξαφνικά από πίσω, απ' τους ώμους.

— Είσαι αμαξάς; Αμαξάς; άρχισε να λέει φρενιασμένος.

— Αμαξάς...

— Το ξέρεις πως πρέπει ν' αφήσεις τον άλλο να περάσει; Τι δηλαδή; Επειδή είσαι αμαξάς νομίζεις πως δεν πρέπει ν' αφήσεις κανέναν; Να τους πατάς όλους και να λες: «ξεκουμπιστείτε απ' το δρόμο μου. Περνάω γω»; Όχι, αμαξά μου, δεν πρέπει να τους πατάς! Δεν επιτρέπεται να πατάς έναν άνθρωπο, δεν επιτρέπεται να χαλάς τη ζωή του άλλου. Κι αν χαλάσεις τη ζωή του, τότε πρέπει να τιμωρήσεις τον εαυτό σου... αν χάλασες κανενός τη ζωή, αν κατάστρεψες κανέναν, τιμώρησε τον εαυτό σου κι εξαφανίσου.

Όλ' αυτά τα είπε ο Μίτια εντελώς υστερικά. O Αντρέι, αν κι απόρησε με τα καμώματα του αφεντικού του, συνέχισε ωστόσο την κουβέντα.

— Αυτό είν' αλήθεια, πατερούλη Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, δίκιο έχετε, πως δηλαδή δεν πρέπει να πατάει κανείς έναν άνθρωπο. Μα ούτε και να τον βασανίζει πρέπει, όπως δα και το κάθε ζωντανό. Γιατί το κάθε ζωντανό είναι πλάσμα του Θεού, όπως τ' άλογο να πούμε. Κι όμως του λόγου τους οι αμαξάδες το ξεθεώνουν καμιά φορά έτσι για γούστο... Τίποτα δεν τους βαστάει, καμτσικίζουν τ' άλογα και τρέχουν και δώσ' του και καλπάζουνε.

— Στην Κόλαση τρέχουνε; διέκοψε ξαφνικά ο Μίτια και γέλασε με τ' αναπάντεχο σύντομο γέλιο του. Αντρέι, απονήρευτε Αντρέι μου, (τον άρπαξε και πάλι γερά απ' τους ώμους) πες μου: O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ θα πάει στην Κόλαση ή όχι; Τι νομίζεις;

— Δεν ξέρω, καλέ μου κύριε, αυτό από σας εξαρτιέται γιατί εσείς... Βλέπεις, αφεντικό, όταν ο γιος του Θεού σταυρώθηκε και πέθανε, κατέβηκε απ' το σταυρό και πήγε κατευθείαν στην Κόλαση και λευτέρωσε όλους τους αμαρτωλούς που βασανίζονταν. Κι άρχισε να στενάζει η Κόλαση γιατί νόμιζε πως κανένας δε θα 'ρθει πια, αμαρτωλός δηλαδή. Κι είπε τότες ο Κύριος στην Κόλαση: «μη στενάζεις, Κόλαση, γιατί από δω και μπρος θα σου 'ρθουνε όλοι οι αφεντάδες, οι κυβερνήτες, οι αρχιδικαστές κι οι πλούσιοι και θα ξαναγεμίσεις όπως ήσουνα και στους αιώνες των αιώνων ως τη στιγμή που θα ξανάρθω». Αυτό είν' αλήθεια, έτσι της είπε...

— Ένας λαϊκός μύθος. Θαυμάσια! Δώσε μια καμτσικιά στ' αριστερό, Αντρέι.

— Που λέτε, αφέντη, γι' αυτούς έχει γίνει η Κόλαση, είπε ο Αντρέι καμτσικίζοντας τ' αριστερό άλογο· μα εσείς, αφεντικό, είσαστε ίδιο μικρό παιδί... έτσι σας έχουμε μεις... Δε λέω, είσαστε άγριος, αφέντη, αυτό είν' αλήθεια, μα ο Θεός θα σας συγχωρέσει γιατί έχετε απλή ψυχή.

— Και συ, εσύ θα με συγχωρέσεις, Αντρέι;

— Εγώ γιατί να σας συγχωρέσω: Δε μου κάνατε και τίποτα δα.

— Όχι, για όλους, για όλους εσύ μονάχος, τώρα εδώ, στο δρόμο, θα με συγχωρέσεις για όλους; Λέγε, απλή ψυχή!

— Ωχ, αφεντικό, φοβάμαι που σας πηγαίνω κει κάτω. Παράξενα που είν' τα λόγια σας!

Μα ο Μίτια δεν τον άκουσε. Προσευχόταν ψιθυριστά.

— Δέξου με, Κύριε, εν όλη τη ανομία μου, μα μη με κρίνεις. Κάνε να μην περάσω από τη Θεία σου Δίκη... Μη με δικάσεις γιατί μονάχος μου καταδίκασα τον εαυτό μου. Μη με δικάσεις γιατί σ' αγαπώ, Κύριε! Είμαι ένας ποταπός, όμως σ' αγαπώ. Και στην Κόλαση να με στείλεις και κει θα σ' αγαπάω, κι από κει θα σου φωνάζω πως θα σ' αγαπώ στους αιώνες των αιώνων... Όμως άφησε με και μένα ν' αγαπήσω ως το τέλος... εδώ, τώρα να τελειώσω την αγάπη μου, πέντε ώρες μονάχα, ώσπου να φανούν οι ζεστές σου αχτίδες... Γιατί αγαπάω τη βασίλισσα της καρδιάς μου. Την αγαπάω και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Το ξέρεις και μόνος σου γιατί εσύ βλέπεις την καρδιά μου. Όταν θα φτάσω, θα πέσω στα πόδια της: Έχεις δίκιο που πέρασες έτσι από κοντά μου και μ' άφησες... Χαίρε και λησμόνησε το θύμα σου, καθόλου μην ανησυχήσεις για μένα.

— Το Μόκρογιε! φώναξε ο Αντρέι δείχνοντας με το καμτσίκι.

Στην πελιδνή νύχτα φάνηκε ξαφνικά η μαύρη μάζα των οικοδομών που ήταν σκορπισμένες σε μεγάλη έκταση. Το χωριό Μόκρογιε είχε δυο χιλιάδες κατοίκους, μα τούτη την ώρα όλοι κοιμόνταν πια, μονάχα πού και πού λάμπανε μερικά αραιά φωτάκια.

— Γρήγορα, γρήγορα, Αντρέι, έλα και φτάσαμε, φώναξε με κάποια παραφορά ο Μίτια.

— Δεν κοιμούνται! Πρόφερε και πάλι ο Αντρέι, δείχνοντας με το καμτσίκι το χάνι των Πλαστουνόβ, που βρισκόταν στο έμπα του χωριού και που τα έξι του παράθυρα, που βλέπανε στο δρόμο ήταν ζωηρά φωτισμένα.

