×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 8. V. Η αναπάντεχη απόφαση

8. V. Η αναπάντεχη απόφαση

Η Φένια καθόταν στην κουζίνα με τη γιαγιά της· ετοιμάζονταν κι οι δυο τους να πέσουν για ύπνο. Νομίζοντας πως φύλαγε ο Ναζάρ Ιβάνοβιτς δεν κλείδωσαν την πόρτα. O Μίτια όρμησε μέσα, ρίχτηκε στη Φένια και την άρπαξε γερά απ' το λαιμό.

— Λέγε γρήγορα, πού είναι; Με ποιον είναι στο Μόκρογιε; ούρλιαξε ξέφρενος.

Οι δυο γυναίκες έμπηξαν τις φωνές.

— Θα σας πω, τώρ' αμέσως όλα θα τα πω, καλέ μου Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, τίποτα δε θα κρύψω, φώναξε όσο μπορούσε πιο γρήγορα η κατατρομαγμένη Φένια. Πήγε στο Μόκρογιε να βρει τον αξιωματικό.

— Ποιον αξιωματικό; ούρλιαξε ο Μίτια.

— Εκείνον που είχε πρώτα, εκείνον τον ίδιο τον προηγούμενο της, αυτόν που ήταν δω και πέντε χρόνια, που την παράτησε κι έφυγε, απάντησε βιαστικά η Φένια.

O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έπαψε να της σφίγγει το λαιμό και τράβηξε τα χέρια του. Στεκόταν μπροστά της χλομός, σαν πεθαμένος. Δεν έλεγε λέξη μα απ' την έκφραση των ματιών του έβλεπε κανείς πως τα 'χε καταλάβει όλα ως την παραμικρότερη λεπτομέρεια. Φυσικά η κακομοίρα η Φένια δεν ήταν σε θέση κείνη τη στιγμή να παρατηρήσει αν τα κατάλαβε ή όχι. Έμενε καθισμένη πάνω στο σεντούκι όπως ήταν και τη στιγμή που αυτός όρμησε μέσα. Έτρεμε ολόκληρη και τέντωνε μπροστά τα χέρια της σα να 'θελε να προφυλαχτεί. Έτσι και μαρμάρωσε σ' αυτή τη στάση. Οι κόρες των ματιών της είχαν μεγαλώσει απ' τον τρόμο και τον κοίταζε επίμονα. Και σα να μην έφταναν όλα τ' άλλα έβλεπε τώρα πως τα χέρια του ήταν γεμάτα αίματα. Φαίνεται πως καθώς έτρεχε στο δρόμο σκούπιζε μ' αυτά τον ιδρώτα απ' το πρόσωπό του γιατί το μέτωπό του και το δεξί του μάγουλο ήταν πασαλειμμένα με αίμα. Λίγο ακόμα και θα την έπιανε κρίση τη Φένια. Η γριά μαγείρισσα τινάχτηκε όρθια και κοίταζε σαν τρελή, μην ξέροντας σχεδόν τι της γίνεται. O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς στάθηκε έτσι για ένα λεπτό και ξαφνικά αφέθηκε να πέσει στην καρέκλα που ήταν δίπλα στη Φένια.

Καθόταν και δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα βυθισμένος σ' ένα φόβο που τον είχε απολιθώσει. Μα όλα τα 'βλεπε πεντακάθαρα τώρα: Ήταν εκείνος ο αξιωματικός... ήξερε από καιρό πια πως υπάρχει, τα 'ξερε όλα, του τα 'χε πει η ίδια η Γκρούσενκα, ήξερε πως εδώ κι ένα μήνα της είχε στείλει γράμμα. Θα πει λοιπόν πως ένα μήνα, έναν ολάκερο μήνα τα συμφωνάγανε οι δυο τους με μεγάλη μυστικότητα ως τον ερχομό αυτού του καινούργιου αντίζηλου κι αυτός, ο Μίτια, ούτε τον σκεφτόταν καθόλου! Μα πώς μπόρεσε λοιπόν να μην τον σκέφτεται; Πώς μπόρεσε; Γιατί τον ξέχασε εκείνον τον αξιωματικό, γιατί τον ξέχασε ευθύς μόλις το 'μαθε; Να το πρόβλημα που ορθωνόταν μπροστά του σαν κάποιο αλλόκοτο τέρας, κι ατένιζε αυτό το τέρας παγωμένος από φρίκη.

Μα ξαφνικά άρχισε να μιλάει στη Φένια ήσυχα και γλυκά σαν ήρεμο και χαδιάρικο παιδί, λες και ξέχασε εντελώς πως μόλις πριν από λίγο την είχε τρομάξει τόσο, την είχε προσβάλει και την είχε κακομεταχειριστεί. Άρχισε ξαφνικά μ' εξαιρετική και μάλιστα καταπληκτική για την κατάστασή του ακρίβεια να ζητάει πληροφορίες απ' τη Φένια. Η Φένια, αν και κοίταζε αγριεμένη τα ματωμένα του χέρια, άρχισε κι αυτή με καταπληκτική προθυμία ν' απαντάει στην κάθε του ερώτηση. Φαινόταν μάλιστα πως βιαζότανε να του ιστορήσει όλη την «καθαρή αλήθεια». Σιγά-σιγά άρχισε να του διηγείται και με κάποια ευχαρίστηση μάλιστα όλες τις λεπτομέρειες. Κι όχι πως ήθελε να τον βασανίσει μ' αυτό που έκανε, μα απεναντίας σα να προσπαθούσε να τον εξυπηρετήσει με την καρδιά της. Του διηγήθηκε ως την τελευταία λεπτομέρεια κι όλη τη σημερινή μέρα, την επίσκεψη του Ρακίτιν και του Αλιόσα, πώς αυτή, η Φένια, φύλαγε στην πόρτα, πώς έφυγε η κυρία και πως φώναξε απ' το παράθυρο στον Αλιόσα στέλνοντας χαιρετίσματα σ' αυτόν, το Μίτιενκα, και πως ακόμα είπε «να θυμάται πάντα πως τον αγάπησε για μιαν ωρίτσα!» Όταν άκουσε αυτό το χαιρετισμό ο Μίτια, χαμογέλασε ξαφνικά και τα χλομά του μάγουλα κοκκίνισαν λιγάκι. Η Φένια τού είπε αμέσως χωρίς να φοβάται καθόλου πια για την περιέργειά της:

— Πώς γίναν έτσι τα χέρια σας, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; Είναι γεμάτα αίματα!

— Ναι, απάντησε μηχανικά ο Μίτια.

Κοίταξε αφηρημένα τα χέρια του μα ξέχασε στη στιγμή κι αυτά και την ερώτηση της Φένιας. Βυθίστηκε και πάλι στη σιωπή. Από τη στιγμή που όρμησε στην κουζίνα είχαν περάσει πια είκοσι λεπτά. O φόβος τού είχε περάσει κι ήταν φανερό πως τον είχε κυριέψει μια καινούργια ακλόνητη απόφαση. Σηκώθηκε ξαφνικά απ' τη θέση του και χαμογέλασε σκεφτικός.

— Τι σας συνέβηκε, κύριε; είπε η Φένια κι έδειξε ξανά τα χέρια του. Το είπε λυπημένα, λες και τον συμπονούσε περισσότερο από κάθε άλλον στον κόσμο. O Μίτια ξανακοίταξε τα χέρια του.

— Είναι αίμα, Φένια, πρόφερε κοιτάζοντάς την παράξενα· είναι ανθρώπινο αίμα και, Θεέ μου, γιατί χύθηκε; Όμως... Φένια... είναι δω πέρα ένας φράχτης (την κοίταζε σα να της έβαζε να λύσει ένα αίνιγμα), ένας ψηλός φράχτης με τρομερή όψη, μα... αύριο τα ξημερώματα, όταν «ξεπεταχτεί ο ήλιος», ο Μίτιενκα θα πηδήξει πάνω απ' αυτό το φράχτη... Δεν καταλαβαίνεις, Φένια, για ποιο φράχτη σου μιλάω; Ε, δεν πειράζει... το ίδιο κάνει, αύριο θα τ' ακούσεις κι όλα θα τα καταλάβεις... μα τώρα αντίο! Δε θα είμαι εμπόδιο σε κανέναν πια, θα παραμερίσω, θα τα καταφέρω να παραμερίσω. Να 'σαι καλά, αγάπη μου... μ' αγάπησες για μιαν ωρίτσα, να θυμάσαι λοιπόν σ' όλη σου τη ζωή το Μίτιενκα Καραμάζοβ... Όλο Μίτιενκα μ' έλεγε, το θυμάσαι;

Και λέγοντάς τα αυτά, βγήκε ξαφνικά απ' την κουζίνα. Κι η Φένια τρόμαξε με τούτη την έξοδό του περισσότερο κι από τότε που όρμησε μέσα και χύμηξε απάνω της.

Ύστερ' από δέκα λεπτά ο Μίτια μπήκε στο σπίτι κείνου του νεαρού υπαλλήλου, του Πιοτρ Ίλιτς Περχότιν, που του είχε βάλει ενέχυρο τα πιστόλια του. Η ώρα ήταν οχτώμιση κι ο Πιοτρ Ίλιτς ετοιμαζόταν να πάει στην «Πρωτεύουσα» για να παίξει μπιλιάρδο. O Μίτια τον συνάντησε στην έξοδο. Εκείνος, βλέποντας το πρόσωπό του πασαλειμμένο αίματα, φώναξε:

— Θεέ μου! Μα τι πάθατε λοιπόν;

— Μα να, είπε βιαστικά ο Μίτια· ήρθα να πάρω τα πιστόλια μου. Σας έφερα τα χρήματά σας. Σας ευχαριστώ, βιάζομαι, Πιοτρ Ίλιτς, σας παρακαλώ κάντε γρήγορα.

O Πιοτρ Ίλιτς απορούσε όλο και περισσότερο: Παρατήρησε ξαφνικά πως ο Μίτια κρατούσε στο χέρι του ένα σωρό λεφτά. Μπήκε μέσα κρατώντας τα μ' έναν τρόπο που κανένας δεν τα κρατάει και κανένας δεν μπαίνει έτσι σ' ένα σπίτι: Κράταγε όλα τα χαρτονομίσματα στο δεξί χέρι, που το τέντωνε, λες κι ήθελε να τα επιδείξει. Το παιδί, ο υπηρέτης του υπαλλήλου, που συνάντησε το Μίτια στο χολ, έλεγε αργότερα πως και στο χολ έτσι μπήκε, κρατώντας τα χρήματα, θα πει λοιπόν πως και στο δρόμο έτσι πήγαινε, κρατώντας τα μπροστά του στο δεξί του χέρι. Τα χαρτονομίσματα ήταν όλα των εκατό ρουβλίων, τα βάσταγε με τα ματωμένα του δάχτυλα. O Πιοτρ Ίλιτς απαντούσε σε κείνους που ενδιαφέρονταν αργότερα και ρωτούσαν: «πόσα λεφτά είχε;» πως τότε του ήταν δύσκολο να τα υπολογίσει έτσι με το μάτι, ίσως να ήταν δυο, ίσως να 'ταν και τρεις χιλιάδες· πάντως το μάτσο ήταν μεγάλο, «πάκο ολόκληρο». Όσο για το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, ο Πιοτρ Ίλιτς έλεγε αργότερα πως «τα 'χε σχεδόν χαμένα, δεν ήταν όμως μεθυσμένος. Σα να τον είχε πιάσει κάποια έξαρση, ήταν πολύ αφηρημένος, μα την ίδια στιγμή σάμπως πολύ συγκεντρωμένος, λες και κάτι σκεφτόταν και κάτι πάσκιζε να πετύχει και δεν μπορούσε ν' αποφασίσει αυτό το κάτι. Βιαζόταν πολύ, απαντούσε απότομα, πολύ παράξενα, ήταν μάλιστα στιγμές που δε φαινόταν λυπημένος μα απεναντίας χαρούμενος».

— Μα τι σας συμβαίνει, τι σας συμβαίνει; φώναξε και πάλι ο Πιοτρ Ίλιτς κοιτάζοντας αγριεμένος τον επισκέπτη. Πώς ματώσατε έτσι; Μήπως πέσατε; Κοιτάχτε!

Τον άρπαξε απ' τον αγκώνα και τον έφερε μπροστά στον καθρέφτη. O Μίτια, βλέποντας το πασαλειμμένο με αίματα πρόσωπό του, ανατρίχιασε κι έσμιξε θυμωμένα τα φρύδια του.

— Να πάρει ο διάολος! Αυτό μας έλειπε, μουρμούρισε αγαναχτισμένος.

Πήρε τα λεφτά στ' αριστερό του χέρι και έβγαλε σπασμωδικά το μαντίλι απ' την τσέπη. Μα και το μαντίλι ήταν καταματωμένο (μ' αυτό το ίδιο μαντίλι είχε προσπαθήσει να σκουπίσει τα αίματα απ' το μέτωπο και το πρόσωπο του Γρηγόρη) —ούτε σε μια γωνίτσα δεν είχε μείνει άσπρο κι όχι πως είχε στεγνώσει μα είχε κοκαλώσει ολότελα έτσι που ήταν τσαλακωμένο και δεν έλεγε να ξεδιπλωθεί. O Μίτια το πέταξε φουρκισμένος καταγής.

—Διάβολε! Μήπως έχετε κανένα παλιόπανο... να σκουπιστώ δηλαδή...

— Ώστε λερωθήκατε μονάχα; Δεν είσαστε πληγωμένος; Καλύτερα να πλυθείτε λοιπόν, απάντησε ο Πιοτρ Ίλιτς. Να το λαβομάνο, θα σας χύσω εγώ νερό.

—Λαβομάνο; Βέβαια, καλά λέτε... μονάχα τι θα τα κάνω αυτά; είπε κι έδειξε με μιαν εντελώς παράλογη απορία το μάτσο τα κατοστάρικα στον Πιοτρ Ίλιτς και τον κοίταξε ερωτηματικά λες κι έπρεπε εκείνος ν' αποφασίσει πού θα 'βαζε τα δικά του λεφτά.

—Βάλτε τα στην τσέπη σας ή ακουμπείστε τα δω πέρα στο τραπέζι. Δε θα τα πάρει κανείς.

— Στην τσέπη; Ναι, στην τσέπη. Καλά το λέτε... Όχι, ξέρετε τι λέω; Όλ' αυτά είναι ανοησίες! φώναξε σα να του πέρασε ξαφνικά η αφηρημάδα. Λέω να τελειώσουμε πρώτα τη δουλειά μας, να μου δώσετε τα πιστόλια μου, να τα λεφτά σας... γιατί μου χρειάζονται, μου χρειάζονται πάρα πολύ... και δεν έχω καθόλου, μα καθόλου καιρό...

Και παίρνοντας απ' το μάτσο το πάνω-πάνω κατοστάρικο, το πρότεινε στον υπάλληλο.

— Μα εγώ ούτε ρέστα δε θα 'χω να σας δώσω, παρατήρησε κείνος. Δεν έχετε ψιλά;

— Όχι, είπε ο Μίτια και ξανακοίταξε το μάτσο του.

Και, σα να μην ήταν βέβαιος, ανασήκωσε με το δάχτυλο δυο τρία χαρτονομίσματα.

— Όχι, όλα τα ίδια είναι, πρόσθεσε και ξανακοίταξε ερωτηματικά τον Πιοτρ Ίλιτς.

