×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 7. IV. Ο εν Κανά Γάμος

7. IV. Ο εν Κανά Γάμος

Ήταν πια πολύ αργά για τις συνήθειες του μοναστηριού όταν ο Αλιόσα έφτασε στη σκήτη. O φύλακας τον άφησε και μπήκε από μιαν ιδιαίτερη είσοδο. Το ρολόι είχε χτυπήσει εννιά, ώρα ανάπαυσης και γαλήνης ύστερα από μια τόσο πολυτάραχη για όλους μέρα. O Αλιόσα άνοιξε δειλά την πόρτα και μπήκε στο κελί του στάρετς όπου βρισκόταν τώρα το φέρετρό του. Εκτός απ' τον πάτερ Παΐσιο, που διάβαζε ολομόναχος κοντά στο φέρετρο το Ευαγγέλιο, και τον νεαρό δόκιμο Πορφύριο, που κοιμόταν στο άλλο δωμάτιο κατάχαμα, με τον βαθύ ύπνο της νιότης, κατακουρασμένος απ' τη χτεσινή ολονύχτια ομιλία κι απ' τις σημερινές φασαρίες, κανένας άλλος δεν υπήρχε στο κελί. O πάτερ Παΐσιος, αν και άκουσε πως μπήκε ο Αλιόσα, ούτε καν γύρισε να δει. O Αλιόσα πήγε στη δεξιά γωνιά, γονάτισε κι άρχισε να προσεύχεται. Η ψυχή του ήταν γεμάτη συναισθήματα, μα κάπως συγκεχυμένα, έτσι που κανένα απ' αυτά δεν ξεχώριζε καθαρά, μα αντίθετα αναιρούσε αμοιβαία το 'να τ' άλλο μέσα σ' ένα αργό στροβίλισμα. Όμως στην καρδιά του ένιωθε κάποια γλύκα και, παράξενο, ο Αλιόσα δεν απορούσε καθόλου γι' αυτό. Ξανάβλεπε και πάλι αυτό το φέρετρο, τον πολυαγαπημένο του νεκρό, μα η ψυχή του δεν έκλαιγε πια, δε σπάραζε από πόνο όπως το πρωί. Γονάτισε τώρα μπροστά στο φέρετρο, σαν να γονάτιζε μπροστά σε κάτι ιερό, μα στην καρδιά του και στη σκέψη του έλαμπε η χαρά. Ένα παράθυρο ήταν ανοιχτό, ο αέρας ήταν καθαρός και δροσερός.

«Θα πει λοιπόν πως δυνάμωσε η μυρουδιά, μια και τ' αποφάσισαν ν' ανοίξουν το παράθυρο», σκέφτηκε ο Αλιόσα. Μα κι αυτή ακόμα η σκέψη για την οσμή της αποσύνθεσης, που μόλις πριν από λίγο του φαινόταν τόσο φριχτή, τόσο ταπεινωτική, δεν ξεσήκωσε μέσα του εκείνη την παλιά αγωνία και αγανάχτηση. Άρχισε να προσεύχεται, μα σε λίγο το παρατήρησε κι ο ίδιος πως προσεύχεται σχεδόν μηχανικά. Ξεσκίδια από σκέψεις περνούσαν απ' την ψυχή του, άναβαν σαν αστράκια κι αμέσως ξανασβήνανε, ύστερα έρχονταν άλλες.

Όμως παρ' όλα αυτά κάτι ακέραιο υπήρχε στην ψυχή του, στέρεο, καταπραϋντικό, και το καταλάβαινε. Φορές φορές άρχιζε να προσεύχεται φλογερά, ένιωθε την ανάγκη να ευχαριστήσει και ν' αγαπήσει... Μα αρχίζοντας την προσευχή, άρχιζε ξαφνικά να σκέφτεται κάτι άλλο κι αμέσως έπεφτε σε συλλογή, ξεχνούσε και την προσευχή και κείνο που την είχε διακόψει. Προσπάθησε να προσέξει σε κείνα που διάβαζε ο πάτερ Παΐσιος, μα όντας πολύ κουρασμένος άρχισε σιγά σιγά να τον παίρνει ο ύπνος...

«Και τη ήμερα τη τρίτη γάμος εγένετο εν Κανά τής Γαλιλαίας», διάβαζε ο πάτερ Παΐσιος, «και ην η μήτηρ του Ιησού έχει εκλήθη δε και ό Ιησούς και οι μαθηταί αυτού εις τον γάμον».

