×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 7. III. Το Κρεμμυδάκι

7. III. Το Κρεμμυδάκι

H Γκρούσενκα έμενε στο πιο πολυσύχναστο μέρος της πολιτείας, κοντά στην πλατεία της Μητρόπολης, στο σπίτι της χήρας του έμπορα Μορόζοβ. Κρατούσε μια μικρή ξύλινη πτέρυγα στην αυλή. Το σπίτι της Μορόζοβα ήταν μεγάλο, πέτρινο, δίπατο, παλιό κι ακαλαίσθητο εξωτερικά. Εκεί ζούσε απομονωμένη η γριά ιδιοκτήτρια με δυο ανιψιές της, που ήταν κι αυτές αρκετά ηλικιωμένες, γεροντοκόρες. Δεν είχε καμιάν ανάγκη να νοικιάσει την πτέρυγα της αυλής, μα όλοι το ξέρανε πως δέχτηκε για νοικάρισσα την Γκρούσενκα (εδώ και τέσσερα χρόνια) μόνο και μόνο για να ευχαριστήσει το συγγενή της, τον έμπορα Σαμσόνοβ, που ήταν ο πασίγνωστος «προστάτης» της Γκρούσενκα. Λέγανε πως ο ζηλιάρης γέρος εγκατέστησε στο σπίτι της Μορόζοβα την «ευνοουμένη» του γιατί ήταν βέβαιος πως η γριά θα παρακολουθούσε άγρυπνα τη διαγωγή τής καινούργιας της νοικάρισσας. Μα αποδείχτηκε πολύ γρήγορα πως η επιτήρηση ήταν περιττή και στο τέλος η Μορόζοβα συναντούσε πολύ σπάνια την Γκρούσενκα και δεν την ενοχλούσε με καμιά επίβλεψη. Η αλήθεια είναι πως είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που ο γέρος την έφερε σ' αυτό το σπίτι απ' την πρωτεύουσα της επαρχίας, δεκαοχτάχρονη κοπέλα, δειλή, χαμηλοβλεπούσα, λεπτοκαμωμένη, αδυνατούλα, σκεφτική και μελαγχολική κι από τότε έχουν πολλά αλλάξει. Για τη ζωή αυτού του κοριτσιού ξέρανε πολύ λίγα και μπερδεμένα πράγματα στην πολιτεία μας. Ούτε και τον τελευταίο καιρό μάθανε περισσότερα, ακόμα και τότε που όλοι άρχισαν να ενδιαφέρονται για την «ομορφονιά». Γιατί πραγματικά η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα είχε γίνει πολύ όμορφη τελευταία. Λέγανε πως όταν ήταν δεκαεφτά χρονώ την είχε ξελογιάσει τάχα κάποιος αξιωματικός κι αμέσως την παράτησε. O αξιωματικός, λέγανε, έφυγε και παντρεύτηκε κάποιαν άλλη και η κοπέλα έμεινε φτωχή και ντροπιασμένη. Λέγανε ακόμα πως, αν κι ο γέρος πήρε την Γκρούσενκα και την έσωσε απ' τη μιζέρια, αυτή ήταν από τίμια οικογένεια, από σόι κληρικών μάλιστα. O πατέρας της ήταν άλλοτε διάκος ή κάτι τέτοιο. Και νά που φτάσανε τέσσερα χρόνια για να γίνει η συναισθηματική, προσβλημένη και αξιολύπητη μικρή ορφανή μια ροδαλή, παχουλή ρούσικη ομορφιά, μια γυναίκα με τολμηρό κι αποφασιστικό χαρακτήρα, περήφανη κι αναιδής, που καταλάβαινε από χρήματα, άπληστη, φιλάργυρη και προσεχτική στις δουλειές της, που 'χε προφτάσει κιόλας, έτσι ή αλλιώς, να συγκεντρώσει, καθώς λέγανε, ένα κεφαλαιάκι. Για ένα μονάχα ήταν σίγουροι όλοι: Πως ήταν απρόσιτη και πως εκτός απ' τον γέρο, τον κηδεμόνα της, κανένας δε θα μπορούσε να καυχηθεί πως του 'χε χαρίσει την εύνοιά της. Αυτό ήταν ατράνταχτα εξακριβωμένο, γιατί πολλοί είχαν προσπαθήσει ν' αποχτήσουν την εύνοιά της, προπάντων τα δυο τελευταία χρόνια. Μα όλες οι προσπάθειες αποδείχτηκαν μάταιες. Μερικοί μάλιστα αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν γελοιοποιημένοι και ντροπιασμένοι απ' τη σταθερή και κοροϊδευτική αντίσταση αυτής της ενεργητικής νέας γυναίκας. Ξέρανε ακόμα πως είχε ανακατευτεί τον τελευταίο χρόνο σε «επιχειρήσεις» και πως έδειξε εξαιρετικές ικανότητες, τόσο που τελικά ήταν πολλοί εκείνοι που τη λέγανε σωστή Εβραία. Όχι πως ήταν τοκογλύφος, μα ήταν γνωστό λόγου χάρη πως συνεταιρικά με τον Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ αγόραζε για κάμποσον καιρό σ' εξευτελιστική τιμή κάτι γραμμάτια, πληρώνοντας το δέκατο της αξίας τους και ύστερα πούλησε μερικά απ' αυτά στο δεκαπλάσιο της αξίας τους. Τον άρρωστο, χήρο Σαμσόνοβ, που τον τελευταίο χρόνο είχαν πρηστεί τα πόδια του και δεν μπορούσε καθόλου να περπατήσει, που ήταν σωστός τύραννος των ενήλικων γιων του, πολύ παραλής, άνθρωπος σπαγγοραμμένος κι άκαρδος, τον έκανε σχεδόν ό,τι ήθελε ενώ στην αρχή τη μεταχειριζόταν πολύ αυστηρά κι όπως έλεγαν οι κουτσομπόληδες της έδινε ως και «το λάδι με το σταγονόμετρο». Μα η Γκρούσενκα πρόφτασε και χειραφετήθηκε και τα κατάφερε ταυτόχρονα να τον κάνει να της έχει απόλυτη εμπιστοσύνη πως του είναι πιστή. O γέρος ήταν σπουδαίος επιχειρηματίας (είναι καιρός τώρα που 'χει πεθάνει) και είχε κι αυτός αξιοπρόσεχτο χαρακτήρα. Τσιγκούνης και πεισματάρης σαν βράχος και, αν και η Γκρούσενκα του 'χε κάνει τόση εντύπωση που δίχως αυτήν δεν μπορούσε να ζήσει (τα τελευταία δυο χρόνια λόγου χάρη αυτό ήταν αληθινό στην κυριολεξία), και πάλι δεν της έδωσε κανένα σημαντικό κεφάλαιο. Ακόμα κι αν τον φοβέριζε πως θα τον παράταγε εντελώς και πάλι δε θ' άλλαζε γνώμη. Της εκχώρησε ένα μικρό ποσό, μα κι αυτό ακόμα έκανε σ' όλους μεγάλη εντύπωση όταν μαθεύτηκε.

— Εσύ είσαι γυναίκα με μυαλό, της είπε δίνοντάς της κάπου οχτώ χιλιάδες. Πάρε λοιπόν τούτα τα λεφτά και κάνε κουμάντο. Μα να ξέρεις πως ώσπου να πεθάνω δεν έχεις τίποτα άλλο να περιμένεις από μένα εκτός από εκείνα που σου 'δινα κάθε χρόνο για τη συντήρησή σου. Μα και στη διαθήκη μου τίποτα δε θα σου γράψω.

Πραγματικά, κράτησε το λόγο του: όταν πέθανε, τ' άφησε όλα στους γιους του, που όσο ζούσε τους είχε σαν υπηρέτες του μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Την Γκρούσενκα ούτε καν την ανάφερε στην διαθήκη του. Όλα αυτά μαθεύτηκαν αργότερα. Όμως της έδινε συνεχώς συμβουλές πώς να τοποθετήσει καλύτερα «τα προσωπικά της κεφάλαια» και της υπόδειχνε διάφορες «δουλειές». Όταν ο Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ μπλέχτηκε μαζί της σε μια τυχαία «επιχείρηση» και στο τέλος, χωρίς καθόλου να το περιμένει, ερωτεύτηκε την Γκρούσενκα, τόσο που έχασε τα λογικά του, ο γερο-Σαμσόνοβ, που 'χε κιόλας το 'να του πόδι στο λάκο, έσπαγε πολύ κέφι μαζί του. Είναι αξιοσημείωτο πως η Γκρούσενκα σ' όλη τη διάρκεια της γνωριμίας της με το γέρο της δεν του 'κρυβε τίποτα και ήταν πάντα ειλικρινής μαζί του και ήταν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που εμπιστευόταν. Τον τελευταίο καιρό όμως, όταν παρουσιάστηκε ξαφνικά ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, ο γέρος έπαψε πια να γελάει. Απεναντίας, μια φορά συμβούλεψε αυστηρά και σοβαρά την Γκρούσενκα:

— Αν είναι να διαλέξεις ανάμεσα σ' αυτούς τους δυο, τον πατέρα δηλαδή και το γιο, τότε να προτιμήσεις το γέρο, με τη συμφωνία όμως να σε παντρευτεί οπωσδήποτε ο γερο-κατεργάρης και πριν απ' το στεφάνωμα να γράψει στ' όνομά σου κανένα σημαντικό ποσό. Όμως με το λοχαγό μην κάνεις πια παρέα, δε θα δεις προκοπή.

Αυτά ήταν τα λόγια του γεροπαραλυμένου, που ένιωθε πια κοντά το τέλος του. Και πραγματικά, σε πέντε μήνες πέθανε. Θα προσθέσω ακόμα πως, αν και ξέρανε πολλοί στην πολιτεία μας την παράλογη και τερατώδικη αντιζηλία των Καραμάζοβ, του πατέρα και του γιου, που μάλωναν για την Γκρούσενκα, πολύ λίγοι καταλάβαιναν τότε τις πραγματικές της σχέσεις και με τους δυο. Ακόμα και οι δυο υπηρέτριες της Γκρούσενκα (ύστερα απ' την καταστροφή που γι' αυτήν θα μιλήσουμε παρακάτω) κατέθεσαν αργότερα στο δικαστήριο πως η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα δεχόταν τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς μόνο και μόνο επειδή τον φοβόταν γιατί την είχε «απειλήσει πως θα την σκότωνε».

Είχε δυο υπηρέτριες: Μια πολύ γριά μαγείρισσα, αρρωστιάρα και σχεδόν κουφή, που την είχε στη δούλεψή της απ' τον καιρό που ζούσε με την πατρική της οικογένεια, και την εγγονή της μαγείρισσας, μια νεαρή και ζωηρή κοπέλα κάπου είκοσι χρονώ. Αυτή ήταν καμαριέρα της. Η Γκρούσενκα ζούσε με μεγάλη τσιγκουνιά και η επίπλωση του σπιτιού της δεν ήταν καθόλου πλούσια. Κρατούσε στην πτέρυγα τρία δωμάτια όλα κι όλα με έπιπλα της σπιτονοικοκύρης, παλιά, από κόκκινο ξύλο, στο στυλ του 1820.

Όταν ο Ρακίτιν κι ο Αλιόσα μπήκανε μέσα, σκοτείνιαζε πια για τα καλά, μα δεν είχαν ανάψει ακόμα φως. Η Γκρούσενκα ήταν ξαπλωμένη στο σαλόνι της, πάνω στον μεγάλο, σκληρό κι άγαρμπο καναπέ, που η ράχη του ήταν βαμμένη σαν κόκκινο ξύλο και ήταν ταπετσαρισμένος με δέρμα που από καιρό τώρα είχε τριφτεί και είχε τρυπήσει. Κάτω απ' το κεφάλι της είχε βάλει δυο μαξιλάρια του κρεβατιού. Κοιτόταν ανάσκελα, ακίνητη, έχοντας τα χέρια κάτω απ' το κεφάλι. Ήταν ντυμένη λες και κάποιον περίμενε. Φορούσε ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα, μιαν ανάλαφρη νταντέλα στο κεφάλι, που της πήγαινε θαυμάσια, και στους ώμους της είχε ρίξει μιαν εσάρπα, νταντελένια κι αυτή, στερεωμένη στο στήθος με μια μεγάλη χρυσή αγκράφα. Πραγματικά περίμενε κάποιον, ήταν μελαγχολική και ανυπόμονη. Το πρόσωπό της ήταν λιγάκι χλωμό, τα χείλη και τα μάτια της φλογισμένα. Με την άκρη του δεξιού της ποδιού χτυπούσε νευρικά το χέρι του καναπέ. Μόλις φτάσανε ο Ρακίτιν κι ο Αλιόσα, έγινε μια μικρή φασαρία: απ' τον προθάλαμο μπορούσε ν' ακούσει κανείς την Γκρούσενκα που σηκώθηκε βιαστικά και φώναξε τρομαγμένα:

— Ποιος είναι; μα η κοπέλα που δέχτηκε τους επισκέπτες φώναξε αμέσως στην κυρία της.

— Δεν είναι εκείνος. Άλλοι είναι. Δεν είναι τίποτα.

— Τι να της συμβαίνει; μουρμούρισε ο Ρακίτιν καθώς πήρε τον Αλιόσα απ' το χέρι και μπαίνανε στο σαλόνι.

Η Γκρούσενκα στεκόταν κοντά στον καναπέ και φαινόταν ακόμα τρομαγμένη. Μια πλεξούδα απ' τα σκουρόξανθα μαλλιά της ξέφυγε απ' την νταντέλα κι έπεσε στον δεξί της ώμο. Όμως αυτή δεν το παρατήρησε και δεν ταχτοποίησε τα μαλλιά της παρά αφού καλοκοίταξε τους επισκέπτες και τους αναγνώρισε.

— Α, εσύ είσαι, Ρακίτκα; Με κατατρόμαξες. Με ποιον ήρθες; Ποιος είναι μαζί σου; Ω, Θεέ μου, ποιον έφερε! αναφώνησε όταν διέκρινε τον Αλιόσα.

— Μα πες λοιπόν να φέρουν τα κεριά! είπε ο Ρακίτιν με πολλή άνεση, σαν να 'ταν στενός γνώριμος κι άνθρωπος του σπιτιού που 'χε το δικαίωμα να δίνει και διαταγές.

— Κεριά... και βέβαια πρέπει να φέρουν κεριά... Φένια, φέρε του ένα κερί... Διάλεξες την ώρα για να τον φέρεις, μα την αλήθεια! αναφώνησε και πάλι, δείχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού τον Αλιόσα.

Και στρέφοντας στον καθρέφτη άρχισε να ταχτοποιεί όπως όπως τα μαλλιά της. Φαινόταν κάπως δυσαρεστημένη.

— Δεν έκανα καλά που ήρθα δηλαδή; ρώτησε ο Ρακίτιν που αμέσως πειράχτηκε.

— Με τρόμαξες, Ρακίτκα, αυτό είναι, είπε η Γκρούσενκα και γύρισε χαμογελαστή στον Αλιόσα. Μη με φοβάσαι, καλέ μου Αλιόσα, είμαι πολύ χαρούμενη που σε βλέπω, απροσδόκητέ μου ξένε. Όμως εσύ, Ρακίτκα, με τρόμαξες. Νόμιζα πως θα μου κουβαληθεί ο Μίτκα. Του την έσκασα, βλέπεις. Τον έβαλα να μου δώσει το λόγο της τιμής του πως με πιστεύει και τότε εγώ του είπα ψέματα. Του είπα πως θα πάω στον γέρο μου τον Κουζμά Κουζμίτς και θα μετράω όλη τη νύχτα τα χρήματά του. Κάθε βδομάδα πηγαίνω σπίτι του και ταχτοποιώ τους λογαριασμούς. Αμπαρώνουμε χαλά την πάρτα- εκείνος μετράει με τον αριθμητήρα και γω τα γράφω στα βιβλία, μονάχα σε μένα έχει εμπιστοσύνη. Λοιπόν, ο Μίτκα το πίστεψε πως θα 'μαι εκεί, όμως εγώ κλειδώθηκα εδώ πέρα και περιμένω μιαν είδηση. Πώς έτσι σας άφησε να μπείτε η Φένια! Φένια, Φένια, τρέξε στην εξώπορτα, άνοιξέ την και κοίταξε γύρω γύρω μην είναι ο λοχαγός. Ίσως να κρύφτηκε κάπου και να κατασκοπεύει. Τρέμω απ' το φόβο μου!

— Κανένας δεν είναι, Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, μόλις τώρα κοίταξα. Κάθε στιγμή πάω και μισανοίγω την πόρτα και κοιτάζω. Και γω φοβάμαι.

— Τα 'κλεισες τα παντζούρια, Φένια; Καλύτερα να κατεβάσουμε και τις κουρτίνες. Έτσι! είπε και κατέβασε μονάχη της τις βαριές κουρτίνες. Γιατί άμα δει φως, θα 'ρθει το δίχως άλλο. Τον φοβάμαι σήμερα τον Μίτκα τον αδερφούλη σου, Αλιόσα.

Η Γκρούσενκα μιλούσε δυνατά, αν και ταραγμένα, μα και σχεδόν με κάποιο ενθουσιασμό.

— Γιατί τον φοβάσαι τόσο τον Μίτιενκα σήμερα; ρώτησε ο Ρακίτιν. Εσύ, μου φαίνεται, δεν τον φοβάσαι συνήθως, τον κάνεις ό,τι θέλεις.

— Σου λέω πως περιμένω μιαν είδηση, μια τόσο πολύτιμη ειδησούλα που ο Μίτιενκα δεν μου χρειάζεται καθόλου τώρα. Μα νιώθω κιόλας πως δεν πίστεψε ότι θα πάω στου Κουζμά Κουζμίτς. Σίγουρα θα κάθεται τώρα στον κήπο του Φιόντορ Παύλοβιτς και θα παραφυλάει. Μα αν θρονιάστηκε εκεί πέρα, τόσο το καλύτερο γιατί δε θα 'ρθει εδώ! Στον Κουζμά Κουζμίτς πήγα στ' αλήθεια, με συνόδεψε ο Μίτια. Του είπα πως θα μείνω εκεί πέρα ως τα μεσάνυχτα και τον παρακάλεσα να 'ρθει το δίχως άλλο να με πάρει και να με συνοδέψει ως το σπίτι. Εκείνος έφυγε και γω έκατσα κάπου δέκα λεπτά στου γέρου και ύστερα ξανάρθα εδώ. Φοβόμουν πολύ, έτρεχα για να μην τον συναντήσω.

