×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 8. II. Ο Λιαγκάβη

8. II. Ο Λιαγκάβη

Έπρεπε λοιπόν να «τρέξει», όμως λεφτά για τ' αμάξι δεν είχε καθόλου, ή μάλλον είχε δυο εικοσαράκια κι αυτά ήταν όλα όλα όσα του απόμειναν απ' την παλιά του ευημερία, είχε όμως στο σπίτι ένα παλιό ασημένιο ρολόι που ήταν από καιρό χαλασμένο. Το άρπαξε και το πήγε στον Εβραίο ρολογά που είχε το μαγαζάκι του στην Αγορά. Αυτός του έδωσε έξι ρούβλια.

«Ούτε αυτά δεν τα περίμενα!» αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Μίτια (ο ενθουσιασμός του εξακολουθούσε), άρπαξε τα έξι ρούβλια του κι έτρεξε στο σπίτι.

Εκεί συμπλήρωσε το ποσό παίρνοντας τρία ρούβλια δανεικά απ' τους νοικοκυραίους του που του τα δώσανε πρόθυμα αν κι αυτά ήταν τα τελευταία τους λεφτά. Τόσο πολύ τον αγαπούσαν. O Μίτια, όντας ακόμα ενθουσιασμένος, τους αποκάλυψε αμέσως πως τούτη τη στιγμή κρίνεται η τύχη του και τους διηγήθηκε, πολύ βιαστικά εννοείται, όλο σχεδόν το «σχέδιό» του που είχε μόλις εκθέσει στο Σαμσόνοβ, ύστερα τη συμβουλή του Σαμσόνοβ, τις μελλοντικές του ελπίδες κ.τ.λ, κ.τ.λ. Οι νοικοκυραίοι του ήξεραν και από πρώτα πολλά μυστικά του και γι' αυτό τον είχαν σα δικό τους άνθρωπο, σαν έναν καταδεχτικότατο κύριο. Αφού μάζεψε έτσι εννιά ρούβλια, ο Μίτια έστειλε να φωνάξουν τα ταχυδρομικά άλογα που θα τον πήγαιναν ως τον σταθμό της Βαλόβια. Όλ' αυτά έγιναν αιτία να μαθευτεί και να προσεχτεί το γεγονός ότι «την παραμονή κάποιου συμβάντος, το μεσημέρι, ο Μίτια δεν είχε δεκάρα τσακιστή στην τσέπη του και πως για να βρει χρήματα πούλησε το ρολόι του και δανείστηκε τρία ρούβλια απ' τους νοικοκυραίους του κι όλα αυτά μπροστά σε μάρτυρες».

Σημειώνω απ' τα τώρα τούτο το γεγονός· αργότερα θα εξηγηθεί γιατί το κάνω αυτό.

Καθώς καλπάζανε τ' άλογα πηγαίνοντάς τον στο σταθμό της Βαλόβια, ο Μίτια ακτινοβολούσε ολάκερος στην ιδέα πως θα μπορούσε επιτέλους να τακτοποιήσει και να τα λύσει «όλ' αυτά» —ωστόσο έτρεμε από ανησυχία στη σκέψη τι θα γίνει τώρα με τη Γκρούσενκα όσο θα λείπει αυτός; Κι αν αποφάσιζε σήμερα ίσα-ίσα να πάει στο Φιόντορ Παύλοβιτς; Να γιατί έφυγε χωρίς να της πει τίποτα και παράγγειλε στους νοικοκυραίους του να μην πουν σε κανέναν πού πάει, αν τυχόν κι έρχονταν και τον ζητούσαν.

«Πρέπει το δίχως άλλο, δίχως άλλο να γυρίσω πίσω απόψε», έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του καθώς τον ταρακουνούσε τ' αμάξι, «κι αυτόν τον Λιαγκάβη πρέπει να τον κουβαλήσω δω πέρα... για να συνταχθεί η πράξη...»

Αυτά ονειρευόταν με την ψυχή στο στόμα ο Μίτια, όμως αλίμονο, τα όνειρά του δεν ήταν γραφτό να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με το «σχέδιό» του.

Πρώτα-πρώτα γιατί άργησε έτσι καθώς πήρε φεύγοντας από τη Βαλόβια τον καρόδρομο για την Τσερμασνιά κι έκανε έτσι δεκαοχτώ βέρστια αντί δώδεκα που του είχαν πει. Δεύτερο γιατί τον παπά του Ιλίνσκη δεν τον βρήκε στο σπίτι του. Είχε πάει στο γειτονικό χωριό. Ώσπου να τον βρει σ' αυτό το γειτονικό χωριό όπου πήγε με τα ίδια κατατσακισμένα απ' το δρόμο άλογα, είχε πια σχεδόν νυχτώσει. O «παπάς», ένας συνεσταλμένος κι αγαθός στην όψη ανθρωπάκος, του εξήγησε αμέσως πως αυτός ο Λιαγκάβη είχε μείνει στην αρχή στο σπίτι του μα τώρα βρισκότανε στο Σουχόη Πασιόλοκ. Σήμερα θα κοιμόταν στο σπίτι του δασοφύλακα γιατί και κει διαπραγματευόταν ν' αγοράσει ξυλεία. O Μίτια τον θερμοπαρακάλεσε να τον οδηγήσει τώρ' αμέσως σε τούτη την καλύβα γιατί έτσι «μπορώ να πω θα με σώσετε». O παπάς δεν τ' αποφάσιζε στην αρχή μα τελικά δέχτηκε να τον συνοδέψει στο Σουχόη Πασιόλοκ, καθώς φαίνεται από περιέργεια. Είχε όμως την κακή έμπνευση να συμβουλέψει να πάνε με τα πόδια, μιας κι η απόσταση ήταν ένα βέρστι και «κάτι». Εννοείται πως ο Μίτια δέχτηκε κι άρχισε να περπατάει με τα μεγάλα του βήματα, τόσο που ο καημένος ο παπάς αναγκαζότανε να τρέχει σχεδόν ξοπίσω του. Δεν ήταν πολύ γέρος ακόμα, ωστόσο ήταν όλο περίσκεψη. O Μίτια άρχισε αμέσως να του μιλάει για τα σχέδιά του και ζητούσε, απαιτούσε μάλιστα νευρικά, συμβουλές και πληροφορίες για τον Λιαγκάβη. Μιλούσε συνεχώς σ' όλον τον δρόμο. O παπάς άκουγε προσεχτικά μα οι συμβουλές του βγαίναν με το τσιγκέλι. Στις ερωτήσεις του Μίτια απαντούσε με υπεκφυγές: «δεν ξέρω, ωχ, δεν ξέρω, έλεγε, πού να τα ξέρω αυτά;» κ.τ.λ. Όταν ο Μίτια του 'κανε λόγο για τις φιλονικίες του με τον πατέρα του για την κληρονομιά, ο παπάς τρόμαξε σχεδόν γιατί είχε με τον Φιόντορ Παύλοβιτς κάποιες σχέσεις εξάρτησης. Ρώτησε πάντως με απορία γιατί ο Μίτια αποκαλεί αυτόν τον εμπορευόμενο χωρικό Λιαγκάβη ενώ το όνομά του είναι Γκόρτσκιν. Εξήγησε ακόμα σε τόνο νουθεσίας πως αυτός, αν και είναι όνομα και πράμα Λιαγκάβη, ωστόσο τ' όνομά του είναι Γκόρτσκιν και το Λιαγκάβη το θεωρεί σαν βαριά προσβολή και πως πρέπει το δίχως άλλο να τον λέει Γκόρτσκιν, «αλλιώς δεν θα καταφέρετε τίποτα μαζί του, ούτε και να σας ακούσει δε θα θελήσει». O Μίτια απόρησε κάπως και εξήγησε πως έτσι τον ονόμαζε ο ίδιος ο Σαμσόνοβ. Ακούγοντάς το αυτό ο παπάς άλλαξε αμέσως κουβέντα, αν και καλά θα έκανε να πει αμέσως στον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τις υποψίες του: Πως δηλαδή μια και ο ίδιος ο Σαμσόνοβ τον έστειλε σ' αυτόν το μουζίκο, ονομάζοντάς τον Λιαγκάβη, ίσως να το έκανε για να τον κοροϊδέψει και πως γενικά κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Μα ο Μίτια δεν είχε καιρό να προσέξει κάτι τέτοια «μικροπράγματα». Βιαζόταν. Βημάτιζε γρήγορα και μονάχα όταν φτάσανε στο Σουχόη Πασιόλοκ κατάλαβε πως δεν είχαν κάνει ένα βέρστι ούτε ενάμιση μα σίγουρα τρία. Αυτό του χάλασε το κέφι μα δεν είπε τίποτα. Μπήκανε στην ίζμπα. O δασοφύλακας που ήταν γνωστός του παπά, έμενε στο πρώτο μισό της ίζμπας και στο άλλο μισό το καθαρό, είχε βολευτεί ο Γκόρτσκιν. Μπήκαν σ' αυτό το καθαρό δωμάτιο κι άναψαν ένα σπαρματσέτο. Η κάμαρα ήταν πολύ θερμασμένη. Πάνω στο ξύλινο τραπέζι ήταν σβηστό το σαμοβάρι, δίπλα ένας δίσκος με φλιτζάνια, ένα άδειο μπουκάλι ρούμι, μια καράφα που είχε μέσα λίγη βότκα και κάτι κομμάτια σταρένιο ψωμί. O ξένος ήταν ξαπλωμένος στον πάγκο. Είχε βάλει το πανωφόρι του κάτω απ' το κεφάλι αντί για μαξιλάρι και ροχάλιζε βαριά. O Μίτια τα έχασε.