— Μα πώς τα καταφέρατε και πλουτίσατε τόσο; ρώτησε κείνος. Σταθείτε. Θα στείλω το μικρό στους Πλότνικοβ. Κλείνουν αργά, ίσως να του χαλάσουν το κατοστάρικο. Έι, Μίσα! φώναξε στο χολ.

— Στο μπακάλικο των Πλότνικοβ, θαυμάσια ιδέα! φώναξε κι ο Μίτια σαν κάτι να σκέφτηκε. Μίσα, είπε γυρίζοντας στο παιδί που μπήκε- άκου δω, τρέχα στους Πλότνικοβ και πες πως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς στέλνει τους χαιρετισμούς του και πως σε λίγο θα 'ρθει κι ο ίδιος... Μα άκου, άκου λοιπόν: να πεις, ώσπου να πάω, να ετοιμάσουν σαμπάνιες, τρεις ντουζίνες πάνω κάτω και να τις πακετάρουν όπως τότε, —τότε που πήγα στο Μόκρογιε... Τότε είχα πάρει τέσσερις ντουζίνες (είπε γυρίζοντας ξαφνικά στον Πιοτρ Ίλιτς), τα ξέρουν αυτοί, μείνε ήσυχος. Μίσα, —γύρισε και πάλι στο παιδί. Άκου λοιπόν. Να ετοιμάσουν και τυρί και πίτες του Στρασβούργου και πέστροφες καπνιστές, ζαμπόν, χαβιάρι κι ό,τι άλλο έχουν, όλα μαζί εκατό ίσα με εκατόν είκοσι ρούβλια, όπως ήταν και τότε... Κι άκου, να μην ξεχάσουν και τα γλυκά, καραμέλες, αχλάδια, δυο τρία καρπούζια ή μάλλον τέσσερα, μα όχι ένα καρπούζι φτάνει. Και σοκολάτες και μπομπόνια και καραμέλες και μαντολάτα, με δυο λόγια όλα όσα πήρα και τότε που πήγα στο Μόκρογιε, μαζί με τις σαμπάνιες να κάνουν όλα τρακόσια ρούβλια πάνω-κάτω... Κοίτα μην ξεχάσεις τίποτα, Μίσα, αν σε λένε Μίσα δηλαδή... Μίσα δεν είναι τ' όνομά του; γύρισε πάλι και ρώτησε τον Πιοτρ Ίλιτς.

— Μα σταθείτε λοιπόν, τον διέκοψε ο Πιοτρ Ίλιτς που τον κοίταζε κι άκουγε ανήσυχος. Καλύτερα να πάτε μονάχος σας να τα παραγγείλετε. Αυτός θα τα μπερδέψει.

— Θα τα μπερδέψει, το βλέπω πως θα τα μπερδέψει! Εχ, Μίσα, και γω ήμουν έτοιμος να σε φιλήσω που θα με βοηθούσες... Αν δεν τα μπερδέψεις, θα σου δώσω δέκα ρούβλια. Τρέχα... Να ετοιμάσουν σαμπάνιες, πριν απ' όλα τις σαμπάνιες να ετοιμάσουν... και κονιάκ και κρασί κόκκινο κι άσπρο, όλα όπως και τότε. Αυτοί ξέρουν πώς ήταν τότε.

— Μα ακούστε λοιπόν! τον διέκοψε ανυπόμονα ο Πιοτρ Ίλιτς. Ας πάει μονάχα να χαλάσει και να τους πει να μην κλείσουν κι όταν θα πάτε σεις τους τα παραγγέλνετε μονάχος σας... Δώστε του το κατοστάρικο. Δίνε του, Μίσα, εδώ είσ' ακόμα!

Φαίνεται πως ο Πιοτρ Ίλιτς επίτηδες βιαζόταν να διώξει το γρηγορότερο το Μίσα γιατί κείνος στεκόταν σαν απολιθωμένος μπροστά στον επισκέπτη και κοίταζε με γουρλωμένα μάτια, και με το στόμ' ανοιχτό, απορημένος και τρομαγμένος, το ματωμένο του πρόσωπο και τα ματωμένα του χέρια με το μάτσο τα λεφτά στα τρεμάμενα δάχτυλά του και σίγουρα πολύ λίγα θα κατάλαβε απ' όλα κείνα που του παράγγειλε ο Μίτια.

— Τώρα πάμε να πλυθείτε, είπε αγριωπά ο Πιοτρ Ίλιτς. Ακουμπείστε τα λεφτά στο τραπέζι ή βάλτε τα στην τσέπη σας... Έτσι. Πάμε τώρα. Βγάλτε τη ρεντιγκότα σας.

Άρχισε να τον βοηθάει να βγάλει τη ρεντιγκότα και ξαφνικά φώναξε και πάλι:

— Κοιτάχτε, είναι κι η ρεντιγκότα σας ματωμένη!

— Αυτό... αυτό δεν είναι ρεντιγκότα. Μονάχα λιγάκι δω πέρα στο μανίκι... Και τούτο δω όπου ήταν το μαντίλι. Έτσι καθώς ήταν στην τσέπη... Γιατί στης Φένιας κάθισα πάνω στο μαντίλι και λοιπόν καθώς ζουλήχτηκε... εξήγησε αμέσως με κάποια καταπληχτική εμπιστοσύνη ο Μίτια.

O Πιοτρ Ίλιτς τον άκουσε σκυθρωπός.

— Μωρέ, πώς τα καταφέρατε έτσι —θα τσακωθήκατε ασφαλώς με κάποιον, μουρμούρισε ο Πιοτρ Ίλιτς.

O Ντιμήτρι άρχισε να πλένεται. O Πιοτρ Ίλιτς του 'χυνε νερό με μια κανάτα. O Μίτια βιαζόταν και δε σαπούνισε καλά τα χέρια του. (Τα χέρια του τρέμανε, όπως θυμήθηκε αργότερα ο Πιοτρ Ίλιτς.) O Πιοτρ Ίλιτς τον πρόσταξε αμέσως να σαπουνιστεί και να τριφτεί καλύτερα. Σα να είχε κάποιο επιβάλλον στο Μίτια κείνη τη στιγμή που όσο πήγαινε και μεγάλωνε. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε πως αυτός ο νέος δεν ήταν καθόλου φοβιτσιάρης.

— Κοιτάχτε, δεν έφυγαν ακόμα κάτω απ' τα νύχια. Τώρα τρίφτε το πρόσωπο, να, εδώ: Στα μελίγγια, κοντά στ' αυτί... Μ' αυτό το πουκάμισο θα πάτε; Και πού θα πάτε; Κοιτάχτε, όλο το δεξί μανικέτι είναι γεμάτο αίματα.

— Ναι, έχει αίματα, παρατήρησε ο Μίτια καλοκοιτάζοντας το μανίκι του.

— Αλλάξτε λοιπόν πουκάμισο.

— Βιάζομαι. Ξέρετε, ξέρετε τι θα κάνω, εξακολούθησε να λέει ο Μίτια με την ίδια εμπιστοσύνη, σκουπίζοντας με την πετσέτα το πρόσωπο και τα χέρια του και βάζοντας τη ρεντιγκότα του —θα γυρίσω εδώ στην άκρη το μανίκι και δε θα φαίνεται καθόλου κάτω απ' τη ρεντιγκότα... βλέπετε;

— Πέστε μου τώρα πώς γίνατε έτσι; Τσακωθήκατε μήπως με κανέναν; Και με ποιον; Μήπως στην ταβέρνα πάλι όπως και τότε; Μήπως χτυπήσατε και τραβήξατε απ' τα γένεια κείνον τον λοχαγό, όπως και τότε; είπε με κάποιον τόνο επίπληξης στη φωνή του ο Πιοτρ Ίλιτς. Ποιον δείρατε πάλι;... Ή σκοτώσατε κιόλας;

— Ανοησίες! πρόφερε ο Μίτια.

— Πώς ανοησίες;

— Δε βαριέσαι, είπε ο Μίτια και ξάφνου χαμογέλασε. Είναι που σκούντησα μια γριούλα τώρα στην πλατεία και την ποδοπάτησα.

— Την ποδοπατήσατε; Τη γριούλα;

— Το γέρο! φώναξε ο Μίτια κοιτάζοντας κατάματα

τον Πιοτρ Ίλιτς, γελώντας και φωνάζοντας του σα να φώναζε σε κανέναν κουφό.

— Βρε που να πάρει ο διάολος, το γέρο, τη γριούλα... Σκοτώσατε κανέναν δηλαδή;

— Τα ξαναφτιάξαμε. Αρπαχτήκαμε μα τα ξαναφτιάξαμε. Κάπου. Όταν χωρίσαμε ήμασταν φίλοι. Ένας βλάκας... με συγχώρεσε... τώρα πια σίγουρα θα μ' έχει συγχωρέσει... Αν σηκωνότανε δε θα με συγχωρούσε βέβαια, είπε ο Μίτια κι έκλεισε ξαφνικά πονηρά το μάτι. Μονάχα ξέρετε κάτι, Πιοτρ Ίλιτς; Ας τον στείλουμε στο διάολο τώρα. Τούτη τη στιγμή δε θέλω να θυμάμαι! είπε κοφτά ο Μίτια.

— Μα το είπα μονάχα... όρεξη που την έχετε να τσακώνεστε με τον καθένα... όπως και τότε που αρπαχτήκατε για το τίποτα με κείνον το λοχαγό... Δαρθήκατε και τώρα βιάζεστε να πάτε να γλεντήσετε. Να ο χαρακτήρας σας. Τρεις ντουζίνες σαμπάνιες! Τι θα τις κάνετε τόσες πολλές;

— Μπράβο! Τώρα δώστε μου τα πιστόλια. Μα το Θεό, δεν έχω καιρό για χάσιμο. Θα το ήθελα πολύ να μιλήσω μαζί σου, φιλαράκο μου, μα βιάζομαι. Μα κι ούτε χρειάζεται. Είναι αργά πια για κουβέντες. Μα πού είναι λοιπόν τα λεφτά; Πού τα 'βαλα; φώναξε κι άρχισε να χώνει τα χέρια του σ' όλες τις τσέπες.

— Τα βάλατε στο τραπέζι... μονάχος σας... νά τα. Το ξεχάσατε; Μα την αλήθεια, τα λεφτά τα 'χετε σα να είναι σκουπίδια. Να τα πιστόλια σας. Παράξενο. Κατά τις πέντε και κάτι μου τα δώσατε ενέχυρο για δέκα ρούβλια και τώρα έχετε ολόκληρο μάτσο κατοστάρικα. Δυο-τρεις χιλιάδες θα είναι.

— Τρεις, είπε ο Μίτια γελώντας και χώνοντας τα λεφτά στην τσέπη του παντελονιού.

— Θα τα χάσετε έτσι. Μπας και έχετε χρυσωρυχεία;

— Ορυχεία; Χρυσωρυχεία; φώναξε μ' όλη του τη δύναμη ο Μίτια κι έσκασε στα γέλια. Θέλετε να πάτε, Περχότιν, στα ορυχεία; Είναι μια κυρία που θα σας δώσει αμέσως τρεις χιλιάδες μόνο και μόνο για να πάτε. Εμένα μου έδωσε, τόσο πολύ τ' αγαπάει τα ορυχεία! Την ξέρετε τη Χοχλάκοβα;

—Δεν τη γνωρίζω μα έχω ακούσει γι' αυτήν και την έχω δει. Ώστε σας έδωσε τρεις χιλιάδες; Έτσι με το πρώτο; είπε ο Πιοτρ Ίλιτς και κοίταξε το Μίτια δύσπιστα.

—Αύριο, μόλις ξεμυτίσει ο ήλιος, μόλις φανεί ο αγέραστος Φοίβος, δοξάζοντας και υμνώντας το Θεό, αύριο κιόλας να πάτε σπίτι της, στη Χοχλάκοβα δηλαδή, και να τη ρωτήσετε: Μου τις έδωσε τις τρεις χιλιάδες ή όχι. Να ζητήσετε πληροφορίες.

— Δεν ξέρω βέβαια τις σχέσεις σας... αφού το λέτε, θα πει πως σας έδωσε... Όμως εσείς τσεπώσατε τα χρήματα κι αντί να πάτε στη Σιβηρία έχετε σκοπό να το ρίξετε έξω... Μα πού θα πάτε αλήθεια τέτοια ώρα, ε;

— Στο Μόκρογιε.

— Στο Μόκρογιε; Μα είναι νύχτα!

— Τη μια είμαστε το παν, κι ύστερα πια τίποτα, είπε ξάφνου ο Μίτια.

— Πώς έτσι τίποτα; Με τόσες χιλιάδες στην τσέπη και λέτε τίποτα;

— Δε μιλάω για τις χιλιάδες. Στο διάολο οι χιλιάδες! Λέω για το χαρακτήρα της γυναίκας:

Εύπιστες πάντοτε οι γυναίκες

διεφθαρμένες κι ευμετάβλητες.

Συμφωνώ με τον Οδυσσέα.

— Δε σας καταλαβαίνω.

— Μπας κι είμαι μεθυσμένος;

— Κάτι χειρότερο ακόμα.

— Είμαι ψυχικά μεθυσμένος, Πιοτρ Ίλιτς, ψυχικά μεθυσμένος.

Και φτάνει, φτάνει...

— Τι κάνετε κει; Γεμίζετε το πιστόλι;

— Ναι, γεμίζω το πιστόλι.

Πραγματικά ο Μίτια είχε ανοίξει το κουτί με τα πιστόλια, είχε πάρει το κέρας και προσεχτικά έριχνε μπαρούτι μέσα στην κάνη ενός πιστολιού. Ύστερα πήρε μια σφαίρα και βαστώντας την στα δυο του δάχτυλα την εξέταζε στο φως του κεριού.

— Τι την κοιτάτε έτσι τη σφαίρα; ρώτησε ο Πιοτρ Ίλιτς με ανήσυχη περιέργεια.

— Έτσι. Φαντασία μου είναι. Αν σου κατέβαινε εσένα να φυτέψεις τούτη τη σφαίρα στο κεφάλι σου θα την εξέταζες ή όχι προτού τη βάλεις στο πιστόλι;

— Γιατί να την εξετάσω;

— Στο μυαλό μου θα μπει, είναι ενδιαφέρον λοιπόν να δω πώς ακριβώς είναι... Όμως όλ' αυτά είναι στιγμιαίες βλακείες. Το παραδέχομαι. Τέλειωσε κι αυτό, πρόσθεσε χώνοντας τη σφαίρα στην κάνη και στουμπώνοντάς την με στουπί. Καλέ μου Πιοτρ Ίλιτς, όλ' αυτά είναι βλακείες. Αν ήξερες πόσο ηλίθια είναι όλα... Δώσ' μου τώρα ένα κομματάκι χαρτί.

— Ορίστε.

— Όχι, θέλω καθαρό, ένα χαρτί απ' αυτά για γράψιμο. Έτσι μπράβο. Και αρπάζοντας βιαστικά μια πένα απ' το τραπέζι, ο Μίτια έγραψε γρήγορα δυο αράδες, δίπλωσε το χαρτί στα τέσσερα και το 'βαλε στο τσεπάκι του γιλέκου του. Τα πιστόλια τα 'βαλε στο κουτί τους, το κλείδωσε και το πήρε στο χέρι.

Ύστερα κοίταξε τον Πιοτρ Ίλιτς χαμογελώντας σκεφτικά για πολλήν ώρα.

— Και τώρα πάμε, είπε.

— Πού να πάμε; Για σταθείτε... Σα να μου φαίνεται πως στ' αλήθεια έχετε σκοπό να τη φυτέψετε στο κεφάλι σας... τη σφαίρα δηλαδή... πρόφερε ανήσυχος ο Πιοτρ Ίλιτς.