— Πού θα πας και στολίστηκες έτσι; Γιατί έβαλες αυτό το περίεργο σκουφάκι;

— Βλέπω πως εσύ είσαι ακόμα πιο περίεργος, Ρακίτιν! Σου λέω πως περιμένω μιαν είδηση. Μόλις έρθει, θα σηκωθώ και θα πετάξω, κι από δω παν και οι άλλοι. Γι' αυτό και στολίστηκα.

Για να 'μαι έτοιμη.

— Και πού θα πετάξεις;

— Μη ζητάς να μάθεις, γιατί όποιος ξέρει πολλά γερνάει γρήγορα.

— Είσαι όλο χαρές-χαρούδια βλέπω. Ποτέ δε σε ξανάδα έτσι. Έβαλες ολόκληρη τουαλέτα λες και θα πας σε χορό, είπε ο Ρακίτιν εξετάζοντάς την.

— Τι ξέρεις εσύ από χορούς;

— Εσύ ξέρεις;

— Εγώ τουλάχιστον έχω δει χορό. Εδώ και τρία χρόνια, όταν ο Κουζμά Κουζμίτς πάντρευε το γιο του, κοίταζα ψηλά απ' τον εξώστη. Μα τι κάθομαι και κουβεντιάζω μαζί σου τη στιγμή που 'χω δω πέρα έναν πρίγκηπα; Αυτός μάλιστα! Αλιόσα, καλούλη μου, σε κοιτάζω και δεν πιστεύω στα μάτια μου. Θεέ μου, πώς έγινε και βρέθηκες εδώ στο σπίτι μου; Να σου πω την αλήθεια, δεν το περίμενα καθόλου· δεν θα πίστευα ποτέ πως μπορούσες να 'ρθεις. Αν και η στιγμή δεν είναι καθόλου κατάλληλη, όμως είμαι όλο χαρά. Κάθισε το λοιπόν εδώ στον καναπέ, νιόβγαλτο φεγγάρι μου. Αλήθεια, σαν να μου φαίνεται πως δεν ξέρω τι λέω... Αχ, Ρακίτκα, αν τον έφερνες χτες ή προχτές!... Μα κι έτσι είμαι πολύ ευχαριστημένη. Ίσως καλύτερα κιόλας που τον έφερες σε μια τέτοια στιγμή κι όχι προχτές.

Έκατσε ζωηρά στον καναπέ πλάι στον Αλιόσα και τον κοίταζε ενθουσιασμένη. Πραγματικά ήταν χαρούμενη, δεν έλεγε ψέματα. Τα μάτια της καίγανε, τα χείλη γελούσαν, όμως γελούσαν καλόκαρδα, εύθυμα. O Αλιόσα δεν περίμενε να δει μια τέτοια έκφραση καλοσύνης στο πρόσωπό της... ως τα χτες λίγες φορές την είχε συναντήσει και είχε σχηματίσει τρομερή ιδέα γι' αυτήν. Χτες είχε ταραχτεί πολύ απ' το κακό και ύπουλο φέρσιμό της με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Τώρα παραξενευόταν πολύ γιατί ήταν σαν να 'βλεπε ένα εντελώς αλλιώτικο πλάσμα. Και, όσο κι αν τον τυραννούσε η προσωπική του θλίψη, άρχισε να την κοιτάζει με προσοχή. Οι τρόποι της είχαν κι αυτοί καλυτερέψει: δεν έσερνε τόσο γλυκερά τα λόγια της όπως χτες, οι χειρονομίες της δεν ήταν τόσο ράθυμες και προσποιητές... όλα ήταν απλά, ανοιχτόκαρδα, οι κινήσεις της γρήγορες, ντόμπρες, ειλικρινείς. Όμως σαν να 'χε έξαψη.

— Θεέ μου, όλα σήμερα θα πραγματοποιηθούν! άρχισε να τιτιβίζει και πάλι. Γιατί είμαι τόσο χαρούμενη που σε βλέπω, Αλιόσα; Ούτε και γω η ίδια δεν το ξέρω. Αν με ρωτούσες, δε θα 'ξερα τι να σου απαντήσω.

— Αυτό έλειπε, να μην ξέρεις κιόλας, είπε χαμογελώντας ειρωνικά ο Ρακίτιν. Τότε γιατί μου κολλούσες, φέρτον και φέρτον; Θα 'χες κάποιο σκοπό, βέβαια.

— Τότε είχα άλλο σκοπό, μα τώρα πάει πια, δεν είναι πια η στιγμή. Θα σας φιλέψω, νά τι θα κάνω. Τώρα έγινα καλή, Ρακίτκα. Μα κάτσε λοιπόν και συ, Ρακίτκα, τι στέκεσαι; Μα εσύ κάθισες κιόλας. Αμ, βέβαια, ο Ρακίτουτσκα δεν ξεχνάει ποτέ τον εαυτό του. Νά τον τώρα, κάθεται εκεί πέρα, Αλιόσα, απέναντί μας και είναι κακιωμένος γιατί δεν είπα πρώτα σ' αυτόν να κάτσει. Τα παίρνει κατάκαρδα ο Ρακίτκα μου! είπε γελώντας η Γκρούσενκα. Μη μου θυμώνεις, Ρακίτκα, σήμερα είμαι καλή. Μα γιατί είσαι έτσι μελαγχολικός, Αλιόσα; Ή, μήπως με φοβάσαι; είπε και τον κοίταξε με καλόκαρδη ειρωνεία στα μάτια.

— Έπαθε συμφορά. Δεν τον προβιβάσανε, είπε βραχνά ο Ρακίτιν.

— Ποιον δεν προβιβάσανε; — O στάρετς του βρώμησε.

— Ποιος βρώμησε; Σίγουρα κάποια ανοησία θα τσαμπουνάς, κάποιο αισχρόλογο θα ετοιμάζεσαι να πεις. Σώπα, βλάκα. Μ' αφήνεις, Αλιόσα, να κάτσω στα γόνατά σου; Να, έτσι.

Και ξαφνικά μ' ένα πήδημα βρέθηκε στα γόνατά του γελώντας, σαν χαδιάρικη γάτα, αγκαλιάζοντας απαλά το λαιμό του με το δεξί της μπράτσο.

— Θα σε κάνω να ευθυμήσεις, θεοσεβούμενο αγόρι μου! Αλήθεια, μου επιτρέπεις να καθίσω στα γόνατά σου; Δε θα μου θυμώσεις; Ένα λόγο να μου πεις και φεύγω αμέσως.

Ο Αλιόσα σώπαινε. Καθόταν και φοβόταν να σαλέψει. Την άκουσε να λέει: «ένα λόγο να μου πεις και φεύγω αμέσως», μα δεν απάντησε, σαν να 'χε μαρμαρώσει. Όμως δεν του συνέβαινε εκείνο που θα μπορούσε να περιμένει και να φανταστεί ένας Ρακίτιν λόγου χάρη, που τον παρακολουθούσε απ' τη θέση του με βλέμμα σαρκοβόρου: η μεγάλη λύπη της ψυχής του νέκρωνε κάθε αίσθηση που θα μπορούσε ίσως να γεννηθεί στην καρδιά του κι αν του ήταν δυνατό εκείνη τη στιγμή ν' αποχτήσει συνείδηση του εαυτού του, θα καταλάβαινε πως τώρα είναι πια θωρακισμένος ενάντια σε κάθε πειρασμό. Μολαταύτα, παρ' όλη τη συγκεχυμένη κι ασύνειδη ψυχική του κατάσταση και παρ' όλη τη θλίψη που τον βάραινε, απορούσε άθελά του μ' ένα καινούργιο και παράξενο συναίσθημα που γεννιόταν στην καρδιά του: αυτή η γυναίκα, αυτή η «τρομερή» γυναίκα, όχι μονάχα δεν τον φόβιζε όπως πρώτα, που τρόμαζε κι όταν ακόμα σκεφτόταν γενικά τις γυναίκες, μα απεναντίας, τούτη εδώ που τη φοβόταν περισσότερο απ' όλες, που τώρα καθόταν στα γόνατά του και τον αγκάλιαζε, γεννούσε μέσα του ξαφνικά ένα εντελώς αλλιώτικο, αναπάντεχο συναίσθημα, ένα αίσθημα κάποιας ασυνήθιστης, πολύ μεγάλης κι αγνής περιέργειας. Κι όλα αυτά χωρίς κανένα φόβο πια, χωρίς την παραμικρή φρίκη. Αυτό ήταν το κυριότερο κι αυτό που τον έκανε ν' απορεί άθελά του.

— Φτάνουν πια οι φλυαρίες σας, φώναξε ο Ρακίτιν. Καλύτερα φέρε μας σαμπάνια. Μου τη χρωστάς, ψέματα;

— Σωστά, σωστά. Ξέρεις, Αλιόσα, του υποσχέθηκα και σαμπάνια ακόμα αν σ' έφερνε εδώ πέρα. Θα πω να φέρουν λοιπόν, θα πιώ και γω! Φένια, φέρε μας σαμπάνια, εκείνο το μπουκάλι που άφησε ο Μίτια. Γρήγορα. Κουνήσου. Αν και είμαι τσιγκούνα, όμως θα σας κεράσω σαμπάνια. Όχι εσένα, Ρακίτκα, εσύ είσαι μανιτάρι, όμως αυτός εδώ είναι σωστός πρίγκηπας! Κι ας μην έχω διάθεση, τώρα όμως θα πιώ και γω μαζί σας, θέλω να το ρίξω έξω.

— Τι «είδηση» είναι αυτή που περιμένεις; Έ μήπως είναι μυστικό; ρώτησε περίεργος ο Ρακίτιν, προσπαθώντας να δείξει πως δεν δίνει σημασία στα πειράγματα που πέφτανε βροχή απάνω του.

— Τι μυστικό να 'ναι, αφού και συ το ξέρεις, πρόφερε ξαφνικά η Γκρούσενκα με ύφος όλο έγνοια.

Γύρισε το κεφάλι της προς τον Ρακίτιν κι απομακρύνθηκε λιγάκι από τον Αλιόσα, αν κι εξακολουθούσε να κάθεται στα γόνατά του και να 'χει το χέρι της περασμένο γύρω στο λαιμό του.

— Έρχεται ο αξιωματικός μου, Ρακίτιν, έρχεται ο αξιωματικός μου!

— Αυτό τ' άκουσα. Μα είναι κιόλας τόσο κοντά;

— Τώρα είναι στο Μόκρογιε. Θα στείλει από κει έναν μαντατοφόρο, μου το 'γραψε ο ίδιος, πήρα γράμμα του τις προάλλες. Τώρα κάθομαι δω και περιμένω τον μαντατοφόρο.

— Μπα! Και γιατί έμεινε στο Μόκρογιε;

— Που να στα λέω τώρα όλα. Σου φτάνουν κι αυτά.

— Α, ώστε γι' αυτό ο Μίτιενκα, τώρα; Πω! Πω! Το ξέρει ή δεν το ξέρει;

— Αυτό μας έλειπε! Τίποτα δεν ξέρει. Αν το μάθαινε, θα με σκότωνε. Όμως πια καθόλου δεν τον φοβάμαι, δεν το φοβάμαι πια το μαχαίρι του. Σώπα, Ρακίτκα, μη μου θυμίζεις τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς: μου κατασπάραξε την καρδιά. Όμως αυτή τη στιγμή δε θέλω ούτε να τα συλλογίζομαι όλα αυτά. Μονάχα τον Αλιόσετσκα μπορώ να σκέφτομαι, κάθομαι τώρα και τον κοιτάζω... Μα χαμογέλασε λοιπόν, καλούλη μου, ευθύμησε λιγάκι, χαμογέλασε έστω και ειρωνικά με τις ανοησίες που λέω, με το κέφι μου... Νά, χαμογελάει, χαμογελάει! Για κοίτα τι τρυφερό που 'ναι το βλέμμα του. Ξέρεις, Αλιόσα, νόμιζα πως είσαι θυμωμένος μαζί μου για κείνο που 'κανα προχτές, στη δεσποινίδα δηλαδή σαν παλιόσκυλο φέρθηκα... Όμως καλύτερα που 'γινε έτσι. Ήταν κακό μα και καλό ταυτόχρονα, είπε η Γκρούσενκα και χαμογέλασε ξάφνου στοχαστικά.

Μια ξαφνική σκληρότητα φάνηκε σ' αυτό το χαμόγελό της.

— O Μίτκα μού 'λεγε πως φώναζε: «Πρέπει να τη μαστιγώσουν!» Την πρόσβαλα άσχημα. Με κάλεσε, θέλησε να με νικήσει, να με καλοπιάσει, με τη σοκολάτα της... Όχι, καλά που 'ρθαν έτσι τα πράγματα, είπε και χαμογέλασε πάλι. Όμως όλο και φοβάμαι πως θύμωσες...

— Αλήθεια λέει, είπε σοβαρά απορημένος ο Ρακίτιν. Στ' αλήθεια σε φοβάται, Αλιόσα, εσένα, το κλωσσοπουλάκι.

— Για σένα, Ρακίτκα, είναι κλωσσόπουλο, γιατί δεν έχεις καθόλου συνείδηση, νά! Εγώ, βλέπεις, τον αγαπάω με την ψυχή μου, νά! Το πιστεύεις, Αλιόσα, πως σ' αγαπάω μ' όλη μου την ψυχή;

— Βρε, την ξεδιάντροπη! Άκου τα, Αλιόσα. Ερωτική εξομολόγηση σου κάνει.

— Ναι, τον αγαπάω. Τι σε νοιάζει εσένα;

— Κι ο αξιωματικός; Και η πολύτιμη ειδησούλα απ' το Μόκρογιε;

— Άλλο το ένα κι άλλο το άλλο.

— Λογική που την έχουν οι γυναίκες!

— Μη μ' ερεθίζεις, Ρακίτκα, είπε με έξαψη η Γκρούσενκα. Άλλο το 'να κι άλλο τ' άλλο. Τον Αλιόσα τον αγαπάω αλλιώτικα. Είναι αλήθεια, Αλιόσα, πως είχα πονηρούς σκοπούς πρώτα. Είμαι, βλέπεις, τιποτένια· είμαι, βλέπεις, αχαλίνωτη, όμως είναι και στιγμές που σε βλέπω σαν να βλέπω την ίδια μου τη συνείδηση. Όλο και σκέφτομαι: «Πόσο θα πρέπει να με περιφρονεί εμένα, την αχρεία, ένας τέτοιος άνθρωπος». Και προχτές το σκεφτόμουν αυτό καθώς έτρεχα εδώ απ' το σπίτι της δεσποινίδας. Είναι καιρός που σε πρόσεξα, Αλιόσα. O Μίτκα το ξέρει, του το 'χω πει. Και με καταλαβαίνει. Το πιστεύεις τάχα, Αλιόσα; Είναι φορές που σε κοιτάζω και ντρέπομαι, ντρέπομαι ολόκληρο τον εαυτό μου... Όμως ούτε ξέρω πώς έγινε κι άρχισα να σε σκέφτομαι, ούτε και θυμάμαι από πότε άρχισε αυτό...

Μπήκε η Φένια κι έβαλε στο τραπέζι ένα δίσκο με μιαν ανοιγμένη μποτίλια και τρία ποτήρια γεμάτα.

— Νά και η σαμπάνια! φώναξε ο Ρακίτιν. Βρίσκεσαι σε έξαψη, Αγκραφένα Αλεξάντροβνα και τα 'χεις λίγο χαμένα. Θα πιείς κάνα ποτήρι και θ' αρχίσεις να χορεύεις. Εχ, ούτε κι αυτό το κάνατε όπως έπρεπε, πρόσθεσε εξετάζοντας την σαμπάνια. Η γριά γέμισε τα ποτήρια στην κουζίνα, φέρανε το μπουκάλι ξεβούλωτο και δεν είναι ούτε παγωμένη. Τι να γίνει; Ας την πιούμε κι έτσι...

Πλησίασε στο τραπέζι, πήρε ένα ποτήρι και το 'πιε μονορούφι. Ύστερα το ξαναγέμισε.

— Σπάνια να σου τύχει σαμπάνια, πρόφερε γλείφοντας τα χείλια του. Έλα, Αλιόσα, πάρε ένα ποτήρι να μας δείξεις τι αξίζεις. Στην υγειά τίνος θα πιούμε όμως; Για τις πύλες του Παραδείσου μήπως; Πάρε το ποτήρι σου, Γκρούσα, πιες και συ στην υγεία των πυλών του Παραδείσου.

— Τι πύλες του Παραδείσου κάθεσαι και λες;

Η Γκρούσενκα πήρε το ποτήρι. O Αλιόσα πήρε το δικό του, ήπιε μια γουλιά και το ξανάβαλε στο τραπέζι.

— Όχι, καλύτερα να μην πιώ! είπε και χαμογέλασε αχνά.

— Κι όμως καυχιόσουν πως θα πιείς! φώναξε ο Ρακίτιν.

— Αφού είναι έτσι ούτε και γω θα πιώ, είπε η Γκρούσενκα. Δε μου κάνει όρεξη κιόλας. Πιες το μονάχος σου όλο το μπουκάλι, Ρακίτκα. Άμα πιει ο Αλιόσα, τότε θα πιώ και γω.

— Άρχισαν τα γλυκοσαλιάσματα! είπε κοροϊδευτικά ο Ρακίτιν. Αυτή πήγε και κάθησε στα γόνατά του! Αυτός είναι λυπημένος, το καταλαβαίνω · μα εσύ τι έχεις; Αυτός επαναστάτησε ενάντια στο Θεό του, ήταν έτοιμος να περιδρομιάσει σαλάμια...

— Πώς έτσι;

— Πέθανε ο στάρετς του σήμερα. O στάρετς Ζωσιμάς, ο άγιος.

— Ώστε πέθανε ο στάρετς Ζωσιμάς! αναφώνισε η Γκρούσενκα. Θεέ μου, και γω δεν το 'ξερα! έκανε ευλαβικά το σταυρό της. Θεέ μου, και τι κάνω εγώ τώρα; Πήγα και θρονιάστηκα στα γόνατά του!