«Πρέπει βέβαια να τον ξυπνήσω: Η υπόθεσή μου είναι πολύ σπουδαία, βιαζόμουνα τόσο πολύ, βιάζομαι και τώρα να γυρίσω», είπε ανήσυχα.

Μα ο παπάς κι ο φύλακας στέκονταν σιωπηλοί και δεν εκφράζανε την σκέψη τους. O Μίτια τον πλησίασε και άρχισε να τον σκουντάει μονάχος του, μα ο κοιμισμένος δεν ξυπνούσε. «Είναι μεθυσμένος», σκέφτηκε ο Μίτια, «μα τι να κάνω λοιπόν, Θεέ μου. τι να κάνω!»

Και ξαφνικά, με τρομερή ανυπομονησία, άρχισε να τραβάει τον κοιμισμένο από τα χέρια, από τα πόδια, να τον ταρακουνάει απ' το κεφάλι, πασκίζοντας να τον ανασηκώσει και να τον καθίσει στον πάγκο. Μα και πάλι, ύστερα από πολλές προσπάθειες, το μόνο που κατάφερε ήταν ν' αρχίσει ο άλλος να γρυλίζει ακατάληπτα γερές βρισιές.

— Όχι, καλύτερα να περιμένετε λιγάκι, είπε επιτέλους ο παπάς· γιατί καθώς φαίνεται, δεν είναι σε θέση.

— Όλη τη μέρα έπινε, πρόσθεσε ο φύλακας.

— Θεέ μου! φώναξε ο Μίτια. Άν ξέρατε μονάχα πόσο μεγάλη ανάγκη είναι, πόσο απελπισμένος είμαι!

— Όχι, καλύτερα να περιμένετε ως το πρωί, ξανάπε ο παπάς.

— Ως το πρωί; Προς Θεού! Αυτό είναι αδύνατο!

Μες στην απελπισία του ήταν έτοιμος να ξαναορμήσει για να ξυπνήσει το μεθύστακα, μα μετάνιωσε αμέσως καταλαβαίνοντας πως θα ήταν χαμένος κόπος. O παπάς σώπαινε, ο φύλακας ήταν νυσταγμένος και σκυθρωπός.

— Τι φοβερές τραγωδίες σκαρώνει στους ανθρώπους η πραγματικότητα! πρόφερε ο Μίτια με μεγάλη απόγνωση.

Το πρόσωπό του ήταν καταϊδρωμένο. O παπάς, βρίσκοντας κατάλληλη την ευκαιρία, του εξήγησε πολύ λογικά πως κι αν ακόμα κατάφερνε να ξυπνήσει τον κοιμισμένο, αυτός, όντας μεθυσμένος, δεν θα μπορούσε να συζητήσει μαζί του.

— Και σεις έχετε να του μιλήσετε για μια πολύ σπουδαία υπόθεση. Καλύτερα λοιπόν να περιμένετε ως το πρωί...

O Μίτια ανασήκωσε τα χέρια του, τα ξανακατέβασε άτονα και συμφώνησε.

— Θα μείνω εδώ πέρα και θα περιμένω την κατάλληλη στιγμή, δέσποτα. Μόλις ξυπνήσει, θα του μιλήσω... Το κερί θα σου το πληρώσω, είπε γυρίζοντας στο φύλακα· θα σου δώσω ακόμα και κάτι παραπάνω για τη διανυκτεύρευση, έτσι που πάντα θα θυμάσαι το Ντιμήτρι Καραμάζοβ. Μονάχα με σας, δέσποτά μου,

δεν ξέρω τι να κάνω. Πού θα πλαγιάσετε;

— Δε θα μείνω, θα γυρίσω σπίτι. Θα πάρω τη φοραδίτσα του και θα πάω, είπε δείχνοντας το φύλακα. Χαίρετε λοιπόν, σας εύχομαι καλή επιτυχία.

Έτσι κι έγινε. O παπάς έφυγε με τ' άλογο ευχαριστημένος που ξεμπέρδεψε επιτέλους. Μα κουνούσε το κεφάλι του ανήσυχος και σκεφτικός κι αναρωτιόταν αν δε θα έπρεπε αύριο κιόλας να ειδοποιήσει τον προστάτη του, τον Φιόντορ Παύλοβιτς, γι' αυτό το περίεργο περιστατικό.

«Αλλιώς πού ξέρεις τι γίνεται, μπορεί να το μάθει, να θυμώσει και να χάσω την υποστήριξή του».

O φύλακας έξυσε το σβέρκο του και τράβηξε σιωπηλός για την κάμαρά του κι ο Μίτια κάθισε στον πάγκο να περιμένει την «κατάλληλη στιγμή», όπως εκφράστηκε και ο ίδιος. Μια βαθιά αγωνία σαν πυκνή ομίχλη τύλιξε την ψυχή του. Μια βαθιά, φριχτή αγωνία! Καθόταν και σκεφτόταν μα δεν μπορούσε να ολοκληρώσει καμιά του σκέψη. Το κερί κάπνιζε, ένα τριζόνι τραγουδούσε. Πνιγόταν μέσα στην παραθερμασμένη κάμαρα. Ξάφνου παρουσιάστηκε μπροστά του ο κήπος, έβλεπε καθαρά την είσοδο, στο πίσω μέρος, η πόρτα του πατέρα του ανοίγει μυστηριωδώς και μπαίνει μέσα τρέχοντας η Γκρούσενκα...

