×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 8. III. Τα χρυσωρυχεία

8. III. Τα χρυσωρυχεία

Αυτή ήταν εκείνη ακριβώς η επίσκεψη που με τόση φρίκη τη διηγόταν η Γκρούσενκα στο Ρακίτιν. Περίμενε τότε το «μαντατοφόρο» της κι ήταν πολύ ευχαριστημένη που ο Μίτια δεν ήρθε ούτε χτες ούτε σήμερα. Άρχισε πια να ελπίζει πως ίσως να μην ερχόταν καθόλου και θα πρόφταινε να φύγει χωρίς φασαρίες. Όμως ο Μίτια παρουσιάστηκε. Τα παρακάτω τα ξέρουμε: Για να τον ξεφορτωθεί, τον έπεισε αμέσως να τη συνοδέψει στου Κουζμά Σαμσόνοβ όπου τάχα ήταν απόλυτη ανάγκη να πάει για να «μετρήσει τα λεφτά». O Μίτια τη συνόδεψε, κι εκείνη αποχαιρετώντας τον στην είσοδο τον έβαλε να της υποσχεθεί πως θα ξαναρχόταν κατά τις δώδεκα για να την ξαναπάει στο σπίτι. O Μίτια χάρηκε σαν τ' άκουσε:

«Θα μείνει στου Κουζμά, θα πει λοιπόν πως δεν θα πάει στου Φιόντορ Παύλοβιτς... εκτός κι αν λέει ψέματα», πρόσθεσε αμέσως.

Μα του φαινόταν πως δεν έλεγε ψέματα. Ήταν από εκείνους τους ζηλιάρηδες που όταν βρίσκονται μακριά απ' την αγαπημένη τους βάζουν ένα σωρό φοβερά πράγματα με το νου τους για τις «απιστίες» της, μα όταν ξανάρχονται κοντά της εξουθενωμένοι, βέβαιοι πια πως εκείνη πρόφτασε και τους απάτησε, τα ξεχνάνε όλα. Έτσι κι ο Μίτια με την πρώτη ματιά που έριχνε στο πρόσωπό της, στο χαρούμενο και γελαστό προσωπάκι αυτής της γυναίκας, έπαιρνε αμέσως κουράγιο, έχανε αμέσως κάθε υποψία και με χαρούμενη ντροπή έβριζε τον εαυτό του για τη ζήλεια του. Μόλις συνόδεψε τη Γκρούσενκα, έτρεξε στο σπίτι του. Ω, έπρεπε τόσα πολλά να προφτάσει να κάνει ακόμα σήμερα! Όμως τουλάχιστο μπορούσε να 'ναι πιο ήσυχος.

«Μονάχα που πρέπει να μάθω τώρ' αμέσως απ' το Σμερντιακόβ μήπως συνέβηκε τίποτα κει πέρα χτες το βράδυ, μην τυχόν και πήγε στου Φιόντορ Παύλοβιτς, πού ξέρεις, όλα μπορούν να γίνουν. Ωχ!»

Αυτή η σκέψη πέρασε σα σίφουνας απ' το κεφάλι του. Κι έτσι, πριν φτάσει καλά-καλά στο σπίτι του, η ζήλεια είχε αρχίσει να σαλεύει πάλι στην πάντα ανήσυχη καρδιά του.

Η ζήλεια! «O Οθέλος δεν είναι ζηλιάρης, είναι εύπιστος» είπε ο Πούσκιν. Και μονάχα αυτή του η παρατήρηση φανερώνει το βάθος του μεγάλου μας ποιητή. Η ψυχή του Οθέλου έχει στραγγίζει κι όλη του η θεώρηση του κόσμου έχει θολώσει γιατί χάθηκε το ιδανικό του. Μα ο Οθέλος ποτέ δε θα κρυβόταν πίσω απ' τις πόρτες για να κατασκοπεύσει, να κρυφακούσει: Είναι εύπιστος. Απεναντίας, χρειάστηκε να του κάνουν υποδείξεις, να τον εξερεθίσουν με τρομερές προσπάθειες για να βάλει στο νου του επιτέλους πως τον απατούν. O πραγματικός ζηλιάρης δεν είναι τέτοιος. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς όλη την καταισχύνη και την ηθική κατάπτωση που μπορεί να σηκώσει ο ζηλιάρης χωρίς καμιά τύψη συνείδησης. Κι αυτό δεν είναι γιατί όλοι τους είναι τιποτένιες και βρόμικες ψυχές. Απεναντίας μπορείς να 'σαι μεγάλη καρδιά, να νιώθεις τον πιο αγνό έρωτα, γεμάτο αυτοθυσία, κι ωστόσο να κρύβεσαι κάτω απ' τα τραπέζια, να δωροδοκείς τους χειρότερους παλιανθρώπους και να υπομένεις τη χειρότερη βρομιά της σπιουνιάς και της κατασκοπείας. O Οθέλος ποτέ δε θα μπορούσε να συμβιβαστεί με την απάτη —όχι πως δεν θα μπορούσε να τη συγχωρέσει, μα δε θα μπορούσε να συμβιβαστεί μ' αυτήν— αν κι η ψυχή του ήταν άκακη κι αθώα σαν την ψυχή μικρού παιδιού. Με τον πραγματικό ζηλιάρη είναι αλλιώτικα: Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσα μπορεί να υποφέρει, σε πόσα να υποταχθεί και πόσα να συγχωρέσει ένας ζηλιάρης! Οι ζηλιάρηδες συγχωρούν πιο γρήγορα από κάθε άλλον κι αυτό το ξέρουν καλά όλες οι γυναίκες. O ζηλιάρης μπορεί πολύ γρήγορα (ύστερα φυσικά από μια τρομερή σκηνή στην αρχή) να συγχωρέσει μια σχεδόν αποδειγμένη πια απάτη, λόγου χάρη αγκαλιάσματα και φιλιά που τα 'δε με τα ίδια του τα μάτια, φτάνει να πειστεί κατά κάποιον τρόπο πως αυτό έγινε «για τελευταία φορά» και πως ο αντίζηλός του δε θα υπάρχει πια από δω και μπρος, θα φύγει για την άκρη του κόσμου, ή πως αυτός θα πάρει την αγαπημένη του και θα την πάει σε μέρος όπου δε θα μπορέσει να τους βρει αυτός ο τρομερός αντίζηλος. Εννοείται πως η συμφιλίωση θα κρατήσει μονάχα μιαν ώρα γιατί κι αν ακόμα εξαφανιστεί ο αντίζηλος, αυτός θα εφεύρει άλλον και θ' αρχίσει και πάλι να ζηλεύει. Θα νόμιζε κανείς πως μια τέτοια αγάπη που χρειάζεται επιτήρηση δεν αξίζει και πολλά πράγματα. Όμως αυτό ποτέ δε θα μπορέσει να το καταλάβει ένας πραγματικός ζηλιάρης αν κι είναι αλήθεια πως ανάμεσά τους απαντιούνται και μεγαλόκαρδοι άνθρωποι. Είναι αξιοσημείωτο ακόμα πως οι ίδιοι αυτοί μεγαλόκαρδοι άνθρωποι όταν κρυφακούν και κατασκοπεύουν, νιώθουν πολύ καλά με τη «μεγάλη καρδιά» τους όλο το αίσχος όπου βουτήχτηκαν θεληματικά, όμως εκείνη τουλάχιστον τη στιγμή που κρυφακούν ποτέ δε νιώθουν τύψεις. O Μίτια, μόλις έβλεπε τη Γκρούσενκα, έχανε αμέσως κάθε ζήλεια και γινόταν για λίγο εύπιστος και ευγενικός, τόσο που περιφρονούσε κι ο ίδιος τον εαυτό του για τα κακά του αισθήματα. Όμως αυτό σήμαινε μονάχα πως στην αγάπη του γι' αυτή τη γυναίκα υπήρχε κάτι ανώτερο απ' ό,τι υπέθετε κι ο ίδιος και δεν ήταν μονάχα το πάθος για τη «λυγεράδα του κορμιού της», όπως είχε πει στον Αλιόσα. Όμως όταν έχανε από κοντά του τη Γκρούσενκα άρχιζε αμέσως να την υποψιάζεται και να τη νομίζει ικανή για κάθε μικρότητα και δολιότητα απάτης. Κάτι τέτοιες στιγμές δεν ένιωθε καμιά τύψη.

Η ζήλεια φούντωσε λοιπόν και πάλι στην καρδιά του. Έπρεπε να βιαστεί. Πρώτα απ' όλα έπρεπε να βρει έστω και λίγα χρήματα για να κινηθεί. Τα χτεσινά εννιά ρούβλια είχαν ξοδευτεί σχεδόν όλα και αυτό όλοι το ξέρουν, όταν είσαι εντελώς απένταρος δεν μπορείς να κάνεις βήμα. Όμως μαζί με το σχέδιό του είχε σκεφτεί καθώς ερχόταν με τ' αμάξι και το πώς θα 'βρισκε αυτά τα λίγα ψιλά. Είχε ένα ζευγάρι πιστόλια για μονομαχία με τις σφαίρες τους. Άν ως τώρα δεν τα 'χε υποθηκεύσει αυτό έγινε γιατί τ' αγαπούσε περισσότερο απ' όλα του τα πράγματα. Στην ταβέρνα «Η Πρωτεύουσα» είχε γνωριστεί από καιρό μ' ένα νεαρό δημόσιο υπάλληλο κι έμαθε πως ήταν εργένης και ευκατάστατος κι αγαπούσε με πάθος τα όπλα. Αγόραζε πιστόλια, ρεβόλβερ, εγχειρίδια, τα κρέμαγε στους τοίχους του σπιτιού του, τα 'δειχνε στους γνωστούς του και παινευόταν. Ήξερε απ' έξω και ανακατωτά όλες τις μάρκες των πιστολιών, μπορούσε να κάνει ολόκληρη διάλεξη για το πώς πρέπει κανείς να γεμίσει το όπλο, πώς να πυροβολήσει κ.τ.λ. Μια και δυο ο Μίτια πήγε σ' αυτόν και του πρότεινε να του αφήσει τα πιστόλια ενέχυρο για δέκα ρούβλια. O υπάλληλος όλος χαρά προσπαθούσε να τον πείσει να του τα πουλήσει, όμως ο Μίτια δε δέχτηκε. Τότε ο άλλος του 'δωσε δέκα ρούβλια λέγοντας πως με κανέναν τρόπο δε θα δεχτεί να του πάρει τόκο. Χωρίστηκαν σαν καλοί φίλοι. O Μίτια βιαζόταν. Έτρεξε στο πίσω μέρος του κήπου του Φιόντορ Παύλοβιτς, στο δικό του περίπτερο για να φωνάξει όσο μπορούσε πιο γρήγορα το

Σμερντιακόβ. Μα έτσι προέκυψε ένα στοιχείο ότι μόλις τρεις, το πολύ τέσσερις ώρες πριν από ένα ορισμένο συμβάν, που γι' αυτό θα πούμε πολλά παρακάτω, ο Μίτια δεν είχε καπίκι στην τσέπη του κι έβαλε ενέχυρο ένα αγαπημένο του αντικείμενο για να πάρει δέκα ρούβλια ενώ ύστερα από τρεις ώρες βρεθήκανε στα χέρια του χιλιάδες... Όμως προτρέχω.

Στης Μαρίας Κοντράτιεβνας (της γειτόνισσας του Φιόντορ Παύλοβιτς) τον περίμενε η είδηση πως ο Σμερντιακόβ είναι άρρωστος. Αυτό τον τσάκισε και τον κατατάραξε. Του διηγήθηκαν πως έπεσε στο υπόγειο, πως έπαθε κρίση, πως ήρθε ο γιατρός, πως τον φρόντισε ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Έμαθε ακόμα —κι αυτό του φάνηκε περίεργο— πως ο αδελφός του Ιβάν Φιοντόροβιτς έφυγε το πρωί για τη Μόσχα.

