×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 6. ΙΙΙ. στ) Ολίγα περί κυρίων και δούλων..

6. ΙΙΙ. στ) Ολίγα περί κυρίων και δούλων..

στ) Ολίγα περί κυρίων και δούλων και περί του αν οι δούλοι δύνανται να καταστώσιν οι μεν δια τους δε αδελφοί εν πνεύματι.

Θεέ μου! Κι ο λαός είναι αμαρτωλός. Ποιος λέει όχι. Η διαφθορά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα και προέρχεται εκ των άνω. Η απομόνωση εμφανίζεται και μέσα στο λαό: οι κουλάκοι και οι τοκογλύφοι πληθαίνουν. O έμπορος πασχίζει όλο και περισσότερο ν' αποχτήσει τιμές, προσπαθεί να δείξει πως είναι μορφωμένος χωρίς να 'χει καμιά μόρφωση, και για να το καταφέρει αυτό περιφρονεί τις παλιές συνήθειες, απαρνιέται και την πίστη των πατέρων του ακόμα. Πάει και κάνει επισκέψεις στους πρίγκηπες, όμως αυτός δεν είναι παρά ένας μουζίκος που 'χει διαφθαρεί. O λαός σάπισε απ' το μεθύσι και δεν μπορεί να το παρατήσει. Και πόσο άγρια φέρεται στην οικογένεια, στη γυναίκα του, ακόμα και στα παιδιά του. Κι όλα αυτά γιατί πίνει. Είδα στα εργοστάσια να δουλεύουν εννιάχρονα· παιδιά: αδύνατα, αρρωστιάρικα, καμπουριασμένα, που πρόφτασαν κιόλας να διαφθαρούν. Όλη τη μέρα του Θεού δουλεύουν μέσα στις πνιχτικές αίθουσες, μέσα στο θόρυβο της μηχανής, ακούν βρισιές κι ακόλαστα λόγια και πίνουν βότκα. Πάντα βότκα. Αυτό χρειάζεται τάχα η ψυχή ενός τόσο μικρού παιδιού; Του χρειάζεται ο ήλιος, τα παιδικά παιχνίδια, το φωτεινό παράδειγμα και μια στάλα αγάπη. Δεν πρέπει να εξακολουθήσει αυτό, καλόγεροι, δεν πρέπει να συνεχιστεί ο βασανισμός των παιδιών!

Σηκωθείτε και διδάξτε το αυτό. Γρήγορα, όσο μπορείτε πιο γρήγορα. Μα ο Θεός θα σώσει τη Ρωσία, γιατί αν κι ο λαός είναι διεφθαρμένος και δεν μπορεί πια ν' απαρνηθεί τη βρωμερή αμαρτία του, ξέρει πως αυτή την αμαρτία την έχει καταραστεί ο Θεός και πως κάνει άσχημα αμαρτάνοντας. Θα πει λοιπόν πως ο λαός μας πιστεύει ακόμα στην αλήθεια, παραδέχεται το Θεό και κλαίει για τα κρίματά του. Αυτό δεν γίνεται με τους μορφωμένους. Αυτοί, έχοντας για βάση την επιστήμη, θέλουν να πετύχουν την κοινωνική δικαιοσύνη μονάχα με το λογικό τους, αγνοώντας το Χριστό κι έχουν διακηρύξει πια πως δεν υπάρχει ούτε έγκλημα ούτε αμάρτημα. Με τον τρόπο που σκέφτονται, έχουν δίκιο: γιατί, μια και δεν. έχεις Θεό, τότε τι νόημα μπορεί να 'χει το έγκλημα; Στην Ευρώπη ο λαός ξεσηκώνεται και βιαιοπραγεί κιόλας ενάντια στους πλούσιους και οι λαϊκοί ηγέτες τον οδηγούν σ' αιματηρές συγκρούσεις και του μαθαίνουν πως το μίσος του είναι δίκαιο. Μα «είναι καταραμένο το μίσος τους γιατί είναι σκληρό». Όμως τη Ρωσία θα τη σώσει ο Κύριος, όπως την έσωσε κιόλας πολλές φορές. Η σωτηρία θα 'ρθει απ' το λαό, απ' την πίστη του, και την ταπεινοφροσύνη του. Πατέρες και δάσκαλοι, διαφυλάξτε την πίστη του λαού γιατί όλα αυτά δεν είναι όνειρο: όλη μου τη ζωή απορούσα με τη μεγάλη αξιοπρέπεια που 'χει ο λαός μας, μια αξιοπρέπεια ωραία κι αληθινή, την είδα με τα μάτια μου, μπορώ να το μαρτυρήσω, την έβλεπα κι απορούσα, την έβλεπα παρ' όλο το έρεβος, τη βρωμιά και τη φτώχεια του λαού μας. Δεν έχει κανένα ραγιαδισμό κι ας πέρασε δυο αιώνες σκλαβιάς. Έχει ύφος ελεύθερο και φέρεται σαν ελεύθερος, χωρίς όμως να προσβάλλει κανέναν. Δεν είναι ούτε εκδικητικός ούτε φθονερός.