— Η σφαίρα είναι σαχλαμάρες! Θέλω να ζήσω. Την αγαπάω τη ζωή! Αυτό να το ξέρεις. Αγαπώ το χρυσόμαλλο Φοίβο και το ζεστό του φως... Ξέρεις ν' αποσύρεσαι, αγαπητέ μου Πιοτρ Ίλιτς;

— Πώς δηλαδή ν' αποσύρομαι.

— Να αφήνεις ελεύθερο το δρόμο, όχι μονάχα στο πλάσμα το αγαπημένο μα και στο μισητό έτσι που και το πλάσμα που μισείς να σου γίνει αγαπητό. Και να τους πεις: O Θεός μαζί σας, πηγαίνετε, περάστε... όσο για μένα...

— Όσο για σας;

— Φτάνει, πάμε.

— Μα το Θεό, θα πω σε κανέναν (τον κοίταξε ο Πιοτρ Ίλιτς) να σας εμποδίσει. Γιατί θέλετε να πάτε τώρα στο Μόκρογιε;

— Είναι η γυναίκα κει πέρα, η γυναίκα. Αυτό σου φτάνει, Πιοτρ Ίλιτς, παράτα με πια!

— Ακούστε, αν και είσαστε άγριος, όμως πάντα σας συμπαθούσα κάπως... γι' αυτό και ανησυχώ τώρα.

— Σ' ευχαριστώ, αδερφέ μου. Είμαι άγριος λες. Άγριοι, άγριοι είμαστε. Αυτό ανέκαθεν το έλεγα. Άγριοι είμαστε! Α, να και ο Μίσα. Τον είχα ξεχάσει κιόλας.

Μπήκε λαχανιασμένος ο Μίσα μ' ένα μάτσο ψιλά κι ανακοίνωσε πως στους Πλότνικοβ «όλοι μπήκαν σε κίνηση», ετοιμάζουν τα μπουκάλια, τα ψάρια και το τσάι, σε λίγο όλα θα είν' έτοιμα. O Μίτια άρπαξε ένα δεκάρουβλο, το 'δωσε στον Πιοτρ Ίλιτς και πέταξε ένα άλλο στο Μίσα.

—Αυτό δεν το επιτρέπω! φώναξε ο Πιοτρ Ίλιτς. Σας απαγορεύω να του δίνετε λεφτά μες στο σπίτι μου. Αυτό τους κακομαθαίνει. Φυλάχτε τα λεφτά σας, γιατί τα σκορπάτε; Αύριο κιόλας θα σας χρειαστούν και θα 'ρθετε πάλι σε μένα να μου ζητάτε δέκα ρούβλια δανεικά. Γιατί τα χώνετε όλα στην τσέπη του παντελονιού; Θα σας πέσουν από κει!

— Άκου, αγαπητέ μου άνθρωπε. Θες να πάμε μαζί στο Μόκρογιε;

— Τι δουλειά έχω εγώ κει κάτω;

— Άκου, θες ν' ανοίξω τώρα ένα μπουκάλι να πιούμε μαζί στην υγειά της ζωής; Θέλω να πιώ και μάλιστα να πιώ μαζί σου. Ποτέ δεν ξανάπια μαζί σου. Έτσι δεν είναι;

— Έστω, θα μπορούσαμε να πάμε στην ταβέρνα, για κει ετοιμαζόμουν και εγώ.

— Δεν έχω καιρό. Καλύτερα να πάμε στο μπακάλικο των Πλότνικοβ, κει στο πίσω δωματιάκι. Θες να σου πω ένα αίνιγμα;

— Πες μου.

O Μίτια έβγαλε απ' το γιλέκο το χαρτάκι, το ξεδίπλωσε και του το 'δειξε. Είχε γράψει με μεγάλα κι αραιά γράμματα:

«Τιμωρώ τον εαυτό μου για όλη μου τη ζωή, τιμωρώ όλη τη ζωή μου».

— Μα την αλήθεια, θα ειδοποιήσω. Τώρ' αμέσως θα ειδοποιήσω, είπε ο Πιοτρ Ίλιτς όταν το διάβασε.

— Δε θα προφτάσεις, φιλαράκο μου, πάμε τώρα να πιούμε. Εμπρός!

Το μπακάλικο των Πλότνικοβ ήταν μόλις ένα σπίτι παρακάτω απ' του Πιοτρ Ίλιτς, στη γωνιά του δρόμου. Ήταν το μεγαλύτερο κατάστημα τροφίμων στην πολιτεία μας. Ανήκε σε πλούσιους εμπόρους κι ήταν ευπρόσωπο. Είχε από όλα που μπορείς να βρεις σ' ένα εδωδιμοπωλείο της πρωτεύουσας. Κάθε είδος αποικιακό, κρασιά μάρκας αδελφών Ελισέγιεβ, φρούτα, πούρα, τσάι, καφέ, ζάχαρη κ.τ.λ. Είχε τρεις υπαλλήλους και δυο μικρούς για θελήματα. Αν κι η περιφέρειά μας είχε φτωχύνει κι οι τσιφλικάδες όλοι είχαν φύγει και το εμπόριο είχε σχεδόν νεκρωθεί, τα μπακάλικο έκανε χρυσές δουλειές, όπως και πρώτα. Και μάλιστα από χρόνο σε χρόνο πήγαινε όλο και καλύτερα, γιατί γι' αυτά τα είδη δε λείπουν ποτέ οι αγοραστές. Το Μίτια τον περιμένανε ανυπόμονα. Θυμόνταν πολύ καλά πως εδώ και τρεις τέσσερις βδομάδες είχε πάρει και πάλι μονομιάς κρασιά και διάφορα άλλα είδη και είχε πληρώσει μερικές κατοσταριές ρούβλια (κρέντιτο φυσικά δε θα του δίνανε ποτέ), θυμόνταν πως και τότε βαστούσε στο χέρι του ένα ολάκερο μάτσο κατοστάρικα και τα σκορπούσε χωρίς λόγο, χωρίς να κάνει παζάρια, χωρίς να σκέφτεται τι θα το κάνει τόσο κρασί και τόσα πράματα. Σ' όλη την πολιτεία λέγανε αργότερα πως όταν είχε πάει τότε με την Γκρούσενκα στο Μόκρογιε «σπατάλησε σε μια νύχτα και μια μέρα τρεις χιλιάδες μονοκοπανιάς και γύρισε απ' το γλέντι πανί με πανί». Είχε ξεσηκώσει ένα ολόκληρο τσούρμο τσιγγάνους, που είχαν τότε κατασκηνώσει κοντά στην περιοχή μας και πως αυτοί, έλεγε ο κόσμος, έτσι καθώς ήταν αυτός μεθυσμένος, του πήρανε λεφτά με τη σέσουλα κι ήπιανε του κόσμου τ' ακριβό κρασί για λογαριασμό του. Διηγόνταν ακόμα, κοροϊδεύοντας το Μίτια, πως μέθυσε στο Μόκρογιε τους βρομομουζίκους με σαμπάνια κι έκανε τις κοπέλες και τις χωριάτισσες να μπουχτίσουν με καραμέλες και πίτες του Στρασβούργου. Τον κοροϊδεύαν ακόμα, στην ταβέρνα ιδιαίτερα, για την ειλικρινή και δημόσια τοτινή του εξομολόγηση (δε γελάγανε βέβαια όταν ήταν κι αυτός μπροστά, τούτο ήταν κάπως επικίνδυνο) πως αν και ξόδεψε τα «μαλλιοκέφαλά» του, το μόνο που του επέτρεψε η Γκρούσενκα ήταν «να της φιλήσει το ποδαράκι της και τίποτα, μα τίποτα παραπάνω».

— Όταν ο Μίτια κι ο Πιοτρ Ίλιτς, πλησιάσανε στο μπακάλικο, βρήκανε στην είσοδο μιαν έτοιμη τρόικα. Στ' αμάξι είχαν στρώσει ένα χαλί, τ' άλογα είχαν κουδουνάκια και χαϊμαλιά. Αμαξάς ήταν ο Αντρέι. Στο μπακάλικο προφτάσανε να «τακτοποιήσουν» σχεδόν εντελώς ένα κασόνι με πράματα και περιμένανε να 'ρθει ο Μίτια για να το καρφώσουν και να το φορτώσουν στ' αμάξι. O Πιοτρ Ίλιτς απόρησε.

— Πότε πρόφτασαν να σου ετοιμάσουν και τρόικα; ρώτησε το Μίτια.

Όταν ερχόμουνα τρέχοντας στο σπίτι σου, αντάμωσα τον Αντρέι και τον πρόσταζα να πάει αμέσως στο μπακάλικο. Δεν είχα καιρό για χάσιμο! Την περασμένη φορά με πήγε ο Τιμοφέι, μα τώρα ο Τιμοφέι έφυγε πριν από μένα με μια πεντάμορφη μάγισσα. Τί λες, Αντρέι, θ' αργήσουμε πολύ;

— Το πολύ μια ώρα να μας ξεπεράσουν. Κι αυτό ζήτημα είναι δηλαδή, μια ώρα και πολύ σου βάζω! βιάστηκε ν' απαντήσει ο Αντρέι. Εγώ έζεψα τ' αμάξι του Τιμοφέι και ξέρω. Άλλο το δικό του τρέξιμο κι άλλο το δικό μας, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Δε θα μας ξεπεράσουν πιότερο από μια ώρα! πρόσθεσε με θέρμη ο Αντρέι.

Ήταν ένας κοκκινομάλλης, νέος ακόμα, ξερακιανός αμαξάς που φορούσε σακάκι χωρίς μανίκια και βάσταγε μια γούνινη κάπα στ' αριστερό του χέρι.

— Θα σου δώσω πενήντα ρούβλια παραπάνω αν αργήσουμε μονάχα μια ώρα.

— Δε θ' αργήσουμε παραπάνω, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, κόβω το κεφάλι μου. Τι λέω; Ούτε μισή δε θα μας ξεπεράσουν!

O Μίτια άρχισε να δίνει διαταγές μα μίλαγε κάπως παράξενα, κομματιαστά, δεν ακολουθούσε ορισμένη σειρά. Άρχιζε κάτι και ξέχναγε να το τελειώσει. O Πιοτρ Ίλιτς νόμισε πως έπρεπε ν' ανακατευτεί κι αυτός και να τον βοηθήσει.

— Τετρακόσια ρούβλια να κάνουν όλα, όχι λιγότερο από τετρακόσια, για να γίνουν όλα όπως και τότε, πρόσταξε ο Μίτια. Τέσσερις ντουζίνες σαμπάνιες. Ούτ' ένα μπουκάλι λιγότερο.

— Τι τις θέλεις τόσες πολλές; Στάσου! φώναξε ο Πιοτρ Ίλιτς. Τι κασόνι είν' αυτό; Τι έχει μέσα; Μπορεί ποτέ να 'χει πράμα για τετρακόσια ρούβλια;

Οι πολυάσχολοι υπάλληλοι του εξήγησαν αμέσως όλο γλυκόλογα πως σ' αυτό το πρώτο κασόνι βάλανε μονάχα μισή δωδεκάδα σαμπάνιες κι «όσα πρέπει να 'ναι πρόχειρα για την αρχή», δηλαδή μεζέδες, καραμέλες κ.τ.λ. Μα πως τα περισσότερα θα πακεταριστούν και θα σταλούν μ' άλλο αμάξι με τρία άλογα κι αυτό, όπως και την άλλη φορά και θα φτάσουν «στον προς ον όρον μόλις μετά μίαν ώραν μετά την άφιξιν του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς».

— Να μην αργήσουν περισσότερο από μια ώρα, να μην αργήσουν. Και βάλτε όσο μπορείτε περισσότερες καραμέλες γεμιστές και ζαχαρωτά. Τα κορίτσια τ' αγαπάνε πολύ κει πέρα, επέμενε ο Μίτια.

— Τις καραμέλες ας τις βάλουν. Μα τις τέσσερις ντουζίνες τι τις θέλεις; Μια σου φτάνει, είπε ο Πιοτρ Ίλιτς που θύμωσε κιόλας.

Άρχισε να κάνει παζάρια, ζήτησε το λογαριασμό, δεν έλεγε να ησυχάσει. Έσωσε όμως μονάχα εκατό ρούβλια. Αποφάσισαν τέλος όλα τα πράματα να μην κάνουν παραπάνω από τριακόσια ρούβλια.

— Βρε, δεν πάτε στο διάολο λέω γω! αναφώνησε ο Πιοτρ Ίλιτς λες και ξαφνικά καλοσκέφτηκε τι κάνει. Τι με νοιάζει μένα στο κάτω-κάτω; Σκόρπα τα λεφτά σου μια και δεν σου κοστίζουν τίποτα.

— Έλα, οικονόμε μου, έλα και μη θυμώνεις, του είπε ο Μίτια τραβώντας τον στο πίσω δωματιάκι του μπακάλικου. Θα μας φέρουν τώρα ένα μπουκάλι και θα το κανονίσουμε. Εχ, Πιοτρ Ίλιτς, γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου; Έλα, είσαι καλός άνθρωπος και κάτι τέτοιους εγώ τους αγαπάω.

O Μίτια κάθισε στην πλεχτή καρέκλα, μπροστά στο μικρό τραπεζάκι που ήταν σκεπασμένο μ' ένα βρόμικο τραπεζομάντηλο. O Πιοτρ Ίλιτς θρονιάστηκε απέναντί του κι αμέσως φέρανε τη σαμπάνια. Ρώτησαν μην τυχόν οι κύριοι θέλουν στρείδια, «πρώτης τάξεως στρείδια, της πιο πρόσφατης παραλαβής».

— Στο διάολο τα στρείδια. Δεν τα τρώω κι ούτε θέλω τίποτα, ούρλιαξε σχεδόν άγρια ο Πιοτρ Ίλιτς.

— Δε μας παίρνει η ώρα για στρείδια, παρατήρησε ο Μίτια· μα ούτε κι όρεξη έχω. Ξέρεις, φίλε μου, πρόσθεσε ξαφνικά με αίσθημα· ποτέ δε μ' άρεσε όλη αυτή η αταξία.

— Και ποιανού τ' αρέσει; Τρεις ντουζίνες σαμπάνια για τους μουζίκους! Προς Θεού, μα αυτό πια είναι άνω ποταμών.

—Δεν εννοούσα αυτό. Μιλάω για την ανώτερη τάξη. Δεν υπάρχει τάξη μέσα μου. Στο διάολο! Όλη η ζωή μου ήταν μια

αταξία και πρέπει να βάλω τάξη. Καλαμπουρίζω, ε;

— Δεν καλαμπουρίζεις. Παραμιλάς.

Δόξα στον Ύψιστο τον κόσμου, δόξα στον Ύψιστο εντός μου!

Αυτοί οι στίχοι βγήκαν κάποτε από την ψυχή μου. Δεν είναι στίχοι, είναι δάκρυα... εγώ ο ίδιος τους έφτιαξα... όχι τότε βέβαια που τράβαγα το λοχαγό από τα γένεια...

— Τι σου 'ρθε πάλι; Γιατί τον θυμήθηκες έτσι ξαφνικά;

— Γιατί τον θυμήθηκα; Ανοησίες! Όλα θα τελειώσουν, όλα θα μπουν στο λογαριασμό, θα τραβηχτεί μια γραμμή και θα γράψουμε τη σούμα.

— Όλο με κάνεις και ξαναθυμάμαι τα πιστόλια σου.