«Φαίνεται πως πέρασε πριν από μένα απ' τη Βαλόβια», σκέφτηκε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

Μα ο Σμερντιακόβ τον ανησυχούσε τρομερά:

«Τι θα γίνει τώρα; Ποιος θα παραφυλάει; Ποιος θα με ειδοποιήσει;»

Άρχισε να ρωτάει ανυπόμονα τις γυναίκες μήπως παρατήρησαν να 'γινε τίποτα χτες το βράδυ. Αυτές καταλάβαιναν πολύ καλά για ποιο ζήτημα ενδιαφέρεται και τον βεβαιώσανε πως δεν ήρθε κανένας· ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κοιμήθηκε στο σπίτι, «η νύχτα πέρασε εντελώς ήσυχα». O Μίτια έμεινε συλλογισμένος. Δε χωρούσε αμφιβολία πως έπρεπε να παραφυλάξει κι απόψε. Πού όμως; Εδώ ή έξω από την πόρτα του Σαμσόνοβ; Αποφάσισε πως και δω και κει, όπως θα 'ρχονταν τα πράγματα, μα προς το παρόν... προς το παρόν... Τώρα είχε κείνο το «σχέδιο», το καινούργιο και σίγουρο σχέδιό του που σκέφτηκε στ' αμάξι και που ήταν αδύνατο πια ν' αναβάλλει την εκτέλεσή του. O Μίτια αποφάσισε να θυσιάσει γι' αυτή τη δουλειά μια ώρα.

«Σε μια ώρα θα 'χω ξεμπερδέψει, θα μάθω κι ό,τι άλλο μου χρειάζεται. Τότε θα πάω πρώτα-πρώτα στο σπίτι του Σαμσόνοβ να ρωτήσω αν είναι κει η Γκρούσενκα, θα γυρίσω στη στιγμή δω πέρα και θα μείνω ως τις έντεκα. Ύστερα θα πάω να την πάρω απ' του Σαμσόνοβ και θα τη συνοδέψω ως το σπίτι της».

Έτσι αποφάσισε να κάνει.

Έτρεξε στο σπίτι του, πλύθηκε, χτενίστηκε, ξεσκόνισε τα ρούχα του και βγήκε για να πάει στην κυρία Χοχλάκοβα. Αλίμονο. Το «σχέδιό» του ήταν εκεί. Αποφάσισε να δανειστεί τρεις χιλιάδες απ' αυτή την κυρία. Και το σπουδαιότερο ήταν που απόχτησε ξαφνικά την πεποίθηση πως αυτή δε θα του αρνηθεί. Ίσως ν' απορήσουν μερικοί και να σκεφτούν:

Αφού ήταν τόσο βέβαιος γιατί δεν ήρθε απ' την αρχή δω πέρα, σε ανθρώπους δηλαδή της δικής του κοινωνικής τάξης, παρά κουβαλήθηκε στου Σαμσόνοβ που ήταν εντελώς ξένος γι' αυτόν και που δεν ήξερε ούτε πώς να του μιλήσει! Αυτό έγινε γιατί με τη Χοχλάκοβα τα 'χε χαλάσει σχεδόν τον τελευταίο μήνα, μα και πρώτα πολύ λίγο τη γνώριζε. Σα να μη φτάνανε αυτά, ήξερε πολύ καλά πως εκείνη δεν τον χώνευε καθόλου. Αυτή η κυρία τον απεχθανόταν από τότε που τον γνώρισε μόνο και μόνο γιατί ήταν αρραβωνιαστικός της Κατερίνας Ιβάνοβνας ενώ αυτή, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ήθελε να παντρευτεί η Κατερίνα Ιβάνοβνα τον «αξιαγάπητο, ιπποτικά μορφωμένο Ιβάν Φιοντόροβιτς, που 'χει τόσο υπέροχους τρόπους». Τους τρόπους του Μίτια δεν μπορούσε να τους υποφέρει. O Μίτια μάλιστα την κορόιδευε και μια φορά είπε γι' αυτήν πως «όσο είναι ζωηρή και φλύαρη, άλλο τόσο είναι αμόρφωτη». Και να που το ίδιο κείνο πρωί, μέσα στ' αμάξι τού ήρθε μια ιδέα.

«Αφού δε θέλει να παντρευτώ την Κατερίνα Ιβάνοβνα και μάλιστα δεν το θέλει σε τέτοιο σημείο (το 'ξερε), σχεδόν μέχρις υστερισμού, γιατί να μου αρνηθεί τώρα αυτές τις τρεις χιλιάδες, μια που τις θέλω για να παρατήσω την Κάτια και να φύγω για πάντα από δω πέρα; Αυτές οι παραχαϊδεμένες κυρίες της ανώτερης κοινωνίας, όταν θελήσουν να κάνουν κάτι, δε λυπούνται τίποτα για να το πετύχουν. Εξάλλου είναι τόσο πλούσια...» σκεφτόταν ο Μίτια.

Όσο για το «σχέδιο» αυτό έμεινε το ίδιο όπως και πριν. Θα της έκανε δηλαδή την πρόταση να της παραχωρήσει τα δικαιώματά του στην Τσερμασνιά, μονάχα που τώρα αυτό δε θα γινόταν για κερδοσκοπία όπως χτες με το Σαμσόνοβ, όχι για να δελεάσει αυτή την κυρία με τη δυνατότητα να βγάλει έξι ή εφτά χιλιάδες με τις τρεις που θα 'δινε, μα μονάχα σαν μια ευγενική εγγύηση για το χρέος του. Καθώς γύριζε αυτή την καινούργια σκέψη στο μυαλό του ο Μίτια έφτασε μέχρις ενθουσιασμού. Έτσι γινόταν πάντα όταν αποφάσιζε ή αναλάμβανε κάτι. Παραδινόταν σε κάθε του καινούργια σκέψη με πάθος. Όμως παρ' όλα αυτά, όταν πάτησε το κατώφλι του σπιτιού της κυρίας Χοχλάκοβας, ένιωσε ένα ρίγος φρίκης. Μόλις εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε με μαθηματική ακρίβεια πως αυτή ήταν η τελευταία του ελπίδα, και πως αν αποτύχαινε δε θα του 'μενε παρά να «σφάξει κανέναν και να τον ληστέψει γι' αυτές τις τρεις χιλιάδες...» Η ώρα ήταν εφτάμιση όταν χτύπησε το κουδούνι.

Στην αρχή όλα πήγανε ευνοϊκά. Μόλις είπε τ' όνομά του, τον δεχτήκανε ασυνήθιστα γρήγορα.

«Λες και με περίμενε», σκέφτηκε ο Μίτια.

Μόλις τον περάσανε στο χολ, μπήκε τρέχοντας η οικοδέσποινα και του είπε πως πραγματικά τον περίμενε...

— Σας περίμενα, σας περίμενα! Πρέπει να παραδεχτείτε πως δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα 'ρθείτε κι όμως εγώ σας περίμενα. Θαυμάστε το ένστικτό μου, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, όλο το πρωί ήμουν βέβαιη πως σήμερα θα 'ρθείτε.

— Πραγματικά, κυρία μου, αυτό είναι καταπληκτικό, πρόφερε ο Μίτια ενώ καθόταν αδέξια —όμως... εγώ ήρθα για μια σπουδαιότατη υπόθεση... την πιο σπουδαία απ' τις σπουδαίες, για μένα δηλαδή, κυρία μου, για μένα ατομικά και βιάζομαι...

— Το ξέρω πως η υπόθεσή σας είναι σπουδαιότατη, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, κι αυτό δεν είναι ούτε προαίσθημα ούτε καμιά οπισθοδρομική προδιάθεση στην πίστη των θαυμάτων (ακούσατε τα νέα για τον στάρετς Ζωσιμά;) εδώ, εδώ είναι μαθηματικά. Δεν μπορούσατε να μην έρθετε ύστερα απ' αυτά που γίνανε με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Δεν μπορούσατε, δεν μπορούσατε, η απόδειξη είναι μαθηματική!

— Είναι ο ρεαλισμός της πραγματικότητας, κυρία μου, να τι είναι! Όμως επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω...

— Ρεαλισμός. Σωστά το είπατε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Τώρα είμαι ρεαλίστρια, έχω βάλει μυαλό αναφορικά με τα θαύματα. Μάθατε το θάνατο του πατέρα Ζωσιμά;

— Όχι, κυρία μου, τώρα μόλις τ' ακούω, είπε ο Μίτια απορώντας κάπως.

Στο μυαλό του πέρασε για μια στιγμή η εικόνα του Αλιόσα.

— Την περασμένη νύχτα, και φανταστείτε...

— Κυρία μου, τη διέκοψε ο Μίτια —το μόνο που μπορώ να φανταστώ είναι πως βρίσκομαι σε τρομερά απελπιστική κατάσταση κι αν δεν με βοηθήσετε, τότε όλα θα καταποντιστούν και πρώτος-πρώτος εγώ. Συγχωρέστε με που εκφράζομαι τόσο τετριμμένα, όμως βρίσκομαι σ' έξαψη...

— Το ξέρω, το ξέρω πως έχετε εξαφθεί, όλα τα ξέρω, εσείς δεν μπορείτε να βρεθείτε σ' άλλη ψυχική κατάσταση κι ό,τι και να θέλετε να μου πείτε εγώ τα ξέρω από πριν. Από καιρό τώρα σκέφτηκα για την τύχη σας, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, την παρακολουθώ και τη μελετώ... Ω, πιστέψτε με είμαι έμπειρος γιατρός της ψυχής, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

— Κυρία μου, αν εσείς είσαστε έμπειρος γιατρός, είμαι και γω έμπειρος άρρωστος, είπε το κομπλιμέντο του βιάζοντας τον εαυτό του ο Μίτια- και προβλέπω πως αφού ενδιαφέρεστε τόσο πολύ για την τύχη μου θα με βοηθήσετε τώρα που χάνομαι. Μα γι' αυτό επιτρέψτε μου επιτέλους να σας εξηγήσω το σχέδιο που έγινε αιτία να σας επισκεφτώ... και κείνο που περιμένω από σας... Ήρθα, κυρία μου...

— Δε χρειάζεται να μου τα πείτε, αυτά είναι δευτερεύοντα ζητήματα. Όσο για τη βοήθεια, δεν είστε δα ο πρώτος που βοηθάω, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Θα 'χετε ίσως ακουστά για την ξαδέρφη μου την Μπελμέσοβα. O άντρας της καταστράφηκε, καταποντίστηκε όπως το είπατε πολύ χαρακτηριστικά, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Τότε λοιπόν και γω τον συμβούλεψα ν' ασχοληθεί με τα ιπποφορβεία και τώρα ζει και βασιλεύει. Ξέρετε από ιπποφορβεία, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς;

— Δεν έχω ιδέα, κυρία μου, αχ κυρία μου, δεν έχω ιδέα! φώναξε νευρικά κι ανυπόμονα ο Μίτια κι έκανε να σηκωθεί μάλιστα απ' τη θέση του. Σας ικετεύω μονάχα, καλή μου κυρία, να μ' ακούσετε, και να μ' αφήσετε για δυο λεπτά να σας μιλήσω για να μπορέσω να σας τα εξηγήσω όλα, όλη την πρόταση που ήρθα να σας κάνω. Γιατί δεν έχω καιρό, είμαι τρομερά βιαστικός!... φώναξε υστερικά ο Μίτια γιατί αισθάνθηκε πως εκείνη θα ξανάρχιζε να μιλάει κι ελπίζοντας πως έτσι θα σκέπαζε τη φωνή της. Ήρθα απελπισμένος... βρίσκομαι στο τελευταίο σκαλοπάτι της απόγνωσης... Ήρθα να σας ζητήσω δανεικά τρεις χιλιάδες, δανεικά μα με σίγουρη, σιγουρότατη εγγύηση, κυρία μου, με σιγουρότατη εξασφάλιση! Επιτρέψτε μου μονάχα να σας εξηγήσω...

