×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 7. ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ: O ΑΛΙΟΣΑ Ι. Η Οσμή της Αποσύνθεσης

7. ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ: O ΑΛΙΟΣΑ Ι. Η Οσμή της Αποσύνθεσης

Ι. Η Οσμή της Αποσύνθεσης.

Το σώμα του αποδημήσαντος εις Κύριον πάτερ Ζωσιμά το νεκροστολίσανε για την ταφή σύμφωνα με το καθιερωμένο Τυπικό. Όπως είναι γνωστό, τους πεθαμένους καλόγερους και τους ασκητές δεν τους πλένουν.

«Εάν κανείς μοναχός απέλθει εις Κύριον (λέει το Μεγάλο Τυπικό), τότε ό εντεταλμένος μοναχός (ήγουν ό επί τούτω καθορισμένος) σφογγίζει το σώμα του με χλιαρόν ύδωρ, ποιων προηγουμένως με τον σπόγγον (τουτέστιν με ελληνικόν σφουγγάρι) σταυρόν επί τού μετώπου τού τελευτήσαντος, επί των παλαμών, εις τας χείρας και τούς πόδας και τα γόνατα και ουδέν άλλο».

Όλα αυτά τα έκανε ο ίδιος ο πάτερ Παΐσιος. Μετά το σφόγγισμα τον έντυσε με το μοναστικό του ένδυμα και τον τύλιξε σ' ένα μανδύα. Τον μανδύα τον έκοψε σε μερικά μέρη για να τον σαβανώσει σταυρωτά, όπως τ' όριζε ο κανονισμός. Στο κεφάλι του του έβαλε τον μοναχικό σκούφο με τον οχτάχτινο σταυρό. O σκούφος αφέθηκε ξέσκεπος, το πρόσωπο όμως το σκεπάσανε μ' ένα μαύρο κάλυμμα. Στα χέρια του του βάλανε μιαν εικόνα του Σωτήρος. Έτσι ντυμένον το πρωί τον τοποθέτησαν στο φέρετρο (που το 'χαν ετοιμάσει από καιρό πια).

Το φέρετρο είχαν σκοπό να τ' αφήσουν όλη την ημέρα στο κελί (στο πρώτο μεγάλο δωμάτιο, όπου ο στάρετς δεχόταν τους αδερφούς και τους επισκέπτες). Επειδή ο αναπαυμένος είχε τίτλο ιερομόναχου, έπρεπε να διαβάζουν δίπλα του ιερομόναχοι ή ιεροδιάκονοι, όχι το Ψαλτήρι μα το Ευαγγέλιο. Το διάβασμα το άρχισε αμέσως μετά την νεκρώσιμη ακολουθία ο πάτερ Ιωσήφ. O πάτερ Παΐσιος, που προσφέρθηκε υστερότερα να διαβάσει όλη την ημέρα και την επόμενη νύχτα, ήταν εκείνη τη στιγμή πολύ απασχολημένος και ταραγμένος καθώς κι ο ηγούμενος της σκήτης, γιατί ξαφνικά άρχισε να εκδηλώνεται (κι όσο περνούσε η ώρα όλο και περισσότερο) κάποια πρωτόφαντη και μάλιστα «ανάρμοστη» ανησυχία και προσμονή ανάμεσα στους καλόγερους της αδελφότητας κι ανάμεσα σ' αυτούς που φτάνανε αθρόοι απ' την πολιτεία. O ηγούμενος κι ο πάτερ Παΐσιος προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να καθησυχάσουν αυτή την έξαψη του πλήθους. Όταν ξημέρωσε πια, άρχισαν να καταφτάνουν και μερικοί που κουβάλησαν μαζί τους και τους αρρώστους τους — το περισσότερο παιδιά— λες και περίμεναν αυτήν ίσα ίσα τη στιγμή για να τα φέρουν, ελπίζοντας, καθώς φαίνεται, στην άμεση θαυματουργό θεραπεία τους που, κατά τη γνώμη τους, δε θ' αργούσε να γίνει. Τότε μονάχα φάνηκε πόσο είχαν συνηθίσει όλοι να θεωρούν τον αναπαυμένο στάρετς, απ' όταν ζούσε ακόμα, σαν έναν αληθινό και μεγάλο άγιο. Αυτοί που καταφτάνανε δεν ήταν μονάχα απλοί άνθρωποι του λαού. Αυτή η προσμονή των πιστών, που εκδηλωνόταν τόσο βιαστικά και ξεκάθαρα, με ανυπομονησία και μάλιστα με απαίτηση, φαινόταν στον πάτερ Παΐσιο αληθινό σκάνδαλο. Και, αν και περίμενε από καιρό πως έτσι θα γίνονταν τα πράγματα, τώρα τα γεγονότα ξεπερνούσαν κάθε προσδοκία του. Συναντώντας καλόγερους που φαίνονταν ταραγμένοι, ο πάτερ Παΐσιος άρχιζε να τους κάνει παρατηρήσεις:

— Μια τόσο βιαστική προσμονή πως θα γίνει κάτι το σπουδαίο, τους έλεγε, είναι ελαφρομυαλιά που μονάχα στους λαϊκούς θα ταίριαζε, όμως για μας είναι ανάρμοστη.

Όμως εκείνοι λίγη προσοχή του δίνανε κι ο πάτερ Παΐσιος το παρατηρούσε αυτό μ' ανησυχία, παρ' όλο που κι ο ίδιος (αν θέλουμε να λέμε την αλήθεια) αν και αγαναχτούσε με τις υπερβολικά ανυπόμονες προσδοκίες και τις έβλεπε σαν ελαφρομυαλιά κι άσκοπη φασαρία, κρυφά μέσα του, στο βάθος της ψυχής του, πρόσμενε σχεδόν αυτό που περίμεναν και οι άλλοι, πράγμα που δεν μπορούσε παρά να τ' ομολογήσει στον εαυτό του. Όμως παρ' όλα αυτά τον δυσαρεστούσαν εξαιρετικά μερικές συναντήσεις που τον έκαναν να νιώθει, σαν από κάποιο προαίσθημα, μεγάλες αμφιβολίες. Ανάμεσα σε κείνους που 'χαν μαζευτεί μέσα στο κελί, παρατήρησε μ' αποστροφή (που γι' αυτήν μάλωσε τον εαυτό του την ίδια εκείνη στιγμή), την παρουσία του Ρακίτιν, λόγου χάρη, και του μακρινού επισκέπτη, του καλόγερου απ' το Ομπντόρσκ, που έμενε ακόμα στο μοναστήρι. Και οι δυο τους του φάνηκαν ύποπτοι, αν και θα μπορούσε να δει κανείς κι άλλους που κάνανε την ίδια εντύπωση. O καλόγερος απ' το Ομπντόρσκ ξεχώριζε ανάμεσα σ' όλους τους ανήσυχους. Τον έβλεπες παντού: όλους τους ρωτούσε, αφουγκραζόταν τις διάφορες κουβέντες των άλλων, σ' όλους κάτι ψιθύριζε μ' ένα ιδιαίτερο, μυστηριώδες ύφος. Το πρόσωπό του είχε μια ανυπόμονη έκφραση και φαινόταν νευριασμένος κιόλας γιατί αργεί τόσο πολύ να συμβεί αυτό που περίμενε. Όσο για τον Ρακίτιν, όπως αποδείχτηκε αργότερα, βρέθηκε τόσο νωρίς στη σκήτη ύστερα από ειδική εντολή της κυρίας Χοχλάκοβα. Αυτή η καλόκαρδη μα επιπόλαιη γυναίκα, που δεν της επιτρεπόταν η είσοδος στη σκήτη, μόλις ξύπνησε κι έμαθε τι είχε συμβεί, κυριεύτηκε από μια τόσο ακατανίκητη περιέργεια, που έστειλε χωρίς χρονοτριβές τον Ρακίτιν με τη συμφωνία να τα παρακολουθήσει εκείνος όλα και να την ενημερώνει με σημειώματα κάθε μισή ώρα πάνω κάτω για κάθε τί που θα συνέβαινε. Τον Ρακίτιν τον νόμιζε για εξαιρετικά τίμιο και ευσεβή νέο, τόσο καλά τα κατάφερνε αυτός να φέρεται με τον καθένα και να τον κάνει να πιστεύει πως είναι όπως ακριβώς θα τον ήθελε ο άλλος, φτάνει να καταλάβαινε πως απ' αυτό θα 'χε έστω και το παραμικρό όφελος. Η μέρα ήταν ασυννέφιαστη και φωτεινή και πολλοί απ' τους πιστούς που 'χαν καταφτάσει είχαν μαζευτεί γύρω απ' τους τάφους της σκήτης, που οι περισσότεροι ήταν συγκεντρωμένοι κοντά στην εκκλησία και οι άλλοι σκορπισμένοι στον περίβολο. Κάνοντας το γύρο της σκήτης ο πάτερ Παΐσιος θυμήθηκε ξαφνικά τον Αλιόσα. Είχε πολλή ώρα να τον δει, απ' τη νύχτα σχεδόν. Και μόλις τον θυμήθηκε τον παρατήρησε στην πιο απόμερη γωνιά της σκήτης, δίπλα στο φράχτη, να κάθεται πάνω στην πλάκα ενός τάφου όπου αναπαυόταν ένας καλόγερος που πέθανε πριν από χρόνια και ήταν περίφημος για τους ασκητικούς του άθλους. Καθότανε με την πλάτη γυρισμένη προς τη σκήτη, το πρόσωπο προς το φράχτη και σάμπως να κρυβόταν πίσω από το επιτύμβιο μνημείο. Όταν τον πλησίασε ο πάτερ Παΐσιος, είδε πως εκείνος, έχοντας κρύψει το πρόσωπό του στα δυο του χέρια, έκλαιγε πικρά κι άφωνα. Όλο του το κορμί αναταραζόταν απ' τους λυγμούς. O πάτερ Παΐσιος στάθηκε για λίγο.

— Φτάνει πια, αγαπητό μου τέκνο, φτάνει, καλέ μου φίλε, είπε συγκινημένα στο τέλος. Γιατί κάνεις έτσι; Δεν πρέπει να κλαις μα να χαίρεσαι. Ή, μήπως τάχα δεν το ξέρεις πως η σημερινή μέρα είναι η πιο μεγάλη απ' τις ημέρες του; Σκέψου μονάχα πού βρίσκεται τώρα, τούτη τη στιγμή!

O Αλιόσα σήκωσε τα μάτια του μια στιγμή ξεσκεπάζοντας το πρησμένο απ' τα δάκρια σαν μικρού παιδιού πρόσωπό του, μα χωρίς να πει λέξη, έστριψε κι έκρυψε πάλι το πρόσωπό του στα χέρια του.

— Όμως, ίσως να 'χεις και δίκιο, πρόφερε σκεφτικά ο πάτερ Παΐσιος.

«Ίσως να 'ναι καλύτερα που κλαις. Τούτα τα δάκριά σου τα 'στειλε ο Χριστός. Τα ευλαβικά σου δάκρια θα 'ναι μια ψυχική γαλήνη για σένα και θα γεμίσουν χαρά την καρδιά σου», πρόσθεσε μέσα του φεύγοντας απ' τον Αλιόσα.

Εδώ που τα λέμε, βιάστηκε να φύγει γιατί ένιωσε πως ίσως, κοιτάζοντάς τον, βάλει κι αυτός τα κλάματα. Στο μεταξύ η ώρα περνούσε, οι λειτουργίες και τα μνημόσυνα συνεχίζονταν στο μοναστήρι σύμφωνα με την καθορισμένη διάταξη. O πάτερ Παΐσιος αντικατέστησε και πάλι τον πάτερ Ιωσήφ κοντά στο φέρετρο και συνέχισε την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Μα δεν ήταν ακόμα ούτε τρεις η ώρα τ' απόγευμα, όταν συνέβη κάτι που το ανέφερα και στο τέλος του προηγούμενου βιβλίου, κάτι που κανένας δεν το περίμενε και που ήταν τόσο αντίθετο με τη γενική προσδοκία, που, το ξαναλέω, ακόμα κι ως τα τώρα την αναθυμούνται ζωηρά αυτή την ιστορία, μ' όλες της τις λεπτομέρειες, σ' όλη τη γύρω περιφέρεια. Από μέρους μου θα προσθέσω για μια ακόμα φορά τούτο: Μου είναι σχεδόν σιχαμερό να θυμάμαι εκείνο το σκανδαλώδες επεισόδιο που στην πραγματικότητα ήταν κοινότατο και φυσικότατο και δε θα καθόμουν βέβαια να το υπογραμμίσω, αν δεν είχε μια δυνατή επίδραση στην ψυχή και στην καρδιά του κυριότερου —αν και μελλοντικού— ήρωά της διήγησής μου, του Αλιόσα. Το επεισόδιο εκείνο προκάλεσε έναν κλονισμό και μιαν αναστάτωση στην ψυχή του, τάραξε μα κι ατσάλωσε τη σκέψη του τελειωτικά πια για όλη του τη ζωή, κατευθυνοντάς την προς έναν ορισμένο σκοπό.