— Και τα πιστόλια ανοησίες είναι! Πίνε και προσγειώσου. Την αγαπάω τη ζωή, την αγάπησα τόσο που καταντάει αίσχος. Φτάνει πια! Έλα να πιούμε στην υγειά της ζωής, φιλαράκο μου. Προτείνω να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας στην υγειά της ζωής! Γιατί είμαι ευχαριστημένος με τον εαυτό μου; Είμαι τιποτένιος, όμως είμαι ευχαριστημένος με τον εαυτό μου. Μα παρ' όλα αυτά βασανίζομαι γιατί είμαι τιποτένιος κι ευχαριστημένος απ' τον εαυτό μου. Ευλογημένη να 'ναι η δημιουργία, είμαι τώρα έτοιμος να δοξάσω το Θεό και το δημιούργημά του μα... πρέπει να συντρίψουμε ένα βρομερό ζωύφιο, για να μη σέρνεται στη γη και να μη χαλάει τη ζωή των άλλων... Ας πιούμε για τη ζωή, αγαπητέ μου! Τι άλλο μπορεί να γίνει πιο πολύτιμο απ' τη ζωή; Τίποτα! Τίποτα! Στην υγειά της ζωής και της βασίλισσας μέσα στις βασίλισσες.

— Ας πιούμε για τη ζωή, και γιατί όχι; Και για τη βασίλισσά σου.

Ήπιαν από 'να ποτήρι. O Μίτια, παρ' όλη την έξαρσή του και την αναταραχή του, φαινόταν κάπως μελαγχολικός. Λες και τον βασάνιζε κάποια ακαθόριστη και βαριά έγνοια.

—Μίσα... ο δικός σου ο Μίσα είν' αυτός; Μίσα, καλούλη μου, Μίσα, έλα εδώ, πιες αυτό το ποτήρι στην υγειά του χρυσομάλλη, του αυριανού Φοίβου...

— Μα γιατί του δίνεις; φώναξε ο Πιοτρ Ίλιτς ερεθισμένα.

— Ε, άσε με, ε, έτσι το θέλω.

— Ε-εχ!

O Μίσα ήπιε, έκανε μιαν υπόκλιση και βγήκε τρέχοντας.

—Έτσι θα με θυμάται περισσότερο, παρατήρησε ο Μίτια. Τη γυναίκα αγαπάω, τη γυναίκα! Τι είναι η γυναίκα; Βασίλισσα της γης! Νιώθω τόση θλίψη, τόση θλίψη, Πιοτρ Ίλιτς! Τον θυμάσαι τον Άμλετ; «Νιώθω τόση θλίψη, τόση θλίψη, Οράτιε... Αχ, φτωχέ μου Γιόρικ!». Ίσως εγώ να 'μαι ίσα-ίσα ο Γιόρικ. Ναι, τώρα είμαι ο Γιόρικ και το κρανίο αργότερα.

O Πιοτρ Ίλιτς άκουγε και σώπαινε, σώπασε για λίγο κι ο Μίτια.

— Τι σκυλάκι είν' αυτό που 'χετε κει πέρα; ρώτησε ξάφνου αφηρημένα τον υπάλληλο του μαγαζιού, παρατηρώντας στη γωνιά ένα μικρό πεκινουά με μαύρα ματάκια.

— Είναι της Βαρβάρας Αλεξέγιεβνας, της γυναίκας του αφεντικού, απάντησε ο υπάλληλος. Το 'φερε εδώ πριν από λίγο και το ξέχασε. Θα πρέπει να το πάμε σπίτι της.

— Έχω ξαναδεί ένα παρόμοιο... στο Σύνταγμα, πρόφερε σκεφτικά ο Μίτια, μονάχα που κείνο είχε σπασμένο το πισινό ποδαράκι του... Με τούτη την ευκαιρία θα 'θελα να σε ρωτήσω,

Πιοτρ Ίλιτς, τούτο δω: Έκλεψες ποτέ στη ζωή σου ή όχι;

— Έτσι μου 'ρθε. Και λέω αν…

—Τι ερώτηση είν' αυτή; έκλεψες από ιδιώτη, από την τσέπη του. Δε μιλάω για το δημόσιο, εκεί γίνεται γενική ρεμούλα και βέβαια και συ...

— Άι στο διάολο, ξεφορτώσου με.

— Λέω τούτο: Αν πήρες απευθείας από την τσέπη το πορτοφόλι κανενός, ε;

— Έκλεψα μια φορά απ' τη μάνα μου ένα εικοσαράκι, ήμουν εννιά χρονώ τότε, το πήρα απ' το τραπέζι. Το βούτηξα κρυφά και το 'σφιξα στη χούφτα μου.

— Και λοιπόν;

— Τίποτα. Το φύλαγα τρεις μέρες, ύστερα μ' έπιασε ντροπή, τ' ομολόγησα και της το ξανάδωσα.

— Και λοιπόν;

— Μα φυσικά μου τις βρέξανε. Μα γιατί ρωτάς; Μπας κι έκλεψες και συ;

— Έκλεψα, είπε ο Μίτια κλείνοντας πονηρά το μάτι.

— Τι έκλεψες; ρώτησε με περιέργεια ο Πιοτρ Ίλιτς.

— Ένα εικοσαράκι απ' τη μάνα μου, όταν ήμουν εννιά χρονώ, σε τρεις μέρες της το ξανάδωσα. Λέγοντάς το αυτό ο Μίτια σηκώθηκε απότομα.

— Τι λέτε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; Δεν είν' η ώρα να φεύγουμε; φώναξε ξαφνικά απ' την πόρτα του μπακάλικου ο Αντρέι.

— Όλα έτοιμα; Φύγαμε! βιάστηκε ο Μίτια. Δυο λόγια ακόμα και... ένα ποτηράκι βότκα στον Αντρέι γρήγορα! Κι ένα ποτηράκι κονιάκ εκτός απ' τη βότκα! Αυτό το κουτί (με τα πιστόλια), να το βάλετε κάτω απ' το κάθισμά μου. Αντίο, Πιοτρ Ίλιτς, μη με θυμάσαι με κακία.

— Μα θα γυρίσεις αύριο, έτσι δεν είναι;

— Ασφαλώς.

— Το λογαριασμό θέλετε να τον κανονίσουμε τώρα; είπε ο υπάλληλος.

— Α, ναι ο λογαριασμός! Και βέβαια!

Έβγαλε βιαστικά από την τσέπη του το μάτσο, πήρε τρία κατοστάρικα, τα πέταξε στον πάγκο και βγήκε βιαστικός απ' το μπακάλικο. Τον ακολούθησαν όλοι και του εύχονταν με υποκλίσεις καλή διασκέδαση. O Αντρέι πλατάγισε τη γλώσσα του —μόλις είχε πιει το κονιάκ και πήδηξε στην θέση του. Μα μόλις ο Μίτια ετοιμαζόταν να καθίσει, βρέθηκε μπροστά του, εντελώς αναπάντεχα, η Φένια. Είχε φτάσει τρέχοντας κι ήταν καταλαχανιασμένη. Έπεσε στα πόδια του φωνάζοντας:

— Πατερούλη, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, καλούλη μου, μην της κάνετε κακό της κυράς μου! Και γω που κάθισα και σας τα είπα όλα!... Ούτε και κείνον μην τον χαλάσετε, κείνον τον πρώτο τον δικό της! Θα παντρευτεί τώρα τη Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, γι' αυτό γύρισε από τη Σιβηρία... Πατερούλη μου, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, μην τους πάρετε τη ζωή!

— Βρε, βρε, βρε, ώστε έτσι λοιπόν! Τώρα είναι που θα τους ανοίξεις δουλειές κει πέρα! μουρμούρισε μέσα του ο Πιοτρ Ίλιτς. Τώρα όλα τα καταλαβαίνω, φιλοσοφία χρειάζεται; Για δώσ' μου τα πιστόλια, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, αν είσαι άνθρωπος, φώναξε δυνατά στο Μίτια. Ακούς, Ντιμήτρι;

— Τα πιστόλια; Στάσου, φιλαράκο μου, στο δρόμο θα τα πετάξω μοναχός μου σε κανένα χαντάκι, απάντησε ο Μίτια. Σήκω, Φένια, τι ξαπλώθηκες έτσι μπροστά μου; Δε θα χαθεί κανένας εξαιτίας του Μίτια, κανένα δεν θα καταστρέψει πια αυτός ο ανόητος. Μονάχα άκου και τούτο, Φένια, της φώναξε καθώς έκατσε στ' αμάξι, σε πρόσβαλα πριν από λίγο, συγχώρα με λοιπόν, ευσπλαχνίσου με, συγχώρα με τον κανάγια... Μα αν δε με συγχωρέσεις, το ίδιο μου κάνει! Γιατί τώρα πια δε με νοιάζει τίποτα! Εμπρός, Αντρέι, αστραπή!

Τ' αμάξι ξεκίνησε. Αντήχησαν τα κουδουνάκια.

— Αντίο, Πιοτρ Ίλιτς! Για σένα το τελευταίο μου δάκρυ.

«Δεν είναι μεθυσμένος κι όμως τι σαχλαμάρες ξεφουρνίζει!» σκέφτηκε το κατόπι του ο Πιοτρ Ίλιτς. Σκέφτηκε για λίγο να μείνει και να κοιτάξει πώς θα φορτώσουν το δεύτερο αμάξι με τα υπόλοιπα πράγματα και τα κρασιά, γιατί προαισθανόταν πως θα τον φάνε το Μίτια στο καντάρι, μα ξαφνικά φουρκίστηκε κι ο ίδιος με τον εαυτό του, έφτυσε και πήγε στην ταβέρνα του να παίξει μπιλιάρδο.

— Βλάκας, αν και καλό παιδί, μουρμούριζε πηγαίνοντας. Γι' αυτόν τον «προηγούμενο» αξιωματικό της Γκρούσενκας κάτι έχω ακούσει. Ε, αν ήρθε αυτός, τότε... Εχ, αυτά τα πιστόλια! Μα τι διάολο! Κηδεμόνας του θα γίνω; Ας κόψουν το λαιμό τους! Μα ούτε και θα γίνει τίποτα.

Φωνακλάδες είναι. Θα μεθύσουνε, θα τσακωθούνε και πάλι θα τα φτιάξουνε. Μήπως είναι άνθρωποι των έργων; Τι κάθεται και λέει «θα παραμερίσω», «θα τιμωρήσω τον εαυτό μου»; Τίποτα δε θα γίνει. Χίλιες φορές τα 'λεγε αυτά στην ταβέρνα όταν μεθούσε. Τώρα δεν είναι βέβαια μεθυσμένος. «Είμαι ψυχικά μεθυσμένος», λέει. Έτσι είναι. Στους κατεργάρηδες αρέσει το ωραίο ύφος. Κηδεμόνας του είμαι τάχα; Πήγε και τσακώθηκε κει πέρα, δεν μπορούσε, βλέπεις, να μην τσακωθεί, όλο το μούτρο του γέμισε αίματα. Με ποιον τάχα; Στην ταβέρνα θα το μάθω. Και το μαντίλι του ήταν καταματωμένο... Φτου να πάρει ο διάολος, στο δωμάτιό μου έμεινε κι αυτό... στα παλιά μου τα παπούτσια!

Έφτασε στην ταβέρνα πολύ κακόκεφος κι αμέσως άρχισε μια παρτίδα. Το παιχνίδι τον έκανε να ευθυμήσει. Έπαιξε κι άλλη παρτίδα και ξαφνικά άρχισε να λέει σ' ένα συμπαίκτη του πως ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ βρέθηκε πάλι με λεφτά, κάπου τρεις χιλιάδες θα 'ναι, τις είδε με τα μάτια του και πως ξαναπήγε στο Μόκρογιε να γλεντήσει με τη Γκρούσενκα. Οι ακροατές τού δείξανε μιαν αναπάντεχη σχεδόν περιέργεια. Άρχισαν όλοι να κουβεντιάζουν γι' αυτό χωρίς να γελάνε, απεναντίας με κάποια παράξενη σοβαρότητα. Σταμάτησαν και το παιχνίδι ακόμα.

— Τρεις χιλιάδες. Πού τις βρήκε τις τρεις χιλιάδες;

Αρχίσανε να ρωτάνε λεπτομέρειες. Την είδηση για τη Χοχλάκοβα δεν την πολυπιστέψανε.

— Μήπως λήστεψε το γέρο; Αυτό θα 'ναι.

— Τρεις χιλιάδες! Κάποιο λάκκο έχει η φάβα.

— Καυχιόταν δα μπροστά σ' όλους πως θα σκοτώσει τον πατέρα του, όλοι τον ακούσανε δω πέρα. Ανάφερε ακριβώς τις τρεις χιλιάδες...

O Πιοτρ Ίλιτς ακούγοντάς τα αυτά άρχισε ξάφνου ν' απαντάει ξερά και λακωνικά στις ερωτήσεις τους. Για το αίμα που είδε στο πρόσωπο και στα χέρια του Μίτια δεν είπε λέξη. Κι όμως, όταν ερχότανε δω πέρα, είχε σκοπό να τα διηγηθεί όλα. Αρχίσανε την τρίτη παρτίδα, η κουβέντα για το Μίτια σταμάτησε σιγά-σιγά. Μα, σαν τέλειωσε την τρίτη παρτίδα, ο Πιοτρ Ίλιτς δε θέλησε να παίξει άλλο, απόθεσε τη στέκα και χωρίς να δειπνήσει όπως το 'χε σκοπό, βγήκε απ' την ταβέρνα. Βγαίνοντας στην πλατεία στάθηκε μην ξέροντας τι να κάνει κι απορώντας με τον εαυτό του. Συλλογίστηκε ξαφνικά πως μόλις τώρα είχε αποφασίσει να πάει στο σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς για να μάθει μήπως έγινε τίποτα. «Μα να πάω τώρα να ξυπνήσω τους ανθρώπους γι' αυτές τις ανοησίες και να κάνω σκάνδαλο! Φτου να πάρει ο διάολος, κηδεμόνας τους είμαι δηλαδή;»

Πολύ κακόκεφος τράβηξε για το σπίτι του μα ξαφνικά θυμήθηκε τη Φένια. «Διάολε! Γιατί να μην τη ρωτήσω πριν, σκέφτηκε φουρκισμένος, έτσι θα τα μάθαινα όλα». Και τον έπιασε τόσο ανυπόμονη κι επίμονη επιθυμία να μιλήσει μαζί της και να τα μάθει όλα που, ενώ βρισκόταν πια στα μισά του δρόμου του, γύρισε απότομα και τράβηξε για το σπίτι της Μορόζοβα όπου έμενε η Γκρούσενκα. Φτάνοντας στην εξώπορτα, χτύπησε κι ο χτύπος που αντήχησε στη σιγαλιά της νύχτας τον έφερε πάλι στα συγκαλά του και τον έκανε να θυμώσει. Εξάλλου κανένας δεν απάντησε, όλοι κοιμόνταν πια στο σπίτι. «Κι εδώ σκάνδαλο θα κάνω!» σκέφτηκε με κάποιον πόνο στην ψυχή, μα, αντί να φύγει, άρχισε ξαφνικά να ξαναχτυπάει, μ' όλη του πια τη δύναμη. Οι χτύποι αντήχησαν σ' όλο το δρόμο. «Κι όμως θα τους κάνω να μου ανοίξουν, θα μ' ανοίξουν!» Μουρμούριζε και θύμωνε με τον εαυτό του όλο και περισσότερο στον κάθε χτύπο, θύμωνε τόσο που σιχαινόταν τον εαυτό του κι όμως διπλασίαζε τα χτυπήματα.