— Όλ' αυτά αργότερα, αργότερα! είπε η κυρία Χοχλάκοβα χειρονομώντας. Γιατί ό,τι και να θέλετε να μου πείτε, το ξέρω από τώρα. Αυτό σας το ξανάπα. Μου ζητάτε κάποιο ποσό, σας χρειάζονται τρεις χιλιάδες, όμως εγώ θα σας δώσω περισσότερα, αφάνταστα περισσότερα θα σας δώσω, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, μα πρέπει να με υπακούσετε!

O Μίτια αναπήδησε σχεδόν απ' τη θέση του.

— Είναι δυνατόν, κυρία μου, να είστε τόσο καλή; φώναξε πολύ συγκινημένος. Θεέ μου, με σώσατε. Σώζετε έναν άνθρωπο, κυρία μου, από την αυτοκτονία... Θα σας ευγνωμονώ αιωνίως...

— Θα σας δώσω αμέτρητες, αμέτρητες χιλιάδες κι όχι μονάχα τρεις! φώναξε η κυρία Χοχλάκοβα και χαμογελούσε μ' ένα φωτεινό χαμόγελο βλέποντας τον ενθουσιασμό του Μίτια.

— Αμέτρητες; Μα ούτε μου χρειάζονται τόσες. Μου είναι απαραίτητες μονάχα τούτες οι μοιραίες για μένα τρεις χιλιάδες. Εγώ από μέρος μου θα σας χρωστώ άμετρη ευγνωμοσύνη και θα σας δώσω μια σίγουρη εγγύηση. Γι' αυτό σας προτείνω το σχέδιο που...

— Φτάνει, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, μιας και το είπα, έγινε κιόλας, τον διέκοψε η κυρία Χοχλάκοβα ενθουσιασμένη με την ευεργεσία της. Υποσχέθηκα να σας σώσω και θα σας σώσω. Θα σας σώσω όπως και τον Μπελμέσοβ.

Τι γνώμη έχετε για τα χρυσωρυχεία, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς;

— Για τα χρυσωρυχεία, κυρία μου; Ποτέ δε σκέφτηκα γι' αυτό.

— Όμως το σκέφτηκα εγώ για σας! Το σκέφτηκα και το ζύγισα απ' όλες τις μεριές! Είναι ένας μήνας τώρα που σας παρακολουθώ μ' αυτό το σκοπό. Εκατό φορές σας κοίταζα όταν περνούσατε και σκεφτόμουνα: Να ένας ενεργητικός άνθρωπος που πρέπει ν' ασχοληθεί με τα ορυχεία. Μελέτησα και το βάδισμά σας ακόμα και τ' αποφάσισα: Αυτός ο άνθρωπος θα βρει πολλές φλέβες χρυσού.

— Από το βάδισμά μου το καταλάβατε αυτό, κυρία μου; είπε χαμογελώντας ο Μίτια.

— Γιατί όχι; Μήπως δεν παραδέχεστε πως από το βάδισμα μπορεί να καταλάβει κανείς το χαρακτήρα ενός ανθρώπου, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; Αυτό δα το επιβεβαιώνουν κι οι φυσικές επιστήμες. Ω, τώρα είμαι ρεαλίστρια, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Από σήμερα, ύστερα από κείνη την ιστορία στο μοναστήρι, που με σύγχυσε τόσο, είμαι ρεαλίστρια πέρα για πέρα και θέλω να ριχτώ στην πρακτική δράση. Γιατρεύτηκα πια. Αρκεί, όπως είπε κι ο Τουργκένιεβ.

— Όμως, κυρία μου, αυτές τις τρεις χιλιάδες που τόσο μεγαλόψυχα υποσχεθήκατε να μου δανείσετε...

— Δεν πρόκειται να τις χάσετε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, τον διέκοψε αμέσως η κυρία Χοχλάκοβα. Αυτές οι τρεις χιλιάδες είναι σα να βρίσκονται στην τσέπη σας και όχι μονάχα τρεις χιλιάδες μα τρία εκατομμύρια, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Πολύ σύντομα θα τα έχετε! Θα σας πω τι θα κάνετε: Θα ψάξετε και θα βρείτε φλέβες χρυσού, θα κερδίσετε εκατομμύρια, θα γυρίσετε και θα γίνετε κοινωνικός παράγοντας, θα μας βοηθήσετε κι εμάς να βρούμε το σωστό δρόμο. Τι τάχα; Θ' αφήσουμε τους Εβραίους να μας κάνουν ό,τι θέλουν; Θα χτίσετε κοινωφελή ιδρύματα και διάφορες επιχειρήσεις. Θα βοηθάτε τους φτωχούς κι αυτοί θα σας ευλογούν. O αιώνας μας είναι ο αιώνας των σιδηροδρόμων, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Θα γίνετε διάσημος κι απαραίτητος για το Υπουργείο των Οικονομικών, που βρίσκεται σε τόση ανάγκη τώρα τελευταία. Η πτώση του χαρτονομίσματος με ανησυχεί τόσο που δεν μπορώ να κοιμηθώ. Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, απ' αυτή την πλευρά λίγο με ξέρουνε...

— Κυρία μου, κυρία μου! τη διέκοψε και πάλι ο Μίτια με κάποιο ανήσυχο προαίσθημα. Ίσως ν' ακολουθήσω κατά γράμμα τη συμβουλή σας, τη σοφή συμβουλή σας, κυρία μου, κι ίσως να πάω εκεί κάτω... σ' αυτά τα ορυχεία... θα 'ρθω άλλη φορά να μιλήσουμε γι' αυτό... πολλές φορές θα 'ρθω... μα τώρα αυτές οι τρεις χιλιάδες... που τόσο μεγαλόψυχα... Ω, θα μου δίνατε τη δυνατότητα να κινηθώ... κι αν είναι δυνατό σήμερα... Δηλαδή καταλαβαίνετε, δε μου μένει ούτε μια ώρα, ούτε μια ώρα καιρό δεν έχω.

— Αρκεί, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, αρκεί! τον διέκοψε και πάλι επίμονα η κυρία Χοχλάκοβα. Σας ρωτάω: Θα πάτε στα ορυχεία ή όχι; Τ' αποφασίσατε οριστικά; Απαντείστε μου με μαθηματική ακρίβεια.

— Θα πάω, καλή μου κυρία, αργότερα... Θα πάω όπου θέλετε, κυρία μου... μα τώρα...

— Περιμένετε λοιπόν δυο λεπτά! φώναξε η κυρία Χοχλάκοβα κι έτρεξε στο πολυτελέστατο γραφείο της που είχε αμέτρητα συρταράκια.

Άρχισε να τ' ανοίγει το 'να ύστερα απ' τ' άλλο, κάτι έψαχνε και βιαζόταν τρομερά.

«Οι τρεις χιλιάδες!» σκέφτηκε ο Μίτια και του κόπηκε η ανάσα. «Και τώρ' αμέσως, χωρίς χαρτιά, χωρίς

συμβολαιογραφικές πράξεις... ω, μονάχα οι τζέντλεμεν φέρονται έτσι! Υπέροχη γυναίκα. Αν δεν ήταν μονάχα τόσο ομιλητική...» — Να το! φώναξε χαρούμενα η κυρία Χοχλάκοβα, γυρίζοντας κοντά στο Μίτια. Γι' αυτό έψαχνα!

Ήταν ένα μικρούτσικο ασημένιο εικονισματάκι που κρεμόταν από 'να κορδόνι σαν αυτά που φοράνε καμιά φορά στο λαιμό, μαζί με το σταυρό.

— Είναι απ' το Κίεβο, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, εξακολουθούσε να λέει με ευλάβεια —απ' το ιερό λείψανο της Αγίας Βαρβάρας της μεγαλομάρτυρος! Επιτρέψτε μου να σας το φορέσω μονάχη μου στο λαιμό και να σας δώσω έτσι την ευλογία μου για την καινούργια σας ζωή και τα καινούργια σας κατορθώματα.

Πραγματικά του πέρασε το εικονισματάκι στο λαιμό κι άρχισε να το σπρώχνει μέσα στο κολάρο του. O Μίτια, τρομερά αμήχανος, έσκυψε και τη βοήθησε και τελικά πέρασε το εικονισματάκι στο στήθος, κάτω απ' τη γραβάτα και το κολάρο του πουκάμισου.

— Τώρα πια μπορείτε ν' αναχωρήσετε! πρόφερε η κυρία Χοχλάκοβα και κάθισε θριαμβευτικά στη θέση της.

— Κυρία μου, είμαι τόσο πολύ συγκινημένος... που δεν ξέρω ούτε πώς να σας ευχαριστήσω... για τα καλά σας αισθήματα μα... αν ξέρατε μονάχα πόσο πολύτιμο μου είναι τώρα το κάθε λεπτό!... Το ποσό που τόσο ανυπόμονα περιμένω απ' τη μεγαλοψυχία σας... ω, κυρία μου, αφού είστε τόσο καλή τόσο συγκινητικά μεγαλόψυχη μαζί μου (φώναξε ξαφνικά εμπνευσμένα ο Μίτια), επιτρέψτε μου να σας φανερώσω... πράγμα που βέβαια το ξέρετε από καιρό... πως αγαπώ ένα πλάσμα που μένει εδώ πέρα... απάτησα την Κάτια... την Κατερίνα Ιβάνοβνα, θέλω να πω. Ω, φάνηκα απάνθρωπος κι άτιμος απέναντί της, όμως αγάπησα εδώ μιαν άλλη... μια γυναίκα κυρία μου, που ίσως εσείς να την περιφρονείτε γιατί σεις τα ξέρετε βέβαια όλα πια μα που εγώ δεν μπορώ με κανέναν τρόπο να την εγκαταλείψω, με κανέναν τρόπο και γι' αυτό τώρα τούτες οι τρεις χιλιάδες...

— Ξεχάστε τα όλα, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς! τον διέκοψε με αποφασιστικό τόνο η κυρία Χοχλάκοβα. Ξεχάστε τα όλα και προπάντων τις γυναίκες. O σκοπός σας είναι τα ορυχεία και δεν υπάρχει κανένας λόγος να πάρετε μαζί σας και γυναίκες κει πέρα. Αργότερα, όταν θα γυρίσετε πλούσιος και δοξασμένος, θα βρείτε τη σύντροφο της καρδιάς σας μέσα στην πιο υψηλή κοινωνία. Θα είναι μια κοπέλα μοντέρνα, μορφωμένη, χωρίς προλήψεις. Ως τότε θα ωριμάσει το γυναικείο ζήτημα που άρχισε να συζητείται τώρα και θα εμφανιστεί η νέα γυναίκα...

— Κυρία μου, εγώ άλλο ήθελα να πω, άλλο εννοούσα... είπε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς και σταύρωσε παρακλητικά τα χέρια του.