— Είσαι φημισμένος, είσαι πλούσιος, είσαι έξυπνος, έχεις ταλέντο· χαλάλι σου, ας σ' ευλογεί ο Θεός. Σε τιμώ, μα ξέρω πως και γω άνθρωπος είμαι. Και μονάχα το γεγονός ότι σε τιμώ χωρίς φθόνο, αποδείχνει την αξιοπρέπειά μου.

Αλήθεια σας λέω, αν δεν το λένε αυτό (γιατί δεν ξέρουν ακόμα να το πουν), όμως έτσι συμπεριφέρονται, το είδα και το δοκίμασα ο ίδιος. Και (το πιστεύετε τάχα;) όσο πιο φτωχός και ταπεινός είναι ο Ρώσος, τόσο περισσότερη απ' αυτή την αξιοπρεπή αλήθεια έχει μέσα του, γιατί οι κουλάκοι και οι τοκογλύφοι έχουν κιόλας διαφθαρεί οι περισσότεροι και σ' αυτό φταίμε εμείς που ολιγωρήσαμε και δεν το προσέξαμε! Μα ο Θεός θα σώσει τους ανθρώπους του γιατί η Ρωσία είναι μεγάλη με την ταπεινοφροσύνη. Ονειρεύομαι να δω και σχεδόν βλέπω πια το μέλλον μας: γιατί θα γίνει έτσι· ακόμα κι ο πιο διεφθαρμένος πλούσιός μας θα ντραπεί τέλος για τα πλούτη του μπροστά στον φτωχό και τότε ο φτωχός, βλέποντας αυτή την ταπεινοφροσύνη του, θα τον καταλάβει και θα υποχωρήσει μπροστά του και θ' απαντήσει με χαρά και τρυφερότητα στην ευγενική του ντροπή. Να 'στε βέβαιοι πως αυτό θα συμβεί στο τέλος: για κει τραβάμε. Η ισότητα βρίσκεται μονάχα στην πνευματική αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Κι αυτό θα το καταλάβουν μονάχα εδώ σε μας. Όταν όλοι θα γίνουν αδέρφια, θα θεμελιωθεί και η αδερφοσύνη, και πριν απ' την αδερφοσύνη ποτέ δε θα μπορέσουν να μοιράσουν τ' αγαθά τους. Εμείς φυλάμε την εικόνα του Χριστού, που θα λάμψει σαν πολύτιμο διαμάντι σ' όλο τον κόσμο... Γέννοιτο, γέννοιτο!

Πατέρες και δάσκαλοι, μια φορά μου συνέβη κάτι πολύ συγκινητικό. Στις οδοιπορίες μου συνάντησα μια φορά στην πολιτεία Κ. την παλιά μου ορντινάντσα, τον Αθανάση. Είχαν περάσει οχτώ χρόνια από τότε που χωρίσαμε. Με είδε τυχαία στην αγορά, με γνώρισε, έτρεξε κοντά μου και, Θεέ μου, πόσο χάρηκε!

— Πατερούλη μου, αφέντη μου, εσείς είσαστε τάχα; Μπας και με γελούν τα μάτια .μου;

Με πήγε σπίτι του. Είχε τελειώσει πια τη θητεία του, είχε παντρευτεί, είχε και δυο μικρά παιδάκια. Ζούσε κάνοντας μικρεμπόριο, είχε έναν πάγκο στην αγορά. Το δωμάτιό του ήταν φτωχικό μα καλοσυγυρισμένο, χαρωπό. Μ' έβαλε να κάτσω, άναψε το σαμοβάρι, έστειλε να φωνάξουν την γυναίκα του, λες κι ο ερχομός μου ήταν μια γιορτή γι' αυτόν. Έφερε κοντά μου τα παιδιά:

— Ευλογήστε τα, πατερούλη.

