×

Χρησιμοποιούμε cookies για να βελτιώσουμε τη λειτουργία του LingQ. Επισκέπτοντας τον ιστότοπο, συμφωνείς στην cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 6. II. γ) Αναμνήσεις...

6. II. γ) Αναμνήσεις...

γ) Αναμνήσεις εκ της εφηβικής και νεανικής ηλικίας τον στάρετς Ζωσιμά, πριν ακολουθήσει τον μοναστικόν βίον. Η μονομαχία.

Στην Πετρούπολη έμεινα κάπου οχτώ χρόνια στη Στρατιωτική Σχολή και η καινούργια ανατροφή έπνιξε μέσα μου πολλές παιδικές εντυπώσεις, αν και δεν ξέχασα τίποτα. Σε αντάλλαγμα απόχτησα τόσες καινούργιες συνήθειες και ιδέες έτσι που έγινα ένα πλάσμα σχεδόν άγριο, άσπλαχνο κι ανόητο. Απόχτησα το λούστρο της κοσμικότητας και της καλής συμπεριφοράς μαζί με τα γαλλικά μου, μα τους στρατιώτες που μας υπηρετούσαν στη Σχολή τους θεωρούσα, όπως κι όλοι οι άλλοι, πραγματικά κτήνη. Ίσως μάλιστα και περισσότερο απ' τους άλλους γιατί εγώ επηρεαζόμουν απ' το περιβάλλον πιο πολύ απ' όλους τους φίλους μου. Όταν γίναμε αξιωματικοί, ήμασταν έτοιμοι να χύσουμε αίμα για μια προσβολή που θα κάνανε στο σύνταγμά μας, όμως για την πραγματική τιμή κανένας σχεδόν από μας δεν είχε καν ιδέα τι πράγμα είναι. Μα κι αν μάθαινε τι είναι αυτή η τιμή, τότε αυτός πρώτος θα την κορόιδευε αμέσως. Σχεδόν περηφανευόμαστε για τα μεθύσια, τις ακολασίες μας και τους παλικαρισμούς μας. Δεν μπορώ να πω πως ήμασταν όλοι κακοί. Όλοι τούτοι οι νέοι ήταν καλοί, μονάχα που φέρονταν άσχημα και περισσότερο απ' όλους εγώ. Και το κυριότερο είναι που βρέθηκα με δικά μου λεφτά. Βάλθηκα λοιπόν να ζω όπως μου 'κανε κέφι, μ' όλη την ασυγκρατησιά της νιότης. Μα το παράξενο είναι τούτο: διάβαζα τότε και βιβλία, και μάλιστα με μεγάλη ευχαρίστηση. Μονάχα τη Γραφή δεν άνοιγα σχεδόν ποτέ μου εκείνον τον καιρό, αν και ποτέ δεν την αποχωριζόμουν και πάντα την κουβαλούσα μαζί μου: πραγματικά το φύλαγα αυτό το βιβλίο, χωρίς να το ξέρω κι ο ίδιος «ώσπου να 'ρθει το πλήρωμα του χρόνου». Υπηρετούσα πια κάπου τέσσερα χρόνια όταν βρέθηκα στην πολιτεία όπου στάθμευε τότε το σύνταγμά μας. Η κοινωνία της πολιτείας ήταν πολυάριθμη, πολυποίκιλη, εύθυμη, φιλόξενη και πλούσια. Παντού με δέχονταν καλά γιατί από φυσικού μου ήμουν εύθυμος και γιατί περνούσα για πλούσιος, πράγμα που 'χει μεγάλη σημασία για τον κόσμο. Τότε ήταν που 'γινε ένα περιστατικό που στάθηκε η αρχή για όλα τ' άλλα. Γνωρίστηκα με μια νέα και πολύ όμορφη κοπέλα, έξυπνη κι άξια, με περίφημο χαρακτήρα, ευγενική, κόρη ευυπόληπτων γονέων. Ήταν άνθρωποι με περιουσία, είχαν επιρροή και δύναμη, εμένα με δέχονταν πρόθυμα και με χαρά στο σπίτι τους. Όπου μου φάνηκε πως η κοπέλα μ' αγαπάει. Η καρδιά μου φλογίστηκε σ' αυτή τη σκέψη. Αργότερα κατάλαβα πως ίσως να μην την αγαπούσα και τόσο, μονάχα που εχτιμούσα την εξυπνάδα και τον ανώτερο χαρακτήρα της, πράγμα που δεν μπορούσε να μη συμβαίνει. Όμως ο εγωισμός μ' εμπόδισε τότε να ζητήσω το χέρι της: μου φάνηκε βαρύ και δύσκολο να χάσω τις απολαύσεις της ακόλαστης εργένικης, ελεύθερης ζωής μου από τόσο νέος, αφού μάλιστα είχα και λεφτά. Ωστόσο έκανα μερικούς υπαινιγμούς. Πάντως ανέβαλα για λίγο κάθε αποφασιστικό διάβημα. Τότε με στείλανε ξαφνικά σ' άλλη πολιτεία, για δυο μήνες. Γυρίζω ύστερα από δυο μήνες και μαθαίνω πως η κοπέλα παντρεύτηκε πια, πήρε έναν πλούσιο τσιφλικά της περιοχής, έναν άνθρωπο που, αν και ήταν μεγαλύτερος από μένα, ήταν νέος ακόμα, που είχε σχέσεις στην πρωτεύουσα και μάλιστα με τον καλύτερο κόσμο, πράγμα που δεν είχα εγώ, που ήταν πολύ ευγενικός και μορφωμένος, ενώ εγώ δεν είχα καμιά μόρφωση. Τόσο με έπληξε αυτό το αναπάντεχο γεγονός που θόλωσε το μυαλό μου. Το σπουδαίο ήταν που, όπως έμαθα τότε, τούτος ο νέος τσιφλικάς ήταν αρραβωνιαστικός της από καιρό και τον συναντούσα και γω ο ίδιος πολλές φορές στο σπίτι της κοπέλας, μα δεν είχα παρατηρήσει τίποτα, τυφλωμένος απ' τη μεγάλη ιδέα που 'χα για τον εαυτό μου. Αυτό ήταν που με πείραξε πιο πολύ απ' όλα: πώς δηλαδή έγινε να το ξέρουν σχεδόν όλοι και γω μονάχα να