«Γάμος; Τι 'ναι αυτό... γάμος...» περνούσαν σαν ανεμοστρόβιλος οι σκέψεις απ' το μυαλό του Αλιόσα. «Είναι και κείνη ευτυχισμένη, πήγε στο γλέντι... Όχι, δεν πήρε μαχαίρι μαζί της, δεν πήρε... Όλα εκείνα ήταν λόγια “θλίψης" μονάχα... Ναι... αυτά τα λόγια της “θλίψης” πρέπει να τα συγχωράμε... έτσι είναι. Αυτά τα λόγια γαληνεύουν την ψυχή, χωρίς αυτά δε θα μπορούσαν τόσο εύκολα οι άνθρωποι να υποφέρουν τα βάσανά τους. O Ρακίτιν πήγε απ' το σοκάκι. Πάντα θα πηγαίνει απ' το σοκάκι ο Ρακίτιν όσο θα σκέφτεται τις προσβολές που του 'χουν κάνει... Κι όμως, ο δρόμος... ο μεγάλος, ο ίσιος, ο φωτεινός, ο κρυστάλλινος δρόμος με τον ήλιο στο τέρμα του... Ε;... τι διαβάζουν;»

«Και υστερήσαντος οίνου λέγει ή μήτηρ τού Ιησού προς αυτόν οίνον ουκ έχουσι...»

Αντηχούσε στ' αυτιά του Αλιόσα.

«Αχ, ναι, κάτι άφησα να μου ξεφύγει, κι όμως ήθελα όλο να τ' ακούσω, τ' αγαπώ αυτό το χωρίο: είναι ό έν Κανά γάμος, το πρώτο θαύμα... Αχ, αυτό το θαύμα, αυτό το όμορφο θαύμα! O Χριστός επισκέφθηκε τη χαρά των ανθρώπων κι όχι τη θλίψη τους και με το πρώτο θαύμα Του τη χαρά των ανθρώπων βοήθησε... “Όποιος αγαπάει τους ανθρώπους, εκείνος αγαπάει και τη χαρά τους"... Αυτό το 'λεγε και το ξανάλεγε ο μακαρίτης κάθε ώρα και στιγμή, αυτό ήταν μια απ' τις κυριότερες σκέψεις του... “Χωρίς χαρά δεν μπορείς να ζήσεις", λέει ο Μίτια... Ναι, Μίτια... Κάθε ωραίο κι αληθινό είναι πάντα γεμάτο συγνώμη, κι αυτό δική του σκέψη ήταν...»

«...λέγει αυτή ό Ιησούς- τί εμοί και σοί, γύναι; ούπω ήκει ή ώρα μου· λέγει ή μήτηρ αυτού τοις διακόνοις· ό,τι αν λέγη υμίν, ποιήσατε».

«Ποιήσατε... Η χαρά, η χαρά κάποιων φτωχών, πολύ φτωχών ανθρώπων... Και βέβαια φτωχοί ήταν, αφού και στο γάμο τους δεν έφτασε το κρασί... Οι ιστορικοί γράφουν πως κοντά στη λίμνη της Γενισαρέτ και σ' όλα εκείνα τα μέρη κατοικούσαν τότε οι πιο φτωχοί άνθρωποι... οι πιο φτωχοί που μπορείς να φανταστείς... Μα ήξερε η μεγάλη καρδιά του άλλου μεγάλου πλάσματος, που ήταν κι αυτό εκεί, της Μητέρας Του, πως Εκείνος δεν κατέβηκε στη γη μονάχα για τον μεγάλο και τρομερό Του άθλο. Ήξερε πως η καρδιά του θα 'νιωθε τ' ανοιχτόκαρδο γλέντι μερικών άσημων, άσημων κι απονήρευτων πλασμάτων που Τον προσκάλεσαν καλοσυνάτα στο φτωχικό τους γάμο. «Ούπω ήκει ή ώρα μου», λέει Αυτός μ' ένα ήρεμο χαμόγελο (σίγουρα θα της χαμογέλασε με πραότητα)... Γιατί κι αλήθεια, μήπως κατέβηκε στη γη για να πολλαπλασιάζει το κρασί στους φτωχούς γάμους; Κι όμως έκανε όπως Τον παρακάλεσε Εκείνη... Αχ, πάλι διαβάζει:»

«... λέγει αυτοίς ό Ιησούς γεμίσατε τας υδρίας ύδατος, και εγέμισαν αυτάς έως άνω. και λέγει αυτοίς · αντλήσατε νυν και φέρετε τω αρχιτρικλίνω, και ήνεγκαν ως δε εγεύσατο ό αρχιτρίκλινος το ύδωρ οίνον γεγενημένον —και ουκ ήδει πόθεν εστίν. Οι δε διάκονοι ήδεισαν οι ηντληκότες το ύδωρ— φωνεί τον νυμφίον ό αρχιτρίκλινος και λέγει αυτώ πας άνθρωπος πρώτον τον καλόν οίνον τίθησι, και όταν μεθυσθώσι, τότε τον ελάσσω· σύ τετήρηκας τον καλόν οίνον εως άρτι».