Πετάχτηκε όρθιος.

— Τραγωδία! πρόφερε τρίζοντας τα δόντια.

Πλησίασε μηχανικά τον κοιμισμένο κι άρχισε να παρατηρεί το πρόσωπό του. Ήταν ένας ξερακιανός, όχι γέρος ακόμα μουζίκος, με μακρουλό μούτρο, με ξανθά κατσαρά μαλλιά, με μακρύ, λεπτό, κοκκινωπό γενάκι. Φορούσε τσίτινη πουκαμίσα και μαύρο γιλέκο. Από το τσεπάκι του έβγαινε η αλυσίδα του ασημένιου ρολογιού. O Μίτια περιεργαζόταν αυτή τη φυσιογνωμία με τρομερό μίσος. Για κάποια άγνωστη αιτία, αυτό που δε χώνευε περισσότερο απ' όλα ήταν που είχε κατσαρά μαλλιά. Εκείνο όμως που του ήταν ιδιαίτερα προσβλητικό, ήταν που τώρα αυτός, ο Μίτια, στεκόταν μπροστά σε κείνον τον άνθρωπο έχοντας να κανονίσει μια δουλειά που δεν επιδέχεται αναβολή, που θυσίασε τόσα γι' αυτήν που γι' αυτήν τα 'χε παρατήσει όλα και βασανίστηκε τόσο για να 'ρθει δω πέρα, «κι αυτό το παράσιτο που κρατάει στο χέρι του την τύχη μου ροχαλίζει σα να μη συμβαίνει τίποτα, λες κι έχει έρθει από άλλον πλανήτη».

— Ω, ειρωνεία της τύχης! αναφώνησε ο Μίτια και ξαφνικά, χάνοντας ολότελα τα λογικά του, άρχισε πάλι να τραντάζει το μεθυσμένο μουζίκο.

Τον σκούνταγε με λύσσα, τον τραβούσε, τον χτύπαγε. Παιδεύτηκε έτσι κάπου πέντε λεπτά μα και πάλι δεν κατάφερε τίποτα. Εξουθενωμένος κι απελπισμένος γύρισε και ξανακάθισε στον πάγκο του.

— Ανοησίες, ανοησίες! αναφωνούσε ο Μίτια. Και... πόσο άτιμα είναι όλ' αυτά, πρόσθεσε ξάφνου έτσι χωρίς λόγο.

Άρχισε να του πονάει τρομερά το κεφάλι:

«Μήπως είναι καλύτερα να τα παρατήσω όλα; Να φύγω εντελώς;» σκέφτηκε για μια στιγμή. «Όχι, θα μείνω πια ως το πρωί. Επίτηδες θα μείνω, έτσι, από γινάτι! Γιατί ήρθα στο κάτω κάτω; Μα κι ούτε μπορώ να φύγω, με τι αμάξι; Τι ηλίθια που ήρθαν όλα!»

Όμως το κεφάλι του άρχισε να πονάει όλο και περισσότερο. Καθόταν ακίνητος, και σιγά-σιγά άρχισε να νυστάζει κι αποκοιμήθηκε έτσι όπως ήταν. Φαίνεται πως κοιμήθηκε δυο ώρες ή και περισσότερο. Ξύπνησε από 'ναν αβάσταχτο πονοκέφαλο, έναν τρομερό πόνο που λίγο ακόμα και θα τον έκανε να φωνάξει. Τα μελίγγια του χτυπούσαν, ο σβέρκος του πονούσε. Έμεινε κάμποσο έτσι χωρίς να μπορεί να συνέλθει και να νιώσει τι του έχει συμβεί. Επιτέλους κατάλαβε πως τον είχε πειράξει η σόμπα και πως αν εξακολουθούσε να μένει κει μέσα μπορούσε και να πεθάνει. O μεθυσμένος ροχάλιζε πάντα, το κερί είχε καεί σχεδόν όλο και κόντευε να σβήσει. O Μίτια άρχισε να φωνάζει κι έτρεξε παραπατώντας στο δωμάτιο του φύλακα. Αυτός ξύπνησε αμέσως μα όταν άκουσε πως στην άλλη κάμαρα αναθυμιάζει η σόμπα έμεινε εντελώς αδιάφορος. Σηκώθηκε όμως και πήγε μαζί με το Μίτια στο δωμάτιο όπου κοιμόταν ο μεθυσμένος.

— Μα αυτός πέθανε, πέθανε. Και τότε... τι θα γίνει τότε; φώναξε ο Μίτια που τα 'χε χαμένα.

Άνοιξαν διάπλατα την πόρτα, άνοιξαν το παράθυρο και το μπουρί της σόμπας, ο Μίτια κουβάλησε από τον προθάλαμο έναν κουβά νερό κι έβρεξε πρώτα το κεφάλι του. Κι ύστερα βρήκε κάποιο κουρέλι, το μούσκεψε και το έβαλε στο κούτελο του Λιαγκάβη. O φύλακας εξακολουθούσε να βλέπει το γεγονός μ' έναν κάποιο περιφρονητικό τρόπο και καθώς άνοιγε το παράθυρο πρόφερε σκυθρωπά: «εντάξει». Ύστερα πήγε πάλι να κοιμηθεί αφήνοντας στο Μίτια ένα αναμμένο σιδερένιο φανάρι. O Μίτια εξακολούθησε κάπου μισή ώρα ακόμα να περιποιείται το μεθυσμένο, βρέχοντάς του συνεχώς το κεφάλι και πήρε την απόφαση να μην κοιμηθεί πια ως το πρωί. Όμως έτσι που ήταν κατακουρασμένος κάθισε για μια στιγμή να ξαποστάσει, τα μάτια του κλείσανε και χωρίς να το καταλάβει, ξάπλωσε στον πάγκο και βυθίστηκε στο ύπνο σαν σκοτωμένος.

Ξύπνησε πολύ αργά. Θα 'ταν κάπου εννιά η ώρα το πρωί. O ήλιος έφεγγε ζωηρά μέσ' απ' τα δυο παραθυράκια της μικρής κάμαρας. O κατσαρομάλλης μουζίκος είχε ντυθεί και καθόταν στον πάγκο. Μπροστά του ένα σαμοβάρι αναμμένο και μια καινούργια καράφα βότκα. Η χτεσινή ήταν άδεια κι η άλλη ήταν κιόλας κάτω απ' τη μέση. O Μίτια τινάχτηκε όρθιος και κατάλαβε στη στιγμή πως ο καταραμένος μουζίκος είναι και πάλι μεθυσμένος, μεθυσμένος βαθιά κι ανεπανόρθωτα. Τον κοίταξε για λίγο ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του. O μουζίκος τον κοίταξε σιωπηλά και πονηρά, με μια προσβλητική ηρεμία κι όπως φάνηκε του Μίτια με κάποια περιφρονητική υπεροψία. O Μίτια ρίχτηκε προς το μέρος του.

— Με συγχωρείτε... ξέρετε... εγώ... θα σας είπε βέβαια ο δασοφύλακας... είμαι ο υπολοχαγός Ντιμήτρι Καραμάζοβ, γιος του γέρου Καραμάζοβ που θέλετε, που μ' αυτόν διαπραγματεύεστε την αγορά του δάσους...