8. V. Η αναπάντεχη απόφαση

Η Φένια καθόταν στην κουζίνα με τη γιαγιά της· ετοιμάζονταν κι οι δυο τους να πέσουν για ύπνο. Νομίζοντας πως φύλαγε ο Ναζάρ Ιβάνοβιτς δεν κλείδωσαν την πόρτα. O Μίτια όρμησε μέσα, ρίχτηκε στη Φένια και την άρπαξε γερά απ' το λαιμό.

— Λέγε γρήγορα, πού είναι; Με ποιον είναι στο Μόκρογιε; ούρλιαξε ξέφρενος.

Οι δυο γυναίκες έμπηξαν τις φωνές.

— Θα σας πω, τώρ' αμέσως όλα θα τα πω, καλέ μου Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, τίποτα δε θα κρύψω, φώναξε όσο μπορούσε πιο γρήγορα η κατατρομαγμένη Φένια. Πήγε στο Μόκρογιε να βρει τον αξιωματικό.

— Ποιον αξιωματικό; ούρλιαξε ο Μίτια.

— Εκείνον που είχε πρώτα, εκείνον τον ίδιο τον προηγούμενο της, αυτόν που ήταν δω και πέντε χρόνια, που την παράτησε κι έφυγε, απάντησε βιαστικά η Φένια.

O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έπαψε να της σφίγγει το λαιμό και τράβηξε τα χέρια του. Στεκόταν μπροστά της χλομός, σαν πεθαμένος. Δεν έλεγε λέξη μα απ' την έκφραση των ματιών του έβλεπε κανείς πως τα 'χε καταλάβει όλα ως την παραμικρότερη λεπτομέρεια. Φυσικά η κακομοίρα η Φένια δεν ήταν σε θέση κείνη τη στιγμή να παρατηρήσει αν τα κατάλαβε ή όχι. Έμενε καθισμένη πάνω στο σεντούκι όπως ήταν και τη στιγμή που αυτός όρμησε μέσα. Έτρεμε ολόκληρη και τέντωνε μπροστά τα χέρια της σα να 'θελε να προφυλαχτεί. Έτσι και μαρμάρωσε σ' αυτή τη στάση. Οι κόρες των ματιών της είχαν μεγαλώσει απ' τον τρόμο και τον κοίταζε επίμονα. Και σα να μην έφταναν όλα τ' άλλα έβλεπε τώρα πως τα χέρια του ήταν γεμάτα αίματα. Φαίνεται πως καθώς έτρεχε στο δρόμο σκούπιζε μ' αυτά τον ιδρώτα απ' το πρόσωπό του γιατί το μέτωπό του και το δεξί του μάγουλο ήταν πασαλειμμένα με αίμα. Λίγο ακόμα και θα την έπιανε κρίση τη Φένια. Η γριά μαγείρισσα τινάχτηκε όρθια και κοίταζε σαν τρελή, μην ξέροντας σχεδόν τι της γίνεται. O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς στάθηκε έτσι για ένα λεπτό και ξαφνικά αφέθηκε να πέσει στην καρέκλα που ήταν δίπλα στη Φένια.

Καθόταν και δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα βυθισμένος σ' ένα φόβο που τον είχε απολιθώσει. Μα όλα τα 'βλεπε πεντακάθαρα τώρα: Ήταν εκείνος ο αξιωματικός... ήξερε από καιρό πια πως υπάρχει, τα 'ξερε όλα, του τα 'χε πει η ίδια η Γκρούσενκα, ήξερε πως εδώ κι ένα μήνα της είχε στείλει γράμμα. Θα πει λοιπόν πως ένα μήνα, έναν ολάκερο μήνα τα συμφωνάγανε οι δυο τους με μεγάλη μυστικότητα ως τον ερχομό αυτού του καινούργιου αντίζηλου κι αυτός, ο Μίτια, ούτε τον σκεφτόταν καθόλου! Μα πώς μπόρεσε λοιπόν να μην τον σκέφτεται; Πώς μπόρεσε; Γιατί τον ξέχασε εκείνον τον αξιωματικό, γιατί τον ξέχασε ευθύς μόλις το 'μαθε; Να το πρόβλημα που ορθωνόταν μπροστά του σαν κάποιο αλλόκοτο τέρας, κι ατένιζε αυτό το τέρας παγωμένος από φρίκη.

Μα ξαφνικά άρχισε να μιλάει στη Φένια ήσυχα και γλυκά σαν ήρεμο και χαδιάρικο παιδί, λες και ξέχασε εντελώς πως μόλις πριν από λίγο την είχε τρομάξει τόσο, την είχε προσβάλει και την είχε κακομεταχειριστεί. Άρχισε ξαφνικά μ' εξαιρετική και μάλιστα καταπληκτική για την κατάστασή του ακρίβεια να ζητάει πληροφορίες απ' τη Φένια. Η Φένια, αν και κοίταζε αγριεμένη τα ματωμένα του χέρια, άρχισε κι αυτή με καταπληκτική προθυμία ν' απαντάει στην κάθε του ερώτηση. Φαινόταν μάλιστα πως βιαζότανε να του ιστορήσει όλη την «καθαρή αλήθεια». Σιγά-σιγά άρχισε να του διηγείται και με κάποια ευχαρίστηση μάλιστα όλες τις λεπτομέρειες. Κι όχι πως ήθελε να τον βασανίσει μ' αυτό που έκανε, μα απεναντίας σα να προσπαθούσε να τον εξυπηρετήσει με την καρδιά της. Του διηγήθηκε ως την τελευταία λεπτομέρεια κι όλη τη σημερινή μέρα, την επίσκεψη του Ρακίτιν και του Αλιόσα, πώς αυτή, η Φένια, φύλαγε στην πόρτα, πώς έφυγε η κυρία και πως φώναξε απ' το παράθυρο στον Αλιόσα στέλνοντας χαιρετίσματα σ' αυτόν, το Μίτιενκα, και πως ακόμα είπε «να θυμάται πάντα πως τον αγάπησε για μιαν ωρίτσα!» Όταν άκουσε αυτό το χαιρετισμό ο Μίτια, χαμογέλασε ξαφνικά και τα χλομά του μάγουλα κοκκίνισαν λιγάκι. Η Φένια τού είπε αμέσως χωρίς να φοβάται καθόλου πια για την περιέργειά της:

— Πώς γίναν έτσι τα χέρια σας, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; Είναι γεμάτα αίματα!

— Ναι, απάντησε μηχανικά ο Μίτια.

Κοίταξε αφηρημένα τα χέρια του μα ξέχασε στη στιγμή κι αυτά και την ερώτηση της Φένιας. Βυθίστηκε και πάλι στη σιωπή. Από τη στιγμή που όρμησε στην κουζίνα είχαν περάσει πια είκοσι λεπτά. O φόβος τού είχε περάσει κι ήταν φανερό πως τον είχε κυριέψει μια καινούργια ακλόνητη απόφαση. Σηκώθηκε ξαφνικά απ' τη θέση του και χαμογέλασε σκεφτικός.

— Τι σας συνέβηκε, κύριε; είπε η Φένια κι έδειξε ξανά τα χέρια του. Το είπε λυπημένα, λες και τον συμπονούσε περισσότερο από κάθε άλλον στον κόσμο. O Μίτια ξανακοίταξε τα χέρια του.

— Είναι αίμα, Φένια, πρόφερε κοιτάζοντάς την παράξενα· είναι ανθρώπινο αίμα και, Θεέ μου, γιατί χύθηκε; Όμως... Φένια... είναι δω πέρα ένας φράχτης (την κοίταζε σα να της έβαζε να λύσει ένα αίνιγμα), ένας ψηλός φράχτης με τρομερή όψη, μα... αύριο τα ξημερώματα, όταν «ξεπεταχτεί ο ήλιος», ο Μίτιενκα θα πηδήξει πάνω απ' αυτό το φράχτη... Δεν καταλαβαίνεις, Φένια, για ποιο φράχτη σου μιλάω; Ε, δεν πειράζει... το ίδιο κάνει, αύριο θα τ' ακούσεις κι όλα θα τα καταλάβεις... μα τώρα αντίο! Δε θα είμαι εμπόδιο σε κανέναν πια, θα παραμερίσω, θα τα καταφέρω να παραμερίσω. Να 'σαι καλά, αγάπη μου... μ' αγάπησες για μιαν ωρίτσα, να θυμάσαι λοιπόν σ' όλη σου τη ζωή το Μίτιενκα Καραμάζοβ... Όλο Μίτιενκα μ' έλεγε, το θυμάσαι;

Και λέγοντάς τα αυτά, βγήκε ξαφνικά απ' την κουζίνα. Κι η Φένια τρόμαξε με τούτη την έξοδό του περισσότερο κι από τότε που όρμησε μέσα και χύμηξε απάνω της.

Ύστερ' από δέκα λεπτά ο Μίτια μπήκε στο σπίτι κείνου του νεαρού υπαλλήλου, του Πιοτρ Ίλιτς Περχότιν, που του είχε βάλει ενέχυρο τα πιστόλια του. Η ώρα ήταν οχτώμιση κι ο Πιοτρ Ίλιτς ετοιμαζόταν να πάει στην «Πρωτεύουσα» για να παίξει μπιλιάρδο. O Μίτια τον συνάντησε στην έξοδο. Εκείνος, βλέποντας το πρόσωπό του πασαλειμμένο αίματα, φώναξε:

— Θεέ μου! Μα τι πάθατε λοιπόν;

— Μα να, είπε βιαστικά ο Μίτια· ήρθα να πάρω τα πιστόλια μου. Σας έφερα τα χρήματά σας. Σας ευχαριστώ, βιάζομαι, Πιοτρ Ίλιτς, σας παρακαλώ κάντε γρήγορα.

O Πιοτρ Ίλιτς απορούσε όλο και περισσότερο: Παρατήρησε ξαφνικά πως ο Μίτια κρατούσε στο χέρι του ένα σωρό λεφτά. Μπήκε μέσα κρατώντας τα μ' έναν τρόπο που κανένας δεν τα κρατάει και κανένας δεν μπαίνει έτσι σ' ένα σπίτι: Κράταγε όλα τα χαρτονομίσματα στο δεξί χέρι, που το τέντωνε, λες κι ήθελε να τα επιδείξει. Το παιδί, ο υπηρέτης του υπαλλήλου, που συνάντησε το Μίτια στο χολ, έλεγε αργότερα πως και στο χολ έτσι μπήκε, κρατώντας τα χρήματα, θα πει λοιπόν πως και στο δρόμο έτσι πήγαινε, κρατώντας τα μπροστά του στο δεξί του χέρι. Τα χαρτονομίσματα ήταν όλα των εκατό ρουβλίων, τα βάσταγε με τα ματωμένα του δάχτυλα. O Πιοτρ Ίλιτς απαντούσε σε κείνους που ενδιαφέρονταν αργότερα και ρωτούσαν: «πόσα λεφτά είχε;» πως τότε του ήταν δύσκολο να τα υπολογίσει έτσι με το μάτι, ίσως να ήταν δυο, ίσως να 'ταν και τρεις χιλιάδες· πάντως το μάτσο ήταν μεγάλο, «πάκο ολόκληρο». Όσο για το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, ο Πιοτρ Ίλιτς έλεγε αργότερα πως «τα 'χε σχεδόν χαμένα, δεν ήταν όμως μεθυσμένος. Σα να τον είχε πιάσει κάποια έξαρση, ήταν πολύ αφηρημένος, μα την ίδια στιγμή σάμπως πολύ συγκεντρωμένος, λες και κάτι σκεφτόταν και κάτι πάσκιζε να πετύχει και δεν μπορούσε ν' αποφασίσει αυτό το κάτι. Βιαζόταν πολύ, απαντούσε απότομα, πολύ παράξενα, ήταν μάλιστα στιγμές που δε φαινόταν λυπημένος μα απεναντίας χαρούμενος».

— Μα τι σας συμβαίνει, τι σας συμβαίνει; φώναξε και πάλι ο Πιοτρ Ίλιτς κοιτάζοντας αγριεμένος τον επισκέπτη. Πώς ματώσατε έτσι; Μήπως πέσατε; Κοιτάχτε!

Τον άρπαξε απ' τον αγκώνα και τον έφερε μπροστά στον καθρέφτη. O Μίτια, βλέποντας το πασαλειμμένο με αίματα πρόσωπό του, ανατρίχιασε κι έσμιξε θυμωμένα τα φρύδια του.

— Να πάρει ο διάολος! Αυτό μας έλειπε, μουρμούρισε αγαναχτισμένος.

Πήρε τα λεφτά στ' αριστερό του χέρι και έβγαλε σπασμωδικά το μαντίλι απ' την τσέπη. Μα και το μαντίλι ήταν καταματωμένο (μ' αυτό το ίδιο μαντίλι είχε προσπαθήσει να σκουπίσει τα αίματα απ' το μέτωπο και το πρόσωπο του Γρηγόρη) —ούτε σε μια γωνίτσα δεν είχε μείνει άσπρο κι όχι πως είχε στεγνώσει μα είχε κοκαλώσει ολότελα έτσι που ήταν τσαλακωμένο και δεν έλεγε να ξεδιπλωθεί. O Μίτια το πέταξε φουρκισμένος καταγής.

—Διάβολε! Μήπως έχετε κανένα παλιόπανο... να σκουπιστώ δηλαδή...

— Ώστε λερωθήκατε μονάχα; Δεν είσαστε πληγωμένος; Καλύτερα να πλυθείτε λοιπόν, απάντησε ο Πιοτρ Ίλιτς. Να το λαβομάνο, θα σας χύσω εγώ νερό.

—Λαβομάνο; Βέβαια, καλά λέτε... μονάχα τι θα τα κάνω αυτά; είπε κι έδειξε με μιαν εντελώς παράλογη απορία το μάτσο τα κατοστάρικα στον Πιοτρ Ίλιτς και τον κοίταξε ερωτηματικά λες κι έπρεπε εκείνος ν' αποφασίσει πού θα 'βαζε τα δικά του λεφτά.

—Βάλτε τα στην τσέπη σας ή ακουμπείστε τα δω πέρα στο τραπέζι. Δε θα τα πάρει κανείς.

— Στην τσέπη; Ναι, στην τσέπη. Καλά το λέτε... Όχι, ξέρετε τι λέω; Όλ' αυτά είναι ανοησίες! φώναξε σα να του πέρασε ξαφνικά η αφηρημάδα. Λέω να τελειώσουμε πρώτα τη δουλειά μας, να μου δώσετε τα πιστόλια μου, να τα λεφτά σας... γιατί μου χρειάζονται, μου χρειάζονται πάρα πολύ... και δεν έχω καθόλου, μα καθόλου καιρό...

Και παίρνοντας απ' το μάτσο το πάνω-πάνω κατοστάρικο, το πρότεινε στον υπάλληλο.

— Μα εγώ ούτε ρέστα δε θα 'χω να σας δώσω, παρατήρησε κείνος. Δεν έχετε ψιλά;

— Όχι, είπε ο Μίτια και ξανακοίταξε το μάτσο του.

Και, σα να μην ήταν βέβαιος, ανασήκωσε με το δάχτυλο δυο τρία χαρτονομίσματα.

— Όχι, όλα τα ίδια είναι, πρόσθεσε και ξανακοίταξε ερωτηματικά τον Πιοτρ Ίλιτς.

— Μα πώς τα καταφέρατε και πλουτίσατε τόσο; ρώτησε κείνος. Σταθείτε. Θα στείλω το μικρό στους Πλότνικοβ. Κλείνουν αργά, ίσως να του χαλάσουν το κατοστάρικο. Έι, Μίσα! φώναξε στο χολ.