«Μα τι 'ναι αυτό! Γιατί ξανοίγει έτσι το δωμάτιο... Αχ, ναι, είναι γάμος, στεφάνωμα... μα και βέβαια. Νά και οι καλεσμένοι και οι νεόνυμφοι που κάθονται και η εύθυμη παρέα... πού είναι λοιπόν ο σοφότατος Αρχιτρίκλινος; Μα ποιος είναι αυτός; Ποιος; Πάλι ξανοίγει το δωμάτιο... Ποιος σηκώνεται εκεί πέρα, πίσω απ' το μεγάλο τραπέζι; Πώς... κι αυτός είναι εδώ; Μα είναι στο φέρετρο... Όμως είναι κι αυτός εδώ... σηκώθηκε, με είδε, έρχεται προς τα δω... Θεέ μου!»

Ναι, προς τα δω ερχόταν, τον πλησίασε ο ξερακιανός γεροντάκος με τις μικρές ρυτίδες στο πρόσωπο, χαρούμενος και χαμογελαστός. Το φέρετρο δεν υπάρχει πια. Φοράει τα ίδια ρούχα που φορούσε και χτες όταν καθόταν και κουβέντιαζε μαζί τους. Το πρόσωπό του όλο ξεσκέπαστο, τα μάτια του λάμπουν. Πώς γίνεται; Θα πει λοιπόν πως είναι κι αυτός στο γλέντι, τον έχουν καλέσει κι αυτόν στο γάμο που γίνεται στην Κανά της Γαλιλαίας.

— Είσαι και συ κλητός, καλέ μου, κλητός κι εκλεκτός, ακούει μιαν ήρεμη φωνή εκεί κοντά του. Γιατί κρύφτηκες εδώ πέρα και δεν έρχεσαι να σε δούμε;... Έλα και συ μαζί μας.

Είναι η φωνή του, η φωνή του στάρετς Ζωσιμά... Μα και ποιος άλλος θα μπορούσε να τον φωνάξει; O στάρετς πήρε τον Αλιόσα απ' το χέρι και τον βοήθησε να σηκωθεί από κει που ήταν γονατισμένος.

— Διασκεδάζουμε, συνεχίζει ο ξερακιανός γεροντάκος. Πίνουμε ένα κρασί καινούργιο, το κρασί της καινούργιας, της μεγάλης χαράς. Βλέπεις πόσοι πολλοί είναι οι καλεσμένοι; Νά κι ο γαμπρός και η νύφη, νά κι ο σοφότατος Αρχιτρίκλινος, δοκιμάζει το καινούργιο κρασί. Γιατί με κοιτάς απορημένος; Έδωσα ένα κρεμμυδάκι, γι' αυτό βρίσκομαι δω πέρα. Και είναι πολλοί εδώ μέσα που δώσανε ο καθένας από ένα κρεμμυδάκι, από ένα μικρό κρεμμυδάκι μονάχα... Τι άλλο είναι οι πράξεις μας; Και συ, ήρεμο και μειλίχιο αγόρι μου, και συ τα κατάφερες σήμερα να δώσεις ένα κρεμμυδάκι σε μια πεινασμένη. Καιρός ν' αρχίσεις, καλέ μου, καιρός ν' αρχίσεις πράε μου, το έργο σου!... Βλέπεις τάχα τον Ήλιο μας; Τον βλέπεις;

— Φοβάμαι... δεν τολμάω να Τον κοιτάξω... ψιθύρισε ο Αλιόσα.

— Μην Τον φοβάσαι. Είναι τρομερός μέσα στο μεγαλείο Του, είναι φοβερός στο ύψος Του, μα είναι απέραντη η ευσπλαχνία Του για μας. Πήρε τη μορφή μας γιατί μας αγαπάει και τώρα διασκεδάζει μαζί μας, κάνει το νερό κρασί για να μη διακοπεί η χαρά των καλεσμένων. Περιμένει καινούργιους καλεσμένους, προσκαλεί ακατάπαυστα καινούργιους εις τους αιώνας των αιώνων. Νά, φέρνουν και το καινούργιο κρασί, το βλέπεις; Φέρνουν τις υδρίες...

Κάτι φλόγιζε την καρδιά του Αλιόσα, κάτι ξεχύλιζε τόσο που πόνεσε, δάκρια αγαλλίασης τρέχανε απ' την ψυχή του... τέντωσε μπροστά τα χέρια του, έβγαλε μια κραυγή και ξύπνησε...