— Ψευτιές! είπε ξαφνικά σταθερά κι ήσυχα ο μουζίκος.

— Πώς ψευτιές; Τον Φιόντορ Παύλοβιτς δεν τον ξέρετε;

— Δεν τον ξέρω τον Φιόντορ σου Παύλοβιτς, πρόφερε ο μουζίκος κουνώντας με κόπο τη γλώσσα του.

— Παζαρεύετε ξυλεία. Μα ξυπνείστε λοιπόν, ελάτε στα σύγκαλά σας. O πάτερ Πάβελ του Ιλίνσκη μ' έφερε δω πέρα... Γράψατε στο Σαμσόνοβ κι αυτός μ' έστειλε σε σας... έλεγε λαχανιάζοντας ο Μίτια.

— Ψ-ψέματα! είπε κοφτά και πάλι ο Λιαγκάβη.

O Μίτια ένιωσε τα πόδια του να παγώνουν.

— Προς Θεού! Δεν είναι αστεία αυτά που σας λέω. Είσαστε ίσως λίγο πιωμένος. Μα μπορείτε ωστόσο να καταλάβετε, να μιλήσετε... αλλιώς... αλλιώς δεν καταλαβαίνω τίποτα.

— Είσαι μπογιατζής!

— Προς Θεού. Είμαι ο Καραμάζοβ, ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ, έχω να σας κάνω μια πρόταση... μια συμφερτική πρόταση... πολύ συμφερτική... ακριβώς για το ζήτημα της ξυλείας.

O μουζίκος χάιδευε σοβαρός-σοβαρός τα γένεια του.

— Όχι, είχες πάρει μιαν εργολαβία και φέρθηκες άτιμα. Είσαι κανάγιας!

— Σας βεβαιώνω πως κάνετε λάθος! έλεγε απελπισμένος ο Μίτια συστρέφοντας τα χέρια του.

O μουζίκος όλο και χάιδευε τα γένεια του και ξάφνου μισόκλεισε πονηρά τα μάτια του.

— Όχι, εσύ να μου πεις καλύτερα, να μου δείξεις ποιος νόμος επιτρέπει τις ματσαράγκες. Ακούς; Είσαι κανάγιας, καταλαβαίνεις;

O Μίτια οπισθοχώρησε και ξαφνικά «λες και κάτι τον χτύπησε στο μέτωπο» όπως είπε αργότερα ο ίδιος. Ξάφνου το μυαλό του φωτίστηκε, «άναψε ένα φως και τα κατάλαβα όλα». Στεκότανε κει σα μαρμαρωμένος κι αναρωτιόταν πώς μπόρεσε —αυτός που ήταν, όσο και να πεις, έξυπνος άνθρωπος— να παρασυρθεί από μια τέτοια ηλιθιότητα, να μπλεχτεί σε μια τέτοια περιπέτεια, να χάσει ένα ολάκερο εικοστετράωρο και να κάθεται να βάζει κομπρέσες στο κεφάλι του Λιαγκάβη...

«Είναι μεθυσμένος, είναι στουπί και θα πίνει ακόμα μια βδομάδα συνέχεια, τι να περιμένεις λοιπόν; Μήπως ο Σαμσόνοβ μ' έστειλε επίτηδες δω πέρα; Και τι θα γίνει τώρα αν αυτή... Ω, Θεέ μου, τι έκανα!...»

O μουζίκος καθότανε, τον κοίταζε και χαμογελούσε ειρωνικά. Σ' άλλη περίπτωση ο Μίτια ίσως και να τον σκότωνε αυτόν το βλάκα απ' τον θυμό του μα τώρα είχε χάσει κάθε δύναμη, ήταν σαν ένα μικρό παιδί. Πλησίασε αργά στον πάγκο, πήρε το παλτό του, το φόρεσε σιωπηλά και βγήκε απ' το δωμάτιο. Το φύλακα δεν τον βρήκε, είχε φύγει. Έβγαλε απ' την τσέπη του πενήντα καπίκια και τα 'βαλε στο τραπέζι για τη διανυκτέρευση, για το κερί και για την ανησυχία που του έκανε. Όταν βγήκε έξω, είδε πως βρισκόταν μέσα στο δάσος.

Προχώρησε στην τύχη γιατί δε θυμόταν αν έπρεπε να στρίψει δεξιά ή αριστερά. Χτες το βράδυ, έτσι βιαστικά που ήρθε με τον παπά, δεν είχε προσέξει το δρόμο. Στην ψυχή του δεν υπήρχε αίσθημα εκδίκησης για κανέναν, ούτε και για το Σαμσόνοβ. Βημάτιζε στο στενό μονοπάτι του δάσους ανόητα, άσκοπα έχοντάς τα χαμένα, χωρίς να τον νοιάζει καθόλου πού πάει. Αν τον συναντούσε ένα παιδί, θα μπορούσε να τον νικήσει, τόσο ήταν εξαντλημένος ψυχικά και σωματικά. Τέλος τα κατάφερε να βγει απ' το δάσος. Είδε ξάφνου μπροστά του τα θερισμένα χωράφια ως εκεί που έφτανε η ματιά του.

«Τι απόγνωση, τι νέκρα τριγύρω!» έλεγε και ξανάλεγε κι όλο προχωρούσε. Τον σώσανε κάτι περαστικοί.

Ένας αμαξάς που είχε στ' αμάξι του ένα γεροντάκο έμπορα. Όταν τ' αμάξι τον πλησίασε, ο Μίτια ρώτησε για το δρόμο και του είπαν πως κι αυτοί πάνε στη Βαλόβια. Άρχισαν τις συζητήσεις και τον βάλανε στο τέλος και το Μίτια στ' αμάξι. Σε τρεις ώρες πάνω-κάτω είχαν φτάσει. Στη Βαλόβια ο Μίτια παράγγειλε αμέσως ένα αμάξι για την πολιτεία. Τότε ξαφνικά κατάλαβε πως πεινάει τρομερά. Όσο ζεύανε τ' άλογα του φτιάξανε στα γρήγορα μιαν ομελέτα. Την καταβρόχθισε όλη, έφαγε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, όσο σαλάμι είχε βρεθεί, ήπιε τρία ποτηράκια βότκα. Συνήλθε έτσι και πήρε κουράγιο κι η ψυχή του ξαστέρωσε πάλι. Στο δρόμο έλεγε συνέχεια στον αμαξά να τρέξει γρηγορότερα και ξαφνικά σκαρφίστηκε ένα καινούργιο «σίγουρο» πια σχέδιο. Μ' αυτό, σήμερα κιόλας, θα 'βρισκε κείνα τα «καταραμένα χρήματα».

«Και να σκεφτεί κανείς πως γι' αυτές τις τρεις ψωροχιλιάδες μπορεί να χαθεί ένας άνθρωπος!» έλεγε περιφρονητικά.

«Σήμερα κιόλας θα ξεμπερδέψω!».

Κι αν δεν ήταν η ακατάπαυστη σκέψη για τη Γκρούσενκα και για το μην τυχόν της συνέβηκε τίποτα, ίσως να ξανάβρισκε και πάλι εντελώς το κέφι του. Μα η σκέψη τούτη καρφωνόταν στην ψυχή του κάθε στιγμή σαν κοφτερό μαχαίρι. Τέλος φτάσανε κι ο Μίτια έτρεξε αμέσως στο σπίτι της.