— Το ίδιο είναι, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, αυτό ακριβώς είναι που σας χρειάζεται, αυτό που ποθείτε χωρίς κι ο ίδιος να το έχετε συνειδητοποιήσει. Εγώ συμφωνώ εντελώς με τη φεμινιστική κίνηση, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Η ανάπτυξη της γυναίκας και μάλιστα ο πολιτικός της ρόλος στο πιο κοντινό μέλλον είναι το ιδανικό μου. Έχω και γω μια κόρη Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, και απ' αυτή την πλευρά λίγο με ξέρουνε. Έγραψα γι' αυτό το ζήτημα στο συγγραφέα Στσεντρίν. Αυτός ο συγγραφέας μού έμαθε τόσα πολλά αναφορικά με τον προορισμό της γυναίκας που του έστειλα πέρυσι ένα ανώνυμο γράμμα με δυο αράδες μονάχα όπου του 'λεγα: «Σας αγκαλιάζω και σας φιλώ, συγγραφέα μου, εν ονόματι της συγχρόνου γυναικός. Συνεχίσατε». Και υπέγραψα: «μητέρα». Σκέφτηκα για μια στιγμή να υπογράψω «σύγχρονη μητέρα» μα τελικά αποφάσισα να βάλω σκέτα «μητέρα». Τούτη η λέξη έτσι μονάχη της έχει περισσότερη ηθική ομορφιά, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Κι έπειτα η λέξη «σύγχρονη» θα τους θύμιζε το Σύγχρονο* (Σύγχρονος: Λογοτεχνικό περιοδικό φιλελευθέρων αρχών που διηύθυνε στην Πετρούπολη τον περασμένο αιώνα ο Στσεντρίν κι ο ποιητής Νεκράσοβ. (Σ.τ.Μ. )), που είχαν πιει γι' αυτόν πολλά φαρμάκια από τη Λογοκρισία... Αχ, Θεέ μου, τι πάθατε;

— Κυρία μου, σηκώθηκε επιτέλους ο Μίτια σταυρώνοντας μπροστά της τα χέρια του σε ανήμπορη παράκληση. Θα με κάνετε να κλάψω, κυρία μου, αν αναβάλετε κείνο που τόσο μεγαλόψυχα...

— Να κλάψετε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, να κλάψετε! Αυτό δείχνει υπέροχα αισθήματα... έχετε μπροστά σας τέτοια πορεία! Τα δάκρυα θα σας ξαλαφρώσουν, όταν θα γυρίσετε θα 'χετε καιρό να χαρείτε. Να. δείτε που θα 'ρθετε επίτηδες από τη Σιβηρία να με βρείτε για να χαρούμε μαζί...

— Όμως επιτρέψτε μου, ούρλιαξε ξάφνου ο Μίτια —σας παρακαλώ για τελευταία φορά, πέστε μου, μπορώ να έχω σήμερα το ποσό που μου υποσχεθήκατε; Αν όχι, τότε πότε ακριβώς θέλετε να ξανάρθω για να το πάρω;

— Ποιο ποσό, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς;

— Τις τρεις χιλιάδες που υποσχεθήκατε... που τόσο μεγαλόψυχα...

—Τρεις χιλιάδες; Ρούβλια θέλετε να πείτε; Α, όχι, δεν έχω τρεις χιλιάδες, πρόφερε με κάποια ήσυχη απορία η κυρία Χοχλάκοβα.

O Μίτια έμεινε κόκαλο.

— Μα πώς λοιπόν... τώρα μόλις... μου είπατε... είπατε μάλιστα πως είναι το ίδιο σα να τις έχω στην τσέπη μου...

— Αχ, όχι, δεν με καταλάβατε καλά, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Αν το νομίσατε αυτό, θα πει πως δε με καταλάβατε. Εγώ σας έλεγα για τα ορυχεία... Είναι αλήθεια πως σας υποσχέθηκα περισσότερα, αμέτρητες χιλιάδες κι όχι μονάχα τρεις. Τώρα όλα τα θυμάμαι μα εγώ μονάχα τα ορυχεία είχα υπ' όψη μου.

— Και τα λεφτά; Κι οι τρεις χιλιάδες; αναφώνησε ηλίθια ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

— Ω, αν εννοούσατε πως σας χρειάζονται λεφτά, τότε πρέπει να σας ομολογήσω πως δεν έχω. Δεν έχω καθόλου λεφτά τούτο τον καιρό, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, είμαι στα μαχαίρια ίσα-ίσα με τον επιστάτη των χτημάτων μου και μόλις πριν από λίγες μέρες δανείστηκα πεντακόσια ρούβλια απ' το Μιούσοβ. Όχι, όχι, δεν έχω λεφτά. Και ξέρετε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; Και αν είχα πάλι δε θα σας έδινα. Πρώτο γιατί σε κανένα δε δίνω δανεικά. Το να δώσεις δανεικά, σημαίνει να κάνεις έναν εχθρό. Μα εσάς ειδικά δε θα σας έδινα με κανέναν τρόπο, δε θα σας έδινα γιατί σας αγαπώ, για να σας σώσω δε θα σας έδινα, γιατί εσάς μονάχα ένα σας χρειάζεται: ορυχεία, ορυχεία και πάλι ορυχεία!...

— Ω, που να πάρει ο διάολος, κραύγασε ξαφνικά ο Μίτια και χτύπησε μ' όλη του τη δύναμη τη γροθιά του στο τραπέζι.

— Α! Α! άρχισε να φωνάζει η Χοχλάκοβα και τρομαγμένη έτρεξε στην άλλη άκρη του σαλονιού.

O Μίτια έφτυσε και με γρήγορα βήματα βγήκε απ' το δωμάτιο, απ' το σπίτι, στο δρόμο, στο σκοτάδι! Προχωρούσε σαν παλαβός χτυπώντας το στήθος του σε κείνο το ίδιο μέρος που το χτυπούσε εδώ και δυο μέρες μπροστά στον Αλιόσα, όταν τον είδε για τελευταία φορά στο σκοτάδι, στο δρόμο. Τι σήμαινε αυτό το χτύπημα του στήθους σε κείνο το μέρος και τι ήθελε μ' αυτό να δείξει, αυτό ήταν προς το παρόν μυστικό που δεν το 'ξερε τότε κανένας στον κόσμο, που δεν το είπε ούτε στον Αλιόσα. Όμως τούτο το μυστικό σήμαινε γι' αυτόν κάτι παραπάνω από ντροπή, σήμαινε το χαμό και την αυτοκτονία. Γιατί αυτό αποφάσισε να κάνει αν δεν κατάφερνε να βρει κείνες τις τρεις χιλιάδες για να πληρώσει το χρέος του στην Κατερίνα Ιβάνοβνα και να βγάλει έτσι απ' το στήθος του, «από κείνο το μέρος του στήθους του», την καταισχύνη που κουβαλούσε μαζί του και που τόσο πίεζε τη συνείδησή του. Όλ' αυτά θα εξηγηθούν αργότερα λεπτομερειακά, μα τώρα, ύστερα απ' το χαμό της τελευταίας του ελπίδας, αυτός ο τόσο γερός σωματικά άνθρωπος, μόλις έκανε λίγα βήματα φεύγοντας απ' το σπίτι της Χοχλάκοβας, έβαλε ξαφνικά τα κλάματα, σα μικρό παιδί. Περπατούσε αποξεχασμένος και σκούπιζε με τη γροθιά του τα δάκρυά του. Έφτασε έτσι στην πλατεία κι ένιωσε ξαφνικά πως έπεσε πάνω σε κάποιον διαβάτη. Ακούστηκε η κλαψιάρικη φωνή κάποιας γριούλας που παρά λίγο να την έριχνε χάμω.

— Θεέ μου, παραλίγο να με σκότωνες! Πού τα 'χεις τα μάτια σου, παλιόπαιδο;

— Μπα; Εσείς είστε; φώναξε ο Μίτια που 'χε διακρίνει τη γριούλα μες στο σκοτάδι.

Ήταν η υπηρέτρια του Κουζμά Σαμσόνοβ.

— Και σεις ποιος είσαστε, πατερούλη; πρόφερε μ' εντελώς άλλο τόνο η γριούλα. Δεν μπορώ, βλέπετε, να σας γνωρίσω έτσι στα σκοτεινά.

— Μένετε στου Κουζμά Κουζμίτς και είσαστε στη δούλεψή του, έτσι δεν είναι;

— Ακριβώς, πατερούλη. Τώρα μόλις πήγα στου Προχόριτς... Μα πώς έτσι δεν μπορώ να σας θυμηθώ;

— Πέστε μου, μητερούλα, η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα είναι σε σας τώρα; ρώτησε με παράφορη αδημονία ο Μίτια. Πριν από λίγο τη συνόδεψα ο ίδιος ως εκεί.

— Ήρθε, πατερούλη, έκατσε λίγο κι έφυγε.

— Πώς; Έφυγε; ξεφώνισε ο Μίτια. Πότε έφυγε;

— Μα έφυγε αμέσως. Δυο λεπτά έμεινε σε μας. Διηγήθηκε στον Κουζμά Κουζμίτς ένα παραμύθι, εκείνος έβαλε τα γέλια κι αυτή έφυγε βιαστική.

— Ψέματα λες, καταραμένη! ούρλιαξε ο Μίτια.

— Άι! Άι! άρχισε να φωνάζει η γριούλα, μα ο Μίτια είχε χαθεί κιόλας από μπροστά της.

Έτρεξε όσο γρηγορότερα μπορούσε στο σπίτι της Μορόζοβα. Μόλις πριν από ένα τέταρτο είχε φύγει η Γκρούσενκα για το Μόκρογιε. Η Φένια καθόταν με τη γιαγιά της, τη μαγείρισσα Ματριόνα, στην κουζίνα, όταν ξάφνου όρμησε μέσα φουριόζος ο «λοχαγός». Βλέποντάς τον η Φένια έβαλε τις φωνές.

— Φωνάζεις, ε; ούρλιαξε ο Μίτια. Πού είναι η Γκρούσενκα;

Μα, προτού προφτάσει ν' απαντήσει η Φένια, που είχε κοκαλώσει απ' τον τρόμο της, έπεσε ξάφνου στα γόνατα μπροστά της.

— Φένια, για όνομα του Χριστού, πες μου. Πού είναι;

— Καλέ μου κύριε, τίποτα δεν ξέρω, καλούλη μου Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, τίποτα δεν ξέρω. Αν θέλετε σκοτώστε με, όμως εγώ δεν ξέρω τίποτα, άρχισε να ορκίζεται και να σταυροκοπιέται η Φένια. Εσείς ο ίδιος την πήρατε και φύγατε...

— Αυτή ξαναγύρισε δω πέρα!...

— Δεν ήρθε, καλούλη μου, μα το Θεό σάς λέω, δεν ήρθε!

— Ψέματα λες, φώναξε ο Μίτια. Από την τρομάρα σου καταλαβαίνω πού είναι!...

Έφυγε τρέχοντας. Η Φένια ήταν ευχαριστημένη που τη γλίτωσε έτσι φτηνά, όμως καταλάβαινε πολύ καλά πως αν δεν ήταν τόσο βιαστικός σίγουρα θα κακοπάθαινε. Μα καθώς έφευγε έκανε κάτι που έβαλε σε μεγάλη απορία τη Φένια και τη γριά Ματριόνα: Πάνω στο τραπέζι ήταν ένα μπακιρένιο γουδί και μέσα στο γουδί ένα γουδόχερο μπακιρένιο κι αυτό, κάπου είκοσι πόντους μάκρος. Καθώς ο Μίτια έβγαινε τρέχοντας κι είχε ανοίξει κιόλας την πόρτα με το 'να του χέρι, άρπαξε με τ' άλλο, χωρίς να σταματήσει, το γουδόχερο, το 'χωσε στην τσέπη του κι έφυγε.

— Θεέ μου, θα κάνει φονικό! φώναξε η Φένια.