Πάλι το φέρετρο, το ανοιχτό παράθυρο και το ήσυχο, επίσημο και καθαρό διάβασμα του Ευαγγελίου. Μα ο Αλιόσα δεν πρόσεχε πια τι διαβάζουν. Παράξενο. O ύπνος τον πήρε γονατιστόν και τώρα στεκόταν όρθιος. Ξαφνικά, σαν να τινάχτηκε απ' τη θέση του, έκανε τρία σταθερά και βιαστικά βήματα και πλησίασε στο φέρετρο. Άγγιξε μάλιστα με τον ώμο του τον πατέρα Παΐσιο μα δεν το παρατήρησε. Εκείνος σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια του απ' το βιβλίο, μα τα ξανακατέβασε αμέσως γιατί κατάλαβε πως του έφηβου του συνέβαινε κάτι παράξενο. O Αλιόσα κοίταξε κάπου μισό λεπτό το φέρετρο, τον σκεπασμένο νεκρό που κοιτόταν ασάλευτος με την εικόνα στο στήθος και την κουκούλα με τον οχτάχτινο σταυρό. Μόλις τώρα είχε ακούσει τη φωνή του. Και η φωνή εκείνη αντηχούσε ακόμα στ' αυτιά του. Αφουγκραζόταν ακόμα, πρόσμενε πως κάτι θ' ακούσει ακόμα... μα ξαφνικά γύρισε απότομα και βγήκε απ' το κελί.

Ούτε στο κατώφλι δε σταμάτησε, κατέβηκε γρήγορα κάτω. Η ψυχή του ήταν γεμάτη ενθουσιασμό και διψούσε λευτεριά, απλοχωριά. Από πάνω του απλώθηκε ατέλειωτος ο ουράνιος θόλος, γεμάτος ήσυχα και λαμπερά αστέρια... Απ' το ζενίθ ως τον ορίζοντα απλωνόταν αχνοφέγγοντας ο δίκλωνος γαλαξίας. Η δροσερή και ήσυχη νύχτα αγκάλιαζε τη γη. Ούτε φύλλο δε σάλευε. Οι άσπροι πύργοι και οι χρυσοί τρούλοι της Μητρόπολης λαμπύριζαν στον ζαφειρένιο αιθέρα. Τα φθινοπωριάτικα λουλούδια στις πρασιές κοντά στο σπίτι είχαν αποκοιμηθεί και θα μένανε έτσι ως το πρωί. Η γαλήνη της γης σα να 'σμιγε με τη γαλήνη των ουρανών, το μυστήριο της γης άγγιζε το μυστήριο των άστρων... O Αλιόσα στάθηκε, κοίταξε, και ξαφνικά σωριάστηκε στη γη σαν θερισμένος.

Δεν ήξερε γιατί την αγκάλιαζε, δεν προσπαθούσε να καταλάβει γιατί το 'θελε τόσο πολύ να τη φιλήσει, να τη γεμίσει όλη με φιλιά, όμως τη φιλούσε κλαίγοντας, την πότιζε με τα δάκριά του κι ορκιζόταν εκστατικά να την αγαπάει στους αιώνες των αιώνων.

«Πότισε τη γη με τα δάκρια της χαράς σου και αγάπα αυτά σου τα δάκρια...».

Τα λόγια τούτα αντηχούσαν στην ψυχή του. Γιατί έκλαιγε; Ω, έκλαιγε μέσα στον ενθουσιασμό του ακόμα και γι' αυτά τ' άστρα που του 'ριχναν το φως τους απ' το άπειρο και δεν «ντρεπόταν για την έκσταση τούτη ». Λες και τα νήματα όλων αυτών των αναρίθμητων κόσμων του Θεού είχαν διασταυρωθεί στην ψυχή του κι αυτή έπαλλε ολάκερη «στην επαφή της με τους άλλους κόσμους». Ήθελε να τους συγχωρέσει όλους και για όλα, και να ζητήσει συγνώμη. Ω, όχι για τον εαυτό του μα για όλους. Για «μένα παρακαλούν άλλοι», αντήχησε και πάλι η φωνή στην ψυχή του. Μα κάθε στιγμή ένιωθε καθαρά, σχεδόν απτά, πως κάτι το στέρεο και σχεδόν το ίδιο ακλόνητο σαν αυτόν τον ουράνιο θόλο κατέβαινε βαθιά στην ψυχή του. Κάποια ιδέα κυρίεψε το πνεύμα του για πάντα. Είχε πέσει στη γη αδύναμος έφηβος και σηκώθηκε σταθερός μαχητής για πάντα. Αυτό το αισθάνθηκε και τόνιωσε ξαφνικά την ίδια εκείνη στιγμή της έκστασής του. Ποτέ δεν ξέχασε ο Αλιόσα εκείνη τη στιγμή.

«Κάποια επιφοίτηση δέχτηκε η ψυχή μου εκείνη την ώρα», έλεγε αργότερα, πιστεύοντας ακράδαντα στα λόγια του... Ύστερα από τρεις μέρες έφυγε απ' το μοναστήρι. Έτσι υπάκουε και στην προτροπή του στάρετς του, που τον είχε διατάξει «να ζήσει μέσα στον κόσμο».

