×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 8. ΟΓΔΟΟ ΒΙΒΛΙΟ: O ΜΙΤΙΑ: Ι. O Κουζμά Σαμσόνοβ

8. ΟΓΔΟΟ ΒΙΒΛΙΟ: O ΜΙΤΙΑ: Ι. O Κουζμά Σαμσόνοβ

O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς που η Γκρούσενκα του έστειλε τα χαιρετίσματα της, καθώς έφευγε για την καινούργια της ζωή, και του «παράγγειλε» να θυμάται για πάντα κείνη την ωρίτσα που τον αγάπησε, βρισκόταν κι αυτός κείνη την ίδια στιγμή, χωρίς να ξέρει τίποτα απ' αυτά που της συνέβαιναν, σε μεγάλη ταραχή και σε πολλές έγνοιες. Τις τελευταίες δυο μέρες βρισκόταν σε τέτοια αφάνταστη κατάσταση που πραγματικά δεν ήταν καθόλου απίθανο να πάθει εγκεφαλική συμφόρηση όπως το 'πε κι ο ίδιος αργότερα. O Αλιόσα δεν μπόρεσε να τον βρει το πρωί της προηγούμενης μέρας κι ο Ιβάν άδικα τον περίμενε στο ραντεβού της ταβέρνας. Οι σπιτονοικοκυραίοι του έκαναν όπως τους είχε διατάξει και δεν είπαν σε κανέναν πού βρίσκεται. Κείνες τις δυο μέρες έτρεχε ανάστατος δω και κει «παλεύοντας με τη μοίρα του και πασκίζοντας να σώσει τον εαυτό του» όπως εκφράστηκε κι ο ίδιος αργότερα. Έφυγε μάλιστα για μερικές ώρες απ' την πολιτεία —είχε να κανονίσει κάποια πολύ βιαστική υπόθεση —αν και τρόμαξε με τη σκέψη πως θ' άφηνε έστω και για μια στιγμή τη Γκρούσενκα χωρίς επιτήρηση. Όλ' αυτά μαθεύτηκαν αργότερα με τον πιο λεπτομερειακό και ντοκουμενταρισμένο τρόπο, μα τώρα εμείς θα σημειώσουμε μονάχα τα πιο απαραίτητα γεγονότα απ' την ιστορία των δυο εκείνων φοβερών ημερών της ζωής του που προηγήθηκαν απ' τη φριχτή καταστροφή που τόσο αναπάντεχα ξέσπασε πάνω του.

Η Γκρούσενκα, αν και τον αγάπησε για μιαν ωρίτσα αληθινά και ειλικρινά, ωστόσο τον βασάνιζε κιόλας κείνο τον ίδιο καιρό πραγματικά άσπλαχνα κι άκαρδα. Το σπουδαιότερο ήταν πως δεν μπορούσε καθόλου να μαντέψει τους σκοπούς της: και ούτε θα μπορούσε να την κάνει να τους πει με το χάδι ή με τη βία. Δε θα κατάφερνε τίποτα, μονάχα που θα θύμωνε, θα του γύριζε την πλάτη και θα τον έδιωχνε ολότελα. Αυτό το καταλάβαινε πολύ καλά τότε. Υποπτευόταν κείνο τον καιρό —και δεν είχε άδικο— πως κι αυτή παλεύει με τον εαυτό της, ήταν παράξενα αναποφάσιστη, κάτι πάει ν' αποφασίσει κι όλο δεν τ' αποφασίζει. Γι' αυτό, ήταν στιγμές που με σφιγμένη την καρδιά υποψιαζόταν —κι όχι αβάσιμα— πως φορές-φορές σίγουρα θα τον σιχαίνεται κι αυτόν και το πάθος του. Ίσως αυτό ακριβώς να συνέβαινε, όμως δεν τα κατάφερε ποτέ να καταλάβει τι ήταν εκείνο που βασάνιζε την Γκρούσενκα. Για να λέμε την αλήθεια, γι' αυτόν όλο το πρόβλημα έμπαινε έτσι: «ή αυτός, ο Μίτια, ή ο Φιόντορ Παύλοβιτς». Μιας και το έφερε η κουβέντα, θα πρέπει να σημειώσουμε δω ένα αδιάσειστο γεγονός. Ήταν απόλυτα βέβαιος πως ο Φιόντορ Παύλοβιτς θα προτείνει το δίχως άλλο (αν δεν είχε προτείνει κιόλας) στη Γκρούσενκα να παντρευτούν νόμιμα. Ούτε για μια στιγμή δεν πίστεψε πως ο γεροφιλήδονος ελπίζει να πετύχει το σκοπό του μονάχα με τρεις χιλιάδες. Αυτό το συμπέρανε ο Μίτια γιατί ήξερε τη Γκρούσενκα και το χαρακτήρα της. Να γιατί νόμιζε καμιά φορά πως όλο το μαρτύριο κι όλη η αναποφασιστικότητα της Γκρούσενκας προερχόταν μονάχα από το γεγονός ότι δεν ήξερε ποιον απ' τους δυο να διαλέξει, ποιος δηλαδή τη συνέφερε περισσότερο. Όσο για την επιστροφή του «αξιωματικού», δηλαδή κείνου του μοιραίου ανθρώπου στη ζωή της Γκρούσενκας, που αυτή περίμενε τον ερχομό του με τόση ταραχή και φόβο, ο Μίτια, (παράξενο αυτό), ούτε το σκέφτηκε καθόλου κείνες τις μέρες. Είναι αλήθεια πως τις τελευταίες μέρες η Γκρούσενκα δεν του έλεγε λέξη γι' αυτό το ζήτημα. Όμως η ίδια του 'χε πει για το γράμμα που είχε πάρει πριν ένα μήνα απ' τον πρώην ξελογιαστή της. Ήξερε σχεδόν και τι της έγραφε. Τότε, σε μια μοχθηρή της στιγμή, η Γκρούσενκα του έδειξε κείνο το γράμμα, μα για μεγάλη της κατάπληξη, ο Μίτια δεν του έδωσε καμιά σχεδόν σημασία. Πολύ δύσκολο θα ήταν να εξηγήσει κανείς το γιατί: Ίσως μόνο και μόνο επειδή τυραννιόταν κι ο ίδιος απ' την άπρεπη και φριχτή του αντιζηλία με τον πατέρα του γι' αυτή τη γυναίκα, τόσο που δεν μπορούσε πια να φανταστεί τίποτα φοβερότερο και πιο επικίνδυνο γι' αυτόν, εκείνο τον καιρό τουλάχιστο. Δεν πίστευε καθόλου πως ξαναφάνηκε ένας γαμπρός ύστερα από πεντάχρονη εξαφάνιση. Ακόμα λιγότερο πίστευε πως θα έρθει σύντομα. Γιατί και το ίδιο εκείνο πρώτο γράμμα του «αξιωματικού» που είδε ο Μίτιενκα μίλαγε για τον ερχομό του νέου αντίζηλου με μεγάλη ασάφεια: Το γράμμα ήταν πολύ σκοτεινό, πομπώδες και γεμάτο αισθηματολογίες. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε πως εκείνη τη φορά η Γκρούσενκα του έκρυψε τις τελευταίες αράδες όπου υπήρχαν κάπως σαφέστερες πληροφορίες αναφορικά με την επιστροφή. Σα να μη έφταναν όλα αυτά, ο Μίτιενκα θυμήθηκε αργότερα πως παρατήρησε κείνη τη στιγμή κάποια έκφραση αθέλητης και περήφανης περιφρόνησης στο πρόσωπο της Γκρούσενκας γι' αυτό το μήνυμα απ' τη Σιβηρία. Ύστερα απ' αυτό, η Γκρούσενκα δεν του είπε τίποτα για τον καινούργιο αντίζηλο. Έτσι σιγά-σιγά ο Μίτια ξέχασε εντελώς τον αξιωματικό. Σκεφτόταν μονάχα πως, ό,τι και να συνέβαινε, η σύγκρουσή του με τον Φιόντορ Παύλοβιτς πλησίαζε και πως πριν από καθετί θα πρέπει να ξεκαθαρίσει μ' αυτόν τους λογαριασμούς του. Πρόσμενε κάθε ώρα και στιγμή —κι η καρδιά του πάγωνε— την απόφαση της Γκρούσενκας κι όλο και πίστευε πως η απόφαση αυτή θα παρθεί ξαφνικά σαν από έμπνευση. Πως θα έρθει άξαφνα και θα του πει:

«Πάρε με, είμαι δική σου για πάντα».

Και τότε όλα θα τελειώσουν. Αυτός θα την αρπάξει και θα την πάρει μαζί του στην άκρη του κόσμου. Ω, θα την πάρει και θα φύγει αμέσως, θα πάει όσο μπορεί πιο μακριά, αν όχι στην άκρη του κόσμου, όμως τουλάχιστο στην άκρη της Ρωσίας, θα την παντρευτεί εκεί πέρα και θα ζήσει incognito, έτσι που να μη βρεθεί ούτε δω, ούτε κει, ούτε πουθενά άνθρωπος που να ξέρει πού μένουν. Τότε, ω, τότε θ' αρχίσει στη στιγμή μιαν ολότελα καινούργια ζωή! Αυτή την καινούργια και «ενάρετη» ζωή («το δίχως άλλο, το δίχως άλλο ενάρετη») την ονειρευόταν κάθε στιγμή με πάθος. Διψούσε αυτή την ανάσταση, τούτη την ανανέωση. O βόρβορος όπου είχε κυλιστεί θεληματικά, τον βάραινε καταθλιπτικά και πίστευε —όπως δα οι περισσότεροι σε τέτοιες περιπτώσεις— πως η μόνη λύση είναι ν' αλλάξει περιβάλλον: Αρκεί να μπορούσε να φύγει απ' αυτούς τους ανθρώπους, να λευτερωθεί απ' αυτές τις συνθήκες και να ξεκολλήσει απ' αυτό το καταραμένο μέρος, όλα θα αναγεννιόνταν, όλα θα έμπαιναν σε καινούργιο δρόμο. Αυτό πίστευε κι αυτό λαχταρούσε.

Όμως όλ' αυτά θα γίνονταν μονάχα στην περίπτωση της ευνοϊκής λύσης του ζητήματος. Υπήρχε κι άλλη λύση, μπορεί τα πράγματα να τελείωναν —και θα 'ταν φριχτό— μ' άλλον τρόπο.

Ίσως να του 'λεγε ξαφνικά:

«Φεύγα, τα συμφώνησα με τον Φιόντορ Παύλοβιτς, τον παντρεύομαι. Εσύ δε χρειάζεσαι».

Και τότε... μα τότε... Εδώ που τα λέμε, ο Μίτια δεν ήξερε τι θα γινόταν τότε, ως την τελευταία στιγμή δεν το 'ξερε, αυτό πρέπει να το πούμε για δικαιολογία του. Δεν είχε καθορισμένες προθέσεις, δεν υπήρχε προμελέτη στο έγκλημα. Παρακολουθούσε, κατασκόπευε και βασανιζόταν, όμως προετοιμαζόταν μονάχα για την πρώτη, την ευνοϊκή τροπή της μοίρας του. Τόσο που έδιωχνε μάλιστα κάθε άλλη σκέψη. Όμως εδώ άρχιζε ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό μαρτύριο, ορθωνόταν μπροστά του κάτι καινούργιο κι άσχετο, μα το ίδιο μοιραίο και άλυτο.