8. III. Τα χρυσωρυχεία

Αυτή ήταν εκείνη ακριβώς η επίσκεψη που με τόση φρίκη τη διηγόταν η Γκρούσενκα στο Ρακίτιν. Περίμενε τότε το «μαντατοφόρο» της κι ήταν πολύ ευχαριστημένη που ο Μίτια δεν ήρθε ούτε χτες ούτε σήμερα. Άρχισε πια να ελπίζει πως ίσως να μην ερχόταν καθόλου και θα πρόφταινε να φύγει χωρίς φασαρίες. Όμως ο Μίτια παρουσιάστηκε. Τα παρακάτω τα ξέρουμε: Για να τον ξεφορτωθεί, τον έπεισε αμέσως να τη συνοδέψει στου Κουζμά Σαμσόνοβ όπου τάχα ήταν απόλυτη ανάγκη να πάει για να «μετρήσει τα λεφτά». O Μίτια τη συνόδεψε, κι εκείνη αποχαιρετώντας τον στην είσοδο τον έβαλε να της υποσχεθεί πως θα ξαναρχόταν κατά τις δώδεκα για να την ξαναπάει στο σπίτι. O Μίτια χάρηκε σαν τ' άκουσε:

«Θα μείνει στου Κουζμά, θα πει λοιπόν πως δεν θα πάει στου Φιόντορ Παύλοβιτς... εκτός κι αν λέει ψέματα», πρόσθεσε αμέσως.

Μα του φαινόταν πως δεν έλεγε ψέματα. Ήταν από εκείνους τους ζηλιάρηδες που όταν βρίσκονται μακριά απ' την αγαπημένη τους βάζουν ένα σωρό φοβερά πράγματα με το νου τους για τις «απιστίες» της, μα όταν ξανάρχονται κοντά της εξουθενωμένοι, βέβαιοι πια πως εκείνη πρόφτασε και τους απάτησε, τα ξεχνάνε όλα. Έτσι κι ο Μίτια με την πρώτη ματιά που έριχνε στο πρόσωπό της, στο χαρούμενο και γελαστό προσωπάκι αυτής της γυναίκας, έπαιρνε αμέσως κουράγιο, έχανε αμέσως κάθε υποψία και με χαρούμενη ντροπή έβριζε τον εαυτό του για τη ζήλεια του. Μόλις συνόδεψε τη Γκρούσενκα, έτρεξε στο σπίτι του. Ω, έπρεπε τόσα πολλά να προφτάσει να κάνει ακόμα σήμερα! Όμως τουλάχιστο μπορούσε να 'ναι πιο ήσυχος.

«Μονάχα που πρέπει να μάθω τώρ' αμέσως απ' το Σμερντιακόβ μήπως συνέβηκε τίποτα κει πέρα χτες το βράδυ, μην τυχόν και πήγε στου Φιόντορ Παύλοβιτς, πού ξέρεις, όλα μπορούν να γίνουν. Ωχ!»

Αυτή η σκέψη πέρασε σα σίφουνας απ' το κεφάλι του. Κι έτσι, πριν φτάσει καλά-καλά στο σπίτι του, η ζήλεια είχε αρχίσει να σαλεύει πάλι στην πάντα ανήσυχη καρδιά του.

Η ζήλεια! «O Οθέλος δεν είναι ζηλιάρης, είναι εύπιστος» είπε ο Πούσκιν. Και μονάχα αυτή του η παρατήρηση φανερώνει το βάθος του μεγάλου μας ποιητή. Η ψυχή του Οθέλου έχει στραγγίζει κι όλη του η θεώρηση του κόσμου έχει θολώσει γιατί χάθηκε το ιδανικό του. Μα ο Οθέλος ποτέ δε θα κρυβόταν πίσω απ' τις πόρτες για να κατασκοπεύσει, να κρυφακούσει: Είναι εύπιστος. Απεναντίας, χρειάστηκε να του κάνουν υποδείξεις, να τον εξερεθίσουν με τρομερές προσπάθειες για να βάλει στο νου του επιτέλους πως τον απατούν. O πραγματικός ζηλιάρης δεν είναι τέτοιος. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς όλη την καταισχύνη και την ηθική κατάπτωση που μπορεί να σηκώσει ο ζηλιάρης χωρίς καμιά τύψη συνείδησης. Κι αυτό δεν είναι γιατί όλοι τους είναι τιποτένιες και βρόμικες ψυχές. Απεναντίας μπορείς να 'σαι μεγάλη καρδιά, να νιώθεις τον πιο αγνό έρωτα, γεμάτο αυτοθυσία, κι ωστόσο να κρύβεσαι κάτω απ' τα τραπέζια, να δωροδοκείς τους χειρότερους παλιανθρώπους και να υπομένεις τη χειρότερη βρομιά της σπιουνιάς και της κατασκοπείας. O Οθέλος ποτέ δε θα μπορούσε να συμβιβαστεί με την απάτη —όχι πως δεν θα μπορούσε να τη συγχωρέσει, μα δε θα μπορούσε να συμβιβαστεί μ' αυτήν— αν κι η ψυχή του ήταν άκακη κι αθώα σαν την ψυχή μικρού παιδιού. Με τον πραγματικό ζηλιάρη είναι αλλιώτικα: Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσα μπορεί να υποφέρει, σε πόσα να υποταχθεί και πόσα να συγχωρέσει ένας ζηλιάρης! Οι ζηλιάρηδες συγχωρούν πιο γρήγορα από κάθε άλλον κι αυτό το ξέρουν καλά όλες οι γυναίκες. O ζηλιάρης μπορεί πολύ γρήγορα (ύστερα φυσικά από μια τρομερή σκηνή στην αρχή) να συγχωρέσει μια σχεδόν αποδειγμένη πια απάτη, λόγου χάρη αγκαλιάσματα και φιλιά που τα 'δε με τα ίδια του τα μάτια, φτάνει να πειστεί κατά κάποιον τρόπο πως αυτό έγινε «για τελευταία φορά» και πως ο αντίζηλός του δε θα υπάρχει πια από δω και μπρος, θα φύγει για την άκρη του κόσμου, ή πως αυτός θα πάρει την αγαπημένη του και θα την πάει σε μέρος όπου δε θα μπορέσει να τους βρει αυτός ο τρομερός αντίζηλος. Εννοείται πως η συμφιλίωση θα κρατήσει μονάχα μιαν ώρα γιατί κι αν ακόμα εξαφανιστεί ο αντίζηλος, αυτός θα εφεύρει άλλον και θ' αρχίσει και πάλι να ζηλεύει. Θα νόμιζε κανείς πως μια τέτοια αγάπη που χρειάζεται επιτήρηση δεν αξίζει και πολλά πράγματα. Όμως αυτό ποτέ δε θα μπορέσει να το καταλάβει ένας πραγματικός ζηλιάρης αν κι είναι αλήθεια πως ανάμεσά τους απαντιούνται και μεγαλόκαρδοι άνθρωποι. Είναι αξιοσημείωτο ακόμα πως οι ίδιοι αυτοί μεγαλόκαρδοι άνθρωποι όταν κρυφακούν και κατασκοπεύουν, νιώθουν πολύ καλά με τη «μεγάλη καρδιά» τους όλο το αίσχος όπου βουτήχτηκαν θεληματικά, όμως εκείνη τουλάχιστον τη στιγμή που κρυφακούν ποτέ δε νιώθουν τύψεις. O Μίτια, μόλις έβλεπε τη Γκρούσενκα, έχανε αμέσως κάθε ζήλεια και γινόταν για λίγο εύπιστος και ευγενικός, τόσο που περιφρονούσε κι ο ίδιος τον εαυτό του για τα κακά του αισθήματα. Όμως αυτό σήμαινε μονάχα πως στην αγάπη του γι' αυτή τη γυναίκα υπήρχε κάτι ανώτερο απ' ό,τι υπέθετε κι ο ίδιος και δεν ήταν μονάχα το πάθος για τη «λυγεράδα του κορμιού της», όπως είχε πει στον Αλιόσα. Όμως όταν έχανε από κοντά του τη Γκρούσενκα άρχιζε αμέσως να την υποψιάζεται και να τη νομίζει ικανή για κάθε μικρότητα και δολιότητα απάτης. Κάτι τέτοιες στιγμές δεν ένιωθε καμιά τύψη.

Η ζήλεια φούντωσε λοιπόν και πάλι στην καρδιά του. Έπρεπε να βιαστεί. Πρώτα απ' όλα έπρεπε να βρει έστω και λίγα χρήματα για να κινηθεί. Τα χτεσινά εννιά ρούβλια είχαν ξοδευτεί σχεδόν όλα και αυτό όλοι το ξέρουν, όταν είσαι εντελώς απένταρος δεν μπορείς να κάνεις βήμα. Όμως μαζί με το σχέδιό του είχε σκεφτεί καθώς ερχόταν με τ' αμάξι και το πώς θα 'βρισκε αυτά τα λίγα ψιλά. Είχε ένα ζευγάρι πιστόλια για μονομαχία με τις σφαίρες τους. Άν ως τώρα δεν τα 'χε υποθηκεύσει αυτό έγινε γιατί τ' αγαπούσε περισσότερο απ' όλα του τα πράγματα. Στην ταβέρνα «Η Πρωτεύουσα» είχε γνωριστεί από καιρό μ' ένα νεαρό δημόσιο υπάλληλο κι έμαθε πως ήταν εργένης και ευκατάστατος κι αγαπούσε με πάθος τα όπλα. Αγόραζε πιστόλια, ρεβόλβερ, εγχειρίδια, τα κρέμαγε στους τοίχους του σπιτιού του, τα 'δειχνε στους γνωστούς του και παινευόταν. Ήξερε απ' έξω και ανακατωτά όλες τις μάρκες των πιστολιών, μπορούσε να κάνει ολόκληρη διάλεξη για το πώς πρέπει κανείς να γεμίσει το όπλο, πώς να πυροβολήσει κ.τ.λ. Μια και δυο ο Μίτια πήγε σ' αυτόν και του πρότεινε να του αφήσει τα πιστόλια ενέχυρο για δέκα ρούβλια. O υπάλληλος όλος χαρά προσπαθούσε να τον πείσει να του τα πουλήσει, όμως ο Μίτια δε δέχτηκε. Τότε ο άλλος του 'δωσε δέκα ρούβλια λέγοντας πως με κανέναν τρόπο δε θα δεχτεί να του πάρει τόκο. Χωρίστηκαν σαν καλοί φίλοι. O Μίτια βιαζόταν. Έτρεξε στο πίσω μέρος του κήπου του Φιόντορ Παύλοβιτς, στο δικό του περίπτερο για να φωνάξει όσο μπορούσε πιο γρήγορα το

Σμερντιακόβ. Μα έτσι προέκυψε ένα στοιχείο ότι μόλις τρεις, το πολύ τέσσερις ώρες πριν από ένα ορισμένο συμβάν, που γι' αυτό θα πούμε πολλά παρακάτω, ο Μίτια δεν είχε καπίκι στην τσέπη του κι έβαλε ενέχυρο ένα αγαπημένο του αντικείμενο για να πάρει δέκα ρούβλια ενώ ύστερα από τρεις ώρες βρεθήκανε στα χέρια του χιλιάδες... Όμως προτρέχω.

Στης Μαρίας Κοντράτιεβνας (της γειτόνισσας του Φιόντορ Παύλοβιτς) τον περίμενε η είδηση πως ο Σμερντιακόβ είναι άρρωστος. Αυτό τον τσάκισε και τον κατατάραξε. Του διηγήθηκαν πως έπεσε στο υπόγειο, πως έπαθε κρίση, πως ήρθε ο γιατρός, πως τον φρόντισε ο Φιόντορ Παύλοβιτς. Έμαθε ακόμα —κι αυτό του φάνηκε περίεργο— πως ο αδελφός του Ιβάν Φιοντόροβιτς έφυγε το πρωί για τη Μόσχα.

