×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 6. III. θ) Περί Κολάσεως

6. III. θ) Περί Κολάσεως

θ) Περί Κολάσεως και εξωτέρου πυράς Μυστικιστική θεώρησις

Πατέρες και δάσκαλοι, σκέφτομαι:

«Τι είναι Κόλαση;»

Και λέω πως είναι «το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς». Μια φορά, μέσα στο άπειρο, το άμετρο σε χρόνο και σε διάστημα, δόθηκε σε μια πνευματική ύπαρξη —με την εμφάνισή της στη γη— η δυνατότητα να πει στον εαυτό της:

«Υπάρχω κι αγαπώ».

Μια φορά, μονάχα μια φορά, της δόθηκε μια στιγμή αγάπης ενεργητικής, ζώσης, και γι' αυτό της δόθηκε η επίγεια ζωή και μαζί μ' αυτήν ο καιρός και οι διορίες. Και τι έγινε λοιπόν; Αυτή η ευτυχισμένη ύπαρξη αρνήθηκε το ανεκτίμητο δώρο, δεν το εκτίμησε, δεν το αγάπησε, το κοίταξε κοροϊδευτικά κι έμεινε αναίσθητη. Όταν μια τέτοια ύπαρξη φύγει απ' τη γη, βλέπει τους κόλπους του Αβραάμ, κουβεντιάζει με τον Αβραάμ, όπως μας λέει η παραβολή περί Λαζάρου και πλουσίου, ατενίζει και τον Παράδεισο, μπορεί να πλησιάσει και τον Κύριο, μα αυτό ακριβώς είναι το μαρτύριό της, ότι ανεβαίνει στο Θεό χωρίς να 'χει αγαπήσει, γιατί αγγίζει εκείνους που έχουν αγαπήσει και που αυτή είχε περιφρονήσει την αγάπη τους. Γιατί τώρα βλέπει καθαρά και θα πει μόνος του στον εαυτό του:

«Τώρα πια κατέχω τη γνώση και, αν και διψάω ν' αγαπήσω, δε θα υπάρχει πια κανένας άθλος στην αγάπη μου, δε θα υπάρχει ούτε θυσία γιατί τέλειωσε η επίγεια ζωή μου και δε θα 'ρθει ο Αβραάμ να μου δώσει έστω και μια σταγόνα ζώντος ύδατος (δηλαδή να μου ξαναδώσει το δώρο της επίγειας ζωής που είχα πρώτα) για να δροσίσει τη φλόγα της δίψας μου για πνευματική αγάπη, που με φλογίζει τώρα και που την περιφρόνησα όσο ήμουν στη γη. Δεν έχω πια ζωή και δε θα υπάρξει πια καιρός! Κι αν ακόμα θα 'μουν πρόθυμος να θυσιάσω τη ζωή μου για τους άλλους, είναι αργά πια, γιατί πέρασε εκείνη η ζωή που θα μπορούσα να την κάνω θυσία στην αγάπη και τώρα μια άβυσσος χωρίζει εκείνη τη ζωή απ' την τωρινή μου ύπαρξη».