Γιατί στην περίπτωση που θα του 'λεγε:

«Είμαι δική σου, πάρε με να φύγουμε», τότε πώς θα την έπαιρνε;

Με τι μέσα, με τι λεφτά; Κείνον ακριβώς τον καιρό κόπηκαν τα έσοδά του που έπαιρνε τόσα χρόνια συνέχεια απ' τον Φιόντορ Παύλοβιτς. Βέβαια η Γκρούσενκα είχε λεφτά, μα ο Μίτια δείχτηκε ξαφνικά πολύ περήφανος σ' αυτό το ζήτημα: Ήθελε να την πάρει και να φύγουνε για ν' αρχίσουν την καινούργια τους ζωή με δικά του λεφτά κι όχι με δικά της. Ούτε να το φανταστεί δεν μπορούσε πως θα της έπαιρνε χρήματα. Αυτή η σκέψη τού φαινόταν τόσο σιχαμερή που του ήταν σωστό μαρτύριο. Δε θα πω δω πέρα περισσότερα γι' αυτό ούτε θα τ' αναλύσω. Σημειώνω μονάχα πως τέτοια ήταν η ψυχική του κατάσταση κείνον τον καιρό. Ίσως όλ' αυτά να προέρχονταν έμμεσα, μπορεί μάλιστα και ασύνειδα, από τις κρυφές τύψεις του για την υπεξαίρεση των χρημάτων της Κατερίνας Ιβάνοβνας.

«Με τη μια φέρθηκα άτιμα, το ίδιο θα συμβεί και με την άλλη», σκεφτόταν τότε, όπως το ομολόγησε κι ο ίδιος

αργότερα. «Μα αν το μάθει η Γκρούσενκα, δε θα θελήσει ποτέ να πάρει έναν τέτοιο κανάγια».

Λοιπόν, πού να βρει τα μέσα να φύγει, από πού να πάρει αυτά τα μοιραία χρήματα; Γιατί αλλιώς όλα θα χαθούν και τίποτα δεν θα γίνει. «Κι αυτό μόνο και μόνο γιατί δε φτάσανε τα λεφτά. Ω, αίσχος!»

Προτρέχω: Το σπουδαίο ίσα-ίσα ήταν που ίσως και να ήξερε πού μπορούσε να βρει αυτά τα λεφτά, ίσως να ήξερε και πού ήταν. Τούτη τη φορά δε θα προσθέσω καμιά λεπτομέρεια γιατί όλα θα εξηγηθούν αργότερα. Μα να ποιο ήταν το κυριότερο του μαρτύριο. Αυτό θα το πω, αν κι όχι πολύ ξεκάθαρα: Για να πάρει τούτα τα χρήματα που βρίσκονταν κάπου, για να έχει το δικαίωμα, να τα πάρει, έπρεπε πρώτα να επιστρέφει τις τρεις χιλιάδες στην Κατερίνα Ιβάνοβνα. Αλλιώς «είμαι πορτοφολάς, είμαι άτιμος και δε θέλω ν' αρχίσω έτσι άτιμος την καινούργια ζωή». Γι' αυτό ο Μίτια αποφάσισε ν' αναποδογυρίσει, αν χρειαστεί όλο τον κόσμο μα να επιστρέφει κείνες τις τρεις χιλιάδες στην Κατερίνα Ιβάνοβνα με κάθε θυσία και πριν από καθετί άλλο.

Αυτή η απόφαση αποκρυσταλλώθηκε μέσα του τις τελευταίες, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ώρες της ζωής του, ακριβώς ύστερα απ' την τελευταία του συνάντηση με τον Αλιόσα που έγινε εδώ και δυο μέρες, το βράδυ, στο δρόμο, τότε που λίγο πριν η Γκρούσενκα πρόσβαλε την Κατερίνα Ιβάνοβνα κι ο Μίτια, αφού άκουσε τον Αλιόσα που του τα διηγήθηκε όλα, παραδέχτηκε πως είναι άτιμος και του παράγγειλε να το πει αυτό στην Κατερίνα Ιβάνοβνα, «αν αυτό θα της έφερνε κάποια ανακούφιση». Τότε ακριβώς, την ίδια κείνη νύχτα, όταν άφησε τον αδερφό του, ένιωσε μέσα στον παροξυσμό του πως άξιζε «να σκοτώσει και να ληστέψει κάποιον, μα το χρέος να το επιστρέψει στην Κάτια».

«Καλύτερα να βγω φονιάς και κλέφτης μπροστά σ' όλο τον κόσμο και να με στείλουν στη Σιβηρία παρά να 'χει το δικαίωμα η Κάτια να λέει πως την πρόδωσα κι έκλεψα και τα χρήματά της από πάνω και πως μ' αυτά τα ίδια της τα χρήματα έφυγα με τη Γκρούσενκα για ν' αρχίσω μιαν ενάρετη ζωή! Αυτό δεν το μπορώ!»

Τα σκέφτηκε αυτά ο Μίτια σφίγγοντας και τρίζοντας τα δόντια του και είχε δίκιο να φαντάζεται πως στο τέλος θα πάθει εγκεφαλική συμφόρηση. Μα προς το παρόν πάλευε ακόμα...

Παράξενο: Θα νόμιζε κανείς πως ύστερα από μια τέτοια απόφαση εκτός από την απόγνωση δεν του έμεινε τίποτ' άλλο. Γιατί πού να τα 'βρισκε έτσι αμέσως τόσα λεφτά αυτός ο απένταρος; Όμως, παρ' όλ' αυτά, όλον εκείνο τον καιρό δεν έπαυε να ελπίζει πως θα βρει αυτές τις τρεις χιλιάδες, πως θα του τις φέρνανε, πως θα πέσουν μόνες τους μπροστά του, έστω κι από τον ουρανό. Μα έτσι γίνεται δα μ' όλους εκείνους που όπως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, σ' όλη τους τη ζωή δεν ξέρουν παρά να σκορπάνε και να ασωτεύουν τα χρήματα που τους έτυχαν από κληρονομιά χωρίς να 'χουν ιδέα πώς βγαίνουν. Απ' το μυαλό του περνούσαν οι πιο έξαλλες σκέψεις αμέσως μόλις άφησε προχτές τον Αλιόσα, έτσι που του ήταν αδύνατο να σκεφτεί λογικά. Το αποτέλεσμα ήταν πως επιχείρησε κάτι εντελώς παράλογο. Μα φαίνεται πως σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις κάτι τέτοιοι άνθρωποι νομίζουν κατορθωτές τις πιο αδύνατες και φανταστικές επιχειρήσεις. Αποφάσισε ξάφνου να πάει στον έμπορα Σαμσόνοβ, τον προστάτη της Γκρούσενκας, να του προτείνει ένα «σχέδιο» και να του πάρει με την πρόφαση αυτού του «σχεδίου» μονομιάς όσα χρήματα του χρειάζονταν. Από εμπορική άποψη δεν αμφέβαλλε καθόλου για το σχέδιό του, δεν ήξερε μονάχα πώς θα έβλεπε ο Σαμσόνοβ γενικά το διάβημά του, αν ήθελε να το αντιμετωπίσει όχι αποκλειστικά από εμπορική πλευρά. O Μίτια ήξερε αυτόν τον έμπορα εξ όψεως, όμως δεν είχε γνωριστεί μαζί του, ούτε και του 'χε μιλήσει ποτέ. Πίστευε όμως για κάποιο λόγο, από καιρό μάλιστα, πως αυτός ο γεροδιαφθορέας που έπνεε τώρα τα λοίσθια, ίσως να μην έφερνε καμιά αντίρρηση αν η Γκρούσενκα ήθελε να ταχτοποιήσει τίμια τη ζωή της και να παντρευτεί έναν άνθρωπο «άξιον εμπιστοσύνης». Κι όχι μονάχα αυτό: Πίστευε πως κι αυτός το θέλει και πως μόλις παρουσιαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία θα βοηθούσε κι ο ίδιος. Είχε βγάλει ακόμα το συμπέρασμα —δεν ξέρω αν από φήμες ή από τίποτα κουβέντες της Γκρούσενκας —πως ο γέρος θα προτιμούσε ίσως να δώσει την Γκρούσενκα σ' αυτόν παρά στον Φιόντορ Παύλοβιτς. Ίσως πολλοί από τους αναγνώστες της διήγησής μας, βλέποντας πως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς υπολογίζει στη βοήθεια του γέρου για να πάρει τη νύφη —πώς να το πούμε;— από τα χέρια του προστάτη της, ίσως, λέω, να σκεφτούν πως αυτός ο υπολογισμός παραείναι χοντροκομμένος και κυνικός. Το μόνο που μπορώ να παρατηρήσω είναι πως το παρελθόν της Γκρούσενκας ο Μίτια το 'βλεπε σα μια παλιά και ξεχασμένη πια ιστορία. Έβλεπε αυτό το παρελθόν με άπειρη συμπόνια και πείστηκε μ' όλη τη φλόγα του πάθους του πως όταν εκείνη θα του πει πως τον αγαπάει και τον παίρνει, τότε αμέσως η Γκρούσενκα θα γίνει εντελώς διαφορετική και μαζί της θα ξαναγεννηθεί κι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, και, χωρίς πια κανένα βίτσιο και γεμάτοι αρετή, θα συγχωρέσει ο ένας τον άλλον και θ' αρχίσουν μαζί μια καινούργια ζωή. Όσο για τον Κουζμά Σαμσόνοβ είχε την ιδέα πως είχε παίξει βέβαια ένα μοιραίο ρόλο στο για πάντα θαμμένο πια παρελθόν της Γκρούσενκας μα πως αυτή ποτέ δεν τον είχε αγαπήσει και πως κι αυτός είχε περάσει, είχε τελειώσει, ήταν λοιπόν σα να μην υπήρχε καθόλου. Γιατί ο Μίτια ούτε και για άνθρωπο δεν μπορούσε να τον λογαριάζει τώρα αφού όλη η πολιτεία το 'ξερε πως ο γέρος είχε καταντήσει σαράβαλο πια και οι σχέσεις του με την Γκρούσενκα είχαν γίνει εδώ κι ένα χρόνο ας πούμε πατρικές κι όχι σαν εκείνες που ήταν στην αρχή! Πάντως σε όλ' αυτά έδειχνε μεγάλη αφέλεια ο Μίτια γιατί, παρ' όλα του τα ελάττωματα ήταν πολύ απλοϊκός. Αποτέλεσμα αυτής του της αφέλειας, ήταν πως πίστευε ότι ο γερο-Κουζμά τώρα που βλέπει πως λίγα είναι τα ψωμιά του έχει μετανιώσει ειλικρινά για το παρελθόν του με τη Γκρούσενκα και πως αυτή δεν έχει πιο πιστό φίλο και προστάτη απ' αυτόν τον ακίνδυνο πια γέρο.

