×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 8. IV. Μέσα στο σκοτάδι

8. IV. Μέσα στο σκοτάδι

Για πού έτρεχε έτσι; Αυτό βέβαια το καταλαβαίνει ο κάθε αναγνώστης:

«Πού αλλού μπορεί να 'ναι αν όχι στου Φιόντορ Παύλοβιτς; Φεύγοντας απ' τον Σαμσόνοβ έτρεξε κατευθείαν σπίτι του, τώρα πια είναι ολοφάνερο. Όλη η δολοπλοκία, όλη η απάτη είναι πια ολοφάνερη...»

Όλ' αυτά γυρίζανε σαν ανεμοστρόβιλος στο κεφάλι του. Δε μπήκε στην αυλή της Μαρίας Κοντράτιεβνας.

«Δε χρειάζεται να πάω κει... καθόλου δε χρειάζεται... για να μη γίνει καθόλου σούσουρο... θα με προδώσουν στη στιγμή και θα με μαρτυρήσουν... Φαίνεται πως κι η Μαρία Κοντράτιεβνα τα 'χει συμφωνημένα μαζί τους κι ο Σμερντιακόβ το ίδιο... όλοι τους είναι πουλημένα κορμιά!»

Αποφάσισε να ενεργήσει αλλιώς: Μπήκε στο στενό κι έκανε τη βόλτα του σπιτιού του Φιόντορ Παύλοβιτς, πέρασε τρέχοντας την οδό Ντμιτρόβσκαγια, ύστερα ένα μικρό γεφυράκι και βρέθηκε σ' ένα στενό, ανάμεσα στα περιβόλια. Απ' τη μια μεριά ήταν ο φράχτης του γειτονικού λαχανόκηπου και απ' την άλλη η ψηλή και γερή μάντρα που έκλεινε τον κήπο του Φιόντορ Παύλοβιτς. Στο στενό ούτε ψυχή. Διάλεξε τότε το μέρος απ' όπου θα σκαρφάλωνε και φαίνεται πως ήταν εκείνο το ίδιο όπου, όπως είχε ακουστά, είχε σκαρφαλώσει κάποτε η Λιζαβέτα.

«Αφού τα κατάφερε εκείνη και πήδηξε το φράχτη» (σκέφτηκε κείνη τη στιγμή ένας Θεός ξέρει γιατί) «πώς να μην τα καταφέρω και γω;»

Πραγματικά πήδηξε αμέσως και πιάστηκε απ' το σαμάρι του φράχτη. Ύστερα, στηριγμένος στα χέρια του ανασηκώθηκε απότομα και καβαλίκεψε. Εκεί κοντά ήταν το μπάνιο, μα έτσι που ήταν καθισμένος πάνω στο φράχτη, έβλεπε τα φωτισμένα παράθυρα του σπιτιού.

«Καλά το 'λεγα. Στην κρεβατοκάμαρα του γέρου έχει φως. Εκεί είναι!»

Πήδηξε στον κήπο. Αν κι ήξερε πως ο Γρηγόρης είναι άρρωστος, πως ο Σμερντιακόβ ίσως ν' αρρώστησε στ' αλήθεια και πως δεν ήταν κανείς που να μπορεί να τον ακούσει, ωστόσο έμεινε ενστικτώδικα ακίνητος στη θέση του κι αφουγκράστηκε. Όμως η σιωπή ήταν απόλυτη, παντού ησυχία, και σαν εξεπίτηδες ούτε τόσο δα αεράκι δε φυσούσε.

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο του πέρασε απ' το μυαλό αυτός ο στίχος:

«Μόνο η σιωπή που ψιθυρίζει. Φτάνει να μη με άκουσε κανείς καθώς πήδηξα. Μα φαίνεται πως όχι».

Αφού έμεινε έτσι για λίγο, προχώρησε στον κήπο, πάνω στη χλόη. Περνώντας μέσα απ' τα δέντρα και τους θάμνους προχωρούσε αργά, πνίγοντας κάθε του βήμα και με τ' αυτί πάντα τεντωμένο. Έκανε πέντε λεπτά να φτάσει ως το φωτισμένο παράθυρο. Θυμόταν πως κει πέρα, κάτω απ' τα παράθυρα, ήταν μερικοί ψηλοί και πυκνοί θάμνοι κουφοξυλιάς και ζαμπουκιάς. Η πόρτα του σπιτιού που έβγαζε στον κήπο ήταν κλειστή. O Μίτια το πρόσεξε αυτό καθώς περνούσε μπροστά της. Τέλος έφτασε και στους θάμνους και κρύφτηκε από πίσω. Κράταγε την ανάσα του.

«Πρέπει να περιμένω λίγο», σκέφτηκε. «Αν ακούσανε τα βήματά μου κι αφουγκράζονται, πρέπει να νομίσουν πως λαθέψανε... Πρέπει να προσέξω να μη βήξω, να μην φταρνιστώ.

.. »

Περίμενε κάπου δυο λεπτά, μα η καρδιά του χτυπούσε τρομερά κι ήταν στιγμές που σχεδόν του κοβόταν η ανάσα.

«Δεν πρόκειται να μου φύγει το χτυποκάρδι», σκέφτηκε. «Δεν μπορώ πια να περιμένω».

Στεκόταν πίσω από το θάμνο, στη σκιά. Το μπροστινό μέρος του θάμνου φωτιζόταν απ' το παράθυρο.

«Τι κόκκινοι που είναι οι καρποί της ζαμπουκιάς!» ψιθύρισε χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος γιατί!

Σιγά, με αργά κι αθόρυβα βήματα, πλησίασε στο παράθυρο και σηκώθηκε στα δάχτυλα των ποδιών του. Έτσι έβλεπε όλη την κρεβατοκάμαρα του Φιόντορ Παύλοβιτς: Ήταν ένα μικρό δωμάτιο χωρισμένο στα δυο μ' ένα κόκκινο «κινέζικο» παραβάν, όπως το 'λεγε ο Φιόντορ Παύλοβιτς.