ΤΕΛΟΣ TOY ΔΕYΤΕΡΟY ΤΟΜΟY


7. IV. Ο εν Κανά Γάμος

Ήταν πια πολύ αργά για τις συνήθειες του μοναστηριού όταν ο Αλιόσα έφτασε στη σκήτη. O φύλακας τον άφησε και μπήκε από μιαν ιδιαίτερη είσοδο. Το ρολόι είχε χτυπήσει εννιά, ώρα ανάπαυσης και γαλήνης ύστερα από μια τόσο πολυτάραχη για όλους μέρα. O Αλιόσα άνοιξε δειλά την πόρτα και μπήκε στο κελί του στάρετς όπου βρισκόταν τώρα το φέρετρό του. Εκτός απ' τον πάτερ Παΐσιο, που διάβαζε ολομόναχος κοντά στο φέρετρο το Ευαγγέλιο, και τον νεαρό δόκιμο Πορφύριο, που κοιμόταν στο άλλο δωμάτιο κατάχαμα, με τον βαθύ ύπνο της νιότης, κατακουρασμένος απ' τη χτεσινή ολονύχτια ομιλία κι απ' τις σημερινές φασαρίες, κανένας άλλος δεν υπήρχε στο κελί. O πάτερ Παΐσιος, αν και άκουσε πως μπήκε ο Αλιόσα, ούτε καν γύρισε να δει. O Αλιόσα πήγε στη δεξιά γωνιά, γονάτισε κι άρχισε να προσεύχεται. Η ψυχή του ήταν γεμάτη συναισθήματα, μα κάπως συγκεχυμένα, έτσι που κανένα απ' αυτά δεν ξεχώριζε καθαρά, μα αντίθετα αναιρούσε αμοιβαία το 'να τ' άλλο μέσα σ' ένα αργό στροβίλισμα. Όμως στην καρδιά του ένιωθε κάποια γλύκα και, παράξενο, ο Αλιόσα δεν απορούσε καθόλου γι' αυτό. Ξανάβλεπε και πάλι αυτό το φέρετρο, τον πολυαγαπημένο του νεκρό, μα η ψυχή του δεν έκλαιγε πια, δε σπάραζε από πόνο όπως το πρωί. Γονάτισε τώρα μπροστά στο φέρετρο, σαν να γονάτιζε μπροστά σε κάτι ιερό, μα στην καρδιά του και στη σκέψη του έλαμπε η χαρά. Ένα παράθυρο ήταν ανοιχτό, ο αέρας ήταν καθαρός και δροσερός.

«Θα πει λοιπόν πως δυνάμωσε η μυρουδιά, μια και τ' αποφάσισαν ν' ανοίξουν το παράθυρο», σκέφτηκε ο Αλιόσα. Μα κι αυτή ακόμα η σκέψη για την οσμή της αποσύνθεσης, που μόλις πριν από λίγο του φαινόταν τόσο φριχτή, τόσο ταπεινωτική, δεν ξεσήκωσε μέσα του εκείνη την παλιά αγωνία και αγανάχτηση. Άρχισε να προσεύχεται, μα σε λίγο το παρατήρησε κι ο ίδιος πως προσεύχεται σχεδόν μηχανικά. Ξεσκίδια από σκέψεις περνούσαν απ' την ψυχή του, άναβαν σαν αστράκια κι αμέσως ξανασβήνανε, ύστερα έρχονταν άλλες.

Όμως παρ' όλα αυτά κάτι ακέραιο υπήρχε στην ψυχή του, στέρεο, καταπραϋντικό, και το καταλάβαινε. Φορές φορές άρχιζε να προσεύχεται φλογερά, ένιωθε την ανάγκη να ευχαριστήσει και ν' αγαπήσει... Μα αρχίζοντας την προσευχή, άρχιζε ξαφνικά να σκέφτεται κάτι άλλο κι αμέσως έπεφτε σε συλλογή, ξεχνούσε και την προσευχή και κείνο που την είχε διακόψει. Προσπάθησε να προσέξει σε κείνα που διάβαζε ο πάτερ Παΐσιος, μα όντας πολύ κουρασμένος άρχισε σιγά σιγά να τον παίρνει ο ύπνος...

«Και τη ήμερα τη τρίτη γάμος εγένετο εν Κανά τής Γαλιλαίας», διάβαζε ο πάτερ Παΐσιος, «και ην η μήτηρ του Ιησού έχει εκλήθη δε και ό Ιησούς και οι μαθηταί αυτού εις τον γάμον».