Αρχίζω λοιπόν τη διήγηση:

Όταν, πριν ακόμα φέξει, τοποθέτησαν το έτοιμο για την ταφή σώμα του στάρετς στο φέρετρο και το μεταφέρανε στο πρώτο δωμάτιο, όπου δεχόταν άλλοτε τους επισκέπτες του, ρώτησε κάποιος αν ίσως θα 'πρεπε ν' ανοίξουν τα παράθυρα. Μα τούτη η ερώτηση που εκείνος ο κάποιος την είπε τυχαία και περαστικά, έμεινε αναπάντητη και σχεδόν απαρατήρητη. Οι λίγοι που την πρόσεξαν είπαν μέσα τους πως το να περιμένει κανείς πως το κορμί ενός τέτοιου μακαρίτη θ' αρχίσει να σαπίζει και να βρωμάει, είναι ολοφάνερα ανόητο. Τόσο που θ' άξιζε να τον λυπηθείς (αν όχι να τον χλευάσεις) εκείνον που πρόφερε τόσο ολιγόπιστα κι ελαφρόμυαλα μια τέτοια σκέψη. Γιατί όλοι περίμεναν εντελώς το αντίθετο. Μα νά που λίγο μετά το μεσημέρι άρχισε κάτι που στην αρχή το παρατηρούσαν όσοι μπαινοβγαίνανε, σιωπηλά, δίχως να λένε λέξη· φοβόνταν μάλιστα ολοφάνερα ν' ανακοινώσουν τις σκέψεις τους στους άλλους, μα που κατά τις τρεις τ' απόγευμα φανερώθηκε τόσο καθαρά πια κι αδιάψευστα, που η είδηση για το γεγονός διαδόθηκε στη στιγμή σ' όλη τη σκήτη κι ανάμεσα σ' όλους τους προσκυνητές, έφτασε στο μοναστήρι εκπλήττοντας όλους και μαθεύτηκε αστραπιαία και στην πολιτεία, όπου τους ανατάραξε όλους, πιστούς και άπιστους. Οι άπιστοι χαρήκανε μα ήταν και πολλοί πιστοί που χάρηκαν περισσότερο κι απ' αυτούς, γιατί «αρέσει στους ανθρώπους να βλέπουν την πτώση και την καταισχύνη του δικαίου», όπως το 'χε πει ο ίδιος ο μακαρίτης ο στάρετς σε μιαν απ' τις διδαχές του. Το γεγονός ήταν πως απ' το φέρετρο του στάρετς άρχισε ν' αναδίνεται σιγά σιγά, κι όσο περνούσε η ώρα γινόταν αισθητότερη, η οσμή της αποσύνθεσης. Κατά τις τρεις το απόγευμα η αποφορά ήταν πια ολοφάνερη κι όσο περνούσε η ώρα δυνάμωνε. Ύστερα απ' το γεγονός αυτό ξέσπασε ένα ασυγκράτητο σκάνδαλο, ακόμα κι ανάμεσα στους μοναχούς, που δύσκολα θα μπορούσε να θυμηθεί κανείς όμοιό του στα χρονικά του μοναστηριού και που σ' άλλες περιπτώσεις δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πως μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Αργότερα μονάχα, ύστερα από πολλά χρόνια πια, μερικοί μυαλωμένοι καλόγεροι το θυμόνταν με κατάπληξη και φρίκη: πώς μπόρεσαν να φτάσουν ως εκεί τα πράγματα; Γιατί κι άλλοτε συνέβαινε να πεθαίνουν καλόγεροι που είχαν ζήσει έναν εξαιρετικά ενάρετο βίο και που η αρετή τους ήταν γνωστή σ' όλους, θεοσεβείς στάρετς λόγου χάρη, που όμως κι απ' αυτών τα φέρετρα αναδινόταν μια οσμή αποσύνθεσης, πράγμα φυσικό, που συμβαίνει μ' όλους τους νεκρούς, όμως δεν έφερνε καμιά ταραχή, τι λέω, ούτε την παραμικρότερη ανησυχία. Υπήρξαν βέβαια και στο δικό μας μοναστήρι μερικοί που 'χαν αποδημήσει από πολύ καιρό εις Κύριον και που η ανάμνησή τους διετηρείτο ζωηρή ακόμα στο μοναστήρι μας και που τα πτώματά τους, σύμφωνα με την παράδοση, δεν υπόκυψαν στην αποσύνθεση, πράγμα που συγκινητικά και μυστηριακά επέδρασε πάνω στους μοναχούς κι έμεινε στη θύμησή τους σαν κάτι άξιο και θαυμαστό και σαν μια υπόσχεση μεγαλύτερης ακόμα δόξας για τους τάφους τους, όταν με το θέλημα του Θεού θα 'ρχόταν η ώρα. Απ' αυτούς η παράδοση ανέφερε ιδιαίτερα τον στάρετς Ιώβ, που έζησε εκατόν πέντε χρόνια, έναν περίφημο ασκητή, μεγάλο νηστευτή και σιωπητή, που 'χε αποδημήσει εδώ και πολλά χρόνια, κατά τα 1810. Τον τάφο του τον δείχνανε με ιδιαίτερο κι εξαιρετικό σεβασμό στους προσκυνητές που έρχονταν για πρώτη φορά στο μοναστήρι, κάνοντας μυστηριώδεις υπαινιγμούς για κάποιες μεγάλες ελπίδες που έδινε ο τάφος αυτός. (Λέω για τον ίδιο εκείνο τάφο όπου βρήκε το πρωί ο πάτερ Παΐσιος τον Αλιόσα). Εκτός απ' αυτόν, που πέθανε εδώ και χρόνια πια, θυμόνταν και τον στάρετς Βαρσονόβιο, που απεδήμησε πιο πρόσφατα, εκείνον τον ίδιο που ο πάτερ Ζωσιμάς διαδέχτηκε στο αξίωμα του στάρετς. Οι προσκυνητές που έρχονταν στο μοναστήρι όσο ζούσε ο Βαρσονόβιος τον θεωρούσαν απλά και σκέτα, «πτωχόν τω πνεύματι». Γι' αυτούς τους δυο η παράδοση έλεγε πως κοίτονταν στα φέρετρά τους σαν να 'ταν ζωντανοί και τους θάψανε χωρίς σημάδια αποσύνθεσης. Έλεγαν μάλιστα πως οι μορφές τους είχαν αποκτήσει κάποιο φέγγος μες στο φέρετρο. Μερικοί επιμένανε ακόμα πως απ' τα σώματά τους αναδινόταν μια αισθητή ευωδία. Μα κι αν ακόμα δεν υπήρχαν όλες αυτές οι υποβλητικές αναμνήσεις, πάλι δύσκολο θα 'ταν να εξηγήσει κανείς τον πραγματικό λόγο που στάθηκε αιτία να γίνουν όλες εκείνες οι επιπόλαιες, ανόητες και μοχθηρές σκηνές μπροστά στο φέρετρο του στάρετς Ζωσιμά. Εγώ προσωπικά έχω τη γνώμη πως συμπέσανε ταυτόχρονα και πολλά άλλα πράγματα, επιδράσανε ταυτόχρονα πολλές αιτίες. Μια απ' αυτές ήταν ακόμα και κείνη η ριζωμένη εχθρότητα για το θεσμό των στάρετς γενικά. Τον θεωρούσαν τούτο το θεσμό φθοροποιό νεωτερισμό. Αυτό το πιστεύανε βαθιά στην ψυχή τους πολλοί καλόγεροι του μοναστηριού μας. Ήταν φυσικά και η ζήλια που νιώθανε για τη φήμη της αγιοσύνης που 'χε αποχτήσει ο αναπαυμένος και που τόσο δυνατά στεριώθηκε όσο ζούσε, ώστε ήταν απαγορευμένο κατά κάποιον τρόπο να την αμφισβητήσει κανείς. Γιατί αν κι ο μακαρίτης στάρετς είχε πάρει με το μέρος του πολλούς, κι αυτό όχι τόσο με τα θαύματα όσο με την αγάπη, και είχε δημιουργήσει γύρω του έναν ολόκληρο κόσμο που τον αγαπούσε, παρ' όλα αυτά, όμως, και μάλιστα ακριβώς γι' αυτό, ο στάρετς είχε υποκινήσει πολλούς φθόνους και είχε δημιουργήσει πολλούς άσπονδους εχθρούς, φανερούς και κρυφούς, κι όχι μονάχα μέσα στο μοναστήρι μα κι ανάμεσα στους λαϊκούς. Δεν έκανε κακό σε κανέναν, όμως πολλοί λέγανε μέσα τους:

«Από πού κι ως πού τον νομίζουν οι άλλοι τόσο άγιο;»

Και μονάχα αυτή η ερώτηση, που επαναλαμβανόταν συχνά, δημιούργησε τελικά ένα ακόρεστο μίσος. Νά γιατί, νομίζω, όταν αισθάνθηκαν μερικοί —και τόσο γρήγορα— την οσμή της αποσύνθεσης, πριν περάσει καλά καλά μια μέρα απ' την ώρα του θανάτου του, χάρηκαν τόσο άμετρα. Μα κι απ' τους πιστούς φίλους του στάρετς κι από κείνους που τον θυμούνται με σεβασμό ως τα τώρα, βρέθηκαν μερικοί που πειράχτηκαν σχεδόν μ' αυτό που έγινε και το θεώρησαν προσωπική τους ύβρη.

Η εξέλιξη των γεγονότων έγινε ως εξής:

Μόλις άρχισε να γίνεται αντιληπτή η οσμή, μπορούσε να διακρίνει κανείς κι από μόνη την έκφραση των προσώπων των καλόγερων που μπαινόβγαιναν πως γι' αυτή την αιτία έρχονταν. Έμπαιναν, μένανε για λίγο μέσα και ξαναβγαίνανε βιαστικοί, για να επιβεβαιώσουν την είδηση στους άλλους που περίμεναν μαζεμένοι απ' έξω. Μερικοί απ' αυτούς κουνούσαν λυπημένα το κεφάλι, άλλοι όμως δεν κρύβανε πια τη χαρά τους, που καθρεφτιζόταν ολοκάθαρα στα μοχθηρά τους βλέμματα. Κι ούτε βρισκόταν πια κανένας που να τους κάνει παρατήρηση, κανένας δεν έλεγε έναν καλό λόγο. Αυτό ήταν παράξενο, γιατί οι πιστοί φίλοι του στάρετς ήταν, όσο και να πεις, οι περισσότεροι μέσα στο μοναστήρι. Μα φαίνεται πως ήταν θέλημα Θεού να νικήσει προσωρινά η μειοψηφία. Σε λίγο άρχισαν κι απ' τους λαϊκούς, ιδίως απ' τους κάπως μορφωμένους, να καταφτάνουν στο κελί για να βεβαιωθούν και να πληροφορήσουν τους άλλους απέξω. Άνθρωποι του λαού μπαίνανε λίγοι, αν και είχαν μαζευτεί πολλοί στην είσοδο της σκήτης. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ακριβώς ύστερα απ' τις τρεις οι επισκέπτες απ' την πολιτεία πληθύνανε. Όλοι αυτοί έρχονταν ακριβώς εξαιτίας του σκανδάλου που είχε διαδοθεί. Άνθρωποι που δεν το 'χαν καθόλου σκοπό να 'ρθουν εκείνη την ημέρα, φτάσανε τώρα επίτηδες. Ανάμεσά τους ήταν και μερικά σημαντικά πρόσωπα. Για να λέμε την αλήθεια, δεν είχε εκδηλωθεί ακόμα καμιά αταξία ούτε απρέπεια κι ο πάτερ Παΐσιος διάβαζε σταθερά και καθαρά το Ευαγγέλιο, με το πρόσωπο αυστηρό, λες και δεν παρατηρούσε αυτά που γίνονταν γύρω του, αν και από ώρα πια είχε νιώσει πως συμβαίνει κάτι το ασυνήθιστο. Σε λίγο όμως άρχισε κι αυτός ν' ακούει κάτι κουβέντες, στην αρχή χαμηλόφωνες, που σιγά σιγά γίνονταν πιο σταθερές και πιο τολμηρές.

— Φαίνεται λοιπόν πως η κρίση του Θεού δεν είναι σαν των ανθρώπων! άκουσε ξαφνικά ο πάτερ Παΐσιος.

Αυτό το 'πε πριν απ' όλους ένας δημόσιος υπάλληλος απ' την πολιτεία, ένας άνθρωπος ηλικιωμένος και, απ' όσα ξέρανε γι' αυτόν, πολύ ευσεβής. Όμως λέγοντάς το αυτό, δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να ξαναπεί φωναχτά κάτι που από ώρα τώρα ψιθύριζαν αναμεταξύ τους οι καλόγεροι. Αυτοί από ώρα κιόλας είχαν προφέρει αυτή την απελπιστική φράση και το χειρότερο απ' όλα ήταν που από στιγμή σε στιγμή φανερωνόταν και μεγάλωνε σ' αυτούς κάποιο αίσθημα θριάμβου. Σε λίγο άρχισε να χαλαρώνεται και η ευπρέπεια ακόμα, λες κι όλοι αισθάνθηκαν μονομιάς πως έχουν ένα κάποιο δικαίωμα να φερθούν άπρεπα.