«Κινέζικο είναι», σκέφτηκε ο Μίτια, «μα από πίσω είναι η Γκρούσενκα».

Άρχισε να παρατηρεί τον Φιόντορ Παύλοβιτς. Φορούσε την καινούργια ριγωτή μεταξωτή του ρόμπα που ο Μίτια την έβλεπε για πρώτη φορά. Η μέση δενόταν μ' ένα μεταξωτό κορδόνι που είχε δυο φούντες στις άκρες. Κάτω απ' το γιακά, φαινόταν το κομψό του πουκάμισο από φίνο ύφασμα, με χρυσά κουμπιά στα μανικέτια. Στο κεφάλι του είχε κείνον τον ίδιο κόκκινο επίδεσμο που είχε δει ο Αλιόσα.

«Στολίστηκε», σκέφτηκε ο Μίτια.

O Φιόντορ Παύλοβιτς στεκόταν κοντά στο παράθυρο και φαινόταν σκεφτικός. Ξάφνου ανασήκωσε το κεφάλι, αφουγκράστηκε, μα μην ακούγοντας τίποτα, πλησίασε στο τραπέζι, έβαλε από την καράφα μισό ποτηράκι κονιάκ και το ήπιε. Ύστερα αναστέναξε, ξαναστάθηκε για λίγο, πλησίασε αφηρημένος στον καθρέφτη, σήκωσε λίγο τον επίδεσμο με το δεξί του χέρι κι άρχισε να εξετάζει τις μελανιές και τις πληγές του.

«Είναι μοναχός του», σκέφτηκε ο Μίτια. «Κατά πάσα πιθανότητα είναι μονάχος».

O Φιόντορ Παύλοβιτς έφυγε απ' τον καθρέφτη —ξάφνου γύρισε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω. O Μίτια τραβήχτηκε αμέσως στη σκιά.

«Μπορεί να είναι πίσω από το παραβάν. Μπορεί να κοιμάται κιόλας», είπε ο Μίτια μέσα του κι η καρδιά του σφίχτηκε. O Φιόντορ Παύλοβιτς έφυγε απ' το παράθυρο. «Κοίταξε απ' το παράθυρο για να δει μήπως ήρθε. Αλλιώς γιατί να κοιτάξει στο σκοτάδι;.. Θα πει λοιπόν πως τον τρώει η ανυπομονησία...»

O Μίτια πλησίασε και πάλι και ξανακοίταξε μέσα. O γέρος καθόταν μπροστά στο τραπεζάκι. Φαινόταν κακόκεφος. Τέλος στήριξε το μάγουλό του στη δεξιά παλάμη κι ακούμπησε τον αγκώνα στο τραπέζι. O Μίτια πρόσεχε την κάθε του κίνηση. «Μονάχος του είναι! Μονάχος!» έλεγε και ξανάλεγε. «Αν ήταν κι αυτή εδώ πέρα θα είχε άλλη έκφραση».

Παράξενο: Τον έπιασε ξαφνικά μια παράλογη και παράξενη φούρκα επειδή η Γκρούσενκα δεν ήταν εδώ.

«Όχι γιατί δεν είν' εδώ πέρα», απάντησε μονάχος του ο Μίτια στον εαυτό του «μα γιατί με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να μάθω στα σίγουρα αν είναι ή δεν είναι δω».

O Μίτια θυμόταν αργότερα πως το μυαλό του ήταν ασυνήθιστα καθαρό, τα διαλογιζόταν όλα ως την τελευταία λεπτομέρεια, δεν του ξέφευγε τίποτα. Όμως η αγωνία, η αγωνία γιατί δεν ήταν σίγουρος και δεν ήξερε τι ν' αποφασίσει, μεγάλωνε στην καρδιά του με καταπληκτική γρηγοράδα.

«Εδώ είναι επιτέλους ή όχι;» κόχλασε θυμωμένα στην καρδιά του.

Ξαφνικά πήρε την απόφαση. Τέντωσε το χέρι και χτύπησε σιγά το τζάμι. Χτύπησε το σύνθημα που είχε μάθει ο γέρος στο Σμερντιακόβ. Τις δυο πρώτες φορές αργά κι ύστερα τρεις φορές γρηγορότερα: τουκ-τουκ-τουκ. Αυτό σήμαινε πως «η Γκρούσενκα ήρθε». O γέρος ανατρίχιασε, σήκωσε απότομα το κεφάλι, σηκώθηκε αμέσως κι έτρεξε στο παράθυρο. O Μίτια κρύφτηκε στη σκιά. O Φιόντορ Παύλοβιτς άνοιξε το παράθυρο κι έβγαλε έξω το κεφάλι του.

— Γκρούσενκα, εσύ είσαι; Εσύ είσαι λοιπόν; πρόφερε τρεμουλιαστά, μισοψιθυρίζοντας. Πού είσαι, καλούλα μου, άγγελέ μου, πού είσαι;

Ήταν τρομερά ταραγμένος, πνιγόταν.

«Μονάχος του είναι!» βεβαιώθηκε πια ο Μίτια.

— Πού είσαι λοιπόν; ξαναφώναξε ο γέρος κι έβγαλε ακόμα πιο πολύ το κεφάλι του κοιτάζοντας σ' όλες τις μεριές. Έλα. Σου έχω ετοιμάσει ένα πεσκέσι, έλα να σου το δείξω!...

«O φάκελος με τις τρεις χιλιάδες!» σκέφτηκε ο Μίτια.

— Μα πού είσαι;... Μήπως περιμένεις στην πόρτα; Πάω αμέσως ν' ανοίξω...