Σαν να τρόμαξε ξαφνικά και στη στιγμή πετάχτηκε κι έκατσε στον καναπέ. O Αλιόσα την κοίταξε για κάμποσο απορώντας. Κάτι το φωτεινό φάνηκε στο πρόσωπό του.

— Ρακίτιν, πρόφερε ξαφνικά δυνατά και σταθερά, μη με κοροϊδεύεις πως τάχα επαναστάτησα ενάντια στο Θεό μου. Δε θέλω να γίνω κακός μαζί σου, γίνε λοιπόν και συ αγαθότερος. Έχασα ένα θησαυρό που εσύ δεν είχες ποτέ σου, δεν μπορείς λοιπόν τώρα να με κρίνεις. Κοίταξε καλύτερα αυτήν εδώ: Είδες πώς με λυπήθηκε; Ερχόμουνα δω πέρα νομίζοντας πως θα βρω μια μοχθηρή ψυχή, το 'θελα μάλιστα, γιατί και γω ήμουν πρόστυχος και κακός. Μα νά που βρήκα μια αληθινή αδερφή, βρήκα ένα θησαυρό, μια ψυχή γεμάτη αγάπη... Τώρα μόλις με λυπήθηκε... Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, για σένα το λέω. Μου ξαναστύλωσες την ψυχή μου.

Τα χείλη του Αλιόσα τρέμανε, ανάπνεε δύσκολα. Σώπασε.

— Λίγο ακόμα και θα πεις πως σ' έσωσε! γέλασε με κακία ο Ρακίτιν. Το ξέρεις όμως πως είχε σκοπό να σε καταπιεί;

— Φτάνει, Ρακίτκα! τινάχτηκε ξαφνικά η Γκρούσενκα. Σωπάστε και οι δυο σας. Τώρα όλα θα τα πω: Εσύ, Αλιόσα, να σωπάσεις γιατί με τα λόγια σου με κάνεις και ντρέπομαι, γιατί είμαι κακιά κι όχι καλή, νά τι είμαι. Και συ, Ρακίτκα, να σωπάσεις γιατί λες ψέματα. Είναι αλήθεια πως είχα μια άτιμη σκέψη και ήθελα να τον καταπιώ, μα τώρα λες ψέματα· τώρα είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα... να μη σε ξανακούσω πια, Ρακίτκα!

Όλα αυτά η Γκρούσενκα τα 'πε με μιαν ασυνήθιστη ταραχή. — Πάει, μουρλαθήκανε και οι δυο τους! σφύριξε ο Ρακίτιν και τους κοίταζε απορημένος. Σαν παλαβοί κάνουν, σωστό τρελοκομείο. Συγκινήθηκαν και οι δυο τους και τώρα θα 'χουμε και δάκρυα!

— Ναι, θα κλάψω, θα κλάψω! είπε η Γκρούσενκα. Με είπε αδερφή του. Αυτό πια ποτέ μου δε θα το ξεχάσω! Όμως σου λέω και τούτο, Ρακίτκα. Μπορεί να 'μαι κακιά, όμως ένα κρεμμυδάκι το 'δωσα.

— Τι κρεμμυδάκι κάθεσαι και λες; Φτου να πάρει και να σηκώσει. Στ' αλήθεια τους έστριψε.

O Ρακίτιν απορούσε με τον ενθουσιασμό τους και θύμωνε γιατί ένιωθε προσβλημένος, αν και μπορούσε πολύ εύκολα να καταλάβει πως αν γίνονταν όλα αυτά, ήταν γιατί συμπέσανε έτσι τα πράγματα που ήταν αδύνατο να μη συγκινηθούν και οι δυο τους, πράγμα που συμβαίνει σπάνια στη ζωή. Μα ο Ρακίτιν, που καταλάβαινε και διαισθανόταν το κάθε τι που 'χε σχέση με τον εαυτό του, ήταν ανίκανος να νιώσει τα αισθήματα των πλησίον του. Κι αυτό οφειλόταν πρώτα στη μικρή πείρα της ζωής που 'χε όντας νέος, μα εν μέρει και στο μεγάλο του εγωισμό.

— Μην νομίζεις, Αλιόσετσκα, είπε η Γκρούσενκα και γέλασε ξάφνου νευρικά, πως καυχιέμαι γιατί έδωσα ένα κρεμμυδάκι. Το καυχήθηκα στον Ρακίτκα μονάχα, εσένα θα στο πω με άλλο σκοπό. Είναι μονάχα ένα παραμύθι, μα καλό παραμύθι. Τ' άκουσα όταν ήμουν παιδί ακόμα απ' τη Ματργιόνα, που είναι τώρα μαγείρισσά μου. Για στάσου, νά πως είναι: «Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε μια κακιά γυναίκα, σωστή μέγαιρα. Πέθανε κι ούτε ένα καλό δεν είχε κάνει στη ζωή της. Την άρπαξαν το λοιπόν οι διάβολοι και την πετάξανε στη φλογισμένη λίμνη. Τότε ο φύλακας-άγγελός της κάθισε και σκέφτηκε: “Πρέπει να θυμηθώ καμιά καλοσύνη της για να πάω να την πω στο Θεό”. Θυμήθηκε, και μια και δυο πάει και λέει στο Θεό: “Αυτή, του λέει, έβγαλε ένα κρεμμυδάκι φρέσκο απ' το περιβόλι και το 'δωσε σε μια ζητιάνα”. Κι ο Θεός απαντάει: “Πάρε λοιπόν το ίδιο εκείνο κρεμμυδάκι, και πήγαινε πάνω απ' τη λίμνη. Βάστα το κρεμμυδάκι απ' τη μια άκρη κι ας πιαστεί αυτή απ' την άλλη. Τότε τράβα την. Αν τα καταφέρεις να την τραβήξεις απ' τη λίμνη, τότε ας πάει στον Παράδεισο. Όμως αν σπάσει το κρεμμυδάκι, θα πει πως καλά είναι εκεί που είναι”. Έτρεξε ο άγγελος στη γυναίκα και της λέει: “Πιάσου γερά απ' το κρεμμυδάκι και γω θα σε τραβήξω”. Κι άρχισε να την τραβάει προσεχτικά. Την είχε βγάλει ολάκερη σχεδόν απ' τη λίμνη, μα μόλις είδαν οι άλλοι αμαρτωλοί πως την τραβάνε έξω, γαντζώθηκαν όλοι πάνω της για να βγουν κι αυτοί μαζί της. Μα η γυναίκα ήταν κακιά, σωστή μέγαιρα, κι άρχισε να τους κλωτσάει: “Εμένα θέλουν να βγάλουν κι όχι εσάς. Δικό μου είναι το κρεμμυδάκι κι όχι δικό σας”. Μόλις το 'πε αυτό, το κρεμμυδάκι έσπασε. Κι αυτή ξανάπεσε στη λίμνη και καίγεται εκεί πέρα ως τα σήμερα. O άγγελος έβαλε τα κλάματα κι έφυγε». Νά το παραμύθι, Αλιόσα, το θυμάμαι απ' έξω γιατί εκείνη η στρίγγλα είμαι εγώ. Στον Ρακίτκα καυχήθηκα πως έδωσα ένα κρεμμυδάκι, όμως εσένα αλλιώς θα στο πω: η μοναδική καλοσύνη της ζωής μου ήταν που 'δωσα αυτό το κρεμμυδάκι. Μη με παινεύεις λοιπόν, Αλιόσα, μη με νομίζεις για καλόκαρδη. Είμαι κακιά, κακιά σαν στρίγγλα. Αν αρχίσεις τα παινέματα, θα με κάνεις να ντρέπομαι. Ναι, θα στα πω όλα τα κρίματά μου. Άκου, Αλιόσα: Το 'θελα τόσο πολύ να σε καταφέρω που δεν άφηνα σε ησυχία τον Ρακίτκα κι όλο του 'λεγα να σε φέρει. Του υποσχέθηκα και εικοσιπέντε ρούβλια αν σ' έφερνε. Στάσου, Ρακίτκα, περίμενε!

Πλησίασε βιαστικά το τραπέζι, άνοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε από μέσα ένα πορτοφόλι κι από κει ένα χαρτονόμισμα των εικοσιπέντε ρουβλίων.

— Μα τι σαχλαμάρες είναι αυτές; φώναξε ταραγμένος ο Ρακίτιν.

— Πάρτα, Ρακίτκα, σου δίνω το χρέος μου. Δεν πιστεύω βέβαια να τ' αρνηθείς; Συ ο ίδιος μου το ζήτησες. Και του πέταξε το χαρτονόμισμα.

— Αυτό έλειπε τώρα, να μην το πάρω κιόλας, είπε βραχνά ο Ρακίτιν.

Ήταν φανερό πως ντρεπόταν, μα έκρυβε παλικαρίσια την ντροπή του.

— Τούτο το εικοσιπεντάρικο είναι ό,τι μου χρειάζεται. Αν δεν υπήρχαν και οι βλάκες πώς θα ζούσαν οι έξυπνοι;

— Και τώρα σώπαινε πια, Ρακίτκα· τώρα όλα όσα θα πω δεν είναι για τ' αυτιά σου. Κάτσε εκεί στη γωνιά και σώπαινε. Δε μας αγαπάς, σώπαινε λοιπόν.

— Και γιατί τάχα να σας αγαπάω; γρύλισε ο Ρακίτιν χωρίς να κρύβει πια το θυμό του.

Το εικοσιπεντάρικο το 'βαλε στην τσέπη του. Όμως ντρεπόταν που όλα αυτά γίνανε μπροστά στον Αλιόσα. Υπολόγιζε πως θα πληρωνόταν μετά, έτσι που να μην το μάθαινε ποτέ ο άλλος,. Μα τώρα απ' την ντροπή μάνιασε. ως τα τώρα το 'βρισκε προτιμότερο να μην πηγαίνει και πολύ κόντρα στην Γκρούσενκα, παρ' όλα τα πειράγματα και την περιφρόνησή της, γιατί ήταν φανερό πως αυτή είχε κάποια εξουσία πάνω του. Μα τώρα πια έχασε την υπομονή του και θύμωσε.

— Αγαπάει κανείς για κάτι. Μα σεις οι δυο τι καλό μου κάνατε;

— Ν' αγαπάς χωρίς να περιμένεις τίποτα. Νά, όπως αγαπάει ο Αλιόσα.

— Και πώς σ' αγαπάει δηλαδή; Τι καλό σου 'κανε και τον έχεις μη στάξει και μη βρέξει;

Η Γκρούσενκα στεκόταν στη μέση της κάμαρας. Μιλούσε με θέρμη και στη φωνή της ακούστηκε κάποιος τόνος υστερίας.

— Σώπα, Ρακίτκα, δεν μπορείς καθόλου να μας καταλάβεις! Και να μη σε ξανακούσω να μου μιλάς με το συ, κατάλαβες; Δε στο επιτρέπω. Από πού κι ως πού τέτοιο θράσος; Νά! Κάτσε εκεί στη γωνιά και σώπαινε σαν λακές μου. Και τώρα, Αλιόσα, θα σου πω όλη την αλήθεια, για να δεις τι άτιμη που είμαι! Εσένα στα λέω κι όχι στον Ρακίτκα. Ήθελα να σε καταστρέψω, Αλιόσα· όρκο σου δίνω πως δε λέω ψέματα, το 'χα αποφασίσει πια. Τόσο πολύ το 'θελα που δωροδόκησα τον Ρακίτκα για να σε φέρει εδώ πέρα. Και γιατί το θέλησα τόσο πολύ; Εσύ, Αλιόσα, δεν έβαζες τίποτα με το νου σου, απέστρεφες το πρόσωπό σου, περνούσες από μπροστά μου με τα μάτια χαμηλωμένα. Όμως εγώ εκατό φορές σε κοίταξα, άρχισα να τους ρωτάω όλους για σένα. Η μορφή σου έμεινε για πάντα χαραγμένη στην καρδιά μου: «Με περιφρονεί», σκεφτόμουν, «ούτε να με κοιτάξει δε θέλει». Ώσπου στο τέλος άρχισα ν' απορώ και η ίδια με τον εαυτό μου: «Γιατί φοβάμαι ένα τέτοιο παιδαρέλι; Θα τον καταπιώ και θα γελάω κι από πάνω». Είχα μανιάσει. Κανένας δε θα τολμήσει να πει —το πιστεύεις τάχα;— ούτε να το σκεφτεί καν πως μπορεί να 'ρθει στο σπίτι της Αγκραφένα Αλεξάντροβνα γι' αυτή τη βρωμοδουλειά. Μονάχα το γέρο μου έχω, είμαι δεμένη μαζί του, πουλήθηκα σ' αυτόν, ο Σατανάς μας στεφάνωσε. Όμως άλλος, κανένας. Μα βλέποντας εσένα τ' αποφάσισα: «Αυτόν θα τον καταπιώ. Θα τον καταπιώ και θα γελάω κι από πάνω». Βλέπεις τι παλιόσκυλο είμαι; Και συ με είπες αδερφή σου! Τώρα ήρθε αυτός που με κατάστρεψε· κάθομαι δω και περιμένω ειδήσεις. Και ξέρεις τι ήταν για μένα αυτός ο άνθρωπος; Εδώ και πέντε χρόνια, όταν μ' έφερε δω πέρα ο Κουζμά, κρυβόμουν απ' τους ανθρώπους για να μη μ' ακούν και να μη με βλέπουν. Αδυνατούτσικη, ανοητούτσικη, καθόμουν κι έκλαιγα μ' αναφυλλητά, νύχτες ολάκερες ξαγρυπνούσα και σκεφτόμουν: «Πού να 'ναι τάχα αυτός ο παλιάνθρωπος; Ζει με μιαν άλλη σίγουρα και με κοροϊδεύει. Ας γινόταν», σκεφτόμουνα,. «να τον βρω καμιά φορά, να τον συναντήσω και τότε πια, τότε πια θα του το πληρώσω, τότε πια θα του το πληρώσω!» Καθόμουνα τις νύχτες και μούσκευα το μαξιλάρι μου με δάκρια και τα σκεφτόμουν πάλι και πάλι όλα αυτά, ξέσκιζα επίτηδες την καρδιά μου, την έτρεφα με το θυμό μου. «Θα του τα ξεπληρώσω, θα του τα ξεπληρώσω!» Ήταν φορές που ξεφώνιζα κιόλας στο σκοτάδι. Μα σαν θυμόμουν πως τίποτα δε θα μπορέσω να του κάνω και πως εκείνος τώρα με κοροϊδεύει, ίσως μάλιστα να με είχε ξεχάσει κι ολότελα, ριχνόμουν απ' το κρεβάτι στο πάτωμα, πνιγόμουνα στ' ανήμπορα δάκριά μου και τρανταζόμουν απ' τους λυγμούς ως τα ξημερώματα. Το πρωί σηκωνόμουν σαν λυσσασμένη σκύλα και με χαρά μου θα κατάπινα όλο τον κόσμο. Ύστερα, τι νομίζεις, άρχισα να μαζεύω λεφτά, έγινα άσπλαχνη, χόντρυνα· νομίζεις όμως πως έβαλα μυαλό; Κάθε άλλο. Κανένας δεν το βλέπει και δεν το ξέρει σ' όλη την οικουμένη, όμως, σαν απλωθούν τα σκοτάδια της νύχτας, κοίτομαι καμιά φορά όπως και τότε που ήμουν κοριτσάκι, εδώ και πέντε χρόνια, τρίζω τα δόντια μου και κλαίω ως το πρωί. «Θα μου το πληρώσει, θα μου το πληρώσει», σκέφτομαι! Τ' άκουσες όλα αυτά; Ε, τώρα λοιπόν πώς με καταλαβαίνεις; Εδώ κι ένα μήνα παίρνω ξαφνικά εκείνο το γράμμα. Έρχεται, μου λέει· η γυναίκα του πέθανε, θέλει να με δει. Μου κόβεται η ανάσα. Θεέ μου, σκέφτηκα ξαφνικά: Θα 'ρθει και θα μου σφυρίξει, θα με φωνάξει και γω θα συρθώ κοντά του σαν δαρμένο σκυλάκι με την ουρά κατεβασμένη, σαν ένοχη απέναντί του! Τα σκέφτομαι αυτά και δεν μπορώ να τα πιστέψω και η ίδια: «Είμαι ή δεν είμαι τιποτένια; Θα τρέξω ή όχι κοντά του;» Και ήμουν πιο θυμωμένη με τον εαυτό μου αυτό το μήνα απ' όσο ήμουν εδώ και πέντε χρόνια. Τώρα το βλέπεις, Αλιόσα, τι αχαλίνωτη είμαι, τι μανιασμένη. Σου είπα όλη την αλήθεια! Διασκέδαζα με τον Μίτια μόνο και μόνο για να μην τρέξω σε κείνον. Σώπα, Ρακίτκα, εσύ δεν μπορείς να με κρίνεις, όλα αυτά δεν τα είπα σε σένα. Τώρα, πριν έρθετε, πλάγιαζα δω πέρα, σκεφτόμουν, περίμενα, αποφάσιζα όλη τη μοίρα μου και ποτέ δε θα μάθετε τι είχα στην καρδιά μου. Όχι, Αλιόσα, πες στη δεσποινίδα σου να μη θυμώνει με τα προχτεσινά!... Κανένας στον κόσμο δεν ξέρει τι αισθάνομαι τώρα, μα κι ούτε μπορεί να ξέρει... Γιατί μπορεί σήμερα κιόλας να πάρω ένα μαχαίρι μαζί μου πηγαίνοντας εκεί, δεν τ' αποφάσισα ακόμα...

Και προφέροντας αυτά τα «συγκινημένα» λόγια η Γκρούσενκα δε βάσταξε, δεν τέλειωσε τη φράση της, έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της, έπεσε πάνω στα μαξιλάρια κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς, σαν μικρό παιδί. O Αλιόσα σηκώθηκε και πλησίασε τον Ρακίτιν.

— Μίσα, του είπε, μη θυμώνεις. Αυτή σε πρόσβαλε, όμως μη θυμώνεις. Την άκουσες; Δεν πρέπει να 'χουμε τόσο πολλές απαιτήσεις από μιαν ανθρώπινη ψυχή, πρέπει να 'μαστε πιο σπλαχνικοί...