Την άλλη κιόλας μέρα μετά τη συνομιλία του με τον Αλιόσα στα χωράφια —ύστερα απ' αυτό ο Μίτια δεν κοιμήθηκε σχεδόν όλη τη νύχτα— παρουσιάστηκε στο σπίτι του Σαμσόνοβ κατά τις δέκα το πρωί και είπε να τον αναγγείλουν. Το σπίτι αυτό ήταν παλιό, σκυθρωπό, πολύ ευρύχωρο, δίπατο, με πτέρυγα και οικοδομές στην αυλή. Στο κάτω πάτωμα μένανε οι δυο παντρεμένοι γιοι του Σαμσόνοβ με τις οικογένειές τους, η γριά αδερφή του και μια ανύπαντρη κόρη του. Στην πτέρυγα ζούσαν οι δυο του υπάλληλοι που ο ένας τους ήταν πολύτεκνος. Τα παιδιά και οι υπάλληλοι ζούσαν πολύ στενάχωρα, μα το πάνω πάτωμα του σπιτιού το κρατούσε μονάχος του ο γέρος και δεν άφηνε κανένα να μείνει εκεί, ούτε και την κόρη του που τον περιποιόταν και που έπρεπε ορισμένες ώρες μα και κάθε φορά που τη φώναζε ν' ανεβαίνει τις σκάλες από κάτω, παρ' όλο που από καιρό τώρα είχε άσθμα. Αυτό το «ανώγι» είχε πολλά δωμάτια υποδοχής, επιπλωμένα όπως το συνήθιζαν οι έμποροι του παλιού καιρού, με μακριές, θλιβερές σειρές πολυθρόνες και καρέκλες κοντά στους τοίχους, με κρυστάλλινους πολυέλαιους σκεπασμένους με γάζα και με σκυθρωπούς καθρέφτες στους μεσότοιχους. Όλ' αυτά τα δωμάτια μένανε άδεια και ακατοίκητα. O γέρος είχε συμμαζευτεί σ' ένα μικρό δωματιάκι, σε μιαν απόμερη μικρή κρεβατοκάμαρα. Εκεί τον περιποιόταν μια γριά υπηρέτρια που φόραγε στο κεφάλι της μια μαντίλα και ένας «μικρός» που κοιμόταν στο διάδρομο, σ' έναν πάγκο. Τα πόδια του γέρου ήταν πρησμένα και δεν μπορούσε σχεδόν καθόλου να περπατήσει. Σπάνια σηκωνόταν από την πέτσινη πολυθρόνα του. Τότε η γριά τον βοηθούσε να κάνει μια-δυο βόλτες στο δωμάτιο. Ήταν αυστηρός και λιγομίλητος ακόμα και μ' αυτή τη γριά. Όταν του αναγγείλανε τον ερχομό του «λοχαγού» πρόσταξε αμέσως να μην τον αφήσουν να μπει. Μα ο Μίτια επέμενε κι είπε να τον αναγγείλουν ακόμα μια φορά. O Κουζμά Κουζμίτς ρώτησε λεπτομερειακά το μικρό: Πώς είναι; Μήπως είναι μεθυσμένος; Μήπως κάνει φασαρία; Του απάντησαν πως «είναι ξεμέθυστος μα δε θέλει να φύγει». O γέρος και πάλι πρόσταξε να μην τον αφήσουν. Τότε ο Μίτια που τα 'χε προβλέψει όλ' αυτά και πήρε επίτηδες μαζί του μολύβι και χαρτί, έγραψε ευανάγνωστα σ' ένα φύλλο τούτες τις λέξεις:

«Για μια σπουδαιότατη υπόθεση που 'χει στενή σχέση με την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα.»

και το 'στειλε στο γέρο. Αυτός σκέφτηκε λίγο και πρόσταξε το μικρό να μπάσει τον επισκέπτη στο σαλόνι. Τη γριά την έστειλε κάτω για να πει στο νεότερο γιο του ν' ανέβει αμέσως επάνω. Αυτός ο μικρότερος γιος ήταν ένας άντρας ψηλός και πολύ γεροδεμένος. Φόραγε ρούχα φράγκικα και ήταν ξυρισμένος (ο ίδιος ο Σαμσόνοβ φόραγε ρούσικο καφτάνι και είχε γενειάδα).

Ήρθε χωρίς χρονοτριβή γιατί όλοι τους φοβόνταν τον πατέρα. O πατέρας κάλεσε αυτόν τον λεβέντη όχι επειδή φοβόταν το λοχαγό, (δεν ήταν καθόλου δειλός) μα έτσι, για κάθε ενδεχόμενο, μάλλον για να 'χει ένα μάρτυρα. Με τη βοήθεια του γιου του και του μικρού, κατέπλευσε επιτέλους στο σαλόνι. Φαίνεται πως όλ' αυτά του 'χαν κινήσει αρκετά την περιέργεια. Το σαλόνι όπου περίμενε ο Μίτια, ήταν τεράστιο, σκυθρωπό, σου 'φερνε μελαγχολία. Είχε δυο σειρές παράθυρα, γαλαρίες και οι τοίχοι ήταν μπογιατισμένοι σε «απομίμηση μάρμαρου», από το ταβάνι κρέμονταν τρεις τεράστιοι πολυέλαιοι που τώρα τους είχανε σκεπάσει με καλύμματα. O Μίτια καθόταν στην καρεκλίτσα του κοντά στην είσοδο και με νευρική ανυπομονησία περίμενε την τύχη του. Όταν φάνηκε ο γέρος στην απέναντι είσοδο, κάπου είκοσι μέτρα από τη θέση του Μίτια, αυτός σηκώθηκε απότομα και πήγε προς το μέρος του προχωρώντας με τα σταθερά, μεγάλα στρατιωτικά του βήματα. Ήταν ντυμένος μ' ευπρέπεια, με τη ρεντιγκότα κουμπωμένη, κρατούσε ένα ημίψηλο στο χέρι και φορούσε μαύρα γάντια. Ακριβώς έτσι όπως είχε ντυθεί και τρεις μέρες πριν όταν είχε πάει στου στάρετς, στο μοναστήρι, σε κείνη την οικογενειακή συγκέντρωση με τον Φιόντορ Παύλοβιτς και τους αδερφούς του. O γέρος τον περίμενε όρθιος, επίσημος και σοβαρός, κι ο Μίτια ένιωσε αμέσως πως ώσπου να τον πλησιάσει, εκείνος είχε προφτάσει κιόλας να τον καλοεξετάσει. Του 'κανε ακόμα εντύπωση το πρησμένο πρόσωπο του Κουζμά Κουζμίτς: Το κάτω χείλι του που ήταν και πρώτα παχύ κρεμόταν τώρα σα μουλιασμένη γαλέτα. Υποκλίθηκε σιωπηλά και επίσημα στον επισκέπτη, του 'δειξε μια πολυθρόνα κοντά στο ντιβάνι. O ίδιος, στηριγμένος στο μπράτσο του γιου του και βογγώντας, άρχισε να βολεύεται απέναντι στο Μίτια στο ντιβάνι έτσι που εκείνος βλέποντας τις μεγάλες και οδυνηρές του προσπάθειες, ένιωσε αμέσως στην καρδιά του κάτι σαν τύψη και ντροπή γιατί είχε ανησυχήσει, αυτός ο μηδαμινός, ένα τόσο σπουδαίο πρόσωπο.

— Τι επιθυμείτε, κύριε, από μένα; πρόφερε ο γέρος που είχε καθίσει επιτέλους.

Αυτό το είπε αργά χωρίζοντας την κάθε λέξη, μα ευγενικά.

O Μίτια ανατρίχιασε, πετάχτηκε σχεδόν από τη θέση του μα και πάλι ξανακάθισε. Ύστερα αμέσως άρχισε να μιλάει δυνατά, γρήγορα, νευρικά, χειρονομώντας με πραγματική παραφορά. Μάντευε κανείς πως αυτός ο άνθρωπος είχε φτάσει στα έσχατα, πως έχει καταστραφεί και ζητάει την τελευταία διέξοδο. Αν δεν την έβρισκε θα μπορούσε να πέσει στο ποτάμι. Κατά πάσαν πιθανότητα ο γέρος το κατάλαβε αμέσως αυτό, αν και το πρόσωπό του έμεινε ψυχρό κι ανάλλαχτο σα να 'ταν είδωλο.

«O ευγενέστατος Κουζμά Κουζμίτς θα έχει ακούσει πολλές φορές ασφαλώς για τους τσακωμούς μου με τον πατέρα μου, τον Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ, που λήστεψε την κληρονομιά που μου άφησε η μητέρα μου... αφού όλη η πολιτεία πια μιλάει γι' αυτό... επειδή εδώ πέρα όλοι χώνουν παντού τη μύτη τους και φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν... Μα εκτός απ' αυτά θα μπορεί να τ' ακούσατε κι απ' την Γκρούσενκα... με συγχωρείτε: απ' την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα... απ' την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα που την εκτιμώ και την σέβομαι πολύ...» έτσι άρχισε κομπιάζοντας από την πρώτη κιόλας λέξη ο Μίτια.

Όμως εμείς δε θα παραθέσουμε όλο το λόγο του, μονάχα την ουσία του θα διηγηθούμε. Έλεγε λοιπόν πως η υπόθεση ήταν τούτη: Αυτός, ο Μίτια, εδώ και τρεις μήνες συμβουλεύτηκε επί τούτω (έτσι ακριβώς το είπε, επί τούτω κι όχι επίτηδες) το δικηγόρο της πρωτεύουσας του νομού «διάσημο δικηγόρο, Κουζμά Κουζμίτς, τον Πάβελ Παύλοβιτς Κορνεπλόντοβ, θα τον έχετε βέβαια ακουστά! Πλατιές αντιλήψεις, διάνοια πολιτικού ανδρός... σας ξέρει και σας... μου μίλησε με τα καλύτερα λόγια...»

Κόμπιασε για δεύτερη φορά ο Μίτια. Μα τα κομπιάσματα δεν τον σταματάγανε. Τα υπερπηδούσε αμέσως και προχωρούσε παρακάτω. Αυτός λοιπόν, ο Κορνεπλόντοβ, αφού τον ρώτησε λεπτομερειακά για την υπόθεση και εξέτασε τα ντοκουμέντα που μπόρεσε να του παρουσιάσει ο Μίτια (για τα ντοκουμέντα ο Μίτια μίλησε πολύ βιαστικά και με ασάφεια), κατέληξε στο συμπέρασμα πως για το χωριό Τσερμασνιά που θα 'πρεπε ν' ανήκει σ' αυτόν, τον Μίτια, μια και ήταν κληρονομιά της μητέρας του, θα μπορούσαν ν' αρχίσουν τη δίκη και να βάλουν στη θέση του το γεροπαραλυμένου. «γιατί δεν έχουν κλείσει δα κι όλες οι πόρτες κι η δικαιοσύνη ξέρει πώς να υπεισέλθει». Με δυο λόγια θα μπορούσε κανείς να ελπίζει πως ο Φιόντορ Παύλοβιτς θα αναγκαζότανε να πληρώσει κάπου έξι χιλιάδες ακόμα, εφτά μάλιστα, γιατί η Τσερμασνιά, όπως και να 'ναι, κοστίζει το λιγότερο εικοσπέντε χιλιάδες, δηλαδή ίσως και είκοσι οχτώ... «τριάντα, τριάντα, Κουζμά Κουζμίτς, και γω, φανταστείτε, ούτε δεκαεφτά δεν μπόρεσα να πάρω απ' αυτόν το σκληρόκαρδο άνθρωπο...! Το λοιπόν, εγώ, ο Μίτια, την παράτησα τότε κείνη τη δουλειά γιατί δεν τα καταφέρνω με τα δικαστήρια. Μα όταν ήρθα εδώ πέρα έμεινα άναυδος βλέποντας πως είχε γίνει μια ανταγωγή εναντίον μου (εδώ ο Μίτια ξαναμπερδεύτηκε και μεταπήδησε απότομα): Να λοιπόν τι λέω: Δε θα θέλατε τάχα, ευγενέστατε Κουζμά Κουζμίτς, να σας παραχωρήσω όλα τα δικαιώματά μου απέναντι σ' αυτό το τέρας για τρεις μονάχα χιλιάδες; Σε καμιά περίπτωση δεν μπορείτε βέβαια να χάσετε, γι' αυτό σας δίνω το λόγο μου, το λόγο της τιμής μου. Απεναντίας μπορείτε να κερδίσετε έξι ίσαμε εφτά χιλιάδες... Μα το σπουδαιότερο είναι να τελειώσουν όλ' αυτά και σήμερα ακόμα. Είμαι έτοιμος, στου συμβολαιογράφου ή δεν ξέρω πώς... Με δυο λόγια είμαι έτοιμος για το καθετί, θα σας δώσω όλα τα χαρτιά, θα υπογράψω ό,τι θέλετε... και θα μπορούσαμε τώρα κιόλας να το φτιάξουμε τούτο το χαρτί, κι αν μπορούσατε, αν βέβαια δεν σας κάνει κόπο, και τώρα το πρωί θα το συντάσσαμε... Εσείς μπορείτε να μου δώσετε τούτες τις τρεις χιλιάδες γιατί δεν υπάρχει στην πολιτεία μας μεγαλύτερος κεφαλαιούχος από σας... και θα με σώζατε έτσι από... με δυο λόγια θα σώζατε το φτωχό μου το κεφάλι για ένα ευγενέστατο έργο, για ένα ανώτερο έργο μπορώ να πω... γιατί τρέφω ευγενέστατα αισθήματα για ένα άτομο που το ξέρετε πολύ καλά και το φροντίζετε σαν πατέρας. Αν δεν ήταν έτσι, αν δεν το φροντίζατε δηλαδή σαν πατέρας, ούτε και θα ερχόμουνα καθόλου σε σας. Κι αν θέλετε να σας το πω κι αυτό, έχουμε δω πέρα τρεις ανθρώπους που βρεθήκανε αντιμέτωποι. Αυτή είναι σωστή κόλαση, Κουζμά Κουζμίτς! Ας είμαστε ρεαλιστές, Κουζμά Κουζμίτς! Ας είμαστε ρεαλιστές! Και μια και σας θα πρέπει από καιρό πια να σας αποκλείσουμε, τότε μένουν δυο μέτωπα που κουτουλιούνται. Ίσως να εκφράζομαι άσχημα, όμως δεν είμαι δα και λογοτέχνης. Δηλαδή το ένα μέτωπο είναι το δικό μου και τ' άλλο είναι εκείνου του τέρατος. Διαλέξτε λοιπόν. Εγώ ή το τέρας; Όλα τώρα από σας εξαρτιούνται, τρεις μοίρες και δυο κλήροι... Με συγχωρείτε, τα μπέρδεψα, όμως εσείς με καταλάβατε... το βλέπω από την έκφραση των σεβαστών σας ματιών πως καταλάβατε... Κι αν δεν καταλάβατε, τότε σήμερα κιόλας θα πάω να πέσω να πνιγώ, να!»