8. II. Ο Λιαγκάβη 8. II. Liagavi

Έπρεπε λοιπόν να «τρέξει», όμως λεφτά για τ' αμάξι δεν είχε καθόλου, ή μάλλον είχε δυο εικοσαράκια κι αυτά ήταν όλα όλα όσα του απόμειναν απ' την παλιά του ευημερία, είχε όμως στο σπίτι ένα παλιό ασημένιο ρολόι που ήταν από καιρό χαλασμένο. Το άρπαξε και το πήγε στον Εβραίο ρολογά που είχε το μαγαζάκι του στην Αγορά. Αυτός του έδωσε έξι ρούβλια.

«Ούτε αυτά δεν τα περίμενα!» αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Μίτια (ο ενθουσιασμός του εξακολουθούσε), άρπαξε τα έξι ρούβλια του κι έτρεξε στο σπίτι.

Εκεί συμπλήρωσε το ποσό παίρνοντας τρία ρούβλια δανεικά απ' τους νοικοκυραίους του που του τα δώσανε πρόθυμα αν κι αυτά ήταν τα τελευταία τους λεφτά. Τόσο πολύ τον αγαπούσαν. O Μίτια, όντας ακόμα ενθουσιασμένος, τους αποκάλυψε αμέσως πως τούτη τη στιγμή κρίνεται η τύχη του και τους διηγήθηκε, πολύ βιαστικά εννοείται, όλο σχεδόν το «σχέδιό» του που είχε μόλις εκθέσει στο Σαμσόνοβ, ύστερα τη συμβουλή του Σαμσόνοβ, τις μελλοντικές του ελπίδες κ.τ.λ, κ.τ.λ. Οι νοικοκυραίοι του ήξεραν και από πρώτα πολλά μυστικά του και γι' αυτό τον είχαν σα δικό τους άνθρωπο, σαν έναν καταδεχτικότατο κύριο. Αφού μάζεψε έτσι εννιά ρούβλια, ο Μίτια έστειλε να φωνάξουν τα ταχυδρομικά άλογα που θα τον πήγαιναν ως τον σταθμό της Βαλόβια. Όλ' αυτά έγιναν αιτία να μαθευτεί και να προσεχτεί το γεγονός ότι «την παραμονή κάποιου συμβάντος, το μεσημέρι, ο Μίτια δεν είχε δεκάρα τσακιστή στην τσέπη του και πως για να βρει χρήματα πούλησε το ρολόι του και δανείστηκε τρία ρούβλια απ' τους νοικοκυραίους του κι όλα αυτά μπροστά σε μάρτυρες».

Σημειώνω απ' τα τώρα τούτο το γεγονός· αργότερα θα εξηγηθεί γιατί το κάνω αυτό.

Καθώς καλπάζανε τ' άλογα πηγαίνοντάς τον στο σταθμό της Βαλόβια, ο Μίτια ακτινοβολούσε ολάκερος στην ιδέα πως θα μπορούσε επιτέλους να τακτοποιήσει και να τα λύσει «όλ' αυτά» —ωστόσο έτρεμε από ανησυχία στη σκέψη τι θα γίνει τώρα με τη Γκρούσενκα όσο θα λείπει αυτός; Κι αν αποφάσιζε σήμερα ίσα-ίσα να πάει στο Φιόντορ Παύλοβιτς; Να γιατί έφυγε χωρίς να της πει τίποτα και παράγγειλε στους νοικοκυραίους του να μην πουν σε κανέναν πού πάει, αν τυχόν κι έρχονταν και τον ζητούσαν.

«Πρέπει το δίχως άλλο, δίχως άλλο να γυρίσω πίσω απόψε», έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του καθώς τον ταρακουνούσε τ' αμάξι, «κι αυτόν τον Λιαγκάβη πρέπει να τον κουβαλήσω δω πέρα... για να συνταχθεί η πράξη...»

Αυτά ονειρευόταν με την ψυχή στο στόμα ο Μίτια, όμως αλίμονο, τα όνειρά του δεν ήταν γραφτό να πραγματοποιηθούν σύμφωνα με το «σχέδιό» του.

Πρώτα-πρώτα γιατί άργησε έτσι καθώς πήρε φεύγοντας από τη Βαλόβια τον καρόδρομο για την Τσερμασνιά κι έκανε έτσι δεκαοχτώ βέρστια αντί δώδεκα που του είχαν πει. Δεύτερο γιατί τον παπά του Ιλίνσκη δεν τον βρήκε στο σπίτι του. Είχε πάει στο γειτονικό χωριό. Ώσπου να τον βρει σ' αυτό το γειτονικό χωριό όπου πήγε με τα ίδια κατατσακισμένα απ' το δρόμο άλογα, είχε πια σχεδόν νυχτώσει. O «παπάς», ένας συνεσταλμένος κι αγαθός στην όψη ανθρωπάκος, του εξήγησε αμέσως πως αυτός ο Λιαγκάβη είχε μείνει στην αρχή στο σπίτι του μα τώρα βρισκότανε στο Σουχόη Πασιόλοκ. Σήμερα θα κοιμόταν στο σπίτι του δασοφύλακα γιατί και κει διαπραγματευόταν ν' αγοράσει ξυλεία. O Μίτια τον θερμοπαρακάλεσε να τον οδηγήσει τώρ' αμέσως σε τούτη την καλύβα γιατί έτσι «μπορώ να πω θα με σώσετε». O παπάς δεν τ' αποφάσιζε στην αρχή μα τελικά δέχτηκε να τον συνοδέψει στο Σουχόη Πασιόλοκ, καθώς φαίνεται από περιέργεια. Είχε όμως την κακή έμπνευση να συμβουλέψει να πάνε με τα πόδια, μιας κι η απόσταση ήταν ένα βέρστι και «κάτι». Εννοείται πως ο Μίτια δέχτηκε κι άρχισε να περπατάει με τα μεγάλα του βήματα, τόσο που ο καημένος ο παπάς αναγκαζότανε να τρέχει σχεδόν ξοπίσω του. Δεν ήταν πολύ γέρος ακόμα, ωστόσο ήταν όλο περίσκεψη. O Μίτια άρχισε αμέσως να του μιλάει για τα σχέδιά του και ζητούσε, απαιτούσε μάλιστα νευρικά, συμβουλές και πληροφορίες για τον Λιαγκάβη. Μιλούσε συνεχώς σ' όλον τον δρόμο. O παπάς άκουγε προσεχτικά μα οι συμβουλές του βγαίναν με το τσιγκέλι. Στις ερωτήσεις του Μίτια απαντούσε με υπεκφυγές: «δεν ξέρω, ωχ, δεν ξέρω, έλεγε, πού να τα ξέρω αυτά;» κ.τ.λ. Όταν ο Μίτια του 'κανε λόγο για τις φιλονικίες του με τον πατέρα του για την κληρονομιά, ο παπάς τρόμαξε σχεδόν γιατί είχε με τον Φιόντορ Παύλοβιτς κάποιες σχέσεις εξάρτησης. Ρώτησε πάντως με απορία γιατί ο Μίτια αποκαλεί αυτόν τον εμπορευόμενο χωρικό Λιαγκάβη ενώ το όνομά του είναι Γκόρτσκιν. Εξήγησε ακόμα σε τόνο νουθεσίας πως αυτός, αν και είναι όνομα και πράμα Λιαγκάβη, ωστόσο τ' όνομά του είναι Γκόρτσκιν και το Λιαγκάβη το θεωρεί σαν βαριά προσβολή και πως πρέπει το δίχως άλλο να τον λέει Γκόρτσκιν, «αλλιώς δεν θα καταφέρετε τίποτα μαζί του, ούτε και να σας ακούσει δε θα θελήσει». O Μίτια απόρησε κάπως και εξήγησε πως έτσι τον ονόμαζε ο ίδιος ο Σαμσόνοβ. Ακούγοντάς το αυτό ο παπάς άλλαξε αμέσως κουβέντα, αν και καλά θα έκανε να πει αμέσως στον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς τις υποψίες του: Πως δηλαδή μια και ο ίδιος ο Σαμσόνοβ τον έστειλε σ' αυτόν το μουζίκο, ονομάζοντάς τον Λιαγκάβη, ίσως να το έκανε για να τον κοροϊδέψει και πως γενικά κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Μα ο Μίτια δεν είχε καιρό να προσέξει κάτι τέτοια «μικροπράγματα». Βιαζόταν. Βημάτιζε γρήγορα και μονάχα όταν φτάσανε στο Σουχόη Πασιόλοκ κατάλαβε πως δεν είχαν κάνει ένα βέρστι ούτε ενάμιση μα σίγουρα τρία. Αυτό του χάλασε το κέφι μα δεν είπε τίποτα. Μπήκανε στην ίζμπα. O δασοφύλακας που ήταν γνωστός του παπά, έμενε στο πρώτο μισό της ίζμπας και στο άλλο μισό το καθαρό, είχε βολευτεί ο Γκόρτσκιν. Μπήκαν σ' αυτό το καθαρό δωμάτιο κι άναψαν ένα σπαρματσέτο. Η κάμαρα ήταν πολύ θερμασμένη. Πάνω στο ξύλινο τραπέζι ήταν σβηστό το σαμοβάρι, δίπλα ένας δίσκος με φλιτζάνια, ένα άδειο μπουκάλι ρούμι, μια καράφα που είχε μέσα λίγη βότκα και κάτι κομμάτια σταρένιο ψωμί. O ξένος ήταν ξαπλωμένος στον πάγκο. Είχε βάλει το πανωφόρι του κάτω απ' το κεφάλι αντί για μαξιλάρι και ροχάλιζε βαριά. O Μίτια τα έχασε.