«Φαίνεται πως πέρασε πριν από μένα απ' τη Βαλόβια», σκέφτηκε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

Μα ο Σμερντιακόβ τον ανησυχούσε τρομερά:

«Τι θα γίνει τώρα; Ποιος θα παραφυλάει; Ποιος θα με ειδοποιήσει;»

Άρχισε να ρωτάει ανυπόμονα τις γυναίκες μήπως παρατήρησαν να 'γινε τίποτα χτες το βράδυ. Αυτές καταλάβαιναν πολύ καλά για ποιο ζήτημα ενδιαφέρεται και τον βεβαιώσανε πως δεν ήρθε κανένας· ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κοιμήθηκε στο σπίτι, «η νύχτα πέρασε εντελώς ήσυχα». O Μίτια έμεινε συλλογισμένος. Δε χωρούσε αμφιβολία πως έπρεπε να παραφυλάξει κι απόψε. Πού όμως; Εδώ ή έξω από την πόρτα του Σαμσόνοβ; Αποφάσισε πως και δω και κει, όπως θα 'ρχονταν τα πράγματα, μα προς το παρόν... προς το παρόν... Τώρα είχε κείνο το «σχέδιο», το καινούργιο και σίγουρο σχέδιό του που σκέφτηκε στ' αμάξι και που ήταν αδύνατο πια ν' αναβάλλει την εκτέλεσή του. O Μίτια αποφάσισε να θυσιάσει γι' αυτή τη δουλειά μια ώρα.

«Σε μια ώρα θα 'χω ξεμπερδέψει, θα μάθω κι ό,τι άλλο μου χρειάζεται. Τότε θα πάω πρώτα-πρώτα στο σπίτι του Σαμσόνοβ να ρωτήσω αν είναι κει η Γκρούσενκα, θα γυρίσω στη στιγμή δω πέρα και θα μείνω ως τις έντεκα. Ύστερα θα πάω να την πάρω απ' του Σαμσόνοβ και θα τη συνοδέψω ως το σπίτι της».

Έτσι αποφάσισε να κάνει.

Έτρεξε στο σπίτι του, πλύθηκε, χτενίστηκε, ξεσκόνισε τα ρούχα του και βγήκε για να πάει στην κυρία Χοχλάκοβα. Αλίμονο. Το «σχέδιό» του ήταν εκεί. Αποφάσισε να δανειστεί τρεις χιλιάδες απ' αυτή την κυρία. Και το σπουδαιότερο ήταν που απόχτησε ξαφνικά την πεποίθηση πως αυτή δε θα του αρνηθεί. Ίσως ν' απορήσουν μερικοί και να σκεφτούν:

Αφού ήταν τόσο βέβαιος γιατί δεν ήρθε απ' την αρχή δω πέρα, σε ανθρώπους δηλαδή της δικής του κοινωνικής τάξης, παρά κουβαλήθηκε στου Σαμσόνοβ που ήταν εντελώς ξένος γι' αυτόν και που δεν ήξερε ούτε πώς να του μιλήσει! Αυτό έγινε γιατί με τη Χοχλάκοβα τα 'χε χαλάσει σχεδόν τον τελευταίο μήνα, μα και πρώτα πολύ λίγο τη γνώριζε. Σα να μη φτάνανε αυτά, ήξερε πολύ καλά πως εκείνη δεν τον χώνευε καθόλου. Αυτή η κυρία τον απεχθανόταν από τότε που τον γνώρισε μόνο και μόνο γιατί ήταν αρραβωνιαστικός της Κατερίνας Ιβάνοβνας ενώ αυτή, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ήθελε να παντρευτεί η Κατερίνα Ιβάνοβνα τον «αξιαγάπητο, ιπποτικά μορφωμένο Ιβάν Φιοντόροβιτς, που 'χει τόσο υπέροχους τρόπους». Τους τρόπους του Μίτια δεν μπορούσε να τους υποφέρει. O Μίτια μάλιστα την κορόιδευε και μια φορά είπε γι' αυτήν πως «όσο είναι ζωηρή και φλύαρη, άλλο τόσο είναι αμόρφωτη». Και να που το ίδιο κείνο πρωί, μέσα στ' αμάξι τού ήρθε μια ιδέα.

«Αφού δε θέλει να παντρευτώ την Κατερίνα Ιβάνοβνα και μάλιστα δεν το θέλει σε τέτοιο σημείο (το 'ξερε), σχεδόν μέχρις υστερισμού, γιατί να μου αρνηθεί τώρα αυτές τις τρεις χιλιάδες, μια που τις θέλω για να παρατήσω την Κάτια και να φύγω για πάντα από δω πέρα; Αυτές οι παραχαϊδεμένες κυρίες της ανώτερης κοινωνίας, όταν θελήσουν να κάνουν κάτι, δε λυπούνται τίποτα για να το πετύχουν. Εξάλλου είναι τόσο πλούσια...» σκεφτόταν ο Μίτια.

Όσο για το «σχέδιο» αυτό έμεινε το ίδιο όπως και πριν. Θα της έκανε δηλαδή την πρόταση να της παραχωρήσει τα δικαιώματά του στην Τσερμασνιά, μονάχα που τώρα αυτό δε θα γινόταν για κερδοσκοπία όπως χτες με το Σαμσόνοβ, όχι για να δελεάσει αυτή την κυρία με τη δυνατότητα να βγάλει έξι ή εφτά χιλιάδες με τις τρεις που θα 'δινε, μα μονάχα σαν μια ευγενική εγγύηση για το χρέος του. Καθώς γύριζε αυτή την καινούργια σκέψη στο μυαλό του ο Μίτια έφτασε μέχρις ενθουσιασμού. Έτσι γινόταν πάντα όταν αποφάσιζε ή αναλάμβανε κάτι. Παραδινόταν σε κάθε του καινούργια σκέψη με πάθος. Όμως παρ' όλα αυτά, όταν πάτησε το κατώφλι του σπιτιού της κυρίας Χοχλάκοβας, ένιωσε ένα ρίγος φρίκης. Μόλις εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε με μαθηματική ακρίβεια πως αυτή ήταν η τελευταία του ελπίδα, και πως αν αποτύχαινε δε θα του 'μενε παρά να «σφάξει κανέναν και να τον ληστέψει γι' αυτές τις τρεις χιλιάδες...» Η ώρα ήταν εφτάμιση όταν χτύπησε το κουδούνι.

Στην αρχή όλα πήγανε ευνοϊκά. Μόλις είπε τ' όνομά του, τον δεχτήκανε ασυνήθιστα γρήγορα.

«Λες και με περίμενε», σκέφτηκε ο Μίτια.

Μόλις τον περάσανε στο χολ, μπήκε τρέχοντας η οικοδέσποινα και του είπε πως πραγματικά τον περίμενε...

— Σας περίμενα, σας περίμενα! Πρέπει να παραδεχτείτε πως δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα 'ρθείτε κι όμως εγώ σας περίμενα. Θαυμάστε το ένστικτό μου, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, όλο το πρωί ήμουν βέβαιη πως σήμερα θα 'ρθείτε.

— Πραγματικά, κυρία μου, αυτό είναι καταπληκτικό, πρόφερε ο Μίτια ενώ καθόταν αδέξια —όμως... εγώ ήρθα για μια σπουδαιότατη υπόθεση... την πιο σπουδαία απ' τις σπουδαίες, για μένα δηλαδή, κυρία μου, για μένα ατομικά και βιάζομαι...

— Το ξέρω πως η υπόθεσή σας είναι σπουδαιότατη, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, κι αυτό δεν είναι ούτε προαίσθημα ούτε καμιά οπισθοδρομική προδιάθεση στην πίστη των θαυμάτων (ακούσατε τα νέα για τον στάρετς Ζωσιμά;) εδώ, εδώ είναι μαθηματικά. Δεν μπορούσατε να μην έρθετε ύστερα απ' αυτά που γίνανε με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Δεν μπορούσατε, δεν μπορούσατε, η απόδειξη είναι μαθηματική!

— Είναι ο ρεαλισμός της πραγματικότητας, κυρία μου, να τι είναι! Όμως επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω...

— Ρεαλισμός. Σωστά το είπατε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Τώρα είμαι ρεαλίστρια, έχω βάλει μυαλό αναφορικά με τα θαύματα. Μάθατε το θάνατο του πατέρα Ζωσιμά;

— Όχι, κυρία μου, τώρα μόλις τ' ακούω, είπε ο Μίτια απορώντας κάπως.

Στο μυαλό του πέρασε για μια στιγμή η εικόνα του Αλιόσα.

— Την περασμένη νύχτα, και φανταστείτε...

— Κυρία μου, τη διέκοψε ο Μίτια —το μόνο που μπορώ να φανταστώ είναι πως βρίσκομαι σε τρομερά απελπιστική κατάσταση κι αν δεν με βοηθήσετε, τότε όλα θα καταποντιστούν και πρώτος-πρώτος εγώ. Συγχωρέστε με που εκφράζομαι τόσο τετριμμένα, όμως βρίσκομαι σ' έξαψη...

— Το ξέρω, το ξέρω πως έχετε εξαφθεί, όλα τα ξέρω, εσείς δεν μπορείτε να βρεθείτε σ' άλλη ψυχική κατάσταση κι ό,τι και να θέλετε να μου πείτε εγώ τα ξέρω από πριν. Από καιρό τώρα σκέφτηκα για την τύχη σας, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, την παρακολουθώ και τη μελετώ... Ω, πιστέψτε με είμαι έμπειρος γιατρός της ψυχής, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

— Κυρία μου, αν εσείς είσαστε έμπειρος γιατρός, είμαι και γω έμπειρος άρρωστος, είπε το κομπλιμέντο του βιάζοντας τον εαυτό του ο Μίτια- και προβλέπω πως αφού ενδιαφέρεστε τόσο πολύ για την τύχη μου θα με βοηθήσετε τώρα που χάνομαι. Μα γι' αυτό επιτρέψτε μου επιτέλους να σας εξηγήσω το σχέδιο που έγινε αιτία να σας επισκεφτώ... και κείνο που περιμένω από σας... Ήρθα, κυρία μου...

— Δε χρειάζεται να μου τα πείτε, αυτά είναι δευτερεύοντα ζητήματα. Όσο για τη βοήθεια, δεν είστε δα ο πρώτος που βοηθάω, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Θα 'χετε ίσως ακουστά για την ξαδέρφη μου την Μπελμέσοβα. O άντρας της καταστράφηκε, καταποντίστηκε όπως το είπατε πολύ χαρακτηριστικά, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Τότε λοιπόν και γω τον συμβούλεψα ν' ασχοληθεί με τα ιπποφορβεία και τώρα ζει και βασιλεύει. Ξέρετε από ιπποφορβεία, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς;

— Δεν έχω ιδέα, κυρία μου, αχ κυρία μου, δεν έχω ιδέα! φώναξε νευρικά κι ανυπόμονα ο Μίτια κι έκανε να σηκωθεί μάλιστα απ' τη θέση του. Σας ικετεύω μονάχα, καλή μου κυρία, να μ' ακούσετε, και να μ' αφήσετε για δυο λεπτά να σας μιλήσω για να μπορέσω να σας τα εξηγήσω όλα, όλη την πρόταση που ήρθα να σας κάνω. Γιατί δεν έχω καιρό, είμαι τρομερά βιαστικός!... φώναξε υστερικά ο Μίτια γιατί αισθάνθηκε πως εκείνη θα ξανάρχιζε να μιλάει κι ελπίζοντας πως έτσι θα σκέπαζε τη φωνή της. Ήρθα απελπισμένος... βρίσκομαι στο τελευταίο σκαλοπάτι της απόγνωσης... Ήρθα να σας ζητήσω δανεικά τρεις χιλιάδες, δανεικά μα με σίγουρη, σιγουρότατη εγγύηση, κυρία μου, με σιγουρότατη εξασφάλιση! Επιτρέψτε μου μονάχα να σας εξηγήσω...