Κι ο γέρος έσκυψε ακόμα περισσότερο απ' το παράθυρο κοιτάζοντας προς τα δεξιά όπου ήταν η εξώπορτα και προσπαθώντας να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι. Ένα δευτερόλεπτο ακόμα και θα πήγαινε το δίχως άλλο ν' ανοίξει την πόρτα χωρίς να περιμένει την απάντηση της Γκρούσενκας. O Μίτια, ασάλευτος, κοίταξε απ' το πλάι. Όλο το προφίλ του γέρου που του 'φερνε αναγούλα, όλο το προγούλι του, η γαμψή μύτη, το χαμόγελο της ηδονικής αναμονής, τα χείλια του, όλ' αυτά φωτίζονταν καθαρά απ' το φως της λάμπας. Ένα τρομερό, παράφορο μίσος κόχλασε ξαφνικά στην καρδιά του Μίτια: «Να ο αντίζηλος, ο βασανιστής, ο τύραννος όλης της ζωής μου!»

Τον είχε πιάσει εκείνος ο αναπάντεχος, εκδικητικός και παράφορος θυμός που, λες και τον είχε προβλέψει, είχε μιλήσει γι' αυτόν στον Αλιόσα, τότε στο περίπτερο, εδώ και τέσσερις μέρες, όταν ο Αλιόσα τον είχε ρωτήσει: «Πώς τολμάς να λες πως θα σκοτώσεις τον πατέρα;» «Μα δεν ξέρω, δεν ξέρω», είχε πει τότε ο Μίτια. «Ίσως να μην σκοτώσω, ίσως όμως και να σκοτώσω. Φοβάμαι πως θα μου φανεί σιχαμερό το μούτρο τον εκείνη τη στιγμή. Σιχαίνομαι το προγούλι του, τη μύτη του, τα μάτια του, την αδιάντροπη ειρωνεία του. Μου φέρνει αναγούλα το μούτρο του. Να, αυτό είναι που φοβάμαι. Μπορεί και να μη συγκρατηθώ...»

Η σιχαμάρα όλο και μεγάλωνε και καταντούσε ανυπόφορη· ο Μίτια δεν ήξερε πια τι έκανε. Άρπαξε ξαφνικά το γουδόχερο απ' την τσέπη του...

«O Θεός», όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος ο Μίτια, «με φύλαξε τότε».

Εκείνην ακριβώς την ώρα ξύπνησε ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς που ήταν άρρωστος. Εκείνο το βράδυ έβαλε σ' ενέργεια τη γνωστή θεραπευτική μέθοδο, που τη διηγήθηκε ο Σμερντιακόβ στον Ιβάν Φιοντόροβιτς, τρίφτηκε δηλαδή ολόκληρος με τη βοήθεια της γυναίκας του με βότκα όπου είχανε μουσκέψει κάτι μυστικά βότανα και όσο έμεινε το ήπιε ενώ η γυναίκα του ψιθύριζε «κάποιο ξόρκι». Ύστερα έπεσε να κοιμηθεί. Δοκίμασε και η Μάρθα Ιγνάτιεβνα απ' το φάρμακο κι έτσι όπως ήταν ασυνήθιστη στο ποτό βυθίστηκε κι αυτή σε βαρύ ύπνο δίπλα στον άντρα της. Μα να που εντελώς αναπάντεχα ο Γρηγόρης ξύπνησε τη νύχτα, σκέφτηκε για λίγο και, αν και ξαναένιωσε ένα διαπεραστικό πόνο στη μέση του, σηκώθηκε απ' το κρεβάτι. Ύστερα πάλι κάτι ξανασκέφτηκε και ντύθηκε βιαστικά. Ίσως να τον πιάσανε τύψεις που κοιμάται ενώ το σπίτι μένει αφύλαχτο «σε τέτοιες επικίνδυνες ώρες». O τσακισμένος απ' την κρίση Σμερντιακόβ κοιτόταν ακίνητος στο διπλανό δωματιάκι. Η Μάρθα Ιγνάτιεβνα δε σάλευε.

«Τον πήρε για καλά η γριά», σκέφτηκε ο Γρηγόρης και με κόπο βγήκε στο κατώφλι.

Ήθελε φυσικά να κοιτάξει μονάχα απ' το κατώφλι γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει. Οι πόνοι στη μέση και στο δεξί του πόδι ήταν αβάσταχτοι. Μα τότε ακριβώς θυμήθηκε πως δεν είχε κλειδώσει καλά την πόρτα που έβγαζε στον κήπο. Ήταν πολύ ταχτικός άνθρωπος κι εννοούσε να μένει πιστός στη τάξη και στις παλιές του συνήθειες. Κουτσαίνοντας και λυγίζοντας απ' τον πόνο κατέβηκε απ' το κατώφλι και προχώρησε προς τον κήπο. Πραγματικά η πόρτα ήταν διάπλατα ανοιχτή. Μηχανικά μπήκε στον κήπο: Ίσως κάτι να διέκρινε στο σκοτάδι, ίσως κάτι ν' άκουσε. Κοιτάζοντας προς τ' αριστερά είδε το παράθυρο του κυρίου του ανοιγμένο κι άδειο. Κανένας δεν κοίταζε πια από κει. «Γιατί είναι ανοιχτό; Δεν είναι καλοκαίρι!» σκέφτηκε ο Γρηγόρης και ξαφνικά, την ίδια εκείνη στιγμή, διέκρινε κάτι παράξενο.

Σαράντα βήματα πιο πέρα έτρεχε κάποιος άνθρωπος: Κάποια σκιά προχωρούσε πολύ γρήγορα.

«Θεέ μου!» πρόφερε ο Γρηγόρης και μη ξέροντας τι κάνει, ξεχνώντας τον πόνο του, άρχισε να τρέχει για ν' αποκόψει το δρόμο του δραπέτη.