— Αξίζω τάχα να τα ευλογήσω; του απαντάω εγώ. Εγώ είμαι ένας απλός και ταπεινός καλόγερος- θα προσευχηθώ γι' αυτά στο Θεό. Όσο για σένα, Αθανάση Παύλοβιτς, κάθε μέρα παρακαλώ το Θεό, από τότε ακόμα, γιατί συ ήσουν η αιτία να γίνουν όσα γίνανε.

Και του το εξήγησα όπως μπορούσα. Αυτός με κοιτάει και δεν μπορεί να το φανταστεί πως εγώ, ο αφέντης του ο αξιωματικός, κάθομαι τώρα έτσι μπροστά του με τέτοιο ρούχο: έκλαψε μάλιστα.

— Γιατί κλαις λοιπόν, αξέχαστέ μου άνθρωπε; του λέω εγώ. Καλύτερα άσε την ψυχή σου να χαρεί για μένα, καλέ μου, γιατί ο δρόμος μου είναι γεμάτος χαρά και φως.

Δε μιλούσε πολύ, μονάχα αναστέναζε και κουνούσε συγκινημένος το κεφάλι του.

— Και πού είναι τα πλούτη σας; με ρωτάει.

Του απαντάω:

— Τα 'δωσα στο μοναστήρι. Εκεί έχουμε κοινόβιο.

Μετά το τσάι άρχισα να τους αποχαιρετώ και ξαφνικά μου 'δωσε μισό ρούβλι δωρεά για το μοναστήρι, κι άλλο μισό μου το 'βαλε βιαστικά στο χέρι:

— Αυτό είναι για σας, μου λέει. Τώρα που περιοδεύετε ίσως να σας χρειαστεί, πατερούλη.

Πήρα το μισό του ρούβλι, υποκλίθηκα σ' αυτόν και στη γυναίκα του κι έφυγα χαρούμενος. Στο δρόμο σκεφτόμουν: Τώρα και οι δυο μας, αυτός στο σπίτι του και γω στο δρόμο, αναστενάζουμε, μα χαμογελάμε χαρούμενα και η καρδιά μας είναι εύθυμη, κουνάμε το κεφάλι καθώς θυμόμαστε πως θέλησε ο Θεός και συναντηθήκαμε. Από τότε ποτέ πια δεν τον ξανάδα. Ήμουν αφέντης του κι αυτός δούλος μου, μα τώρα, όταν φιληθήκαμε με αγάπη και με πνευματική κατάνυξη, συντελέσθηκε ανάμεσά μας η μεγάλη ανθρώπινη αδερφοσύνη. Σκέφτηκα πολύ πάνω σ' αυτό και τώρα συλλογίζομαι τούτο: Γιατί να 'ναι ασύλληπτο το ότι αυτή η μεγάλη κι απλόψυχη συνένωση θα πραγματοποιηθεί στον καιρό της ανάμεσα σ' όλους τους ανθρώπους της Ρωσίας μας; Πιστεύω πως θα γίνει αυτό και δε θ' αργήσει.

Για τους δούλους θα προσθέσω και τα παρακάτω. Όταν ήμουν νέος, θύμωνα πολλές φορές με τους υπηρέτες:

— Η μαγείρισσα σέρβιρε πολύ ζεστό το φαΐ, η ορντινάντσα δεν καθάρισε καλά τα ρούχα.

Μα με φώτισε τότε ξαφνικά η σκέψη του αγαπητού μου αδερφού, που την άκουσα απ' τον ίδιο όταν ακόμα ήμουν παιδί: — Το αξίζω τάχα να με υπηρετεί ένας άλλος και γω να τον κακομεταχερίζομαι, γιατί είναι φτωχός κι αμόρφωτος;