— Όλ' αυτά αργότερα, αργότερα! είπε η κυρία Χοχλάκοβα χειρονομώντας. Γιατί ό,τι και να θέλετε να μου πείτε, το ξέρω από τώρα. Αυτό σας το ξανάπα. Μου ζητάτε κάποιο ποσό, σας χρειάζονται τρεις χιλιάδες, όμως εγώ θα σας δώσω περισσότερα, αφάνταστα περισσότερα θα σας δώσω, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, μα πρέπει να με υπακούσετε!

O Μίτια αναπήδησε σχεδόν απ' τη θέση του.

— Είναι δυνατόν, κυρία μου, να είστε τόσο καλή; φώναξε πολύ συγκινημένος. Θεέ μου, με σώσατε. Σώζετε έναν άνθρωπο, κυρία μου, από την αυτοκτονία... Θα σας ευγνωμονώ αιωνίως...

— Θα σας δώσω αμέτρητες, αμέτρητες χιλιάδες κι όχι μονάχα τρεις! φώναξε η κυρία Χοχλάκοβα και χαμογελούσε μ' ένα φωτεινό χαμόγελο βλέποντας τον ενθουσιασμό του Μίτια.

— Αμέτρητες; Μα ούτε μου χρειάζονται τόσες. Μου είναι απαραίτητες μονάχα τούτες οι μοιραίες για μένα τρεις χιλιάδες. Εγώ από μέρος μου θα σας χρωστώ άμετρη ευγνωμοσύνη και θα σας δώσω μια σίγουρη εγγύηση. Γι' αυτό σας προτείνω το σχέδιο που...

— Φτάνει, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, μιας και το είπα, έγινε κιόλας, τον διέκοψε η κυρία Χοχλάκοβα ενθουσιασμένη με την ευεργεσία της. Υποσχέθηκα να σας σώσω και θα σας σώσω. Θα σας σώσω όπως και τον Μπελμέσοβ.

Τι γνώμη έχετε για τα χρυσωρυχεία, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς;

— Για τα χρυσωρυχεία, κυρία μου; Ποτέ δε σκέφτηκα γι' αυτό.

— Όμως το σκέφτηκα εγώ για σας! Το σκέφτηκα και το ζύγισα απ' όλες τις μεριές! Είναι ένας μήνας τώρα που σας παρακολουθώ μ' αυτό το σκοπό. Εκατό φορές σας κοίταζα όταν περνούσατε και σκεφτόμουνα: Να ένας ενεργητικός άνθρωπος που πρέπει ν' ασχοληθεί με τα ορυχεία. Μελέτησα και το βάδισμά σας ακόμα και τ' αποφάσισα: Αυτός ο άνθρωπος θα βρει πολλές φλέβες χρυσού.

— Από το βάδισμά μου το καταλάβατε αυτό, κυρία μου; είπε χαμογελώντας ο Μίτια.

— Γιατί όχι; Μήπως δεν παραδέχεστε πως από το βάδισμα μπορεί να καταλάβει κανείς το χαρακτήρα ενός ανθρώπου, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; Αυτό δα το επιβεβαιώνουν κι οι φυσικές επιστήμες. Ω, τώρα είμαι ρεαλίστρια, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Από σήμερα, ύστερα από κείνη την ιστορία στο μοναστήρι, που με σύγχυσε τόσο, είμαι ρεαλίστρια πέρα για πέρα και θέλω να ριχτώ στην πρακτική δράση. Γιατρεύτηκα πια. Αρκεί, όπως είπε κι ο Τουργκένιεβ.

— Όμως, κυρία μου, αυτές τις τρεις χιλιάδες που τόσο μεγαλόψυχα υποσχεθήκατε να μου δανείσετε...

— Δεν πρόκειται να τις χάσετε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, τον διέκοψε αμέσως η κυρία Χοχλάκοβα. Αυτές οι τρεις χιλιάδες είναι σα να βρίσκονται στην τσέπη σας και όχι μονάχα τρεις χιλιάδες μα τρία εκατομμύρια, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Πολύ σύντομα θα τα έχετε! Θα σας πω τι θα κάνετε: Θα ψάξετε και θα βρείτε φλέβες χρυσού, θα κερδίσετε εκατομμύρια, θα γυρίσετε και θα γίνετε κοινωνικός παράγοντας, θα μας βοηθήσετε κι εμάς να βρούμε το σωστό δρόμο. Τι τάχα; Θ' αφήσουμε τους Εβραίους να μας κάνουν ό,τι θέλουν; Θα χτίσετε κοινωφελή ιδρύματα και διάφορες επιχειρήσεις. Θα βοηθάτε τους φτωχούς κι αυτοί θα σας ευλογούν. O αιώνας μας είναι ο αιώνας των σιδηροδρόμων, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Θα γίνετε διάσημος κι απαραίτητος για το Υπουργείο των Οικονομικών, που βρίσκεται σε τόση ανάγκη τώρα τελευταία. Η πτώση του χαρτονομίσματος με ανησυχεί τόσο που δεν μπορώ να κοιμηθώ. Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, απ' αυτή την πλευρά λίγο με ξέρουνε...

— Κυρία μου, κυρία μου! τη διέκοψε και πάλι ο Μίτια με κάποιο ανήσυχο προαίσθημα. Ίσως ν' ακολουθήσω κατά γράμμα τη συμβουλή σας, τη σοφή συμβουλή σας, κυρία μου, κι ίσως να πάω εκεί κάτω... σ' αυτά τα ορυχεία... θα 'ρθω άλλη φορά να μιλήσουμε γι' αυτό... πολλές φορές θα 'ρθω... μα τώρα αυτές οι τρεις χιλιάδες... που τόσο μεγαλόψυχα... Ω, θα μου δίνατε τη δυνατότητα να κινηθώ... κι αν είναι δυνατό σήμερα... Δηλαδή καταλαβαίνετε, δε μου μένει ούτε μια ώρα, ούτε μια ώρα καιρό δεν έχω.

— Αρκεί, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, αρκεί! τον διέκοψε και πάλι επίμονα η κυρία Χοχλάκοβα. Σας ρωτάω: Θα πάτε στα ορυχεία ή όχι; Τ' αποφασίσατε οριστικά; Απαντείστε μου με μαθηματική ακρίβεια.

— Θα πάω, καλή μου κυρία, αργότερα... Θα πάω όπου θέλετε, κυρία μου... μα τώρα...

— Περιμένετε λοιπόν δυο λεπτά! φώναξε η κυρία Χοχλάκοβα κι έτρεξε στο πολυτελέστατο γραφείο της που είχε αμέτρητα συρταράκια.

Άρχισε να τ' ανοίγει το 'να ύστερα απ' τ' άλλο, κάτι έψαχνε και βιαζόταν τρομερά.

«Οι τρεις χιλιάδες!» σκέφτηκε ο Μίτια και του κόπηκε η ανάσα. «Και τώρ' αμέσως, χωρίς χαρτιά, χωρίς

συμβολαιογραφικές πράξεις... ω, μονάχα οι τζέντλεμεν φέρονται έτσι! Υπέροχη γυναίκα. Αν δεν ήταν μονάχα τόσο ομιλητική...» — Να το! φώναξε χαρούμενα η κυρία Χοχλάκοβα, γυρίζοντας κοντά στο Μίτια. Γι' αυτό έψαχνα!

Ήταν ένα μικρούτσικο ασημένιο εικονισματάκι που κρεμόταν από 'να κορδόνι σαν αυτά που φοράνε καμιά φορά στο λαιμό, μαζί με το σταυρό.

— Είναι απ' το Κίεβο, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, εξακολουθούσε να λέει με ευλάβεια —απ' το ιερό λείψανο της Αγίας Βαρβάρας της μεγαλομάρτυρος! Επιτρέψτε μου να σας το φορέσω μονάχη μου στο λαιμό και να σας δώσω έτσι την ευλογία μου για την καινούργια σας ζωή και τα καινούργια σας κατορθώματα.

Πραγματικά του πέρασε το εικονισματάκι στο λαιμό κι άρχισε να το σπρώχνει μέσα στο κολάρο του. O Μίτια, τρομερά αμήχανος, έσκυψε και τη βοήθησε και τελικά πέρασε το εικονισματάκι στο στήθος, κάτω απ' τη γραβάτα και το κολάρο του πουκάμισου.

— Τώρα πια μπορείτε ν' αναχωρήσετε! πρόφερε η κυρία Χοχλάκοβα και κάθισε θριαμβευτικά στη θέση της.

— Κυρία μου, είμαι τόσο πολύ συγκινημένος... που δεν ξέρω ούτε πώς να σας ευχαριστήσω... για τα καλά σας αισθήματα μα... αν ξέρατε μονάχα πόσο πολύτιμο μου είναι τώρα το κάθε λεπτό!... Το ποσό που τόσο ανυπόμονα περιμένω απ' τη μεγαλοψυχία σας... ω, κυρία μου, αφού είστε τόσο καλή τόσο συγκινητικά μεγαλόψυχη μαζί μου (φώναξε ξαφνικά εμπνευσμένα ο Μίτια), επιτρέψτε μου να σας φανερώσω... πράγμα που βέβαια το ξέρετε από καιρό... πως αγαπώ ένα πλάσμα που μένει εδώ πέρα... απάτησα την Κάτια... την Κατερίνα Ιβάνοβνα, θέλω να πω. Ω, φάνηκα απάνθρωπος κι άτιμος απέναντί της, όμως αγάπησα εδώ μιαν άλλη... μια γυναίκα κυρία μου, που ίσως εσείς να την περιφρονείτε γιατί σεις τα ξέρετε βέβαια όλα πια μα που εγώ δεν μπορώ με κανέναν τρόπο να την εγκαταλείψω, με κανέναν τρόπο και γι' αυτό τώρα τούτες οι τρεις χιλιάδες...

— Ξεχάστε τα όλα, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς! τον διέκοψε με αποφασιστικό τόνο η κυρία Χοχλάκοβα. Ξεχάστε τα όλα και προπάντων τις γυναίκες. O σκοπός σας είναι τα ορυχεία και δεν υπάρχει κανένας λόγος να πάρετε μαζί σας και γυναίκες κει πέρα. Αργότερα, όταν θα γυρίσετε πλούσιος και δοξασμένος, θα βρείτε τη σύντροφο της καρδιάς σας μέσα στην πιο υψηλή κοινωνία. Θα είναι μια κοπέλα μοντέρνα, μορφωμένη, χωρίς προλήψεις. Ως τότε θα ωριμάσει το γυναικείο ζήτημα που άρχισε να συζητείται τώρα και θα εμφανιστεί η νέα γυναίκα...

— Κυρία μου, εγώ άλλο ήθελα να πω, άλλο εννοούσα... είπε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς και σταύρωσε παρακλητικά τα χέρια του.