Πήρε το πιο σύντομο μονοπάτι, φαίνεται πως ήξερε καλύτερα τα κατατόπια του κήπου. Εκείνος που έτρεχε, πέρασε δίπλα απ' το μπάνιο και ρίχτηκε προς τον τοίχο... O Γρηγόρης, εκτός εαυτού, έτρεχε από πίσω του χωρίς να τον χάνει απ' τα μάτια του. Έφτασε στο φράχτη τη στιγμή ακριβώς που ο άλλος είχε καβαλικέψει το σαμάρι. O Γρηγόρης ούρλιαξε, όρμησε και γαντζώθηκε και με τα δυο του χέρια απ' το πόδι του.

Ώστε σωστά το υποπτευόταν λοιπόν. Το προαίσθημά του δεν τον είχε γελάσει. Τον αναγνώρισε. Ήταν ο «απαίσιος πατροκτόνος»!

— Πατροκτόνε! φώναξε μ' όλη του τη δύναμη ο γέρος μα δεν πρόφτασε τίποτ' άλλο να πει.

Έπεσε ξάφνου σα να τον χτύπησε αστροπελέκι. O Μίτια πήδηξε και πάλι στον κήπο κι έσκυψε από πάνω του. Στο χέρι του βαστούσε το μπακιρένιο γουδοχέρι. Το πέταξε μηχανικά μέσα στη χλόη. Το γουδόχερο έπεσε δυο βήματα πέρα απ' το Γρηγόρη, όχι μέσα στη χλόη όμως, μα στο μονοπάτι όπου θα μπορούσε να το διακρίνει κανείς με το πρώτο. Για κάμποσα δευτερόλεπτα παρατηρούσε τον άνθρωπο που κοιτόταν μπροστά του. Το κεφάλι του γέρου ήταν καταματωμένο. O Μίτια τέντωσε το χέρι του κι άρχισε να το ψαχουλεύει. Αργότερα θυμόταν καθαρά πως ήταν τρομερά περίεργος κείνη τη στιγμή να «βεβαιωθεί» αν είχε σπάσει το κρανίο του γέρου ή αν τον είχε ζαλίσει μονάχα. Μα το αίμα έτρεχε ζεστό και περίχυσε στη στιγμή τα τρεμάμενα δάχτυλα του Μίτια. Θυμόταν πως έβγαλε βιαστικά απ' την τσέπη του το άσπρο καινούργιο του μαντίλι που το είχε πάρει όταν ξεκινούσε για την κυρία Χοχλάκοβα, και το 'βαλε πάνω στο κεφάλι του γέρου προσπαθώντας ασυλλόγιστα να του σκουπίσει το αίμα απ' το μέτωπο και το πρόσωπο. Μα και το μαντίλι γέμισε ολόκληρο αίματα.

«Θεέ μου, μα γιατί λοιπόν το 'κανα αυτό;» σκέφτηκε για μια στιγμή ο Μίτια σα να ξυπνούσε, «αν του έσπασα το κεφάλι πώς μπορώ πια να μάθω... Μήπως δεν είναι τάχα το ίδιο τώρα;» πρόσθεσε ξαφνικά απελπισμένος. «Αν σκότωσα, σκότωσα... βρέθηκες, γέρο, μπροστά μου... μείνε τώρα εκεί», πρόφερε δυνατά και ρίχτηκε πάνω στο φράχτη.

Τον πήδηξε και άρχισε να τρέχει στο στενό. Το μουσκεμένο στο αίμα μαντίλι το βάσταγε κουβαριασμένο στο δεξί του χέρι και καθώς έτρεχε το 'χωσε στην πισινή τσέπη της ρεντιγκότας του. Έτρεχε σαν τρελός μες στο σκοτάδι και μερικοί αραιοί διαβάτες που τον συναντήσανε στα σκοτεινά, στους δρόμους της πολιτείας, θυμήθηκαν αργότερα πως συναπάντησαν κείνη τη νύχτα έναν άνθρωπο που έτρεχε σαν τρελός. Έτρεχε και πάλι για το σπίτι της Μορόζοβα. Πριν από λίγο η Φένια, αμέσως μόλις έφυγε ο Μίτια, έτρεξε στον επιστάτη του σπιτιού, το Ναζάρ Ιβάνοβιτς, και τον παρακάλεσε «για όνομα του Χριστού» να μην αφήσει πια το λοχαγό να μπει, «ούτε σήμερα ούτε αύριο». O Ναζάρ Ιβάνοβιτς έμεινε σύμφωνος μα για κακή της τύχη έφυγε για λίγο γιατί τον είχε φωνάξει αναπάντεχα η σπιτονοικοκυρά. Πρόσταξε τον ανιψιό του, ένα παλικάρι ίσαμε είκοσι χρονών που μόλις πριν από λίγο είχε έρθει απ' το χωριό, να μείνει στην αυλή, ξέχασε όμως να του πει και για το λοχαγό. Όταν ο Μίτια έφτασε στην εξώπορτα και χτύπησε, ο νεαρός τον γνώρισε αμέσως: O Μίτια του 'χε δώσει αρκετές φορές πουρμπουάρ. Άνοιξε αμέσως την εξώπορτα, τον άφησε να περάσει και χαμογελώντας εύθυμα βιάστηκε να τον πληροφορήσει πως «η Αγκραφένα

Αλεξάντροβνα δεν είναι τώρα στο σπίτι».

— Πού είναι λοιπόν, Προχόρ; σταμάτησε απότομα ο Μίτια.

— Έφυγε εδώ και δυο ώρες με τον Τιμοφέι για το Μόκρογιε.

— Γιατί; φώναξε ο Μίτια.

— Αυτό πια δεν μπορώ να το ξέρω. Πήγε σε κάποιον αξιωματικό, κάποιος τη φώναξε από κει, έστειλε κι αμάξι...

O Μίτια τον παράτησε και, σαν τρελός, όρμησε μέσα στο σπίτι να βρει τη Φένια.