Κι απόρησα τότε πόσο αργά μας έρχονται στο νου μερικά πράγματα που είναι τόσο απλά και καθαρά. Οι λαϊκοί είναι αδύνατο να ζήσουν χωρίς υπηρέτη, μα εσύ κάνε να γίνει ο υπηρέτης σου πιο ελεύθερος πνευματικά απ' ό,τι θα 'ταν αν δεν ήταν υπηρέτης. Και γιατί να μην μπορέσω να γίνω υπηρέτης του υπηρέτη μου, με τρόπο μάλιστα που να το βλέπει κι αυτός, χωρίς όμως καμιά περηφάνεια από μέρους μου και χωρίς καμιά δυσπιστία από μέρους του; Γιατί να μη γίνει ο υπηρέτης μου κάτι σαν συγγενής μου, τόσο που να τον πάρω κι αυτόν μέσα στην οικογένειά μου κι αυτό να μου δώσει χαρά; Ακόμα και τώρα μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο και θα χρησιμεύσει για βάση της μελλοντικής υπέροχης συνένωσης των ανθρώπων, όταν δε θα ζητάει πια ο άνθρωπος να βρει υπηρέτες ή να μεταβάλει σε δούλους τους ομοίους του, όπως γίνεται τώρα, μα απεναντίας θα θελήσει να γίνει ο ίδιος υπηρέτης όλων, όπως λέει και το Ευαγγέλιο. Και είναι δυνατόν να 'ναι όνειρο το να πιστεύουμε πως ο άνθρωπος στο τέλος θα βρει τη χαρά αποκλειστικά σε έργα ευσπλαχνίας και διδαχής κι όχι, όπως στις μέρες μας, μέσα στις σκληρές απολαύσεις της απληστίας, της ακολασίας, της αλαζονείας, της καυχησιολογίας και του φθονερού θριάμβου του ενός πάνω στον άλλον; Είμαι βέβαιος πως αυτό δεν είναι όνειρο, μα θα γίνει γρήγορα. Μας ειρωνεύονται και μας ρωτάνε:

— Πότε θα 'ρθει λοιπόν αυτή η εποχή; Και θα 'ρθει τάχα ποτέ;

Η γνώμη μου είναι πως με τη βοήθεια του Χριστού θα επιτελέσουμε αυτό το μεγάλο έργο. Μήπως λίγες ιδέες φάνηκαν στον κόσμο, στην ιστορία της ανθρωπότητας, που μόλις πριν από δέκα χρόνια ούτε να τις φανταστεί δεν μπορούσε κανείς και που παρουσιάζονταν ξαφνικά όταν ερχόταν η μυστική τους ώρα και διαδίδονταν σ' όλη τη γη; Έτσι θα συμβεί και στον τόπο μας, ο λαός μας θα φωτίσει ολάκερο τον κόσμο και όλοι θα πουν:

«Ό λίθος, τον όποιον απέρριψαν οι οικοδόμοι, κατέστη ό ακρογωνιαίος λίθος τού οικοδομήματος».

Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε εκείνους που μας χλευάζουν:

— Λέτε πως εμείς ονειροπολούμε. Μα εσείς πότε θα χτίσετε το οικοδόμημά σας και πότε θα οργανωθείτε δίκαια μονάχα με το λογικό σας, δίχως το Χριστό;

Γιατί τούτοι, αν και βεβαιώνουν πως παλεύουν για τη συνένωση, στην πραγματικότητα αυτό το πιστεύουν μονάχα οι πιο αφελείς απ' αυτούς, τόσο που είναι ν' απορεί κανείς με την αφέλειά τους. Μα την αλήθεια, αυτοί έχουν περισσότερο ονειροπόλα φαντασία από μας. Σκέφτονται να τα κανονίσουν όλα δίκαια μα, απορρίπτοντας το Χριστό, στο τέλος θα πλημμυρίσουν τον κόσμο με αίμα. Γιατί το αίμα ζητάει αίμα. Μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις. Και, αν δεν υπήρχε η υπόσχεση του Χριστού, θα εξολοθρεύονταν μεταξύ τους ως τους τελευταίους δυο ανθρώπους επί της γης. Μα κι αυτοί οι τελευταίοι δε θα κατάφερναν να συγκρατήσουν την περηφάνεια τους κι ο τελευταίος θα σκότωνε τον προτελευταίο και ύστερα και τον εαυτό του. Και θα γινόταν αυτό αν δεν είχε υποσχεθεί ο Χριστός πως θ' αποφευχθεί κάτι τέτοιο για χάρη των πράων και των ταπεινών. Άρχισα τότε, με τη στολή του αξιωματικού ακόμα, μετά την μονομαχία μου, να μιλάω για τους υπηρέτες και θυμάμαι πως όλοι απορούσαν μαζί μου:

— Τι θέλετε λοιπόν; μου λέγανε. Να βάλουμε τον υπηρέτη να κάτσει στο ντιβάνι και να του σερβίρουμε τσάι; Και τότε εγώ τους απαντούσα:

— Γιατί όχι κι αυτό; Έστω κι αν θα γίνεται αραιά και πού.

Όλοι τότε γελάσανε. Η ερώτησή τους ήταν ελαφρόμυαλη και η απάντησή μου όχι και πολύ ξεκάθαρη, μα νομίζω πως έκρυβε μέσα της κάποια αλήθεια.