— Το ίδιο είναι, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, αυτό ακριβώς είναι που σας χρειάζεται, αυτό που ποθείτε χωρίς κι ο ίδιος να το έχετε συνειδητοποιήσει. Εγώ συμφωνώ εντελώς με τη φεμινιστική κίνηση, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Η ανάπτυξη της γυναίκας και μάλιστα ο πολιτικός της ρόλος στο πιο κοντινό μέλλον είναι το ιδανικό μου. Έχω και γω μια κόρη Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, και απ' αυτή την πλευρά λίγο με ξέρουνε. Έγραψα γι' αυτό το ζήτημα στο συγγραφέα Στσεντρίν. Αυτός ο συγγραφέας μού έμαθε τόσα πολλά αναφορικά με τον προορισμό της γυναίκας που του έστειλα πέρυσι ένα ανώνυμο γράμμα με δυο αράδες μονάχα όπου του 'λεγα: «Σας αγκαλιάζω και σας φιλώ, συγγραφέα μου, εν ονόματι της συγχρόνου γυναικός. Συνεχίσατε». Και υπέγραψα: «μητέρα». Σκέφτηκα για μια στιγμή να υπογράψω «σύγχρονη μητέρα» μα τελικά αποφάσισα να βάλω σκέτα «μητέρα». Τούτη η λέξη έτσι μονάχη της έχει περισσότερη ηθική ομορφιά, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Κι έπειτα η λέξη «σύγχρονη» θα τους θύμιζε το Σύγχρονο* (Σύγχρονος: Λογοτεχνικό περιοδικό φιλελευθέρων αρχών που διηύθυνε στην Πετρούπολη τον περασμένο αιώνα ο Στσεντρίν κι ο ποιητής Νεκράσοβ. (Σ.τ.Μ. )), που είχαν πιει γι' αυτόν πολλά φαρμάκια από τη Λογοκρισία... Αχ, Θεέ μου, τι πάθατε;

— Κυρία μου, σηκώθηκε επιτέλους ο Μίτια σταυρώνοντας μπροστά της τα χέρια του σε ανήμπορη παράκληση. Θα με κάνετε να κλάψω, κυρία μου, αν αναβάλετε κείνο που τόσο μεγαλόψυχα...

— Να κλάψετε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, να κλάψετε! Αυτό δείχνει υπέροχα αισθήματα... έχετε μπροστά σας τέτοια πορεία! Τα δάκρυα θα σας ξαλαφρώσουν, όταν θα γυρίσετε θα 'χετε καιρό να χαρείτε. Να. δείτε που θα 'ρθετε επίτηδες από τη Σιβηρία να με βρείτε για να χαρούμε μαζί...

— Όμως επιτρέψτε μου, ούρλιαξε ξάφνου ο Μίτια —σας παρακαλώ για τελευταία φορά, πέστε μου, μπορώ να έχω σήμερα το ποσό που μου υποσχεθήκατε; Αν όχι, τότε πότε ακριβώς θέλετε να ξανάρθω για να το πάρω;

— Ποιο ποσό, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς;

— Τις τρεις χιλιάδες που υποσχεθήκατε... που τόσο μεγαλόψυχα...

—Τρεις χιλιάδες; Ρούβλια θέλετε να πείτε; Α, όχι, δεν έχω τρεις χιλιάδες, πρόφερε με κάποια ήσυχη απορία η κυρία Χοχλάκοβα.

O Μίτια έμεινε κόκαλο.

— Μα πώς λοιπόν... τώρα μόλις... μου είπατε... είπατε μάλιστα πως είναι το ίδιο σα να τις έχω στην τσέπη μου...

— Αχ, όχι, δεν με καταλάβατε καλά, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Αν το νομίσατε αυτό, θα πει πως δε με καταλάβατε. Εγώ σας έλεγα για τα ορυχεία... Είναι αλήθεια πως σας υποσχέθηκα περισσότερα, αμέτρητες χιλιάδες κι όχι μονάχα τρεις. Τώρα όλα τα θυμάμαι μα εγώ μονάχα τα ορυχεία είχα υπ' όψη μου.

— Και τα λεφτά; Κι οι τρεις χιλιάδες; αναφώνησε ηλίθια ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

— Ω, αν εννοούσατε πως σας χρειάζονται λεφτά, τότε πρέπει να σας ομολογήσω πως δεν έχω. Δεν έχω καθόλου λεφτά τούτο τον καιρό, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, είμαι στα μαχαίρια ίσα-ίσα με τον επιστάτη των χτημάτων μου και μόλις πριν από λίγες μέρες δανείστηκα πεντακόσια ρούβλια απ' το Μιούσοβ. Όχι, όχι, δεν έχω λεφτά. Και ξέρετε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; Και αν είχα πάλι δε θα σας έδινα. Πρώτο γιατί σε κανένα δε δίνω δανεικά. Το να δώσεις δανεικά, σημαίνει να κάνεις έναν εχθρό. Μα εσάς ειδικά δε θα σας έδινα με κανέναν τρόπο, δε θα σας έδινα γιατί σας αγαπώ, για να σας σώσω δε θα σας έδινα, γιατί εσάς μονάχα ένα σας χρειάζεται: ορυχεία, ορυχεία και πάλι ορυχεία!...

— Ω, που να πάρει ο διάολος, κραύγασε ξαφνικά ο Μίτια και χτύπησε μ' όλη του τη δύναμη τη γροθιά του στο τραπέζι.

— Α! Α! άρχισε να φωνάζει η Χοχλάκοβα και τρομαγμένη έτρεξε στην άλλη άκρη του σαλονιού.

O Μίτια έφτυσε και με γρήγορα βήματα βγήκε απ' το δωμάτιο, απ' το σπίτι, στο δρόμο, στο σκοτάδι! Προχωρούσε σαν παλαβός χτυπώντας το στήθος του σε κείνο το ίδιο μέρος που το χτυπούσε εδώ και δυο μέρες μπροστά στον Αλιόσα, όταν τον είδε για τελευταία φορά στο σκοτάδι, στο δρόμο. Τι σήμαινε αυτό το χτύπημα του στήθους σε κείνο το μέρος και τι ήθελε μ' αυτό να δείξει, αυτό ήταν προς το παρόν μυστικό που δεν το 'ξερε τότε κανένας στον κόσμο, που δεν το είπε ούτε στον Αλιόσα. Όμως τούτο το μυστικό σήμαινε γι' αυτόν κάτι παραπάνω από ντροπή, σήμαινε το χαμό και την αυτοκτονία. Γιατί αυτό αποφάσισε να κάνει αν δεν κατάφερνε να βρει κείνες τις τρεις χιλιάδες για να πληρώσει το χρέος του στην Κατερίνα Ιβάνοβνα και να βγάλει έτσι απ' το στήθος του, «από κείνο το μέρος του στήθους του», την καταισχύνη που κουβαλούσε μαζί του και που τόσο πίεζε τη συνείδησή του. Όλ' αυτά θα εξηγηθούν αργότερα λεπτομερειακά, μα τώρα, ύστερα απ' το χαμό της τελευταίας του ελπίδας, αυτός ο τόσο γερός σωματικά άνθρωπος, μόλις έκανε λίγα βήματα φεύγοντας απ' το σπίτι της Χοχλάκοβας, έβαλε ξαφνικά τα κλάματα, σα μικρό παιδί. Περπατούσε αποξεχασμένος και σκούπιζε με τη γροθιά του τα δάκρυά του. Έφτασε έτσι στην πλατεία κι ένιωσε ξαφνικά πως έπεσε πάνω σε κάποιον διαβάτη. Ακούστηκε η κλαψιάρικη φωνή κάποιας γριούλας που παρά λίγο να την έριχνε χάμω.

— Θεέ μου, παραλίγο να με σκότωνες! Πού τα 'χεις τα μάτια σου, παλιόπαιδο;

— Μπα; Εσείς είστε; φώναξε ο Μίτια που 'χε διακρίνει τη γριούλα μες στο σκοτάδι.

Ήταν η υπηρέτρια του Κουζμά Σαμσόνοβ.

— Και σεις ποιος είσαστε, πατερούλη; πρόφερε μ' εντελώς άλλο τόνο η γριούλα. Δεν μπορώ, βλέπετε, να σας γνωρίσω έτσι στα σκοτεινά.

— Μένετε στου Κουζμά Κουζμίτς και είσαστε στη δούλεψή του, έτσι δεν είναι;

— Ακριβώς, πατερούλη. Τώρα μόλις πήγα στου Προχόριτς... Μα πώς έτσι δεν μπορώ να σας θυμηθώ;

— Πέστε μου, μητερούλα, η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα είναι σε σας τώρα; ρώτησε με παράφορη αδημονία ο Μίτια. Πριν από λίγο τη συνόδεψα ο ίδιος ως εκεί.

— Ήρθε, πατερούλη, έκατσε λίγο κι έφυγε.

— Πώς; Έφυγε; ξεφώνισε ο Μίτια. Πότε έφυγε;

— Μα έφυγε αμέσως. Δυο λεπτά έμεινε σε μας. Διηγήθηκε στον Κουζμά Κουζμίτς ένα παραμύθι, εκείνος έβαλε τα γέλια κι αυτή έφυγε βιαστική.

— Ψέματα λες, καταραμένη! ούρλιαξε ο Μίτια.

— Άι! Άι! άρχισε να φωνάζει η γριούλα, μα ο Μίτια είχε χαθεί κιόλας από μπροστά της.

Έτρεξε όσο γρηγορότερα μπορούσε στο σπίτι της Μορόζοβα. Μόλις πριν από ένα τέταρτο είχε φύγει η Γκρούσενκα για το Μόκρογιε. Η Φένια καθόταν με τη γιαγιά της, τη μαγείρισσα Ματριόνα, στην κουζίνα, όταν ξάφνου όρμησε μέσα φουριόζος ο «λοχαγός». Βλέποντάς τον η Φένια έβαλε τις φωνές.

— Φωνάζεις, ε; ούρλιαξε ο Μίτια. Πού είναι η Γκρούσενκα;

Μα, προτού προφτάσει ν' απαντήσει η Φένια, που είχε κοκαλώσει απ' τον τρόμο της, έπεσε ξάφνου στα γόνατα μπροστά της.

— Φένια, για όνομα του Χριστού, πες μου. Πού είναι;

— Καλέ μου κύριε, τίποτα δεν ξέρω, καλούλη μου Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, τίποτα δεν ξέρω. Αν θέλετε σκοτώστε με, όμως εγώ δεν ξέρω τίποτα, άρχισε να ορκίζεται και να σταυροκοπιέται η Φένια. Εσείς ο ίδιος την πήρατε και φύγατε...

— Αυτή ξαναγύρισε δω πέρα!...

— Δεν ήρθε, καλούλη μου, μα το Θεό σάς λέω, δεν ήρθε!

— Ψέματα λες, φώναξε ο Μίτια. Από την τρομάρα σου καταλαβαίνω πού είναι!...

Έφυγε τρέχοντας. Η Φένια ήταν ευχαριστημένη που τη γλίτωσε έτσι φτηνά, όμως καταλάβαινε πολύ καλά πως αν δεν ήταν τόσο βιαστικός σίγουρα θα κακοπάθαινε. Μα καθώς έφευγε έκανε κάτι που έβαλε σε μεγάλη απορία τη Φένια και τη γριά Ματριόνα: Πάνω στο τραπέζι ήταν ένα μπακιρένιο γουδί και μέσα στο γουδί ένα γουδόχερο μπακιρένιο κι αυτό, κάπου είκοσι πόντους μάκρος. Καθώς ο Μίτια έβγαινε τρέχοντας κι είχε ανοίξει κιόλας την πόρτα με το 'να του χέρι, άρπαξε με τ' άλλο, χωρίς να σταματήσει, το γουδόχερο, το 'χωσε στην τσέπη του κι έφυγε.

— Θεέ μου, θα κάνει φονικό! φώναξε η Φένια.