O Μίτια σταμάτησε τον ασυνάρτητο λόγο του μ' αυτό το «να» και σηκώθηκε απότομα όρθιος περιμένοντας να του απαντήσουν στην ανόητη πρότασή του. Μόλις είπε την τελευταία φράση αισθάνθηκε ξαφνικά και αναπάντεχα πως όλα ήταν χαμένα και, το σπουδαιότερο, πως τόσην ώρα που φλυαρούσε είχε αραδιάσει ένα σωρό ανοησίες.

«Παράξενο. Όταν ερχόμουν δω πέρα, όλα τα έβλεπα λογικά και τώρα να, όλα σαχλαμάρες!» σκέφτηκε ξαφνικά μέσα στην απελπισία του.

O γέρος, όλη την ώρα που αυτός μίλαγε, καθόταν ακίνητος και τον παρακολουθούσε μ' ένα παγωμένο βλέμμα. Τον άφησε να περιμένει κάπου ένα λεπτό και τέλος, πρόφερε με τον πιο κατηγορηματικό κι αποθαρρυντικό τόνο:

— Μας συγχωρείτε, δεν ασχολούμαστε με τέτοιες υποθέσεις.

O Μίτια ένιωσε ξαφνικά τα πόδια του να λυγίζουν.

— Και 'γω τώρα, Κουζμά Κουζμίτς, τραύλισε αυτός μ' ένα

χλομό χαμόγελο- τώρα είμαι χαμένος, έτσι δε νομίζετε;

— Μας συγχωρείτε μα...

O Μίτια εξακολουθούσε να στέκεται και να τον κοιτάει στυλά. Ξάφνου παρατήρησε πως κάτι σάλεψε στο πρόσωπο του γέρου. Ανασκίρτησε.

— Βλέπετε, κύριε, κάτι τέτοιες υποθέσεις δεν αρμόζουν σε μας, πρόφερε αργά ο γέρος· θ' αρχίσουν δίκες, δικηγόροι, φασαρίες! Αν θέλετε όμως, υπάρχει εδώ ένας άνθρωπος... πηγαίνετε σ' αυτόν ν' απευθυνθείτε...

— Θεέ μου, ποιος είναι λοιπόν; Μ' ανασταίνετε, Κουζμά Κουζμίτς, τραύλισε ο Μίτια.

— Δεν είναι από την πόλη μας αυτός ο άνθρωπος και τώρα δεν είναι εδώ. Είναι ένας χωρικός, εμπορεύεται ξυλεία, τον αποκαλούν Λιαγκάβη. Είναι ένας χρόνος τώρα που διαπραγματεύεται με τον Φιόντορ Παύλοβιτς την ξυλεία που έχει στην Τσερμασνιά, μα δε συμφωνάνε στην τιμή. Ίσως το έχετε και εσείς ακουστά. Τώρα ξανάρθε και μένει στου παπά του Ιλίνσκη, απ' το Σταθμό Βαλόβια θα είναι κάπου δώδεκα βέρστια, στο χωριουδάκι Ιλίνσκη. Μου έγραψε και μένα γι' αυτή τη δουλειά, για την ξυλεία δηλαδή, ζητούσε τη συμβουλή μου. O Φιόντορ Παύλοβιτς έχει σκοπό να πάει να τον βρει. Αν λοιπόν πηγαίνατε εσείς πριν απ' τον Φιόντορ Παύλοβιτς και προτείνατε στο Λιαγκάβη αυτό που μου είπατε και μένα, τότε ίσως να...

— Υπέροχη ιδέα! τον διέκοψε ενθουσιασμένος ο Μίτια.

Αυτός είναι ο άνθρωπος που γυρεύω. Αυτουνού θα του 'ρθει κουτί η πρότασή μου. Κάνει παζάρια, του ζητάνε ακριβά και τσουπ, θα του 'ρθω εγώ και θα του δώσω τα χαρτιά που θα τον κάνουν ιδιοκτήτη. Χα-χα-χα!

Κι ο Μίτια γέλασε ξάφνου με το σύντομο, ξύλινο γέλιο του εντελώς αναπάντεχα, τόσο που ο Σαμσόνοβ ανατρίχιασε.

— Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω, Κουζμά Κουζμίτς, έλεγε φλογερά ο Μίτια.

— Τίποτα, είπε ο Σαμσόνοβ κι έσκυψε το κεφάλι.

— Μα δεν ξέρετε εσείς... με σώσατε. Ω, ένα προαίσθημα μ' έφερε κοντά σας... Τρέχω λοιπόν σ' αυτόν τον παπά!

— Δεν αξίζει δα τον κόπο να μ' ευχαριστείτε.

— Φεύγω, τρέχω. Έκανα κατάχρηση της υγείας σας. Ποτέ δε θα το ξεχάσω αυτό, Κουζμά Κουζμίτς, ένας Ρώ-σος σάς το λέει αυτό, ένας Ρ-ρώσος!

— Μμμ.

O Μίτια άπλωσε ν' αρπάξει το χέρι του για να το σφίξει εγκάρδια, όμως παρατήρησε πως κάτι μοχθηρό άστραψε ξαφνικά στα μάτια του γέρου. O Μίτια αποτράβηξε το χέρι του μα την ίδια κιόλας στιγμή μέμφθηκε τον εαυτό του για τη δυσπιστία του.

«Είναι που κουράστηκε...» σκέφτηκε για μια στιγμή.

— Γι' αυτήν! Γι' αυτήν, Κουζμά Κουζμίτς! Το καταλαβαίνετε πως είναι για αυτήν; ξεφώνισε ξαφνικά έτσι που αντήχησε η σάλα, υποκλίθηκε, έκανε μεταβολή και προχώρησε με τα ίδια γρήγορα βήματα προς την έξοδο χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω του.

Έπαλλε ολόκληρος από ενθουσιασμό.

«Νόμιζα πως όλα πια είχαν χαθεί μα να που ο φύλακας- άγγελος μ' έσωσε», σκεφτόταν. «Και μια κι ένας τέτοιος επιχειρηματίας όπως αυτός ο γέρος (ευγενέστατος γέρος. Και τι εμφάνιση!) μου έδειξε αυτό το δρόμο θα πει... θα πει πως θα πετύχω. Τώρα αμέσως πρέπει να τρέξω. Θα γυρίσω το βράδυ, ας γυρίσω και τη νύχτα, δεν με νοιάζει, το σπουδαίο είναι πως θα καταφέρω τη δουλειά. Είναι τάχα δυνατό να με κορόιδεψε ο γέρος;»

Αυτά ξεφώνιζε ο Μίτια πηγαίνοντας στο σπίτι του. Δεν μπορούσε βέβαια να φανταστεί άλλη περίπτωση απ' αυτές τις δυο: Ή ο γέρος (και ήταν καταφερτζής αυτός) του έδωσε μια σοβαρή συμβουλή ξέροντας καλά την υπόθεση και κείνον τον Λιαγκάβη (παράξενο επίθετο), ή ο γέρος τον κορόιδεψε! Αλίμονο! Η τελευταία τούτη σκέψη ήταν η μόνη σωστή. Αργότερα, ύστερα από πολύν καιρό, όταν είχε γίνει πια όλη η καταστροφή, ο γερο-Σαμσόνοβ παραδεχόταν κι ο ίδιος γελώντας πως κορόιδεψε τότε το «λοχαγό». Ήταν μοχθηρός, παγερός και είρων και επιπλέον με νοσηρές αντιπάθειες. Να ήταν τάχα ο ενθουσιασμός του λοχαγού, η ανόητη πεποίθηση αυτουνού του «άσωτου και σπάταλου» πως αυτός, ο Σαμσόνοβ, θα έπαιρνε στα σοβαρά μια τέτοια πρόταση σαν το «σχέδιό» του, ή μήπως ήταν η ζήλεια του για την Γκρούσενκα που «εν ονόματι της» κουβαλήθηκε τούτος ο θεοπάλαβος και θέλησε τάχα για το καλό της να του πάρει λεφτά; Δεν ξέρω τι ακριβώς έκανε το γέρο εκείνη τη στιγμή που ο Μίτια στεκόταν μπροστά του και ένιωθε τα γόνατά του να λυγίζουν και φώναζε ηλίθια πως είναι χαμένος, να αισθανθεί γι' αυτόν τόσο μίσος και ν' αποφασίσει να τον κοροϊδέψει. Όταν ο Μίτια βγήκε, ο Κουζμά Κουζμίτς χλομός από το θυμό του, γύρισε στο γιο του και πρόσταξε να μην ξαναπατήσει το πόδι του αυτός ο αλιτήριος ούτε καν στην αυλή, γιατί αλλιώς...

Δεν αποτελείωσε τη φοβέρα του, μα κι ο γιος του ακόμα, που τον είχε δει πολλές φορές θυμωμένο, ανατρίχιασε απ' τον τρόμο του. Ολόκληρη ώρα ύστερα απ' αυτό ο γέρος έτρεμε απ' το κακό του και προς το βράδυ αρρώστησε κι έστειλε να φωνάξουν το «γιατρό».