O Αλιόσα πρόφερε αυτά τα λόγια μέσα σε μιαν ασυγκράτητη ορμή αισθήματος. Ένιωθε την ανάγκη να ξεσπάσει και γι' αυτό μίλησε στον Ρακίτιν. Αν δεν ήταν κανένας εκεί, τότε θα μιλούσε φωναχτά· μονάχος του.

Μα ο Ρακίτιν τον κοίταξε κοροϊδευτικά κι ο Αλιόσα απότομα σταμάτησε.

— Γέμισες το κεφάλι σου με γνώμες του στάρετς και τώρα κάθεσαι και μου τις ξεφουρνίζεις. Αλιόσετσκα, Άνθρωπε του Θεού, πρόφερε μ' ένα χαμόγελο γεμάτο μίσος ο Ρακίτιν.

— Μην κοροϊδεύεις, Ρακίτιν, μην ειρωνεύεσαι, μη μιλάς για τον νεκρό. Εκείνος ήταν ανώτερος απ' όλους που υπήρξαν στη γη! φώναξε ο Αλιόσα με φωνή γεμάτη δάκρια. Δε σου μίλησα σαν δικαστής μα σαν ο έσχατος κατηγορούμενος. Τι είμαι εγώ μπροστά σ' αυτήν; Ερχόμουνα δω πέρα γυρεύοντας το χαμό μου κι όμως έλεγα: «Δε με νοιάζει, δε με νοιάζει τίποτα!» Κι όλα αυτά γιατί ήμουν μικρόψυχος. Όμως αυτή, ύστερα από βάσανα πέντε χρόνων, τα συγχώρεσε όλα μόλις ήρθε κάποιος και της είπε μια λέξη ειλικρίνειας. Τα συγχώρεσε όλα, τα ξέχασε και τώρα κλαίει! Γύρισε αυτός που την είχε προσβάλει, την καλεί, κι αυτή όλα του τα συγχωράει και βιάζεται χαρούμενη να τον ξαναδεί. Το μαχαίρι δε θα το πάρει, όχι δε θα το πάρει! Εγώ δεν είμαι να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν εσύ είσαι, Μίσα, μα εγώ δεν είμαι! Σήμερα, τώρα, πήρα ένα μάθημα... Αυτή είναι ανώτερη σε αγάπη από μας... Τα 'χεις ξανακούσει αυτά που μας είπε τώρα; Όχι, σίγουρα δεν τ' άκουσες. Γιατί αν τα 'χες ξανακούσει, από καιρό πια θα τα καταλάβαινες όλα... και η άλλη που προσβλήθηκε προχτές και κείνη πρέπει να τη συγχωρέσει! Και θα τη συγχωρέσει όταν μάθει... και θα μάθει... Αυτή η ψυχή δεν έχει γαληνέψει ακόμα, πρέπει να τη λυπόμαστε... ίσως τούτη η ψυχή να κρύβει έναν ολάκερο θησαυρό...

O Αλιόσα σώπασε γιατί του κόπηκε η ανάσα. O Ρακίτιν παρ' όλο το θυμό του κοίταξε απορημένος. Ποτέ δεν το περίμενε πως ο ήρεμος Αλιόσα θα 'βγαζε μια τέτοια τιράντα.

— Μωρέ δικηγόρος που βρέθηκες! Βρε, μπας και την ερωτεύτηκες; Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, ο νηστευτής μας στ' αλήθεια σ' ερωτεύτηκε. Νίκησες! φώναξε γελώντας με αναίδεια. Η Γκρούσενκα σήκωσε το κεφάλι της απ' το μαξιλάρι και κοίταξε τον Αλιόσα μ' ένα συγκινημένο χαμόγελο που φώτισε ξαφνικά το κάπως πρησμένο απ' τα δάκρια πρόσωπό της.

— Άστονε, Αλιόσα, καλό μου χερουβείμ, τον βλέπεις τι άνθρωπος είναι. Βρήκες σε ποιον να μιλήσεις. Εγώ, Μιχαήλ Οσίποβιτς, γύρισε και είπε στον Ρακίτιν, ήμουν έτοιμη να σου ζητήσω συγνώμη γιατί σ' έβρισα, όμως τώρα το μετάνιωσα. Αλιόσα, έλα κοντά μου, κάτσε δω πέρα, είπε και τον καλούσε μ' ένα χαρούμενο χαμόγελο. Έτσι, ωραία, πες μου τώρα (τον πήρε απ' το χέρι και τον κοίταζε χαμογελώντας κατάματα) πες μου: Αυτόν που με πρόσβαλε τον αγαπάω ή όχι; Καθόμουνα δω πέρα στο σκοτάδι πριν έρθετε κι όλο ρωτούσα την καρδιά μου. Τον αγαπάω ή όχι; Πες μου το εσύ, Αλιόσα, έφτασε πια η ώρα· ό,τι μου πεις, αυτό θα κάνω. Να τον συγχωρέσω ή όχι;

— Μα αφού τον συγχώρεσες κιόλας, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα.

— Σωστά, τον συγχώρεσα, πρόφερε σκεφτικά η Γκρούσενκα. Τι άτιμη που είναι η καρδιά, μα την αλήθεια! Στην υγειά της άτιμης καρδιάς μου λοιπόν! είπε κι άρπαξε ξαφνικά ένα ποτήρι απ' το τραπέζι.

Το 'πιε μονορούφι, το σήκωσε ψηλά και το 'ριξε με φόρα καταγής. Το ποτήρι έσπασε κουδουνίζοντας. Στο χαμόγελό της φάνηκε κάποια σκληρότητα.

— Μα ίσως και να μην τον συγχώρεσα ακόμα, είπε κάπως απειλητικά χαμηλώνοντας τα μάτια, σα να μιλούσε με τον εαυτό της. Ίσως η καρδιά μου να ετοιμάζεται μονάχα να τον συγχωρέσει. Θα παλέψω ακόμα με την καρδιά μου. Βλέπεις, Αλιόσα, τα δάκρια που 'χυσα πέντε ολάκερα χρόνια τα 'χω πολύ αγαπήσει... Ίσως ίσως το μόνο που αγάπησα να 'ταν η προσβολή που μου 'κανε κι όχι αυτόν τον ίδιο!

— Ε, δε θα 'θελα να 'μουνα στη θέση του! είπε σχεδόν σφυρίζοντας ο Ρακίτιν.

— Κι ούτε θα βρεθείς ποτέ, Ρακίτκα, ποτέ δε θα βρεθείς. Θα μου γυαλίζεις τα παπούτσια μου, Ρακίτκα, ναι, μονάχα γι' αυτό θα σε χρησιμοποιήσω. Μια γυναίκα σαν και μένα δεν είναι για τα δόντια σου... Και ίσως όχι και για τα δικά του...

— 'Έτσι; Τότε γιατί στολίστηκες; είπε σαρκαστικά ο Ρακίτιν.

— Μη με κατηγορείς για την τουαλέτα μου, Ρακίτκα, δεν την ξέρεις ακόμα καλά την καρδιά μου! 'Αμα θέλω, το ξεσκίζω το φόρεμά μου, τώρα αμέσως το σκίζω, τούτη την ίδια στιγμή, φώναξε εκείνη δυνατά. Δεν μπορείς να ξέρεις γιατί στολίστηκα, Ρακίτκα! Ίσως να πάω και να του πω: «Με είδες ποτέ σου τόσο όμορφη ή όχι;» Γιατί εκείνος μ' άφησε δεκαεφτά χρονώ, αδύνατη, χτικιάρα και κλαψιάρα. Θα κάτσω κοντά του, θα τον χαϊδολογήσω, θα τον κάνω ν' ανάψει: «Είδες τώρα πώς είμαι»; θα του πω. «Σου φτάνει λοιπόν, ευγενέστατε κύριέ μου, γλείψου τώρα γιατί τρέχουν τα σάλια σου!» Να γιατί στολίστηκα ίσως, Ρακίτκα, τέλειωσε η Γκρούσενκα μ' ένα κακό γέλιο. Είμαι αχαλίνωτη, Αλιόσα, μανιασμένη. Μπορώ να σκίσω το φόρεμά μου, μπορώ να παραμορφωθώ, να χαλάσω την ομορφιά μου, να κάψω το πρόσωπό μου, να το πετσοκόψω με μαχαίρι και να πάω να ζητιανεύω. Άμα θελήσω δε θα πάω τώρα σε κανέναν— άμα θελήσω αύριο κιόλας θα στείλω στον Κουζμά όλα όσα μου χάρισε κι όλα τα λεφτά του και θα πάω να δουλεύω όλη μου τη ζωή μεροκάματο!... Νομίζεις πως δεν θα το κάνω, Ρακίτκα, δε θα τολμήσω να το κάνω; Κι όμως θα το κάνω, θα το κάνω, μονάχα μη μ' ερεθίζετε... και κείνον θα τον διώξω με τις κλωτσιές, θα τον κοροϊδέψω κατάμουτρα!

Τα τελευταία λόγια τα φώναξε υστερικά, μα και πάλι δε βάσταξε, έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της και ρίχτηκε πάνω στο μαξιλάρι. Τρανταζόταν και πάλι απ' τα αναφυλλητά. O Ρακίτιν σηκώθηκε:

— Καιρός να φεύγουμε, είπε. Είναι αργά και δε θα μας αφήσουν να μπούμε στο μοναστήρι.

Η Γκρούσενκα αναπήδησε.

— Ώστε στ' αλήθεια λοιπόν θέλεις να φύγεις, Αλιόσα; αναφώνησε με πικραμένη απορία. «Μα τι 'ναι αυτά που μου κάνεις; Μ' ανατάραξες ολόκληρη, με κατασπάραξες και τώρα θα πρέπει να περάσω όλη τη νύχτα μονάχη μου!

— Μπας και θέλεις να κοιμηθεί εδώ πέρα; Δηλαδή αν το θέλει, ας μείνει! Μπορώ να φύγω και μόνος μου! έχυσε το φαρμάκι του ο Ρακίτιν.

— Σώπα, κακόψυχε άνθρωπε, του φώναξε αγριεμένη η Γκρούσενκα. Εσύ ποτέ σου δε μου 'πες τα λόγια που 'ρθε να μου πει αυτός.

— Τι σου είπε δηλαδή; γκρίνιαξε ερεθισμένος ο Ρακίτιν.

— Δεν ξέρω, δεν ξέρω τι ακριβώς μου είπε, μα τα λόγια του μπήκαν ίσα στην καρδιά μου, άνω κάτω μ' έκαναν... Ήταν ο πρώτος κι ο μοναδικός που με λυπήθηκε! Αυτό είναι. Γιατί δεν ερχόσουν πρωτύτερα, καλό μου χερουβείμ, είπε και γονάτισε ξαφνικά μπροστά του σαν σε έκσταση. Όλη μου τη ζωή περίμενα έναν άνθρωπο σαν και σένα, το 'ξερα πως κάποιος θα 'ρθει και θα με συγχωρέσει. Πίστευα πως κάποιος θα βρεθεί να μ' αγαπήσει και μένα την τιποτένια, να μ' αγαπήσει όπως εσύ, κι όχι γιατί είμαι τιποτένια!...

— Μα τι σου έκανα λοιπόν; απάντησε ο Αλιόσα χαμογελώντας με καλοσύνη.

Έσκυψε και την πήρε απαλά απ' το χέρι.

— Ένα κρεμμυδάκι σου 'δωσα, ένα μικρούτσικο κρεμμυδάκι μονάχα!... είπε κι έβαλε κι αυτός τα κλάματα.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ξαφνικά θόρυβος απ' τον προθάλαμο, κάποιος είχε μπει στο χωλ. Η Γκρούσενκα σηκώθηκε απότομα. Φαινόταν κατατρομαγμένη. Η Φένια μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο φωνάζοντας και χειρονομώντας.

— Κυρία, καλή μου κυρία, έφτασε ο μαντατοφόρος! φώναξε χαρούμενα και λαχανιασμένα. Ήρθε κι ένα αμάξι απ' το Μόκρογιε για να σας πάρει, ο αμαξάς ο Τιμοφέη με την τρόικά του, τώρα θα ζέψουν ξεκούραστα άλογα... Έφερε και γράμμα, κυρία, ένα γράμμα, νά το!

Το γράμμα το 'χε στο χέρι της κι όλη την ώρα που μιλούσε το ανέμιζε στον αέρα καθώς χειρονομούσε. Η Γκρούσενκα της άρπαξε το γράμμα και πλησίασε το κερί. Ήταν ένα μικρό σημείωμα μονάχα, μερικές αράδες που τις διάβασε στο λεπτό.

— Με κάλεσε! φώναξε κατάχλωμη και το πρόσωπό της στράβωσε από 'να αρρωστιάρικο χαμόγελο. Μου σφύριξε! «Τρέχα, σκυλάκι!»

Όμως μονάχα για μια στιγμή έμεινε σαν αναποφάσιστη. Ξάφνου το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της και φλόγισε τα μάγουλά της.

— Πηγαίνω! φώναξε ξαφνικά. Αντίο, πέντε χρόνια μου! Αντίο, Αλιόσα, η μοίρα μου αποφασίστηκε... φευγάτε, φευγάτε, φευγάτε από δω όλοι σας, δε θέλω πια να σας βλέπω!... Η Γκρούσενκα τρέχει για ν' αρχίσει μια καινούργια ζωή... Μη μου κρατάς κακία και συ, Ρακίτκα. Μπορεί να βρω και το θάνατο εκεί που πάω! Ουφ! Σαν να 'μαι μεθυσμένη!

Τους παράτησε ξαφνικά κι έτρεξε στην κρεβατοκάμαρά της. — Τώρα πια δεν της χρειαζόμαστε! γκρίνιαξε ο Ρακίτιν. Πάμε, γιατί ίσως ν' αρχίσει πάλι τις φωνές, βαρέθηκα πια...

O Αλιόσα τον ακολούθησε μηχανικά. Στην αυλή στεκόταν ένα αμάξι· ξεζεύανε τ' άλογα, κάποιος βαστούσε ένα φανάρι και πήγαινε δω και κει πολυάσχολος. Απ' την ανοιγμένη εξώπορτα μπάζανε τα τρία ξεκούραστα άλογα. Μα μόλις ο Αλιόσα κι ο Ρακίτιν κατέβηκαν απ' το κατώφλι, το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας άνοιξε και η Γκρούσενκα φώναξε του Αλιόσα με δυνατή και ξάστερη φωνή:

— Αλιόσετσκα, πες χαιρετίσματα στον αδερφούλη σου τον Μίτιενκα και πες του να μη με θυμάται με κακία, εμένα που τον βασάνισα τόσο. Να του πεις ακόμα τούτο: «Η Γκρούσενκα έλαχε σ' έναν κανάγια κι όχι σε σένα, τον ευγενικό». Και να προσθέσεις ακόμα πως τον αγάπησε η Γκρούσενκα για λίγο, για μιαν ωρίτσα όλη κι όλη τον αγάπησε. Ας τη θυμάται λοιπόν, από δω και πέρα σ' όλη του τη ζωή εκείνη την ωρίτσα, έτσι πες του σου παραγγέλνει η Γκρούσενκα!...

Τέλειωσε με λυγμούς στη φωνή της. Το παράθυρο έκλεισε με θόρυβο.

— Χμ! Χμ! μούγκρισε ο Ρακίτιν γελώντας. Τον έσφαξε τον αδερφό σου τον Μίτιενκα και τώρα του λέει να τη θυμάται κιόλας σ' όλη του τη ζωή. Μωρέ αιμοβορία!

O Αλιόσα δεν απάντησε τίποτα λες και δεν άκουσε. Περπατούσε γρήγορα κοντά στον Ρακίτιν σαν να βιαζόταν φοβερά. Είχε ύφος αφηρημένο και βάδιζε μηχανικά. Τον Ρακίτιν ξαφνικά κάτι τον σούβλισε σαν να του 'χαν αγγίξει με το δάχτυλο μια πρόσφατη πληγή. Εντελώς άλλα περίμενε όταν έφερνε τον Αλιόσα στην Γκρούσενκα κι άλλα γίνανε· όχι εκείνα που ήθελε.

— Πολωνός είναι αυτός ο αξιωματικός της, είπε και πάλι συγκρατώντας τον εαυτό του. Μα ούτε κι αξιωματικός δεν είναι πια, στο τελωνείο δούλευε, εκεί στην Σιβηρία, στα σύνορα της Κίνας. Σίγουρα θα 'ναι κάνας τενεκές μικροπολωνός. Λένε πως τώρα έχασε τη θέση του. Άκουσε πως η Γκρούσενκα έχει λεφτά, γι' αυτό και γύρισε. Έτσι εξηγούνται όλα τα θαύματα.

O Αλιόσα και πάλι δεν απάντησε σαν να μην άκουσε τίποτα. O Ρακίτιν δε βάσταξε.

— Λοιπόν την έσωσες την αμαρτωλή, ε; είπε γελώντας χαιρέκακα. Επανέφερες το απολωλός πρόβατο στην ευθεία οδό, ε; Έδιωξες τους εφτά δαίμονες, ε; Νά λοιπόν που τα θαύματα που περιμέναμε απ' το πρωί γίνανε επιτέλους!

— Πάψε, Ρακίτιν, είπε πονεμένα ο Αλιόσα.

— Τι συμβαίνει; Με «περιφρονείς» για τα εικοσιπέντε ρούβλια μήπως; «Πούλησε τον καλύτερο φίλο του», θα λες μέσα σου. Όμως δεν είσαι Χριστός, ούτε και γω είμαι Ιούδας.

— Αχ, Ρακίτιν, στο λόγο μου σου λέω, το 'χα ξεχάσει κιόλας, αναφώνησε ο Αλιόσα. Μονάχος σου έρχεσαι και μου το θυμίζεις τώρα...

Μα ο Ρακίτιν, είχε πια μανιάσει για καλά.

— Δεν πάτε όλοι σας στο διάολο λέω γω! κραύγασε ξαφνικά. Τι μου 'ρθε κι έμπλεξα μαζί σου! Δε θέλω πια να σε ξέρω. Τράβα μονάχος σου. Το δρόμο τον ξέρεις!

Γύρισε απότομα και μπήκε σ' άλλο δρόμο, αφήνοντας τον Αλιόσα στο σκοτάδι. O Αλιόσα βγήκε απ' την πολιτεία και πήρε το δρόμο για το μοναστήρι μεσ' απ' τα χωράφια.