«Γάμος; Τι 'ναι αυτό... γάμος...» περνούσαν σαν ανεμοστρόβιλος οι σκέψεις απ' το μυαλό του Αλιόσα. «Είναι και κείνη ευτυχισμένη, πήγε στο γλέντι... Όχι, δεν πήρε μαχαίρι μαζί της, δεν πήρε... Όλα εκείνα ήταν λόγια “θλίψης" μονάχα... Ναι... αυτά τα λόγια της “θλίψης” πρέπει να τα συγχωράμε... έτσι είναι. Αυτά τα λόγια γαληνεύουν την ψυχή, χωρίς αυτά δε θα μπορούσαν τόσο εύκολα οι άνθρωποι να υποφέρουν τα βάσανά τους. O Ρακίτιν πήγε απ' το σοκάκι. Πάντα θα πηγαίνει απ' το σοκάκι ο Ρακίτιν όσο θα σκέφτεται τις προσβολές που του 'χουν κάνει... Κι όμως, ο δρόμος... ο μεγάλος, ο ίσιος, ο φωτεινός, ο κρυστάλλινος δρόμος με τον ήλιο στο τέρμα του... Ε;... τι διαβάζουν;»

«Και υστερήσαντος οίνου λέγει ή μήτηρ τού Ιησού προς αυτόν οίνον ουκ έχουσι...»

Αντηχούσε στ' αυτιά του Αλιόσα.

«Αχ, ναι, κάτι άφησα να μου ξεφύγει, κι όμως ήθελα όλο να τ' ακούσω, τ' αγαπώ αυτό το χωρίο: είναι ό έν Κανά γάμος, το πρώτο θαύμα... Αχ, αυτό το θαύμα, αυτό το όμορφο θαύμα! O Χριστός επισκέφθηκε τη χαρά των ανθρώπων κι όχι τη θλίψη τους και με το πρώτο θαύμα Του τη χαρά των ανθρώπων βοήθησε... “Όποιος αγαπάει τους ανθρώπους, εκείνος αγαπάει και τη χαρά τους"... Αυτό το 'λεγε και το ξανάλεγε ο μακαρίτης κάθε ώρα και στιγμή, αυτό ήταν μια απ' τις κυριότερες σκέψεις του... “Χωρίς χαρά δεν μπορείς να ζήσεις", λέει ο Μίτια... Ναι, Μίτια... Κάθε ωραίο κι αληθινό είναι πάντα γεμάτο συγνώμη, κι αυτό δική του σκέψη ήταν...»

«...λέγει αυτή ό Ιησούς- τί εμοί και σοί, γύναι; ούπω ήκει ή ώρα μου· λέγει ή μήτηρ αυτού τοις διακόνοις· ό,τι αν λέγη υμίν, ποιήσατε».

«Ποιήσατε... Η χαρά, η χαρά κάποιων φτωχών, πολύ φτωχών ανθρώπων... Και βέβαια φτωχοί ήταν, αφού και στο γάμο τους δεν έφτασε το κρασί... Οι ιστορικοί γράφουν πως κοντά στη λίμνη της Γενισαρέτ και σ' όλα εκείνα τα μέρη κατοικούσαν τότε οι πιο φτωχοί άνθρωποι... οι πιο φτωχοί που μπορείς να φανταστείς... Μα ήξερε η μεγάλη καρδιά του άλλου μεγάλου πλάσματος, που ήταν κι αυτό εκεί, της Μητέρας Του, πως Εκείνος δεν κατέβηκε στη γη μονάχα για τον μεγάλο και τρομερό Του άθλο. Ήξερε πως η καρδιά του θα 'νιωθε τ' ανοιχτόκαρδο γλέντι μερικών άσημων, άσημων κι απονήρευτων πλασμάτων που Τον προσκάλεσαν καλοσυνάτα στο φτωχικό τους γάμο. «Ούπω ήκει ή ώρα μου», λέει Αυτός μ' ένα ήρεμο χαμόγελο (σίγουρα θα της χαμογέλασε με πραότητα)... Γιατί κι αλήθεια, μήπως κατέβηκε στη γη για να πολλαπλασιάζει το κρασί στους φτωχούς γάμους; Κι όμως έκανε όπως Τον παρακάλεσε Εκείνη... Αχ, πάλι διαβάζει:»

«... λέγει αυτοίς ό Ιησούς γεμίσατε τας υδρίας ύδατος, και εγέμισαν αυτάς έως άνω. και λέγει αυτοίς · αντλήσατε νυν και φέρετε τω αρχιτρικλίνω, και ήνεγκαν ως δε εγεύσατο ό αρχιτρίκλινος το ύδωρ οίνον γεγενημένον —και ουκ ήδει πόθεν εστίν. Οι δε διάκονοι ήδεισαν οι ηντληκότες το ύδωρ— φωνεί τον νυμφίον ό αρχιτρίκλινος και λέγει αυτώ πας άνθρωπος πρώτον τον καλόν οίνον τίθησι, και όταν μεθυσθώσι, τότε τον ελάσσω· σύ τετήρηκας τον καλόν οίνον εως άρτι».