Μιλάνε για φλόγες υλικές που έχει η Κόλαση: δεν εξετάζω αυτό το μυστήριο γιατί τρομάζω, μα σκέφτομαι πως κι αν ακόμα υπήρχαν υλικές φλόγες, τότε, μα την αλήθεια, οι κολασμένοι θα τις δέχονταν με χαρά γιατί με τα σωματικά μαρτύρια θα ξεχνούσαν, έστω και για μια στιγμή, το ψυχικό μαρτύριο που είναι πολύ πιο τρομερό. Μα ούτε και είναι δυνατό να τους απαλλάξει κανείς απ' αυτό το ψυχικό μαρτύριο, γιατί δεν είναι εξωτερικό μα το 'χουν μέσα τους. Μα κι αν ήταν δυνατόν να τους απαλλάξουν, τότε, έτσι νομίζω, θα γίνονταν ακόμα πιο πικρά δυστυχισμένοι. Γιατί κι αν ακόμα τους συγχωρούσαν οι δίκαιοι απ' τον Παράδεισο, βλέποντας τα μαρτύριά τους και τους καλούσαν κοντά τους αγαπώντας τους απεριόριστα, και πάλι τα μαρτύριά τους θα μεγάλωναν, γιατί ίσα ίσα μ' αυτή τη συγνώμη θα μεγάλωνε και η δίψα τους για ανταπόδοση αγάπης, για αγάπη ενεργητική και γεμάτη ευγνωμοσύνη, που τους είναι αδύνατο πια να δείξουν. Ωστόσο σκέφτομαι ταπεινά πως όταν θα παραδεχτούν πως τους είναι αδύνατο, θα ξαλαφρώσουν κάπως γιατί, παίρνοντας την αγάπη των δικαίων και μη έχοντας τη δυνατότητα να την ανταποδώσουν, θα υποταχτούν και θα ταπεινωθούν και θα κερδίσουν έτσι κάτι σαν ομοίωμα της ενεργητικής αγάπης, που περιφρόνησαν στη γη, και μιας πράξης που κάπως μοιάζει με κείνην... Λυπάμαι, αδερφοί και φίλοι μου, που δεν μπορώ να το πω πιο καθαρά αυτό. Όμως, αλλοίμονο σε κείνους που αυτοκαταστράφηκαν πάνω στη γη, αλλοίμονο σε κείνους που αυτοκτόνησαν! Νομίζω πως δεν μπορούν να υπάρξουν πιο δυστυχισμένοι απ' αυτούς. Είναι αμαρτία, μας λένε, να προσευχόμαστε γι' αυτούς στο Θεό και η Εκκλησία, εξωτερικά, σάμπως να τους αποδιώχνει, μα η ψυχή μου λέει πως θα μπορούσαμε να δεηθούμε και γι' αυτούς. Δε θα θυμώσει ο Χριστός για ένα δείγμα αγάπης. Εγώ προσευχόμουν όλη μου τη ζωή μέσα μου γι' αυτούς, σας το εξομολογούμαι, πατέρες και δάσκαλοι, μα και τώρα προσεύχομαι κάθε μέρα.

Ω, υπάρχουν κι άνθρωποι που φτάσανε στην Κόλαση αλαζόνες και θηριώδεις, παρ' όλη την αδιαφιλονίκητη γνώση και την ενατένιση της αναντίρρητης αλήθειας. Υπάρχουν μερικοί φρικαλέοι που πήγαν με το μέρος του Σατανά και το αλαζονικό πνεύμα του. Αυτοί θέλανε μονάχοι τους την Κόλαση και δεν μπορούν να τη χορτάσουν. Αυτοί είναι πια εθελοντές κολασμένοι. Καταράστηκαν μονάχοι τους τον εαυτό τους γιατί καταράστηκαν το Θεό και τη ζωή. Τρέφονται με την άγρια αλαζονεία τους, όπως ένας πεινασμένος που βρέθηκε στην έρημο κι άρχισε να βυζαίνει το ίδιο του το αίμα. Μα δε θα χορτάσουν εις τους αιώνας των αιώνων γιατί δε δέχονται να τους συγχωρέσουν και καταριώνται το Θεό που τους καλεί κοντά του. Δεν μπορούν να κοιτάζουν χωρίς μίσος το Θεό και απαιτούν να μην υπάρχει Θεός της ζωής, απαιτούν να αυτοεκμηδενιστεί ο Θεός και να καταστρέψει τη δημιουργία του. Και θα καίγονται εις τον αιώνα τον άπαντα στις φλόγες της οργής τους, διψώντας το θάνατο και την ανυπαρξία. Μα δεν θα τον λάβουν το θάνατο.