— Στο μπακάλικο των Πλότνικοβ, θαυμάσια ιδέα! φώναξε κι ο Μίτια σαν κάτι να σκέφτηκε. Μίσα, είπε γυρίζοντας στο παιδί που μπήκε- άκου δω, τρέχα στους Πλότνικοβ και πες πως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς στέλνει τους χαιρετισμούς του και πως σε λίγο θα 'ρθει κι ο ίδιος... Μα άκου, άκου λοιπόν: να πεις, ώσπου να πάω, να ετοιμάσουν σαμπάνιες, τρεις ντουζίνες πάνω κάτω και να τις πακετάρουν όπως τότε, —τότε που πήγα στο Μόκρογιε... Τότε είχα πάρει τέσσερις ντουζίνες (είπε γυρίζοντας ξαφνικά στον Πιοτρ Ίλιτς), τα ξέρουν αυτοί, μείνε ήσυχος. Μίσα, —γύρισε και πάλι στο παιδί. Άκου λοιπόν. Να ετοιμάσουν και τυρί και πίτες του Στρασβούργου και πέστροφες καπνιστές, ζαμπόν, χαβιάρι κι ό,τι άλλο έχουν, όλα μαζί εκατό ίσα με εκατόν είκοσι ρούβλια, όπως ήταν και τότε... Κι άκου, να μην ξεχάσουν και τα γλυκά, καραμέλες, αχλάδια, δυο τρία καρπούζια ή μάλλον τέσσερα, μα όχι ένα καρπούζι φτάνει. Και σοκολάτες και μπομπόνια και καραμέλες και μαντολάτα, με δυο λόγια όλα όσα πήρα και τότε που πήγα στο Μόκρογιε, μαζί με τις σαμπάνιες να κάνουν όλα τρακόσια ρούβλια πάνω-κάτω... Κοίτα μην ξεχάσεις τίποτα, Μίσα, αν σε λένε Μίσα δηλαδή... Μίσα δεν είναι τ' όνομά του; γύρισε πάλι και ρώτησε τον Πιοτρ Ίλιτς.

— Μα σταθείτε λοιπόν, τον διέκοψε ο Πιοτρ Ίλιτς που τον κοίταζε κι άκουγε ανήσυχος. Καλύτερα να πάτε μονάχος σας να τα παραγγείλετε. Αυτός θα τα μπερδέψει.

— Θα τα μπερδέψει, το βλέπω πως θα τα μπερδέψει! Εχ, Μίσα, και γω ήμουν έτοιμος να σε φιλήσω που θα με βοηθούσες... Αν δεν τα μπερδέψεις, θα σου δώσω δέκα ρούβλια. Τρέχα... Να ετοιμάσουν σαμπάνιες, πριν απ' όλα τις σαμπάνιες να ετοιμάσουν... και κονιάκ και κρασί κόκκινο κι άσπρο, όλα όπως και τότε. Αυτοί ξέρουν πώς ήταν τότε.

— Μα ακούστε λοιπόν! τον διέκοψε ανυπόμονα ο Πιοτρ Ίλιτς. Ας πάει μονάχα να χαλάσει και να τους πει να μην κλείσουν κι όταν θα πάτε σεις τους τα παραγγέλνετε μονάχος σας... Δώστε του το κατοστάρικο. Δίνε του, Μίσα, εδώ είσ' ακόμα!

Φαίνεται πως ο Πιοτρ Ίλιτς επίτηδες βιαζόταν να διώξει το γρηγορότερο το Μίσα γιατί κείνος στεκόταν σαν απολιθωμένος μπροστά στον επισκέπτη και κοίταζε με γουρλωμένα μάτια, και με το στόμ' ανοιχτό, απορημένος και τρομαγμένος, το ματωμένο του πρόσωπο και τα ματωμένα του χέρια με το μάτσο τα λεφτά στα τρεμάμενα δάχτυλά του και σίγουρα πολύ λίγα θα κατάλαβε απ' όλα κείνα που του παράγγειλε ο Μίτια.

— Τώρα πάμε να πλυθείτε, είπε αγριωπά ο Πιοτρ Ίλιτς. Ακουμπείστε τα λεφτά στο τραπέζι ή βάλτε τα στην τσέπη σας... Έτσι. Πάμε τώρα. Βγάλτε τη ρεντιγκότα σας.

Άρχισε να τον βοηθάει να βγάλει τη ρεντιγκότα και ξαφνικά φώναξε και πάλι:

— Κοιτάχτε, είναι κι η ρεντιγκότα σας ματωμένη!

— Αυτό... αυτό δεν είναι ρεντιγκότα. Μονάχα λιγάκι δω πέρα στο μανίκι... Και τούτο δω όπου ήταν το μαντίλι. Έτσι καθώς ήταν στην τσέπη... Γιατί στης Φένιας κάθισα πάνω στο μαντίλι και λοιπόν καθώς ζουλήχτηκε... εξήγησε αμέσως με κάποια καταπληχτική εμπιστοσύνη ο Μίτια.

O Πιοτρ Ίλιτς τον άκουσε σκυθρωπός.

— Μωρέ, πώς τα καταφέρατε έτσι —θα τσακωθήκατε ασφαλώς με κάποιον, μουρμούρισε ο Πιοτρ Ίλιτς.

O Ντιμήτρι άρχισε να πλένεται. O Πιοτρ Ίλιτς του 'χυνε νερό με μια κανάτα. O Μίτια βιαζόταν και δε σαπούνισε καλά τα χέρια του. (Τα χέρια του τρέμανε, όπως θυμήθηκε αργότερα ο Πιοτρ Ίλιτς.) O Πιοτρ Ίλιτς τον πρόσταξε αμέσως να σαπουνιστεί και να τριφτεί καλύτερα. Σα να είχε κάποιο επιβάλλον στο Μίτια κείνη τη στιγμή που όσο πήγαινε και μεγάλωνε. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε πως αυτός ο νέος δεν ήταν καθόλου φοβιτσιάρης.

— Κοιτάχτε, δεν έφυγαν ακόμα κάτω απ' τα νύχια. Τώρα τρίφτε το πρόσωπο, να, εδώ: Στα μελίγγια, κοντά στ' αυτί... Μ' αυτό το πουκάμισο θα πάτε; Και πού θα πάτε; Κοιτάχτε, όλο το δεξί μανικέτι είναι γεμάτο αίματα.

— Ναι, έχει αίματα, παρατήρησε ο Μίτια καλοκοιτάζοντας το μανίκι του.

— Αλλάξτε λοιπόν πουκάμισο.

— Βιάζομαι. Ξέρετε, ξέρετε τι θα κάνω, εξακολούθησε να λέει ο Μίτια με την ίδια εμπιστοσύνη, σκουπίζοντας με την πετσέτα το πρόσωπο και τα χέρια του και βάζοντας τη ρεντιγκότα του —θα γυρίσω εδώ στην άκρη το μανίκι και δε θα φαίνεται καθόλου κάτω απ' τη ρεντιγκότα... βλέπετε;

— Πέστε μου τώρα πώς γίνατε έτσι; Τσακωθήκατε μήπως με κανέναν; Και με ποιον; Μήπως στην ταβέρνα πάλι όπως και τότε; Μήπως χτυπήσατε και τραβήξατε απ' τα γένεια κείνον τον λοχαγό, όπως και τότε; είπε με κάποιον τόνο επίπληξης στη φωνή του ο Πιοτρ Ίλιτς. Ποιον δείρατε πάλι;... Ή σκοτώσατε κιόλας;

— Ανοησίες! πρόφερε ο Μίτια.

— Πώς ανοησίες;

— Δε βαριέσαι, είπε ο Μίτια και ξάφνου χαμογέλασε. Είναι που σκούντησα μια γριούλα τώρα στην πλατεία και την ποδοπάτησα.

— Την ποδοπατήσατε; Τη γριούλα;

— Το γέρο! φώναξε ο Μίτια κοιτάζοντας κατάματα

τον Πιοτρ Ίλιτς, γελώντας και φωνάζοντας του σα να φώναζε σε κανέναν κουφό.

— Βρε που να πάρει ο διάολος, το γέρο, τη γριούλα... Σκοτώσατε κανέναν δηλαδή;

— Τα ξαναφτιάξαμε. Αρπαχτήκαμε μα τα ξαναφτιάξαμε. Κάπου. Όταν χωρίσαμε ήμασταν φίλοι. Ένας βλάκας... με συγχώρεσε... τώρα πια σίγουρα θα μ' έχει συγχωρέσει... Αν σηκωνότανε δε θα με συγχωρούσε βέβαια, είπε ο Μίτια κι έκλεισε ξαφνικά πονηρά το μάτι. Μονάχα ξέρετε κάτι, Πιοτρ Ίλιτς; Ας τον στείλουμε στο διάολο τώρα. Τούτη τη στιγμή δε θέλω να θυμάμαι! είπε κοφτά ο Μίτια.

— Μα το είπα μονάχα... όρεξη που την έχετε να τσακώνεστε με τον καθένα... όπως και τότε που αρπαχτήκατε για το τίποτα με κείνον το λοχαγό... Δαρθήκατε και τώρα βιάζεστε να πάτε να γλεντήσετε. Να ο χαρακτήρας σας. Τρεις ντουζίνες σαμπάνιες! Τι θα τις κάνετε τόσες πολλές;

— Μπράβο! Τώρα δώστε μου τα πιστόλια. Μα το Θεό, δεν έχω καιρό για χάσιμο. Θα το ήθελα πολύ να μιλήσω μαζί σου, φιλαράκο μου, μα βιάζομαι. Μα κι ούτε χρειάζεται. Είναι αργά πια για κουβέντες. Μα πού είναι λοιπόν τα λεφτά; Πού τα 'βαλα; φώναξε κι άρχισε να χώνει τα χέρια του σ' όλες τις τσέπες.

— Τα βάλατε στο τραπέζι... μονάχος σας... νά τα. Το ξεχάσατε; Μα την αλήθεια, τα λεφτά τα 'χετε σα να είναι σκουπίδια. Να τα πιστόλια σας. Παράξενο. Κατά τις πέντε και κάτι μου τα δώσατε ενέχυρο για δέκα ρούβλια και τώρα έχετε ολόκληρο μάτσο κατοστάρικα. Δυο-τρεις χιλιάδες θα είναι.

— Τρεις, είπε ο Μίτια γελώντας και χώνοντας τα λεφτά στην τσέπη του παντελονιού.

— Θα τα χάσετε έτσι. Μπας και έχετε χρυσωρυχεία;

— Ορυχεία; Χρυσωρυχεία; φώναξε μ' όλη του τη δύναμη ο Μίτια κι έσκασε στα γέλια. Θέλετε να πάτε, Περχότιν, στα ορυχεία; Είναι μια κυρία που θα σας δώσει αμέσως τρεις χιλιάδες μόνο και μόνο για να πάτε. Εμένα μου έδωσε, τόσο πολύ τ' αγαπάει τα ορυχεία! Την ξέρετε τη Χοχλάκοβα;

—Δεν τη γνωρίζω μα έχω ακούσει γι' αυτήν και την έχω δει. Ώστε σας έδωσε τρεις χιλιάδες; Έτσι με το πρώτο; είπε ο Πιοτρ Ίλιτς και κοίταξε το Μίτια δύσπιστα.

—Αύριο, μόλις ξεμυτίσει ο ήλιος, μόλις φανεί ο αγέραστος Φοίβος, δοξάζοντας και υμνώντας το Θεό, αύριο κιόλας να πάτε σπίτι της, στη Χοχλάκοβα δηλαδή, και να τη ρωτήσετε: Μου τις έδωσε τις τρεις χιλιάδες ή όχι. Να ζητήσετε πληροφορίες.

— Δεν ξέρω βέβαια τις σχέσεις σας... αφού το λέτε, θα πει πως σας έδωσε... Όμως εσείς τσεπώσατε τα χρήματα κι αντί να πάτε στη Σιβηρία έχετε σκοπό να το ρίξετε έξω... Μα πού θα πάτε αλήθεια τέτοια ώρα, ε;

— Στο Μόκρογιε.

— Στο Μόκρογιε; Μα είναι νύχτα!

— Τη μια είμαστε το παν, κι ύστερα πια τίποτα, είπε ξάφνου ο Μίτια.

— Πώς έτσι τίποτα; Με τόσες χιλιάδες στην τσέπη και λέτε τίποτα;

— Δε μιλάω για τις χιλιάδες. Στο διάολο οι χιλιάδες! Λέω για το χαρακτήρα της γυναίκας:

Εύπιστες πάντοτε οι γυναίκες

διεφθαρμένες κι ευμετάβλητες.

Συμφωνώ με τον Οδυσσέα.

— Δε σας καταλαβαίνω.

— Μπας κι είμαι μεθυσμένος;

— Κάτι χειρότερο ακόμα.

— Είμαι ψυχικά μεθυσμένος, Πιοτρ Ίλιτς, ψυχικά μεθυσμένος.

Και φτάνει, φτάνει...

— Τι κάνετε κει; Γεμίζετε το πιστόλι;

— Ναι, γεμίζω το πιστόλι.

Πραγματικά ο Μίτια είχε ανοίξει το κουτί με τα πιστόλια, είχε πάρει το κέρας και προσεχτικά έριχνε μπαρούτι μέσα στην κάνη ενός πιστολιού. Ύστερα πήρε μια σφαίρα και βαστώντας την στα δυο του δάχτυλα την εξέταζε στο φως του κεριού.

— Τι την κοιτάτε έτσι τη σφαίρα; ρώτησε ο Πιοτρ Ίλιτς με ανήσυχη περιέργεια.

— Έτσι. Φαντασία μου είναι. Αν σου κατέβαινε εσένα να φυτέψεις τούτη τη σφαίρα στο κεφάλι σου θα την εξέταζες ή όχι προτού τη βάλεις στο πιστόλι;

— Γιατί να την εξετάσω;

— Στο μυαλό μου θα μπει, είναι ενδιαφέρον λοιπόν να δω πώς ακριβώς είναι... Όμως όλ' αυτά είναι στιγμιαίες βλακείες. Το παραδέχομαι. Τέλειωσε κι αυτό, πρόσθεσε χώνοντας τη σφαίρα στην κάνη και στουμπώνοντάς την με στουπί. Καλέ μου Πιοτρ Ίλιτς, όλ' αυτά είναι βλακείες. Αν ήξερες πόσο ηλίθια είναι όλα... Δώσ' μου τώρα ένα κομματάκι χαρτί.

— Ορίστε.

— Όχι, θέλω καθαρό, ένα χαρτί απ' αυτά για γράψιμο. Έτσι μπράβο. Και αρπάζοντας βιαστικά μια πένα απ' το τραπέζι, ο Μίτια έγραψε γρήγορα δυο αράδες, δίπλωσε το χαρτί στα τέσσερα και το 'βαλε στο τσεπάκι του γιλέκου του. Τα πιστόλια τα 'βαλε στο κουτί τους, το κλείδωσε και το πήρε στο χέρι.

Ύστερα κοίταξε τον Πιοτρ Ίλιτς χαμογελώντας σκεφτικά για πολλήν ώρα.

— Και τώρα πάμε, είπε.

— Πού να πάμε; Για σταθείτε... Σα να μου φαίνεται πως στ' αλήθεια έχετε σκοπό να τη φυτέψετε στο κεφάλι σας... τη σφαίρα δηλαδή... πρόφερε ανήσυχος ο Πιοτρ Ίλιτς.