«Μα τι 'ναι αυτό! Γιατί ξανοίγει έτσι το δωμάτιο... Αχ, ναι, είναι γάμος, στεφάνωμα... μα και βέβαια. Νά και οι καλεσμένοι και οι νεόνυμφοι που κάθονται και η εύθυμη παρέα... πού είναι λοιπόν ο σοφότατος Αρχιτρίκλινος; Μα ποιος είναι αυτός; Ποιος; Πάλι ξανοίγει το δωμάτιο... Ποιος σηκώνεται εκεί πέρα, πίσω απ' το μεγάλο τραπέζι; Πώς... κι αυτός είναι εδώ; Μα είναι στο φέρετρο... Όμως είναι κι αυτός εδώ... σηκώθηκε, με είδε, έρχεται προς τα δω... Θεέ μου!»

Ναι, προς τα δω ερχόταν, τον πλησίασε ο ξερακιανός γεροντάκος με τις μικρές ρυτίδες στο πρόσωπο, χαρούμενος και χαμογελαστός. Το φέρετρο δεν υπάρχει πια. Φοράει τα ίδια ρούχα που φορούσε και χτες όταν καθόταν και κουβέντιαζε μαζί τους. Το πρόσωπό του όλο ξεσκέπαστο, τα μάτια του λάμπουν. Πώς γίνεται; Θα πει λοιπόν πως είναι κι αυτός στο γλέντι, τον έχουν καλέσει κι αυτόν στο γάμο που γίνεται στην Κανά της Γαλιλαίας.

— Είσαι και συ κλητός, καλέ μου, κλητός κι εκλεκτός, ακούει μιαν ήρεμη φωνή εκεί κοντά του. Γιατί κρύφτηκες εδώ πέρα και δεν έρχεσαι να σε δούμε;... Έλα και συ μαζί μας.

Είναι η φωνή του, η φωνή του στάρετς Ζωσιμά... Μα και ποιος άλλος θα μπορούσε να τον φωνάξει; O στάρετς πήρε τον Αλιόσα απ' το χέρι και τον βοήθησε να σηκωθεί από κει που ήταν γονατισμένος.

— Διασκεδάζουμε, συνεχίζει ο ξερακιανός γεροντάκος. Πίνουμε ένα κρασί καινούργιο, το κρασί της καινούργιας, της μεγάλης χαράς. Βλέπεις πόσοι πολλοί είναι οι καλεσμένοι; Νά κι ο γαμπρός και η νύφη, νά κι ο σοφότατος Αρχιτρίκλινος, δοκιμάζει το καινούργιο κρασί. Γιατί με κοιτάς απορημένος; Έδωσα ένα κρεμμυδάκι, γι' αυτό βρίσκομαι δω πέρα. Και είναι πολλοί εδώ μέσα που δώσανε ο καθένας από ένα κρεμμυδάκι, από ένα μικρό κρεμμυδάκι μονάχα... Τι άλλο είναι οι πράξεις μας; Και συ, ήρεμο και μειλίχιο αγόρι μου, και συ τα κατάφερες σήμερα να δώσεις ένα κρεμμυδάκι σε μια πεινασμένη. Καιρός ν' αρχίσεις, καλέ μου, καιρός ν' αρχίσεις πράε μου, το έργο σου!... Βλέπεις τάχα τον Ήλιο μας; Τον βλέπεις;

— Φοβάμαι... δεν τολμάω να Τον κοιτάξω... ψιθύρισε ο Αλιόσα.

— Μην Τον φοβάσαι. Είναι τρομερός μέσα στο μεγαλείο Του, είναι φοβερός στο ύψος Του, μα είναι απέραντη η ευσπλαχνία Του για μας. Πήρε τη μορφή μας γιατί μας αγαπάει και τώρα διασκεδάζει μαζί μας, κάνει το νερό κρασί για να μη διακοπεί η χαρά των καλεσμένων. Περιμένει καινούργιους καλεσμένους, προσκαλεί ακατάπαυστα καινούργιους εις τους αιώνας των αιώνων. Νά, φέρνουν και το καινούργιο κρασί, το βλέπεις; Φέρνουν τις υδρίες...

Κάτι φλόγιζε την καρδιά του Αλιόσα, κάτι ξεχύλιζε τόσο που πόνεσε, δάκρια αγαλλίασης τρέχανε απ' την ψυχή του... τέντωσε μπροστά τα χέρια του, έβγαλε μια κραυγή και ξύπνησε...