— Δεν κοιμούνται! επανέλαβε χαρούμενα ο Μίτια. Εμπρός, Αντρέι, δώσ' του, κάν' τα να καλπάσουν, ν' ακουστούν τα κουδούνια, ν' αντιλαλήσει ο τόπος. Για να καταλάβουν πως εγώ είμαι που φτάνω! Εγώ ο ίδιος, φώναξε ξέφρενος ο Μίτια.

O Αντρέι ξαπόλυσε τα εξαντλημένα άλογά του σε καλπασμό κι έφτασε με θόρυβο μπροστά στο ψηλό χαγιάτι κι απότομα κράτησε τα καταϊδρωμένα του άλογα που λαχάνιαζαν κι αχνίζανε. O Μίτια πήδηξε απ' το αμάξι. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βγήκε στο κατώφλι κι ο ξενοδόχος. Πήγαινε πια να πλαγιάσει μα βγήκε από περιέργεια για να δει ποιος ήταν αυτός που έφτασε έτσι.

— Εσύ είσαι, Τρύφωνα Μπορίσιτς;

O ξενοδόχος έσκυψε, τον κοίταξε προσεκτικά, κατέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια και με δουλόπρεπο ενθουσιασμό ρίχτηκε προς το μέρος του επισκέπτη.

—Θεέ μου! O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Εσάς ξαναβλέπουμε;

Αυτός ο Τρύφωνας Μπορίσιτς ήταν ένας γεροδεμένος μουζίκος, με μέτριο ανάστημα, με κάπως παχουλό πρόσωπο, αυστηρό κι ακατάδεχτο, προπάντων όταν είχε να κάνει με τους μουζίκους του Μόκρογιε, μα που είχε το χάρισμα ν' αλλάζει γρήγορα έκφραση και να γίνεται πολύ δουλόπρεπος μόλις οσμιζόταν κέρδος. Ντυνόταν με το ρούσικο τρόπο. Πουκαμίσα με κούμπωμα στο πλάι, σακάκι δίχως μανίκια. Το 'χε το παραδάκι του μα ονειρευόταν να παίξει και σημαντικότερο ρόλο στον τόπο. Είχε τους μισούς και περισσότερους μουζίκους στο χέρι, όλοι κει γύρω τού χρωστάγανε. Νοίκιαζε χωράφια απ' τους τσιφλικάδες κι άλλα τ' αγόραζε. Τούτα τα χωράφια τού τα δούλευαν οι μουζίκοι για να του ξεπληρώσουν το χρέος τους μα ποτέ δεν τα κατάφερναν να ξεχρεωθούν. Η γυναίκα του είχε πεθάνει. Είχε τέσσερις μεγάλες κόρες. Η μια ήταν χήρα κιόλας και ζούσε μαζί του με τα δυο μικρά παιδιά της, τ' εγγόνια του, και δούλευε στο σπίτι του σα να 'ταν μεροκαματιάρισσα. Η άλλη του κόρη ήταν παντρεμένη με κάποιο δημόσιο υπάλληλο, κάποιο συνταξιούχο γραφιά κι ανάμεσα στις οικογενειακές φωτογραφίες μπορούσε να δει κανείς και τη μικρούτσικη φωτογραφία αυτού του γραφιά όπου φάνταζε σφιγμένος στη στολή του και με τις επωμίδες του. Οι δυο νεότερες κόρες, τις γιορτές, ή όταν πηγαίνανε πουθενά να κάνουν επίσκεψη, φοράγανε γαλάζια ή πράσινα φορέματα κομμένα με την τελευταία μόδα, με πιέτες από πίσω και με μια πήχη ουρά μα το άλλο κιόλας πρωί, όπως κι όλες τις καθημερινές, σηκώνονταν μόλις χάραζε και σκουπίζανε τα δωμάτια των ταξιδιωτών, χύνανε έξω τα βρόμικα νερά και τα σκουπίδια που άφηναν όσοι περνούσανε στο χάνι τη νύχτα τους. Πάρ' όλο που είχε. αρκετές χιλιάδες πια στο πουγκί του, ο Τρύφωνας Μπορίσιτς δεν παράλειπε καμιά ευκαιρία να γδέρνει τους γλεντζέδες πελάτες του. Και θυμόταν πολύ καλά —ούτε μήνας δεν είχε περάσει ακόμα— πως σ' ένα μονάχα μερόνυχτο τσέπωσε διακόσια αν όχι τρακόσια ρούβλια απ' τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τότε που 'χε έρθει να γλεντήσει δω πέρα με τη Γκρούσενκα. Τον υποδέχτηκε λοιπόν χαρούμενος και περιποιητικός, γιατί και απ' τον τρόπο μονάχα που κατέφτασε ο Μίτια μυρίστηκε πως κάτι θα γίνει και τούτη τη φορά.

— Πατερούλη, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, πάλι μας ήρθατε;

— Στάσου, Τρύφωνα Μπορίσιτς, άρχισε να λέει ο Μίτια. Πριν απ' όλα το σπουδαιότερο: Εκείνη πού είναι;

— Η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα; κατάλαβε αμέσως ο ξενοδόχος κοιτάζοντας διαπεραστικά το Μίτια. Μα εδώ είναι κι αυτή... μένει...

— Με ποιον; Με ποιον;

— Ταξιδιώτες περαστικοί είναι... Ένας δημόσιος υπάλληλος, Πολωνός κατά πως φαίνεται απ' την προφορά του, αυτός της έστειλε τ' αμάξι από δω πέρα. Κι ο άλλος θα πρέπει να 'ναι φίλος του ή συνταξιδιώτης, ποιος τον ξέρει. Ντυμένοι πολιτικά...

— Τι κάνουν; Γλεντάνε; Είναι πλούσιοι;

— Μπα! Όχι σπουδαία πράματα, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, όχι σπουδαία πράματα!

— Όχι σπουδαία πράματα; Καλά, κι οι άλλοι;

— Δυο κύριοι απ' την πολιτεία. Γυρίζανε απ' την Τσερμασνιά και μείνανε. O ένας τους είναι νέος, συγγενής κατά πως φαίνεται, του κυρίου Μιούσοβ, μονάχα που ξέχασα τ' όνομά του... τον άλλο νομίζω πως θα τον ξέρετε κι αυτόν: Είναι ο τσιφλικάς Μαξίμοβ, πήγε, λέει, στο μοναστήρι σας για να προσκυνήσει και τώρα ταξιδεύει μ' αυτόν το συγγενή του κυρίου Μιούσοβ...