Εδώ τελειώνει το χειρόγραφο του Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ. Το ξαναλέω: Δεν είναι πλήρες κι έχει χάσματα. Οι βιογραφικές πληροφορίες, λόγου χάρη, μιλούν μονάχα για τη νεότητα του στάρετς. Οι διδαχές του και οι γνώμες του συνταιριάστηκαν σαν σε ενιαίο σύνολο, μα είναι φανερό πως αυτά ειπώθηκαν σε διαφορετικούς καιρούς και για διαφορετικές αιτίες. Όλα εκείνα που είπε ο στάρετς τις τελευταίες του ώρες δεν καθορίζονται με ακρίβεια και μας δίνεται μονάχα μια ιδέα για το πνεύμα και το χαρακτήρα αυτής της συνομιλίας, αν την αντιπαραθέσουμε με όσα το χειρόγραφο του Αλεξέι Φιοντόροβιτς περιέχει απ' τις προηγούμενες διδαχές. O θάνατος του στάρετς ήρθε πραγματικά εντελώς αναπάντεχα. Γιατί, αν κι όλοι όσοι μαζεύτηκαν εκείνο το τελευταίο βράδι στο κελί του καταλάβαιναν πως ο θάνατος είναι κοντά, δεν μπορούσαν να το φανταστούν πως θα 'ναι τόσο ξαφνικός. Απεναντίας, οι φίλοι του, όπως το είπα και παραπάνω, βλέποντάς τον τόσο —θα 'λεγε κανείς— ζωηρό κι ομιλητικό, ήταν βέβαιοι πως και η υγεία του είχε καλυτερέψει σημαντικά, έστω και για λίγο καιρό. Ακόμα πέντε λεπτά πριν απ' το τέλος, όπως λέγανε αργότερα απορώντας, δεν μπορούσε τίποτα να μαντέψει κανείς.

Σα να 'νιωσε ξαφνικά έναν πολύ δυνατό πόνο στο στήθος, χλώμιασε κι έσφιξε δυνατά το χέρι του πάνω στην καρδιά του.

Όλοι τότε σηκώθηκαν απ' τις θέσεις τους και τρέξανε κοντά του. Όμως αυτός, αν και υποφέροντας, τους κοίταξε μ' ένα χαμόγελο στα χείλη, γλίστρησε αργά απ' την πολυθρόνα στο πάτωμα, στάθηκε στα γόνατα, ύστερα έγειρε το πρόσωπο προς τη γη, άνοιξε τα χέρια του και, σαν να τον κυρίεψε ένας χαρούμενος ενθουσιασμός, παρέδωσε ήρεμα και χαρούμενα το πνεύμα φιλώντας το χώμα (όπως το δίδασκε ο ίδιος) και προσευχόμενος. Η είδηση του θανάτου του μαθεύτηκε αμέσως στη σκήτη κι έφτασε στο μοναστήρι. Οι κοντινοί του φίλοι κι όσοι είχαν το αξίωμα που απαιτούσε αυτή η στιγμή, άρχισαν να τον νεκροστολίζουν σύμφωνα με το παλιό τυπικό. Όλη η αδελφότητα μαζεύτηκε στην εκκλησία. Πριν ακόμα φέξει, η είδηση έφτασε στην πολιτεία. Το πρωί όλη σχεδόν η πολιτεία μιλούσε για το γεγονός και πολλοί τράβηξαν για το μοναστήρι. Μα γι' αυτό θα μιλήσουμε στο επόμενο βιβλίο. Τώρα θα προσθέσουμε μονάχα πως δεν είχε περάσει ακόμα η μέρα όταν έγινε κάτι τόσο αναπάντεχο για όλους και τόσο παράξενο —αν κρίνει κανείς απ' την εντύπωση που 'κανε στο μοναστήρι και στην πολιτεία— τόσο ανησυχαστικό κι ακατανόητο που κι ως τα τώρα ακόμα, ύστερα από τόσα χρόνια, τη θυμούνται ζωηρότατα στην πολιτεία μας εκείνη την τόσο ανήσυχη για πολλούς ημέρα...