6. ΙΙΙ. στ) Ολίγα περί κυρίων και δούλων.. 6. III. f) Un poco sobre amos y esclavos.

στ) Ολίγα περί κυρίων και δούλων και περί του αν οι δούλοι δύνανται να καταστώσιν οι μεν δια τους δε αδελφοί εν πνεύματι.

Θεέ μου! Κι ο λαός είναι αμαρτωλός. Ποιος λέει όχι. Η διαφθορά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα και προέρχεται εκ των άνω. Η απομόνωση εμφανίζεται και μέσα στο λαό: οι κουλάκοι και οι τοκογλύφοι πληθαίνουν. O έμπορος πασχίζει όλο και περισσότερο ν' αποχτήσει τιμές, προσπαθεί να δείξει πως είναι μορφωμένος χωρίς να 'χει καμιά μόρφωση, και για να το καταφέρει αυτό περιφρονεί τις παλιές συνήθειες, απαρνιέται και την πίστη των πατέρων του ακόμα. Πάει και κάνει επισκέψεις στους πρίγκηπες, όμως αυτός δεν είναι παρά ένας μουζίκος που 'χει διαφθαρεί. O λαός σάπισε απ' το μεθύσι και δεν μπορεί να το παρατήσει. Και πόσο άγρια φέρεται στην οικογένεια, στη γυναίκα του, ακόμα και στα παιδιά του. Κι όλα αυτά γιατί πίνει. Είδα στα εργοστάσια να δουλεύουν εννιάχρονα· παιδιά: αδύνατα, αρρωστιάρικα, καμπουριασμένα, που πρόφτασαν κιόλας να διαφθαρούν. Όλη τη μέρα του Θεού δουλεύουν μέσα στις πνιχτικές αίθουσες, μέσα στο θόρυβο της μηχανής, ακούν βρισιές κι ακόλαστα λόγια και πίνουν βότκα. Πάντα βότκα. Αυτό χρειάζεται τάχα η ψυχή ενός τόσο μικρού παιδιού; Του χρειάζεται ο ήλιος, τα παιδικά παιχνίδια, το φωτεινό παράδειγμα και μια στάλα αγάπη. Δεν πρέπει να εξακολουθήσει αυτό, καλόγεροι, δεν πρέπει να συνεχιστεί ο βασανισμός των παιδιών!

Σηκωθείτε και διδάξτε το αυτό. Γρήγορα, όσο μπορείτε πιο γρήγορα. Μα ο Θεός θα σώσει τη Ρωσία, γιατί αν κι ο λαός είναι διεφθαρμένος και δεν μπορεί πια ν' απαρνηθεί τη βρωμερή αμαρτία του, ξέρει πως αυτή την αμαρτία την έχει καταραστεί ο Θεός και πως κάνει άσχημα αμαρτάνοντας. Θα πει λοιπόν πως ο λαός μας πιστεύει ακόμα στην αλήθεια, παραδέχεται το Θεό και κλαίει για τα κρίματά του. Αυτό δεν γίνεται με τους μορφωμένους. Αυτοί, έχοντας για βάση την επιστήμη, θέλουν να πετύχουν την κοινωνική δικαιοσύνη μονάχα με το λογικό τους, αγνοώντας το Χριστό κι έχουν διακηρύξει πια πως δεν υπάρχει ούτε έγκλημα ούτε αμάρτημα. Με τον τρόπο που σκέφτονται, έχουν δίκιο: γιατί, μια και δεν. έχεις Θεό, τότε τι νόημα μπορεί να 'χει το έγκλημα; Στην Ευρώπη ο λαός ξεσηκώνεται και βιαιοπραγεί κιόλας ενάντια στους πλούσιους και οι λαϊκοί ηγέτες τον οδηγούν σ' αιματηρές συγκρούσεις και του μαθαίνουν πως το μίσος του είναι δίκαιο. Μα «είναι καταραμένο το μίσος τους γιατί είναι σκληρό». Όμως τη Ρωσία θα τη σώσει ο Κύριος, όπως την έσωσε κιόλας πολλές φορές. Η σωτηρία θα 'ρθει απ' το λαό, απ' την πίστη του, και την ταπεινοφροσύνη του. Πατέρες και δάσκαλοι, διαφυλάξτε την πίστη του λαού γιατί όλα αυτά δεν είναι όνειρο: όλη μου τη ζωή απορούσα με τη μεγάλη αξιοπρέπεια που 'χει ο λαός μας, μια αξιοπρέπεια ωραία κι αληθινή, την είδα με τα μάτια μου, μπορώ να το μαρτυρήσω, την έβλεπα κι απορούσα, την έβλεπα παρ' όλο το έρεβος, τη βρωμιά και τη φτώχεια του λαού μας. Δεν έχει κανένα ραγιαδισμό κι ας πέρασε δυο αιώνες σκλαβιάς. Έχει ύφος ελεύθερο και φέρεται σαν ελεύθερος, χωρίς όμως να προσβάλλει κανέναν. Δεν είναι ούτε εκδικητικός ούτε φθονερός.