«Πρέπει βέβαια να τον ξυπνήσω: Η υπόθεσή μου είναι πολύ σπουδαία, βιαζόμουνα τόσο πολύ, βιάζομαι και τώρα να γυρίσω», είπε ανήσυχα.

Μα ο παπάς κι ο φύλακας στέκονταν σιωπηλοί και δεν εκφράζανε την σκέψη τους. O Μίτια τον πλησίασε και άρχισε να τον σκουντάει μονάχος του, μα ο κοιμισμένος δεν ξυπνούσε. «Είναι μεθυσμένος», σκέφτηκε ο Μίτια, «μα τι να κάνω λοιπόν, Θεέ μου. τι να κάνω!»

Και ξαφνικά, με τρομερή ανυπομονησία, άρχισε να τραβάει τον κοιμισμένο από τα χέρια, από τα πόδια, να τον ταρακουνάει απ' το κεφάλι, πασκίζοντας να τον ανασηκώσει και να τον καθίσει στον πάγκο. Μα και πάλι, ύστερα από πολλές προσπάθειες, το μόνο που κατάφερε ήταν ν' αρχίσει ο άλλος να γρυλίζει ακατάληπτα γερές βρισιές.

— Όχι, καλύτερα να περιμένετε λιγάκι, είπε επιτέλους ο παπάς· γιατί καθώς φαίνεται, δεν είναι σε θέση.

— Όλη τη μέρα έπινε, πρόσθεσε ο φύλακας.

— Θεέ μου! φώναξε ο Μίτια. Άν ξέρατε μονάχα πόσο μεγάλη ανάγκη είναι, πόσο απελπισμένος είμαι!

— Όχι, καλύτερα να περιμένετε ως το πρωί, ξανάπε ο παπάς.

— Ως το πρωί; Προς Θεού! Αυτό είναι αδύνατο!

Μες στην απελπισία του ήταν έτοιμος να ξαναορμήσει για να ξυπνήσει το μεθύστακα, μα μετάνιωσε αμέσως καταλαβαίνοντας πως θα ήταν χαμένος κόπος. O παπάς σώπαινε, ο φύλακας ήταν νυσταγμένος και σκυθρωπός.

— Τι φοβερές τραγωδίες σκαρώνει στους ανθρώπους η πραγματικότητα! πρόφερε ο Μίτια με μεγάλη απόγνωση.

Το πρόσωπό του ήταν καταϊδρωμένο. O παπάς, βρίσκοντας κατάλληλη την ευκαιρία, του εξήγησε πολύ λογικά πως κι αν ακόμα κατάφερνε να ξυπνήσει τον κοιμισμένο, αυτός, όντας μεθυσμένος, δεν θα μπορούσε να συζητήσει μαζί του.

— Και σεις έχετε να του μιλήσετε για μια πολύ σπουδαία υπόθεση. Καλύτερα λοιπόν να περιμένετε ως το πρωί...

O Μίτια ανασήκωσε τα χέρια του, τα ξανακατέβασε άτονα και συμφώνησε.

— Θα μείνω εδώ πέρα και θα περιμένω την κατάλληλη στιγμή, δέσποτα. Μόλις ξυπνήσει, θα του μιλήσω... Το κερί θα σου το πληρώσω, είπε γυρίζοντας στο φύλακα· θα σου δώσω ακόμα και κάτι παραπάνω για τη διανυκτεύρευση, έτσι που πάντα θα θυμάσαι το Ντιμήτρι Καραμάζοβ. Μονάχα με σας, δέσποτά μου,

δεν ξέρω τι να κάνω. Πού θα πλαγιάσετε;

— Δε θα μείνω, θα γυρίσω σπίτι. Θα πάρω τη φοραδίτσα του και θα πάω, είπε δείχνοντας το φύλακα. Χαίρετε λοιπόν, σας εύχομαι καλή επιτυχία.

Έτσι κι έγινε. O παπάς έφυγε με τ' άλογο ευχαριστημένος που ξεμπέρδεψε επιτέλους. Μα κουνούσε το κεφάλι του ανήσυχος και σκεφτικός κι αναρωτιόταν αν δε θα έπρεπε αύριο κιόλας να ειδοποιήσει τον προστάτη του, τον Φιόντορ Παύλοβιτς, γι' αυτό το περίεργο περιστατικό.

«Αλλιώς πού ξέρεις τι γίνεται, μπορεί να το μάθει, να θυμώσει και να χάσω την υποστήριξή του».

O φύλακας έξυσε το σβέρκο του και τράβηξε σιωπηλός για την κάμαρά του κι ο Μίτια κάθισε στον πάγκο να περιμένει την «κατάλληλη στιγμή», όπως εκφράστηκε και ο ίδιος. Μια βαθιά αγωνία σαν πυκνή ομίχλη τύλιξε την ψυχή του. Μια βαθιά, φριχτή αγωνία! Καθόταν και σκεφτόταν μα δεν μπορούσε να ολοκληρώσει καμιά του σκέψη. Το κερί κάπνιζε, ένα τριζόνι τραγουδούσε. Πνιγόταν μέσα στην παραθερμασμένη κάμαρα. Ξάφνου παρουσιάστηκε μπροστά του ο κήπος, έβλεπε καθαρά την είσοδο, στο πίσω μέρος, η πόρτα του πατέρα του ανοίγει μυστηριωδώς και μπαίνει μέσα τρέχοντας η Γκρούσενκα...