— Αυτοί είν' όλοι;

— Αυτοί.

— Στάσου, σώπα, Τρύφωνα Μπορίσιτς. Λέγε μου τώρα το σπουδαιότερο; Τι κάνει αυτή; Πώς είναι;

— Μα να, έφτασε πριν από λίγο και κάθεται μαζί τους.

— Είναι εύθυμη; Γελάει;

— Όχι, φαίνεται πως δε γελάει και πολύ... Μπορώ να πω πως κάθεται θλιμμένη και πριν από λίγο χτένιζε τα μαλλιά του νεαρού.

— Του Πολωνού; Του αξιωματικού;

— Μα τι νέος είν' αυτός; Κι ούτε αξιωματικός είναι. Όχι, αφέντη, όχι αυτουνού μα του συγγενή του Μιούσοβ, κείνου του ανιψιού του, του νεαρού δα... μονάχα που ξέχασα τ' όνομά του.

— Του Καλγκάνοβ;

— Ακριβώς. Καλγκάνοβ τον λένε.

— Πάει καλά, θα τα κανονίσω μονάχος μου. Παίζουν χαρτιά;

— Παίζανε μα σταμάτησαν. Ήπιανε τσάι κι ο δημόσιος υπάλληλος παράγγειλε λικέρ.

— Στάσου, Τρύφωνα Μπορίσιτς, στάσου, ψυχούλα μου, θα τα κανονίσω μονάχος μου. Τώρα απάντησέ μου στο σπουδαιότερο: Υπάρχουν τσιγγάνοι;

— Σκορπίσανε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, τους έδιωξε η αστυνομία, όμως είναι κάτι Εβραίοι που παίζουν τσέμπαλο και βιολί· αυτούς θα μπορούσαμε να τους φωνάξουμε τώρ' αμέσως. Είναι στη Ροζντεστβένσκαγια.

— Να τους φωνάξεις, το δίχως άλλο να τους φωνάξεις! κραύγασε ο Μίτια. Τα κορίτσια μπορούμε να τα ξεσηκώσουμε όπως και τότε; Ιδιαίτερα τη Μάρια, τη Στεπανίντα και την Αρίνα. Διακόσια ρούβλια δίνω για τη χορωδία!

—Μα με τόσα λεφτά σού ξεσηκώνω όλο το χωριό κι ας πέσαν κιόλας για ύπνο. Όμως τ' αξίζουν τάχα ένα τέτοιο παραχάιδεμα, πατερούλη Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, τούτοι δω οι μουζίκοι ή οι κοπέλες τους; Να δίνεις ένα τέτοιο ποσό γι' αυτά τα τομάρια και τους άξεστους! Μήπως είναι για τα μούτρα τους τάχα τα τσιγάρα; Κι όμως εσύ τους κέρναγες. Αυτοί βρομάνε, οι ληστές. Και τα κορίτσια, όλα τους, είναι ψειριάρικα. Καλύτερα να σηκώσω τις κόρες μου, τζάμπα μάλιστα. Γιατί να ξοδέψεις τόσα λεφτά; Θα τις ξυπνήσω με μια κλοτσιά στον πισινό και θα τις βάλω να σου τραγουδήσουν. Τις προάλλες πότισες τους μουζίκους με σαμπάνια! Εχ!

Δεν ήταν βέβαια που ο Τρύφωνας Μπορίσιτς λυπόταν το Μίτια γιατί την άλλη φορά του είχε βουτήξει κάπου μισή ντουζίνα μπουκάλια σαμπάνιες. Βρήκε και κάτω απ' το τραπέζι ένα κατοστάρικο και το τσέπωσε κι αυτό.

— Τότε σκόρπισα δω πέρα αρκετές χιλιάδες, Τρύφωνα

Μπορίσιτς. Θυμάσαι;

— Πώς γίνεται να το ξεχάσω; Τρεις χιλιάδες μας αφήσατε.

— Το λοιπόν και τώρα με τον ίδιο σκοπό έχω έρθει. Βλέπεις; Έβγαλε το μάτσο του και το 'φερε κοντά στη μύτη του ξενοδόχου.

— Τώρα άκου και βάλ' το καλά στο μυαλό σου: Σε μια ώρα θα 'ρθουν τα κρασιά, οι μεζέδες, οι πίτες, κι οι καραμέλες. Να τα κουβαλήσεις αμέσως απάνω. Αυτό το κασόνι που 'ναι στ' αμάξι του Αντρέι να το κουβαλήσεις τώρα αμέσως απάνω, να τ' ανοίξεις και να προσφέρεις σαμπάνια... Μα το σπουδαιότερο, να 'ρθουνε τα κορίτσια, κι η Μάρια το δίχως άλλο...

Γύρισε στ' αμάξι κι έβγαλε κάτω απ' το κάθισμα το κουτί με τα πιστόλια.

— Έλα να λογαριαστούμε, Αντρέι. Πάρε! Να δεκαπέντε ρούβλια για την τρόικα και πενήντα για να πιείς κανένα ποτηράκι βότκα... για την προθυμία και την αγάπη σου... Να θυμάσαι τον αφέντη Καραμάζοβ!

— Φοβάμαι, αφεντικό... είπε αναποφάσιστα ο Αντρέι· αν θέτε δώστε παραπάνω πέντε ρούβλια· δεν παίρνω άλλα. O Τρύφωνας Μπορίσιτς είναι μάρτυρας. Σχωρέστε με για τα κουτά μου λόγια, μα...

— Τι φοβάσαι; είπε ο Μίτια και τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. Δεν πας στο διάολο λέω εγώ. Ας γίνει κι έτσι αφού το θέλεις! φώναξε πετώντας του πέντε ρούβλια. Και τώρα, Τρύφωνα Μπορίσιτς, πήγαινέ με ήσυχα-ήσυχα και άσε με να τους κοιτάξω κρυφά μια στιγμή, έτσι που να μη με δουν εκείνοι. Πού είναι μαζεμένοι; Στο γαλάζιο δωμάτιο;