— Η σφαίρα είναι σαχλαμάρες! Θέλω να ζήσω. Την αγαπάω τη ζωή! Αυτό να το ξέρεις. Αγαπώ το χρυσόμαλλο Φοίβο και το ζεστό του φως... Ξέρεις ν' αποσύρεσαι, αγαπητέ μου Πιοτρ Ίλιτς;

— Πώς δηλαδή ν' αποσύρομαι.

— Να αφήνεις ελεύθερο το δρόμο, όχι μονάχα στο πλάσμα το αγαπημένο μα και στο μισητό έτσι που και το πλάσμα που μισείς να σου γίνει αγαπητό. Και να τους πεις: O Θεός μαζί σας, πηγαίνετε, περάστε... όσο για μένα...

— Όσο για σας;

— Φτάνει, πάμε.

— Μα το Θεό, θα πω σε κανέναν (τον κοίταξε ο Πιοτρ Ίλιτς) να σας εμποδίσει. Γιατί θέλετε να πάτε τώρα στο Μόκρογιε;

— Είναι η γυναίκα κει πέρα, η γυναίκα. Αυτό σου φτάνει, Πιοτρ Ίλιτς, παράτα με πια!

— Ακούστε, αν και είσαστε άγριος, όμως πάντα σας συμπαθούσα κάπως... γι' αυτό και ανησυχώ τώρα.

— Σ' ευχαριστώ, αδερφέ μου. Είμαι άγριος λες. Άγριοι, άγριοι είμαστε. Αυτό ανέκαθεν το έλεγα. Άγριοι είμαστε! Α, να και ο Μίσα. Τον είχα ξεχάσει κιόλας.

Μπήκε λαχανιασμένος ο Μίσα μ' ένα μάτσο ψιλά κι ανακοίνωσε πως στους Πλότνικοβ «όλοι μπήκαν σε κίνηση», ετοιμάζουν τα μπουκάλια, τα ψάρια και το τσάι, σε λίγο όλα θα είν' έτοιμα. O Μίτια άρπαξε ένα δεκάρουβλο, το 'δωσε στον Πιοτρ Ίλιτς και πέταξε ένα άλλο στο Μίσα.

—Αυτό δεν το επιτρέπω! φώναξε ο Πιοτρ Ίλιτς. Σας απαγορεύω να του δίνετε λεφτά μες στο σπίτι μου. Αυτό τους κακομαθαίνει. Φυλάχτε τα λεφτά σας, γιατί τα σκορπάτε; Αύριο κιόλας θα σας χρειαστούν και θα 'ρθετε πάλι σε μένα να μου ζητάτε δέκα ρούβλια δανεικά. Γιατί τα χώνετε όλα στην τσέπη του παντελονιού; Θα σας πέσουν από κει!

— Άκου, αγαπητέ μου άνθρωπε. Θες να πάμε μαζί στο Μόκρογιε;

— Τι δουλειά έχω εγώ κει κάτω;

— Άκου, θες ν' ανοίξω τώρα ένα μπουκάλι να πιούμε μαζί στην υγειά της ζωής; Θέλω να πιώ και μάλιστα να πιώ μαζί σου. Ποτέ δεν ξανάπια μαζί σου. Έτσι δεν είναι;

— Έστω, θα μπορούσαμε να πάμε στην ταβέρνα, για κει ετοιμαζόμουν και εγώ.

— Δεν έχω καιρό. Καλύτερα να πάμε στο μπακάλικο των Πλότνικοβ, κει στο πίσω δωματιάκι. Θες να σου πω ένα αίνιγμα;

— Πες μου.

O Μίτια έβγαλε απ' το γιλέκο το χαρτάκι, το ξεδίπλωσε και του το 'δειξε. Είχε γράψει με μεγάλα κι αραιά γράμματα:

«Τιμωρώ τον εαυτό μου για όλη μου τη ζωή, τιμωρώ όλη τη ζωή μου».

— Μα την αλήθεια, θα ειδοποιήσω. Τώρ' αμέσως θα ειδοποιήσω, είπε ο Πιοτρ Ίλιτς όταν το διάβασε.

— Δε θα προφτάσεις, φιλαράκο μου, πάμε τώρα να πιούμε. Εμπρός!

Το μπακάλικο των Πλότνικοβ ήταν μόλις ένα σπίτι παρακάτω απ' του Πιοτρ Ίλιτς, στη γωνιά του δρόμου. Ήταν το μεγαλύτερο κατάστημα τροφίμων στην πολιτεία μας. Ανήκε σε πλούσιους εμπόρους κι ήταν ευπρόσωπο. Είχε από όλα που μπορείς να βρεις σ' ένα εδωδιμοπωλείο της πρωτεύουσας. Κάθε είδος αποικιακό, κρασιά μάρκας αδελφών Ελισέγιεβ, φρούτα, πούρα, τσάι, καφέ, ζάχαρη κ.τ.λ. Είχε τρεις υπαλλήλους και δυο μικρούς για θελήματα. Αν κι η περιφέρειά μας είχε φτωχύνει κι οι τσιφλικάδες όλοι είχαν φύγει και το εμπόριο είχε σχεδόν νεκρωθεί, τα μπακάλικο έκανε χρυσές δουλειές, όπως και πρώτα. Και μάλιστα από χρόνο σε χρόνο πήγαινε όλο και καλύτερα, γιατί γι' αυτά τα είδη δε λείπουν ποτέ οι αγοραστές. Το Μίτια τον περιμένανε ανυπόμονα. Θυμόνταν πολύ καλά πως εδώ και τρεις τέσσερις βδομάδες είχε πάρει και πάλι μονομιάς κρασιά και διάφορα άλλα είδη και είχε πληρώσει μερικές κατοσταριές ρούβλια (κρέντιτο φυσικά δε θα του δίνανε ποτέ), θυμόνταν πως και τότε βαστούσε στο χέρι του ένα ολάκερο μάτσο κατοστάρικα και τα σκορπούσε χωρίς λόγο, χωρίς να κάνει παζάρια, χωρίς να σκέφτεται τι θα το κάνει τόσο κρασί και τόσα πράματα. Σ' όλη την πολιτεία λέγανε αργότερα πως όταν είχε πάει τότε με την Γκρούσενκα στο Μόκρογιε «σπατάλησε σε μια νύχτα και μια μέρα τρεις χιλιάδες μονοκοπανιάς και γύρισε απ' το γλέντι πανί με πανί». Είχε ξεσηκώσει ένα ολόκληρο τσούρμο τσιγγάνους, που είχαν τότε κατασκηνώσει κοντά στην περιοχή μας και πως αυτοί, έλεγε ο κόσμος, έτσι καθώς ήταν αυτός μεθυσμένος, του πήρανε λεφτά με τη σέσουλα κι ήπιανε του κόσμου τ' ακριβό κρασί για λογαριασμό του. Διηγόνταν ακόμα, κοροϊδεύοντας το Μίτια, πως μέθυσε στο Μόκρογιε τους βρομομουζίκους με σαμπάνια κι έκανε τις κοπέλες και τις χωριάτισσες να μπουχτίσουν με καραμέλες και πίτες του Στρασβούργου. Τον κοροϊδεύαν ακόμα, στην ταβέρνα ιδιαίτερα, για την ειλικρινή και δημόσια τοτινή του εξομολόγηση (δε γελάγανε βέβαια όταν ήταν κι αυτός μπροστά, τούτο ήταν κάπως επικίνδυνο) πως αν και ξόδεψε τα «μαλλιοκέφαλά» του, το μόνο που του επέτρεψε η Γκρούσενκα ήταν «να της φιλήσει το ποδαράκι της και τίποτα, μα τίποτα παραπάνω».

— Όταν ο Μίτια κι ο Πιοτρ Ίλιτς, πλησιάσανε στο μπακάλικο, βρήκανε στην είσοδο μιαν έτοιμη τρόικα. Στ' αμάξι είχαν στρώσει ένα χαλί, τ' άλογα είχαν κουδουνάκια και χαϊμαλιά. Αμαξάς ήταν ο Αντρέι. Στο μπακάλικο προφτάσανε να «τακτοποιήσουν» σχεδόν εντελώς ένα κασόνι με πράματα και περιμένανε να 'ρθει ο Μίτια για να το καρφώσουν και να το φορτώσουν στ' αμάξι. O Πιοτρ Ίλιτς απόρησε.

— Πότε πρόφτασαν να σου ετοιμάσουν και τρόικα; ρώτησε το Μίτια.

Όταν ερχόμουνα τρέχοντας στο σπίτι σου, αντάμωσα τον Αντρέι και τον πρόσταζα να πάει αμέσως στο μπακάλικο. Δεν είχα καιρό για χάσιμο! Την περασμένη φορά με πήγε ο Τιμοφέι, μα τώρα ο Τιμοφέι έφυγε πριν από μένα με μια πεντάμορφη μάγισσα. Τί λες, Αντρέι, θ' αργήσουμε πολύ;

— Το πολύ μια ώρα να μας ξεπεράσουν. Κι αυτό ζήτημα είναι δηλαδή, μια ώρα και πολύ σου βάζω! βιάστηκε ν' απαντήσει ο Αντρέι. Εγώ έζεψα τ' αμάξι του Τιμοφέι και ξέρω. Άλλο το δικό του τρέξιμο κι άλλο το δικό μας, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Δε θα μας ξεπεράσουν πιότερο από μια ώρα! πρόσθεσε με θέρμη ο Αντρέι.

Ήταν ένας κοκκινομάλλης, νέος ακόμα, ξερακιανός αμαξάς που φορούσε σακάκι χωρίς μανίκια και βάσταγε μια γούνινη κάπα στ' αριστερό του χέρι.

— Θα σου δώσω πενήντα ρούβλια παραπάνω αν αργήσουμε μονάχα μια ώρα.

— Δε θ' αργήσουμε παραπάνω, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, κόβω το κεφάλι μου. Τι λέω; Ούτε μισή δε θα μας ξεπεράσουν!

O Μίτια άρχισε να δίνει διαταγές μα μίλαγε κάπως παράξενα, κομματιαστά, δεν ακολουθούσε ορισμένη σειρά. Άρχιζε κάτι και ξέχναγε να το τελειώσει. O Πιοτρ Ίλιτς νόμισε πως έπρεπε ν' ανακατευτεί κι αυτός και να τον βοηθήσει.

— Τετρακόσια ρούβλια να κάνουν όλα, όχι λιγότερο από τετρακόσια, για να γίνουν όλα όπως και τότε, πρόσταξε ο Μίτια. Τέσσερις ντουζίνες σαμπάνιες. Ούτ' ένα μπουκάλι λιγότερο.

— Τι τις θέλεις τόσες πολλές; Στάσου! φώναξε ο Πιοτρ Ίλιτς. Τι κασόνι είν' αυτό; Τι έχει μέσα; Μπορεί ποτέ να 'χει πράμα για τετρακόσια ρούβλια;

Οι πολυάσχολοι υπάλληλοι του εξήγησαν αμέσως όλο γλυκόλογα πως σ' αυτό το πρώτο κασόνι βάλανε μονάχα μισή δωδεκάδα σαμπάνιες κι «όσα πρέπει να 'ναι πρόχειρα για την αρχή», δηλαδή μεζέδες, καραμέλες κ.τ.λ. Μα πως τα περισσότερα θα πακεταριστούν και θα σταλούν μ' άλλο αμάξι με τρία άλογα κι αυτό, όπως και την άλλη φορά και θα φτάσουν «στον προς ον όρον μόλις μετά μίαν ώραν μετά την άφιξιν του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς».

— Να μην αργήσουν περισσότερο από μια ώρα, να μην αργήσουν. Και βάλτε όσο μπορείτε περισσότερες καραμέλες γεμιστές και ζαχαρωτά. Τα κορίτσια τ' αγαπάνε πολύ κει πέρα, επέμενε ο Μίτια.

— Τις καραμέλες ας τις βάλουν. Μα τις τέσσερις ντουζίνες τι τις θέλεις; Μια σου φτάνει, είπε ο Πιοτρ Ίλιτς που θύμωσε κιόλας.

Άρχισε να κάνει παζάρια, ζήτησε το λογαριασμό, δεν έλεγε να ησυχάσει. Έσωσε όμως μονάχα εκατό ρούβλια. Αποφάσισαν τέλος όλα τα πράματα να μην κάνουν παραπάνω από τριακόσια ρούβλια.

— Βρε, δεν πάτε στο διάολο λέω γω! αναφώνησε ο Πιοτρ Ίλιτς λες και ξαφνικά καλοσκέφτηκε τι κάνει. Τι με νοιάζει μένα στο κάτω-κάτω; Σκόρπα τα λεφτά σου μια και δεν σου κοστίζουν τίποτα.

— Έλα, οικονόμε μου, έλα και μη θυμώνεις, του είπε ο Μίτια τραβώντας τον στο πίσω δωματιάκι του μπακάλικου. Θα μας φέρουν τώρα ένα μπουκάλι και θα το κανονίσουμε. Εχ, Πιοτρ Ίλιτς, γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου; Έλα, είσαι καλός άνθρωπος και κάτι τέτοιους εγώ τους αγαπάω.

O Μίτια κάθισε στην πλεχτή καρέκλα, μπροστά στο μικρό τραπεζάκι που ήταν σκεπασμένο μ' ένα βρόμικο τραπεζομάντηλο. O Πιοτρ Ίλιτς θρονιάστηκε απέναντί του κι αμέσως φέρανε τη σαμπάνια. Ρώτησαν μην τυχόν οι κύριοι θέλουν στρείδια, «πρώτης τάξεως στρείδια, της πιο πρόσφατης παραλαβής».

— Στο διάολο τα στρείδια. Δεν τα τρώω κι ούτε θέλω τίποτα, ούρλιαξε σχεδόν άγρια ο Πιοτρ Ίλιτς.

— Δε μας παίρνει η ώρα για στρείδια, παρατήρησε ο Μίτια· μα ούτε κι όρεξη έχω. Ξέρεις, φίλε μου, πρόσθεσε ξαφνικά με αίσθημα· ποτέ δε μ' άρεσε όλη αυτή η αταξία.

— Και ποιανού τ' αρέσει; Τρεις ντουζίνες σαμπάνια για τους μουζίκους! Προς Θεού, μα αυτό πια είναι άνω ποταμών.

—Δεν εννοούσα αυτό. Μιλάω για την ανώτερη τάξη. Δεν υπάρχει τάξη μέσα μου. Στο διάολο! Όλη η ζωή μου ήταν μια

αταξία και πρέπει να βάλω τάξη. Καλαμπουρίζω, ε;

— Δεν καλαμπουρίζεις. Παραμιλάς.

Δόξα στον Ύψιστο τον κόσμου, δόξα στον Ύψιστο εντός μου!

Αυτοί οι στίχοι βγήκαν κάποτε από την ψυχή μου. Δεν είναι στίχοι, είναι δάκρυα... εγώ ο ίδιος τους έφτιαξα... όχι τότε βέβαια που τράβαγα το λοχαγό από τα γένεια...

— Τι σου 'ρθε πάλι; Γιατί τον θυμήθηκες έτσι ξαφνικά;

— Γιατί τον θυμήθηκα; Ανοησίες! Όλα θα τελειώσουν, όλα θα μπουν στο λογαριασμό, θα τραβηχτεί μια γραμμή και θα γράψουμε τη σούμα.

— Όλο με κάνεις και ξαναθυμάμαι τα πιστόλια σου.