μην το ξέρω; Κι ένιωσα ξαφνικά πραγματική μανία. Άρχισα να θυμάμαι —και σ' αυτές τις στιγμές μου ερχόταν το αίμα στο κεφάλι— πως πολλές φορές της μίλησα σχεδόν καθαρά για την αγάπη μου και, μια και δε με σταματούσε και δε με προειδοποιούσε, θα πει, συμπέρανα τώρα, πως με κορόιδευε. Αργότερα τα σκέφτηκα καλύτερα, βέβαια, και θυμήθηκα πως καθόλου δεν κορόιδευε μα απεναντίας έκοβε παιχνιδιάρικα αυτές τις κουβέντες κι άρχιζε να μιλάει για κάτι άλλο. Μα τότε δεν μπόρεσα να το καταλάβω αυτό και διψούσα για εκδίκηση. Θυμάμαι τώρα με απορία πως ο θυμός μου εκείνος και η δίψα της εκδίκησης φαίνονταν και σε μένα τον ίδιο καταθλιπτικά και σιχαμερά, γιατί με τον επιπόλαιο χαρακτήρα μου συνήθως ξεχνούσα γρήγορα το θυμό μου. Γι' αυτό εξερέθιζα επίτηδες τον εαυτό μου και τελικά κατάντησα σιχαμένος κι ανόητος. Περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία και μια φορά, μπροστά σε πολύ κόσμο, κατάφερα να προσβάλω τον «αντίζηλό» μου για μια εντελώς άσχετη αιτία. Τον ειρωνεύτηκα για μια γνώμη που είπε πάνω σ' ένα σπουδαίο γεγονός —είμαστε τότε στα 1826—και τον ειρωνεύτηκα, καθώς λέγανε, έξυπνα και πετυχημένα. Ύστερα τον ανάγκασα να μου ζητήσει εξηγήσεις και τότε εγώ απάντησα με τόση αγένεια που δέχτηκε την πρόκλησή μου σε μονομαχία, παρ' όλη την τεράστια διαφορά που υπήρχε ανάμεσά μας. Γιατί εγώ ήμουνα νεότερος του, ασήμαντος και είχα μικρό βαθμό. Αργότερα έμαθα θετικά πως δέχτηκε την πρόκληση γιατί κι αυτός κατά κάποιον τρόπο με ζήλευε: με ζήλευε και πρώτα λιγάκι, όταν ακόμα δεν είχε παντρευτεί. Τώρα σκέφτηκε, αν η γυναίκα του μάθει πως υπόμεινε την προσβολή μου και δεν τόλμησε να με καλέσει σε μονομαχία, ίσως να τον περιφρονούσε άθελά της και να κλονιζόταν η αγάπη της γι' αυτόν. Μάρτυρα βρήκα εύκολα, ένα φίλο μου υπολοχαγό του συντάγματος μας. Αν και τότε απαγορευόταν αυστηρά η μονομαχία, ωστόσο ήταν πολύ της μόδας, ιδιαίτερα στους στρατιωτικούς— τόση είναι η δύναμη των άγριων προλήψεων. Τέλειωνε ο Ιούνιος, και η συνάντησή μας ορίστηκε για την άλλη μέρα, έξω απ' την πολιτεία, στις εφτά το πρωί. Και τότε έγινε κάτι που άλλαξε τα πάντα. Σαν γύρισα το βράδυ στο σπίτι, άγριος κι αποτρόπαιος, θύμωσα με την ορντινάντσα μου, τον Αθανάση, και τον χτύπησα δυο φορές μ' όλη μου τη δύναμη στο πρόσωπο, τόσο που έτρεξε αίμα. Δεν είχε πολύ καιρό στην υπηρεσία μου και συνέβη κι άλλες φορές να τον χτυπήσω, μα ποτέ με τόση θηριώδικη αγριότητα. Και —το πιστεύετε τάχα, αγαπητοί μου;— έχουν περάσει σαράντα χρόνια από τότε, μα το θυμάμαι ακόμα με ντροπή και με οδύνη. Έπεσα να κοιμηθώ, με πήρε ο ύπνος κάπου για τρεις ώρες, ξυπνάω, είχε αρχίσει να χαράζει. Σηκώθηκα, δεν ήθελα πια να κοιμηθώ, πλησίασα στο παράθυρο, τ' άνοιξα —έβλεπε στον κήπο— βλέπω που σκάει ο ήλιος, είναι ζεστά, όμορφα, τα πουλιά κελαϊδούσαν. Τι να 'ναι αυτό, σκέφτομαι, που νιώθω στην ψυχή μου, σαν κάτι ποταπό κι επαίσχυντο; Μήπως τάχα γιατί πάω να χύσω αίμα; Όχι, σκέφτομαι, σαν να μην είναι αυτό. Μήπως είναι τάχα που φοβάμαι το θάνατο, φοβάμαι πως θα σκοτωθώ; Όχι δεν είναι αυτό, καθόλου δεν είναι αυτό... Και ξαφνικά κατάλαβα μονομιάς τι έτρεχε: ήταν που χτες το βράδι είχα χτυπήσει τον Αθανάση! Όλα τα ξανάδα ξαφνικά, λες και ξαναγίνανε: αυτός να στέκεται μπροστά μου και γω να τον χτυπάω μ' όλη μου τη φόρα, κι αυτός να μένει προσοχή, κλαρίνο, με το κεφάλι ψηλά, με τα μάτια διεσταλμένα, να ταλαντεύεται στο κάθε χτύπημα και να μην τολμάει ούτε τα χέρια του να σηκώσει για να προφυλαχτεί. Ένας άνθρωπος να καταντήσει έτσι. Ένας άνθρωπος να χτυπάει έναν άλλον άνθρωπο. Τι έγκλημα! Ήταν σαν μια σουβλερή βελόνα να διαπέρασε την ψυχή μου. Στέκομαι εκεί σαν χαμένος κι ο ήλιος λάμπει, τα φυλλαράκια χαρούμενα λαμπυρίζουν, και τα πουλάκια, τα πουλάκια υμνούν τον Κύριο... Σκέπασα με τις δυο παλάμες μου το πρόσωπο, σωριάστηκα στο κρεβάτι και άρχισα να κλαίω μ' αναφυλλητά. Θυμήθηκα τότε τον αδερφό μου τον Μάρκελο και τα λόγια που 'λεγε στους υπηρέτες πριν πεθάνει:

— Αγαπημένοι μου, καλοί μου, γιατί με υπηρετείτε; Γιατί μ' αγαπάτε; Τ' αξίζω τάχα να δουλεύουν άλλοι για μένα;

«Ναι, τ' αξίζω τάχα;» σκέφτηκα ξαφνικά.

Αλήθεια, από πού κι ως πού έγινα άξιος να με υπηρετεί ένας άνθρωπος που πλάστηκε κι αυτός όπως κι εγώ, κατ' εικόνα και ομοίωση του Θεού; Τότε για πρώτη φορά μου καρφώθηκε τούτη η σκέψη στο κεφάλι.

— Μητερούλα μου, σταγονίτσα του αίματός μου, αλήθεια στο λέω: ο καθένας είναι ένοχος μπροστά σ' όλους, μονάχα που δεν το ξέρουν αυτό οι άνθρωποι, μα αν το ξέρανε, αμέσως θα γινόταν Παράδεισος η γη!

«Θεέ μου, μα μήπως τάχα είναι ψέματα αυτό;» σκέφτομαι γω και κλαίω. «Ίσως και στ' αλήθεια να 'μαι πιο ένοχος απ' όλους, κι όλους να τους αδίκησα, ίσως να 'μαι ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου!»

Και είδα ξαφνικά όλη την αλήθεια, σ' όλη της τη λάμψη: τι πάω να κάνω; Πάω να σκοτώσω έναν άνθρωπο αγαθό, μυαλωμένο, που δε μου 'φταιξε σε τίποτα, και θα κάνω ταυτόχρονα τη γυναίκα του δυστυχισμένη, θα τη βασανίσω, θα τη σκοτώσω. Έμενα έτσι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μπρούμυτα, με το πρόσωπο στο μαξιλάρι κι ούτε κατάλαβα καθόλου πώς πέρασε η ώρα. Ξάφνου μπαίνει ο φίλος μου ο υπολοχαγός να με πάρει, κρατώντας και τα πιστόλια:

— Α, μου λέει, καλά που σηκώθηκες, είναι ώρα πια, πάμε. Τότε εγώ τα 'χασα εντελώς, είχαμε βγει για να μπούμε στ' αμάξι:

— Περίμενε δυο λεπτά του λέω, θα γυρίσω αμέσως, ξέχασα το πορτοφόλι μου.

Έτρεξα μέσα μονάχος μου και πήγα κατευθείαν στο καμαράκι του Αθανάση:

— Αθανάση, του λέω, χτες σε χτύπησα δυο φορές στο πρόσωπο, συγχώρεσέ με.

Αυτός ανατρίχιασε, σαν να τρόμαξε, με κοιτάζει, και βλέπω πως αυτό είναι λίγο, λίγο είναι, και ξαφνικά, έτσι όπως ήμουν με τη στολή μου, πέφτω στα γόνατα μπροστά του και κάνω μια υπόκλιση ως το πάτωμα:

— Συγχώρα με! του λέω.

Τότε πια έμεινε εντελώς αποσβολωμένος:

— Η ευγένειά σας, πατερούλη, αφέντη μου, μα πώς εσείς... μα το αξίζω τάχα... και ξαφνικά έβαλε τα κλάματα, όπως και γω πριν από λίγο.

Σκέπασε με τις παλάμες το πρόσωπό του, γύρισε προς το παράθυρο κι άρχισε να τρέμει σύγκορμος απ' τα αναφυλλητά και γω έτρεξα έξω, πήδηξα στο αμάξι.

— Τράβα, φωνάζω στον αμαξά. Κοίτα, φωνάζω στο φίλο μου, κοίτα έναν νικητή, νάτος, μπροστά σου!

Ήμουνα σαν σε έκσταση, γελούσα, σ' όλο το δρόμο μιλούσα, μιλούσα, δε θυμάμαι πια τι είπα. Αυτός με κοιτάει και λέει:

— Μωρέ, αδερφέ μου, μπράβο σου, βλέπω πως θα τιμήσεις τη στολή μας.

Έτσι φτάσαμε στον τόπο της μονομαχίας. Οι άλλοι ήταν κιόλας εκεί και μας περίμεναν. Μας βάλανε σ' απόσταση δώδεκα βημάτων, αυτός θα πυροβολούσε πρώτος. Στέκομαι μπροστά του χαρούμενος, κατά πρόσωπο, ούτε το μάτι μου δεν παίζει, τον κοιτάζω και τον αγαπώ, ξέρω τι θα κάνω. Έριξε αυτός πρώτος- μόλις μου γρατζούνισε μονάχα το μάγουλο κι άγγιξε τ' αυτί.

— Δόξα να 'χει ο Θεός, φωνάζω εγώ, δε σκοτώσατε άνθρωπο! Άρπαξα τότε το δικό μου πιστόλι, γύρισα και το πέταξα μακριά μου, στο δάσος:

— Εκεί είναι η θέση σου.

Ύστερα γύρισα στον αντίπαλό μου:

— Ευγενέστατε κύριε, του λέω, συγχωρέστε με τον ανόητο νεαρό που σας πρόσβαλα και σας λύπησα και σας ανάγκασα τώρα να με πυροβολήσετε. Είμαι δέκα φορές χειρότερος από σας, ίσως και περισσότερο. Πέστε τα αυτά και σε κείνο το πρόσωπο που το τιμάτε περισσότερο απ' όλα στον κόσμο.

Μόλις τα πρόφερα αυτά και οι τρεις τους βάλανε τις φωνές.

— Μα τι είναι αυτά, μου λέει ο αντίπαλός μου θύμωσε κιόλας. Αφού δε θέλατε να χτυπηθείτε προς τι όλα αυτά;

— Χτες ήμουν ανόητος ακόμα, μα σήμερα έβαλα μυαλό, του λέω όλος χαρά.

— Για τα χτεσινά σας πιστεύω, μου λέει, μα για το σημερινό είναι δύσκολο να το συμπεράνει κανείς απ' τα λεγόμενά σας.

— Μπράβο, του φωνάζω, χειροκρότησα κιόλας, συμφωνώ και σ' αυτό μαζί σας, μου αξίζει!

— Θα πυροβολήσετε, αξιότιμε κύριε, ή όχι;

— Όχι, του λέω. Μα αν θέλετε μπορείτε να πυροβολήσετε ακόμα μια φορά, όμως νομίζω πως καλύτερα θα 'ταν να μην το κάνετε.

Φώναζαν και οι μάρτυρες, και περισσότερο ο δικός μου.

— Αυτό είναι αίσχος για το σύνταγμά μας, να ζητάς συγνώμη στο πεδίο της τιμής. Αν το 'ξερα πως θα γινόταν έτσι....

Τότε στάθηκα εκεί μπροστά σ' όλους και δε γελούσα πια:

— Κύριοι, τους λέω, ώστε είναι τόσο εκπληκτικό λοιπόν για την εποχή μας να συναντήσετε έναν άνθρωπο που να μετανιώνει για την ανοησία του και να παραδεχτεί δημόσια πως έχει άδικο;

— Ναι, μα όχι στο πεδίο της τιμής, μου φωνάζει και πάλι ο μάρτυράς μου.

— Σωστά, τους απαντάω, έπρεπε να παραδεχτώ το άδικο μόλις φτάσαμε εδώ πέρα, πριν ακόμα πυροβολήσει, και να μην τον παρασύρω στο μεγάλο αυτό και θανάσιμο αμάρτημα, μα τόσο πια έχουμε εξαχρειωθεί όλοι μας, τους λέω, που μου ήταν σχεδόν αδύνατο να φερθώ έτσι, γιατί μονάχα τώρα που δέχτηκα τον πυροβολισμό του από δώδεκα βήματα απόσταση, μπορούν τα λόγια μου κάτι ν' αξίζουν για σας. Αν τα 'λεγα πριν απ' τον πυροβολισμό, μόλις φτάσαμε δω πέρα, τότε θα λέγατε: Είναι δειλός, φοβήθηκε το πιστόλι. Δεν αξίζει ούτε να τον ακούσουμε. Κύριοι, φώναξα ξαφνικά μέσα απ' την καρδιά μου, κοιτάχτε τριγύρω τα δώρα του Θεού: τον φωτεινό ουρανό, τον καθάριο αγέρα, το απαλό χορτάρι, τα πουλάκια, όλη την πανώρια κι αθώα φύση, και μεις, μονάχα εμείς είμαστε άθεοι κι ανόητοι και δεν καταλαβαίνουμε πως η ζωή είναι Παράδεισος, γιατί φτάνει να θελήσουμε να το καταλάβουμε και τότε θα δούμε γύρω μας τον Παράδεισο σ' όλη του την ομορφιά, θ' αγκαλιαστούμε και θα κλάψουμε από χαρά...

Ήθελα να συνεχίσω ακόμα μα δεν μπόρεσα, η πνοή μου κόπηκε, ένιωθα τόσο γλυκά, τόσο νεανικά και τόση ευτυχία στην καρδιά μου, όση δεν ένιωσα σ' όλη μου τη ζωή.