O Τρύφωνας Μπορίσιτς κοίταξε για μια στιγμή φοβισμένος το Μίτια μα έκανε αμέσως αυτό που του ζήτησαν. Τον έμπασε προσεχτικά στον προθάλαμο, μπήκε στο δωμάτιο που ήταν δίπλα σ' εκείνο όπου κάθονταν οι ξένοι και πήρε από μέσα το κερί. Ύστερα οδήγησε το Μίτια σε μια σκοτεινή γωνιά απ' όπου μπορούσε να τους δει χωρίς εκείνοι να τον πάρουν είδηση. Μα ο Μίτια δεν κοίταξε για πολλήν ώρα: Δεν μπορούσε να τους διακρίνει και καλά. Μόλις την είδε, η καρδιά του άρχισε να χτυπάει γρήγορα και τα μάτια του θόλωσαν. Αυτή καθόταν σε μια πολυθρόνα, δίπλα στο τραπέζι, και κοντά της, στο ντιβάνι, ο νεαρός νοστιμούλης Καλγκάνοβ. Τον κρατούσε απ' το χέρι και φαινόταν να γελάει· κι αυτός χωρίς να την κοιτάζει έλεγε κάτι δυνατά, με κάποιο πείσμα θα 'λεγε κανείς, στο Μαξίμοβ που καθόταν απέναντι στη Γκρούσενκα. O Μαξίμοβ ξεκαρδιζότανε στα γέλια. Στο ντιβάνι καθόταν εκείνος, και κοντά στο ντιβάνι, σε μια καρέκλα, δίπλα στον τοίχο, κάποιος άλλος άγνωστος. Εκείνος που καθόταν στο ντιβάνι είχε μισοξαπλωθεί και κάπνιζε τσιμπούκι. O Μίτια το μόνο που μπόρεσε να διακρίνει ήταν πως αυτός ο άνθρωπος είναι αρκετά χοντρός και στρογγυλοπρόσωπος, όχι πολύ ψηλός, όπως φαινόταν, και κάπως θυμωμένος. O φίλος του, ο άλλος ξένος, φάνηκε στο Μίτια υπερβολικά ψηλός. Μα δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτ' άλλο. Πνιγόταν. Ούτ' ένα λεπτό δεν μπόρεσε να περιμένει. Έβαλε το κουτί με τα πιστόλια στο μπουφέ και ριγώντας ολόκληρος μπήκε στο γαλάζιο δωμάτιο.

—Άι! ξεφώνισε τρομαγμένη η Γκρούσενκα που τον είδε πρώτη.


8. VI. Εγώ είμαι που φτάνω! 8. VI. It is I who am arriving!

Στο μεταξύ τ' αμάξι του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς πετούσε. Ως το Μόκρογιε ήταν είκοσι βέρστια και κάτι, μα η τρόικα του Αντρέι κάλπαζε έτσι που θα φτάνανε σε μιαν ώρα κι ένα τέταρτο. Το γρήγορο τρέξιμο σα να φρεσκάρισε ξαφνικά το Μίτια. O αέρας ήταν τσουχτερός και δροσερός, στον καθάριο ουρανό λάμπανε μεγάλα αστέρια. Ήταν η ίδια εκείνη νύχτα, ίσως μάλιστα η ίδια ώρα που ο Αλιόσα πέφτοντας στη γη «ορκιζόταν εκστατικά να την αγαπάει στον αιώνα τον άπαντα». Μα η ψυχή του Μίτια ήταν θολή, πολύ θολή, και, αν και τη σπάραζαν πολλά τούτη τη στιγμή, όλη του η ύπαρξη έτεινε ακατανίκητα προς αυτήν, μονάχα σ' αυτήν, τη βασίλισσά του, που έτρεχε κοντά της για να τη δει για τελευταία φορά. Ένα μονάχα θα πω: Δεν είχε κανένα δισταγμό η καρδιά του. Ίσως να μη με πιστέψουν αν πω πως αυτός ο ζηλιάρης δεν ένιωθε γι' αυτόν τον καινούργιο αντίζηλο που παρουσιάστηκε τόσο αναπάντεχα, γι' αυτόν τον «αξιωματικό», καμιά ζήλεια. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος θα τον ζήλευε αμέσως κι ίσως να 'βαφε και πάλι τα τρομερά του χέρια με αίμα. Όμως γι' αυτόν, γι' αυτόν τον «πρώτο» της, τώρα, καθώς πετούσε με την τρόικά του, δεν αισθανόταν ούτε ζήλεια, ούτε μίσος, ούτε καν εχθρότητα —η αλήθεια είναι πως δεν τον είχε δει ακόμα.

«Πάνω σ' αυτό δεν μπορεί να 'χει κανείς καμιάν αντίρρηση. Αυτό είναι δικό της και δικό του δικαίωμα. Είναι η πρώτη της αγάπη, που δεν τη ξέχασε κι ας περάσανε πέντε χρόνια: Θα πει λοιπόν πως μονάχα αυτόν αγαπούσε όλ' αυτά τα χρόνια. Εγώ, εγώ γιατί ανακατεύτηκα; Τι δουλειά έχω γω μαζί τους; Παραμέρισε, Μίτια, άσ' τους να περάσουν! Μα και τι είμαι τώρα πια; Τώρα και χωρίς τον αξιωματικό όλα τελείωσαν πια, και να μην παρουσιαζόταν πάλι δε θα μπορούσε τίποτα να γίνει».

Μ' αυτά τα λόγια πάνω-κάτω θα μπορούσε να εκφράσει τα αισθήματά του, αν μπορούσε να σκεφτεί. Όλη του η αποφασιστικότητα γεννήθηκε χωρίς σκέψη, μονομιάς, την αισθάνθηκε αμέσως και την παραδέχτηκε πλέρια μ' όλα της τα επακόλουθα, στης Φένιας ακόμα απ' τα πρώτα της κιόλας λόγια. Όμως, παρ' όλο που πήρε την απόφαση, ένιωθε κάποια ασάφεια στην ψυχή του, κάποια ασάφεια που τον βασάνιζε- ούτε κι η απόφαση δεν του 'δωσε τη γαλήνη. Ήταν στιγμές που τον παραξένευε κιόλας αυτό —μην τάχα δεν είχε γράψει πια ο ίδιος την καταδίκη του στο χαρτί: «Θα τιμωρήσω τον εαυτό μου»; Και το χαρτάκι δεν ήταν εδώ, στην τσέπη του, έτοιμο; Δε γέμισε το πιστόλι; Δεν αποφάσισε με ποιον τρόπο θα υποδεχτεί αύριο την πρώτη ζεστή αχτίδα «του χρυσομάλλη Φοίβου»; Κι όμως δεν μπορούσε να ξοφλήσει με το παρελθόν, μ' ό,τι είχε αφήσει πίσω του. Αυτό το αισθανόταν τόσο βαθιά μέσα του που βασανιζόταν κι αυτή η σκέψη τού δάγκωνε την ψυχή και τον γέμιζε απόγνωση. Για μια στιγμή θέλησε να σταματήσει τ' αμάξι, να πηδήξει στο δρόμο, να βγάλει το γεμάτο πιστόλι του και να ξεμπερδεύει χωρίς να περιμένει τα χαράματα. Όμως η στιγμή αυτή έλαμψε κι έσβησε σα μια σπίθα. Η τρόικα έτρεχε, πετούσε, κι όσο πλησίαζε στο σκοπό του, τόσο η σκέψη για κείνην, για κείνην μονάχα, όλο και περισσότερο τον κυρίευε κι έδιωχνε απ' την καρδιά του όλα τ' άλλα τρομερά οράματα. Ω, το 'θελε τόσο πολύ να την κοιτάξει, έστω και για μια στιγμή, έστω κι από μακριά!