— Είσαι φημισμένος, είσαι πλούσιος, είσαι έξυπνος, έχεις ταλέντο· χαλάλι σου, ας σ' ευλογεί ο Θεός. Σε τιμώ, μα ξέρω πως και γω άνθρωπος είμαι. Και μονάχα το γεγονός ότι σε τιμώ χωρίς φθόνο, αποδείχνει την αξιοπρέπειά μου.

Αλήθεια σας λέω, αν δεν το λένε αυτό (γιατί δεν ξέρουν ακόμα να το πουν), όμως έτσι συμπεριφέρονται, το είδα και το δοκίμασα ο ίδιος. Και (το πιστεύετε τάχα;) όσο πιο φτωχός και ταπεινός είναι ο Ρώσος, τόσο περισσότερη απ' αυτή την αξιοπρεπή αλήθεια έχει μέσα του, γιατί οι κουλάκοι και οι τοκογλύφοι έχουν κιόλας διαφθαρεί οι περισσότεροι και σ' αυτό φταίμε εμείς που ολιγωρήσαμε και δεν το προσέξαμε! Μα ο Θεός θα σώσει τους ανθρώπους του γιατί η Ρωσία είναι μεγάλη με την ταπεινοφροσύνη. Ονειρεύομαι να δω και σχεδόν βλέπω πια το μέλλον μας: γιατί θα γίνει έτσι· ακόμα κι ο πιο διεφθαρμένος πλούσιός μας θα ντραπεί τέλος για τα πλούτη του μπροστά στον φτωχό και τότε ο φτωχός, βλέποντας αυτή την ταπεινοφροσύνη του, θα τον καταλάβει και θα υποχωρήσει μπροστά του και θ' απαντήσει με χαρά και τρυφερότητα στην ευγενική του ντροπή. Να 'στε βέβαιοι πως αυτό θα συμβεί στο τέλος: για κει τραβάμε. Η ισότητα βρίσκεται μονάχα στην πνευματική αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Κι αυτό θα το καταλάβουν μονάχα εδώ σε μας. Όταν όλοι θα γίνουν αδέρφια, θα θεμελιωθεί και η αδερφοσύνη, και πριν απ' την αδερφοσύνη ποτέ δε θα μπορέσουν να μοιράσουν τ' αγαθά τους. Εμείς φυλάμε την εικόνα του Χριστού, που θα λάμψει σαν πολύτιμο διαμάντι σ' όλο τον κόσμο... Γέννοιτο, γέννοιτο!

Πατέρες και δάσκαλοι, μια φορά μου συνέβη κάτι πολύ συγκινητικό. Στις οδοιπορίες μου συνάντησα μια φορά στην πολιτεία Κ. την παλιά μου ορντινάντσα, τον Αθανάση. Είχαν περάσει οχτώ χρόνια από τότε που χωρίσαμε. Με είδε τυχαία στην αγορά, με γνώρισε, έτρεξε κοντά μου και, Θεέ μου, πόσο χάρηκε!

— Πατερούλη μου, αφέντη μου, εσείς είσαστε τάχα; Μπας και με γελούν τα μάτια .μου;

Με πήγε σπίτι του. Είχε τελειώσει πια τη θητεία του, είχε παντρευτεί, είχε και δυο μικρά παιδάκια. Ζούσε κάνοντας μικρεμπόριο, είχε έναν πάγκο στην αγορά. Το δωμάτιό του ήταν φτωχικό μα καλοσυγυρισμένο, χαρωπό. Μ' έβαλε να κάτσω, άναψε το σαμοβάρι, έστειλε να φωνάξουν την γυναίκα του, λες κι ο ερχομός μου ήταν μια γιορτή γι' αυτόν. Έφερε κοντά μου τα παιδιά:

— Ευλογήστε τα, πατερούλη.