— Σωφρονέστατα και ευσεβέστατα τα όσα λέτε, μου λέει ο αντίπαλος, πάντως είστε πολύ πρωτότυπος.

— Γελάστε, του λέω γελώντας και γω. Μα αργότερα θα μ' επαινέσετε κι ο ίδιος.

— Μα και τώρα, μου λέει, είμαι έτοιμος να σας επαινέσω, ορίστε, σας απλώνω το χέρι μου γιατί, καθώς φαίνεται, είστε ειλικρινής.

— Όχι, λέω γω, τώρα δεν είναι ανάγκη, μα ύστερα, όταν θα γίνω καλύτερος κι άξιος της εκτίμησής σας, τότε να μου δώσετε το χέρι σας, καλά θα κάνετε.

Γυρίσαμε στο σπίτι, ο μάρτυράς μου σ' όλο το δρόμο μ' έβριζε, και γω τον φιλούσα. Αμέσως τα μάθανε όλοι οι συνάδελφοί μου και μαζεύτηκαν να με δικάσουν εκείνη την ίδια μέρα:

— Ατίμασε, λέγανε, τη στολή, ας παραιτηθεί.

Βρέθηκαν και υπερασπιστές:

— Όμως στάθηκε να τον πυροβολήσουν, λέγανε αυτοί.

— Ναι, μα φοβήθηκε τους άλλους πυροβολισμούς και ζήτησε συγνώμη στο πεδίο της τιμής.

— Μα αν φοβόταν τους πυροβολισμούς, αντιλέγανε οι υπερασπιστές, θα 'ριχνε πρώτα κι αυτός πριν να ζητήσει συγνώμη. Όμως το πιστόλι του, γεμάτο ακόμα, το πέταξε στο δάσος. Όχι, εδώ συμβαίνει κάτι άλλο, πολύ πρωτότυπο.

Τους ακούω εγώ και διασκεδάζω κοιτάζοντάς τους:

— Φίλοι μου, τους λέω, σύντροφοί μου, μη νοιάζεστε για την παραίτησή μου, γιατί το 'κανα κιόλας, την υπέβαλα σήμερα το πρωί στη Γραμματεία κι όταν τη δεχτούν, τότε θα πάω αμέσως σε μοναστήρι, γι' αυτό παραιτούμαι.

Μόλις το είπα αυτό, βάλανε όλοι τους, ως τον τελευταίο, τα γέλια:

—Δε μας το 'λεγες απ' την αρχή; Ε, τώρα όλα εξηγούνται, τον καλόγερο ποιος τον κρίνει!

Γελάνε, δεν μπορούν να κρατήσουν τα χάχανά τους, μα χωρίς να με κοροϊδεύουν, έτσι χαϊδευτικά, εύθυμα· μ' αγάπησαν ξαφνικά όλοι τους, ακόμα και οι πιο μανιασμένοι κατήγοροι, κι αργότερα, όλο εκείνο το μήνα, ώσπου να εγκριθεί η παραίτησή μου, με είχανε μη στάξει και μη βρέξει:

— Αχ, καλόγερέ μας, μου λέγανε.

O καθένας τους έβρισκε να μου πει κι από έναν καλό λόγο, προσπαθούσαν να με κάνουν ν' αλλάξω γνώμη, με λυπόνταν μάλιστα:

— Δε σκέφτεσαι τι κακό πας να κάνεις στον εαυτό σου;

— Όχι, λένε, δεν είναι φοβιτσιάρης, στάθηκε και τον πυροβόλησαν και μπορούσε να ρίξει κι αυτός, μα είχε δει ένα όνειρο την προηγούμενη νύχτα να γίνει καλόγερος, νά γιατί έκανε ό,τι έκανε.

Τα ίδια έλεγε κι ο κόσμος της πολιτείας. Πρώτα δε με πρόσεχαν και τόσο πολύ, με δέχονταν μονάχα στα σπίτια τους, μα τώρα άρχισαν να με καλούν όλοι: γελούσαν μαζί μου και ταυτόχρονα μ' αγαπούσαν κιόλας. Θα παρατηρήσω εδώ πως αν και μιλούσαν όλοι για τη μονομαχία, οι Αρχές αποσιώπησαν την υπόθεση γιατί ο αντίπαλός μου ήταν κοντινός συγγενής του στρατηγού μας και μια κι όλα τελειώσανε χωρίς να χυθεί αίμα, σαν να γίνανε στ' αστεία, και μια και γω παραιτήθηκα, το γυρίσανε κι αυτοί στ' αστείο. Κι άρχισα τότε να μιλάω ανοιχτά κι άφοβα, παρ' όλα τα γέλια, γιατί όλοι γελούσαν, χωρίς κακία βέβαια, με καλοσύνη. Αυτές οι κουβέντες γίνονταν το περισσότερο στις συγκεντρώσεις των κυριών· στις γυναίκες άρεσε πιο πολύ να μ' ακούν κι αυτές αναγκάζανε και τους άντρες.

— Μα πώς μπορεί να φταίω γω για τα κρίματα όλων των άλλων; γελούσε ο καθένας μπροστά μου. Μπορώ να φταίω τάχα για σας λόγου χάρη;

— Μα πού να το καταλάβετε αυτό, τους απαντάω, όταν όλος ο κόσμος από καιρό πια έχει πάρει άλλο δρόμο, κι όταν το ψέμα το νομίζουμε γι' αλήθεια και απαιτούμε κι απ' τους άλλους το ίδιο ψέμα; Νά, εγώ μια φορά στη ζωή μου φέρθηκα ειλικρινά και τι έγινε; Με νομίζετε όλοι σας για παλαβό. Αν και μ' αγαπήσατε, τους λέω, γελάτε ωστόσο μαζί μου.

— Μα πώς μπορεί να μην αγαπήσει κανείς έναν άνθρωπο σαν και σας; μου απαντάει η οικοδέσποινα και βάζει τα γέλια και οι καλεσμένοι της ήταν πολλοί.

Ξαφνικά βλέπω να σηκώνεται εκείνη η κοπέλα που γι' αυτήν προκάλεσα τη μονομαχία και που 'χα σκοπό να την παντρευτώ. Δεν το παρατήρησα καθόλου πως είχε έρθει τώρα σ' αυτήν την εσπερίδα. Σηκώθηκε, με πλησίασε, μου 'δωσε το χέρι:

— Επιτρέψτε μου, μου λέει, να σας εξηγήσω πως εγώ δε γελάω καθόλου μαζί σας, μα απεναντίας σας ευχαριστώ με δάκρυα στα μάτια και σας εκτιμώ γι' αυτό σας το φέρσιμο.

Με πλησίασε τότε κι ο άντρας της και ύστερα άρχισαν ξαφνικά να 'ρχονται όλοι κοντά μου, μονάχα που δε με φιλούσαν. Ήμουν τόσο, μα τόσο χαρούμενος. Μα περισσότερο από κάθε άλλον πρόσεξα τότε έναν κύριο, έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, που με πλησίασε κι αυτός. Αν και ήξερα τ' όνομά του, ποτέ δεν τον είχα γνωρίσει προσωπικά κι ως εκείνο το βράδι δεν είχα κουβεντιάσει ούτε μια φορά μαζί του.