«Τώρα είναι μαζί του, θα κοιτάξω λοιπόν κι εγώ πώς είναι τώρα μαζί του, με τον πρώτο αγαπημένο της. Δε θέλω τίποτ' άλλο».

Και ποτέ ως τα τότε δεν πλημμύρισε τόση αγάπη το στήθος του γι' αυτήν τη μοιραία γυναίκα της ζωής του, ποτέ δεν ένιωσε αυτό το καινούργιο αδοκίμαστο αίσθημα, ένα αίσθημα αναπάντεχο και γι' αυτόν τον ίδιο, ένα αίσθημα τρυφερό μέχρις ευλάβειας, μέχρις εκμηδένισης μπροστά της.

«Και θα εκμηδενιστώ!» πρόφερε ξάφνου σε μια κρίση υστερικού ενθουσιασμού.

Είχε περάσει μια ώρα σχεδόν που τρέχανε. O Μίτια σώπαινε κι ο Αντρέι, αν και ήταν αρκετά πολυλογάς, δεν είχε πει λέξη ακόμα, λες και φοβόταν ν' ανοίξει κουβέντα. Το μόνο που 'κανε ήταν να καμτσικίζει τ' «άτια» του τα κανελιά, τα όλο νεύρο γρήγορα άλογά του. Όπου ξαφνικά ο Μίτια φώναξε τρομερά ανήσυχος:

— Αντρέι! Και τι θα γίνει αν κοιμούνται;

Τώρα μόλις του πέρασε αυτή η σκέψη, ως τα τώρα ούτε είχε σκεφτεί καθόλου αυτό το ενδεχόμενο.

— Βέβαια, θα πρέπει να υποθέσουμε πως πλαγιάσανε πια, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

O Μίτια σκυθρώπιασε: Για κοίτα κει, μα την αλήθεια... αυτός βιάζεται να φτάσει με τέτοια αισθήματα...

κι αυτοί να κοιμούνται... Ίσως να κοιμάται και κείνη εκεί... Ένα κακό αίσθημα κόχλασε μες στην καρδιά του.

— Γρήγορα, Αντρέι, δώσ' του, Αντρέι, κουνήσου! φώναξε ξέφρενα.

— Όμως μπορεί και να μην πλάγιασαν ακόμα, είπε ο Αντρέι αφού σκέφτηκε λίγο. O Τιμοφέι μου 'λεγε πως έχουν μαζευτεί πολλοί κει πέρα...

— Στο Σταθμό;

— Όχι στο Σταθμό, μα στους Πλαστουνόβ, στο χάνι, στον ελεύθερο δηλαδή Σταθμό.

— Ξέρω. Λες λοιπόν πως είναι πολλοί; Πόσοι είναι; Τι άνθρωποι είναι;

Άρχισε να ρωτάει ο Μίτια πολύ ταραγμένος μαθαίνοντας τα καινούργια μαντάτα.

— Μα κατά πως έλεγε ο Τιμοφέι, όλοι τους είναι κύριοι. Δυο είναι απ' την πολιτεία. Τι μέρος λόγου είναι δεν ξέρω, μονάχα κατά πως έλεγε ο Τιμοφέι, οι δυο τους είναι ντόπιοι κι οι άλλοι δυο είναι τάχα ξένοι. Μπορεί να 'ναι και κάνας άλλος, δεν τον ρώτησα, βλέπεις, καταλεπτώς. Άρχισαν, λέει, να παίζουν χαρτιά.

— Χαρτιά;

— Το λοιπόν ίσως και να μην κοιμούνται, μια και στρώθηκαν στο χαρτί. Τώρα θα 'ναι έντεκα παρά κάτι, όχι παραπάνω.

— Γρήγορα, Αντρέι, γρήγορα! φώναξε και πάλι νευρικά ο Μίτια.

—Θα 'θελα κάτι να σας ρωτήσω, αφεντικό, είπε ο Αντρέι αφού σώπασε για λίγο —μονάχα φοβάμαι μην τύχει και θυμώσετε μαζί μου, αφέντη.

— Τι θες;

— Πριν η Φεντόσια Μάρκοβνα έπεσε στα πόδια σας και παρακάλαγε να μην κάνετε κακό στην κυρά της και σε κάποιον άλλον... Και τώρα, αφεντικό, εγώ σας παγαίνω κει πέρα... Συμπαθάτε με, αφεντικό, έτσι για την ψυχή μου σας είπα αυτή την κουταμάρα...

O Μίτια τον άρπαξε ξαφνικά από πίσω, απ' τους ώμους.

— Είσαι αμαξάς; Αμαξάς; άρχισε να λέει φρενιασμένος.

— Αμαξάς...

— Το ξέρεις πως πρέπει ν' αφήσεις τον άλλο να περάσει; Τι δηλαδή; Επειδή είσαι αμαξάς νομίζεις πως δεν πρέπει ν' αφήσεις κανέναν; Να τους πατάς όλους και να λες: «ξεκουμπιστείτε απ' το δρόμο μου. Περνάω γω»; Όχι, αμαξά μου, δεν πρέπει να τους πατάς! Δεν επιτρέπεται να πατάς έναν άνθρωπο, δεν επιτρέπεται να χαλάς τη ζωή του άλλου. Κι αν χαλάσεις τη ζωή του, τότε πρέπει να τιμωρήσεις τον εαυτό σου... αν χάλασες κανενός τη ζωή, αν κατάστρεψες κανέναν, τιμώρησε τον εαυτό σου κι εξαφανίσου.

Όλ' αυτά τα είπε ο Μίτια εντελώς υστερικά. O Αντρέι, αν κι απόρησε με τα καμώματα του αφεντικού του, συνέχισε ωστόσο την κουβέντα.

— Αυτό είν' αλήθεια, πατερούλη Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, δίκιο έχετε, πως δηλαδή δεν πρέπει να πατάει κανείς έναν άνθρωπο. Μα ούτε και να τον βασανίζει πρέπει, όπως δα και το κάθε ζωντανό. Γιατί το κάθε ζωντανό είναι πλάσμα του Θεού, όπως τ' άλογο να πούμε. Κι όμως του λόγου τους οι αμαξάδες το ξεθεώνουν καμιά φορά έτσι για γούστο... Τίποτα δεν τους βαστάει, καμτσικίζουν τ' άλογα και τρέχουν και δώσ' του και καλπάζουνε.