Πετάχτηκε όρθιος.

— Τραγωδία! πρόφερε τρίζοντας τα δόντια.

Πλησίασε μηχανικά τον κοιμισμένο κι άρχισε να παρατηρεί το πρόσωπό του. Ήταν ένας ξερακιανός, όχι γέρος ακόμα μουζίκος, με μακρουλό μούτρο, με ξανθά κατσαρά μαλλιά, με μακρύ, λεπτό, κοκκινωπό γενάκι. Φορούσε τσίτινη πουκαμίσα και μαύρο γιλέκο. Από το τσεπάκι του έβγαινε η αλυσίδα του ασημένιου ρολογιού. O Μίτια περιεργαζόταν αυτή τη φυσιογνωμία με τρομερό μίσος. Για κάποια άγνωστη αιτία, αυτό που δε χώνευε περισσότερο απ' όλα ήταν που είχε κατσαρά μαλλιά. Εκείνο όμως που του ήταν ιδιαίτερα προσβλητικό, ήταν που τώρα αυτός, ο Μίτια, στεκόταν μπροστά σε κείνον τον άνθρωπο έχοντας να κανονίσει μια δουλειά που δεν επιδέχεται αναβολή, που θυσίασε τόσα γι' αυτήν που γι' αυτήν τα 'χε παρατήσει όλα και βασανίστηκε τόσο για να 'ρθει δω πέρα, «κι αυτό το παράσιτο που κρατάει στο χέρι του την τύχη μου ροχαλίζει σα να μη συμβαίνει τίποτα, λες κι έχει έρθει από άλλον πλανήτη».

— Ω, ειρωνεία της τύχης! αναφώνησε ο Μίτια και ξαφνικά, χάνοντας ολότελα τα λογικά του, άρχισε πάλι να τραντάζει το μεθυσμένο μουζίκο.

Τον σκούνταγε με λύσσα, τον τραβούσε, τον χτύπαγε. Παιδεύτηκε έτσι κάπου πέντε λεπτά μα και πάλι δεν κατάφερε τίποτα. Εξουθενωμένος κι απελπισμένος γύρισε και ξανακάθισε στον πάγκο του.

— Ανοησίες, ανοησίες! αναφωνούσε ο Μίτια. Και... πόσο άτιμα είναι όλ' αυτά, πρόσθεσε ξάφνου έτσι χωρίς λόγο.

Άρχισε να του πονάει τρομερά το κεφάλι:

«Μήπως είναι καλύτερα να τα παρατήσω όλα; Να φύγω εντελώς;» σκέφτηκε για μια στιγμή. «Όχι, θα μείνω πια ως το πρωί. Επίτηδες θα μείνω, έτσι, από γινάτι! Γιατί ήρθα στο κάτω κάτω; Μα κι ούτε μπορώ να φύγω, με τι αμάξι; Τι ηλίθια που ήρθαν όλα!»

Όμως το κεφάλι του άρχισε να πονάει όλο και περισσότερο. Καθόταν ακίνητος, και σιγά-σιγά άρχισε να νυστάζει κι αποκοιμήθηκε έτσι όπως ήταν. Φαίνεται πως κοιμήθηκε δυο ώρες ή και περισσότερο. Ξύπνησε από 'ναν αβάσταχτο πονοκέφαλο, έναν τρομερό πόνο που λίγο ακόμα και θα τον έκανε να φωνάξει. Τα μελίγγια του χτυπούσαν, ο σβέρκος του πονούσε. Έμεινε κάμποσο έτσι χωρίς να μπορεί να συνέλθει και να νιώσει τι του έχει συμβεί. Επιτέλους κατάλαβε πως τον είχε πειράξει η σόμπα και πως αν εξακολουθούσε να μένει κει μέσα μπορούσε και να πεθάνει. O μεθυσμένος ροχάλιζε πάντα, το κερί είχε καεί σχεδόν όλο και κόντευε να σβήσει. O Μίτια άρχισε να φωνάζει κι έτρεξε παραπατώντας στο δωμάτιο του φύλακα. Αυτός ξύπνησε αμέσως μα όταν άκουσε πως στην άλλη κάμαρα αναθυμιάζει η σόμπα έμεινε εντελώς αδιάφορος. Σηκώθηκε όμως και πήγε μαζί με το Μίτια στο δωμάτιο όπου κοιμόταν ο μεθυσμένος.

— Μα αυτός πέθανε, πέθανε. Και τότε... τι θα γίνει τότε; φώναξε ο Μίτια που τα 'χε χαμένα.

Άνοιξαν διάπλατα την πόρτα, άνοιξαν το παράθυρο και το μπουρί της σόμπας, ο Μίτια κουβάλησε από τον προθάλαμο έναν κουβά νερό κι έβρεξε πρώτα το κεφάλι του. Κι ύστερα βρήκε κάποιο κουρέλι, το μούσκεψε και το έβαλε στο κούτελο του Λιαγκάβη. O φύλακας εξακολουθούσε να βλέπει το γεγονός μ' έναν κάποιο περιφρονητικό τρόπο και καθώς άνοιγε το παράθυρο πρόφερε σκυθρωπά: «εντάξει». Ύστερα πήγε πάλι να κοιμηθεί αφήνοντας στο Μίτια ένα αναμμένο σιδερένιο φανάρι. O Μίτια εξακολούθησε κάπου μισή ώρα ακόμα να περιποιείται το μεθυσμένο, βρέχοντάς του συνεχώς το κεφάλι και πήρε την απόφαση να μην κοιμηθεί πια ως το πρωί. Όμως έτσι που ήταν κατακουρασμένος κάθισε για μια στιγμή να ξαποστάσει, τα μάτια του κλείσανε και χωρίς να το καταλάβει, ξάπλωσε στον πάγκο και βυθίστηκε στο ύπνο σαν σκοτωμένος.

Ξύπνησε πολύ αργά. Θα 'ταν κάπου εννιά η ώρα το πρωί. O ήλιος έφεγγε ζωηρά μέσ' απ' τα δυο παραθυράκια της μικρής κάμαρας. O κατσαρομάλλης μουζίκος είχε ντυθεί και καθόταν στον πάγκο. Μπροστά του ένα σαμοβάρι αναμμένο και μια καινούργια καράφα βότκα. Η χτεσινή ήταν άδεια κι η άλλη ήταν κιόλας κάτω απ' τη μέση. O Μίτια τινάχτηκε όρθιος και κατάλαβε στη στιγμή πως ο καταραμένος μουζίκος είναι και πάλι μεθυσμένος, μεθυσμένος βαθιά κι ανεπανόρθωτα. Τον κοίταξε για λίγο ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του. O μουζίκος τον κοίταξε σιωπηλά και πονηρά, με μια προσβλητική ηρεμία κι όπως φάνηκε του Μίτια με κάποια περιφρονητική υπεροψία. O Μίτια ρίχτηκε προς το μέρος του.

— Με συγχωρείτε... ξέρετε... εγώ... θα σας είπε βέβαια ο δασοφύλακας... είμαι ο υπολοχαγός Ντιμήτρι Καραμάζοβ, γιος του γέρου Καραμάζοβ που θέλετε, που μ' αυτόν διαπραγματεύεστε την αγορά του δάσους...