6. II. γ) Αναμνήσεις...

γ) Αναμνήσεις εκ της εφηβικής και νεανικής ηλικίας τον στάρετς Ζωσιμά, πριν ακολουθήσει τον μοναστικόν βίον. Η μονομαχία.

Στην Πετρούπολη έμεινα κάπου οχτώ χρόνια στη Στρατιωτική Σχολή και η καινούργια ανατροφή έπνιξε μέσα μου πολλές παιδικές εντυπώσεις, αν και δεν ξέχασα τίποτα. Σε αντάλλαγμα απόχτησα τόσες καινούργιες συνήθειες και ιδέες έτσι που έγινα ένα πλάσμα σχεδόν άγριο, άσπλαχνο κι ανόητο. Απόχτησα το λούστρο της κοσμικότητας και της καλής συμπεριφοράς μαζί με τα γαλλικά μου, μα τους στρατιώτες που μας υπηρετούσαν στη Σχολή τους θεωρούσα, όπως κι όλοι οι άλλοι, πραγματικά κτήνη. Ίσως μάλιστα και περισσότερο απ' τους άλλους γιατί εγώ επηρεαζόμουν απ' το περιβάλλον πιο πολύ απ' όλους τους φίλους μου. Όταν γίναμε αξιωματικοί, ήμασταν έτοιμοι να χύσουμε αίμα για μια προσβολή που θα κάνανε στο σύνταγμά μας, όμως για την πραγματική τιμή κανένας σχεδόν από μας δεν είχε καν ιδέα τι πράγμα είναι. Μα κι αν μάθαινε τι είναι αυτή η τιμή, τότε αυτός πρώτος θα την κορόιδευε αμέσως. Σχεδόν περηφανευόμαστε για τα μεθύσια, τις ακολασίες μας και τους παλικαρισμούς μας. Δεν μπορώ να πω πως ήμασταν όλοι κακοί. Όλοι τούτοι οι νέοι ήταν καλοί, μονάχα που φέρονταν άσχημα και περισσότερο απ' όλους εγώ. Και το κυριότερο είναι που βρέθηκα με δικά μου λεφτά. Βάλθηκα λοιπόν να ζω όπως μου 'κανε κέφι, μ' όλη την ασυγκρατησιά της νιότης. Μα το παράξενο είναι τούτο: διάβαζα τότε και βιβλία, και μάλιστα με μεγάλη ευχαρίστηση. Μονάχα τη Γραφή δεν άνοιγα σχεδόν ποτέ μου εκείνον τον καιρό, αν και ποτέ δεν την αποχωριζόμουν και πάντα την κουβαλούσα μαζί μου: πραγματικά το φύλαγα αυτό το βιβλίο, χωρίς να το ξέρω κι ο ίδιος «ώσπου να 'ρθει το πλήρωμα του χρόνου». Υπηρετούσα πια κάπου τέσσερα χρόνια όταν βρέθηκα στην πολιτεία όπου στάθμευε τότε το σύνταγμά μας. Η κοινωνία της πολιτείας ήταν πολυάριθμη, πολυποίκιλη, εύθυμη, φιλόξενη και πλούσια. Παντού με δέχονταν καλά γιατί από φυσικού μου ήμουν εύθυμος και γιατί περνούσα για πλούσιος, πράγμα που 'χει μεγάλη σημασία για τον κόσμο. Τότε ήταν που 'γινε ένα περιστατικό που στάθηκε η αρχή για όλα τ' άλλα. Γνωρίστηκα με μια νέα και πολύ όμορφη κοπέλα, έξυπνη κι άξια, με περίφημο χαρακτήρα, ευγενική, κόρη ευυπόληπτων γονέων. Ήταν άνθρωποι με περιουσία, είχαν επιρροή και δύναμη, εμένα με δέχονταν πρόθυμα και με χαρά στο σπίτι τους. Όπου μου φάνηκε πως η κοπέλα μ' αγαπάει. Η καρδιά μου φλογίστηκε σ' αυτή τη σκέψη. Αργότερα κατάλαβα πως ίσως να μην την αγαπούσα και τόσο, μονάχα που εχτιμούσα την εξυπνάδα και τον ανώτερο χαρακτήρα της, πράγμα που δεν μπορούσε να μη συμβαίνει. Όμως ο εγωισμός μ' εμπόδισε τότε να ζητήσω το χέρι της: μου φάνηκε βαρύ και δύσκολο να χάσω τις απολαύσεις της ακόλαστης εργένικης, ελεύθερης ζωής μου από τόσο νέος, αφού μάλιστα είχα και λεφτά. Ωστόσο έκανα μερικούς υπαινιγμούς. Πάντως ανέβαλα για λίγο κάθε αποφασιστικό διάβημα. Τότε με στείλανε ξαφνικά σ' άλλη πολιτεία, για δυο μήνες. Γυρίζω ύστερα από δυο μήνες και μαθαίνω πως η κοπέλα παντρεύτηκε πια, πήρε έναν πλούσιο τσιφλικά της περιοχής, έναν άνθρωπο που, αν και ήταν μεγαλύτερος από μένα, ήταν νέος ακόμα, που είχε σχέσεις στην πρωτεύουσα και μάλιστα με τον καλύτερο κόσμο, πράγμα που δεν είχα εγώ, που ήταν πολύ ευγενικός και μορφωμένος, ενώ εγώ δεν είχα καμιά μόρφωση. Τόσο με έπληξε αυτό το αναπάντεχο γεγονός που θόλωσε το μυαλό μου. Το σπουδαίο ήταν που, όπως έμαθα τότε, τούτος ο νέος τσιφλικάς ήταν αρραβωνιαστικός της από καιρό και τον συναντούσα και γω ο ίδιος πολλές φορές στο σπίτι της κοπέλας, μα δεν είχα παρατηρήσει τίποτα, τυφλωμένος απ' τη μεγάλη ιδέα που 'χα για τον εαυτό μου. Αυτό ήταν που με πείραξε πιο πολύ απ' όλα: πώς δηλαδή έγινε να το ξέρουν σχεδόν όλοι και γω μονάχα να μην το ξέρω; Κι ένιωσα ξαφνικά πραγματική μανία. Άρχισα να θυμάμαι —και σ' αυτές τις στιγμές μου ερχόταν το αίμα στο κεφάλι— πως πολλές φορές της μίλησα σχεδόν καθαρά για την αγάπη μου και, μια και δε με σταματούσε και δε με προειδοποιούσε, θα πει, συμπέρανα τώρα, πως με κορόιδευε. Αργότερα τα σκέφτηκα καλύτερα, βέβαια, και θυμήθηκα πως καθόλου δεν κορόιδευε μα απεναντίας έκοβε παιχνιδιάρικα αυτές τις κουβέντες κι άρχιζε να μιλάει για κάτι άλλο. Μα τότε δεν μπόρεσα να το καταλάβω αυτό και διψούσα για εκδίκηση. Θυμάμαι τώρα με απορία πως ο θυμός μου εκείνος και η δίψα της εκδίκησης φαίνονταν και σε μένα τον ίδιο καταθλιπτικά και σιχαμερά, γιατί με τον επιπόλαιο χαρακτήρα μου συνήθως ξεχνούσα γρήγορα το θυμό μου. Γι' αυτό εξερέθιζα επίτηδες τον εαυτό μου και τελικά κατάντησα σιχαμένος κι ανόητος. Περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία και μια φορά, μπροστά σε πολύ κόσμο, κατάφερα να προσβάλω τον «αντίζηλό» μου για μια εντελώς άσχετη αιτία. Τον ειρωνεύτηκα για μια γνώμη που είπε πάνω σ' ένα σπουδαίο γεγονός —είμαστε τότε στα 1826—και τον ειρωνεύτηκα, καθώς λέγανε, έξυπνα και πετυχημένα. Ύστερα τον ανάγκασα να μου ζητήσει εξηγήσεις και τότε εγώ απάντησα με τόση αγένεια που δέχτηκε την πρόκλησή μου σε μονομαχία, παρ' όλη την τεράστια διαφορά που υπήρχε ανάμεσά μας. Γιατί εγώ ήμουνα νεότερος του, ασήμαντος και είχα μικρό βαθμό. Αργότερα έμαθα θετικά πως δέχτηκε την πρόκληση γιατί κι αυτός κατά κάποιον τρόπο με ζήλευε: με ζήλευε και πρώτα λιγάκι, όταν ακόμα δεν είχε παντρευτεί. Τώρα σκέφτηκε, αν η γυναίκα του μάθει πως υπόμεινε την προσβολή μου και δεν τόλμησε να με καλέσει σε μονομαχία, ίσως να τον περιφρονούσε άθελά της και να κλονιζόταν η αγάπη της γι' αυτόν. Μάρτυρα βρήκα εύκολα, ένα φίλο μου υπολοχαγό του συντάγματος μας. Αν και τότε απαγορευόταν αυστηρά η μονομαχία, ωστόσο ήταν πολύ της μόδας, ιδιαίτερα στους στρατιωτικούς— τόση είναι η δύναμη των άγριων προλήψεων. Τέλειωνε ο Ιούνιος, και η συνάντησή μας ορίστηκε για την άλλη μέρα, έξω απ' την πολιτεία, στις εφτά το πρωί. Και τότε έγινε κάτι που άλλαξε τα πάντα. Σαν γύρισα το βράδυ στο σπίτι, άγριος κι αποτρόπαιος, θύμωσα με την ορντινάντσα μου, τον Αθανάση, και τον χτύπησα δυο φορές μ' όλη μου τη δύναμη στο πρόσωπο, τόσο που έτρεξε αίμα. Δεν είχε πολύ καιρό στην υπηρεσία μου και συνέβη κι άλλες φορές να τον χτυπήσω, μα ποτέ με τόση θηριώδικη αγριότητα. Και —το πιστεύετε τάχα, αγαπητοί μου;— έχουν περάσει σαράντα χρόνια από τότε, μα το θυμάμαι ακόμα με ντροπή και με οδύνη. Έπεσα να κοιμηθώ, με πήρε ο ύπνος κάπου για τρεις ώρες, ξυπνάω, είχε αρχίσει να χαράζει. Σηκώθηκα, δεν ήθελα πια να κοιμηθώ, πλησίασα στο παράθυρο, τ' άνοιξα —έβλεπε στον κήπο— βλέπω που σκάει ο ήλιος, είναι ζεστά, όμορφα, τα πουλιά κελαϊδούσαν. Τι να 'ναι αυτό, σκέφτομαι, που νιώθω στην ψυχή μου, σαν κάτι ποταπό κι επαίσχυντο; Μήπως τάχα γιατί πάω να χύσω αίμα; Όχι, σκέφτομαι, σαν να μην είναι αυτό. Μήπως είναι τάχα που φοβάμαι το θάνατο, φοβάμαι πως θα σκοτωθώ; Όχι δεν είναι αυτό, καθόλου δεν είναι αυτό... Και ξαφνικά κατάλαβα μονομιάς τι έτρεχε: ήταν που χτες το βράδι είχα χτυπήσει τον Αθανάση! Όλα τα ξανάδα ξαφνικά, λες και ξαναγίνανε: αυτός να στέκεται μπροστά μου και γω να τον χτυπάω μ' όλη μου τη φόρα, κι αυτός να μένει προσοχή, κλαρίνο, με το κεφάλι ψηλά, με τα μάτια διεσταλμένα, να ταλαντεύεται στο κάθε χτύπημα και να μην τολμάει ούτε τα χέρια του να σηκώσει για να προφυλαχτεί. Ένας άνθρωπος να καταντήσει έτσι. Ένας άνθρωπος να χτυπάει έναν άλλον άνθρωπο. Τι έγκλημα! Ήταν σαν μια σουβλερή βελόνα να διαπέρασε την ψυχή μου. Στέκομαι εκεί σαν χαμένος κι ο ήλιος λάμπει, τα φυλλαράκια χαρούμενα λαμπυρίζουν, και τα πουλάκια, τα πουλάκια υμνούν τον Κύριο... Σκέπασα με τις δυο παλάμες μου το πρόσωπο, σωριάστηκα στο κρεβάτι και άρχισα να κλαίω μ' αναφυλλητά. Θυμήθηκα τότε τον αδερφό μου τον Μάρκελο και τα λόγια που 'λεγε στους υπηρέτες πριν πεθάνει:

— Αγαπημένοι μου, καλοί μου, γιατί με υπηρετείτε; Γιατί μ' αγαπάτε; Τ' αξίζω τάχα να δουλεύουν άλλοι για μένα;

«Ναι, τ' αξίζω τάχα;» σκέφτηκα ξαφνικά.

Αλήθεια, από πού κι ως πού έγινα άξιος να με υπηρετεί ένας άνθρωπος που πλάστηκε κι αυτός όπως κι εγώ, κατ' εικόνα και ομοίωση του Θεού; Τότε για πρώτη φορά μου καρφώθηκε τούτη η σκέψη στο κεφάλι.

— Μητερούλα μου, σταγονίτσα του αίματός μου, αλήθεια στο λέω: ο καθένας είναι ένοχος μπροστά σ' όλους, μονάχα που δεν το ξέρουν αυτό οι άνθρωποι, μα αν το ξέρανε, αμέσως θα γινόταν Παράδεισος η γη!

«Θεέ μου, μα μήπως τάχα είναι ψέματα αυτό;» σκέφτομαι γω και κλαίω. «Ίσως και στ' αλήθεια να 'μαι πιο ένοχος απ' όλους, κι όλους να τους αδίκησα, ίσως να 'μαι ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου!»

Και είδα ξαφνικά όλη την αλήθεια, σ' όλη της τη λάμψη: τι πάω να κάνω; Πάω να σκοτώσω έναν άνθρωπο αγαθό, μυαλωμένο, που δε μου 'φταιξε σε τίποτα, και θα κάνω ταυτόχρονα τη γυναίκα του δυστυχισμένη, θα τη βασανίσω, θα τη σκοτώσω. Έμενα έτσι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μπρούμυτα, με το πρόσωπο στο μαξιλάρι κι ούτε κατάλαβα καθόλου πώς πέρασε η ώρα. Ξάφνου μπαίνει ο φίλος μου ο υπολοχαγός να με πάρει, κρατώντας και τα πιστόλια:

— Α, μου λέει, καλά που σηκώθηκες, είναι ώρα πια, πάμε. Τότε εγώ τα 'χασα εντελώς, είχαμε βγει για να μπούμε στ' αμάξι:

— Περίμενε δυο λεπτά του λέω, θα γυρίσω αμέσως, ξέχασα το πορτοφόλι μου.