— Αξίζω τάχα να τα ευλογήσω; του απαντάω εγώ. Εγώ είμαι ένας απλός και ταπεινός καλόγερος- θα προσευχηθώ γι' αυτά στο Θεό. Όσο για σένα, Αθανάση Παύλοβιτς, κάθε μέρα παρακαλώ το Θεό, από τότε ακόμα, γιατί συ ήσουν η αιτία να γίνουν όσα γίνανε.

Και του το εξήγησα όπως μπορούσα. Αυτός με κοιτάει και δεν μπορεί να το φανταστεί πως εγώ, ο αφέντης του ο αξιωματικός, κάθομαι τώρα έτσι μπροστά του με τέτοιο ρούχο: έκλαψε μάλιστα.

— Γιατί κλαις λοιπόν, αξέχαστέ μου άνθρωπε; του λέω εγώ. Καλύτερα άσε την ψυχή σου να χαρεί για μένα, καλέ μου, γιατί ο δρόμος μου είναι γεμάτος χαρά και φως.

Δε μιλούσε πολύ, μονάχα αναστέναζε και κουνούσε συγκινημένος το κεφάλι του.

— Και πού είναι τα πλούτη σας; με ρωτάει.

Του απαντάω:

— Τα 'δωσα στο μοναστήρι. Εκεί έχουμε κοινόβιο.

Μετά το τσάι άρχισα να τους αποχαιρετώ και ξαφνικά μου 'δωσε μισό ρούβλι δωρεά για το μοναστήρι, κι άλλο μισό μου το 'βαλε βιαστικά στο χέρι:

— Αυτό είναι για σας, μου λέει. Τώρα που περιοδεύετε ίσως να σας χρειαστεί, πατερούλη.

Πήρα το μισό του ρούβλι, υποκλίθηκα σ' αυτόν και στη γυναίκα του κι έφυγα χαρούμενος. Στο δρόμο σκεφτόμουν: Τώρα και οι δυο μας, αυτός στο σπίτι του και γω στο δρόμο, αναστενάζουμε, μα χαμογελάμε χαρούμενα και η καρδιά μας είναι εύθυμη, κουνάμε το κεφάλι καθώς θυμόμαστε πως θέλησε ο Θεός και συναντηθήκαμε. Από τότε ποτέ πια δεν τον ξανάδα. Ήμουν αφέντης του κι αυτός δούλος μου, μα τώρα, όταν φιληθήκαμε με αγάπη και με πνευματική κατάνυξη, συντελέσθηκε ανάμεσά μας η μεγάλη ανθρώπινη αδερφοσύνη. Σκέφτηκα πολύ πάνω σ' αυτό και τώρα συλλογίζομαι τούτο: Γιατί να 'ναι ασύλληπτο το ότι αυτή η μεγάλη κι απλόψυχη συνένωση θα πραγματοποιηθεί στον καιρό της ανάμεσα σ' όλους τους ανθρώπους της Ρωσίας μας; Πιστεύω πως θα γίνει αυτό και δε θ' αργήσει.

Για τους δούλους θα προσθέσω και τα παρακάτω. Όταν ήμουν νέος, θύμωνα πολλές φορές με τους υπηρέτες:

— Η μαγείρισσα σέρβιρε πολύ ζεστό το φαΐ, η ορντινάντσα δεν καθάρισε καλά τα ρούχα.

Μα με φώτισε τότε ξαφνικά η σκέψη του αγαπητού μου αδερφού, που την άκουσα απ' τον ίδιο όταν ακόμα ήμουν παιδί: — Το αξίζω τάχα να με υπηρετεί ένας άλλος και γω να τον κακομεταχερίζομαι, γιατί είναι φτωχός κι αμόρφωτος;