— Στην Κόλαση τρέχουνε; διέκοψε ξαφνικά ο Μίτια και γέλασε με τ' αναπάντεχο σύντομο γέλιο του. Αντρέι, απονήρευτε Αντρέι μου, (τον άρπαξε και πάλι γερά απ' τους ώμους) πες μου: O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ θα πάει στην Κόλαση ή όχι; Τι νομίζεις;

— Δεν ξέρω, καλέ μου κύριε, αυτό από σας εξαρτιέται γιατί εσείς... Βλέπεις, αφεντικό, όταν ο γιος του Θεού σταυρώθηκε και πέθανε, κατέβηκε απ' το σταυρό και πήγε κατευθείαν στην Κόλαση και λευτέρωσε όλους τους αμαρτωλούς που βασανίζονταν. Κι άρχισε να στενάζει η Κόλαση γιατί νόμιζε πως κανένας δε θα 'ρθει πια, αμαρτωλός δηλαδή. Κι είπε τότες ο Κύριος στην Κόλαση: «μη στενάζεις, Κόλαση, γιατί από δω και μπρος θα σου 'ρθουνε όλοι οι αφεντάδες, οι κυβερνήτες, οι αρχιδικαστές κι οι πλούσιοι και θα ξαναγεμίσεις όπως ήσουνα και στους αιώνες των αιώνων ως τη στιγμή που θα ξανάρθω». Αυτό είν' αλήθεια, έτσι της είπε...

— Ένας λαϊκός μύθος. Θαυμάσια! Δώσε μια καμτσικιά στ' αριστερό, Αντρέι.

— Που λέτε, αφέντη, γι' αυτούς έχει γίνει η Κόλαση, είπε ο Αντρέι καμτσικίζοντας τ' αριστερό άλογο· μα εσείς, αφεντικό, είσαστε ίδιο μικρό παιδί... έτσι σας έχουμε μεις... Δε λέω, είσαστε άγριος, αφέντη, αυτό είν' αλήθεια, μα ο Θεός θα σας συγχωρέσει γιατί έχετε απλή ψυχή.

— Και συ, εσύ θα με συγχωρέσεις, Αντρέι;

— Εγώ γιατί να σας συγχωρέσω: Δε μου κάνατε και τίποτα δα.

— Όχι, για όλους, για όλους εσύ μονάχος, τώρα εδώ, στο δρόμο, θα με συγχωρέσεις για όλους; Λέγε, απλή ψυχή!

— Ωχ, αφεντικό, φοβάμαι που σας πηγαίνω κει κάτω. Παράξενα που είν' τα λόγια σας!

Μα ο Μίτια δεν τον άκουσε. Προσευχόταν ψιθυριστά.

— Δέξου με, Κύριε, εν όλη τη ανομία μου, μα μη με κρίνεις. Κάνε να μην περάσω από τη Θεία σου Δίκη... Μη με δικάσεις γιατί μονάχος μου καταδίκασα τον εαυτό μου. Μη με δικάσεις γιατί σ' αγαπώ, Κύριε! Είμαι ένας ποταπός, όμως σ' αγαπώ. Και στην Κόλαση να με στείλεις και κει θα σ' αγαπάω, κι από κει θα σου φωνάζω πως θα σ' αγαπώ στους αιώνες των αιώνων... Όμως άφησε με και μένα ν' αγαπήσω ως το τέλος... εδώ, τώρα να τελειώσω την αγάπη μου, πέντε ώρες μονάχα, ώσπου να φανούν οι ζεστές σου αχτίδες... Γιατί αγαπάω τη βασίλισσα της καρδιάς μου. Την αγαπάω και δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Το ξέρεις και μόνος σου γιατί εσύ βλέπεις την καρδιά μου. Όταν θα φτάσω, θα πέσω στα πόδια της: Έχεις δίκιο που πέρασες έτσι από κοντά μου και μ' άφησες... Χαίρε και λησμόνησε το θύμα σου, καθόλου μην ανησυχήσεις για μένα.

— Το Μόκρογιε! φώναξε ο Αντρέι δείχνοντας με το καμτσίκι.

Στην πελιδνή νύχτα φάνηκε ξαφνικά η μαύρη μάζα των οικοδομών που ήταν σκορπισμένες σε μεγάλη έκταση. Το χωριό Μόκρογιε είχε δυο χιλιάδες κατοίκους, μα τούτη την ώρα όλοι κοιμόνταν πια, μονάχα πού και πού λάμπανε μερικά αραιά φωτάκια.

— Γρήγορα, γρήγορα, Αντρέι, έλα και φτάσαμε, φώναξε με κάποια παραφορά ο Μίτια.

— Δεν κοιμούνται! Πρόφερε και πάλι ο Αντρέι, δείχνοντας με το καμτσίκι το χάνι των Πλαστουνόβ, που βρισκόταν στο έμπα του χωριού και που τα έξι του παράθυρα, που βλέπανε στο δρόμο ήταν ζωηρά φωτισμένα.

— Δεν κοιμούνται! επανέλαβε χαρούμενα ο Μίτια. Εμπρός, Αντρέι, δώσ' του, κάν' τα να καλπάσουν, ν' ακουστούν τα κουδούνια, ν' αντιλαλήσει ο τόπος. Για να καταλάβουν πως εγώ είμαι που φτάνω! Εγώ ο ίδιος, φώναξε ξέφρενος ο Μίτια.

O Αντρέι ξαπόλυσε τα εξαντλημένα άλογά του σε καλπασμό κι έφτασε με θόρυβο μπροστά στο ψηλό χαγιάτι κι απότομα κράτησε τα καταϊδρωμένα του άλογα που λαχάνιαζαν κι αχνίζανε. O Μίτια πήδηξε απ' το αμάξι. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βγήκε στο κατώφλι κι ο ξενοδόχος. Πήγαινε πια να πλαγιάσει μα βγήκε από περιέργεια για να δει ποιος ήταν αυτός που έφτασε έτσι.

— Εσύ είσαι, Τρύφωνα Μπορίσιτς;

O ξενοδόχος έσκυψε, τον κοίταξε προσεκτικά, κατέβηκε βιαστικά τα σκαλοπάτια και με δουλόπρεπο ενθουσιασμό ρίχτηκε προς το μέρος του επισκέπτη.