8. IV. Μέσα στο σκοτάδι

Για πού έτρεχε έτσι; Αυτό βέβαια το καταλαβαίνει ο κάθε αναγνώστης:

«Πού αλλού μπορεί να 'ναι αν όχι στου Φιόντορ Παύλοβιτς; Φεύγοντας απ' τον Σαμσόνοβ έτρεξε κατευθείαν σπίτι του, τώρα πια είναι ολοφάνερο. Όλη η δολοπλοκία, όλη η απάτη είναι πια ολοφάνερη...»

Όλ' αυτά γυρίζανε σαν ανεμοστρόβιλος στο κεφάλι του. Δε μπήκε στην αυλή της Μαρίας Κοντράτιεβνας.

«Δε χρειάζεται να πάω κει... καθόλου δε χρειάζεται... για να μη γίνει καθόλου σούσουρο... θα με προδώσουν στη στιγμή και θα με μαρτυρήσουν... Φαίνεται πως κι η Μαρία Κοντράτιεβνα τα 'χει συμφωνημένα μαζί τους κι ο Σμερντιακόβ το ίδιο... όλοι τους είναι πουλημένα κορμιά!»

Αποφάσισε να ενεργήσει αλλιώς: Μπήκε στο στενό κι έκανε τη βόλτα του σπιτιού του Φιόντορ Παύλοβιτς, πέρασε τρέχοντας την οδό Ντμιτρόβσκαγια, ύστερα ένα μικρό γεφυράκι και βρέθηκε σ' ένα στενό, ανάμεσα στα περιβόλια. Απ' τη μια μεριά ήταν ο φράχτης του γειτονικού λαχανόκηπου και απ' την άλλη η ψηλή και γερή μάντρα που έκλεινε τον κήπο του Φιόντορ Παύλοβιτς. Στο στενό ούτε ψυχή. Διάλεξε τότε το μέρος απ' όπου θα σκαρφάλωνε και φαίνεται πως ήταν εκείνο το ίδιο όπου, όπως είχε ακουστά, είχε σκαρφαλώσει κάποτε η Λιζαβέτα.

«Αφού τα κατάφερε εκείνη και πήδηξε το φράχτη» (σκέφτηκε κείνη τη στιγμή ένας Θεός ξέρει γιατί) «πώς να μην τα καταφέρω και γω;»

Πραγματικά πήδηξε αμέσως και πιάστηκε απ' το σαμάρι του φράχτη. Ύστερα, στηριγμένος στα χέρια του ανασηκώθηκε απότομα και καβαλίκεψε. Εκεί κοντά ήταν το μπάνιο, μα έτσι που ήταν καθισμένος πάνω στο φράχτη, έβλεπε τα φωτισμένα παράθυρα του σπιτιού.

«Καλά το 'λεγα. Στην κρεβατοκάμαρα του γέρου έχει φως. Εκεί είναι!»

Πήδηξε στον κήπο. Αν κι ήξερε πως ο Γρηγόρης είναι άρρωστος, πως ο Σμερντιακόβ ίσως ν' αρρώστησε στ' αλήθεια και πως δεν ήταν κανείς που να μπορεί να τον ακούσει, ωστόσο έμεινε ενστικτώδικα ακίνητος στη θέση του κι αφουγκράστηκε. Όμως η σιωπή ήταν απόλυτη, παντού ησυχία, και σαν εξεπίτηδες ούτε τόσο δα αεράκι δε φυσούσε.

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο του πέρασε απ' το μυαλό αυτός ο στίχος:

«Μόνο η σιωπή που ψιθυρίζει. Φτάνει να μη με άκουσε κανείς καθώς πήδηξα. Μα φαίνεται πως όχι».

Αφού έμεινε έτσι για λίγο, προχώρησε στον κήπο, πάνω στη χλόη. Περνώντας μέσα απ' τα δέντρα και τους θάμνους προχωρούσε αργά, πνίγοντας κάθε του βήμα και με τ' αυτί πάντα τεντωμένο. Έκανε πέντε λεπτά να φτάσει ως το φωτισμένο παράθυρο. Θυμόταν πως κει πέρα, κάτω απ' τα παράθυρα, ήταν μερικοί ψηλοί και πυκνοί θάμνοι κουφοξυλιάς και ζαμπουκιάς. Η πόρτα του σπιτιού που έβγαζε στον κήπο ήταν κλειστή. O Μίτια το πρόσεξε αυτό καθώς περνούσε μπροστά της. Τέλος έφτασε και στους θάμνους και κρύφτηκε από πίσω. Κράταγε την ανάσα του.

«Πρέπει να περιμένω λίγο», σκέφτηκε. «Αν ακούσανε τα βήματά μου κι αφουγκράζονται, πρέπει να νομίσουν πως λαθέψανε... Πρέπει να προσέξω να μη βήξω, να μην φταρνιστώ.

.. »

Περίμενε κάπου δυο λεπτά, μα η καρδιά του χτυπούσε τρομερά κι ήταν στιγμές που σχεδόν του κοβόταν η ανάσα.

«Δεν πρόκειται να μου φύγει το χτυποκάρδι», σκέφτηκε. «Δεν μπορώ πια να περιμένω».

Στεκόταν πίσω από το θάμνο, στη σκιά. Το μπροστινό μέρος του θάμνου φωτιζόταν απ' το παράθυρο.

«Τι κόκκινοι που είναι οι καρποί της ζαμπουκιάς!» ψιθύρισε χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος γιατί!

Σιγά, με αργά κι αθόρυβα βήματα, πλησίασε στο παράθυρο και σηκώθηκε στα δάχτυλα των ποδιών του. Έτσι έβλεπε όλη την κρεβατοκάμαρα του Φιόντορ Παύλοβιτς: Ήταν ένα μικρό δωμάτιο χωρισμένο στα δυο μ' ένα κόκκινο «κινέζικο» παραβάν, όπως το 'λεγε ο Φιόντορ Παύλοβιτς.