8. ΟΓΔΟΟ ΒΙΒΛΙΟ: O ΜΙΤΙΑ: Ι. O Κουζμά Σαμσόνοβ 8. BOOK 8: THE MITIA: I. O Kuzma Samsonov

O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς που η Γκρούσενκα του έστειλε τα χαιρετίσματα της, καθώς έφευγε για την καινούργια της ζωή, και του «παράγγειλε» να θυμάται για πάντα κείνη την ωρίτσα που τον αγάπησε, βρισκόταν κι αυτός κείνη την ίδια στιγμή, χωρίς να ξέρει τίποτα απ' αυτά που της συνέβαιναν, σε μεγάλη ταραχή και σε πολλές έγνοιες. Τις τελευταίες δυο μέρες βρισκόταν σε τέτοια αφάνταστη κατάσταση που πραγματικά δεν ήταν καθόλου απίθανο να πάθει εγκεφαλική συμφόρηση όπως το 'πε κι ο ίδιος αργότερα. O Αλιόσα δεν μπόρεσε να τον βρει το πρωί της προηγούμενης μέρας κι ο Ιβάν άδικα τον περίμενε στο ραντεβού της ταβέρνας. Οι σπιτονοικοκυραίοι του έκαναν όπως τους είχε διατάξει και δεν είπαν σε κανέναν πού βρίσκεται. Κείνες τις δυο μέρες έτρεχε ανάστατος δω και κει «παλεύοντας με τη μοίρα του και πασκίζοντας να σώσει τον εαυτό του» όπως εκφράστηκε κι ο ίδιος αργότερα. Έφυγε μάλιστα για μερικές ώρες απ' την πολιτεία —είχε να κανονίσει κάποια πολύ βιαστική υπόθεση —αν και τρόμαξε με τη σκέψη πως θ' άφηνε έστω και για μια στιγμή τη Γκρούσενκα χωρίς επιτήρηση. Όλ' αυτά μαθεύτηκαν αργότερα με τον πιο λεπτομερειακό και ντοκουμενταρισμένο τρόπο, μα τώρα εμείς θα σημειώσουμε μονάχα τα πιο απαραίτητα γεγονότα απ' την ιστορία των δυο εκείνων φοβερών ημερών της ζωής του που προηγήθηκαν απ' τη φριχτή καταστροφή που τόσο αναπάντεχα ξέσπασε πάνω του.

Η Γκρούσενκα, αν και τον αγάπησε για μιαν ωρίτσα αληθινά και ειλικρινά, ωστόσο τον βασάνιζε κιόλας κείνο τον ίδιο καιρό πραγματικά άσπλαχνα κι άκαρδα. Το σπουδαιότερο ήταν πως δεν μπορούσε καθόλου να μαντέψει τους σκοπούς της: και ούτε θα μπορούσε να την κάνει να τους πει με το χάδι ή με τη βία. Δε θα κατάφερνε τίποτα, μονάχα που θα θύμωνε, θα του γύριζε την πλάτη και θα τον έδιωχνε ολότελα. Αυτό το καταλάβαινε πολύ καλά τότε. Υποπτευόταν κείνο τον καιρό —και δεν είχε άδικο— πως κι αυτή παλεύει με τον εαυτό της, ήταν παράξενα αναποφάσιστη, κάτι πάει ν' αποφασίσει κι όλο δεν τ' αποφασίζει. Γι' αυτό, ήταν στιγμές που με σφιγμένη την καρδιά υποψιαζόταν —κι όχι αβάσιμα— πως φορές-φορές σίγουρα θα τον σιχαίνεται κι αυτόν και το πάθος του. Ίσως αυτό ακριβώς να συνέβαινε, όμως δεν τα κατάφερε ποτέ να καταλάβει τι ήταν εκείνο που βασάνιζε την Γκρούσενκα. Για να λέμε την αλήθεια, γι' αυτόν όλο το πρόβλημα έμπαινε έτσι: «ή αυτός, ο Μίτια, ή ο Φιόντορ Παύλοβιτς». Μιας και το έφερε η κουβέντα, θα πρέπει να σημειώσουμε δω ένα αδιάσειστο γεγονός. Ήταν απόλυτα βέβαιος πως ο Φιόντορ Παύλοβιτς θα προτείνει το δίχως άλλο (αν δεν είχε προτείνει κιόλας) στη Γκρούσενκα να παντρευτούν νόμιμα. Ούτε για μια στιγμή δεν πίστεψε πως ο γεροφιλήδονος ελπίζει να πετύχει το σκοπό του μονάχα με τρεις χιλιάδες. Αυτό το συμπέρανε ο Μίτια γιατί ήξερε τη Γκρούσενκα και το χαρακτήρα της. Να γιατί νόμιζε καμιά φορά πως όλο το μαρτύριο κι όλη η αναποφασιστικότητα της Γκρούσενκας προερχόταν μονάχα από το γεγονός ότι δεν ήξερε ποιον απ' τους δυο να διαλέξει, ποιος δηλαδή τη συνέφερε περισσότερο. Όσο για την επιστροφή του «αξιωματικού», δηλαδή κείνου του μοιραίου ανθρώπου στη ζωή της Γκρούσενκας, που αυτή περίμενε τον ερχομό του με τόση ταραχή και φόβο, ο Μίτια, (παράξενο αυτό), ούτε το σκέφτηκε καθόλου κείνες τις μέρες. Είναι αλήθεια πως τις τελευταίες μέρες η Γκρούσενκα δεν του έλεγε λέξη γι' αυτό το ζήτημα. Όμως η ίδια του 'χε πει για το γράμμα που είχε πάρει πριν ένα μήνα απ' τον πρώην ξελογιαστή της. Ήξερε σχεδόν και τι της έγραφε. Τότε, σε μια μοχθηρή της στιγμή, η Γκρούσενκα του έδειξε κείνο το γράμμα, μα για μεγάλη της κατάπληξη, ο Μίτια δεν του έδωσε καμιά σχεδόν σημασία. Πολύ δύσκολο θα ήταν να εξηγήσει κανείς το γιατί: Ίσως μόνο και μόνο επειδή τυραννιόταν κι ο ίδιος απ' την άπρεπη και φριχτή του αντιζηλία με τον πατέρα του γι' αυτή τη γυναίκα, τόσο που δεν μπορούσε πια να φανταστεί τίποτα φοβερότερο και πιο επικίνδυνο γι' αυτόν, εκείνο τον καιρό τουλάχιστο. Δεν πίστευε καθόλου πως ξαναφάνηκε ένας γαμπρός ύστερα από πεντάχρονη εξαφάνιση. Ακόμα λιγότερο πίστευε πως θα έρθει σύντομα. Γιατί και το ίδιο εκείνο πρώτο γράμμα του «αξιωματικού» που είδε ο Μίτιενκα μίλαγε για τον ερχομό του νέου αντίζηλου με μεγάλη ασάφεια: Το γράμμα ήταν πολύ σκοτεινό, πομπώδες και γεμάτο αισθηματολογίες. Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε πως εκείνη τη φορά η Γκρούσενκα του έκρυψε τις τελευταίες αράδες όπου υπήρχαν κάπως σαφέστερες πληροφορίες αναφορικά με την επιστροφή. Σα να μη έφταναν όλα αυτά, ο Μίτιενκα θυμήθηκε αργότερα πως παρατήρησε κείνη τη στιγμή κάποια έκφραση αθέλητης και περήφανης περιφρόνησης στο πρόσωπο της Γκρούσενκας γι' αυτό το μήνυμα απ' τη Σιβηρία. Ύστερα απ' αυτό, η Γκρούσενκα δεν του είπε τίποτα για τον καινούργιο αντίζηλο. Έτσι σιγά-σιγά ο Μίτια ξέχασε εντελώς τον αξιωματικό. Σκεφτόταν μονάχα πως, ό,τι και να συνέβαινε, η σύγκρουσή του με τον Φιόντορ Παύλοβιτς πλησίαζε και πως πριν από καθετί θα πρέπει να ξεκαθαρίσει μ' αυτόν τους λογαριασμούς του. Πρόσμενε κάθε ώρα και στιγμή —κι η καρδιά του πάγωνε— την απόφαση της Γκρούσενκας κι όλο και πίστευε πως η απόφαση αυτή θα παρθεί ξαφνικά σαν από έμπνευση. Πως θα έρθει άξαφνα και θα του πει:

«Πάρε με, είμαι δική σου για πάντα».

Και τότε όλα θα τελειώσουν. Αυτός θα την αρπάξει και θα την πάρει μαζί του στην άκρη του κόσμου. Ω, θα την πάρει και θα φύγει αμέσως, θα πάει όσο μπορεί πιο μακριά, αν όχι στην άκρη του κόσμου, όμως τουλάχιστο στην άκρη της Ρωσίας, θα την παντρευτεί εκεί πέρα και θα ζήσει incognito, έτσι που να μη βρεθεί ούτε δω, ούτε κει, ούτε πουθενά άνθρωπος που να ξέρει πού μένουν. Τότε, ω, τότε θ' αρχίσει στη στιγμή μιαν ολότελα καινούργια ζωή! Αυτή την καινούργια και «ενάρετη» ζωή («το δίχως άλλο, το δίχως άλλο ενάρετη») την ονειρευόταν κάθε στιγμή με πάθος. Διψούσε αυτή την ανάσταση, τούτη την ανανέωση. O βόρβορος όπου είχε κυλιστεί θεληματικά, τον βάραινε καταθλιπτικά και πίστευε —όπως δα οι περισσότεροι σε τέτοιες περιπτώσεις— πως η μόνη λύση είναι ν' αλλάξει περιβάλλον: Αρκεί να μπορούσε να φύγει απ' αυτούς τους ανθρώπους, να λευτερωθεί απ' αυτές τις συνθήκες και να ξεκολλήσει απ' αυτό το καταραμένο μέρος, όλα θα αναγεννιόνταν, όλα θα έμπαιναν σε καινούργιο δρόμο. Αυτό πίστευε κι αυτό λαχταρούσε.

Όμως όλ' αυτά θα γίνονταν μονάχα στην περίπτωση της ευνοϊκής λύσης του ζητήματος. Υπήρχε κι άλλη λύση, μπορεί τα πράγματα να τελείωναν —και θα 'ταν φριχτό— μ' άλλον τρόπο.

Ίσως να του 'λεγε ξαφνικά:

«Φεύγα, τα συμφώνησα με τον Φιόντορ Παύλοβιτς, τον παντρεύομαι. Εσύ δε χρειάζεσαι».

Και τότε... μα τότε... Εδώ που τα λέμε, ο Μίτια δεν ήξερε τι θα γινόταν τότε, ως την τελευταία στιγμή δεν το 'ξερε, αυτό πρέπει να το πούμε για δικαιολογία του. Δεν είχε καθορισμένες προθέσεις, δεν υπήρχε προμελέτη στο έγκλημα. Παρακολουθούσε, κατασκόπευε και βασανιζόταν, όμως προετοιμαζόταν μονάχα για την πρώτη, την ευνοϊκή τροπή της μοίρας του. Τόσο που έδιωχνε μάλιστα κάθε άλλη σκέψη. Όμως εδώ άρχιζε ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό μαρτύριο, ορθωνόταν μπροστά του κάτι καινούργιο κι άσχετο, μα το ίδιο μοιραίο και άλυτο.