—Θεέ μου! O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Εσάς ξαναβλέπουμε;

Αυτός ο Τρύφωνας Μπορίσιτς ήταν ένας γεροδεμένος μουζίκος, με μέτριο ανάστημα, με κάπως παχουλό πρόσωπο, αυστηρό κι ακατάδεχτο, προπάντων όταν είχε να κάνει με τους μουζίκους του Μόκρογιε, μα που είχε το χάρισμα ν' αλλάζει γρήγορα έκφραση και να γίνεται πολύ δουλόπρεπος μόλις οσμιζόταν κέρδος. Ντυνόταν με το ρούσικο τρόπο. Πουκαμίσα με κούμπωμα στο πλάι, σακάκι δίχως μανίκια. Το 'χε το παραδάκι του μα ονειρευόταν να παίξει και σημαντικότερο ρόλο στον τόπο. Είχε τους μισούς και περισσότερους μουζίκους στο χέρι, όλοι κει γύρω τού χρωστάγανε. Νοίκιαζε χωράφια απ' τους τσιφλικάδες κι άλλα τ' αγόραζε. Τούτα τα χωράφια τού τα δούλευαν οι μουζίκοι για να του ξεπληρώσουν το χρέος τους μα ποτέ δεν τα κατάφερναν να ξεχρεωθούν. Η γυναίκα του είχε πεθάνει. Είχε τέσσερις μεγάλες κόρες. Η μια ήταν χήρα κιόλας και ζούσε μαζί του με τα δυο μικρά παιδιά της, τ' εγγόνια του, και δούλευε στο σπίτι του σα να 'ταν μεροκαματιάρισσα. Η άλλη του κόρη ήταν παντρεμένη με κάποιο δημόσιο υπάλληλο, κάποιο συνταξιούχο γραφιά κι ανάμεσα στις οικογενειακές φωτογραφίες μπορούσε να δει κανείς και τη μικρούτσικη φωτογραφία αυτού του γραφιά όπου φάνταζε σφιγμένος στη στολή του και με τις επωμίδες του. Οι δυο νεότερες κόρες, τις γιορτές, ή όταν πηγαίνανε πουθενά να κάνουν επίσκεψη, φοράγανε γαλάζια ή πράσινα φορέματα κομμένα με την τελευταία μόδα, με πιέτες από πίσω και με μια πήχη ουρά μα το άλλο κιόλας πρωί, όπως κι όλες τις καθημερινές, σηκώνονταν μόλις χάραζε και σκουπίζανε τα δωμάτια των ταξιδιωτών, χύνανε έξω τα βρόμικα νερά και τα σκουπίδια που άφηναν όσοι περνούσανε στο χάνι τη νύχτα τους. Πάρ' όλο που είχε. αρκετές χιλιάδες πια στο πουγκί του, ο Τρύφωνας Μπορίσιτς δεν παράλειπε καμιά ευκαιρία να γδέρνει τους γλεντζέδες πελάτες του. Και θυμόταν πολύ καλά —ούτε μήνας δεν είχε περάσει ακόμα— πως σ' ένα μονάχα μερόνυχτο τσέπωσε διακόσια αν όχι τρακόσια ρούβλια απ' τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τότε που 'χε έρθει να γλεντήσει δω πέρα με τη Γκρούσενκα. Τον υποδέχτηκε λοιπόν χαρούμενος και περιποιητικός, γιατί και απ' τον τρόπο μονάχα που κατέφτασε ο Μίτια μυρίστηκε πως κάτι θα γίνει και τούτη τη φορά.

— Πατερούλη, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, πάλι μας ήρθατε;

— Στάσου, Τρύφωνα Μπορίσιτς, άρχισε να λέει ο Μίτια. Πριν απ' όλα το σπουδαιότερο: Εκείνη πού είναι;

— Η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα; κατάλαβε αμέσως ο ξενοδόχος κοιτάζοντας διαπεραστικά το Μίτια. Μα εδώ είναι κι αυτή... μένει...

— Με ποιον; Με ποιον;

— Ταξιδιώτες περαστικοί είναι... Ένας δημόσιος υπάλληλος, Πολωνός κατά πως φαίνεται απ' την προφορά του, αυτός της έστειλε τ' αμάξι από δω πέρα. Κι ο άλλος θα πρέπει να 'ναι φίλος του ή συνταξιδιώτης, ποιος τον ξέρει. Ντυμένοι πολιτικά...

— Τι κάνουν; Γλεντάνε; Είναι πλούσιοι;

— Μπα! Όχι σπουδαία πράματα, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, όχι σπουδαία πράματα!

— Όχι σπουδαία πράματα; Καλά, κι οι άλλοι;

— Δυο κύριοι απ' την πολιτεία. Γυρίζανε απ' την Τσερμασνιά και μείνανε. O ένας τους είναι νέος, συγγενής κατά πως φαίνεται, του κυρίου Μιούσοβ, μονάχα που ξέχασα τ' όνομά του... τον άλλο νομίζω πως θα τον ξέρετε κι αυτόν: Είναι ο τσιφλικάς Μαξίμοβ, πήγε, λέει, στο μοναστήρι σας για να προσκυνήσει και τώρα ταξιδεύει μ' αυτόν το συγγενή του κυρίου Μιούσοβ...

— Αυτοί είν' όλοι;

— Αυτοί.

— Στάσου, σώπα, Τρύφωνα Μπορίσιτς. Λέγε μου τώρα το σπουδαιότερο; Τι κάνει αυτή; Πώς είναι;

— Μα να, έφτασε πριν από λίγο και κάθεται μαζί τους.

— Είναι εύθυμη; Γελάει;

— Όχι, φαίνεται πως δε γελάει και πολύ... Μπορώ να πω πως κάθεται θλιμμένη και πριν από λίγο χτένιζε τα μαλλιά του νεαρού.

— Του Πολωνού; Του αξιωματικού;

— Μα τι νέος είν' αυτός; Κι ούτε αξιωματικός είναι. Όχι, αφέντη, όχι αυτουνού μα του συγγενή του Μιούσοβ, κείνου του ανιψιού του, του νεαρού δα... μονάχα που ξέχασα τ' όνομά του.

— Του Καλγκάνοβ;

— Ακριβώς. Καλγκάνοβ τον λένε.

— Πάει καλά, θα τα κανονίσω μονάχος μου. Παίζουν χαρτιά;

— Παίζανε μα σταμάτησαν. Ήπιανε τσάι κι ο δημόσιος υπάλληλος παράγγειλε λικέρ.

— Στάσου, Τρύφωνα Μπορίσιτς, στάσου, ψυχούλα μου, θα τα κανονίσω μονάχος μου. Τώρα απάντησέ μου στο σπουδαιότερο: Υπάρχουν τσιγγάνοι;

— Σκορπίσανε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, τους έδιωξε η αστυνομία, όμως είναι κάτι Εβραίοι που παίζουν τσέμπαλο και βιολί· αυτούς θα μπορούσαμε να τους φωνάξουμε τώρ' αμέσως. Είναι στη Ροζντεστβένσκαγια.