7. III. Το Κρεμμυδάκι 7. III. The Onion

H Γκρούσενκα έμενε στο πιο πολυσύχναστο μέρος της πολιτείας, κοντά στην πλατεία της Μητρόπολης, στο σπίτι της χήρας του έμπορα Μορόζοβ. Κρατούσε μια μικρή ξύλινη πτέρυγα στην αυλή. Το σπίτι της Μορόζοβα ήταν μεγάλο, πέτρινο, δίπατο, παλιό κι ακαλαίσθητο εξωτερικά. Εκεί ζούσε απομονωμένη η γριά ιδιοκτήτρια με δυο ανιψιές της, που ήταν κι αυτές αρκετά ηλικιωμένες, γεροντοκόρες. Δεν είχε καμιάν ανάγκη να νοικιάσει την πτέρυγα της αυλής, μα όλοι το ξέρανε πως δέχτηκε για νοικάρισσα την Γκρούσενκα (εδώ και τέσσερα χρόνια) μόνο και μόνο για να ευχαριστήσει το συγγενή της, τον έμπορα Σαμσόνοβ, που ήταν ο πασίγνωστος «προστάτης» της Γκρούσενκα. Λέγανε πως ο ζηλιάρης γέρος εγκατέστησε στο σπίτι της Μορόζοβα την «ευνοουμένη» του γιατί ήταν βέβαιος πως η γριά θα παρακολουθούσε άγρυπνα τη διαγωγή τής καινούργιας της νοικάρισσας. Μα αποδείχτηκε πολύ γρήγορα πως η επιτήρηση ήταν περιττή και στο τέλος η Μορόζοβα συναντούσε πολύ σπάνια την Γκρούσενκα και δεν την ενοχλούσε με καμιά επίβλεψη. Η αλήθεια είναι πως είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που ο γέρος την έφερε σ' αυτό το σπίτι απ' την πρωτεύουσα της επαρχίας, δεκαοχτάχρονη κοπέλα, δειλή, χαμηλοβλεπούσα, λεπτοκαμωμένη, αδυνατούλα, σκεφτική και μελαγχολική κι από τότε έχουν πολλά αλλάξει. Για τη ζωή αυτού του κοριτσιού ξέρανε πολύ λίγα και μπερδεμένα πράγματα στην πολιτεία μας. Ούτε και τον τελευταίο καιρό μάθανε περισσότερα, ακόμα και τότε που όλοι άρχισαν να ενδιαφέρονται για την «ομορφονιά». Γιατί πραγματικά η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα είχε γίνει πολύ όμορφη τελευταία. Λέγανε πως όταν ήταν δεκαεφτά χρονώ την είχε ξελογιάσει τάχα κάποιος αξιωματικός κι αμέσως την παράτησε. O αξιωματικός, λέγανε, έφυγε και παντρεύτηκε κάποιαν άλλη και η κοπέλα έμεινε φτωχή και ντροπιασμένη. Λέγανε ακόμα πως, αν κι ο γέρος πήρε την Γκρούσενκα και την έσωσε απ' τη μιζέρια, αυτή ήταν από τίμια οικογένεια, από σόι κληρικών μάλιστα. O πατέρας της ήταν άλλοτε διάκος ή κάτι τέτοιο. Και νά που φτάσανε τέσσερα χρόνια για να γίνει η συναισθηματική, προσβλημένη και αξιολύπητη μικρή ορφανή μια ροδαλή, παχουλή ρούσικη ομορφιά, μια γυναίκα με τολμηρό κι αποφασιστικό χαρακτήρα, περήφανη κι αναιδής, που καταλάβαινε από χρήματα, άπληστη, φιλάργυρη και προσεχτική στις δουλειές της, που 'χε προφτάσει κιόλας, έτσι ή αλλιώς, να συγκεντρώσει, καθώς λέγανε, ένα κεφαλαιάκι. Για ένα μονάχα ήταν σίγουροι όλοι: Πως ήταν απρόσιτη και πως εκτός απ' τον γέρο, τον κηδεμόνα της, κανένας δε θα μπορούσε να καυχηθεί πως του 'χε χαρίσει την εύνοιά της. Αυτό ήταν ατράνταχτα εξακριβωμένο, γιατί πολλοί είχαν προσπαθήσει ν' αποχτήσουν την εύνοιά της, προπάντων τα δυο τελευταία χρόνια. Μα όλες οι προσπάθειες αποδείχτηκαν μάταιες. Μερικοί μάλιστα αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν γελοιοποιημένοι και ντροπιασμένοι απ' τη σταθερή και κοροϊδευτική αντίσταση αυτής της ενεργητικής νέας γυναίκας. Ξέρανε ακόμα πως είχε ανακατευτεί τον τελευταίο χρόνο σε «επιχειρήσεις» και πως έδειξε εξαιρετικές ικανότητες, τόσο που τελικά ήταν πολλοί εκείνοι που τη λέγανε σωστή Εβραία. Όχι πως ήταν τοκογλύφος, μα ήταν γνωστό λόγου χάρη πως συνεταιρικά με τον Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ αγόραζε για κάμποσον καιρό σ' εξευτελιστική τιμή κάτι γραμμάτια, πληρώνοντας το δέκατο της αξίας τους και ύστερα πούλησε μερικά απ' αυτά στο δεκαπλάσιο της αξίας τους. Τον άρρωστο, χήρο Σαμσόνοβ, που τον τελευταίο χρόνο είχαν πρηστεί τα πόδια του και δεν μπορούσε καθόλου να περπατήσει, που ήταν σωστός τύραννος των ενήλικων γιων του, πολύ παραλής, άνθρωπος σπαγγοραμμένος κι άκαρδος, τον έκανε σχεδόν ό,τι ήθελε ενώ στην αρχή τη μεταχειριζόταν πολύ αυστηρά κι όπως έλεγαν οι κουτσομπόληδες της έδινε ως και «το λάδι με το σταγονόμετρο». Μα η Γκρούσενκα πρόφτασε και χειραφετήθηκε και τα κατάφερε ταυτόχρονα να τον κάνει να της έχει απόλυτη εμπιστοσύνη πως του είναι πιστή. O γέρος ήταν σπουδαίος επιχειρηματίας (είναι καιρός τώρα που 'χει πεθάνει) και είχε κι αυτός αξιοπρόσεχτο χαρακτήρα. Τσιγκούνης και πεισματάρης σαν βράχος και, αν και η Γκρούσενκα του 'χε κάνει τόση εντύπωση που δίχως αυτήν δεν μπορούσε να ζήσει (τα τελευταία δυο χρόνια λόγου χάρη αυτό ήταν αληθινό στην κυριολεξία), και πάλι δεν της έδωσε κανένα σημαντικό κεφάλαιο. Ακόμα κι αν τον φοβέριζε πως θα τον παράταγε εντελώς και πάλι δε θ' άλλαζε γνώμη. Της εκχώρησε ένα μικρό ποσό, μα κι αυτό ακόμα έκανε σ' όλους μεγάλη εντύπωση όταν μαθεύτηκε.

— Εσύ είσαι γυναίκα με μυαλό, της είπε δίνοντάς της κάπου οχτώ χιλιάδες. Πάρε λοιπόν τούτα τα λεφτά και κάνε κουμάντο. Μα να ξέρεις πως ώσπου να πεθάνω δεν έχεις τίποτα άλλο να περιμένεις από μένα εκτός από εκείνα που σου 'δινα κάθε χρόνο για τη συντήρησή σου. Μα και στη διαθήκη μου τίποτα δε θα σου γράψω.

Πραγματικά, κράτησε το λόγο του: όταν πέθανε, τ' άφησε όλα στους γιους του, που όσο ζούσε τους είχε σαν υπηρέτες του μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Την Γκρούσενκα ούτε καν την ανάφερε στην διαθήκη του. Όλα αυτά μαθεύτηκαν αργότερα. Όμως της έδινε συνεχώς συμβουλές πώς να τοποθετήσει καλύτερα «τα προσωπικά της κεφάλαια» και της υπόδειχνε διάφορες «δουλειές». Όταν ο Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ μπλέχτηκε μαζί της σε μια τυχαία «επιχείρηση» και στο τέλος, χωρίς καθόλου να το περιμένει, ερωτεύτηκε την Γκρούσενκα, τόσο που έχασε τα λογικά του, ο γερο-Σαμσόνοβ, που 'χε κιόλας το 'να του πόδι στο λάκο, έσπαγε πολύ κέφι μαζί του. Είναι αξιοσημείωτο πως η Γκρούσενκα σ' όλη τη διάρκεια της γνωριμίας της με το γέρο της δεν του 'κρυβε τίποτα και ήταν πάντα ειλικρινής μαζί του και ήταν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που εμπιστευόταν. Τον τελευταίο καιρό όμως, όταν παρουσιάστηκε ξαφνικά ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, ο γέρος έπαψε πια να γελάει. Απεναντίας, μια φορά συμβούλεψε αυστηρά και σοβαρά την Γκρούσενκα:

— Αν είναι να διαλέξεις ανάμεσα σ' αυτούς τους δυο, τον πατέρα δηλαδή και το γιο, τότε να προτιμήσεις το γέρο, με τη συμφωνία όμως να σε παντρευτεί οπωσδήποτε ο γερο-κατεργάρης και πριν απ' το στεφάνωμα να γράψει στ' όνομά σου κανένα σημαντικό ποσό. Όμως με το λοχαγό μην κάνεις πια παρέα, δε θα δεις προκοπή.

Αυτά ήταν τα λόγια του γεροπαραλυμένου, που ένιωθε πια κοντά το τέλος του. Και πραγματικά, σε πέντε μήνες πέθανε. Θα προσθέσω ακόμα πως, αν και ξέρανε πολλοί στην πολιτεία μας την παράλογη και τερατώδικη αντιζηλία των Καραμάζοβ, του πατέρα και του γιου, που μάλωναν για την Γκρούσενκα, πολύ λίγοι καταλάβαιναν τότε τις πραγματικές της σχέσεις και με τους δυο. Ακόμα και οι δυο υπηρέτριες της Γκρούσενκα (ύστερα απ' την καταστροφή που γι' αυτήν θα μιλήσουμε παρακάτω) κατέθεσαν αργότερα στο δικαστήριο πως η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα δεχόταν τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς μόνο και μόνο επειδή τον φοβόταν γιατί την είχε «απειλήσει πως θα την σκότωνε».

Είχε δυο υπηρέτριες: Μια πολύ γριά μαγείρισσα, αρρωστιάρα και σχεδόν κουφή, που την είχε στη δούλεψή της απ' τον καιρό που ζούσε με την πατρική της οικογένεια, και την εγγονή της μαγείρισσας, μια νεαρή και ζωηρή κοπέλα κάπου είκοσι χρονώ. Αυτή ήταν καμαριέρα της. Η Γκρούσενκα ζούσε με μεγάλη τσιγκουνιά και η επίπλωση του σπιτιού της δεν ήταν καθόλου πλούσια. Κρατούσε στην πτέρυγα τρία δωμάτια όλα κι όλα με έπιπλα της σπιτονοικοκύρης, παλιά, από κόκκινο ξύλο, στο στυλ του 1820.

Όταν ο Ρακίτιν κι ο Αλιόσα μπήκανε μέσα, σκοτείνιαζε πια για τα καλά, μα δεν είχαν ανάψει ακόμα φως. Η Γκρούσενκα ήταν ξαπλωμένη στο σαλόνι της, πάνω στον μεγάλο, σκληρό κι άγαρμπο καναπέ, που η ράχη του ήταν βαμμένη σαν κόκκινο ξύλο και ήταν ταπετσαρισμένος με δέρμα που από καιρό τώρα είχε τριφτεί και είχε τρυπήσει. Κάτω απ' το κεφάλι της είχε βάλει δυο μαξιλάρια του κρεβατιού. Κοιτόταν ανάσκελα, ακίνητη, έχοντας τα χέρια κάτω απ' το κεφάλι. Ήταν ντυμένη λες και κάποιον περίμενε. Φορούσε ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα, μιαν ανάλαφρη νταντέλα στο κεφάλι, που της πήγαινε θαυμάσια, και στους ώμους της είχε ρίξει μιαν εσάρπα, νταντελένια κι αυτή, στερεωμένη στο στήθος με μια μεγάλη χρυσή αγκράφα. Πραγματικά περίμενε κάποιον, ήταν μελαγχολική και ανυπόμονη. Το πρόσωπό της ήταν λιγάκι χλωμό, τα χείλη και τα μάτια της φλογισμένα. Με την άκρη του δεξιού της ποδιού χτυπούσε νευρικά το χέρι του καναπέ. Μόλις φτάσανε ο Ρακίτιν κι ο Αλιόσα, έγινε μια μικρή φασαρία: απ' τον προθάλαμο μπορούσε ν' ακούσει κανείς την Γκρούσενκα που σηκώθηκε βιαστικά και φώναξε τρομαγμένα:

— Ποιος είναι; μα η κοπέλα που δέχτηκε τους επισκέπτες φώναξε αμέσως στην κυρία της.

— Δεν είναι εκείνος. Άλλοι είναι. Δεν είναι τίποτα.

— Τι να της συμβαίνει; μουρμούρισε ο Ρακίτιν καθώς πήρε τον Αλιόσα απ' το χέρι και μπαίνανε στο σαλόνι.

Η Γκρούσενκα στεκόταν κοντά στον καναπέ και φαινόταν ακόμα τρομαγμένη. Μια πλεξούδα απ' τα σκουρόξανθα μαλλιά της ξέφυγε απ' την νταντέλα κι έπεσε στον δεξί της ώμο. Όμως αυτή δεν το παρατήρησε και δεν ταχτοποίησε τα μαλλιά της παρά αφού καλοκοίταξε τους επισκέπτες και τους αναγνώρισε.

— Α, εσύ είσαι, Ρακίτκα; Με κατατρόμαξες. Με ποιον ήρθες; Ποιος είναι μαζί σου; Ω, Θεέ μου, ποιον έφερε! αναφώνησε όταν διέκρινε τον Αλιόσα.

— Μα πες λοιπόν να φέρουν τα κεριά! είπε ο Ρακίτιν με πολλή άνεση, σαν να 'ταν στενός γνώριμος κι άνθρωπος του σπιτιού που 'χε το δικαίωμα να δίνει και διαταγές.

— Κεριά... και βέβαια πρέπει να φέρουν κεριά... Φένια, φέρε του ένα κερί... Διάλεξες την ώρα για να τον φέρεις, μα την αλήθεια! αναφώνησε και πάλι, δείχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού τον Αλιόσα.

Και στρέφοντας στον καθρέφτη άρχισε να ταχτοποιεί όπως όπως τα μαλλιά της. Φαινόταν κάπως δυσαρεστημένη.

— Δεν έκανα καλά που ήρθα δηλαδή; ρώτησε ο Ρακίτιν που αμέσως πειράχτηκε.

— Με τρόμαξες, Ρακίτκα, αυτό είναι, είπε η Γκρούσενκα και γύρισε χαμογελαστή στον Αλιόσα. Μη με φοβάσαι, καλέ μου Αλιόσα, είμαι πολύ χαρούμενη που σε βλέπω, απροσδόκητέ μου ξένε. Όμως εσύ, Ρακίτκα, με τρόμαξες. Νόμιζα πως θα μου κουβαληθεί ο Μίτκα. Του την έσκασα, βλέπεις. Τον έβαλα να μου δώσει το λόγο της τιμής του πως με πιστεύει και τότε εγώ του είπα ψέματα. Του είπα πως θα πάω στον γέρο μου τον Κουζμά Κουζμίτς και θα μετράω όλη τη νύχτα τα χρήματά του. Κάθε βδομάδα πηγαίνω σπίτι του και ταχτοποιώ τους λογαριασμούς. Αμπαρώνουμε χαλά την πάρτα- εκείνος μετράει με τον αριθμητήρα και γω τα γράφω στα βιβλία, μονάχα σε μένα έχει εμπιστοσύνη. Λοιπόν, ο Μίτκα το πίστεψε πως θα 'μαι εκεί, όμως εγώ κλειδώθηκα εδώ πέρα και περιμένω μιαν είδηση. Πώς έτσι σας άφησε να μπείτε η Φένια! Φένια, Φένια, τρέξε στην εξώπορτα, άνοιξέ την και κοίταξε γύρω γύρω μην είναι ο λοχαγός. Ίσως να κρύφτηκε κάπου και να κατασκοπεύει. Τρέμω απ' το φόβο μου!

— Κανένας δεν είναι, Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, μόλις τώρα κοίταξα. Κάθε στιγμή πάω και μισανοίγω την πόρτα και κοιτάζω. Και γω φοβάμαι.

— Τα 'κλεισες τα παντζούρια, Φένια; Καλύτερα να κατεβάσουμε και τις κουρτίνες. Έτσι! είπε και κατέβασε μονάχη της τις βαριές κουρτίνες. Γιατί άμα δει φως, θα 'ρθει το δίχως άλλο. Τον φοβάμαι σήμερα τον Μίτκα τον αδερφούλη σου, Αλιόσα.

Η Γκρούσενκα μιλούσε δυνατά, αν και ταραγμένα, μα και σχεδόν με κάποιο ενθουσιασμό.

— Γιατί τον φοβάσαι τόσο τον Μίτιενκα σήμερα; ρώτησε ο Ρακίτιν. Εσύ, μου φαίνεται, δεν τον φοβάσαι συνήθως, τον κάνεις ό,τι θέλεις.

— Σου λέω πως περιμένω μιαν είδηση, μια τόσο πολύτιμη ειδησούλα που ο Μίτιενκα δεν μου χρειάζεται καθόλου τώρα. Μα νιώθω κιόλας πως δεν πίστεψε ότι θα πάω στου Κουζμά Κουζμίτς. Σίγουρα θα κάθεται τώρα στον κήπο του Φιόντορ Παύλοβιτς και θα παραφυλάει. Μα αν θρονιάστηκε εκεί πέρα, τόσο το καλύτερο γιατί δε θα 'ρθει εδώ! Στον Κουζμά Κουζμίτς πήγα στ' αλήθεια, με συνόδεψε ο Μίτια. Του είπα πως θα μείνω εκεί πέρα ως τα μεσάνυχτα και τον παρακάλεσα να 'ρθει το δίχως άλλο να με πάρει και να με συνοδέψει ως το σπίτι. Εκείνος έφυγε και γω έκατσα κάπου δέκα λεπτά στου γέρου και ύστερα ξανάρθα εδώ. Φοβόμουν πολύ, έτρεχα για να μην τον συναντήσω.