Γιατί στην περίπτωση που θα του 'λεγε:

«Είμαι δική σου, πάρε με να φύγουμε», τότε πώς θα την έπαιρνε;

Με τι μέσα, με τι λεφτά; Κείνον ακριβώς τον καιρό κόπηκαν τα έσοδά του που έπαιρνε τόσα χρόνια συνέχεια απ' τον Φιόντορ Παύλοβιτς. Βέβαια η Γκρούσενκα είχε λεφτά, μα ο Μίτια δείχτηκε ξαφνικά πολύ περήφανος σ' αυτό το ζήτημα: Ήθελε να την πάρει και να φύγουνε για ν' αρχίσουν την καινούργια τους ζωή με δικά του λεφτά κι όχι με δικά της. Ούτε να το φανταστεί δεν μπορούσε πως θα της έπαιρνε χρήματα. Αυτή η σκέψη τού φαινόταν τόσο σιχαμερή που του ήταν σωστό μαρτύριο. Δε θα πω δω πέρα περισσότερα γι' αυτό ούτε θα τ' αναλύσω. Σημειώνω μονάχα πως τέτοια ήταν η ψυχική του κατάσταση κείνον τον καιρό. Ίσως όλ' αυτά να προέρχονταν έμμεσα, μπορεί μάλιστα και ασύνειδα, από τις κρυφές τύψεις του για την υπεξαίρεση των χρημάτων της Κατερίνας Ιβάνοβνας.

«Με τη μια φέρθηκα άτιμα, το ίδιο θα συμβεί και με την άλλη», σκεφτόταν τότε, όπως το ομολόγησε κι ο ίδιος

αργότερα. «Μα αν το μάθει η Γκρούσενκα, δε θα θελήσει ποτέ να πάρει έναν τέτοιο κανάγια».

Λοιπόν, πού να βρει τα μέσα να φύγει, από πού να πάρει αυτά τα μοιραία χρήματα; Γιατί αλλιώς όλα θα χαθούν και τίποτα δεν θα γίνει. «Κι αυτό μόνο και μόνο γιατί δε φτάσανε τα λεφτά. Ω, αίσχος!»

Προτρέχω: Το σπουδαίο ίσα-ίσα ήταν που ίσως και να ήξερε πού μπορούσε να βρει αυτά τα λεφτά, ίσως να ήξερε και πού ήταν. Τούτη τη φορά δε θα προσθέσω καμιά λεπτομέρεια γιατί όλα θα εξηγηθούν αργότερα. Μα να ποιο ήταν το κυριότερο του μαρτύριο. Αυτό θα το πω, αν κι όχι πολύ ξεκάθαρα: Για να πάρει τούτα τα χρήματα που βρίσκονταν κάπου, για να έχει το δικαίωμα, να τα πάρει, έπρεπε πρώτα να επιστρέφει τις τρεις χιλιάδες στην Κατερίνα Ιβάνοβνα. Αλλιώς «είμαι πορτοφολάς, είμαι άτιμος και δε θέλω ν' αρχίσω έτσι άτιμος την καινούργια ζωή». Γι' αυτό ο Μίτια αποφάσισε ν' αναποδογυρίσει, αν χρειαστεί όλο τον κόσμο μα να επιστρέφει κείνες τις τρεις χιλιάδες στην Κατερίνα Ιβάνοβνα με κάθε θυσία και πριν από καθετί άλλο.

Αυτή η απόφαση αποκρυσταλλώθηκε μέσα του τις τελευταίες, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ώρες της ζωής του, ακριβώς ύστερα απ' την τελευταία του συνάντηση με τον Αλιόσα που έγινε εδώ και δυο μέρες, το βράδυ, στο δρόμο, τότε που λίγο πριν η Γκρούσενκα πρόσβαλε την Κατερίνα Ιβάνοβνα κι ο Μίτια, αφού άκουσε τον Αλιόσα που του τα διηγήθηκε όλα, παραδέχτηκε πως είναι άτιμος και του παράγγειλε να το πει αυτό στην Κατερίνα Ιβάνοβνα, «αν αυτό θα της έφερνε κάποια ανακούφιση». Τότε ακριβώς, την ίδια κείνη νύχτα, όταν άφησε τον αδερφό του, ένιωσε μέσα στον παροξυσμό του πως άξιζε «να σκοτώσει και να ληστέψει κάποιον, μα το χρέος να το επιστρέψει στην Κάτια».

«Καλύτερα να βγω φονιάς και κλέφτης μπροστά σ' όλο τον κόσμο και να με στείλουν στη Σιβηρία παρά να 'χει το δικαίωμα η Κάτια να λέει πως την πρόδωσα κι έκλεψα και τα χρήματά της από πάνω και πως μ' αυτά τα ίδια της τα χρήματα έφυγα με τη Γκρούσενκα για ν' αρχίσω μιαν ενάρετη ζωή! Αυτό δεν το μπορώ!»

Τα σκέφτηκε αυτά ο Μίτια σφίγγοντας και τρίζοντας τα δόντια του και είχε δίκιο να φαντάζεται πως στο τέλος θα πάθει εγκεφαλική συμφόρηση. Μα προς το παρόν πάλευε ακόμα...

Παράξενο: Θα νόμιζε κανείς πως ύστερα από μια τέτοια απόφαση εκτός από την απόγνωση δεν του έμεινε τίποτ' άλλο. Γιατί πού να τα 'βρισκε έτσι αμέσως τόσα λεφτά αυτός ο απένταρος; Όμως, παρ' όλ' αυτά, όλον εκείνο τον καιρό δεν έπαυε να ελπίζει πως θα βρει αυτές τις τρεις χιλιάδες, πως θα του τις φέρνανε, πως θα πέσουν μόνες τους μπροστά του, έστω κι από τον ουρανό. Μα έτσι γίνεται δα μ' όλους εκείνους που όπως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, σ' όλη τους τη ζωή δεν ξέρουν παρά να σκορπάνε και να ασωτεύουν τα χρήματα που τους έτυχαν από κληρονομιά χωρίς να 'χουν ιδέα πώς βγαίνουν. Απ' το μυαλό του περνούσαν οι πιο έξαλλες σκέψεις αμέσως μόλις άφησε προχτές τον Αλιόσα, έτσι που του ήταν αδύνατο να σκεφτεί λογικά. Το αποτέλεσμα ήταν πως επιχείρησε κάτι εντελώς παράλογο. Μα φαίνεται πως σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις κάτι τέτοιοι άνθρωποι νομίζουν κατορθωτές τις πιο αδύνατες και φανταστικές επιχειρήσεις. Αποφάσισε ξάφνου να πάει στον έμπορα Σαμσόνοβ, τον προστάτη της Γκρούσενκας, να του προτείνει ένα «σχέδιο» και να του πάρει με την πρόφαση αυτού του «σχεδίου» μονομιάς όσα χρήματα του χρειάζονταν. Από εμπορική άποψη δεν αμφέβαλλε καθόλου για το σχέδιό του, δεν ήξερε μονάχα πώς θα έβλεπε ο Σαμσόνοβ γενικά το διάβημά του, αν ήθελε να το αντιμετωπίσει όχι αποκλειστικά από εμπορική πλευρά. O Μίτια ήξερε αυτόν τον έμπορα εξ όψεως, όμως δεν είχε γνωριστεί μαζί του, ούτε και του 'χε μιλήσει ποτέ. Πίστευε όμως για κάποιο λόγο, από καιρό μάλιστα, πως αυτός ο γεροδιαφθορέας που έπνεε τώρα τα λοίσθια, ίσως να μην έφερνε καμιά αντίρρηση αν η Γκρούσενκα ήθελε να ταχτοποιήσει τίμια τη ζωή της και να παντρευτεί έναν άνθρωπο «άξιον εμπιστοσύνης». Κι όχι μονάχα αυτό: Πίστευε πως κι αυτός το θέλει και πως μόλις παρουσιαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία θα βοηθούσε κι ο ίδιος. Είχε βγάλει ακόμα το συμπέρασμα —δεν ξέρω αν από φήμες ή από τίποτα κουβέντες της Γκρούσενκας —πως ο γέρος θα προτιμούσε ίσως να δώσει την Γκρούσενκα σ' αυτόν παρά στον Φιόντορ Παύλοβιτς. Ίσως πολλοί από τους αναγνώστες της διήγησής μας, βλέποντας πως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς υπολογίζει στη βοήθεια του γέρου για να πάρει τη νύφη —πώς να το πούμε;— από τα χέρια του προστάτη της, ίσως, λέω, να σκεφτούν πως αυτός ο υπολογισμός παραείναι χοντροκομμένος και κυνικός. Το μόνο που μπορώ να παρατηρήσω είναι πως το παρελθόν της Γκρούσενκας ο Μίτια το 'βλεπε σα μια παλιά και ξεχασμένη πια ιστορία. Έβλεπε αυτό το παρελθόν με άπειρη συμπόνια και πείστηκε μ' όλη τη φλόγα του πάθους του πως όταν εκείνη θα του πει πως τον αγαπάει και τον παίρνει, τότε αμέσως η Γκρούσενκα θα γίνει εντελώς διαφορετική και μαζί της θα ξαναγεννηθεί κι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, και, χωρίς πια κανένα βίτσιο και γεμάτοι αρετή, θα συγχωρέσει ο ένας τον άλλον και θ' αρχίσουν μαζί μια καινούργια ζωή. Όσο για τον Κουζμά Σαμσόνοβ είχε την ιδέα πως είχε παίξει βέβαια ένα μοιραίο ρόλο στο για πάντα θαμμένο πια παρελθόν της Γκρούσενκας μα πως αυτή ποτέ δεν τον είχε αγαπήσει και πως κι αυτός είχε περάσει, είχε τελειώσει, ήταν λοιπόν σα να μην υπήρχε καθόλου. Γιατί ο Μίτια ούτε και για άνθρωπο δεν μπορούσε να τον λογαριάζει τώρα αφού όλη η πολιτεία το 'ξερε πως ο γέρος είχε καταντήσει σαράβαλο πια και οι σχέσεις του με την Γκρούσενκα είχαν γίνει εδώ κι ένα χρόνο ας πούμε πατρικές κι όχι σαν εκείνες που ήταν στην αρχή! Πάντως σε όλ' αυτά έδειχνε μεγάλη αφέλεια ο Μίτια γιατί, παρ' όλα του τα ελάττωματα ήταν πολύ απλοϊκός. Αποτέλεσμα αυτής του της αφέλειας, ήταν πως πίστευε ότι ο γερο-Κουζμά τώρα που βλέπει πως λίγα είναι τα ψωμιά του έχει μετανιώσει ειλικρινά για το παρελθόν του με τη Γκρούσενκα και πως αυτή δεν έχει πιο πιστό φίλο και προστάτη απ' αυτόν τον ακίνδυνο πια γέρο.