Έτρεξα μέσα μονάχος μου και πήγα κατευθείαν στο καμαράκι του Αθανάση:

— Αθανάση, του λέω, χτες σε χτύπησα δυο φορές στο πρόσωπο, συγχώρεσέ με.

Αυτός ανατρίχιασε, σαν να τρόμαξε, με κοιτάζει, και βλέπω πως αυτό είναι λίγο, λίγο είναι, και ξαφνικά, έτσι όπως ήμουν με τη στολή μου, πέφτω στα γόνατα μπροστά του και κάνω μια υπόκλιση ως το πάτωμα:

— Συγχώρα με! του λέω.

Τότε πια έμεινε εντελώς αποσβολωμένος:

— Η ευγένειά σας, πατερούλη, αφέντη μου, μα πώς εσείς... μα το αξίζω τάχα... και ξαφνικά έβαλε τα κλάματα, όπως και γω πριν από λίγο.

Σκέπασε με τις παλάμες το πρόσωπό του, γύρισε προς το παράθυρο κι άρχισε να τρέμει σύγκορμος απ' τα αναφυλλητά και γω έτρεξα έξω, πήδηξα στο αμάξι.

— Τράβα, φωνάζω στον αμαξά. Κοίτα, φωνάζω στο φίλο μου, κοίτα έναν νικητή, νάτος, μπροστά σου!

Ήμουνα σαν σε έκσταση, γελούσα, σ' όλο το δρόμο μιλούσα, μιλούσα, δε θυμάμαι πια τι είπα. Αυτός με κοιτάει και λέει:

— Μωρέ, αδερφέ μου, μπράβο σου, βλέπω πως θα τιμήσεις τη στολή μας.

Έτσι φτάσαμε στον τόπο της μονομαχίας. Οι άλλοι ήταν κιόλας εκεί και μας περίμεναν. Μας βάλανε σ' απόσταση δώδεκα βημάτων, αυτός θα πυροβολούσε πρώτος. Στέκομαι μπροστά του χαρούμενος, κατά πρόσωπο, ούτε το μάτι μου δεν παίζει, τον κοιτάζω και τον αγαπώ, ξέρω τι θα κάνω. Έριξε αυτός πρώτος- μόλις μου γρατζούνισε μονάχα το μάγουλο κι άγγιξε τ' αυτί.

— Δόξα να 'χει ο Θεός, φωνάζω εγώ, δε σκοτώσατε άνθρωπο! Άρπαξα τότε το δικό μου πιστόλι, γύρισα και το πέταξα μακριά μου, στο δάσος:

— Εκεί είναι η θέση σου.

Ύστερα γύρισα στον αντίπαλό μου:

— Ευγενέστατε κύριε, του λέω, συγχωρέστε με τον ανόητο νεαρό που σας πρόσβαλα και σας λύπησα και σας ανάγκασα τώρα να με πυροβολήσετε. Είμαι δέκα φορές χειρότερος από σας, ίσως και περισσότερο. Πέστε τα αυτά και σε κείνο το πρόσωπο που το τιμάτε περισσότερο απ' όλα στον κόσμο.

Μόλις τα πρόφερα αυτά και οι τρεις τους βάλανε τις φωνές.

— Μα τι είναι αυτά, μου λέει ο αντίπαλός μου θύμωσε κιόλας. Αφού δε θέλατε να χτυπηθείτε προς τι όλα αυτά;

— Χτες ήμουν ανόητος ακόμα, μα σήμερα έβαλα μυαλό, του λέω όλος χαρά.

— Για τα χτεσινά σας πιστεύω, μου λέει, μα για το σημερινό είναι δύσκολο να το συμπεράνει κανείς απ' τα λεγόμενά σας.

— Μπράβο, του φωνάζω, χειροκρότησα κιόλας, συμφωνώ και σ' αυτό μαζί σας, μου αξίζει!

— Θα πυροβολήσετε, αξιότιμε κύριε, ή όχι;

— Όχι, του λέω. Μα αν θέλετε μπορείτε να πυροβολήσετε ακόμα μια φορά, όμως νομίζω πως καλύτερα θα 'ταν να μην το κάνετε.

Φώναζαν και οι μάρτυρες, και περισσότερο ο δικός μου.

— Αυτό είναι αίσχος για το σύνταγμά μας, να ζητάς συγνώμη στο πεδίο της τιμής. Αν το 'ξερα πως θα γινόταν έτσι....

Τότε στάθηκα εκεί μπροστά σ' όλους και δε γελούσα πια:

— Κύριοι, τους λέω, ώστε είναι τόσο εκπληκτικό λοιπόν για την εποχή μας να συναντήσετε έναν άνθρωπο που να μετανιώνει για την ανοησία του και να παραδεχτεί δημόσια πως έχει άδικο;

— Ναι, μα όχι στο πεδίο της τιμής, μου φωνάζει και πάλι ο μάρτυράς μου.

— Σωστά, τους απαντάω, έπρεπε να παραδεχτώ το άδικο μόλις φτάσαμε εδώ πέρα, πριν ακόμα πυροβολήσει, και να μην τον παρασύρω στο μεγάλο αυτό και θανάσιμο αμάρτημα, μα τόσο πια έχουμε εξαχρειωθεί όλοι μας, τους λέω, που μου ήταν σχεδόν αδύνατο να φερθώ έτσι, γιατί μονάχα τώρα που δέχτηκα τον πυροβολισμό του από δώδεκα βήματα απόσταση, μπορούν τα λόγια μου κάτι ν' αξίζουν για σας. Αν τα 'λεγα πριν απ' τον πυροβολισμό, μόλις φτάσαμε δω πέρα, τότε θα λέγατε: Είναι δειλός, φοβήθηκε το πιστόλι. Δεν αξίζει ούτε να τον ακούσουμε. Κύριοι, φώναξα ξαφνικά μέσα απ' την καρδιά μου, κοιτάχτε τριγύρω τα δώρα του Θεού: τον φωτεινό ουρανό, τον καθάριο αγέρα, το απαλό χορτάρι, τα πουλάκια, όλη την πανώρια κι αθώα φύση, και μεις, μονάχα εμείς είμαστε άθεοι κι ανόητοι και δεν καταλαβαίνουμε πως η ζωή είναι Παράδεισος, γιατί φτάνει να θελήσουμε να το καταλάβουμε και τότε θα δούμε γύρω μας τον Παράδεισο σ' όλη του την ομορφιά, θ' αγκαλιαστούμε και θα κλάψουμε από χαρά...

Ήθελα να συνεχίσω ακόμα μα δεν μπόρεσα, η πνοή μου κόπηκε, ένιωθα τόσο γλυκά, τόσο νεανικά και τόση ευτυχία στην καρδιά μου, όση δεν ένιωσα σ' όλη μου τη ζωή.