— Πού θα πας και στολίστηκες έτσι; Γιατί έβαλες αυτό το περίεργο σκουφάκι;

— Βλέπω πως εσύ είσαι ακόμα πιο περίεργος, Ρακίτιν! Σου λέω πως περιμένω μιαν είδηση. Μόλις έρθει, θα σηκωθώ και θα πετάξω, κι από δω παν και οι άλλοι. Γι' αυτό και στολίστηκα.

Για να 'μαι έτοιμη.

— Και πού θα πετάξεις;

— Μη ζητάς να μάθεις, γιατί όποιος ξέρει πολλά γερνάει γρήγορα.

— Είσαι όλο χαρές-χαρούδια βλέπω. Ποτέ δε σε ξανάδα έτσι. Έβαλες ολόκληρη τουαλέτα λες και θα πας σε χορό, είπε ο Ρακίτιν εξετάζοντάς την.

— Τι ξέρεις εσύ από χορούς;

— Εσύ ξέρεις;

— Εγώ τουλάχιστον έχω δει χορό. Εδώ και τρία χρόνια, όταν ο Κουζμά Κουζμίτς πάντρευε το γιο του, κοίταζα ψηλά απ' τον εξώστη. Μα τι κάθομαι και κουβεντιάζω μαζί σου τη στιγμή που 'χω δω πέρα έναν πρίγκηπα; Αυτός μάλιστα! Αλιόσα, καλούλη μου, σε κοιτάζω και δεν πιστεύω στα μάτια μου. Θεέ μου, πώς έγινε και βρέθηκες εδώ στο σπίτι μου; Να σου πω την αλήθεια, δεν το περίμενα καθόλου· δεν θα πίστευα ποτέ πως μπορούσες να 'ρθεις. Αν και η στιγμή δεν είναι καθόλου κατάλληλη, όμως είμαι όλο χαρά. Κάθισε το λοιπόν εδώ στον καναπέ, νιόβγαλτο φεγγάρι μου. Αλήθεια, σαν να μου φαίνεται πως δεν ξέρω τι λέω... Αχ, Ρακίτκα, αν τον έφερνες χτες ή προχτές!... Μα κι έτσι είμαι πολύ ευχαριστημένη. Ίσως καλύτερα κιόλας που τον έφερες σε μια τέτοια στιγμή κι όχι προχτές.

Έκατσε ζωηρά στον καναπέ πλάι στον Αλιόσα και τον κοίταζε ενθουσιασμένη. Πραγματικά ήταν χαρούμενη, δεν έλεγε ψέματα. Τα μάτια της καίγανε, τα χείλη γελούσαν, όμως γελούσαν καλόκαρδα, εύθυμα. O Αλιόσα δεν περίμενε να δει μια τέτοια έκφραση καλοσύνης στο πρόσωπό της... ως τα χτες λίγες φορές την είχε συναντήσει και είχε σχηματίσει τρομερή ιδέα γι' αυτήν. Χτες είχε ταραχτεί πολύ απ' το κακό και ύπουλο φέρσιμό της με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Τώρα παραξενευόταν πολύ γιατί ήταν σαν να 'βλεπε ένα εντελώς αλλιώτικο πλάσμα. Και, όσο κι αν τον τυραννούσε η προσωπική του θλίψη, άρχισε να την κοιτάζει με προσοχή. Οι τρόποι της είχαν κι αυτοί καλυτερέψει: δεν έσερνε τόσο γλυκερά τα λόγια της όπως χτες, οι χειρονομίες της δεν ήταν τόσο ράθυμες και προσποιητές... όλα ήταν απλά, ανοιχτόκαρδα, οι κινήσεις της γρήγορες, ντόμπρες, ειλικρινείς. Όμως σαν να 'χε έξαψη.

— Θεέ μου, όλα σήμερα θα πραγματοποιηθούν! άρχισε να τιτιβίζει και πάλι. Γιατί είμαι τόσο χαρούμενη που σε βλέπω, Αλιόσα; Ούτε και γω η ίδια δεν το ξέρω. Αν με ρωτούσες, δε θα 'ξερα τι να σου απαντήσω.

— Αυτό έλειπε, να μην ξέρεις κιόλας, είπε χαμογελώντας ειρωνικά ο Ρακίτιν. Τότε γιατί μου κολλούσες, φέρτον και φέρτον; Θα 'χες κάποιο σκοπό, βέβαια.

— Τότε είχα άλλο σκοπό, μα τώρα πάει πια, δεν είναι πια η στιγμή. Θα σας φιλέψω, νά τι θα κάνω. Τώρα έγινα καλή, Ρακίτκα. Μα κάτσε λοιπόν και συ, Ρακίτκα, τι στέκεσαι; Μα εσύ κάθισες κιόλας. Αμ, βέβαια, ο Ρακίτουτσκα δεν ξεχνάει ποτέ τον εαυτό του. Νά τον τώρα, κάθεται εκεί πέρα, Αλιόσα, απέναντί μας και είναι κακιωμένος γιατί δεν είπα πρώτα σ' αυτόν να κάτσει. Τα παίρνει κατάκαρδα ο Ρακίτκα μου! είπε γελώντας η Γκρούσενκα. Μη μου θυμώνεις, Ρακίτκα, σήμερα είμαι καλή. Μα γιατί είσαι έτσι μελαγχολικός, Αλιόσα; Ή, μήπως με φοβάσαι; είπε και τον κοίταξε με καλόκαρδη ειρωνεία στα μάτια.

— Έπαθε συμφορά. Δεν τον προβιβάσανε, είπε βραχνά ο Ρακίτιν.

— Ποιον δεν προβιβάσανε; — O στάρετς του βρώμησε.

— Ποιος βρώμησε; Σίγουρα κάποια ανοησία θα τσαμπουνάς, κάποιο αισχρόλογο θα ετοιμάζεσαι να πεις. Σώπα, βλάκα. Μ' αφήνεις, Αλιόσα, να κάτσω στα γόνατά σου; Να, έτσι.

Και ξαφνικά μ' ένα πήδημα βρέθηκε στα γόνατά του γελώντας, σαν χαδιάρικη γάτα, αγκαλιάζοντας απαλά το λαιμό του με το δεξί της μπράτσο.

— Θα σε κάνω να ευθυμήσεις, θεοσεβούμενο αγόρι μου! Αλήθεια, μου επιτρέπεις να καθίσω στα γόνατά σου; Δε θα μου θυμώσεις; Ένα λόγο να μου πεις και φεύγω αμέσως.

Ο Αλιόσα σώπαινε. Καθόταν και φοβόταν να σαλέψει. Την άκουσε να λέει: «ένα λόγο να μου πεις και φεύγω αμέσως», μα δεν απάντησε, σαν να 'χε μαρμαρώσει. Όμως δεν του συνέβαινε εκείνο που θα μπορούσε να περιμένει και να φανταστεί ένας Ρακίτιν λόγου χάρη, που τον παρακολουθούσε απ' τη θέση του με βλέμμα σαρκοβόρου: η μεγάλη λύπη της ψυχής του νέκρωνε κάθε αίσθηση που θα μπορούσε ίσως να γεννηθεί στην καρδιά του κι αν του ήταν δυνατό εκείνη τη στιγμή ν' αποχτήσει συνείδηση του εαυτού του, θα καταλάβαινε πως τώρα είναι πια θωρακισμένος ενάντια σε κάθε πειρασμό. Μολαταύτα, παρ' όλη τη συγκεχυμένη κι ασύνειδη ψυχική του κατάσταση και παρ' όλη τη θλίψη που τον βάραινε, απορούσε άθελά του μ' ένα καινούργιο και παράξενο συναίσθημα που γεννιόταν στην καρδιά του: αυτή η γυναίκα, αυτή η «τρομερή» γυναίκα, όχι μονάχα δεν τον φόβιζε όπως πρώτα, που τρόμαζε κι όταν ακόμα σκεφτόταν γενικά τις γυναίκες, μα απεναντίας, τούτη εδώ που τη φοβόταν περισσότερο απ' όλες, που τώρα καθόταν στα γόνατά του και τον αγκάλιαζε, γεννούσε μέσα του ξαφνικά ένα εντελώς αλλιώτικο, αναπάντεχο συναίσθημα, ένα αίσθημα κάποιας ασυνήθιστης, πολύ μεγάλης κι αγνής περιέργειας. Κι όλα αυτά χωρίς κανένα φόβο πια, χωρίς την παραμικρή φρίκη. Αυτό ήταν το κυριότερο κι αυτό που τον έκανε ν' απορεί άθελά του.

— Φτάνουν πια οι φλυαρίες σας, φώναξε ο Ρακίτιν. Καλύτερα φέρε μας σαμπάνια. Μου τη χρωστάς, ψέματα;

— Σωστά, σωστά. Ξέρεις, Αλιόσα, του υποσχέθηκα και σαμπάνια ακόμα αν σ' έφερνε εδώ πέρα. Θα πω να φέρουν λοιπόν, θα πιώ και γω! Φένια, φέρε μας σαμπάνια, εκείνο το μπουκάλι που άφησε ο Μίτια. Γρήγορα. Κουνήσου. Αν και είμαι τσιγκούνα, όμως θα σας κεράσω σαμπάνια. Όχι εσένα, Ρακίτκα, εσύ είσαι μανιτάρι, όμως αυτός εδώ είναι σωστός πρίγκηπας! Κι ας μην έχω διάθεση, τώρα όμως θα πιώ και γω μαζί σας, θέλω να το ρίξω έξω.

— Τι «είδηση» είναι αυτή που περιμένεις; Έ μήπως είναι μυστικό; ρώτησε περίεργος ο Ρακίτιν, προσπαθώντας να δείξει πως δεν δίνει σημασία στα πειράγματα που πέφτανε βροχή απάνω του.

— Τι μυστικό να 'ναι, αφού και συ το ξέρεις, πρόφερε ξαφνικά η Γκρούσενκα με ύφος όλο έγνοια.

Γύρισε το κεφάλι της προς τον Ρακίτιν κι απομακρύνθηκε λιγάκι από τον Αλιόσα, αν κι εξακολουθούσε να κάθεται στα γόνατά του και να 'χει το χέρι της περασμένο γύρω στο λαιμό του.

— Έρχεται ο αξιωματικός μου, Ρακίτιν, έρχεται ο αξιωματικός μου!

— Αυτό τ' άκουσα. Μα είναι κιόλας τόσο κοντά;

— Τώρα είναι στο Μόκρογιε. Θα στείλει από κει έναν μαντατοφόρο, μου το 'γραψε ο ίδιος, πήρα γράμμα του τις προάλλες. Τώρα κάθομαι δω και περιμένω τον μαντατοφόρο.

— Μπα! Και γιατί έμεινε στο Μόκρογιε;

— Που να στα λέω τώρα όλα. Σου φτάνουν κι αυτά.

— Α, ώστε γι' αυτό ο Μίτιενκα, τώρα; Πω! Πω! Το ξέρει ή δεν το ξέρει;

— Αυτό μας έλειπε! Τίποτα δεν ξέρει. Αν το μάθαινε, θα με σκότωνε. Όμως πια καθόλου δεν τον φοβάμαι, δεν το φοβάμαι πια το μαχαίρι του. Σώπα, Ρακίτκα, μη μου θυμίζεις τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς: μου κατασπάραξε την καρδιά. Όμως αυτή τη στιγμή δε θέλω ούτε να τα συλλογίζομαι όλα αυτά. Μονάχα τον Αλιόσετσκα μπορώ να σκέφτομαι, κάθομαι τώρα και τον κοιτάζω... Μα χαμογέλασε λοιπόν, καλούλη μου, ευθύμησε λιγάκι, χαμογέλασε έστω και ειρωνικά με τις ανοησίες που λέω, με το κέφι μου... Νά, χαμογελάει, χαμογελάει! Για κοίτα τι τρυφερό που 'ναι το βλέμμα του. Ξέρεις, Αλιόσα, νόμιζα πως είσαι θυμωμένος μαζί μου για κείνο που 'κανα προχτές, στη δεσποινίδα δηλαδή σαν παλιόσκυλο φέρθηκα... Όμως καλύτερα που 'γινε έτσι. Ήταν κακό μα και καλό ταυτόχρονα, είπε η Γκρούσενκα και χαμογέλασε ξάφνου στοχαστικά.

Μια ξαφνική σκληρότητα φάνηκε σ' αυτό το χαμόγελό της.

— O Μίτκα μού 'λεγε πως φώναζε: «Πρέπει να τη μαστιγώσουν!» Την πρόσβαλα άσχημα. Με κάλεσε, θέλησε να με νικήσει, να με καλοπιάσει, με τη σοκολάτα της... Όχι, καλά που 'ρθαν έτσι τα πράγματα, είπε και χαμογέλασε πάλι. Όμως όλο και φοβάμαι πως θύμωσες...

— Αλήθεια λέει, είπε σοβαρά απορημένος ο Ρακίτιν. Στ' αλήθεια σε φοβάται, Αλιόσα, εσένα, το κλωσσοπουλάκι.

— Για σένα, Ρακίτκα, είναι κλωσσόπουλο, γιατί δεν έχεις καθόλου συνείδηση, νά! Εγώ, βλέπεις, τον αγαπάω με την ψυχή μου, νά! Το πιστεύεις, Αλιόσα, πως σ' αγαπάω μ' όλη μου την ψυχή;

— Βρε, την ξεδιάντροπη! Άκου τα, Αλιόσα. Ερωτική εξομολόγηση σου κάνει.

— Ναι, τον αγαπάω. Τι σε νοιάζει εσένα;

— Κι ο αξιωματικός; Και η πολύτιμη ειδησούλα απ' το Μόκρογιε;

— Άλλο το ένα κι άλλο το άλλο.

— Λογική που την έχουν οι γυναίκες!

— Μη μ' ερεθίζεις, Ρακίτκα, είπε με έξαψη η Γκρούσενκα. Άλλο το 'να κι άλλο τ' άλλο. Τον Αλιόσα τον αγαπάω αλλιώτικα. Είναι αλήθεια, Αλιόσα, πως είχα πονηρούς σκοπούς πρώτα. Είμαι, βλέπεις, τιποτένια· είμαι, βλέπεις, αχαλίνωτη, όμως είναι και στιγμές που σε βλέπω σαν να βλέπω την ίδια μου τη συνείδηση. Όλο και σκέφτομαι: «Πόσο θα πρέπει να με περιφρονεί εμένα, την αχρεία, ένας τέτοιος άνθρωπος». Και προχτές το σκεφτόμουν αυτό καθώς έτρεχα εδώ απ' το σπίτι της δεσποινίδας. Είναι καιρός που σε πρόσεξα, Αλιόσα. O Μίτκα το ξέρει, του το 'χω πει. Και με καταλαβαίνει. Το πιστεύεις τάχα, Αλιόσα; Είναι φορές που σε κοιτάζω και ντρέπομαι, ντρέπομαι ολόκληρο τον εαυτό μου... Όμως ούτε ξέρω πώς έγινε κι άρχισα να σε σκέφτομαι, ούτε και θυμάμαι από πότε άρχισε αυτό...

Μπήκε η Φένια κι έβαλε στο τραπέζι ένα δίσκο με μιαν ανοιγμένη μποτίλια και τρία ποτήρια γεμάτα.

— Νά και η σαμπάνια! φώναξε ο Ρακίτιν. Βρίσκεσαι σε έξαψη, Αγκραφένα Αλεξάντροβνα και τα 'χεις λίγο χαμένα. Θα πιείς κάνα ποτήρι και θ' αρχίσεις να χορεύεις. Εχ, ούτε κι αυτό το κάνατε όπως έπρεπε, πρόσθεσε εξετάζοντας την σαμπάνια. Η γριά γέμισε τα ποτήρια στην κουζίνα, φέρανε το μπουκάλι ξεβούλωτο και δεν είναι ούτε παγωμένη. Τι να γίνει; Ας την πιούμε κι έτσι...

Πλησίασε στο τραπέζι, πήρε ένα ποτήρι και το 'πιε μονορούφι. Ύστερα το ξαναγέμισε.

— Σπάνια να σου τύχει σαμπάνια, πρόφερε γλείφοντας τα χείλια του. Έλα, Αλιόσα, πάρε ένα ποτήρι να μας δείξεις τι αξίζεις. Στην υγειά τίνος θα πιούμε όμως; Για τις πύλες του Παραδείσου μήπως; Πάρε το ποτήρι σου, Γκρούσα, πιες και συ στην υγεία των πυλών του Παραδείσου.

— Τι πύλες του Παραδείσου κάθεσαι και λες;

Η Γκρούσενκα πήρε το ποτήρι. O Αλιόσα πήρε το δικό του, ήπιε μια γουλιά και το ξανάβαλε στο τραπέζι.

— Όχι, καλύτερα να μην πιώ! είπε και χαμογέλασε αχνά.

— Κι όμως καυχιόσουν πως θα πιείς! φώναξε ο Ρακίτιν.

— Αφού είναι έτσι ούτε και γω θα πιώ, είπε η Γκρούσενκα. Δε μου κάνει όρεξη κιόλας. Πιες το μονάχος σου όλο το μπουκάλι, Ρακίτκα. Άμα πιει ο Αλιόσα, τότε θα πιώ και γω.

— Άρχισαν τα γλυκοσαλιάσματα! είπε κοροϊδευτικά ο Ρακίτιν. Αυτή πήγε και κάθησε στα γόνατά του! Αυτός είναι λυπημένος, το καταλαβαίνω · μα εσύ τι έχεις; Αυτός επαναστάτησε ενάντια στο Θεό του, ήταν έτοιμος να περιδρομιάσει σαλάμια...

— Πώς έτσι;

— Πέθανε ο στάρετς του σήμερα. O στάρετς Ζωσιμάς, ο άγιος.

— Ώστε πέθανε ο στάρετς Ζωσιμάς! αναφώνισε η Γκρούσενκα. Θεέ μου, και γω δεν το 'ξερα! έκανε ευλαβικά το σταυρό της. Θεέ μου, και τι κάνω εγώ τώρα; Πήγα και θρονιάστηκα στα γόνατά του!