Πάλι το φέρετρο, το ανοιχτό παράθυρο και το ήσυχο, επίσημο και καθαρό διάβασμα του Ευαγγελίου. Μα ο Αλιόσα δεν πρόσεχε πια τι διαβάζουν. Παράξενο. O ύπνος τον πήρε γονατιστόν και τώρα στεκόταν όρθιος. Ξαφνικά, σαν να τινάχτηκε απ' τη θέση του, έκανε τρία σταθερά και βιαστικά βήματα και πλησίασε στο φέρετρο. Άγγιξε μάλιστα με τον ώμο του τον πατέρα Παΐσιο μα δεν το παρατήρησε. Εκείνος σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια του απ' το βιβλίο, μα τα ξανακατέβασε αμέσως γιατί κατάλαβε πως του έφηβου του συνέβαινε κάτι παράξενο. O Αλιόσα κοίταξε κάπου μισό λεπτό το φέρετρο, τον σκεπασμένο νεκρό που κοιτόταν ασάλευτος με την εικόνα στο στήθος και την κουκούλα με τον οχτάχτινο σταυρό. Μόλις τώρα είχε ακούσει τη φωνή του. Και η φωνή εκείνη αντηχούσε ακόμα στ' αυτιά του. Αφουγκραζόταν ακόμα, πρόσμενε πως κάτι θ' ακούσει ακόμα... μα ξαφνικά γύρισε απότομα και βγήκε απ' το κελί.

Ούτε στο κατώφλι δε σταμάτησε, κατέβηκε γρήγορα κάτω. Η ψυχή του ήταν γεμάτη ενθουσιασμό και διψούσε λευτεριά, απλοχωριά. Από πάνω του απλώθηκε ατέλειωτος ο ουράνιος θόλος, γεμάτος ήσυχα και λαμπερά αστέρια... Απ' το ζενίθ ως τον ορίζοντα απλωνόταν αχνοφέγγοντας ο δίκλωνος γαλαξίας. Η δροσερή και ήσυχη νύχτα αγκάλιαζε τη γη. Ούτε φύλλο δε σάλευε. Οι άσπροι πύργοι και οι χρυσοί τρούλοι της Μητρόπολης λαμπύριζαν στον ζαφειρένιο αιθέρα. Τα φθινοπωριάτικα λουλούδια στις πρασιές κοντά στο σπίτι είχαν αποκοιμηθεί και θα μένανε έτσι ως το πρωί. Η γαλήνη της γης σα να 'σμιγε με τη γαλήνη των ουρανών, το μυστήριο της γης άγγιζε το μυστήριο των άστρων... O Αλιόσα στάθηκε, κοίταξε, και ξαφνικά σωριάστηκε στη γη σαν θερισμένος.

Δεν ήξερε γιατί την αγκάλιαζε, δεν προσπαθούσε να καταλάβει γιατί το 'θελε τόσο πολύ να τη φιλήσει, να τη γεμίσει όλη με φιλιά, όμως τη φιλούσε κλαίγοντας, την πότιζε με τα δάκριά του κι ορκιζόταν εκστατικά να την αγαπάει στους αιώνες των αιώνων.

«Πότισε τη γη με τα δάκρια της χαράς σου και αγάπα αυτά σου τα δάκρια...».

Τα λόγια τούτα αντηχούσαν στην ψυχή του. Γιατί έκλαιγε; Ω, έκλαιγε μέσα στον ενθουσιασμό του ακόμα και γι' αυτά τ' άστρα που του 'ριχναν το φως τους απ' το άπειρο και δεν «ντρεπόταν για την έκσταση τούτη ». Λες και τα νήματα όλων αυτών των αναρίθμητων κόσμων του Θεού είχαν διασταυρωθεί στην ψυχή του κι αυτή έπαλλε ολάκερη «στην επαφή της με τους άλλους κόσμους». Ήθελε να τους συγχωρέσει όλους και για όλα, και να ζητήσει συγνώμη. Ω, όχι για τον εαυτό του μα για όλους. Για «μένα παρακαλούν άλλοι», αντήχησε και πάλι η φωνή στην ψυχή του. Μα κάθε στιγμή ένιωθε καθαρά, σχεδόν απτά, πως κάτι το στέρεο και σχεδόν το ίδιο ακλόνητο σαν αυτόν τον ουράνιο θόλο κατέβαινε βαθιά στην ψυχή του. Κάποια ιδέα κυρίεψε το πνεύμα του για πάντα. Είχε πέσει στη γη αδύναμος έφηβος και σηκώθηκε σταθερός μαχητής για πάντα. Αυτό το αισθάνθηκε και τόνιωσε ξαφνικά την ίδια εκείνη στιγμή της έκστασής του. Ποτέ δεν ξέχασε ο Αλιόσα εκείνη τη στιγμή.

«Κάποια επιφοίτηση δέχτηκε η ψυχή μου εκείνη την ώρα», έλεγε αργότερα, πιστεύοντας ακράδαντα στα λόγια του... Ύστερα από τρεις μέρες έφυγε απ' το μοναστήρι. Έτσι υπάκουε και στην προτροπή του στάρετς του, που τον είχε διατάξει «να ζήσει μέσα στον κόσμο».

ΤΕΛΟΣ TOY ΔΕYΤΕΡΟY ΤΟΜΟY