— Πώς μπόρεσε τάχα να γίνει αυτό; λέγανε μερικοί καλόγεροι κάνοντας στην αρχή πως λυπούνται· το κορμί του ήταν μικρό, πετσί και κόκκαλο, από πού να βρέθηκε αυτή η οσμή;

— Θα πει λοιπόν πως είναι μια σαφής υπόδειξη του Θεού, πρόσθεταν γρήγορα γρήγορα οι άλλοι, κι όλοι παραδέχονταν αμέσως κι αδίσταχτα τη γνώμη τους.

Λέγανε μάλιστα πως κι αν ακόμα άρχιζε η αποσύνθεση, όπως γίνεται με κάθε αμαρτωλό, και πάλι τούτο θα γινόταν αργότερα κι όχι με τόση φανερή βιασύνη. Θα 'πρεπε να περάσει ένα μερόνυχτο τουλάχιστον ενώ «τούτο δω προτρέχει του φυσικού» και συνεπώς είναι δάκτυλος Θεού.

— Ήθελε να μας κάνει μιαν υπόδειξη.

Αυτή η γνώμη έκανε κατάπληξη σ' όλους και την παραδέχονταν ασυζητητί. O πράος ιερομόναχος πάτερ Ιωσήφ, ο βιβλιοθηκάριος, ο αγαπημένος του μακαρίτη, προσπάθησε να φέρει αντίρρηση σε μερικούς κακεντρεχείς, λέγοντας πως «δεν γίνεται δα παντού έτσι» και πως δεν είναι βέβαια κανένα δόγμα της ορθοδοξίας ότι τα σώματα των δικαίων δεν πρέπει ν' αποσυντίθενται. Αυτό ήταν μια γνώμη μονάχα. Ακόμα και στα πιο ορθόδοξα μέρη, στον Άθω λόγου χάρη, δεν κάνει και τόσο κακή εντύπωση η οσμή της αποσύνθεσης. Εκεί θεωρούν σαν κυριότερη απόδειξη της αγιοσύνης των δικαίων όχι την αφθαρσία του σώματος αλλά το χρώμα που θα πάρουν τα κόκκαλα όταν τα σώματα μείνουν πολλά χρόνια μέσα στον τάφο και αποσυντεθούν.

— Αν τα κόκκαλα ύστερα από χρόνια γίνουν κίτρινα σαν κερί, τότε θα πει πως ο Κύριος εκάθισε τον δίκαιο εκ δεξιών του. Αν όμως δε γίνουν κίτρινα αλλά μαύρα, τότε θα πει πως ο Κύριος δεν τον έκρινε άξιο μιας τέτοιας δόξης. Αυτά πιστεύουν στον Άθω, στον άγιο εκείνο τόπο όπου από αρχαιοτάτων χρόνων διαφυλάττεται απαρασάλευτα η αγνή ορθοδοξία, κατέληξε ο πάτερ Ιωσήφ.

Μα τα λόγια του ταπεινού μοναχού δε φέρανε κανένα αποτέλεσμα, πολλοί μάλιστα τον κοροϊδέψαν. «Όλα αυτά είναι σοφιστείες και νεωτερισμοί, δεν αξίζει ούτε να τ' ακούει κανείς», είπαν μέσα τους οι καλόγεροι.

«Εμείς πρέπει να πιστεύουμε στην παράδοση. Λίγοι νεωτερισμοί φανερώνονται τάχα τώρα τελευταία; Πρέπει όλους να τους παραδεχτούμε;» πρόσθεταν άλλοι.

«Οι δικοί μας Άγιοι Πατέρες δεν ήταν λιγότεροι απ' τους δικούς τους. Εκείνοι έχουν τον Τούρκο πάνω απ' το κεφάλι τους και τα 'χουν ξεχάσει όλα. Η ορθοδοξία τους από καιρό τώρα νοθεύτηκε. Οι εκκλησίες τους ούτε καμπάνες δεν έχουν», πλειοδοτούσαν οι πιο σαρκαστικοί.

O πάτερ Ιωσήφ έφυγε λυπημένος, αφού μάλιστα κι ο ίδιος δεν είχε εκφράσει και τόσο σταθερά τη γνώμη του, και χωρίς να την πολυπιστεύει ούτε αυτός. Παρατήρησε όμως με ταραχή πως αρχίζει κάτι εντελώς άπρεπο και πως γινόταν μια αταξία. Σιγά σιγά, μαζί με τον πάτερ Ιωσήφ σώπασαν κι όλες οι άλλες μυαλωμένες φωνές. Και τότε συνέβηκε τούτο: Όλοι όσοι αγαπούσαν τον στάρετς και παραδέχονταν ευλαβικά το θεσμό των στάρετς, ξαφνικά κάτι φοβήθηκαν κι όταν συναντιόνταν κοίταζαν φοβισμένα ο ένας τον άλλον, ενώ οι εχθροί του θεσμού των στάρετς —που τάχα ήταν νεωτερισμός— σήκωσαν κεφάλι.

«O μακαρίτης ο στάρετς Βαρσονόβιος όχι μονάχα δε βρωμούσε μα κι ευωδίαζε κιόλας στο φέρετρό του», θύμιζαν αυτοί χαιρέκακα.

«Όμως αυτό το αξιώθηκε όχι γιατί ήταν στάρετς μα γιατί ο ίδιος ήταν δίκαιος».

Ύστερα απ' αυτό άρχισε το κουτσομπολιό και οι κατηγορίες ακόμα σε βάρος του μακαρίτη:

«Δεν είχε δίκιο σ' αυτά που έλεγε. Δίδασκε πως η ζωή είναι μια μεγάλη χαρά κι όχι μια ταπεινοσύνη όλο δάκρυα», λέγανε μερικοί απ' τους πιο ακαταλόγιστους.

«Η πίστη του ήταν μοντέρνα. Δεν παραδεχόταν πως υπάρχει υλική φωτιά στην Κόλαση», πρόσθεταν άλλοι πιο ακαταλόγιστοι κι απ' τους πρώτους.

«Δεν κρατούσε αυστηρά τη νηστεία, έτρωγε βύσσινο γλυκό κι έπινε τσάι, τ' αγαπούσε πολύ τα γλυκά, οι κυρίες τού τα στέλνανε. Επιτρέπονται τάχα σ' έναν ασκητή τα τσάγια;» λέγανε μερικοί φθονεροί.

«Το 'χε πάρει απάνω του», αναθυμόνταν μοχθηρά οι πιο κακόβουλοι.

«Νόμιζε πως είναι άγιος. Οι άνθρωποι γονάτιζαν μπροστά του κι αυτός το δεχόταν, λες και πραγματικά του άξιζε».

«Έκανε κατάχρηση του μυστηρίου της εξομολόγησης», πρόσθεταν ψιθυρίζοντας με κακία οι πιο φανατικοί εχθροί του θεσμού των στάρετς.

Κι ανάμεσα σ' αυτούς ήταν οι γεροντότεροι και οι πιο θεοφοβούμενοι καλόγεροι, μεγάλοι νηστευτές και σιωπητές, που δεν βγάζανε λέξη όσο ζούσε ο μακαρίτης, μα τώρα ξαφνικά άνοιξαν το στόμα τους. Αυτό ήταν τρομερό γιατί τα λόγια τους είχαν μεγάλη επίδραση στους νεαρούς κι ακαταστάλαχτους ακόμα καλόγερους. Όλα αυτά τ' άκουγε με μεγάλη προσοχή, ο καλόγερος απ' το Ομπντόρσκ, που ήρθε απ' τον άγιο Σίλβεστρο, αναστέναζε βαθιά και κουνούσε το κεφάλι:

«Ναι, φαίνεται πως ο πάτερ Θεράπων είχε δίκιο να λέει εκείνα που μου 'πε χτες», σκεφτόταν.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή φάνηκε κι ο πάτερ Θεράπων. Λες κι ερχόταν για να διπλασιάσει την ταραχή.

Το 'χω πει πια και πιο μπροστά πως σπάνια έβγαινε απ' το μικρό ξύλινο κελί του, που ήτανε στο μελισσώνα. Ούτε και στην εκκλησία δεν πήγαινε συχνά, μα δεν του λέγανε τίποτα γιατί το 'χαν πάρει απόφαση πως ήταν «πτωχός τω πνεύματι» και δεν του επέβαλλαν το γενικό κανονισμό. Όμως, αν θέλουμε να πούμε την αλήθεια, πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Γιατί έναν τέτοιο μεγάλο νηστευτή και σιωπητή, που προσευχόταν μέρα νύχτα (πολλές φορές τον έπαιρνε ο ύπνος έτσι γονατιστό) ήταν κάπως άπρεπο να τον αναγκάσεις να υποταχτεί στο γενικό κανονισμό, τη στιγμή που ο ίδιος δεν ήθελε να τον εφαρμόσει.

— Αυτός είναι πιο άγιος από μας κι εκτελεί άθλους μεγαλύτερους από κείνους που προβλέπει ο κανονισμός, λέγανε οι καλόγεροι.

— Αν δεν πηγαίνει στην εκκλησία, αυτό θα πει πως ξέρει μονάχος του πότε πρέπει να πάει. Έχει δικό του κανονισμό.

Έτσι λοιπόν, για να μην ακουστούν μεμψιμοιρίες και ν' αποφύγουν ένα σκάνδαλο, άφηναν τον πάτερ Θεράποντα στην ησυχία του. Τον στάρετς Ζωσιμά δεν τον αγαπούσε καθόλου ο πάτερ Θεράπων κι αυτό το ξέρανε όλοι. Και νά λοιπόν που φτάνει ως το κελί του πως «η κρίση του Θεού δε συμφωνεί με την κρίση των ανθρώπων» και πως ο μακαρίτης «είχε προτρέξει του φυσικού». Φαίνεται πως ο πρώτος που του 'φερε την είδηση ήταν ο επισκέπτης απ' το Ομπντόρσκ, που είχε μιλήσει και χτες μαζί του και είχε φύγει κατατρομαγμένος. Ανέφερα ακόμα πως ο πάτερ Παΐσιος στεκόταν σταθερός κι ακλόνητος πάνω απ' το φέρετρο και διάβαζε το Ευαγγέλιο αν και δεν μπορούσε να δει ούτε να ακούσει τι γινόταν έξω από το κελί, τα μάντευε όμως όλα γιατί ήξερε πολύ καλά το περιβάλλον του. Δεν είχε ταραχτεί. Περίμενε χωρίς φόβο το κάθε τι που θα μπορούσε ακόμα να συμβεί και που την έκβασή του την πρόβλεπε με το διαπεραστικό πνευματικό του βλέμμα. Τότε, ξάφνου, άκουσε έναν ασυνήθιστο κι ολότελα πια απρεπή θόρυβο απ' τον προθάλαμο. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και στο κατώφλι φάνηκε ο πάτερ Θεράπων. Απ' το κελί διακρίνονταν καθαρά πολλοί καλόγεροι, ακόμα κι άνθρωποι απ' την πολιτεία που τον είχαν συνοδεύσει και μένανε τώρα κάτω απ' το χαγιάτι. Όμως αυτοί δεν ανέβηκαν μα μείνανε κάτω και περίμεναν να δουν τι θα πει και τι θα κάνει ο πάτερ Θεράπων. Γιατί προαισθάνονταν, και μάλιστα με κάποιο φόβο παρ' όλο το θράσος τους, πως δεν είχε έρθει έτσι, χωρίς λόγο. O πάτερ Θεράπων σταμάτησε στο κατώφλι και σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό. Κάτω απ' το δεξί του χέρι φάνηκαν τα διαπεραστικά κι όλο περιέργεια ματάκια του επισκέπτη απ' το Ομπντόρσκ, που ήταν ο μόνος που δε βάσταξε κι ακολούθησε από κοντά τον πατέρα Θεράποντα. Τόσο ήταν περίεργος. Οι άλλοι, όταν άνοιξε με κρότο η πόρτα, πισωπάτησαν ακόμα πιο πολύ απ' το φόβο τους. Σηκώνοντας τα χέρια του ο πάτερ Θεράπων ξεφώνισε:

— Εξορκίζω τα κακά πνεύματα! κι άρχισε να κάνει το σημείο του σταυρού γυρίζοντας διαδοχικά προς όλους τους τοίχους και τις τέσσερις γωνιές του κελιού.

Αυτή την πράξη του πατέρα Θεράποντα την κατάλαβαν αμέσως όσοι τον συνόδευαν. Γιατί ξέρανε πως έτσι έκανε πάντα όπου και να 'μπαινε και πως πουθενά δε θα καθόταν κι ούτε θα 'βγαζε λέξη πριν διώξει το Σατανά.

— Έξω από δω, Σατανά, έξω από δω! ξανάλεγε κάθε φορά που έκανε ένα σταυρό στον αέρα. Εξορκίζω τα κακά πνεύματα! ξεφώνισε και πάλι.