Κι απόρησα τότε πόσο αργά μας έρχονται στο νου μερικά πράγματα που είναι τόσο απλά και καθαρά. Οι λαϊκοί είναι αδύνατο να ζήσουν χωρίς υπηρέτη, μα εσύ κάνε να γίνει ο υπηρέτης σου πιο ελεύθερος πνευματικά απ' ό,τι θα 'ταν αν δεν ήταν υπηρέτης. Και γιατί να μην μπορέσω να γίνω υπηρέτης του υπηρέτη μου, με τρόπο μάλιστα που να το βλέπει κι αυτός, χωρίς όμως καμιά περηφάνεια από μέρους μου και χωρίς καμιά δυσπιστία από μέρους του; Γιατί να μη γίνει ο υπηρέτης μου κάτι σαν συγγενής μου, τόσο που να τον πάρω κι αυτόν μέσα στην οικογένειά μου κι αυτό να μου δώσει χαρά; Ακόμα και τώρα μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο και θα χρησιμεύσει για βάση της μελλοντικής υπέροχης συνένωσης των ανθρώπων, όταν δε θα ζητάει πια ο άνθρωπος να βρει υπηρέτες ή να μεταβάλει σε δούλους τους ομοίους του, όπως γίνεται τώρα, μα απεναντίας θα θελήσει να γίνει ο ίδιος υπηρέτης όλων, όπως λέει και το Ευαγγέλιο. Και είναι δυνατόν να 'ναι όνειρο το να πιστεύουμε πως ο άνθρωπος στο τέλος θα βρει τη χαρά αποκλειστικά σε έργα ευσπλαχνίας και διδαχής κι όχι, όπως στις μέρες μας, μέσα στις σκληρές απολαύσεις της απληστίας, της ακολασίας, της αλαζονείας, της καυχησιολογίας και του φθονερού θριάμβου του ενός πάνω στον άλλον; Είμαι βέβαιος πως αυτό δεν είναι όνειρο, μα θα γίνει γρήγορα. Μας ειρωνεύονται και μας ρωτάνε:

— Πότε θα 'ρθει λοιπόν αυτή η εποχή; Και θα 'ρθει τάχα ποτέ;

Η γνώμη μου είναι πως με τη βοήθεια του Χριστού θα επιτελέσουμε αυτό το μεγάλο έργο. Μήπως λίγες ιδέες φάνηκαν στον κόσμο, στην ιστορία της ανθρωπότητας, που μόλις πριν από δέκα χρόνια ούτε να τις φανταστεί δεν μπορούσε κανείς και που παρουσιάζονταν ξαφνικά όταν ερχόταν η μυστική τους ώρα και διαδίδονταν σ' όλη τη γη; Έτσι θα συμβεί και στον τόπο μας, ο λαός μας θα φωτίσει ολάκερο τον κόσμο και όλοι θα πουν:

«Ό λίθος, τον όποιον απέρριψαν οι οικοδόμοι, κατέστη ό ακρογωνιαίος λίθος τού οικοδομήματος».

Θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε εκείνους που μας χλευάζουν:

— Λέτε πως εμείς ονειροπολούμε. Μα εσείς πότε θα χτίσετε το οικοδόμημά σας και πότε θα οργανωθείτε δίκαια μονάχα με το λογικό σας, δίχως το Χριστό;

Γιατί τούτοι, αν και βεβαιώνουν πως παλεύουν για τη συνένωση, στην πραγματικότητα αυτό το πιστεύουν μονάχα οι πιο αφελείς απ' αυτούς, τόσο που είναι ν' απορεί κανείς με την αφέλειά τους. Μα την αλήθεια, αυτοί έχουν περισσότερο ονειροπόλα φαντασία από μας. Σκέφτονται να τα κανονίσουν όλα δίκαια μα, απορρίπτοντας το Χριστό, στο τέλος θα πλημμυρίσουν τον κόσμο με αίμα. Γιατί το αίμα ζητάει αίμα. Μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις. Και, αν δεν υπήρχε η υπόσχεση του Χριστού, θα εξολοθρεύονταν μεταξύ τους ως τους τελευταίους δυο ανθρώπους επί της γης. Μα κι αυτοί οι τελευταίοι δε θα κατάφερναν να συγκρατήσουν την περηφάνεια τους κι ο τελευταίος θα σκότωνε τον προτελευταίο και ύστερα και τον εαυτό του. Και θα γινόταν αυτό αν δεν είχε υποσχεθεί ο Χριστός πως θ' αποφευχθεί κάτι τέτοιο για χάρη των πράων και των ταπεινών. Άρχισα τότε, με τη στολή του αξιωματικού ακόμα, μετά την μονομαχία μου, να μιλάω για τους υπηρέτες και θυμάμαι πως όλοι απορούσαν μαζί μου:

— Τι θέλετε λοιπόν; μου λέγανε. Να βάλουμε τον υπηρέτη να κάτσει στο ντιβάνι και να του σερβίρουμε τσάι; Και τότε εγώ τους απαντούσα:

— Γιατί όχι κι αυτό; Έστω κι αν θα γίνεται αραιά και πού.

Όλοι τότε γελάσανε. Η ερώτησή τους ήταν ελαφρόμυαλη και η απάντησή μου όχι και πολύ ξεκάθαρη, μα νομίζω πως έκρυβε μέσα της κάποια αλήθεια.