6. III. θ) Περί Κολάσεως

θ) Περί Κολάσεως και εξωτέρου πυράς Μυστικιστική θεώρησις

Πατέρες και δάσκαλοι, σκέφτομαι:

«Τι είναι Κόλαση;»

Και λέω πως είναι «το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς». Μια φορά, μέσα στο άπειρο, το άμετρο σε χρόνο και σε διάστημα, δόθηκε σε μια πνευματική ύπαρξη —με την εμφάνισή της στη γη— η δυνατότητα να πει στον εαυτό της:

«Υπάρχω κι αγαπώ».

Μια φορά, μονάχα μια φορά, της δόθηκε μια στιγμή αγάπης ενεργητικής, ζώσης, και γι' αυτό της δόθηκε η επίγεια ζωή και μαζί μ' αυτήν ο καιρός και οι διορίες. Και τι έγινε λοιπόν; Αυτή η ευτυχισμένη ύπαρξη αρνήθηκε το ανεκτίμητο δώρο, δεν το εκτίμησε, δεν το αγάπησε, το κοίταξε κοροϊδευτικά κι έμεινε αναίσθητη. Όταν μια τέτοια ύπαρξη φύγει απ' τη γη, βλέπει τους κόλπους του Αβραάμ, κουβεντιάζει με τον Αβραάμ, όπως μας λέει η παραβολή περί Λαζάρου και πλουσίου, ατενίζει και τον Παράδεισο, μπορεί να πλησιάσει και τον Κύριο, μα αυτό ακριβώς είναι το μαρτύριό της, ότι ανεβαίνει στο Θεό χωρίς να 'χει αγαπήσει, γιατί αγγίζει εκείνους που έχουν αγαπήσει και που αυτή είχε περιφρονήσει την αγάπη τους. Γιατί τώρα βλέπει καθαρά και θα πει μόνος του στον εαυτό του:

«Τώρα πια κατέχω τη γνώση και, αν και διψάω ν' αγαπήσω, δε θα υπάρχει πια κανένας άθλος στην αγάπη μου, δε θα υπάρχει ούτε θυσία γιατί τέλειωσε η επίγεια ζωή μου και δε θα 'ρθει ο Αβραάμ να μου δώσει έστω και μια σταγόνα ζώντος ύδατος (δηλαδή να μου ξαναδώσει το δώρο της επίγειας ζωής που είχα πρώτα) για να δροσίσει τη φλόγα της δίψας μου για πνευματική αγάπη, που με φλογίζει τώρα και που την περιφρόνησα όσο ήμουν στη γη. Δεν έχω πια ζωή και δε θα υπάρξει πια καιρός! Κι αν ακόμα θα 'μουν πρόθυμος να θυσιάσω τη ζωή μου για τους άλλους, είναι αργά πια, γιατί πέρασε εκείνη η ζωή που θα μπορούσα να την κάνω θυσία στην αγάπη και τώρα μια άβυσσος χωρίζει εκείνη τη ζωή απ' την τωρινή μου ύπαρξη».