«Κινέζικο είναι», σκέφτηκε ο Μίτια, «μα από πίσω είναι η Γκρούσενκα».

Άρχισε να παρατηρεί τον Φιόντορ Παύλοβιτς. Φορούσε την καινούργια ριγωτή μεταξωτή του ρόμπα που ο Μίτια την έβλεπε για πρώτη φορά. Η μέση δενόταν μ' ένα μεταξωτό κορδόνι που είχε δυο φούντες στις άκρες. Κάτω απ' το γιακά, φαινόταν το κομψό του πουκάμισο από φίνο ύφασμα, με χρυσά κουμπιά στα μανικέτια. Στο κεφάλι του είχε κείνον τον ίδιο κόκκινο επίδεσμο που είχε δει ο Αλιόσα.

«Στολίστηκε», σκέφτηκε ο Μίτια.

O Φιόντορ Παύλοβιτς στεκόταν κοντά στο παράθυρο και φαινόταν σκεφτικός. Ξάφνου ανασήκωσε το κεφάλι, αφουγκράστηκε, μα μην ακούγοντας τίποτα, πλησίασε στο τραπέζι, έβαλε από την καράφα μισό ποτηράκι κονιάκ και το ήπιε. Ύστερα αναστέναξε, ξαναστάθηκε για λίγο, πλησίασε αφηρημένος στον καθρέφτη, σήκωσε λίγο τον επίδεσμο με το δεξί του χέρι κι άρχισε να εξετάζει τις μελανιές και τις πληγές του.

«Είναι μοναχός του», σκέφτηκε ο Μίτια. «Κατά πάσα πιθανότητα είναι μονάχος».

O Φιόντορ Παύλοβιτς έφυγε απ' τον καθρέφτη —ξάφνου γύρισε προς το παράθυρο και κοίταξε έξω. O Μίτια τραβήχτηκε αμέσως στη σκιά.

«Μπορεί να είναι πίσω από το παραβάν. Μπορεί να κοιμάται κιόλας», είπε ο Μίτια μέσα του κι η καρδιά του σφίχτηκε. O Φιόντορ Παύλοβιτς έφυγε απ' το παράθυρο. «Κοίταξε απ' το παράθυρο για να δει μήπως ήρθε. Αλλιώς γιατί να κοιτάξει στο σκοτάδι;.. Θα πει λοιπόν πως τον τρώει η ανυπομονησία...»

O Μίτια πλησίασε και πάλι και ξανακοίταξε μέσα. O γέρος καθόταν μπροστά στο τραπεζάκι. Φαινόταν κακόκεφος. Τέλος στήριξε το μάγουλό του στη δεξιά παλάμη κι ακούμπησε τον αγκώνα στο τραπέζι. O Μίτια πρόσεχε την κάθε του κίνηση. «Μονάχος του είναι! Μονάχος!» έλεγε και ξανάλεγε. «Αν ήταν κι αυτή εδώ πέρα θα είχε άλλη έκφραση».

Παράξενο: Τον έπιασε ξαφνικά μια παράλογη και παράξενη φούρκα επειδή η Γκρούσενκα δεν ήταν εδώ.

«Όχι γιατί δεν είν' εδώ πέρα», απάντησε μονάχος του ο Μίτια στον εαυτό του «μα γιατί με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να μάθω στα σίγουρα αν είναι ή δεν είναι δω».

O Μίτια θυμόταν αργότερα πως το μυαλό του ήταν ασυνήθιστα καθαρό, τα διαλογιζόταν όλα ως την τελευταία λεπτομέρεια, δεν του ξέφευγε τίποτα. Όμως η αγωνία, η αγωνία γιατί δεν ήταν σίγουρος και δεν ήξερε τι ν' αποφασίσει, μεγάλωνε στην καρδιά του με καταπληκτική γρηγοράδα.

«Εδώ είναι επιτέλους ή όχι;» κόχλασε θυμωμένα στην καρδιά του.

Ξαφνικά πήρε την απόφαση. Τέντωσε το χέρι και χτύπησε σιγά το τζάμι. Χτύπησε το σύνθημα που είχε μάθει ο γέρος στο Σμερντιακόβ. Τις δυο πρώτες φορές αργά κι ύστερα τρεις φορές γρηγορότερα: τουκ-τουκ-τουκ. Αυτό σήμαινε πως «η Γκρούσενκα ήρθε». O γέρος ανατρίχιασε, σήκωσε απότομα το κεφάλι, σηκώθηκε αμέσως κι έτρεξε στο παράθυρο. O Μίτια κρύφτηκε στη σκιά. O Φιόντορ Παύλοβιτς άνοιξε το παράθυρο κι έβγαλε έξω το κεφάλι του.

— Γκρούσενκα, εσύ είσαι; Εσύ είσαι λοιπόν; πρόφερε τρεμουλιαστά, μισοψιθυρίζοντας. Πού είσαι, καλούλα μου, άγγελέ μου, πού είσαι;

Ήταν τρομερά ταραγμένος, πνιγόταν.

«Μονάχος του είναι!» βεβαιώθηκε πια ο Μίτια.

— Πού είσαι λοιπόν; ξαναφώναξε ο γέρος κι έβγαλε ακόμα πιο πολύ το κεφάλι του κοιτάζοντας σ' όλες τις μεριές. Έλα. Σου έχω ετοιμάσει ένα πεσκέσι, έλα να σου το δείξω!...

«O φάκελος με τις τρεις χιλιάδες!» σκέφτηκε ο Μίτια.

— Μα πού είσαι;... Μήπως περιμένεις στην πόρτα; Πάω αμέσως ν' ανοίξω...