Φορούσε το χοντροκομμένο του ράσο και είχε δεμένη τη μέση του μ' ένα σκοινί. Κάτω απ' την πουκαμίσα του, που ήταν φτιαγμένη από καναβάτσο, διακρινόταν το γυμνό του στήθος, γεμάτο άσπρες τρίχες. Ήταν ξυπόλητος. Μόλις άρχισε να κουνάει τα χέρια του, ακούστηκαν να κουδουνίζουν οι βαριές αλυσίδες που 'χε κάτω απ' το ράσο του. O πάτερ Παΐσιος σταμάτησε την ανάγνωση, προχώρησε, στάθηκε μπροστά του και περίμενε.

— Γιατί ήρθες, πανοσιότατε; Γιατί αυτή η διατάραξη της τάξης; Γιατί σκανδαλίζεις το ταπεινό ποίμνιο; πρόφερε στο τέλος κοιτάζοντάς τον αυστηρά.

— Γιατί ήρθα; Τι ρωτάς; Ποια είναι η πίστη σου; φώναξε ο πάτερ Θεράπων με ύφος μισοπάλαβο. Ήρθα να διώξω από δω τους μουσαφίρηδές σας, τους βρωμερούς διαβόλους. Ήρθα να δω αν μαζέψατε πολλούς όλο τούτο τον καιρό που έλειπα εγώ. Θέλω να πάρω μια σημυδόσκουπα να τους διώξω.

— Διώχνεις τον Σατανά, ίσως όμως εσύ ο ίδιος να τον υπηρετείς, είπε άφοβα ο πάτερ Παΐσιος. Ποιος μπορεί να πει για τον εαυτό του: «άγιος ειμί»; Μήπως νομίζεις, πάτερ μου, πως εσύ είσαι;

— Βρωμερός είμαι κι όχι άγιος. Δε θα κάτσω ποτέ στην πολυθρόνα για να με λατρεύουν σαν είδωλο! είπε με βροντερή φωνή ο πάτερ Θεράπων. Οι άνθρωποι καταστρέφουν την ιερή μας πίστη τη σήμερον ημέρα. O μακαρίτης ο άγιός σας, είπε γυρίζοντας στους άλλους και δείχνοντας με το δάχτυλο το φέρετρο, έδιωχνε τους δαίμονες. Έδινε και φάρμακα στους δαιμονισμένους. Μα νά που τώρα πληθύνανε δω πέρα σαν αράχνες. Και σήμερα κι ο ίδιος βρώμησε. Αυτό που βλέπουμε είναι θεϊκό σημάδι.

Κάτι τέτοιο είχε συμβεί στ' αλήθεια όταν ζούσε ο πάτερ Ζωσιμάς. Κάποιος καλόγερος άρχισε να βλέπει στον ύπνο του, ύστερα και στον ξύπνιο του, το Σατανά. Όταν τα εξομολογήθηκε κατατρομαγμένος στον στάρετς, εκείνος τον συμβούλεψε να προσεύχεται ασταμάτητα και να νηστεύει. Μα όταν κι αυτό δεν έφερε καμιά καλυτέρευση, τον συμβούλεψε να πάρει κάποιο φάρμακο χωρίς να παρατήσει όμως τις προσευχές και τη νηστεία. Αυτό είχε σκανδαλίσει πολλούς τότε και τα λέγανε μεταξύ τους κουνώντας το κεφάλι, και περισσότερο απ' όλους ο πάτερ Θεράπων. Γιατί αμέσως βρέθηκαν μερικοί που του γνωστοποίησαν τούτη την «ασυνήθιστη» συμβουλή του στάρετς. — Έξελθε, πάτερ! είπε επιταχτικά ο πάτερ Παΐσιος. Δεν κρίνουν οι άνθρωποι μα ο Θεός. Ίσως αυτό το «σημείο» να μην μπορείς ούτε συ να το καταλάβεις, ούτε γω, ούτε κανείς. Έξελθε, πάτερ, μη σκανδαλίζεις το ποίμνιο! ξανάπε επίμονα.

— Δε νήστευε όπως έπρεπε, γι' αυτό έγινε αυτό που έγινε. Είναι ολοφάνερο πια και θα 'ταν αμαρτία να το κρύβουμε! έλεγε ο ξέφρενος φανατικός, που ο ζήλος του ξεπερνούσε τα λογικά του. Υπέκυψε στον πειρασμό κι έτρωγε ζαχαρωτά, οι κυρίες τού τα φέρνανε στις τσέπες τους, γλυκαινόταν και με τσάγια, κατάντησε κοιλιόδουλος, γέμιζε το στομάχι του με γλυκίσματα και το μυαλό του με σκέψεις αλαζονικές... Γι' αυτό υπέστη τώρα αυτή την καταισχύνη...

— Άφρονα τα λόγια σου, πάτερ, είπε κι ο πάτερ Παΐσιος με δυνατή φωνή. Εκτιμάω τις νηστείες σου και τον ασκητισμό σου, όμως κάτι τέτοια λόγια σαν αυτά που είπες, μονάχα ένα παιδί που ζει έξω απ' το μοναστήρι θα μπορούσε να τα πει, ένα παιδί άμυαλο. Έξελθε, πάτερ, σε διατάζω, κατέληξε με βροντερή φωνή ο πάτερ Παΐσιος.

— Εγώ να φύγω! πρόφερε ο πάτερ Θεράπων και σαν να κλονίστηκε λιγάκι, μα με τον ίδιο θυμό. Μας κάνετε τους σοφούς! Περηφανεύεστε για τη μόρφωσή σας μπροστά στη δική μου μηδαμινότητα. Ήρθα δω πέρα αμόρφωτος, μα εδώ ξέχασα κι αυτά που ήξερα, ο ίδιος ο Θεός με φύλαξε και με προστάτεψε τον ταπεινό εμένα απ' τη μεγάλη σοφία σας...

O πάτερ Παΐσιος στεκόταν και περίμενε ακλόνητος. O πάτερ Θεράπων σώπασε για λίγο, και ξαφνικά, κάνοντας το πρόσωπό του κλαψιάρικο, και σκεπάζοντας το μάγουλό του με τη δεξιά παλάμη, πρόφερε μακρόσυρτα κοιτάζοντας το φέρετρο του στάρετς:

— Το πρωί θα του ψάλλουν το «Βοηθέ και προστάτα», τον υπέροχο αυτόν κανόνα, μα όταν θα ψοφήσω γω θα πουν μονάχα το «Ώ μακαρία ζωή» *(Όταν βγάζουν το φέρετρο απ' το κελί για να το πάνε στην εκκλησία και ύστερα απ', τη νεκρώσιμη ακολουθία, όταν το πηγαίνουν στο νεκροταφείο, ψάλλουν το «Ω μακαρία ζωή», αν ο νεκρός είναι καλόγερος. Αν ο απελθών είναι ιερομόναχος τότε ψάλλουν τον κανόνα: «Βοηθέ και προστάτα...» Σ.τ.Σ. ), αυτό το ταπεινό τροπάριο, —πρόφερε κλαψιάρικα και θλιβερά. Είσαστε περήφανοι κι αλαζόνες, τούτο το μέρος είναι καταραμένο, ξεφώνισε ξαφνικά σαν τρελός και κάνοντας μια χειρονομία γύρισε και κατέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια.

Το μπουλούκι που τον περίμενε κάτω, δίστασε για μια στιγμή. Μερικοί τον ακολούθησαν αμέσως, άλλοι όμως κοντοστάθηκαν γιατί η πόρτα του κελιού ήταν ακόμα ανοιχτή κι ο πάτερ Παΐσιος φάνηκε στο κατώφλι κι έμεινε εκεί ασάλευτος παρακολουθώντας. Μα ο γερο-φανατικός δεν είχε τελειώσει ακόμα. Όταν προχώρησε καμιά εικοσαριά βήματα, στράφηκε ξαφνικά προς τη μεριά του ήλιου που βασίλευε, σήκωσε και τα δυο του χέρια στον ουρανό και σωριάστηκε χάμω σαν θερισμένος κραυγάζοντας:

— O Κύριός μου νίκησε! O Χριστός νίκησε τον δύοντα ήλιο! ούρλιαζε παράφορα, σηκώνοντας προς τον ήλιο τα χέρια του και χτυπώντας το μέτωπο στο χώμα.

Άρχισε να κλαίει γοερά, με λυγμούς, σαν μικρό παιδί. Το κορμί του αναταραζόταν ολόκληρο από τ' αναφυλλητά και τα χέρια του ήταν απλωμένα. Τότε τρέξανε όλοι κοντά του, αντήχησαν φωνές, κάποιοι άλλοι ολόλυζαν... Λες και είχαν χάσει όλοι τα λογικά τους.

— Νά ποιος είναι άγιος! Νά ποιος είναι δίκαιος! ακούγονταν άφοβες πια οι φωνές. Νά ποιος αξίζει να γίνει στάρετς, πρόσθεταν άλλοι με μανία.

— Δε θα θελήσει να γίνει... Θα τ' αρνηθεί ο ίδιος... δε θα μπει στη δούλεψη του καταραμένου νεωτερισμού... δε θα θελήσει να μιμηθεί τις βλακείες τους, είπαν αμέσως κάτι άλλοι.

Και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ως πού θα 'φταναν τα πράγματα αν δε χτυπούσε η καμπάνα που καλούσε τους πιστούς στη λειτουργία. Όλοι άρχισαν αμέσως να σταυροκοπιούνται. Σηκώθηκε κι ο πάτερ Θεράπων, έκανε πολλές φορές το σημείο του σταυρού και προχώρησε προς το κελί του, εξακολουθώντας να φωνάζει. Μα οι κραυγές του τώρα ήταν εντελώς ασυνάρτητες. Μερικοί τον ακολούθησαν, όμως οι περισσότεροι διαλύθηκαν και τράβηξαν βιαστικά για την εκκλησία. O πάτερ Παΐσιος άφησε τον πατέρα Ιωσήφ να συνεχίσει στη θέση του το διάβασμα και κατέβηκε στον κήπο. Οι φωνές των φανατικών δεν μπόρεσαν να τον κλονίσουν, μα ένιωσε πως κάτι το ιδιαίτερο του 'σφίγγε την καρδιά με θλίψη και μελαγχολία. Σταμάτησε κι αναρωτήθηκε:

«Γιατί αυτή η θλίψη που με κάνει να χάνω και το κουράγιο μου ακόμα;»

Κατάλαβε τότε —κι απόρησε πολύ— πως τούτη η θλίψη προερχόταν, καθώς φαίνεται, απ' την πιο ασήμαντη αιτία. Νά τι είχε συμβεί: Μέσα στο μπουλούκι που 'χε μαζευτεί έξω απ' την είσοδο του κελιού είδε και τον Αλιόσα, και θυμήθηκε τώρα πως μόλις τον είδε, ένιωσε αμέσως κάτι σαν πόνο στην καρδιά. «Ώστε τόσο μεγάλη σημασία έχει για μένα αυτός ο νέος;» αναρωτήθηκε με κατάπληξη.

Εκείνη τη στιγμή ίσα ίσα ο Αλιόσα περνούσε από μπροστά του, λες και βιαζόταν να πάει κάπου. Δεν πήγαινε όμως προς το μέρος της εκκλησίας. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. O Αλιόσα απόστρεψε τα μάτια του και τα χαμήλωσε. O πάτερ Παΐσιος μάντεψε απ' την έκφραση του προσώπου του τη μεγάλη αλλαγή που γινόταν εκείνη τη στιγμή στην ψυχή του νέου.

— Ώστε και συ λοιπόν αφέθηκες να παρασυρθείς απ' τον πειρασμό; αναφώνησε ξαφνικά ο πάτερ Παΐσιος. Είσαι λοιπόν και συ μ' αυτούς τους ολιγόπιστους; πρόσθεσε θλιμμένα. O Αλιόσα κοντοστάθηκε και κοίταξε κάπως αόριστα τον πάτερ Παΐσιο, μα πάλι απόστρεψε και χαμήλωσε τα μάτια. Ούτε καν γύρισε στο συνομιλητή του. O πάτερ Παΐσιος παρατηρούσε προσεκτικά.

— Πού πας έτσι βιαστικά; Η λειτουργία αρχίζει, του ξανά 'πε.

Μα ο Αλιόσα πάλι δεν απάντησε.

— Ή, μήπως φεύγεις απ' τη σκήτη; Μα πώς; Έτσι, χωρίς άδεια, χωρίς ευλογία;

O Αλιόσα χαμογέλασε ξαφνικά με ειρωνεία, κοίταξε παράξενα, πολύ παράξενα τον πάτερ Παΐσιο, που σ' αυτόν τον είχε εμπιστευτεί ο δάσκαλός του λίγο πριν πεθάνει, ο πρώην κύριος της καρδιάς και της ψυχής του, ο αγαπημένος του στάρετς. Και ξαφνικά, χωρίς και πάλι ν' απαντήσει, έκανε μια χειρονομία αδιαφορίας, λες και δεν τον ένοιαζε πια αν θα φερόταν ή όχι με τον πρεπούμενο σεβασμό, και προχώρησε βιαστικά προς την έξοδο της σκήτης.

— Θα ξαναγυρίσεις ακόμα! ψιθύρισε ο πάτερ Παΐσιος κοιτάζοντάς τον με πικραμένη απορία.


7. ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ: O ΑΛΙΟΣΑ Ι. Η Οσμή της Αποσύνθεσης

Ι. Η Οσμή της Αποσύνθεσης.

Το σώμα του αποδημήσαντος εις Κύριον πάτερ Ζωσιμά το νεκροστολίσανε για την ταφή σύμφωνα με το καθιερωμένο Τυπικό. Όπως είναι γνωστό, τους πεθαμένους καλόγερους και τους ασκητές δεν τους πλένουν.

«Εάν κανείς μοναχός απέλθει εις Κύριον (λέει το Μεγάλο Τυπικό), τότε ό εντεταλμένος μοναχός (ήγουν ό επί τούτω καθορισμένος) σφογγίζει το σώμα του με χλιαρόν ύδωρ, ποιων προηγουμένως με τον σπόγγον (τουτέστιν με ελληνικόν σφουγγάρι) σταυρόν επί τού μετώπου τού τελευτήσαντος, επί των παλαμών, εις τας χείρας και τούς πόδας και τα γόνατα και ουδέν άλλο».

Όλα αυτά τα έκανε ο ίδιος ο πάτερ Παΐσιος. Μετά το σφόγγισμα τον έντυσε με το μοναστικό του ένδυμα και τον τύλιξε σ' ένα μανδύα. Τον μανδύα τον έκοψε σε μερικά μέρη για να τον σαβανώσει σταυρωτά, όπως τ' όριζε ο κανονισμός. Στο κεφάλι του του έβαλε τον μοναχικό σκούφο με τον οχτάχτινο σταυρό. O σκούφος αφέθηκε ξέσκεπος, το πρόσωπο όμως το σκεπάσανε μ' ένα μαύρο κάλυμμα. Στα χέρια του του βάλανε μιαν εικόνα του Σωτήρος. Έτσι ντυμένον το πρωί τον τοποθέτησαν στο φέρετρο (που το 'χαν ετοιμάσει από καιρό πια).

Το φέρετρο είχαν σκοπό να τ' αφήσουν όλη την ημέρα στο κελί (στο πρώτο μεγάλο δωμάτιο, όπου ο στάρετς δεχόταν τους αδερφούς και τους επισκέπτες). Επειδή ο αναπαυμένος είχε τίτλο ιερομόναχου, έπρεπε να διαβάζουν δίπλα του ιερομόναχοι ή ιεροδιάκονοι, όχι το Ψαλτήρι μα το Ευαγγέλιο. Το διάβασμα το άρχισε αμέσως μετά την νεκρώσιμη ακολουθία ο πάτερ Ιωσήφ. O πάτερ Παΐσιος, που προσφέρθηκε υστερότερα να διαβάσει όλη την ημέρα και την επόμενη νύχτα, ήταν εκείνη τη στιγμή πολύ απασχολημένος και ταραγμένος καθώς κι ο ηγούμενος της σκήτης, γιατί ξαφνικά άρχισε να εκδηλώνεται (κι όσο περνούσε η ώρα όλο και περισσότερο) κάποια πρωτόφαντη και μάλιστα «ανάρμοστη» ανησυχία και προσμονή ανάμεσα στους καλόγερους της αδελφότητας κι ανάμεσα σ' αυτούς που φτάνανε αθρόοι απ' την πολιτεία. O ηγούμενος κι ο πάτερ Παΐσιος προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να καθησυχάσουν αυτή την έξαψη του πλήθους. Όταν ξημέρωσε πια, άρχισαν να καταφτάνουν και μερικοί που κουβάλησαν μαζί τους και τους αρρώστους τους — το περισσότερο παιδιά— λες και περίμεναν αυτήν ίσα ίσα τη στιγμή για να τα φέρουν, ελπίζοντας, καθώς φαίνεται, στην άμεση θαυματουργό θεραπεία τους που, κατά τη γνώμη τους, δε θ' αργούσε να γίνει. Τότε μονάχα φάνηκε πόσο είχαν συνηθίσει όλοι να θεωρούν τον αναπαυμένο στάρετς, απ' όταν ζούσε ακόμα, σαν έναν αληθινό και μεγάλο άγιο. Αυτοί που καταφτάνανε δεν ήταν μονάχα απλοί άνθρωποι του λαού. Αυτή η προσμονή των πιστών, που εκδηλωνόταν τόσο βιαστικά και ξεκάθαρα, με ανυπομονησία και μάλιστα με απαίτηση, φαινόταν στον πάτερ Παΐσιο αληθινό σκάνδαλο. Και, αν και περίμενε από καιρό πως έτσι θα γίνονταν τα πράγματα, τώρα τα γεγονότα ξεπερνούσαν κάθε προσδοκία του. Συναντώντας καλόγερους που φαίνονταν ταραγμένοι, ο πάτερ Παΐσιος άρχιζε να τους κάνει παρατηρήσεις:

— Μια τόσο βιαστική προσμονή πως θα γίνει κάτι το σπουδαίο, τους έλεγε, είναι ελαφρομυαλιά που μονάχα στους λαϊκούς θα ταίριαζε, όμως για μας είναι ανάρμοστη.

Όμως εκείνοι λίγη προσοχή του δίνανε κι ο πάτερ Παΐσιος το παρατηρούσε αυτό μ' ανησυχία, παρ' όλο που κι ο ίδιος (αν θέλουμε να λέμε την αλήθεια) αν και αγαναχτούσε με τις υπερβολικά ανυπόμονες προσδοκίες και τις έβλεπε σαν ελαφρομυαλιά κι άσκοπη φασαρία, κρυφά μέσα του, στο βάθος της ψυχής του, πρόσμενε σχεδόν αυτό που περίμεναν και οι άλλοι, πράγμα που δεν μπορούσε παρά να τ' ομολογήσει στον εαυτό του. Όμως παρ' όλα αυτά τον δυσαρεστούσαν εξαιρετικά μερικές συναντήσεις που τον έκαναν να νιώθει, σαν από κάποιο προαίσθημα, μεγάλες αμφιβολίες. Ανάμεσα σε κείνους που 'χαν μαζευτεί μέσα στο κελί, παρατήρησε μ' αποστροφή (που γι' αυτήν μάλωσε τον εαυτό του την ίδια εκείνη στιγμή), την παρουσία του Ρακίτιν, λόγου χάρη, και του μακρινού επισκέπτη, του καλόγερου απ' το Ομπντόρσκ, που έμενε ακόμα στο μοναστήρι. Και οι δυο τους του φάνηκαν ύποπτοι, αν και θα μπορούσε να δει κανείς κι άλλους που κάνανε την ίδια εντύπωση. O καλόγερος απ' το Ομπντόρσκ ξεχώριζε ανάμεσα σ' όλους τους ανήσυχους. Τον έβλεπες παντού: όλους τους ρωτούσε, αφουγκραζόταν τις διάφορες κουβέντες των άλλων, σ' όλους κάτι ψιθύριζε μ' ένα ιδιαίτερο, μυστηριώδες ύφος. Το πρόσωπό του είχε μια ανυπόμονη έκφραση και φαινόταν νευριασμένος κιόλας γιατί αργεί τόσο πολύ να συμβεί αυτό που περίμενε. Όσο για τον Ρακίτιν, όπως αποδείχτηκε αργότερα, βρέθηκε τόσο νωρίς στη σκήτη ύστερα από ειδική εντολή της κυρίας Χοχλάκοβα. Αυτή η καλόκαρδη μα επιπόλαιη γυναίκα, που δεν της επιτρεπόταν η είσοδος στη σκήτη, μόλις ξύπνησε κι έμαθε τι είχε συμβεί, κυριεύτηκε από μια τόσο ακατανίκητη περιέργεια, που έστειλε χωρίς χρονοτριβές τον Ρακίτιν με τη συμφωνία να τα παρακολουθήσει εκείνος όλα και να την ενημερώνει με σημειώματα κάθε μισή ώρα πάνω κάτω για κάθε τί που θα συνέβαινε. Τον Ρακίτιν τον νόμιζε για εξαιρετικά τίμιο και ευσεβή νέο, τόσο καλά τα κατάφερνε αυτός να φέρεται με τον καθένα και να τον κάνει να πιστεύει πως είναι όπως ακριβώς θα τον ήθελε ο άλλος, φτάνει να καταλάβαινε πως απ' αυτό θα 'χε έστω και το παραμικρό όφελος. Η μέρα ήταν ασυννέφιαστη και φωτεινή και πολλοί απ' τους πιστούς που 'χαν καταφτάσει είχαν μαζευτεί γύρω απ' τους τάφους της σκήτης, που οι περισσότεροι ήταν συγκεντρωμένοι κοντά στην εκκλησία και οι άλλοι σκορπισμένοι στον περίβολο. Κάνοντας το γύρο της σκήτης ο πάτερ Παΐσιος θυμήθηκε ξαφνικά τον Αλιόσα. Είχε πολλή ώρα να τον δει, απ' τη νύχτα σχεδόν. Και μόλις τον θυμήθηκε τον παρατήρησε στην πιο απόμερη γωνιά της σκήτης, δίπλα στο φράχτη, να κάθεται πάνω στην πλάκα ενός τάφου όπου αναπαυόταν ένας καλόγερος που πέθανε πριν από χρόνια και ήταν περίφημος για τους ασκητικούς του άθλους. Καθότανε με την πλάτη γυρισμένη προς τη σκήτη, το πρόσωπο προς το φράχτη και σάμπως να κρυβόταν πίσω από το επιτύμβιο μνημείο. Όταν τον πλησίασε ο πάτερ Παΐσιος, είδε πως εκείνος, έχοντας κρύψει το πρόσωπό του στα δυο του χέρια, έκλαιγε πικρά κι άφωνα. Όλο του το κορμί αναταραζόταν απ' τους λυγμούς. O πάτερ Παΐσιος στάθηκε για λίγο.

— Φτάνει πια, αγαπητό μου τέκνο, φτάνει, καλέ μου φίλε, είπε συγκινημένα στο τέλος. Γιατί κάνεις έτσι; Δεν πρέπει να κλαις μα να χαίρεσαι. Ή, μήπως τάχα δεν το ξέρεις πως η σημερινή μέρα είναι η πιο μεγάλη απ' τις ημέρες του; Σκέψου μονάχα πού βρίσκεται τώρα, τούτη τη στιγμή!

O Αλιόσα σήκωσε τα μάτια του μια στιγμή ξεσκεπάζοντας το πρησμένο απ' τα δάκρια σαν μικρού παιδιού πρόσωπό του, μα χωρίς να πει λέξη, έστριψε κι έκρυψε πάλι το πρόσωπό του στα χέρια του.

— Όμως, ίσως να 'χεις και δίκιο, πρόφερε σκεφτικά ο πάτερ Παΐσιος.

«Ίσως να 'ναι καλύτερα που κλαις. Τούτα τα δάκριά σου τα 'στειλε ο Χριστός. Τα ευλαβικά σου δάκρια θα 'ναι μια ψυχική γαλήνη για σένα και θα γεμίσουν χαρά την καρδιά σου», πρόσθεσε μέσα του φεύγοντας απ' τον Αλιόσα.

Εδώ που τα λέμε, βιάστηκε να φύγει γιατί ένιωσε πως ίσως, κοιτάζοντάς τον, βάλει κι αυτός τα κλάματα. Στο μεταξύ η ώρα περνούσε, οι λειτουργίες και τα μνημόσυνα συνεχίζονταν στο μοναστήρι σύμφωνα με την καθορισμένη διάταξη. O πάτερ Παΐσιος αντικατέστησε και πάλι τον πάτερ Ιωσήφ κοντά στο φέρετρο και συνέχισε την ανάγνωση του Ευαγγελίου. Μα δεν ήταν ακόμα ούτε τρεις η ώρα τ' απόγευμα, όταν συνέβη κάτι που το ανέφερα και στο τέλος του προηγούμενου βιβλίου, κάτι που κανένας δεν το περίμενε και που ήταν τόσο αντίθετο με τη γενική προσδοκία, που, το ξαναλέω, ακόμα κι ως τα τώρα την αναθυμούνται ζωηρά αυτή την ιστορία, μ' όλες της τις λεπτομέρειες, σ' όλη τη γύρω περιφέρεια. Από μέρους μου θα προσθέσω για μια ακόμα φορά τούτο: Μου είναι σχεδόν σιχαμερό να θυμάμαι εκείνο το σκανδαλώδες επεισόδιο που στην πραγματικότητα ήταν κοινότατο και φυσικότατο και δε θα καθόμουν βέβαια να το υπογραμμίσω, αν δεν είχε μια δυνατή επίδραση στην ψυχή και στην καρδιά του κυριότερου —αν και μελλοντικού— ήρωά της διήγησής μου, του Αλιόσα. Το επεισόδιο εκείνο προκάλεσε έναν κλονισμό και μιαν αναστάτωση στην ψυχή του, τάραξε μα κι ατσάλωσε τη σκέψη του τελειωτικά πια για όλη του τη ζωή, κατευθυνοντάς την προς έναν ορισμένο σκοπό.