— Και τα πιστόλια ανοησίες είναι! Πίνε και προσγειώσου. Την αγαπάω τη ζωή, την αγάπησα τόσο που καταντάει αίσχος. Φτάνει πια! Έλα να πιούμε στην υγειά της ζωής, φιλαράκο μου. Προτείνω να τσουγκρίσουμε τα ποτήρια μας στην υγειά της ζωής! Γιατί είμαι ευχαριστημένος με τον εαυτό μου; Είμαι τιποτένιος, όμως είμαι ευχαριστημένος με τον εαυτό μου. Μα παρ' όλα αυτά βασανίζομαι γιατί είμαι τιποτένιος κι ευχαριστημένος απ' τον εαυτό μου. Ευλογημένη να 'ναι η δημιουργία, είμαι τώρα έτοιμος να δοξάσω το Θεό και το δημιούργημά του μα... πρέπει να συντρίψουμε ένα βρομερό ζωύφιο, για να μη σέρνεται στη γη και να μη χαλάει τη ζωή των άλλων... Ας πιούμε για τη ζωή, αγαπητέ μου! Τι άλλο μπορεί να γίνει πιο πολύτιμο απ' τη ζωή; Τίποτα! Τίποτα! Στην υγειά της ζωής και της βασίλισσας μέσα στις βασίλισσες.

— Ας πιούμε για τη ζωή, και γιατί όχι; Και για τη βασίλισσά σου.

Ήπιαν από 'να ποτήρι. O Μίτια, παρ' όλη την έξαρσή του και την αναταραχή του, φαινόταν κάπως μελαγχολικός. Λες και τον βασάνιζε κάποια ακαθόριστη και βαριά έγνοια.

—Μίσα... ο δικός σου ο Μίσα είν' αυτός; Μίσα, καλούλη μου, Μίσα, έλα εδώ, πιες αυτό το ποτήρι στην υγειά του χρυσομάλλη, του αυριανού Φοίβου...

— Μα γιατί του δίνεις; φώναξε ο Πιοτρ Ίλιτς ερεθισμένα.

— Ε, άσε με, ε, έτσι το θέλω.

— Ε-εχ!

O Μίσα ήπιε, έκανε μιαν υπόκλιση και βγήκε τρέχοντας.

—Έτσι θα με θυμάται περισσότερο, παρατήρησε ο Μίτια. Τη γυναίκα αγαπάω, τη γυναίκα! Τι είναι η γυναίκα; Βασίλισσα της γης! Νιώθω τόση θλίψη, τόση θλίψη, Πιοτρ Ίλιτς! Τον θυμάσαι τον Άμλετ; «Νιώθω τόση θλίψη, τόση θλίψη, Οράτιε... Αχ, φτωχέ μου Γιόρικ!». Ίσως εγώ να 'μαι ίσα-ίσα ο Γιόρικ. Ναι, τώρα είμαι ο Γιόρικ και το κρανίο αργότερα.

O Πιοτρ Ίλιτς άκουγε και σώπαινε, σώπασε για λίγο κι ο Μίτια.

— Τι σκυλάκι είν' αυτό που 'χετε κει πέρα; ρώτησε ξάφνου αφηρημένα τον υπάλληλο του μαγαζιού, παρατηρώντας στη γωνιά ένα μικρό πεκινουά με μαύρα ματάκια.

— Είναι της Βαρβάρας Αλεξέγιεβνας, της γυναίκας του αφεντικού, απάντησε ο υπάλληλος. Το 'φερε εδώ πριν από λίγο και το ξέχασε. Θα πρέπει να το πάμε σπίτι της.

— Έχω ξαναδεί ένα παρόμοιο... στο Σύνταγμα, πρόφερε σκεφτικά ο Μίτια, μονάχα που κείνο είχε σπασμένο το πισινό ποδαράκι του... Με τούτη την ευκαιρία θα 'θελα να σε ρωτήσω,

Πιοτρ Ίλιτς, τούτο δω: Έκλεψες ποτέ στη ζωή σου ή όχι;

— Έτσι μου 'ρθε. Και λέω αν…

—Τι ερώτηση είν' αυτή; έκλεψες από ιδιώτη, από την τσέπη του. Δε μιλάω για το δημόσιο, εκεί γίνεται γενική ρεμούλα και βέβαια και συ...

— Άι στο διάολο, ξεφορτώσου με.

— Λέω τούτο: Αν πήρες απευθείας από την τσέπη το πορτοφόλι κανενός, ε;

— Έκλεψα μια φορά απ' τη μάνα μου ένα εικοσαράκι, ήμουν εννιά χρονώ τότε, το πήρα απ' το τραπέζι. Το βούτηξα κρυφά και το 'σφιξα στη χούφτα μου.

— Και λοιπόν;

— Τίποτα. Το φύλαγα τρεις μέρες, ύστερα μ' έπιασε ντροπή, τ' ομολόγησα και της το ξανάδωσα.

— Και λοιπόν;

— Μα φυσικά μου τις βρέξανε. Μα γιατί ρωτάς; Μπας κι έκλεψες και συ;

— Έκλεψα, είπε ο Μίτια κλείνοντας πονηρά το μάτι.

— Τι έκλεψες; ρώτησε με περιέργεια ο Πιοτρ Ίλιτς.

— Ένα εικοσαράκι απ' τη μάνα μου, όταν ήμουν εννιά χρονώ, σε τρεις μέρες της το ξανάδωσα. Λέγοντάς το αυτό ο Μίτια σηκώθηκε απότομα.

— Τι λέτε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; Δεν είν' η ώρα να φεύγουμε; φώναξε ξαφνικά απ' την πόρτα του μπακάλικου ο Αντρέι.

— Όλα έτοιμα; Φύγαμε! βιάστηκε ο Μίτια. Δυο λόγια ακόμα και... ένα ποτηράκι βότκα στον Αντρέι γρήγορα! Κι ένα ποτηράκι κονιάκ εκτός απ' τη βότκα! Αυτό το κουτί (με τα πιστόλια), να το βάλετε κάτω απ' το κάθισμά μου. Αντίο, Πιοτρ Ίλιτς, μη με θυμάσαι με κακία.

— Μα θα γυρίσεις αύριο, έτσι δεν είναι;

— Ασφαλώς.

— Το λογαριασμό θέλετε να τον κανονίσουμε τώρα; είπε ο υπάλληλος.

— Α, ναι ο λογαριασμός! Και βέβαια!

Έβγαλε βιαστικά από την τσέπη του το μάτσο, πήρε τρία κατοστάρικα, τα πέταξε στον πάγκο και βγήκε βιαστικός απ' το μπακάλικο. Τον ακολούθησαν όλοι και του εύχονταν με υποκλίσεις καλή διασκέδαση. O Αντρέι πλατάγισε τη γλώσσα του —μόλις είχε πιει το κονιάκ και πήδηξε στην θέση του. Μα μόλις ο Μίτια ετοιμαζόταν να καθίσει, βρέθηκε μπροστά του, εντελώς αναπάντεχα, η Φένια. Είχε φτάσει τρέχοντας κι ήταν καταλαχανιασμένη. Έπεσε στα πόδια του φωνάζοντας:

— Πατερούλη, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, καλούλη μου, μην της κάνετε κακό της κυράς μου! Και γω που κάθισα και σας τα είπα όλα!... Ούτε και κείνον μην τον χαλάσετε, κείνον τον πρώτο τον δικό της! Θα παντρευτεί τώρα τη Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, γι' αυτό γύρισε από τη Σιβηρία... Πατερούλη μου, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, μην τους πάρετε τη ζωή!

— Βρε, βρε, βρε, ώστε έτσι λοιπόν! Τώρα είναι που θα τους ανοίξεις δουλειές κει πέρα! μουρμούρισε μέσα του ο Πιοτρ Ίλιτς. Τώρα όλα τα καταλαβαίνω, φιλοσοφία χρειάζεται; Για δώσ' μου τα πιστόλια, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, αν είσαι άνθρωπος, φώναξε δυνατά στο Μίτια. Ακούς, Ντιμήτρι;

— Τα πιστόλια; Στάσου, φιλαράκο μου, στο δρόμο θα τα πετάξω μοναχός μου σε κανένα χαντάκι, απάντησε ο Μίτια. Σήκω, Φένια, τι ξαπλώθηκες έτσι μπροστά μου; Δε θα χαθεί κανένας εξαιτίας του Μίτια, κανένα δεν θα καταστρέψει πια αυτός ο ανόητος. Μονάχα άκου και τούτο, Φένια, της φώναξε καθώς έκατσε στ' αμάξι, σε πρόσβαλα πριν από λίγο, συγχώρα με λοιπόν, ευσπλαχνίσου με, συγχώρα με τον κανάγια... Μα αν δε με συγχωρέσεις, το ίδιο μου κάνει! Γιατί τώρα πια δε με νοιάζει τίποτα! Εμπρός, Αντρέι, αστραπή!

Τ' αμάξι ξεκίνησε. Αντήχησαν τα κουδουνάκια.

— Αντίο, Πιοτρ Ίλιτς! Για σένα το τελευταίο μου δάκρυ.

«Δεν είναι μεθυσμένος κι όμως τι σαχλαμάρες ξεφουρνίζει!» σκέφτηκε το κατόπι του ο Πιοτρ Ίλιτς. Σκέφτηκε για λίγο να μείνει και να κοιτάξει πώς θα φορτώσουν το δεύτερο αμάξι με τα υπόλοιπα πράγματα και τα κρασιά, γιατί προαισθανόταν πως θα τον φάνε το Μίτια στο καντάρι, μα ξαφνικά φουρκίστηκε κι ο ίδιος με τον εαυτό του, έφτυσε και πήγε στην ταβέρνα του να παίξει μπιλιάρδο.

— Βλάκας, αν και καλό παιδί, μουρμούριζε πηγαίνοντας. Γι' αυτόν τον «προηγούμενο» αξιωματικό της Γκρούσενκας κάτι έχω ακούσει. Ε, αν ήρθε αυτός, τότε... Εχ, αυτά τα πιστόλια! Μα τι διάολο! Κηδεμόνας του θα γίνω; Ας κόψουν το λαιμό τους! Μα ούτε και θα γίνει τίποτα.

Φωνακλάδες είναι. Θα μεθύσουνε, θα τσακωθούνε και πάλι θα τα φτιάξουνε. Μήπως είναι άνθρωποι των έργων; Τι κάθεται και λέει «θα παραμερίσω», «θα τιμωρήσω τον εαυτό μου»; Τίποτα δε θα γίνει. Χίλιες φορές τα 'λεγε αυτά στην ταβέρνα όταν μεθούσε. Τώρα δεν είναι βέβαια μεθυσμένος. «Είμαι ψυχικά μεθυσμένος», λέει. Έτσι είναι. Στους κατεργάρηδες αρέσει το ωραίο ύφος. Κηδεμόνας του είμαι τάχα; Πήγε και τσακώθηκε κει πέρα, δεν μπορούσε, βλέπεις, να μην τσακωθεί, όλο το μούτρο του γέμισε αίματα. Με ποιον τάχα; Στην ταβέρνα θα το μάθω. Και το μαντίλι του ήταν καταματωμένο... Φτου να πάρει ο διάολος, στο δωμάτιό μου έμεινε κι αυτό... στα παλιά μου τα παπούτσια!

Έφτασε στην ταβέρνα πολύ κακόκεφος κι αμέσως άρχισε μια παρτίδα. Το παιχνίδι τον έκανε να ευθυμήσει. Έπαιξε κι άλλη παρτίδα και ξαφνικά άρχισε να λέει σ' ένα συμπαίκτη του πως ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ βρέθηκε πάλι με λεφτά, κάπου τρεις χιλιάδες θα 'ναι, τις είδε με τα μάτια του και πως ξαναπήγε στο Μόκρογιε να γλεντήσει με τη Γκρούσενκα. Οι ακροατές τού δείξανε μιαν αναπάντεχη σχεδόν περιέργεια. Άρχισαν όλοι να κουβεντιάζουν γι' αυτό χωρίς να γελάνε, απεναντίας με κάποια παράξενη σοβαρότητα. Σταμάτησαν και το παιχνίδι ακόμα.

— Τρεις χιλιάδες. Πού τις βρήκε τις τρεις χιλιάδες;

Αρχίσανε να ρωτάνε λεπτομέρειες. Την είδηση για τη Χοχλάκοβα δεν την πολυπιστέψανε.

— Μήπως λήστεψε το γέρο; Αυτό θα 'ναι.

— Τρεις χιλιάδες! Κάποιο λάκκο έχει η φάβα.

— Καυχιόταν δα μπροστά σ' όλους πως θα σκοτώσει τον πατέρα του, όλοι τον ακούσανε δω πέρα. Ανάφερε ακριβώς τις τρεις χιλιάδες...

O Πιοτρ Ίλιτς ακούγοντάς τα αυτά άρχισε ξάφνου ν' απαντάει ξερά και λακωνικά στις ερωτήσεις τους. Για το αίμα που είδε στο πρόσωπο και στα χέρια του Μίτια δεν είπε λέξη. Κι όμως, όταν ερχότανε δω πέρα, είχε σκοπό να τα διηγηθεί όλα. Αρχίσανε την τρίτη παρτίδα, η κουβέντα για το Μίτια σταμάτησε σιγά-σιγά. Μα, σαν τέλειωσε την τρίτη παρτίδα, ο Πιοτρ Ίλιτς δε θέλησε να παίξει άλλο, απόθεσε τη στέκα και χωρίς να δειπνήσει όπως το 'χε σκοπό, βγήκε απ' την ταβέρνα. Βγαίνοντας στην πλατεία στάθηκε μην ξέροντας τι να κάνει κι απορώντας με τον εαυτό του. Συλλογίστηκε ξαφνικά πως μόλις τώρα είχε αποφασίσει να πάει στο σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς για να μάθει μήπως έγινε τίποτα. «Μα να πάω τώρα να ξυπνήσω τους ανθρώπους γι' αυτές τις ανοησίες και να κάνω σκάνδαλο! Φτου να πάρει ο διάολος, κηδεμόνας τους είμαι δηλαδή;»

Πολύ κακόκεφος τράβηξε για το σπίτι του μα ξαφνικά θυμήθηκε τη Φένια. «Διάολε! Γιατί να μην τη ρωτήσω πριν, σκέφτηκε φουρκισμένος, έτσι θα τα μάθαινα όλα». Και τον έπιασε τόσο ανυπόμονη κι επίμονη επιθυμία να μιλήσει μαζί της και να τα μάθει όλα που, ενώ βρισκόταν πια στα μισά του δρόμου του, γύρισε απότομα και τράβηξε για το σπίτι της Μορόζοβα όπου έμενε η Γκρούσενκα. Φτάνοντας στην εξώπορτα, χτύπησε κι ο χτύπος που αντήχησε στη σιγαλιά της νύχτας τον έφερε πάλι στα συγκαλά του και τον έκανε να θυμώσει. Εξάλλου κανένας δεν απάντησε, όλοι κοιμόνταν πια στο σπίτι. «Κι εδώ σκάνδαλο θα κάνω!» σκέφτηκε με κάποιον πόνο στην ψυχή, μα, αντί να φύγει, άρχισε ξαφνικά να ξαναχτυπάει, μ' όλη του πια τη δύναμη. Οι χτύποι αντήχησαν σ' όλο το δρόμο. «Κι όμως θα τους κάνω να μου ανοίξουν, θα μ' ανοίξουν!» Μουρμούριζε και θύμωνε με τον εαυτό του όλο και περισσότερο στον κάθε χτύπο, θύμωνε τόσο που σιχαινόταν τον εαυτό του κι όμως διπλασίαζε τα χτυπήματα.