Κι ο γέρος έσκυψε ακόμα περισσότερο απ' το παράθυρο κοιτάζοντας προς τα δεξιά όπου ήταν η εξώπορτα και προσπαθώντας να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι. Ένα δευτερόλεπτο ακόμα και θα πήγαινε το δίχως άλλο ν' ανοίξει την πόρτα χωρίς να περιμένει την απάντηση της Γκρούσενκας. O Μίτια, ασάλευτος, κοίταξε απ' το πλάι. Όλο το προφίλ του γέρου που του 'φερνε αναγούλα, όλο το προγούλι του, η γαμψή μύτη, το χαμόγελο της ηδονικής αναμονής, τα χείλια του, όλ' αυτά φωτίζονταν καθαρά απ' το φως της λάμπας. Ένα τρομερό, παράφορο μίσος κόχλασε ξαφνικά στην καρδιά του Μίτια: «Να ο αντίζηλος, ο βασανιστής, ο τύραννος όλης της ζωής μου!»

Τον είχε πιάσει εκείνος ο αναπάντεχος, εκδικητικός και παράφορος θυμός που, λες και τον είχε προβλέψει, είχε μιλήσει γι' αυτόν στον Αλιόσα, τότε στο περίπτερο, εδώ και τέσσερις μέρες, όταν ο Αλιόσα τον είχε ρωτήσει: «Πώς τολμάς να λες πως θα σκοτώσεις τον πατέρα;» «Μα δεν ξέρω, δεν ξέρω», είχε πει τότε ο Μίτια. «Ίσως να μην σκοτώσω, ίσως όμως και να σκοτώσω. Φοβάμαι πως θα μου φανεί σιχαμερό το μούτρο τον εκείνη τη στιγμή. Σιχαίνομαι το προγούλι του, τη μύτη του, τα μάτια του, την αδιάντροπη ειρωνεία του. Μου φέρνει αναγούλα το μούτρο του. Να, αυτό είναι που φοβάμαι. Μπορεί και να μη συγκρατηθώ...»

Η σιχαμάρα όλο και μεγάλωνε και καταντούσε ανυπόφορη· ο Μίτια δεν ήξερε πια τι έκανε. Άρπαξε ξαφνικά το γουδόχερο απ' την τσέπη του...

«O Θεός», όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος ο Μίτια, «με φύλαξε τότε».

Εκείνην ακριβώς την ώρα ξύπνησε ο Γρηγόρης Βασίλιεβιτς που ήταν άρρωστος. Εκείνο το βράδυ έβαλε σ' ενέργεια τη γνωστή θεραπευτική μέθοδο, που τη διηγήθηκε ο Σμερντιακόβ στον Ιβάν Φιοντόροβιτς, τρίφτηκε δηλαδή ολόκληρος με τη βοήθεια της γυναίκας του με βότκα όπου είχανε μουσκέψει κάτι μυστικά βότανα και όσο έμεινε το ήπιε ενώ η γυναίκα του ψιθύριζε «κάποιο ξόρκι». Ύστερα έπεσε να κοιμηθεί. Δοκίμασε και η Μάρθα Ιγνάτιεβνα απ' το φάρμακο κι έτσι όπως ήταν ασυνήθιστη στο ποτό βυθίστηκε κι αυτή σε βαρύ ύπνο δίπλα στον άντρα της. Μα να που εντελώς αναπάντεχα ο Γρηγόρης ξύπνησε τη νύχτα, σκέφτηκε για λίγο και, αν και ξαναένιωσε ένα διαπεραστικό πόνο στη μέση του, σηκώθηκε απ' το κρεβάτι. Ύστερα πάλι κάτι ξανασκέφτηκε και ντύθηκε βιαστικά. Ίσως να τον πιάσανε τύψεις που κοιμάται ενώ το σπίτι μένει αφύλαχτο «σε τέτοιες επικίνδυνες ώρες». O τσακισμένος απ' την κρίση Σμερντιακόβ κοιτόταν ακίνητος στο διπλανό δωματιάκι. Η Μάρθα Ιγνάτιεβνα δε σάλευε.

«Τον πήρε για καλά η γριά», σκέφτηκε ο Γρηγόρης και με κόπο βγήκε στο κατώφλι.

Ήθελε φυσικά να κοιτάξει μονάχα απ' το κατώφλι γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει. Οι πόνοι στη μέση και στο δεξί του πόδι ήταν αβάσταχτοι. Μα τότε ακριβώς θυμήθηκε πως δεν είχε κλειδώσει καλά την πόρτα που έβγαζε στον κήπο. Ήταν πολύ ταχτικός άνθρωπος κι εννοούσε να μένει πιστός στη τάξη και στις παλιές του συνήθειες. Κουτσαίνοντας και λυγίζοντας απ' τον πόνο κατέβηκε απ' το κατώφλι και προχώρησε προς τον κήπο. Πραγματικά η πόρτα ήταν διάπλατα ανοιχτή. Μηχανικά μπήκε στον κήπο: Ίσως κάτι να διέκρινε στο σκοτάδι, ίσως κάτι ν' άκουσε. Κοιτάζοντας προς τ' αριστερά είδε το παράθυρο του κυρίου του ανοιγμένο κι άδειο. Κανένας δεν κοίταζε πια από κει. «Γιατί είναι ανοιχτό; Δεν είναι καλοκαίρι!» σκέφτηκε ο Γρηγόρης και ξαφνικά, την ίδια εκείνη στιγμή, διέκρινε κάτι παράξενο.

Σαράντα βήματα πιο πέρα έτρεχε κάποιος άνθρωπος: Κάποια σκιά προχωρούσε πολύ γρήγορα.

«Θεέ μου!» πρόφερε ο Γρηγόρης και μη ξέροντας τι κάνει, ξεχνώντας τον πόνο του, άρχισε να τρέχει για ν' αποκόψει το δρόμο του δραπέτη.