Μιλάνε για φλόγες υλικές που έχει η Κόλαση: δεν εξετάζω αυτό το μυστήριο γιατί τρομάζω, μα σκέφτομαι πως κι αν ακόμα υπήρχαν υλικές φλόγες, τότε, μα την αλήθεια, οι κολασμένοι θα τις δέχονταν με χαρά γιατί με τα σωματικά μαρτύρια θα ξεχνούσαν, έστω και για μια στιγμή, το ψυχικό μαρτύριο που είναι πολύ πιο τρομερό. Μα ούτε και είναι δυνατό να τους απαλλάξει κανείς απ' αυτό το ψυχικό μαρτύριο, γιατί δεν είναι εξωτερικό μα το 'χουν μέσα τους. Μα κι αν ήταν δυνατόν να τους απαλλάξουν, τότε, έτσι νομίζω, θα γίνονταν ακόμα πιο πικρά δυστυχισμένοι. Γιατί κι αν ακόμα τους συγχωρούσαν οι δίκαιοι απ' τον Παράδεισο, βλέποντας τα μαρτύριά τους και τους καλούσαν κοντά τους αγαπώντας τους απεριόριστα, και πάλι τα μαρτύριά τους θα μεγάλωναν, γιατί ίσα ίσα μ' αυτή τη συγνώμη θα μεγάλωνε και η δίψα τους για ανταπόδοση αγάπης, για αγάπη ενεργητική και γεμάτη ευγνωμοσύνη, που τους είναι αδύνατο πια να δείξουν. Ωστόσο σκέφτομαι ταπεινά πως όταν θα παραδεχτούν πως τους είναι αδύνατο, θα ξαλαφρώσουν κάπως γιατί, παίρνοντας την αγάπη των δικαίων και μη έχοντας τη δυνατότητα να την ανταποδώσουν, θα υποταχτούν και θα ταπεινωθούν και θα κερδίσουν έτσι κάτι σαν ομοίωμα της ενεργητικής αγάπης, που περιφρόνησαν στη γη, και μιας πράξης που κάπως μοιάζει με κείνην... Λυπάμαι, αδερφοί και φίλοι μου, που δεν μπορώ να το πω πιο καθαρά αυτό. Όμως, αλλοίμονο σε κείνους που αυτοκαταστράφηκαν πάνω στη γη, αλλοίμονο σε κείνους που αυτοκτόνησαν! Νομίζω πως δεν μπορούν να υπάρξουν πιο δυστυχισμένοι απ' αυτούς. Είναι αμαρτία, μας λένε, να προσευχόμαστε γι' αυτούς στο Θεό και η Εκκλησία, εξωτερικά, σάμπως να τους αποδιώχνει, μα η ψυχή μου λέει πως θα μπορούσαμε να δεηθούμε και γι' αυτούς. Δε θα θυμώσει ο Χριστός για ένα δείγμα αγάπης. Εγώ προσευχόμουν όλη μου τη ζωή μέσα μου γι' αυτούς, σας το εξομολογούμαι, πατέρες και δάσκαλοι, μα και τώρα προσεύχομαι κάθε μέρα.

Ω, υπάρχουν κι άνθρωποι που φτάσανε στην Κόλαση αλαζόνες και θηριώδεις, παρ' όλη την αδιαφιλονίκητη γνώση και την ενατένιση της αναντίρρητης αλήθειας. Υπάρχουν μερικοί φρικαλέοι που πήγαν με το μέρος του Σατανά και το αλαζονικό πνεύμα του. Αυτοί θέλανε μονάχοι τους την Κόλαση και δεν μπορούν να τη χορτάσουν. Αυτοί είναι πια εθελοντές κολασμένοι. Καταράστηκαν μονάχοι τους τον εαυτό τους γιατί καταράστηκαν το Θεό και τη ζωή. Τρέφονται με την άγρια αλαζονεία τους, όπως ένας πεινασμένος που βρέθηκε στην έρημο κι άρχισε να βυζαίνει το ίδιο του το αίμα. Μα δε θα χορτάσουν εις τους αιώνας των αιώνων γιατί δε δέχονται να τους συγχωρέσουν και καταριώνται το Θεό που τους καλεί κοντά του. Δεν μπορούν να κοιτάζουν χωρίς μίσος το Θεό και απαιτούν να μην υπάρχει Θεός της ζωής, απαιτούν να αυτοεκμηδενιστεί ο Θεός και να καταστρέψει τη δημιουργία του. Και θα καίγονται εις τον αιώνα τον άπαντα στις φλόγες της οργής τους, διψώντας το θάνατο και την ανυπαρξία. Μα δεν θα τον λάβουν το θάνατο.