— Ψευτιές! είπε ξαφνικά σταθερά κι ήσυχα ο μουζίκος.

— Πώς ψευτιές; Τον Φιόντορ Παύλοβιτς δεν τον ξέρετε;

— Δεν τον ξέρω τον Φιόντορ σου Παύλοβιτς, πρόφερε ο μουζίκος κουνώντας με κόπο τη γλώσσα του.

— Παζαρεύετε ξυλεία. Μα ξυπνείστε λοιπόν, ελάτε στα σύγκαλά σας. O πάτερ Πάβελ του Ιλίνσκη μ' έφερε δω πέρα... Γράψατε στο Σαμσόνοβ κι αυτός μ' έστειλε σε σας... έλεγε λαχανιάζοντας ο Μίτια.

— Ψ-ψέματα! είπε κοφτά και πάλι ο Λιαγκάβη.

O Μίτια ένιωσε τα πόδια του να παγώνουν.

— Προς Θεού! Δεν είναι αστεία αυτά που σας λέω. Είσαστε ίσως λίγο πιωμένος. Μα μπορείτε ωστόσο να καταλάβετε, να μιλήσετε... αλλιώς... αλλιώς δεν καταλαβαίνω τίποτα.

— Είσαι μπογιατζής!

— Προς Θεού. Είμαι ο Καραμάζοβ, ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ, έχω να σας κάνω μια πρόταση... μια συμφερτική πρόταση... πολύ συμφερτική... ακριβώς για το ζήτημα της ξυλείας.

O μουζίκος χάιδευε σοβαρός-σοβαρός τα γένεια του.

— Όχι, είχες πάρει μιαν εργολαβία και φέρθηκες άτιμα. Είσαι κανάγιας!

— Σας βεβαιώνω πως κάνετε λάθος! έλεγε απελπισμένος ο Μίτια συστρέφοντας τα χέρια του.

O μουζίκος όλο και χάιδευε τα γένεια του και ξάφνου μισόκλεισε πονηρά τα μάτια του.

— Όχι, εσύ να μου πεις καλύτερα, να μου δείξεις ποιος νόμος επιτρέπει τις ματσαράγκες. Ακούς; Είσαι κανάγιας, καταλαβαίνεις;

O Μίτια οπισθοχώρησε και ξαφνικά «λες και κάτι τον χτύπησε στο μέτωπο» όπως είπε αργότερα ο ίδιος. Ξάφνου το μυαλό του φωτίστηκε, «άναψε ένα φως και τα κατάλαβα όλα». Στεκότανε κει σα μαρμαρωμένος κι αναρωτιόταν πώς μπόρεσε —αυτός που ήταν, όσο και να πεις, έξυπνος άνθρωπος— να παρασυρθεί από μια τέτοια ηλιθιότητα, να μπλεχτεί σε μια τέτοια περιπέτεια, να χάσει ένα ολάκερο εικοστετράωρο και να κάθεται να βάζει κομπρέσες στο κεφάλι του Λιαγκάβη...

«Είναι μεθυσμένος, είναι στουπί και θα πίνει ακόμα μια βδομάδα συνέχεια, τι να περιμένεις λοιπόν; Μήπως ο Σαμσόνοβ μ' έστειλε επίτηδες δω πέρα; Και τι θα γίνει τώρα αν αυτή... Ω, Θεέ μου, τι έκανα!...»

O μουζίκος καθότανε, τον κοίταζε και χαμογελούσε ειρωνικά. Σ' άλλη περίπτωση ο Μίτια ίσως και να τον σκότωνε αυτόν το βλάκα απ' τον θυμό του μα τώρα είχε χάσει κάθε δύναμη, ήταν σαν ένα μικρό παιδί. Πλησίασε αργά στον πάγκο, πήρε το παλτό του, το φόρεσε σιωπηλά και βγήκε απ' το δωμάτιο. Το φύλακα δεν τον βρήκε, είχε φύγει. Έβγαλε απ' την τσέπη του πενήντα καπίκια και τα 'βαλε στο τραπέζι για τη διανυκτέρευση, για το κερί και για την ανησυχία που του έκανε. Όταν βγήκε έξω, είδε πως βρισκόταν μέσα στο δάσος.

Προχώρησε στην τύχη γιατί δε θυμόταν αν έπρεπε να στρίψει δεξιά ή αριστερά. Χτες το βράδυ, έτσι βιαστικά που ήρθε με τον παπά, δεν είχε προσέξει το δρόμο. Στην ψυχή του δεν υπήρχε αίσθημα εκδίκησης για κανέναν, ούτε και για το Σαμσόνοβ. Βημάτιζε στο στενό μονοπάτι του δάσους ανόητα, άσκοπα έχοντάς τα χαμένα, χωρίς να τον νοιάζει καθόλου πού πάει. Αν τον συναντούσε ένα παιδί, θα μπορούσε να τον νικήσει, τόσο ήταν εξαντλημένος ψυχικά και σωματικά. Τέλος τα κατάφερε να βγει απ' το δάσος. Είδε ξάφνου μπροστά του τα θερισμένα χωράφια ως εκεί που έφτανε η ματιά του.

«Τι απόγνωση, τι νέκρα τριγύρω!» έλεγε και ξανάλεγε κι όλο προχωρούσε. Τον σώσανε κάτι περαστικοί.

Ένας αμαξάς που είχε στ' αμάξι του ένα γεροντάκο έμπορα. Όταν τ' αμάξι τον πλησίασε, ο Μίτια ρώτησε για το δρόμο και του είπαν πως κι αυτοί πάνε στη Βαλόβια. Άρχισαν τις συζητήσεις και τον βάλανε στο τέλος και το Μίτια στ' αμάξι. Σε τρεις ώρες πάνω-κάτω είχαν φτάσει. Στη Βαλόβια ο Μίτια παράγγειλε αμέσως ένα αμάξι για την πολιτεία. Τότε ξαφνικά κατάλαβε πως πεινάει τρομερά. Όσο ζεύανε τ' άλογα του φτιάξανε στα γρήγορα μιαν ομελέτα. Την καταβρόχθισε όλη, έφαγε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, όσο σαλάμι είχε βρεθεί, ήπιε τρία ποτηράκια βότκα. Συνήλθε έτσι και πήρε κουράγιο κι η ψυχή του ξαστέρωσε πάλι. Στο δρόμο έλεγε συνέχεια στον αμαξά να τρέξει γρηγορότερα και ξαφνικά σκαρφίστηκε ένα καινούργιο «σίγουρο» πια σχέδιο. Μ' αυτό, σήμερα κιόλας, θα 'βρισκε κείνα τα «καταραμένα χρήματα».

«Και να σκεφτεί κανείς πως γι' αυτές τις τρεις ψωροχιλιάδες μπορεί να χαθεί ένας άνθρωπος!» έλεγε περιφρονητικά.

«Σήμερα κιόλας θα ξεμπερδέψω!».

Κι αν δεν ήταν η ακατάπαυστη σκέψη για τη Γκρούσενκα και για το μην τυχόν της συνέβηκε τίποτα, ίσως να ξανάβρισκε και πάλι εντελώς το κέφι του. Μα η σκέψη τούτη καρφωνόταν στην ψυχή του κάθε στιγμή σαν κοφτερό μαχαίρι. Τέλος φτάσανε κι ο Μίτια έτρεξε αμέσως στο σπίτι της.