Αρχίζω λοιπόν τη διήγηση:

Όταν, πριν ακόμα φέξει, τοποθέτησαν το έτοιμο για την ταφή σώμα του στάρετς στο φέρετρο και το μεταφέρανε στο πρώτο δωμάτιο, όπου δεχόταν άλλοτε τους επισκέπτες του, ρώτησε κάποιος αν ίσως θα 'πρεπε ν' ανοίξουν τα παράθυρα. Μα τούτη η ερώτηση που εκείνος ο κάποιος την είπε τυχαία και περαστικά, έμεινε αναπάντητη και σχεδόν απαρατήρητη. Οι λίγοι που την πρόσεξαν είπαν μέσα τους πως το να περιμένει κανείς πως το κορμί ενός τέτοιου μακαρίτη θ' αρχίσει να σαπίζει και να βρωμάει, είναι ολοφάνερα ανόητο. Τόσο που θ' άξιζε να τον λυπηθείς (αν όχι να τον χλευάσεις) εκείνον που πρόφερε τόσο ολιγόπιστα κι ελαφρόμυαλα μια τέτοια σκέψη. Γιατί όλοι περίμεναν εντελώς το αντίθετο. Μα νά που λίγο μετά το μεσημέρι άρχισε κάτι που στην αρχή το παρατηρούσαν όσοι μπαινοβγαίνανε, σιωπηλά, δίχως να λένε λέξη· φοβόνταν μάλιστα ολοφάνερα ν' ανακοινώσουν τις σκέψεις τους στους άλλους, μα που κατά τις τρεις τ' απόγευμα φανερώθηκε τόσο καθαρά πια κι αδιάψευστα, που η είδηση για το γεγονός διαδόθηκε στη στιγμή σ' όλη τη σκήτη κι ανάμεσα σ' όλους τους προσκυνητές, έφτασε στο μοναστήρι εκπλήττοντας όλους και μαθεύτηκε αστραπιαία και στην πολιτεία, όπου τους ανατάραξε όλους, πιστούς και άπιστους. Οι άπιστοι χαρήκανε μα ήταν και πολλοί πιστοί που χάρηκαν περισσότερο κι απ' αυτούς, γιατί «αρέσει στους ανθρώπους να βλέπουν την πτώση και την καταισχύνη του δικαίου», όπως το 'χε πει ο ίδιος ο μακαρίτης ο στάρετς σε μιαν απ' τις διδαχές του. Το γεγονός ήταν πως απ' το φέρετρο του στάρετς άρχισε ν' αναδίνεται σιγά σιγά, κι όσο περνούσε η ώρα γινόταν αισθητότερη, η οσμή της αποσύνθεσης. Κατά τις τρεις το απόγευμα η αποφορά ήταν πια ολοφάνερη κι όσο περνούσε η ώρα δυνάμωνε. Ύστερα απ' το γεγονός αυτό ξέσπασε ένα ασυγκράτητο σκάνδαλο, ακόμα κι ανάμεσα στους μοναχούς, που δύσκολα θα μπορούσε να θυμηθεί κανείς όμοιό του στα χρονικά του μοναστηριού και που σ' άλλες περιπτώσεις δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί πως μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Αργότερα μονάχα, ύστερα από πολλά χρόνια πια, μερικοί μυαλωμένοι καλόγεροι το θυμόνταν με κατάπληξη και φρίκη: πώς μπόρεσαν να φτάσουν ως εκεί τα πράγματα; Γιατί κι άλλοτε συνέβαινε να πεθαίνουν καλόγεροι που είχαν ζήσει έναν εξαιρετικά ενάρετο βίο και που η αρετή τους ήταν γνωστή σ' όλους, θεοσεβείς στάρετς λόγου χάρη, που όμως κι απ' αυτών τα φέρετρα αναδινόταν μια οσμή αποσύνθεσης, πράγμα φυσικό, που συμβαίνει μ' όλους τους νεκρούς, όμως δεν έφερνε καμιά ταραχή, τι λέω, ούτε την παραμικρότερη ανησυχία. Υπήρξαν βέβαια και στο δικό μας μοναστήρι μερικοί που 'χαν αποδημήσει από πολύ καιρό εις Κύριον και που η ανάμνησή τους διετηρείτο ζωηρή ακόμα στο μοναστήρι μας και που τα πτώματά τους, σύμφωνα με την παράδοση, δεν υπόκυψαν στην αποσύνθεση, πράγμα που συγκινητικά και μυστηριακά επέδρασε πάνω στους μοναχούς κι έμεινε στη θύμησή τους σαν κάτι άξιο και θαυμαστό και σαν μια υπόσχεση μεγαλύτερης ακόμα δόξας για τους τάφους τους, όταν με το θέλημα του Θεού θα 'ρχόταν η ώρα. Απ' αυτούς η παράδοση ανέφερε ιδιαίτερα τον στάρετς Ιώβ, που έζησε εκατόν πέντε χρόνια, έναν περίφημο ασκητή, μεγάλο νηστευτή και σιωπητή, που 'χε αποδημήσει εδώ και πολλά χρόνια, κατά τα 1810. Τον τάφο του τον δείχνανε με ιδιαίτερο κι εξαιρετικό σεβασμό στους προσκυνητές που έρχονταν για πρώτη φορά στο μοναστήρι, κάνοντας μυστηριώδεις υπαινιγμούς για κάποιες μεγάλες ελπίδες που έδινε ο τάφος αυτός. (Λέω για τον ίδιο εκείνο τάφο όπου βρήκε το πρωί ο πάτερ Παΐσιος τον Αλιόσα). Εκτός απ' αυτόν, που πέθανε εδώ και χρόνια πια, θυμόνταν και τον στάρετς Βαρσονόβιο, που απεδήμησε πιο πρόσφατα, εκείνον τον ίδιο που ο πάτερ Ζωσιμάς διαδέχτηκε στο αξίωμα του στάρετς. Οι προσκυνητές που έρχονταν στο μοναστήρι όσο ζούσε ο Βαρσονόβιος τον θεωρούσαν απλά και σκέτα, «πτωχόν τω πνεύματι». Γι' αυτούς τους δυο η παράδοση έλεγε πως κοίτονταν στα φέρετρά τους σαν να 'ταν ζωντανοί και τους θάψανε χωρίς σημάδια αποσύνθεσης. Έλεγαν μάλιστα πως οι μορφές τους είχαν αποκτήσει κάποιο φέγγος μες στο φέρετρο. Μερικοί επιμένανε ακόμα πως απ' τα σώματά τους αναδινόταν μια αισθητή ευωδία. Μα κι αν ακόμα δεν υπήρχαν όλες αυτές οι υποβλητικές αναμνήσεις, πάλι δύσκολο θα 'ταν να εξηγήσει κανείς τον πραγματικό λόγο που στάθηκε αιτία να γίνουν όλες εκείνες οι επιπόλαιες, ανόητες και μοχθηρές σκηνές μπροστά στο φέρετρο του στάρετς Ζωσιμά. Εγώ προσωπικά έχω τη γνώμη πως συμπέσανε ταυτόχρονα και πολλά άλλα πράγματα, επιδράσανε ταυτόχρονα πολλές αιτίες. Μια απ' αυτές ήταν ακόμα και κείνη η ριζωμένη εχθρότητα για το θεσμό των στάρετς γενικά. Τον θεωρούσαν τούτο το θεσμό φθοροποιό νεωτερισμό. Αυτό το πιστεύανε βαθιά στην ψυχή τους πολλοί καλόγεροι του μοναστηριού μας. Ήταν φυσικά και η ζήλια που νιώθανε για τη φήμη της αγιοσύνης που 'χε αποχτήσει ο αναπαυμένος και που τόσο δυνατά στεριώθηκε όσο ζούσε, ώστε ήταν απαγορευμένο κατά κάποιον τρόπο να την αμφισβητήσει κανείς. Γιατί αν κι ο μακαρίτης στάρετς είχε πάρει με το μέρος του πολλούς, κι αυτό όχι τόσο με τα θαύματα όσο με την αγάπη, και είχε δημιουργήσει γύρω του έναν ολόκληρο κόσμο που τον αγαπούσε, παρ' όλα αυτά, όμως, και μάλιστα ακριβώς γι' αυτό, ο στάρετς είχε υποκινήσει πολλούς φθόνους και είχε δημιουργήσει πολλούς άσπονδους εχθρούς, φανερούς και κρυφούς, κι όχι μονάχα μέσα στο μοναστήρι μα κι ανάμεσα στους λαϊκούς. Δεν έκανε κακό σε κανέναν, όμως πολλοί λέγανε μέσα τους:

«Από πού κι ως πού τον νομίζουν οι άλλοι τόσο άγιο;»

Και μονάχα αυτή η ερώτηση, που επαναλαμβανόταν συχνά, δημιούργησε τελικά ένα ακόρεστο μίσος. Νά γιατί, νομίζω, όταν αισθάνθηκαν μερικοί —και τόσο γρήγορα— την οσμή της αποσύνθεσης, πριν περάσει καλά καλά μια μέρα απ' την ώρα του θανάτου του, χάρηκαν τόσο άμετρα. Μα κι απ' τους πιστούς φίλους του στάρετς κι από κείνους που τον θυμούνται με σεβασμό ως τα τώρα, βρέθηκαν μερικοί που πειράχτηκαν σχεδόν μ' αυτό που έγινε και το θεώρησαν προσωπική τους ύβρη.

Η εξέλιξη των γεγονότων έγινε ως εξής:

Μόλις άρχισε να γίνεται αντιληπτή η οσμή, μπορούσε να διακρίνει κανείς κι από μόνη την έκφραση των προσώπων των καλόγερων που μπαινόβγαιναν πως γι' αυτή την αιτία έρχονταν. Έμπαιναν, μένανε για λίγο μέσα και ξαναβγαίνανε βιαστικοί, για να επιβεβαιώσουν την είδηση στους άλλους που περίμεναν μαζεμένοι απ' έξω. Μερικοί απ' αυτούς κουνούσαν λυπημένα το κεφάλι, άλλοι όμως δεν κρύβανε πια τη χαρά τους, που καθρεφτιζόταν ολοκάθαρα στα μοχθηρά τους βλέμματα. Κι ούτε βρισκόταν πια κανένας που να τους κάνει παρατήρηση, κανένας δεν έλεγε έναν καλό λόγο. Αυτό ήταν παράξενο, γιατί οι πιστοί φίλοι του στάρετς ήταν, όσο και να πεις, οι περισσότεροι μέσα στο μοναστήρι. Μα φαίνεται πως ήταν θέλημα Θεού να νικήσει προσωρινά η μειοψηφία. Σε λίγο άρχισαν κι απ' τους λαϊκούς, ιδίως απ' τους κάπως μορφωμένους, να καταφτάνουν στο κελί για να βεβαιωθούν και να πληροφορήσουν τους άλλους απέξω. Άνθρωποι του λαού μπαίνανε λίγοι, αν και είχαν μαζευτεί πολλοί στην είσοδο της σκήτης. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ακριβώς ύστερα απ' τις τρεις οι επισκέπτες απ' την πολιτεία πληθύνανε. Όλοι αυτοί έρχονταν ακριβώς εξαιτίας του σκανδάλου που είχε διαδοθεί. Άνθρωποι που δεν το 'χαν καθόλου σκοπό να 'ρθουν εκείνη την ημέρα, φτάσανε τώρα επίτηδες. Ανάμεσά τους ήταν και μερικά σημαντικά πρόσωπα. Για να λέμε την αλήθεια, δεν είχε εκδηλωθεί ακόμα καμιά αταξία ούτε απρέπεια κι ο πάτερ Παΐσιος διάβαζε σταθερά και καθαρά το Ευαγγέλιο, με το πρόσωπο αυστηρό, λες και δεν παρατηρούσε αυτά που γίνονταν γύρω του, αν και από ώρα πια είχε νιώσει πως συμβαίνει κάτι το ασυνήθιστο. Σε λίγο όμως άρχισε κι αυτός ν' ακούει κάτι κουβέντες, στην αρχή χαμηλόφωνες, που σιγά σιγά γίνονταν πιο σταθερές και πιο τολμηρές.

— Φαίνεται λοιπόν πως η κρίση του Θεού δεν είναι σαν των ανθρώπων! άκουσε ξαφνικά ο πάτερ Παΐσιος.

Αυτό το 'πε πριν απ' όλους ένας δημόσιος υπάλληλος απ' την πολιτεία, ένας άνθρωπος ηλικιωμένος και, απ' όσα ξέρανε γι' αυτόν, πολύ ευσεβής. Όμως λέγοντάς το αυτό, δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να ξαναπεί φωναχτά κάτι που από ώρα τώρα ψιθύριζαν αναμεταξύ τους οι καλόγεροι. Αυτοί από ώρα κιόλας είχαν προφέρει αυτή την απελπιστική φράση και το χειρότερο απ' όλα ήταν που από στιγμή σε στιγμή φανερωνόταν και μεγάλωνε σ' αυτούς κάποιο αίσθημα θριάμβου. Σε λίγο άρχισε να χαλαρώνεται και η ευπρέπεια ακόμα, λες κι όλοι αισθάνθηκαν μονομιάς πως έχουν ένα κάποιο δικαίωμα να φερθούν άπρεπα.