Σαν να τρόμαξε ξαφνικά και στη στιγμή πετάχτηκε κι έκατσε στον καναπέ. O Αλιόσα την κοίταξε για κάμποσο απορώντας. Κάτι το φωτεινό φάνηκε στο πρόσωπό του.

— Ρακίτιν, πρόφερε ξαφνικά δυνατά και σταθερά, μη με κοροϊδεύεις πως τάχα επαναστάτησα ενάντια στο Θεό μου. Δε θέλω να γίνω κακός μαζί σου, γίνε λοιπόν και συ αγαθότερος. Έχασα ένα θησαυρό που εσύ δεν είχες ποτέ σου, δεν μπορείς λοιπόν τώρα να με κρίνεις. Κοίταξε καλύτερα αυτήν εδώ: Είδες πώς με λυπήθηκε; Ερχόμουνα δω πέρα νομίζοντας πως θα βρω μια μοχθηρή ψυχή, το 'θελα μάλιστα, γιατί και γω ήμουν πρόστυχος και κακός. Μα νά που βρήκα μια αληθινή αδερφή, βρήκα ένα θησαυρό, μια ψυχή γεμάτη αγάπη... Τώρα μόλις με λυπήθηκε... Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, για σένα το λέω. Μου ξαναστύλωσες την ψυχή μου.

Τα χείλη του Αλιόσα τρέμανε, ανάπνεε δύσκολα. Σώπασε.

— Λίγο ακόμα και θα πεις πως σ' έσωσε! γέλασε με κακία ο Ρακίτιν. Το ξέρεις όμως πως είχε σκοπό να σε καταπιεί;

— Φτάνει, Ρακίτκα! τινάχτηκε ξαφνικά η Γκρούσενκα. Σωπάστε και οι δυο σας. Τώρα όλα θα τα πω: Εσύ, Αλιόσα, να σωπάσεις γιατί με τα λόγια σου με κάνεις και ντρέπομαι, γιατί είμαι κακιά κι όχι καλή, νά τι είμαι. Και συ, Ρακίτκα, να σωπάσεις γιατί λες ψέματα. Είναι αλήθεια πως είχα μια άτιμη σκέψη και ήθελα να τον καταπιώ, μα τώρα λες ψέματα· τώρα είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα... να μη σε ξανακούσω πια, Ρακίτκα!

Όλα αυτά η Γκρούσενκα τα 'πε με μιαν ασυνήθιστη ταραχή. — Πάει, μουρλαθήκανε και οι δυο τους! σφύριξε ο Ρακίτιν και τους κοίταζε απορημένος. Σαν παλαβοί κάνουν, σωστό τρελοκομείο. Συγκινήθηκαν και οι δυο τους και τώρα θα 'χουμε και δάκρυα!

— Ναι, θα κλάψω, θα κλάψω! είπε η Γκρούσενκα. Με είπε αδερφή του. Αυτό πια ποτέ μου δε θα το ξεχάσω! Όμως σου λέω και τούτο, Ρακίτκα. Μπορεί να 'μαι κακιά, όμως ένα κρεμμυδάκι το 'δωσα.

— Τι κρεμμυδάκι κάθεσαι και λες; Φτου να πάρει και να σηκώσει. Στ' αλήθεια τους έστριψε.

O Ρακίτιν απορούσε με τον ενθουσιασμό τους και θύμωνε γιατί ένιωθε προσβλημένος, αν και μπορούσε πολύ εύκολα να καταλάβει πως αν γίνονταν όλα αυτά, ήταν γιατί συμπέσανε έτσι τα πράγματα που ήταν αδύνατο να μη συγκινηθούν και οι δυο τους, πράγμα που συμβαίνει σπάνια στη ζωή. Μα ο Ρακίτιν, που καταλάβαινε και διαισθανόταν το κάθε τι που 'χε σχέση με τον εαυτό του, ήταν ανίκανος να νιώσει τα αισθήματα των πλησίον του. Κι αυτό οφειλόταν πρώτα στη μικρή πείρα της ζωής που 'χε όντας νέος, μα εν μέρει και στο μεγάλο του εγωισμό.

— Μην νομίζεις, Αλιόσετσκα, είπε η Γκρούσενκα και γέλασε ξάφνου νευρικά, πως καυχιέμαι γιατί έδωσα ένα κρεμμυδάκι. Το καυχήθηκα στον Ρακίτκα μονάχα, εσένα θα στο πω με άλλο σκοπό. Είναι μονάχα ένα παραμύθι, μα καλό παραμύθι. Τ' άκουσα όταν ήμουν παιδί ακόμα απ' τη Ματργιόνα, που είναι τώρα μαγείρισσά μου. Για στάσου, νά πως είναι: «Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε μια κακιά γυναίκα, σωστή μέγαιρα. Πέθανε κι ούτε ένα καλό δεν είχε κάνει στη ζωή της. Την άρπαξαν το λοιπόν οι διάβολοι και την πετάξανε στη φλογισμένη λίμνη. Τότε ο φύλακας-άγγελός της κάθισε και σκέφτηκε: “Πρέπει να θυμηθώ καμιά καλοσύνη της για να πάω να την πω στο Θεό”. Θυμήθηκε, και μια και δυο πάει και λέει στο Θεό: “Αυτή, του λέει, έβγαλε ένα κρεμμυδάκι φρέσκο απ' το περιβόλι και το 'δωσε σε μια ζητιάνα”. Κι ο Θεός απαντάει: “Πάρε λοιπόν το ίδιο εκείνο κρεμμυδάκι, και πήγαινε πάνω απ' τη λίμνη. Βάστα το κρεμμυδάκι απ' τη μια άκρη κι ας πιαστεί αυτή απ' την άλλη. Τότε τράβα την. Αν τα καταφέρεις να την τραβήξεις απ' τη λίμνη, τότε ας πάει στον Παράδεισο. Όμως αν σπάσει το κρεμμυδάκι, θα πει πως καλά είναι εκεί που είναι”. Έτρεξε ο άγγελος στη γυναίκα και της λέει: “Πιάσου γερά απ' το κρεμμυδάκι και γω θα σε τραβήξω”. Κι άρχισε να την τραβάει προσεχτικά. Την είχε βγάλει ολάκερη σχεδόν απ' τη λίμνη, μα μόλις είδαν οι άλλοι αμαρτωλοί πως την τραβάνε έξω, γαντζώθηκαν όλοι πάνω της για να βγουν κι αυτοί μαζί της. Μα η γυναίκα ήταν κακιά, σωστή μέγαιρα, κι άρχισε να τους κλωτσάει: “Εμένα θέλουν να βγάλουν κι όχι εσάς. Δικό μου είναι το κρεμμυδάκι κι όχι δικό σας”. Μόλις το 'πε αυτό, το κρεμμυδάκι έσπασε. Κι αυτή ξανάπεσε στη λίμνη και καίγεται εκεί πέρα ως τα σήμερα. O άγγελος έβαλε τα κλάματα κι έφυγε». Νά το παραμύθι, Αλιόσα, το θυμάμαι απ' έξω γιατί εκείνη η στρίγγλα είμαι εγώ. Στον Ρακίτκα καυχήθηκα πως έδωσα ένα κρεμμυδάκι, όμως εσένα αλλιώς θα στο πω: η μοναδική καλοσύνη της ζωής μου ήταν που 'δωσα αυτό το κρεμμυδάκι. Μη με παινεύεις λοιπόν, Αλιόσα, μη με νομίζεις για καλόκαρδη. Είμαι κακιά, κακιά σαν στρίγγλα. Αν αρχίσεις τα παινέματα, θα με κάνεις να ντρέπομαι. Ναι, θα στα πω όλα τα κρίματά μου. Άκου, Αλιόσα: Το 'θελα τόσο πολύ να σε καταφέρω που δεν άφηνα σε ησυχία τον Ρακίτκα κι όλο του 'λεγα να σε φέρει. Του υποσχέθηκα και εικοσιπέντε ρούβλια αν σ' έφερνε. Στάσου, Ρακίτκα, περίμενε!

Πλησίασε βιαστικά το τραπέζι, άνοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε από μέσα ένα πορτοφόλι κι από κει ένα χαρτονόμισμα των εικοσιπέντε ρουβλίων.

— Μα τι σαχλαμάρες είναι αυτές; φώναξε ταραγμένος ο Ρακίτιν.

— Πάρτα, Ρακίτκα, σου δίνω το χρέος μου. Δεν πιστεύω βέβαια να τ' αρνηθείς; Συ ο ίδιος μου το ζήτησες. Και του πέταξε το χαρτονόμισμα.

— Αυτό έλειπε τώρα, να μην το πάρω κιόλας, είπε βραχνά ο Ρακίτιν.

Ήταν φανερό πως ντρεπόταν, μα έκρυβε παλικαρίσια την ντροπή του.

— Τούτο το εικοσιπεντάρικο είναι ό,τι μου χρειάζεται. Αν δεν υπήρχαν και οι βλάκες πώς θα ζούσαν οι έξυπνοι;

— Και τώρα σώπαινε πια, Ρακίτκα· τώρα όλα όσα θα πω δεν είναι για τ' αυτιά σου. Κάτσε εκεί στη γωνιά και σώπαινε. Δε μας αγαπάς, σώπαινε λοιπόν.

— Και γιατί τάχα να σας αγαπάω; γρύλισε ο Ρακίτιν χωρίς να κρύβει πια το θυμό του.

Το εικοσιπεντάρικο το 'βαλε στην τσέπη του. Όμως ντρεπόταν που όλα αυτά γίνανε μπροστά στον Αλιόσα. Υπολόγιζε πως θα πληρωνόταν μετά, έτσι που να μην το μάθαινε ποτέ ο άλλος,. Μα τώρα απ' την ντροπή μάνιασε. ως τα τώρα το 'βρισκε προτιμότερο να μην πηγαίνει και πολύ κόντρα στην Γκρούσενκα, παρ' όλα τα πειράγματα και την περιφρόνησή της, γιατί ήταν φανερό πως αυτή είχε κάποια εξουσία πάνω του. Μα τώρα πια έχασε την υπομονή του και θύμωσε.

— Αγαπάει κανείς για κάτι. Μα σεις οι δυο τι καλό μου κάνατε;

— Ν' αγαπάς χωρίς να περιμένεις τίποτα. Νά, όπως αγαπάει ο Αλιόσα.

— Και πώς σ' αγαπάει δηλαδή; Τι καλό σου 'κανε και τον έχεις μη στάξει και μη βρέξει;

Η Γκρούσενκα στεκόταν στη μέση της κάμαρας. Μιλούσε με θέρμη και στη φωνή της ακούστηκε κάποιος τόνος υστερίας.

— Σώπα, Ρακίτκα, δεν μπορείς καθόλου να μας καταλάβεις! Και να μη σε ξανακούσω να μου μιλάς με το συ, κατάλαβες; Δε στο επιτρέπω. Από πού κι ως πού τέτοιο θράσος; Νά! Κάτσε εκεί στη γωνιά και σώπαινε σαν λακές μου. Και τώρα, Αλιόσα, θα σου πω όλη την αλήθεια, για να δεις τι άτιμη που είμαι! Εσένα στα λέω κι όχι στον Ρακίτκα. Ήθελα να σε καταστρέψω, Αλιόσα· όρκο σου δίνω πως δε λέω ψέματα, το 'χα αποφασίσει πια. Τόσο πολύ το 'θελα που δωροδόκησα τον Ρακίτκα για να σε φέρει εδώ πέρα. Και γιατί το θέλησα τόσο πολύ; Εσύ, Αλιόσα, δεν έβαζες τίποτα με το νου σου, απέστρεφες το πρόσωπό σου, περνούσες από μπροστά μου με τα μάτια χαμηλωμένα. Όμως εγώ εκατό φορές σε κοίταξα, άρχισα να τους ρωτάω όλους για σένα. Η μορφή σου έμεινε για πάντα χαραγμένη στην καρδιά μου: «Με περιφρονεί», σκεφτόμουν, «ούτε να με κοιτάξει δε θέλει». Ώσπου στο τέλος άρχισα ν' απορώ και η ίδια με τον εαυτό μου: «Γιατί φοβάμαι ένα τέτοιο παιδαρέλι; Θα τον καταπιώ και θα γελάω κι από πάνω». Είχα μανιάσει. Κανένας δε θα τολμήσει να πει —το πιστεύεις τάχα;— ούτε να το σκεφτεί καν πως μπορεί να 'ρθει στο σπίτι της Αγκραφένα Αλεξάντροβνα γι' αυτή τη βρωμοδουλειά. Μονάχα το γέρο μου έχω, είμαι δεμένη μαζί του, πουλήθηκα σ' αυτόν, ο Σατανάς μας στεφάνωσε. Όμως άλλος, κανένας. Μα βλέποντας εσένα τ' αποφάσισα: «Αυτόν θα τον καταπιώ. Θα τον καταπιώ και θα γελάω κι από πάνω». Βλέπεις τι παλιόσκυλο είμαι; Και συ με είπες αδερφή σου! Τώρα ήρθε αυτός που με κατάστρεψε· κάθομαι δω και περιμένω ειδήσεις. Και ξέρεις τι ήταν για μένα αυτός ο άνθρωπος; Εδώ και πέντε χρόνια, όταν μ' έφερε δω πέρα ο Κουζμά, κρυβόμουν απ' τους ανθρώπους για να μη μ' ακούν και να μη με βλέπουν. Αδυνατούτσικη, ανοητούτσικη, καθόμουν κι έκλαιγα μ' αναφυλλητά, νύχτες ολάκερες ξαγρυπνούσα και σκεφτόμουν: «Πού να 'ναι τάχα αυτός ο παλιάνθρωπος; Ζει με μιαν άλλη σίγουρα και με κοροϊδεύει. Ας γινόταν», σκεφτόμουνα,. «να τον βρω καμιά φορά, να τον συναντήσω και τότε πια, τότε πια θα του το πληρώσω, τότε πια θα του το πληρώσω!» Καθόμουνα τις νύχτες και μούσκευα το μαξιλάρι μου με δάκρια και τα σκεφτόμουν πάλι και πάλι όλα αυτά, ξέσκιζα επίτηδες την καρδιά μου, την έτρεφα με το θυμό μου. «Θα του τα ξεπληρώσω, θα του τα ξεπληρώσω!» Ήταν φορές που ξεφώνιζα κιόλας στο σκοτάδι. Μα σαν θυμόμουν πως τίποτα δε θα μπορέσω να του κάνω και πως εκείνος τώρα με κοροϊδεύει, ίσως μάλιστα να με είχε ξεχάσει κι ολότελα, ριχνόμουν απ' το κρεβάτι στο πάτωμα, πνιγόμουνα στ' ανήμπορα δάκριά μου και τρανταζόμουν απ' τους λυγμούς ως τα ξημερώματα. Το πρωί σηκωνόμουν σαν λυσσασμένη σκύλα και με χαρά μου θα κατάπινα όλο τον κόσμο. Ύστερα, τι νομίζεις, άρχισα να μαζεύω λεφτά, έγινα άσπλαχνη, χόντρυνα· νομίζεις όμως πως έβαλα μυαλό; Κάθε άλλο. Κανένας δεν το βλέπει και δεν το ξέρει σ' όλη την οικουμένη, όμως, σαν απλωθούν τα σκοτάδια της νύχτας, κοίτομαι καμιά φορά όπως και τότε που ήμουν κοριτσάκι, εδώ και πέντε χρόνια, τρίζω τα δόντια μου και κλαίω ως το πρωί. «Θα μου το πληρώσει, θα μου το πληρώσει», σκέφτομαι! Τ' άκουσες όλα αυτά; Ε, τώρα λοιπόν πώς με καταλαβαίνεις; Εδώ κι ένα μήνα παίρνω ξαφνικά εκείνο το γράμμα. Έρχεται, μου λέει· η γυναίκα του πέθανε, θέλει να με δει. Μου κόβεται η ανάσα. Θεέ μου, σκέφτηκα ξαφνικά: Θα 'ρθει και θα μου σφυρίξει, θα με φωνάξει και γω θα συρθώ κοντά του σαν δαρμένο σκυλάκι με την ουρά κατεβασμένη, σαν ένοχη απέναντί του! Τα σκέφτομαι αυτά και δεν μπορώ να τα πιστέψω και η ίδια: «Είμαι ή δεν είμαι τιποτένια; Θα τρέξω ή όχι κοντά του;» Και ήμουν πιο θυμωμένη με τον εαυτό μου αυτό το μήνα απ' όσο ήμουν εδώ και πέντε χρόνια. Τώρα το βλέπεις, Αλιόσα, τι αχαλίνωτη είμαι, τι μανιασμένη. Σου είπα όλη την αλήθεια! Διασκέδαζα με τον Μίτια μόνο και μόνο για να μην τρέξω σε κείνον. Σώπα, Ρακίτκα, εσύ δεν μπορείς να με κρίνεις, όλα αυτά δεν τα είπα σε σένα. Τώρα, πριν έρθετε, πλάγιαζα δω πέρα, σκεφτόμουν, περίμενα, αποφάσιζα όλη τη μοίρα μου και ποτέ δε θα μάθετε τι είχα στην καρδιά μου. Όχι, Αλιόσα, πες στη δεσποινίδα σου να μη θυμώνει με τα προχτεσινά!... Κανένας στον κόσμο δεν ξέρει τι αισθάνομαι τώρα, μα κι ούτε μπορεί να ξέρει... Γιατί μπορεί σήμερα κιόλας να πάρω ένα μαχαίρι μαζί μου πηγαίνοντας εκεί, δεν τ' αποφάσισα ακόμα...

Και προφέροντας αυτά τα «συγκινημένα» λόγια η Γκρούσενκα δε βάσταξε, δεν τέλειωσε τη φράση της, έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της, έπεσε πάνω στα μαξιλάρια κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς, σαν μικρό παιδί. O Αλιόσα σηκώθηκε και πλησίασε τον Ρακίτιν.

— Μίσα, του είπε, μη θυμώνεις. Αυτή σε πρόσβαλε, όμως μη θυμώνεις. Την άκουσες; Δεν πρέπει να 'χουμε τόσο πολλές απαιτήσεις από μιαν ανθρώπινη ψυχή, πρέπει να 'μαστε πιο σπλαχνικοί...