— Σωφρονέστατα και ευσεβέστατα τα όσα λέτε, μου λέει ο αντίπαλος, πάντως είστε πολύ πρωτότυπος.

— Γελάστε, του λέω γελώντας και γω. Μα αργότερα θα μ' επαινέσετε κι ο ίδιος.

— Μα και τώρα, μου λέει, είμαι έτοιμος να σας επαινέσω, ορίστε, σας απλώνω το χέρι μου γιατί, καθώς φαίνεται, είστε ειλικρινής.

— Όχι, λέω γω, τώρα δεν είναι ανάγκη, μα ύστερα, όταν θα γίνω καλύτερος κι άξιος της εκτίμησής σας, τότε να μου δώσετε το χέρι σας, καλά θα κάνετε.

Γυρίσαμε στο σπίτι, ο μάρτυράς μου σ' όλο το δρόμο μ' έβριζε, και γω τον φιλούσα. Αμέσως τα μάθανε όλοι οι συνάδελφοί μου και μαζεύτηκαν να με δικάσουν εκείνη την ίδια μέρα:

— Ατίμασε, λέγανε, τη στολή, ας παραιτηθεί.

Βρέθηκαν και υπερασπιστές:

— Όμως στάθηκε να τον πυροβολήσουν, λέγανε αυτοί.

— Ναι, μα φοβήθηκε τους άλλους πυροβολισμούς και ζήτησε συγνώμη στο πεδίο της τιμής.

— Μα αν φοβόταν τους πυροβολισμούς, αντιλέγανε οι υπερασπιστές, θα 'ριχνε πρώτα κι αυτός πριν να ζητήσει συγνώμη. Όμως το πιστόλι του, γεμάτο ακόμα, το πέταξε στο δάσος. Όχι, εδώ συμβαίνει κάτι άλλο, πολύ πρωτότυπο.

Τους ακούω εγώ και διασκεδάζω κοιτάζοντάς τους:

— Φίλοι μου, τους λέω, σύντροφοί μου, μη νοιάζεστε για την παραίτησή μου, γιατί το 'κανα κιόλας, την υπέβαλα σήμερα το πρωί στη Γραμματεία κι όταν τη δεχτούν, τότε θα πάω αμέσως σε μοναστήρι, γι' αυτό παραιτούμαι.

Μόλις το είπα αυτό, βάλανε όλοι τους, ως τον τελευταίο, τα γέλια:

—Δε μας το 'λεγες απ' την αρχή; Ε, τώρα όλα εξηγούνται, τον καλόγερο ποιος τον κρίνει!

Γελάνε, δεν μπορούν να κρατήσουν τα χάχανά τους, μα χωρίς να με κοροϊδεύουν, έτσι χαϊδευτικά, εύθυμα· μ' αγάπησαν ξαφνικά όλοι τους, ακόμα και οι πιο μανιασμένοι κατήγοροι, κι αργότερα, όλο εκείνο το μήνα, ώσπου να εγκριθεί η παραίτησή μου, με είχανε μη στάξει και μη βρέξει:

— Αχ, καλόγερέ μας, μου λέγανε.

O καθένας τους έβρισκε να μου πει κι από έναν καλό λόγο, προσπαθούσαν να με κάνουν ν' αλλάξω γνώμη, με λυπόνταν μάλιστα:

— Δε σκέφτεσαι τι κακό πας να κάνεις στον εαυτό σου;

— Όχι, λένε, δεν είναι φοβιτσιάρης, στάθηκε και τον πυροβόλησαν και μπορούσε να ρίξει κι αυτός, μα είχε δει ένα όνειρο την προηγούμενη νύχτα να γίνει καλόγερος, νά γιατί έκανε ό,τι έκανε.

Τα ίδια έλεγε κι ο κόσμος της πολιτείας. Πρώτα δε με πρόσεχαν και τόσο πολύ, με δέχονταν μονάχα στα σπίτια τους, μα τώρα άρχισαν να με καλούν όλοι: γελούσαν μαζί μου και ταυτόχρονα μ' αγαπούσαν κιόλας. Θα παρατηρήσω εδώ πως αν και μιλούσαν όλοι για τη μονομαχία, οι Αρχές αποσιώπησαν την υπόθεση γιατί ο αντίπαλός μου ήταν κοντινός συγγενής του στρατηγού μας και μια κι όλα τελειώσανε χωρίς να χυθεί αίμα, σαν να γίνανε στ' αστεία, και μια και γω παραιτήθηκα, το γυρίσανε κι αυτοί στ' αστείο. Κι άρχισα τότε να μιλάω ανοιχτά κι άφοβα, παρ' όλα τα γέλια, γιατί όλοι γελούσαν, χωρίς κακία βέβαια, με καλοσύνη. Αυτές οι κουβέντες γίνονταν το περισσότερο στις συγκεντρώσεις των κυριών· στις γυναίκες άρεσε πιο πολύ να μ' ακούν κι αυτές αναγκάζανε και τους άντρες.

— Μα πώς μπορεί να φταίω γω για τα κρίματα όλων των άλλων; γελούσε ο καθένας μπροστά μου. Μπορώ να φταίω τάχα για σας λόγου χάρη;

— Μα πού να το καταλάβετε αυτό, τους απαντάω, όταν όλος ο κόσμος από καιρό πια έχει πάρει άλλο δρόμο, κι όταν το ψέμα το νομίζουμε γι' αλήθεια και απαιτούμε κι απ' τους άλλους το ίδιο ψέμα; Νά, εγώ μια φορά στη ζωή μου φέρθηκα ειλικρινά και τι έγινε; Με νομίζετε όλοι σας για παλαβό. Αν και μ' αγαπήσατε, τους λέω, γελάτε ωστόσο μαζί μου.

— Μα πώς μπορεί να μην αγαπήσει κανείς έναν άνθρωπο σαν και σας; μου απαντάει η οικοδέσποινα και βάζει τα γέλια και οι καλεσμένοι της ήταν πολλοί.

Ξαφνικά βλέπω να σηκώνεται εκείνη η κοπέλα που γι' αυτήν προκάλεσα τη μονομαχία και που 'χα σκοπό να την παντρευτώ. Δεν το παρατήρησα καθόλου πως είχε έρθει τώρα σ' αυτήν την εσπερίδα. Σηκώθηκε, με πλησίασε, μου 'δωσε το χέρι:

— Επιτρέψτε μου, μου λέει, να σας εξηγήσω πως εγώ δε γελάω καθόλου μαζί σας, μα απεναντίας σας ευχαριστώ με δάκρυα στα μάτια και σας εκτιμώ γι' αυτό σας το φέρσιμο.

Με πλησίασε τότε κι ο άντρας της και ύστερα άρχισαν ξαφνικά να 'ρχονται όλοι κοντά μου, μονάχα που δε με φιλούσαν. Ήμουν τόσο, μα τόσο χαρούμενος. Μα περισσότερο από κάθε άλλον πρόσεξα τότε έναν κύριο, έναν ηλικιωμένο άνθρωπο, που με πλησίασε κι αυτός. Αν και ήξερα τ' όνομά του, ποτέ δεν τον είχα γνωρίσει προσωπικά κι ως εκείνο το βράδι δεν είχα κουβεντιάσει ούτε μια φορά μαζί του.