Πήρε το πιο σύντομο μονοπάτι, φαίνεται πως ήξερε καλύτερα τα κατατόπια του κήπου. Εκείνος που έτρεχε, πέρασε δίπλα απ' το μπάνιο και ρίχτηκε προς τον τοίχο... O Γρηγόρης, εκτός εαυτού, έτρεχε από πίσω του χωρίς να τον χάνει απ' τα μάτια του. Έφτασε στο φράχτη τη στιγμή ακριβώς που ο άλλος είχε καβαλικέψει το σαμάρι. O Γρηγόρης ούρλιαξε, όρμησε και γαντζώθηκε και με τα δυο του χέρια απ' το πόδι του.

Ώστε σωστά το υποπτευόταν λοιπόν. Το προαίσθημά του δεν τον είχε γελάσει. Τον αναγνώρισε. Ήταν ο «απαίσιος πατροκτόνος»!

— Πατροκτόνε! φώναξε μ' όλη του τη δύναμη ο γέρος μα δεν πρόφτασε τίποτ' άλλο να πει.

Έπεσε ξάφνου σα να τον χτύπησε αστροπελέκι. O Μίτια πήδηξε και πάλι στον κήπο κι έσκυψε από πάνω του. Στο χέρι του βαστούσε το μπακιρένιο γουδοχέρι. Το πέταξε μηχανικά μέσα στη χλόη. Το γουδόχερο έπεσε δυο βήματα πέρα απ' το Γρηγόρη, όχι μέσα στη χλόη όμως, μα στο μονοπάτι όπου θα μπορούσε να το διακρίνει κανείς με το πρώτο. Για κάμποσα δευτερόλεπτα παρατηρούσε τον άνθρωπο που κοιτόταν μπροστά του. Το κεφάλι του γέρου ήταν καταματωμένο. O Μίτια τέντωσε το χέρι του κι άρχισε να το ψαχουλεύει. Αργότερα θυμόταν καθαρά πως ήταν τρομερά περίεργος κείνη τη στιγμή να «βεβαιωθεί» αν είχε σπάσει το κρανίο του γέρου ή αν τον είχε ζαλίσει μονάχα. Μα το αίμα έτρεχε ζεστό και περίχυσε στη στιγμή τα τρεμάμενα δάχτυλα του Μίτια. Θυμόταν πως έβγαλε βιαστικά απ' την τσέπη του το άσπρο καινούργιο του μαντίλι που το είχε πάρει όταν ξεκινούσε για την κυρία Χοχλάκοβα, και το 'βαλε πάνω στο κεφάλι του γέρου προσπαθώντας ασυλλόγιστα να του σκουπίσει το αίμα απ' το μέτωπο και το πρόσωπο. Μα και το μαντίλι γέμισε ολόκληρο αίματα.

«Θεέ μου, μα γιατί λοιπόν το 'κανα αυτό;» σκέφτηκε για μια στιγμή ο Μίτια σα να ξυπνούσε, «αν του έσπασα το κεφάλι πώς μπορώ πια να μάθω... Μήπως δεν είναι τάχα το ίδιο τώρα;» πρόσθεσε ξαφνικά απελπισμένος. «Αν σκότωσα, σκότωσα... βρέθηκες, γέρο, μπροστά μου... μείνε τώρα εκεί», πρόφερε δυνατά και ρίχτηκε πάνω στο φράχτη.

Τον πήδηξε και άρχισε να τρέχει στο στενό. Το μουσκεμένο στο αίμα μαντίλι το βάσταγε κουβαριασμένο στο δεξί του χέρι και καθώς έτρεχε το 'χωσε στην πισινή τσέπη της ρεντιγκότας του. Έτρεχε σαν τρελός μες στο σκοτάδι και μερικοί αραιοί διαβάτες που τον συναντήσανε στα σκοτεινά, στους δρόμους της πολιτείας, θυμήθηκαν αργότερα πως συναπάντησαν κείνη τη νύχτα έναν άνθρωπο που έτρεχε σαν τρελός. Έτρεχε και πάλι για το σπίτι της Μορόζοβα. Πριν από λίγο η Φένια, αμέσως μόλις έφυγε ο Μίτια, έτρεξε στον επιστάτη του σπιτιού, το Ναζάρ Ιβάνοβιτς, και τον παρακάλεσε «για όνομα του Χριστού» να μην αφήσει πια το λοχαγό να μπει, «ούτε σήμερα ούτε αύριο». O Ναζάρ Ιβάνοβιτς έμεινε σύμφωνος μα για κακή της τύχη έφυγε για λίγο γιατί τον είχε φωνάξει αναπάντεχα η σπιτονοικοκυρά. Πρόσταξε τον ανιψιό του, ένα παλικάρι ίσαμε είκοσι χρονών που μόλις πριν από λίγο είχε έρθει απ' το χωριό, να μείνει στην αυλή, ξέχασε όμως να του πει και για το λοχαγό. Όταν ο Μίτια έφτασε στην εξώπορτα και χτύπησε, ο νεαρός τον γνώρισε αμέσως: O Μίτια του 'χε δώσει αρκετές φορές πουρμπουάρ. Άνοιξε αμέσως την εξώπορτα, τον άφησε να περάσει και χαμογελώντας εύθυμα βιάστηκε να τον πληροφορήσει πως «η Αγκραφένα

Αλεξάντροβνα δεν είναι τώρα στο σπίτι».

— Πού είναι λοιπόν, Προχόρ; σταμάτησε απότομα ο Μίτια.

— Έφυγε εδώ και δυο ώρες με τον Τιμοφέι για το Μόκρογιε.

— Γιατί; φώναξε ο Μίτια.

— Αυτό πια δεν μπορώ να το ξέρω. Πήγε σε κάποιον αξιωματικό, κάποιος τη φώναξε από κει, έστειλε κι αμάξι...

O Μίτια τον παράτησε και, σαν τρελός, όρμησε μέσα στο σπίτι να βρει τη Φένια.