— Πώς μπόρεσε τάχα να γίνει αυτό; λέγανε μερικοί καλόγεροι κάνοντας στην αρχή πως λυπούνται· το κορμί του ήταν μικρό, πετσί και κόκκαλο, από πού να βρέθηκε αυτή η οσμή;

— Θα πει λοιπόν πως είναι μια σαφής υπόδειξη του Θεού, πρόσθεταν γρήγορα γρήγορα οι άλλοι, κι όλοι παραδέχονταν αμέσως κι αδίσταχτα τη γνώμη τους.

Λέγανε μάλιστα πως κι αν ακόμα άρχιζε η αποσύνθεση, όπως γίνεται με κάθε αμαρτωλό, και πάλι τούτο θα γινόταν αργότερα κι όχι με τόση φανερή βιασύνη. Θα 'πρεπε να περάσει ένα μερόνυχτο τουλάχιστον ενώ «τούτο δω προτρέχει του φυσικού» και συνεπώς είναι δάκτυλος Θεού.

— Ήθελε να μας κάνει μιαν υπόδειξη.

Αυτή η γνώμη έκανε κατάπληξη σ' όλους και την παραδέχονταν ασυζητητί. O πράος ιερομόναχος πάτερ Ιωσήφ, ο βιβλιοθηκάριος, ο αγαπημένος του μακαρίτη, προσπάθησε να φέρει αντίρρηση σε μερικούς κακεντρεχείς, λέγοντας πως «δεν γίνεται δα παντού έτσι» και πως δεν είναι βέβαια κανένα δόγμα της ορθοδοξίας ότι τα σώματα των δικαίων δεν πρέπει ν' αποσυντίθενται. Αυτό ήταν μια γνώμη μονάχα. Ακόμα και στα πιο ορθόδοξα μέρη, στον Άθω λόγου χάρη, δεν κάνει και τόσο κακή εντύπωση η οσμή της αποσύνθεσης. Εκεί θεωρούν σαν κυριότερη απόδειξη της αγιοσύνης των δικαίων όχι την αφθαρσία του σώματος αλλά το χρώμα που θα πάρουν τα κόκκαλα όταν τα σώματα μείνουν πολλά χρόνια μέσα στον τάφο και αποσυντεθούν.

— Αν τα κόκκαλα ύστερα από χρόνια γίνουν κίτρινα σαν κερί, τότε θα πει πως ο Κύριος εκάθισε τον δίκαιο εκ δεξιών του. Αν όμως δε γίνουν κίτρινα αλλά μαύρα, τότε θα πει πως ο Κύριος δεν τον έκρινε άξιο μιας τέτοιας δόξης. Αυτά πιστεύουν στον Άθω, στον άγιο εκείνο τόπο όπου από αρχαιοτάτων χρόνων διαφυλάττεται απαρασάλευτα η αγνή ορθοδοξία, κατέληξε ο πάτερ Ιωσήφ.

Μα τα λόγια του ταπεινού μοναχού δε φέρανε κανένα αποτέλεσμα, πολλοί μάλιστα τον κοροϊδέψαν. «Όλα αυτά είναι σοφιστείες και νεωτερισμοί, δεν αξίζει ούτε να τ' ακούει κανείς», είπαν μέσα τους οι καλόγεροι.

«Εμείς πρέπει να πιστεύουμε στην παράδοση. Λίγοι νεωτερισμοί φανερώνονται τάχα τώρα τελευταία; Πρέπει όλους να τους παραδεχτούμε;» πρόσθεταν άλλοι.

«Οι δικοί μας Άγιοι Πατέρες δεν ήταν λιγότεροι απ' τους δικούς τους. Εκείνοι έχουν τον Τούρκο πάνω απ' το κεφάλι τους και τα 'χουν ξεχάσει όλα. Η ορθοδοξία τους από καιρό τώρα νοθεύτηκε. Οι εκκλησίες τους ούτε καμπάνες δεν έχουν», πλειοδοτούσαν οι πιο σαρκαστικοί.

O πάτερ Ιωσήφ έφυγε λυπημένος, αφού μάλιστα κι ο ίδιος δεν είχε εκφράσει και τόσο σταθερά τη γνώμη του, και χωρίς να την πολυπιστεύει ούτε αυτός. Παρατήρησε όμως με ταραχή πως αρχίζει κάτι εντελώς άπρεπο και πως γινόταν μια αταξία. Σιγά σιγά, μαζί με τον πάτερ Ιωσήφ σώπασαν κι όλες οι άλλες μυαλωμένες φωνές. Και τότε συνέβηκε τούτο: Όλοι όσοι αγαπούσαν τον στάρετς και παραδέχονταν ευλαβικά το θεσμό των στάρετς, ξαφνικά κάτι φοβήθηκαν κι όταν συναντιόνταν κοίταζαν φοβισμένα ο ένας τον άλλον, ενώ οι εχθροί του θεσμού των στάρετς —που τάχα ήταν νεωτερισμός— σήκωσαν κεφάλι.

«O μακαρίτης ο στάρετς Βαρσονόβιος όχι μονάχα δε βρωμούσε μα κι ευωδίαζε κιόλας στο φέρετρό του», θύμιζαν αυτοί χαιρέκακα.

«Όμως αυτό το αξιώθηκε όχι γιατί ήταν στάρετς μα γιατί ο ίδιος ήταν δίκαιος».

Ύστερα απ' αυτό άρχισε το κουτσομπολιό και οι κατηγορίες ακόμα σε βάρος του μακαρίτη:

«Δεν είχε δίκιο σ' αυτά που έλεγε. Δίδασκε πως η ζωή είναι μια μεγάλη χαρά κι όχι μια ταπεινοσύνη όλο δάκρυα», λέγανε μερικοί απ' τους πιο ακαταλόγιστους.

«Η πίστη του ήταν μοντέρνα. Δεν παραδεχόταν πως υπάρχει υλική φωτιά στην Κόλαση», πρόσθεταν άλλοι πιο ακαταλόγιστοι κι απ' τους πρώτους.

«Δεν κρατούσε αυστηρά τη νηστεία, έτρωγε βύσσινο γλυκό κι έπινε τσάι, τ' αγαπούσε πολύ τα γλυκά, οι κυρίες τού τα στέλνανε. Επιτρέπονται τάχα σ' έναν ασκητή τα τσάγια;» λέγανε μερικοί φθονεροί.

«Το 'χε πάρει απάνω του», αναθυμόνταν μοχθηρά οι πιο κακόβουλοι.

«Νόμιζε πως είναι άγιος. Οι άνθρωποι γονάτιζαν μπροστά του κι αυτός το δεχόταν, λες και πραγματικά του άξιζε».

«Έκανε κατάχρηση του μυστηρίου της εξομολόγησης», πρόσθεταν ψιθυρίζοντας με κακία οι πιο φανατικοί εχθροί του θεσμού των στάρετς.

Κι ανάμεσα σ' αυτούς ήταν οι γεροντότεροι και οι πιο θεοφοβούμενοι καλόγεροι, μεγάλοι νηστευτές και σιωπητές, που δεν βγάζανε λέξη όσο ζούσε ο μακαρίτης, μα τώρα ξαφνικά άνοιξαν το στόμα τους. Αυτό ήταν τρομερό γιατί τα λόγια τους είχαν μεγάλη επίδραση στους νεαρούς κι ακαταστάλαχτους ακόμα καλόγερους. Όλα αυτά τ' άκουγε με μεγάλη προσοχή, ο καλόγερος απ' το Ομπντόρσκ, που ήρθε απ' τον άγιο Σίλβεστρο, αναστέναζε βαθιά και κουνούσε το κεφάλι:

«Ναι, φαίνεται πως ο πάτερ Θεράπων είχε δίκιο να λέει εκείνα που μου 'πε χτες», σκεφτόταν.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή φάνηκε κι ο πάτερ Θεράπων. Λες κι ερχόταν για να διπλασιάσει την ταραχή.

Το 'χω πει πια και πιο μπροστά πως σπάνια έβγαινε απ' το μικρό ξύλινο κελί του, που ήτανε στο μελισσώνα. Ούτε και στην εκκλησία δεν πήγαινε συχνά, μα δεν του λέγανε τίποτα γιατί το 'χαν πάρει απόφαση πως ήταν «πτωχός τω πνεύματι» και δεν του επέβαλλαν το γενικό κανονισμό. Όμως, αν θέλουμε να πούμε την αλήθεια, πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς. Γιατί έναν τέτοιο μεγάλο νηστευτή και σιωπητή, που προσευχόταν μέρα νύχτα (πολλές φορές τον έπαιρνε ο ύπνος έτσι γονατιστό) ήταν κάπως άπρεπο να τον αναγκάσεις να υποταχτεί στο γενικό κανονισμό, τη στιγμή που ο ίδιος δεν ήθελε να τον εφαρμόσει.

— Αυτός είναι πιο άγιος από μας κι εκτελεί άθλους μεγαλύτερους από κείνους που προβλέπει ο κανονισμός, λέγανε οι καλόγεροι.

— Αν δεν πηγαίνει στην εκκλησία, αυτό θα πει πως ξέρει μονάχος του πότε πρέπει να πάει. Έχει δικό του κανονισμό.

Έτσι λοιπόν, για να μην ακουστούν μεμψιμοιρίες και ν' αποφύγουν ένα σκάνδαλο, άφηναν τον πάτερ Θεράποντα στην ησυχία του. Τον στάρετς Ζωσιμά δεν τον αγαπούσε καθόλου ο πάτερ Θεράπων κι αυτό το ξέρανε όλοι. Και νά λοιπόν που φτάνει ως το κελί του πως «η κρίση του Θεού δε συμφωνεί με την κρίση των ανθρώπων» και πως ο μακαρίτης «είχε προτρέξει του φυσικού». Φαίνεται πως ο πρώτος που του 'φερε την είδηση ήταν ο επισκέπτης απ' το Ομπντόρσκ, που είχε μιλήσει και χτες μαζί του και είχε φύγει κατατρομαγμένος. Ανέφερα ακόμα πως ο πάτερ Παΐσιος στεκόταν σταθερός κι ακλόνητος πάνω απ' το φέρετρο και διάβαζε το Ευαγγέλιο αν και δεν μπορούσε να δει ούτε να ακούσει τι γινόταν έξω από το κελί, τα μάντευε όμως όλα γιατί ήξερε πολύ καλά το περιβάλλον του. Δεν είχε ταραχτεί. Περίμενε χωρίς φόβο το κάθε τι που θα μπορούσε ακόμα να συμβεί και που την έκβασή του την πρόβλεπε με το διαπεραστικό πνευματικό του βλέμμα. Τότε, ξάφνου, άκουσε έναν ασυνήθιστο κι ολότελα πια απρεπή θόρυβο απ' τον προθάλαμο. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και στο κατώφλι φάνηκε ο πάτερ Θεράπων. Απ' το κελί διακρίνονταν καθαρά πολλοί καλόγεροι, ακόμα κι άνθρωποι απ' την πολιτεία που τον είχαν συνοδεύσει και μένανε τώρα κάτω απ' το χαγιάτι. Όμως αυτοί δεν ανέβηκαν μα μείνανε κάτω και περίμεναν να δουν τι θα πει και τι θα κάνει ο πάτερ Θεράπων. Γιατί προαισθάνονταν, και μάλιστα με κάποιο φόβο παρ' όλο το θράσος τους, πως δεν είχε έρθει έτσι, χωρίς λόγο. O πάτερ Θεράπων σταμάτησε στο κατώφλι και σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό. Κάτω απ' το δεξί του χέρι φάνηκαν τα διαπεραστικά κι όλο περιέργεια ματάκια του επισκέπτη απ' το Ομπντόρσκ, που ήταν ο μόνος που δε βάσταξε κι ακολούθησε από κοντά τον πατέρα Θεράποντα. Τόσο ήταν περίεργος. Οι άλλοι, όταν άνοιξε με κρότο η πόρτα, πισωπάτησαν ακόμα πιο πολύ απ' το φόβο τους. Σηκώνοντας τα χέρια του ο πάτερ Θεράπων ξεφώνισε:

— Εξορκίζω τα κακά πνεύματα! κι άρχισε να κάνει το σημείο του σταυρού γυρίζοντας διαδοχικά προς όλους τους τοίχους και τις τέσσερις γωνιές του κελιού.

Αυτή την πράξη του πατέρα Θεράποντα την κατάλαβαν αμέσως όσοι τον συνόδευαν. Γιατί ξέρανε πως έτσι έκανε πάντα όπου και να 'μπαινε και πως πουθενά δε θα καθόταν κι ούτε θα 'βγαζε λέξη πριν διώξει το Σατανά.

— Έξω από δω, Σατανά, έξω από δω! ξανάλεγε κάθε φορά που έκανε ένα σταυρό στον αέρα. Εξορκίζω τα κακά πνεύματα! ξεφώνισε και πάλι.