— Να τους φωνάξεις, το δίχως άλλο να τους φωνάξεις! κραύγασε ο Μίτια. Τα κορίτσια μπορούμε να τα ξεσηκώσουμε όπως και τότε; Ιδιαίτερα τη Μάρια, τη Στεπανίντα και την Αρίνα. Διακόσια ρούβλια δίνω για τη χορωδία!

—Μα με τόσα λεφτά σού ξεσηκώνω όλο το χωριό κι ας πέσαν κιόλας για ύπνο. Όμως τ' αξίζουν τάχα ένα τέτοιο παραχάιδεμα, πατερούλη Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, τούτοι δω οι μουζίκοι ή οι κοπέλες τους; Να δίνεις ένα τέτοιο ποσό γι' αυτά τα τομάρια και τους άξεστους! Μήπως είναι για τα μούτρα τους τάχα τα τσιγάρα; Κι όμως εσύ τους κέρναγες. Αυτοί βρομάνε, οι ληστές. Και τα κορίτσια, όλα τους, είναι ψειριάρικα. Καλύτερα να σηκώσω τις κόρες μου, τζάμπα μάλιστα. Γιατί να ξοδέψεις τόσα λεφτά; Θα τις ξυπνήσω με μια κλοτσιά στον πισινό και θα τις βάλω να σου τραγουδήσουν. Τις προάλλες πότισες τους μουζίκους με σαμπάνια! Εχ!

Δεν ήταν βέβαια που ο Τρύφωνας Μπορίσιτς λυπόταν το Μίτια γιατί την άλλη φορά του είχε βουτήξει κάπου μισή ντουζίνα μπουκάλια σαμπάνιες. Βρήκε και κάτω απ' το τραπέζι ένα κατοστάρικο και το τσέπωσε κι αυτό.

— Τότε σκόρπισα δω πέρα αρκετές χιλιάδες, Τρύφωνα

Μπορίσιτς. Θυμάσαι;

— Πώς γίνεται να το ξεχάσω; Τρεις χιλιάδες μας αφήσατε.

— Το λοιπόν και τώρα με τον ίδιο σκοπό έχω έρθει. Βλέπεις; Έβγαλε το μάτσο του και το 'φερε κοντά στη μύτη του ξενοδόχου.

— Τώρα άκου και βάλ' το καλά στο μυαλό σου: Σε μια ώρα θα 'ρθουν τα κρασιά, οι μεζέδες, οι πίτες, κι οι καραμέλες. Να τα κουβαλήσεις αμέσως απάνω. Αυτό το κασόνι που 'ναι στ' αμάξι του Αντρέι να το κουβαλήσεις τώρα αμέσως απάνω, να τ' ανοίξεις και να προσφέρεις σαμπάνια... Μα το σπουδαιότερο, να 'ρθουνε τα κορίτσια, κι η Μάρια το δίχως άλλο...

Γύρισε στ' αμάξι κι έβγαλε κάτω απ' το κάθισμα το κουτί με τα πιστόλια.

— Έλα να λογαριαστούμε, Αντρέι. Πάρε! Να δεκαπέντε ρούβλια για την τρόικα και πενήντα για να πιείς κανένα ποτηράκι βότκα... για την προθυμία και την αγάπη σου... Να θυμάσαι τον αφέντη Καραμάζοβ!

— Φοβάμαι, αφεντικό... είπε αναποφάσιστα ο Αντρέι· αν θέτε δώστε παραπάνω πέντε ρούβλια· δεν παίρνω άλλα. O Τρύφωνας Μπορίσιτς είναι μάρτυρας. Σχωρέστε με για τα κουτά μου λόγια, μα...

— Τι φοβάσαι; είπε ο Μίτια και τον κοίταξε από πάνω ως κάτω. Δεν πας στο διάολο λέω εγώ. Ας γίνει κι έτσι αφού το θέλεις! φώναξε πετώντας του πέντε ρούβλια. Και τώρα, Τρύφωνα Μπορίσιτς, πήγαινέ με ήσυχα-ήσυχα και άσε με να τους κοιτάξω κρυφά μια στιγμή, έτσι που να μη με δουν εκείνοι. Πού είναι μαζεμένοι; Στο γαλάζιο δωμάτιο;

O Τρύφωνας Μπορίσιτς κοίταξε για μια στιγμή φοβισμένος το Μίτια μα έκανε αμέσως αυτό που του ζήτησαν. Τον έμπασε προσεχτικά στον προθάλαμο, μπήκε στο δωμάτιο που ήταν δίπλα σ' εκείνο όπου κάθονταν οι ξένοι και πήρε από μέσα το κερί. Ύστερα οδήγησε το Μίτια σε μια σκοτεινή γωνιά απ' όπου μπορούσε να τους δει χωρίς εκείνοι να τον πάρουν είδηση. Μα ο Μίτια δεν κοίταξε για πολλήν ώρα: Δεν μπορούσε να τους διακρίνει και καλά. Μόλις την είδε, η καρδιά του άρχισε να χτυπάει γρήγορα και τα μάτια του θόλωσαν. Αυτή καθόταν σε μια πολυθρόνα, δίπλα στο τραπέζι, και κοντά της, στο ντιβάνι, ο νεαρός νοστιμούλης Καλγκάνοβ. Τον κρατούσε απ' το χέρι και φαινόταν να γελάει· κι αυτός χωρίς να την κοιτάζει έλεγε κάτι δυνατά, με κάποιο πείσμα θα 'λεγε κανείς, στο Μαξίμοβ που καθόταν απέναντι στη Γκρούσενκα. O Μαξίμοβ ξεκαρδιζότανε στα γέλια. Στο ντιβάνι καθόταν εκείνος, και κοντά στο ντιβάνι, σε μια καρέκλα, δίπλα στον τοίχο, κάποιος άλλος άγνωστος. Εκείνος που καθόταν στο ντιβάνι είχε μισοξαπλωθεί και κάπνιζε τσιμπούκι. O Μίτια το μόνο που μπόρεσε να διακρίνει ήταν πως αυτός ο άνθρωπος είναι αρκετά χοντρός και στρογγυλοπρόσωπος, όχι πολύ ψηλός, όπως φαινόταν, και κάπως θυμωμένος. O φίλος του, ο άλλος ξένος, φάνηκε στο Μίτια υπερβολικά ψηλός. Μα δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτ' άλλο. Πνιγόταν. Ούτ' ένα λεπτό δεν μπόρεσε να περιμένει. Έβαλε το κουτί με τα πιστόλια στο μπουφέ και ριγώντας ολόκληρος μπήκε στο γαλάζιο δωμάτιο.

—Άι! ξεφώνισε τρομαγμένη η Γκρούσενκα που τον είδε πρώτη.