Την άλλη κιόλας μέρα μετά τη συνομιλία του με τον Αλιόσα στα χωράφια —ύστερα απ' αυτό ο Μίτια δεν κοιμήθηκε σχεδόν όλη τη νύχτα— παρουσιάστηκε στο σπίτι του Σαμσόνοβ κατά τις δέκα το πρωί και είπε να τον αναγγείλουν. Το σπίτι αυτό ήταν παλιό, σκυθρωπό, πολύ ευρύχωρο, δίπατο, με πτέρυγα και οικοδομές στην αυλή. Στο κάτω πάτωμα μένανε οι δυο παντρεμένοι γιοι του Σαμσόνοβ με τις οικογένειές τους, η γριά αδερφή του και μια ανύπαντρη κόρη του. Στην πτέρυγα ζούσαν οι δυο του υπάλληλοι που ο ένας τους ήταν πολύτεκνος. Τα παιδιά και οι υπάλληλοι ζούσαν πολύ στενάχωρα, μα το πάνω πάτωμα του σπιτιού το κρατούσε μονάχος του ο γέρος και δεν άφηνε κανένα να μείνει εκεί, ούτε και την κόρη του που τον περιποιόταν και που έπρεπε ορισμένες ώρες μα και κάθε φορά που τη φώναζε ν' ανεβαίνει τις σκάλες από κάτω, παρ' όλο που από καιρό τώρα είχε άσθμα. Αυτό το «ανώγι» είχε πολλά δωμάτια υποδοχής, επιπλωμένα όπως το συνήθιζαν οι έμποροι του παλιού καιρού, με μακριές, θλιβερές σειρές πολυθρόνες και καρέκλες κοντά στους τοίχους, με κρυστάλλινους πολυέλαιους σκεπασμένους με γάζα και με σκυθρωπούς καθρέφτες στους μεσότοιχους. Όλ' αυτά τα δωμάτια μένανε άδεια και ακατοίκητα. O γέρος είχε συμμαζευτεί σ' ένα μικρό δωματιάκι, σε μιαν απόμερη μικρή κρεβατοκάμαρα. Εκεί τον περιποιόταν μια γριά υπηρέτρια που φόραγε στο κεφάλι της μια μαντίλα και ένας «μικρός» που κοιμόταν στο διάδρομο, σ' έναν πάγκο. Τα πόδια του γέρου ήταν πρησμένα και δεν μπορούσε σχεδόν καθόλου να περπατήσει. Σπάνια σηκωνόταν από την πέτσινη πολυθρόνα του. Τότε η γριά τον βοηθούσε να κάνει μια-δυο βόλτες στο δωμάτιο. Ήταν αυστηρός και λιγομίλητος ακόμα και μ' αυτή τη γριά. Όταν του αναγγείλανε τον ερχομό του «λοχαγού» πρόσταξε αμέσως να μην τον αφήσουν να μπει. Μα ο Μίτια επέμενε κι είπε να τον αναγγείλουν ακόμα μια φορά. O Κουζμά Κουζμίτς ρώτησε λεπτομερειακά το μικρό: Πώς είναι; Μήπως είναι μεθυσμένος; Μήπως κάνει φασαρία; Του απάντησαν πως «είναι ξεμέθυστος μα δε θέλει να φύγει». O γέρος και πάλι πρόσταξε να μην τον αφήσουν. Τότε ο Μίτια που τα 'χε προβλέψει όλ' αυτά και πήρε επίτηδες μαζί του μολύβι και χαρτί, έγραψε ευανάγνωστα σ' ένα φύλλο τούτες τις λέξεις:

«Για μια σπουδαιότατη υπόθεση που 'χει στενή σχέση με την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα.»

και το 'στειλε στο γέρο. Αυτός σκέφτηκε λίγο και πρόσταξε το μικρό να μπάσει τον επισκέπτη στο σαλόνι. Τη γριά την έστειλε κάτω για να πει στο νεότερο γιο του ν' ανέβει αμέσως επάνω. Αυτός ο μικρότερος γιος ήταν ένας άντρας ψηλός και πολύ γεροδεμένος. Φόραγε ρούχα φράγκικα και ήταν ξυρισμένος (ο ίδιος ο Σαμσόνοβ φόραγε ρούσικο καφτάνι και είχε γενειάδα).

Ήρθε χωρίς χρονοτριβή γιατί όλοι τους φοβόνταν τον πατέρα. O πατέρας κάλεσε αυτόν τον λεβέντη όχι επειδή φοβόταν το λοχαγό, (δεν ήταν καθόλου δειλός) μα έτσι, για κάθε ενδεχόμενο, μάλλον για να 'χει ένα μάρτυρα. Με τη βοήθεια του γιου του και του μικρού, κατέπλευσε επιτέλους στο σαλόνι. Φαίνεται πως όλ' αυτά του 'χαν κινήσει αρκετά την περιέργεια. Το σαλόνι όπου περίμενε ο Μίτια, ήταν τεράστιο, σκυθρωπό, σου 'φερνε μελαγχολία. Είχε δυο σειρές παράθυρα, γαλαρίες και οι τοίχοι ήταν μπογιατισμένοι σε «απομίμηση μάρμαρου», από το ταβάνι κρέμονταν τρεις τεράστιοι πολυέλαιοι που τώρα τους είχανε σκεπάσει με καλύμματα. O Μίτια καθόταν στην καρεκλίτσα του κοντά στην είσοδο και με νευρική ανυπομονησία περίμενε την τύχη του. Όταν φάνηκε ο γέρος στην απέναντι είσοδο, κάπου είκοσι μέτρα από τη θέση του Μίτια, αυτός σηκώθηκε απότομα και πήγε προς το μέρος του προχωρώντας με τα σταθερά, μεγάλα στρατιωτικά του βήματα. Ήταν ντυμένος μ' ευπρέπεια, με τη ρεντιγκότα κουμπωμένη, κρατούσε ένα ημίψηλο στο χέρι και φορούσε μαύρα γάντια. Ακριβώς έτσι όπως είχε ντυθεί και τρεις μέρες πριν όταν είχε πάει στου στάρετς, στο μοναστήρι, σε κείνη την οικογενειακή συγκέντρωση με τον Φιόντορ Παύλοβιτς και τους αδερφούς του. O γέρος τον περίμενε όρθιος, επίσημος και σοβαρός, κι ο Μίτια ένιωσε αμέσως πως ώσπου να τον πλησιάσει, εκείνος είχε προφτάσει κιόλας να τον καλοεξετάσει. Του 'κανε ακόμα εντύπωση το πρησμένο πρόσωπο του Κουζμά Κουζμίτς: Το κάτω χείλι του που ήταν και πρώτα παχύ κρεμόταν τώρα σα μουλιασμένη γαλέτα. Υποκλίθηκε σιωπηλά και επίσημα στον επισκέπτη, του 'δειξε μια πολυθρόνα κοντά στο ντιβάνι. O ίδιος, στηριγμένος στο μπράτσο του γιου του και βογγώντας, άρχισε να βολεύεται απέναντι στο Μίτια στο ντιβάνι έτσι που εκείνος βλέποντας τις μεγάλες και οδυνηρές του προσπάθειες, ένιωσε αμέσως στην καρδιά του κάτι σαν τύψη και ντροπή γιατί είχε ανησυχήσει, αυτός ο μηδαμινός, ένα τόσο σπουδαίο πρόσωπο.

— Τι επιθυμείτε, κύριε, από μένα; πρόφερε ο γέρος που είχε καθίσει επιτέλους.

Αυτό το είπε αργά χωρίζοντας την κάθε λέξη, μα ευγενικά.

O Μίτια ανατρίχιασε, πετάχτηκε σχεδόν από τη θέση του μα και πάλι ξανακάθισε. Ύστερα αμέσως άρχισε να μιλάει δυνατά, γρήγορα, νευρικά, χειρονομώντας με πραγματική παραφορά. Μάντευε κανείς πως αυτός ο άνθρωπος είχε φτάσει στα έσχατα, πως έχει καταστραφεί και ζητάει την τελευταία διέξοδο. Αν δεν την έβρισκε θα μπορούσε να πέσει στο ποτάμι. Κατά πάσαν πιθανότητα ο γέρος το κατάλαβε αμέσως αυτό, αν και το πρόσωπό του έμεινε ψυχρό κι ανάλλαχτο σα να 'ταν είδωλο.

«O ευγενέστατος Κουζμά Κουζμίτς θα έχει ακούσει πολλές φορές ασφαλώς για τους τσακωμούς μου με τον πατέρα μου, τον Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ, που λήστεψε την κληρονομιά που μου άφησε η μητέρα μου... αφού όλη η πολιτεία πια μιλάει γι' αυτό... επειδή εδώ πέρα όλοι χώνουν παντού τη μύτη τους και φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν... Μα εκτός απ' αυτά θα μπορεί να τ' ακούσατε κι απ' την Γκρούσενκα... με συγχωρείτε: απ' την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα... απ' την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα που την εκτιμώ και την σέβομαι πολύ...» έτσι άρχισε κομπιάζοντας από την πρώτη κιόλας λέξη ο Μίτια.

Όμως εμείς δε θα παραθέσουμε όλο το λόγο του, μονάχα την ουσία του θα διηγηθούμε. Έλεγε λοιπόν πως η υπόθεση ήταν τούτη: Αυτός, ο Μίτια, εδώ και τρεις μήνες συμβουλεύτηκε επί τούτω (έτσι ακριβώς το είπε, επί τούτω κι όχι επίτηδες) το δικηγόρο της πρωτεύουσας του νομού «διάσημο δικηγόρο, Κουζμά Κουζμίτς, τον Πάβελ Παύλοβιτς Κορνεπλόντοβ, θα τον έχετε βέβαια ακουστά! Πλατιές αντιλήψεις, διάνοια πολιτικού ανδρός... σας ξέρει και σας... μου μίλησε με τα καλύτερα λόγια...»

Κόμπιασε για δεύτερη φορά ο Μίτια. Μα τα κομπιάσματα δεν τον σταματάγανε. Τα υπερπηδούσε αμέσως και προχωρούσε παρακάτω. Αυτός λοιπόν, ο Κορνεπλόντοβ, αφού τον ρώτησε λεπτομερειακά για την υπόθεση και εξέτασε τα ντοκουμέντα που μπόρεσε να του παρουσιάσει ο Μίτια (για τα ντοκουμέντα ο Μίτια μίλησε πολύ βιαστικά και με ασάφεια), κατέληξε στο συμπέρασμα πως για το χωριό Τσερμασνιά που θα 'πρεπε ν' ανήκει σ' αυτόν, τον Μίτια, μια και ήταν κληρονομιά της μητέρας του, θα μπορούσαν ν' αρχίσουν τη δίκη και να βάλουν στη θέση του το γεροπαραλυμένου. «γιατί δεν έχουν κλείσει δα κι όλες οι πόρτες κι η δικαιοσύνη ξέρει πώς να υπεισέλθει». Με δυο λόγια θα μπορούσε κανείς να ελπίζει πως ο Φιόντορ Παύλοβιτς θα αναγκαζότανε να πληρώσει κάπου έξι χιλιάδες ακόμα, εφτά μάλιστα, γιατί η Τσερμασνιά, όπως και να 'ναι, κοστίζει το λιγότερο εικοσπέντε χιλιάδες, δηλαδή ίσως και είκοσι οχτώ... «τριάντα, τριάντα, Κουζμά Κουζμίτς, και γω, φανταστείτε, ούτε δεκαεφτά δεν μπόρεσα να πάρω απ' αυτόν το σκληρόκαρδο άνθρωπο...! Το λοιπόν, εγώ, ο Μίτια, την παράτησα τότε κείνη τη δουλειά γιατί δεν τα καταφέρνω με τα δικαστήρια. Μα όταν ήρθα εδώ πέρα έμεινα άναυδος βλέποντας πως είχε γίνει μια ανταγωγή εναντίον μου (εδώ ο Μίτια ξαναμπερδεύτηκε και μεταπήδησε απότομα): Να λοιπόν τι λέω: Δε θα θέλατε τάχα, ευγενέστατε Κουζμά Κουζμίτς, να σας παραχωρήσω όλα τα δικαιώματά μου απέναντι σ' αυτό το τέρας για τρεις μονάχα χιλιάδες; Σε καμιά περίπτωση δεν μπορείτε βέβαια να χάσετε, γι' αυτό σας δίνω το λόγο μου, το λόγο της τιμής μου. Απεναντίας μπορείτε να κερδίσετε έξι ίσαμε εφτά χιλιάδες... Μα το σπουδαιότερο είναι να τελειώσουν όλ' αυτά και σήμερα ακόμα. Είμαι έτοιμος, στου συμβολαιογράφου ή δεν ξέρω πώς... Με δυο λόγια είμαι έτοιμος για το καθετί, θα σας δώσω όλα τα χαρτιά, θα υπογράψω ό,τι θέλετε... και θα μπορούσαμε τώρα κιόλας να το φτιάξουμε τούτο το χαρτί, κι αν μπορούσατε, αν βέβαια δεν σας κάνει κόπο, και τώρα το πρωί θα το συντάσσαμε... Εσείς μπορείτε να μου δώσετε τούτες τις τρεις χιλιάδες γιατί δεν υπάρχει στην πολιτεία μας μεγαλύτερος κεφαλαιούχος από σας... και θα με σώζατε έτσι από... με δυο λόγια θα σώζατε το φτωχό μου το κεφάλι για ένα ευγενέστατο έργο, για ένα ανώτερο έργο μπορώ να πω... γιατί τρέφω ευγενέστατα αισθήματα για ένα άτομο που το ξέρετε πολύ καλά και το φροντίζετε σαν πατέρας. Αν δεν ήταν έτσι, αν δεν το φροντίζατε δηλαδή σαν πατέρας, ούτε και θα ερχόμουνα καθόλου σε σας. Κι αν θέλετε να σας το πω κι αυτό, έχουμε δω πέρα τρεις ανθρώπους που βρεθήκανε αντιμέτωποι. Αυτή είναι σωστή κόλαση, Κουζμά Κουζμίτς! Ας είμαστε ρεαλιστές, Κουζμά Κουζμίτς! Ας είμαστε ρεαλιστές! Και μια και σας θα πρέπει από καιρό πια να σας αποκλείσουμε, τότε μένουν δυο μέτωπα που κουτουλιούνται. Ίσως να εκφράζομαι άσχημα, όμως δεν είμαι δα και λογοτέχνης. Δηλαδή το ένα μέτωπο είναι το δικό μου και τ' άλλο είναι εκείνου του τέρατος. Διαλέξτε λοιπόν. Εγώ ή το τέρας; Όλα τώρα από σας εξαρτιούνται, τρεις μοίρες και δυο κλήροι... Με συγχωρείτε, τα μπέρδεψα, όμως εσείς με καταλάβατε... το βλέπω από την έκφραση των σεβαστών σας ματιών πως καταλάβατε... Κι αν δεν καταλάβατε, τότε σήμερα κιόλας θα πάω να πέσω να πνιγώ, να!»