Φορούσε το χοντροκομμένο του ράσο και είχε δεμένη τη μέση του μ' ένα σκοινί. Κάτω απ' την πουκαμίσα του, που ήταν φτιαγμένη από καναβάτσο, διακρινόταν το γυμνό του στήθος, γεμάτο άσπρες τρίχες. Ήταν ξυπόλητος. Μόλις άρχισε να κουνάει τα χέρια του, ακούστηκαν να κουδουνίζουν οι βαριές αλυσίδες που 'χε κάτω απ' το ράσο του. O πάτερ Παΐσιος σταμάτησε την ανάγνωση, προχώρησε, στάθηκε μπροστά του και περίμενε.

— Γιατί ήρθες, πανοσιότατε; Γιατί αυτή η διατάραξη της τάξης; Γιατί σκανδαλίζεις το ταπεινό ποίμνιο; πρόφερε στο τέλος κοιτάζοντάς τον αυστηρά.

— Γιατί ήρθα; Τι ρωτάς; Ποια είναι η πίστη σου; φώναξε ο πάτερ Θεράπων με ύφος μισοπάλαβο. Ήρθα να διώξω από δω τους μουσαφίρηδές σας, τους βρωμερούς διαβόλους. Ήρθα να δω αν μαζέψατε πολλούς όλο τούτο τον καιρό που έλειπα εγώ. Θέλω να πάρω μια σημυδόσκουπα να τους διώξω.

— Διώχνεις τον Σατανά, ίσως όμως εσύ ο ίδιος να τον υπηρετείς, είπε άφοβα ο πάτερ Παΐσιος. Ποιος μπορεί να πει για τον εαυτό του: «άγιος ειμί»; Μήπως νομίζεις, πάτερ μου, πως εσύ είσαι;

— Βρωμερός είμαι κι όχι άγιος. Δε θα κάτσω ποτέ στην πολυθρόνα για να με λατρεύουν σαν είδωλο! είπε με βροντερή φωνή ο πάτερ Θεράπων. Οι άνθρωποι καταστρέφουν την ιερή μας πίστη τη σήμερον ημέρα. O μακαρίτης ο άγιός σας, είπε γυρίζοντας στους άλλους και δείχνοντας με το δάχτυλο το φέρετρο, έδιωχνε τους δαίμονες. Έδινε και φάρμακα στους δαιμονισμένους. Μα νά που τώρα πληθύνανε δω πέρα σαν αράχνες. Και σήμερα κι ο ίδιος βρώμησε. Αυτό που βλέπουμε είναι θεϊκό σημάδι.

Κάτι τέτοιο είχε συμβεί στ' αλήθεια όταν ζούσε ο πάτερ Ζωσιμάς. Κάποιος καλόγερος άρχισε να βλέπει στον ύπνο του, ύστερα και στον ξύπνιο του, το Σατανά. Όταν τα εξομολογήθηκε κατατρομαγμένος στον στάρετς, εκείνος τον συμβούλεψε να προσεύχεται ασταμάτητα και να νηστεύει. Μα όταν κι αυτό δεν έφερε καμιά καλυτέρευση, τον συμβούλεψε να πάρει κάποιο φάρμακο χωρίς να παρατήσει όμως τις προσευχές και τη νηστεία. Αυτό είχε σκανδαλίσει πολλούς τότε και τα λέγανε μεταξύ τους κουνώντας το κεφάλι, και περισσότερο απ' όλους ο πάτερ Θεράπων. Γιατί αμέσως βρέθηκαν μερικοί που του γνωστοποίησαν τούτη την «ασυνήθιστη» συμβουλή του στάρετς. — Έξελθε, πάτερ! είπε επιταχτικά ο πάτερ Παΐσιος. Δεν κρίνουν οι άνθρωποι μα ο Θεός. Ίσως αυτό το «σημείο» να μην μπορείς ούτε συ να το καταλάβεις, ούτε γω, ούτε κανείς. Έξελθε, πάτερ, μη σκανδαλίζεις το ποίμνιο! ξανάπε επίμονα.

— Δε νήστευε όπως έπρεπε, γι' αυτό έγινε αυτό που έγινε. Είναι ολοφάνερο πια και θα 'ταν αμαρτία να το κρύβουμε! έλεγε ο ξέφρενος φανατικός, που ο ζήλος του ξεπερνούσε τα λογικά του. Υπέκυψε στον πειρασμό κι έτρωγε ζαχαρωτά, οι κυρίες τού τα φέρνανε στις τσέπες τους, γλυκαινόταν και με τσάγια, κατάντησε κοιλιόδουλος, γέμιζε το στομάχι του με γλυκίσματα και το μυαλό του με σκέψεις αλαζονικές... Γι' αυτό υπέστη τώρα αυτή την καταισχύνη...

— Άφρονα τα λόγια σου, πάτερ, είπε κι ο πάτερ Παΐσιος με δυνατή φωνή. Εκτιμάω τις νηστείες σου και τον ασκητισμό σου, όμως κάτι τέτοια λόγια σαν αυτά που είπες, μονάχα ένα παιδί που ζει έξω απ' το μοναστήρι θα μπορούσε να τα πει, ένα παιδί άμυαλο. Έξελθε, πάτερ, σε διατάζω, κατέληξε με βροντερή φωνή ο πάτερ Παΐσιος.

— Εγώ να φύγω! πρόφερε ο πάτερ Θεράπων και σαν να κλονίστηκε λιγάκι, μα με τον ίδιο θυμό. Μας κάνετε τους σοφούς! Περηφανεύεστε για τη μόρφωσή σας μπροστά στη δική μου μηδαμινότητα. Ήρθα δω πέρα αμόρφωτος, μα εδώ ξέχασα κι αυτά που ήξερα, ο ίδιος ο Θεός με φύλαξε και με προστάτεψε τον ταπεινό εμένα απ' τη μεγάλη σοφία σας...

O πάτερ Παΐσιος στεκόταν και περίμενε ακλόνητος. O πάτερ Θεράπων σώπασε για λίγο, και ξαφνικά, κάνοντας το πρόσωπό του κλαψιάρικο, και σκεπάζοντας το μάγουλό του με τη δεξιά παλάμη, πρόφερε μακρόσυρτα κοιτάζοντας το φέρετρο του στάρετς:

— Το πρωί θα του ψάλλουν το «Βοηθέ και προστάτα», τον υπέροχο αυτόν κανόνα, μα όταν θα ψοφήσω γω θα πουν μονάχα το «Ώ μακαρία ζωή» *(Όταν βγάζουν το φέρετρο απ' το κελί για να το πάνε στην εκκλησία και ύστερα απ', τη νεκρώσιμη ακολουθία, όταν το πηγαίνουν στο νεκροταφείο, ψάλλουν το «Ω μακαρία ζωή», αν ο νεκρός είναι καλόγερος. Αν ο απελθών είναι ιερομόναχος τότε ψάλλουν τον κανόνα: «Βοηθέ και προστάτα...» Σ.τ.Σ. ), αυτό το ταπεινό τροπάριο, —πρόφερε κλαψιάρικα και θλιβερά. Είσαστε περήφανοι κι αλαζόνες, τούτο το μέρος είναι καταραμένο, ξεφώνισε ξαφνικά σαν τρελός και κάνοντας μια χειρονομία γύρισε και κατέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια.

Το μπουλούκι που τον περίμενε κάτω, δίστασε για μια στιγμή. Μερικοί τον ακολούθησαν αμέσως, άλλοι όμως κοντοστάθηκαν γιατί η πόρτα του κελιού ήταν ακόμα ανοιχτή κι ο πάτερ Παΐσιος φάνηκε στο κατώφλι κι έμεινε εκεί ασάλευτος παρακολουθώντας. Μα ο γερο-φανατικός δεν είχε τελειώσει ακόμα. Όταν προχώρησε καμιά εικοσαριά βήματα, στράφηκε ξαφνικά προς τη μεριά του ήλιου που βασίλευε, σήκωσε και τα δυο του χέρια στον ουρανό και σωριάστηκε χάμω σαν θερισμένος κραυγάζοντας:

— O Κύριός μου νίκησε! O Χριστός νίκησε τον δύοντα ήλιο! ούρλιαζε παράφορα, σηκώνοντας προς τον ήλιο τα χέρια του και χτυπώντας το μέτωπο στο χώμα.

Άρχισε να κλαίει γοερά, με λυγμούς, σαν μικρό παιδί. Το κορμί του αναταραζόταν ολόκληρο από τ' αναφυλλητά και τα χέρια του ήταν απλωμένα. Τότε τρέξανε όλοι κοντά του, αντήχησαν φωνές, κάποιοι άλλοι ολόλυζαν... Λες και είχαν χάσει όλοι τα λογικά τους.

— Νά ποιος είναι άγιος! Νά ποιος είναι δίκαιος! ακούγονταν άφοβες πια οι φωνές. Νά ποιος αξίζει να γίνει στάρετς, πρόσθεταν άλλοι με μανία.

— Δε θα θελήσει να γίνει... Θα τ' αρνηθεί ο ίδιος... δε θα μπει στη δούλεψη του καταραμένου νεωτερισμού... δε θα θελήσει να μιμηθεί τις βλακείες τους, είπαν αμέσως κάτι άλλοι.

Και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ως πού θα 'φταναν τα πράγματα αν δε χτυπούσε η καμπάνα που καλούσε τους πιστούς στη λειτουργία. Όλοι άρχισαν αμέσως να σταυροκοπιούνται. Σηκώθηκε κι ο πάτερ Θεράπων, έκανε πολλές φορές το σημείο του σταυρού και προχώρησε προς το κελί του, εξακολουθώντας να φωνάζει. Μα οι κραυγές του τώρα ήταν εντελώς ασυνάρτητες. Μερικοί τον ακολούθησαν, όμως οι περισσότεροι διαλύθηκαν και τράβηξαν βιαστικά για την εκκλησία. O πάτερ Παΐσιος άφησε τον πατέρα Ιωσήφ να συνεχίσει στη θέση του το διάβασμα και κατέβηκε στον κήπο. Οι φωνές των φανατικών δεν μπόρεσαν να τον κλονίσουν, μα ένιωσε πως κάτι το ιδιαίτερο του 'σφίγγε την καρδιά με θλίψη και μελαγχολία. Σταμάτησε κι αναρωτήθηκε:

«Γιατί αυτή η θλίψη που με κάνει να χάνω και το κουράγιο μου ακόμα;»

Κατάλαβε τότε —κι απόρησε πολύ— πως τούτη η θλίψη προερχόταν, καθώς φαίνεται, απ' την πιο ασήμαντη αιτία. Νά τι είχε συμβεί: Μέσα στο μπουλούκι που 'χε μαζευτεί έξω απ' την είσοδο του κελιού είδε και τον Αλιόσα, και θυμήθηκε τώρα πως μόλις τον είδε, ένιωσε αμέσως κάτι σαν πόνο στην καρδιά. «Ώστε τόσο μεγάλη σημασία έχει για μένα αυτός ο νέος;» αναρωτήθηκε με κατάπληξη.

Εκείνη τη στιγμή ίσα ίσα ο Αλιόσα περνούσε από μπροστά του, λες και βιαζόταν να πάει κάπου. Δεν πήγαινε όμως προς το μέρος της εκκλησίας. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. O Αλιόσα απόστρεψε τα μάτια του και τα χαμήλωσε. O πάτερ Παΐσιος μάντεψε απ' την έκφραση του προσώπου του τη μεγάλη αλλαγή που γινόταν εκείνη τη στιγμή στην ψυχή του νέου.

— Ώστε και συ λοιπόν αφέθηκες να παρασυρθείς απ' τον πειρασμό; αναφώνησε ξαφνικά ο πάτερ Παΐσιος. Είσαι λοιπόν και συ μ' αυτούς τους ολιγόπιστους; πρόσθεσε θλιμμένα. O Αλιόσα κοντοστάθηκε και κοίταξε κάπως αόριστα τον πάτερ Παΐσιο, μα πάλι απόστρεψε και χαμήλωσε τα μάτια. Ούτε καν γύρισε στο συνομιλητή του. O πάτερ Παΐσιος παρατηρούσε προσεκτικά.

— Πού πας έτσι βιαστικά; Η λειτουργία αρχίζει, του ξανά 'πε.

Μα ο Αλιόσα πάλι δεν απάντησε.

— Ή, μήπως φεύγεις απ' τη σκήτη; Μα πώς; Έτσι, χωρίς άδεια, χωρίς ευλογία;

O Αλιόσα χαμογέλασε ξαφνικά με ειρωνεία, κοίταξε παράξενα, πολύ παράξενα τον πάτερ Παΐσιο, που σ' αυτόν τον είχε εμπιστευτεί ο δάσκαλός του λίγο πριν πεθάνει, ο πρώην κύριος της καρδιάς και της ψυχής του, ο αγαπημένος του στάρετς. Και ξαφνικά, χωρίς και πάλι ν' απαντήσει, έκανε μια χειρονομία αδιαφορίας, λες και δεν τον ένοιαζε πια αν θα φερόταν ή όχι με τον πρεπούμενο σεβασμό, και προχώρησε βιαστικά προς την έξοδο της σκήτης.

— Θα ξαναγυρίσεις ακόμα! ψιθύρισε ο πάτερ Παΐσιος κοιτάζοντάς τον με πικραμένη απορία.