O Αλιόσα πρόφερε αυτά τα λόγια μέσα σε μιαν ασυγκράτητη ορμή αισθήματος. Ένιωθε την ανάγκη να ξεσπάσει και γι' αυτό μίλησε στον Ρακίτιν. Αν δεν ήταν κανένας εκεί, τότε θα μιλούσε φωναχτά· μονάχος του.

Μα ο Ρακίτιν τον κοίταξε κοροϊδευτικά κι ο Αλιόσα απότομα σταμάτησε.

— Γέμισες το κεφάλι σου με γνώμες του στάρετς και τώρα κάθεσαι και μου τις ξεφουρνίζεις. Αλιόσετσκα, Άνθρωπε του Θεού, πρόφερε μ' ένα χαμόγελο γεμάτο μίσος ο Ρακίτιν.

— Μην κοροϊδεύεις, Ρακίτιν, μην ειρωνεύεσαι, μη μιλάς για τον νεκρό. Εκείνος ήταν ανώτερος απ' όλους που υπήρξαν στη γη! φώναξε ο Αλιόσα με φωνή γεμάτη δάκρια. Δε σου μίλησα σαν δικαστής μα σαν ο έσχατος κατηγορούμενος. Τι είμαι εγώ μπροστά σ' αυτήν; Ερχόμουνα δω πέρα γυρεύοντας το χαμό μου κι όμως έλεγα: «Δε με νοιάζει, δε με νοιάζει τίποτα!» Κι όλα αυτά γιατί ήμουν μικρόψυχος. Όμως αυτή, ύστερα από βάσανα πέντε χρόνων, τα συγχώρεσε όλα μόλις ήρθε κάποιος και της είπε μια λέξη ειλικρίνειας. Τα συγχώρεσε όλα, τα ξέχασε και τώρα κλαίει! Γύρισε αυτός που την είχε προσβάλει, την καλεί, κι αυτή όλα του τα συγχωράει και βιάζεται χαρούμενη να τον ξαναδεί. Το μαχαίρι δε θα το πάρει, όχι δε θα το πάρει! Εγώ δεν είμαι να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν εσύ είσαι, Μίσα, μα εγώ δεν είμαι! Σήμερα, τώρα, πήρα ένα μάθημα... Αυτή είναι ανώτερη σε αγάπη από μας... Τα 'χεις ξανακούσει αυτά που μας είπε τώρα; Όχι, σίγουρα δεν τ' άκουσες. Γιατί αν τα 'χες ξανακούσει, από καιρό πια θα τα καταλάβαινες όλα... και η άλλη που προσβλήθηκε προχτές και κείνη πρέπει να τη συγχωρέσει! Και θα τη συγχωρέσει όταν μάθει... και θα μάθει... Αυτή η ψυχή δεν έχει γαληνέψει ακόμα, πρέπει να τη λυπόμαστε... ίσως τούτη η ψυχή να κρύβει έναν ολάκερο θησαυρό...

O Αλιόσα σώπασε γιατί του κόπηκε η ανάσα. O Ρακίτιν παρ' όλο το θυμό του κοίταξε απορημένος. Ποτέ δεν το περίμενε πως ο ήρεμος Αλιόσα θα 'βγαζε μια τέτοια τιράντα.

— Μωρέ δικηγόρος που βρέθηκες! Βρε, μπας και την ερωτεύτηκες; Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, ο νηστευτής μας στ' αλήθεια σ' ερωτεύτηκε. Νίκησες! φώναξε γελώντας με αναίδεια. Η Γκρούσενκα σήκωσε το κεφάλι της απ' το μαξιλάρι και κοίταξε τον Αλιόσα μ' ένα συγκινημένο χαμόγελο που φώτισε ξαφνικά το κάπως πρησμένο απ' τα δάκρια πρόσωπό της.

— Άστονε, Αλιόσα, καλό μου χερουβείμ, τον βλέπεις τι άνθρωπος είναι. Βρήκες σε ποιον να μιλήσεις. Εγώ, Μιχαήλ Οσίποβιτς, γύρισε και είπε στον Ρακίτιν, ήμουν έτοιμη να σου ζητήσω συγνώμη γιατί σ' έβρισα, όμως τώρα το μετάνιωσα. Αλιόσα, έλα κοντά μου, κάτσε δω πέρα, είπε και τον καλούσε μ' ένα χαρούμενο χαμόγελο. Έτσι, ωραία, πες μου τώρα (τον πήρε απ' το χέρι και τον κοίταζε χαμογελώντας κατάματα) πες μου: Αυτόν που με πρόσβαλε τον αγαπάω ή όχι; Καθόμουνα δω πέρα στο σκοτάδι πριν έρθετε κι όλο ρωτούσα την καρδιά μου. Τον αγαπάω ή όχι; Πες μου το εσύ, Αλιόσα, έφτασε πια η ώρα· ό,τι μου πεις, αυτό θα κάνω. Να τον συγχωρέσω ή όχι;

— Μα αφού τον συγχώρεσες κιόλας, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα.

— Σωστά, τον συγχώρεσα, πρόφερε σκεφτικά η Γκρούσενκα. Τι άτιμη που είναι η καρδιά, μα την αλήθεια! Στην υγειά της άτιμης καρδιάς μου λοιπόν! είπε κι άρπαξε ξαφνικά ένα ποτήρι απ' το τραπέζι.

Το 'πιε μονορούφι, το σήκωσε ψηλά και το 'ριξε με φόρα καταγής. Το ποτήρι έσπασε κουδουνίζοντας. Στο χαμόγελό της φάνηκε κάποια σκληρότητα.

— Μα ίσως και να μην τον συγχώρεσα ακόμα, είπε κάπως απειλητικά χαμηλώνοντας τα μάτια, σα να μιλούσε με τον εαυτό της. Ίσως η καρδιά μου να ετοιμάζεται μονάχα να τον συγχωρέσει. Θα παλέψω ακόμα με την καρδιά μου. Βλέπεις, Αλιόσα, τα δάκρια που 'χυσα πέντε ολάκερα χρόνια τα 'χω πολύ αγαπήσει... Ίσως ίσως το μόνο που αγάπησα να 'ταν η προσβολή που μου 'κανε κι όχι αυτόν τον ίδιο!

— Ε, δε θα 'θελα να 'μουνα στη θέση του! είπε σχεδόν σφυρίζοντας ο Ρακίτιν.

— Κι ούτε θα βρεθείς ποτέ, Ρακίτκα, ποτέ δε θα βρεθείς. Θα μου γυαλίζεις τα παπούτσια μου, Ρακίτκα, ναι, μονάχα γι' αυτό θα σε χρησιμοποιήσω. Μια γυναίκα σαν και μένα δεν είναι για τα δόντια σου... Και ίσως όχι και για τα δικά του...

— 'Έτσι; Τότε γιατί στολίστηκες; είπε σαρκαστικά ο Ρακίτιν.

— Μη με κατηγορείς για την τουαλέτα μου, Ρακίτκα, δεν την ξέρεις ακόμα καλά την καρδιά μου! 'Αμα θέλω, το ξεσκίζω το φόρεμά μου, τώρα αμέσως το σκίζω, τούτη την ίδια στιγμή, φώναξε εκείνη δυνατά. Δεν μπορείς να ξέρεις γιατί στολίστηκα, Ρακίτκα! Ίσως να πάω και να του πω: «Με είδες ποτέ σου τόσο όμορφη ή όχι;» Γιατί εκείνος μ' άφησε δεκαεφτά χρονώ, αδύνατη, χτικιάρα και κλαψιάρα. Θα κάτσω κοντά του, θα τον χαϊδολογήσω, θα τον κάνω ν' ανάψει: «Είδες τώρα πώς είμαι»; θα του πω. «Σου φτάνει λοιπόν, ευγενέστατε κύριέ μου, γλείψου τώρα γιατί τρέχουν τα σάλια σου!» Να γιατί στολίστηκα ίσως, Ρακίτκα, τέλειωσε η Γκρούσενκα μ' ένα κακό γέλιο. Είμαι αχαλίνωτη, Αλιόσα, μανιασμένη. Μπορώ να σκίσω το φόρεμά μου, μπορώ να παραμορφωθώ, να χαλάσω την ομορφιά μου, να κάψω το πρόσωπό μου, να το πετσοκόψω με μαχαίρι και να πάω να ζητιανεύω. Άμα θελήσω δε θα πάω τώρα σε κανέναν— άμα θελήσω αύριο κιόλας θα στείλω στον Κουζμά όλα όσα μου χάρισε κι όλα τα λεφτά του και θα πάω να δουλεύω όλη μου τη ζωή μεροκάματο!... Νομίζεις πως δεν θα το κάνω, Ρακίτκα, δε θα τολμήσω να το κάνω; Κι όμως θα το κάνω, θα το κάνω, μονάχα μη μ' ερεθίζετε... και κείνον θα τον διώξω με τις κλωτσιές, θα τον κοροϊδέψω κατάμουτρα!

Τα τελευταία λόγια τα φώναξε υστερικά, μα και πάλι δε βάσταξε, έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της και ρίχτηκε πάνω στο μαξιλάρι. Τρανταζόταν και πάλι απ' τα αναφυλλητά. O Ρακίτιν σηκώθηκε:

— Καιρός να φεύγουμε, είπε. Είναι αργά και δε θα μας αφήσουν να μπούμε στο μοναστήρι.

Η Γκρούσενκα αναπήδησε.

— Ώστε στ' αλήθεια λοιπόν θέλεις να φύγεις, Αλιόσα; αναφώνησε με πικραμένη απορία. «Μα τι 'ναι αυτά που μου κάνεις; Μ' ανατάραξες ολόκληρη, με κατασπάραξες και τώρα θα πρέπει να περάσω όλη τη νύχτα μονάχη μου!

— Μπας και θέλεις να κοιμηθεί εδώ πέρα; Δηλαδή αν το θέλει, ας μείνει! Μπορώ να φύγω και μόνος μου! έχυσε το φαρμάκι του ο Ρακίτιν.

— Σώπα, κακόψυχε άνθρωπε, του φώναξε αγριεμένη η Γκρούσενκα. Εσύ ποτέ σου δε μου 'πες τα λόγια που 'ρθε να μου πει αυτός.

— Τι σου είπε δηλαδή; γκρίνιαξε ερεθισμένος ο Ρακίτιν.

— Δεν ξέρω, δεν ξέρω τι ακριβώς μου είπε, μα τα λόγια του μπήκαν ίσα στην καρδιά μου, άνω κάτω μ' έκαναν... Ήταν ο πρώτος κι ο μοναδικός που με λυπήθηκε! Αυτό είναι. Γιατί δεν ερχόσουν πρωτύτερα, καλό μου χερουβείμ, είπε και γονάτισε ξαφνικά μπροστά του σαν σε έκσταση. Όλη μου τη ζωή περίμενα έναν άνθρωπο σαν και σένα, το 'ξερα πως κάποιος θα 'ρθει και θα με συγχωρέσει. Πίστευα πως κάποιος θα βρεθεί να μ' αγαπήσει και μένα την τιποτένια, να μ' αγαπήσει όπως εσύ, κι όχι γιατί είμαι τιποτένια!...

— Μα τι σου έκανα λοιπόν; απάντησε ο Αλιόσα χαμογελώντας με καλοσύνη.

Έσκυψε και την πήρε απαλά απ' το χέρι.

— Ένα κρεμμυδάκι σου 'δωσα, ένα μικρούτσικο κρεμμυδάκι μονάχα!... είπε κι έβαλε κι αυτός τα κλάματα.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ξαφνικά θόρυβος απ' τον προθάλαμο, κάποιος είχε μπει στο χωλ. Η Γκρούσενκα σηκώθηκε απότομα. Φαινόταν κατατρομαγμένη. Η Φένια μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο φωνάζοντας και χειρονομώντας.

— Κυρία, καλή μου κυρία, έφτασε ο μαντατοφόρος! φώναξε χαρούμενα και λαχανιασμένα. Ήρθε κι ένα αμάξι απ' το Μόκρογιε για να σας πάρει, ο αμαξάς ο Τιμοφέη με την τρόικά του, τώρα θα ζέψουν ξεκούραστα άλογα... Έφερε και γράμμα, κυρία, ένα γράμμα, νά το!

Το γράμμα το 'χε στο χέρι της κι όλη την ώρα που μιλούσε το ανέμιζε στον αέρα καθώς χειρονομούσε. Η Γκρούσενκα της άρπαξε το γράμμα και πλησίασε το κερί. Ήταν ένα μικρό σημείωμα μονάχα, μερικές αράδες που τις διάβασε στο λεπτό.

— Με κάλεσε! φώναξε κατάχλωμη και το πρόσωπό της στράβωσε από 'να αρρωστιάρικο χαμόγελο. Μου σφύριξε! «Τρέχα, σκυλάκι!»

Όμως μονάχα για μια στιγμή έμεινε σαν αναποφάσιστη. Ξάφνου το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι της και φλόγισε τα μάγουλά της.

— Πηγαίνω! φώναξε ξαφνικά. Αντίο, πέντε χρόνια μου! Αντίο, Αλιόσα, η μοίρα μου αποφασίστηκε... φευγάτε, φευγάτε, φευγάτε από δω όλοι σας, δε θέλω πια να σας βλέπω!... Η Γκρούσενκα τρέχει για ν' αρχίσει μια καινούργια ζωή... Μη μου κρατάς κακία και συ, Ρακίτκα. Μπορεί να βρω και το θάνατο εκεί που πάω! Ουφ! Σαν να 'μαι μεθυσμένη!

Τους παράτησε ξαφνικά κι έτρεξε στην κρεβατοκάμαρά της. — Τώρα πια δεν της χρειαζόμαστε! γκρίνιαξε ο Ρακίτιν. Πάμε, γιατί ίσως ν' αρχίσει πάλι τις φωνές, βαρέθηκα πια...

O Αλιόσα τον ακολούθησε μηχανικά. Στην αυλή στεκόταν ένα αμάξι· ξεζεύανε τ' άλογα, κάποιος βαστούσε ένα φανάρι και πήγαινε δω και κει πολυάσχολος. Απ' την ανοιγμένη εξώπορτα μπάζανε τα τρία ξεκούραστα άλογα. Μα μόλις ο Αλιόσα κι ο Ρακίτιν κατέβηκαν απ' το κατώφλι, το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας άνοιξε και η Γκρούσενκα φώναξε του Αλιόσα με δυνατή και ξάστερη φωνή:

— Αλιόσετσκα, πες χαιρετίσματα στον αδερφούλη σου τον Μίτιενκα και πες του να μη με θυμάται με κακία, εμένα που τον βασάνισα τόσο. Να του πεις ακόμα τούτο: «Η Γκρούσενκα έλαχε σ' έναν κανάγια κι όχι σε σένα, τον ευγενικό». Και να προσθέσεις ακόμα πως τον αγάπησε η Γκρούσενκα για λίγο, για μιαν ωρίτσα όλη κι όλη τον αγάπησε. Ας τη θυμάται λοιπόν, από δω και πέρα σ' όλη του τη ζωή εκείνη την ωρίτσα, έτσι πες του σου παραγγέλνει η Γκρούσενκα!...

Τέλειωσε με λυγμούς στη φωνή της. Το παράθυρο έκλεισε με θόρυβο.

— Χμ! Χμ! μούγκρισε ο Ρακίτιν γελώντας. Τον έσφαξε τον αδερφό σου τον Μίτιενκα και τώρα του λέει να τη θυμάται κιόλας σ' όλη του τη ζωή. Μωρέ αιμοβορία!

O Αλιόσα δεν απάντησε τίποτα λες και δεν άκουσε. Περπατούσε γρήγορα κοντά στον Ρακίτιν σαν να βιαζόταν φοβερά. Είχε ύφος αφηρημένο και βάδιζε μηχανικά. Τον Ρακίτιν ξαφνικά κάτι τον σούβλισε σαν να του 'χαν αγγίξει με το δάχτυλο μια πρόσφατη πληγή. Εντελώς άλλα περίμενε όταν έφερνε τον Αλιόσα στην Γκρούσενκα κι άλλα γίνανε· όχι εκείνα που ήθελε.

— Πολωνός είναι αυτός ο αξιωματικός της, είπε και πάλι συγκρατώντας τον εαυτό του. Μα ούτε κι αξιωματικός δεν είναι πια, στο τελωνείο δούλευε, εκεί στην Σιβηρία, στα σύνορα της Κίνας. Σίγουρα θα 'ναι κάνας τενεκές μικροπολωνός. Λένε πως τώρα έχασε τη θέση του. Άκουσε πως η Γκρούσενκα έχει λεφτά, γι' αυτό και γύρισε. Έτσι εξηγούνται όλα τα θαύματα.

O Αλιόσα και πάλι δεν απάντησε σαν να μην άκουσε τίποτα. O Ρακίτιν δε βάσταξε.

— Λοιπόν την έσωσες την αμαρτωλή, ε; είπε γελώντας χαιρέκακα. Επανέφερες το απολωλός πρόβατο στην ευθεία οδό, ε; Έδιωξες τους εφτά δαίμονες, ε; Νά λοιπόν που τα θαύματα που περιμέναμε απ' το πρωί γίνανε επιτέλους!

— Πάψε, Ρακίτιν, είπε πονεμένα ο Αλιόσα.

— Τι συμβαίνει; Με «περιφρονείς» για τα εικοσιπέντε ρούβλια μήπως; «Πούλησε τον καλύτερο φίλο του», θα λες μέσα σου. Όμως δεν είσαι Χριστός, ούτε και γω είμαι Ιούδας.

— Αχ, Ρακίτιν, στο λόγο μου σου λέω, το 'χα ξεχάσει κιόλας, αναφώνησε ο Αλιόσα. Μονάχος σου έρχεσαι και μου το θυμίζεις τώρα...

Μα ο Ρακίτιν, είχε πια μανιάσει για καλά.

— Δεν πάτε όλοι σας στο διάολο λέω γω! κραύγασε ξαφνικά. Τι μου 'ρθε κι έμπλεξα μαζί σου! Δε θέλω πια να σε ξέρω. Τράβα μονάχος σου. Το δρόμο τον ξέρεις!

Γύρισε απότομα και μπήκε σ' άλλο δρόμο, αφήνοντας τον Αλιόσα στο σκοτάδι. O Αλιόσα βγήκε απ' την πολιτεία και πήρε το δρόμο για το μοναστήρι μεσ' απ' τα χωράφια.