O Μίτια σταμάτησε τον ασυνάρτητο λόγο του μ' αυτό το «να» και σηκώθηκε απότομα όρθιος περιμένοντας να του απαντήσουν στην ανόητη πρότασή του. Μόλις είπε την τελευταία φράση αισθάνθηκε ξαφνικά και αναπάντεχα πως όλα ήταν χαμένα και, το σπουδαιότερο, πως τόσην ώρα που φλυαρούσε είχε αραδιάσει ένα σωρό ανοησίες.

«Παράξενο. Όταν ερχόμουν δω πέρα, όλα τα έβλεπα λογικά και τώρα να, όλα σαχλαμάρες!» σκέφτηκε ξαφνικά μέσα στην απελπισία του.

O γέρος, όλη την ώρα που αυτός μίλαγε, καθόταν ακίνητος και τον παρακολουθούσε μ' ένα παγωμένο βλέμμα. Τον άφησε να περιμένει κάπου ένα λεπτό και τέλος, πρόφερε με τον πιο κατηγορηματικό κι αποθαρρυντικό τόνο:

— Μας συγχωρείτε, δεν ασχολούμαστε με τέτοιες υποθέσεις.

O Μίτια ένιωσε ξαφνικά τα πόδια του να λυγίζουν.

— Και 'γω τώρα, Κουζμά Κουζμίτς, τραύλισε αυτός μ' ένα

χλομό χαμόγελο- τώρα είμαι χαμένος, έτσι δε νομίζετε;

— Μας συγχωρείτε μα...

O Μίτια εξακολουθούσε να στέκεται και να τον κοιτάει στυλά. Ξάφνου παρατήρησε πως κάτι σάλεψε στο πρόσωπο του γέρου. Ανασκίρτησε.

— Βλέπετε, κύριε, κάτι τέτοιες υποθέσεις δεν αρμόζουν σε μας, πρόφερε αργά ο γέρος· θ' αρχίσουν δίκες, δικηγόροι, φασαρίες! Αν θέλετε όμως, υπάρχει εδώ ένας άνθρωπος... πηγαίνετε σ' αυτόν ν' απευθυνθείτε...

— Θεέ μου, ποιος είναι λοιπόν; Μ' ανασταίνετε, Κουζμά Κουζμίτς, τραύλισε ο Μίτια.

— Δεν είναι από την πόλη μας αυτός ο άνθρωπος και τώρα δεν είναι εδώ. Είναι ένας χωρικός, εμπορεύεται ξυλεία, τον αποκαλούν Λιαγκάβη. Είναι ένας χρόνος τώρα που διαπραγματεύεται με τον Φιόντορ Παύλοβιτς την ξυλεία που έχει στην Τσερμασνιά, μα δε συμφωνάνε στην τιμή. Ίσως το έχετε και εσείς ακουστά. Τώρα ξανάρθε και μένει στου παπά του Ιλίνσκη, απ' το Σταθμό Βαλόβια θα είναι κάπου δώδεκα βέρστια, στο χωριουδάκι Ιλίνσκη. Μου έγραψε και μένα γι' αυτή τη δουλειά, για την ξυλεία δηλαδή, ζητούσε τη συμβουλή μου. O Φιόντορ Παύλοβιτς έχει σκοπό να πάει να τον βρει. Αν λοιπόν πηγαίνατε εσείς πριν απ' τον Φιόντορ Παύλοβιτς και προτείνατε στο Λιαγκάβη αυτό που μου είπατε και μένα, τότε ίσως να...

— Υπέροχη ιδέα! τον διέκοψε ενθουσιασμένος ο Μίτια.

Αυτός είναι ο άνθρωπος που γυρεύω. Αυτουνού θα του 'ρθει κουτί η πρότασή μου. Κάνει παζάρια, του ζητάνε ακριβά και τσουπ, θα του 'ρθω εγώ και θα του δώσω τα χαρτιά που θα τον κάνουν ιδιοκτήτη. Χα-χα-χα!

Κι ο Μίτια γέλασε ξάφνου με το σύντομο, ξύλινο γέλιο του εντελώς αναπάντεχα, τόσο που ο Σαμσόνοβ ανατρίχιασε.

— Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω, Κουζμά Κουζμίτς, έλεγε φλογερά ο Μίτια.

— Τίποτα, είπε ο Σαμσόνοβ κι έσκυψε το κεφάλι.

— Μα δεν ξέρετε εσείς... με σώσατε. Ω, ένα προαίσθημα μ' έφερε κοντά σας... Τρέχω λοιπόν σ' αυτόν τον παπά!

— Δεν αξίζει δα τον κόπο να μ' ευχαριστείτε.

— Φεύγω, τρέχω. Έκανα κατάχρηση της υγείας σας. Ποτέ δε θα το ξεχάσω αυτό, Κουζμά Κουζμίτς, ένας Ρώ-σος σάς το λέει αυτό, ένας Ρ-ρώσος!

— Μμμ.

O Μίτια άπλωσε ν' αρπάξει το χέρι του για να το σφίξει εγκάρδια, όμως παρατήρησε πως κάτι μοχθηρό άστραψε ξαφνικά στα μάτια του γέρου. O Μίτια αποτράβηξε το χέρι του μα την ίδια κιόλας στιγμή μέμφθηκε τον εαυτό του για τη δυσπιστία του.

«Είναι που κουράστηκε...» σκέφτηκε για μια στιγμή.

— Γι' αυτήν! Γι' αυτήν, Κουζμά Κουζμίτς! Το καταλαβαίνετε πως είναι για αυτήν; ξεφώνισε ξαφνικά έτσι που αντήχησε η σάλα, υποκλίθηκε, έκανε μεταβολή και προχώρησε με τα ίδια γρήγορα βήματα προς την έξοδο χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω του.

Έπαλλε ολόκληρος από ενθουσιασμό.

«Νόμιζα πως όλα πια είχαν χαθεί μα να που ο φύλακας- άγγελος μ' έσωσε», σκεφτόταν. «Και μια κι ένας τέτοιος επιχειρηματίας όπως αυτός ο γέρος (ευγενέστατος γέρος. Και τι εμφάνιση!) μου έδειξε αυτό το δρόμο θα πει... θα πει πως θα πετύχω. Τώρα αμέσως πρέπει να τρέξω. Θα γυρίσω το βράδυ, ας γυρίσω και τη νύχτα, δεν με νοιάζει, το σπουδαίο είναι πως θα καταφέρω τη δουλειά. Είναι τάχα δυνατό να με κορόιδεψε ο γέρος;»

Αυτά ξεφώνιζε ο Μίτια πηγαίνοντας στο σπίτι του. Δεν μπορούσε βέβαια να φανταστεί άλλη περίπτωση απ' αυτές τις δυο: Ή ο γέρος (και ήταν καταφερτζής αυτός) του έδωσε μια σοβαρή συμβουλή ξέροντας καλά την υπόθεση και κείνον τον Λιαγκάβη (παράξενο επίθετο), ή ο γέρος τον κορόιδεψε! Αλίμονο! Η τελευταία τούτη σκέψη ήταν η μόνη σωστή. Αργότερα, ύστερα από πολύν καιρό, όταν είχε γίνει πια όλη η καταστροφή, ο γερο-Σαμσόνοβ παραδεχόταν κι ο ίδιος γελώντας πως κορόιδεψε τότε το «λοχαγό». Ήταν μοχθηρός, παγερός και είρων και επιπλέον με νοσηρές αντιπάθειες. Να ήταν τάχα ο ενθουσιασμός του λοχαγού, η ανόητη πεποίθηση αυτουνού του «άσωτου και σπάταλου» πως αυτός, ο Σαμσόνοβ, θα έπαιρνε στα σοβαρά μια τέτοια πρόταση σαν το «σχέδιό» του, ή μήπως ήταν η ζήλεια του για την Γκρούσενκα που «εν ονόματι της» κουβαλήθηκε τούτος ο θεοπάλαβος και θέλησε τάχα για το καλό της να του πάρει λεφτά; Δεν ξέρω τι ακριβώς έκανε το γέρο εκείνη τη στιγμή που ο Μίτια στεκόταν μπροστά του και ένιωθε τα γόνατά του να λυγίζουν και φώναζε ηλίθια πως είναι χαμένος, να αισθανθεί γι' αυτόν τόσο μίσος και ν' αποφασίσει να τον κοροϊδέψει. Όταν ο Μίτια βγήκε, ο Κουζμά Κουζμίτς χλομός από το θυμό του, γύρισε στο γιο του και πρόσταξε να μην ξαναπατήσει το πόδι του αυτός ο αλιτήριος ούτε καν στην αυλή, γιατί αλλιώς...

Δεν αποτελείωσε τη φοβέρα του, μα κι ο γιος του ακόμα, που τον είχε δει πολλές φορές θυμωμένο, ανατρίχιασε απ' τον τρόμο του. Ολόκληρη ώρα ύστερα απ' αυτό ο γέρος έτρεμε απ' το κακό του και προς το βράδυ αρρώστησε κι έστειλε να φωνάξουν το «γιατρό».