Εδώ τελειώνει το χειρόγραφο του Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ. Το ξαναλέω: Δεν είναι πλήρες κι έχει χάσματα. Οι βιογραφικές πληροφορίες, λόγου χάρη, μιλούν μονάχα για τη νεότητα του στάρετς. Οι διδαχές του και οι γνώμες του συνταιριάστηκαν σαν σε ενιαίο σύνολο, μα είναι φανερό πως αυτά ειπώθηκαν σε διαφορετικούς καιρούς και για διαφορετικές αιτίες. Όλα εκείνα που είπε ο στάρετς τις τελευταίες του ώρες δεν καθορίζονται με ακρίβεια και μας δίνεται μονάχα μια ιδέα για το πνεύμα και το χαρακτήρα αυτής της συνομιλίας, αν την αντιπαραθέσουμε με όσα το χειρόγραφο του Αλεξέι Φιοντόροβιτς περιέχει απ' τις προηγούμενες διδαχές. O θάνατος του στάρετς ήρθε πραγματικά εντελώς αναπάντεχα. Γιατί, αν κι όλοι όσοι μαζεύτηκαν εκείνο το τελευταίο βράδι στο κελί του καταλάβαιναν πως ο θάνατος είναι κοντά, δεν μπορούσαν να το φανταστούν πως θα 'ναι τόσο ξαφνικός. Απεναντίας, οι φίλοι του, όπως το είπα και παραπάνω, βλέποντάς τον τόσο —θα 'λεγε κανείς— ζωηρό κι ομιλητικό, ήταν βέβαιοι πως και η υγεία του είχε καλυτερέψει σημαντικά, έστω και για λίγο καιρό. Ακόμα πέντε λεπτά πριν απ' το τέλος, όπως λέγανε αργότερα απορώντας, δεν μπορούσε τίποτα να μαντέψει κανείς.

Σα να 'νιωσε ξαφνικά έναν πολύ δυνατό πόνο στο στήθος, χλώμιασε κι έσφιξε δυνατά το χέρι του πάνω στην καρδιά του.

Όλοι τότε σηκώθηκαν απ' τις θέσεις τους και τρέξανε κοντά του. Όμως αυτός, αν και υποφέροντας, τους κοίταξε μ' ένα χαμόγελο στα χείλη, γλίστρησε αργά απ' την πολυθρόνα στο πάτωμα, στάθηκε στα γόνατα, ύστερα έγειρε το πρόσωπο προς τη γη, άνοιξε τα χέρια του και, σαν να τον κυρίεψε ένας χαρούμενος ενθουσιασμός, παρέδωσε ήρεμα και χαρούμενα το πνεύμα φιλώντας το χώμα (όπως το δίδασκε ο ίδιος) και προσευχόμενος. Η είδηση του θανάτου του μαθεύτηκε αμέσως στη σκήτη κι έφτασε στο μοναστήρι. Οι κοντινοί του φίλοι κι όσοι είχαν το αξίωμα που απαιτούσε αυτή η στιγμή, άρχισαν να τον νεκροστολίζουν σύμφωνα με το παλιό τυπικό. Όλη η αδελφότητα μαζεύτηκε στην εκκλησία. Πριν ακόμα φέξει, η είδηση έφτασε στην πολιτεία. Το πρωί όλη σχεδόν η πολιτεία μιλούσε για το γεγονός και πολλοί τράβηξαν για το μοναστήρι. Μα γι' αυτό θα μιλήσουμε στο επόμενο βιβλίο. Τώρα θα προσθέσουμε μονάχα πως δεν είχε περάσει ακόμα η μέρα όταν έγινε κάτι τόσο αναπάντεχο για όλους και τόσο παράξενο —αν κρίνει κανείς απ' την εντύπωση που 'κανε στο μοναστήρι και στην πολιτεία— τόσο ανησυχαστικό κι ακατανόητο που κι ως τα τώρα ακόμα, ύστερα από τόσα χρόνια, τη θυμούνται ζωηρότατα στην πολιτεία μας εκείνη την τόσο ανήσυχη για πολλούς ημέρα...